Η πρότασή μας αυτή είναι διατυπωμένη και σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου μας «Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων»[1]:
Οι εφαρμογές και τα συστήματα των Ήπιων Μορφών Ενέργειας (ΗΜΕ)[2] μπορούν να έχουν δύο βασικές κατευθύνσεις: σε μεγάλη κλίμακα, μεγάλες εταιρείες επενδύουν σε μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, με σκοπό τη μεγαλύτερη απόδοση και κέρδος. Σε μικρή κλίμακα, οι μικρές ανεμογεννήτριες, π.χ., και όχι οι τεράστιες των εταιρειών, μπορούν να συνεισφέρουν στην αυτοδυναμία ενέργειας σε νοικοκυριά ή οικισμούς, χωρίς να πωλείται το ρεύμα πρώτα στον διαχειριστή του δικτύου και μετά, μέσω του δικτύου, να φτάνει στην πρίζα. Το πιο προωθημένο σύστημα στην αυτονομία είναι, βέβαια, το εντελώς αυτόνομο, που δεν μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο.
Το εκατό τοις εκατό αυτόνομο σύστημα δεν χρειάζεται μετασχηματιστή για μετατραπεί στη μορφή που το παίρνουμε σήμερα από την πρίζα. Άρα δεν έχουμε και απώλειες, που είναι ακόμη ένα πλεονέκτημα. Το μειονέκτημα όμως είναι ότι απαιτούνται συσσωρευτές, μπαταρίες δηλαδή, για να αποθηκεύεται το ρεύμα και να διατίθεται και τη νύχτα ή όταν δεν έχει ηλιοφάνεια. Οι συσσωρευτές αποτελούν σημαντικό πρόβλημα, καθώς από τη μια πρέπει να είναι μεγάλης διάρκειας ζωής και να έχουν πολλούς κύκλους φόρτωσης-εκφόρτωσης, και από την άλλη, με τη σημερινή τεχνολογία κατασκευής τους, μετατρέπονται σε τοξικά απόβλητα μετά το πέρας της ζωής τους, οπότε χρειάζονται ειδική μεταχείριση. Γι’ αυτό η καλύτερη μέθοδος αποθήκευσης –σε εισαγωγικά το «αποθήκευση»– είναι το δίκτυο διανομής, το οποίο, όμως, δεν εξασφαλίζει αυτονομία για το νοικοκυριό. Αυτονομία σημαίνει ένα σύστημα παραγωγής που επιτρέπει να έχει κανείς ρεύμα όταν το χρειάζεται – με μέτρο, φυσικά, και εξοικονόμηση. Αν θέλει να το επιτύχει με εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τότε απαιτείται, σε παράλληλη σύνδεση, και φωτοβολταϊκή εγκατάσταση και αιολική. Έτσι, την απουσία ήλιου καλύπτει συνήθως ο αέρας. Αν δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο, τότε θα πρέπει να συμβιβαστεί κανείς με κεριά ή φακό, με σχόλη, ή να πέσει για ύπνο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν είσαι στη φιλοσοφία καταναλωτής. Να μη λες «ρεύμα θέλω, τώρα το θέλω». Αν όμως κάποιος δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτή τη νοοτροπία, τότε, όταν δεν υπάρχει ρεύμα από τις άλλες πηγές, θα συμβιβαστεί με την παράλληλη λειτουργία ντιζελογεννήτριας, η οποία καίει πετρέλαιο, επομένως δεν είναι οικολογική. Όλα αυτά μπορούν να λειτουργούν και αυτόματα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, αρκεί να υπάρχει στο παράλληλο αυτό σύστημα και ένας επιπλέον ηλεκτρονικός ρυθμιστής (inverter), ο οποίος αποφασίζει κάθε φορά από πού θα γίνεται η τροφοδοσία.
Η αυτοδυναμία παράγεται όχι στα στενά περιθώρια ενός νοικοκυριού, αλλά ενός δικτύου συλλογικοτήτων, κοινοτήτων, δήμων ή περιφερειών, που διαθέτουν συμπληρωματικά μεταξύ τους συστήματα παραγωγής ενέργειας από ΗΜΕ αλλά και το σύστημα διανομής της παραγόμενης ενέργειας, τα δίκτυα δηλαδή χαμηλής και μεσαίας τάσης με τα οποία γίνεται η διανομή σε έναν τόπο ή μια μεγαλύτερη περιοχή. Οι ΗΜΕ υπάρχουν μεν παντού στη διάθεσή μας, αλλά δυστυχώς όχι οπωσδήποτε την ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο. Όταν δεν έχει ηλιοφάνεια ή αέρα ή υδατόπτωση σε μια συγκεκριμένη κοινότητα ή σ’ έναν δήμο, μπορεί να έχει σε κάποιον άλλο. Η βιομάζα, βέβαια, είναι πάντα διαθέσιμη, αρκεί ο καθένας που τη χρειάζεται να έχει εγκαίρως προγραμματίσει την εξασφάλισή της. Γι’ αυτές τις λύσεις, δεν απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις, αρκεί η κατασκευή μικρών τέτοιων συστημάτων, αποκεντρωμένων και τοπικών. Όπως δεν απαιτούνται υψηλή τεχνολογία και μεγάλη εξειδίκευση.
Η απελευθέρωση από την κεντρικά διανεμόμενη ενέργεια και ο δυνητικά αποκεντρωμένος χαρακτήρας αυτών των συστημάτων είναι μια πράξη επαναστατική, που θα έφτανε το απόλυτο αν οι ιδιώτες κατασκεύαζαν οι ίδιοι τα φωτοβολταϊκά στοιχεία ή τις ανεμογεννήτριες και δεν ήταν αναγκασμένοι να τις αγοράζουν από κατασκευάστριες εταιρείες. Απλοί τεχνίτες, με σχετικά απλά υλικά, θα μπορούσαν να φτιάξουν, π.χ., μια μικρή ανεμογεννήτρια. Για πλήρη όμως ενεργειακή αυτονομία, θα βοηθούσε να δημιουργηθούν σύλλογοι ή συνεταιρισμοί από ενδιαφερόμενους πολίτες, οι οποίοι θα συγκέντρωναν την οικονομική συνεισφορά των μελών τους, αλλά και άλλων που θα τους υποστήριζαν για οικολογικούς και πολιτικούς λόγους, και σε συνεργασία με κάποιους ειδικούς θα αναλάμβαναν την κατασκευή των στοιχείων και την εγκατάσταση τέτοιων μικρών συστημάτων. Επομένως, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας κατασκευαστικής ιδιωτικής εταιρείας, που θα λειτουργεί με βάση το κέρδος. Κατασκευαστής μπορεί να είναι και ένας συνεταιρισμός κοινωνικής οικονομίας ή μια δημοτική επιχείρηση, που θα λειτουργεί για κοινωνικούς και οικολογικούς σκοπούς. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι η αυτοοργάνωση σε ανάλογες κινήσεις πολιτών, που θα κάνουν πραγματικότητα τέτοιους αυτόνομους δήμους και θα επιτυγχάνουν την τροφοδοσία με ρεύμα από αποκεντρωμένα μικρά συστήματα ΗΜΕ και με δέσμευση της ελεύθερης ενέργειας. Συνελεύσεις των τοπικών κοινοτήτων θα αποφασίζουν ποιες είναι οι ανάγκες σε ενέργεια, καθώς και το μέγεθος (μικρό ή μεσαίο) των συστημάτων που θα τις ικανοποιούν. Σε ένα χωριό, π.χ., οι ανάγκες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με φωτοβολταϊκά στις στέγες των σπιτιών ή των αγροτικών αποθηκών, μαζί με κάποιες μικρές ανεμογεννήτριες για τις περιόδους χωρίς ηλιοφάνεια αλλά με άνεμο, συνήθως, ή, συμπληρωματικά, με ένα μικρό υδροηλεκτρικό σύστημα, εκεί όπου υπάρχει υδατικό ρεύμα (π.χ., απότομο ποταμάκι, το οποίο το χειμώνα διαθέτει αρκετό νερό, όπως συμβαίνει στον Βελβεντό Κοζάνης, όπου λειτουργεί ήδη ο πρώτος αυτοδιαχειριζόμενος υδροηλεκτρικός σταθμός)[3].
Από τη στιγμή που το ηλεκτρικό ρεύμα είναι ακόμα απαραίτητο, θα χρειαστούν κάποιοι συμβιβασμοί, όσο γίνεται πιο ανώδυνοι για την τοπική κοινωνία και το τοπικό περιβάλλον. Με αυτό όμως που δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συμβιβαστούμε είναι να περάσει ο ενεργειακός εφοδιασμός στα χέρια ιδιωτών, επενδυτών ή εταιρειών, καθώς και να εξακολουθεί η ΔΕΗ να παράγει την πιο «βρόμικη κιλοβατώρα στην Ευρώπη» με λιγνίτη, στην Κοζάνη ή τη Μεγαλόπολη, μετατρέποντας τις περιοχές σε κρανίου τόπο και σκορπώντας καρκίνο στον ντόπιο πληθυσμό.
Κοινοτικοποίηση-δημοτικοποίηση παραγωγής και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η απελευθέρωση στον τομέα της ενέργειας είναι η λύση για να μην λειτουργεί η ΔΕΗ σαν μονοπώλιο. Η δημιουργία όμως ιδιωτικών εταιρειών στον χώρο, όπου και αν έγινε αυτό, δεν λειτούργησε υπέρ του κοινωνικού συνόλου αλλά σχεδόν πάντα υπέρ των εταιρειών. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, με την απελευθέρωση τη δεκαετία του ʼ90, πολλοί δήμοι προχώρησαν στην πώληση ή παραχώρηση των δημοτικών τους επιχειρήσεων και ένα μεγάλο μέρος των τοπικών δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (δίκτυα Μέσης Τάσης/ΜΤ και Χαμηλής Τάσης/ΧΤ) και διανομής αερίου βρέθηκε στα χέρια των τεσσάρων μεγάλων εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (EΟΝ, RWE, EnBW, Vattenfall) και περιφερειακών θυγατρικών τους.[4] Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ραγδαία αύξηση του κόστους παροχής των υπηρεσιών, χωρίς απαραίτητα την ποιοτική αναβάθμισή τους, η απομάκρυνση από τον δημότη, η αγνόηση της ανάγκης συμβολής στην αντιμετώπιση των οξυνόμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων, η αφαίρεση από τα ταμεία των ΟΤΑ σημαντικών οικονομικών πόρων που προέρχονταν από τη λειτουργία των ενεργειακών δικτύων, οι οποίοι πόροι κατέληγαν στα ταμεία των ιδιωτικών ενεργειακών κολοσσών που τα διαχειρίζονταν.
Δέκα δεκαπέντε χρόνια μετά, πολλοί ΟΤΑ στη Γερμανία το αναθεώρησαν τις θέσεις τους. Εξετάζουν σήμερα την επιστροφή τους στους τομείς παροχής ενεργειακών υπηρεσιών, προτάσσοντας τον «πράσινο» και «αποκεντρωμένο» χαρακτήρα παροχής τους. Η συζήτηση περί επαναδημοτικοποίησης (Rekommunalisierung) έχει αποκτήσει ώθηση τα τελευταία χρόνια. Οι ΟΤΑ δεν ανανεώνουν τις συμβάσεις με τις εταιρείες και αναλαμβάνουν οι ίδιοι δράση στους τομείς του εφοδιασμού (με ενέργεια και νερό ύδρευσης) και της διαχείρισης των απορριμμάτων και των λυμάτων, και μάλιστα συχνά με ευνοїκότερες τιμές. Η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μια εταιρεία ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει, με τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης, να πωλεί και να μεταβιβάζει τα τοπικά δίκτυα στον οικείο ΟΤΑ, έρχεται να ενισχύσει αποφασιστικά τις διαθέσεις πολλών δήμων, ώστε να τολμήσουν την επαναδημοτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων στις περιοχές τους.
Το πρώτο βήμα λοιπόν για τη λύση του ενεργειακού προβλήματος και στη χώρα μας θα ήταν, με την ευκαιρία της απελευθέρωσης, η μεταβίβαση της υποχρέωσης του ενεργειακού εφοδιασμού των πολιτών στους ΟΤΑ και η δημοτικοποίηση-κοινωνικοποίηση της παραγωγής της ενέργειας και των τοπικών ενεργειακών δικτύων. Οι ΟΤΑ είναι η πλέον κατάλληλη δομή, σήμερα, για τον ενεργειακό σχεδιασμό της περιοχής τους. Ο ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί και αξίζει να γίνει το αποφασιστικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης των δημοτικών-διαδημοτικών επιχειρήσεων. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι η δημοτική-διαδημοτική επιχείρηση θα έχει ως στόχο την παροχή ικανοποιητικών υπηρεσιών στους πολίτες του δήμου και δεν θα μοιάζει στην επιχειρηματική της πολιτική με το ενεργειακό μονοπώλιο της ΔΕΗ ή των άλλων ιδιωτικών εταιρειών. Η λειτουργία των τοπικών ενεργειακών δικτύων μπορεί να εξασφαλίσει ένα, χαμηλό μεν, αλλά καθαρό οικονομικό όφελος για τους δήμους. Αυτό μπορεί να είναι λίγο για μια μεγάλη εταιρεία, αρκετό όμως για έναν δήμο. Υψηλότερες αποδόσεις θα προέρχονται πό τη λειτουργία ιδίων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Επιπλέον, ένα μεγαλύτερο μερίδιο συναφών οικονομικών δραστηριοτήτων και προστιθέμενης αξίας παραμένουν στην περιοχή.
Με την απελευθέρωση των αγορών, οι δήμοι και οι δημότες, χωρίς δικές τους μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, είναι εκτεθειμένοι στη διαμόρφωση των τιμών από τα ενεργειακά μονοπώλια. Με την ανάληψη της λειτουργίας των δικτύων από δημοτικές επιχειρήσεις αναμένονται πάντα φθηνότερες τιμές ρεύματος για τους δημότες. Επιπλέον, πόροι από τη λειτουργία των δικτύων μπορούν να καλύπτουν τα έξοδα σε άλλους τομείς παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του δήμου που μπορεί να είναι ελλειμματικοί, όπως συνήθως συμβαίνει με τον τομέα της πρόνοιας κ.ά.
Ένας ΟΤΑ ο οποίος έχει στην κυριότητά του τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα έχει πλέον αυξημένες δυνατότητες να σχεδιάσει και να ξεκινήσει τον ενεργειακό αναπροσανατολισμό στην περιοχή του, ο οποίος θα στηρίζεται στην αξιοποίηση των ΗΜΕ (τεράστιο δυναμικό με τις καιρικές συνθήκες της χώρας ), καθώς και στην αποτελεσματική χρήση και εξοικονόμηση ενέργειας με την οικοδόμηση αποκεντρωμένων ενεργειακών υποδομών. Δήμοι που δημοτικοποιούν τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα καθώς και τον ενεργειακό εφοδιασμό με δικές τους ενεργειακές μονάδες παραγωγής, με δικές τους διαδημοτικές επιχειρήσεις, είναι η πλέον κατάλληλη βαθμίδα κοινωνικής οργάνωσης και δημόσιας διοίκησης, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνικοποίηση της ενέργειας.
Συνοπτικά, η πρόταση για να περάσει στα χέρια της κοινωνίας η παραγωγή και διανομή ενέργειας είναι η εξής:
α) Προς τους πολίτες-δημότες: Εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, σε μη παραγωγική γη. Εγκατάσταση μικρών ανεμογεννητριών σε ευνοϊκά σημεία μη παραγωγικής γης. Δημιουργία μη κερδοσκοπικών εταιρειών, εταιρειών λαϊκής βάσης, συνεταιρισμών κοινωνικής-αλληλέγγυας-συνεργατικής οικονομίας για την παραγωγή ενέργειας από μικρές εγκαταστάσεις ΗΜΕ και διάθεσή της στα τοπικά δημοτικά δίκτυα.
β) Προς τους ΟΤΑ: Επιδίωξη ενεργειακής αυτοδυναμίας μέσω ενεργειακού εφοδιασμού από δημοτικές-διαδημοτικές επιχειρήσεις, που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από ΗΜΕ, εξασφαλίζουν από τον διαχειριστή του Δικτύου Υψηλής Τάσης (ΥΤ) το ποσοστό της ενέργειας που ακόμα δεν παράγουν οι ίδιες, κατέχουν τα τοπικά δίκτυα ΜΤ-ΧΤ και διαχειρίζονται τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές της περιοχής τους.
γ) Προς τον διαχειριστή του δικτύου ΥΤ: Ένα αποκεντρωμένο, βασισμένο στα μικρής κλίμακας ενεργειακά συστήματα, κοινωνικά και κοινοτικά ελεγχόμενο μοντέλο ενέργειας από ήπιες πηγές πρέπει να είναι το επιδιωκόμενο. Ο ρόλος του κεντρικού κράτους[5] θα αφορά τον συντονισμό των περιφερειακών, δημοτικών και συνεταιριστικών μορφών παραγωγής και διαχείρισης ενέργειας, τον εκσυγχρονισμό του δίκτυου μεταφοράς, διανομής και εξαγωγής ενέργειας και την επίβλεψη της απο-εμπορευματικοποίησης της ενέργειας, για σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων (να μη θεωρεί και να μην επιδοτεί το φυσικό αέριο ως «πράσινη ενέργεια»), ώστε να είναι συνεπές στις δεσμεύσεις για την κλιματική αλλαγή και την προστασία του περιβάλλοντος, για την ανάπτυξη και την προώθηση της ηλιακής, αιολικής και, ίσως, γεωθερμικής ενέργειας, για τη στήριξη της ενεργειακής διαφοροποίησης και της εξοικονόμησης ενέργειας, για την επίτευξη ενεργειακής αυτάρκειας.
δ) Προς το Κίνημα : το υπάρχον σήμερα κίνημα για την προστασία του κλίματος και την ενεργειακή αυτονομία θα πρέπει να βρει απαντήσεις για το ποιά μπορεί να είναι η ιδανική κατάσταση, για το ποιός είναι ο καλύτερος δρόμος για την ενεργειακή αυτοδυναμία με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα, όχι μόνο στο θέμα τηε ηλεκτρικής αλλά και στην ενέργεια που αφορά στους τομείς της μετακίνησης – κυκλοφορίας, των μεταφορών ή της θέρμανσης των κτιρίων: Το μέλλον θα ανήκει στην μπαταρία(μεγάλο πρόβλημα σπάνιων υλικών κατασκευής τους); Στην δέσμευση της ελεύθερης ενέργειας; Στην κυψέλη καυσίμου υδρογόνου ή ίσως και στη μηχανή καύσης με ανανεώσιμα παραγόμενο μεθάνιο από την ανακύκλωση της βιομάζας; Ή και στον συνδυασμόόλων αυτών; Η ηλεκτρόλυση του νερού-με ρεύμα από ΗΜΕ- για την παραγωγή καύσιμου υδρογόνου δεν θα ήταν η ιδανική λύση αφού δεν θα είχαμε απόβλητα παρά μόνο νερό;
[1]«Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων» με το πρόταγμα της αυτονομίας, της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας: (http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/2606938)
[2] Επειδή ο όρος ΑΠΕ έχει ταυτιστεί με τα μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, χρησιμοποιούμε τον όρο Ήπιες Μορφές Ενέργειας (ΗΜΕ), όπως δηλαδή είχε διατυπωθεί από το αντιπυρηνικό κίνημα στη δεκαετία του 1970.
[3] Βλ. http://www.efsyn.gr/arthro/sto-velvento-o-protos-aytodiaheirizomenos-ydroilektrikos-stathmos (τελευταία επίσκεψη Φεβρουάριος 2019).
[4] Τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα στη Γερμανία τις περιγράφουμε μαζί με τον Βασίλη Γιόκαρη σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο, «Το ενεργειακό ζήτημα στη Γερμανία», στο βιβλίο Γιώργος Κολέμπας, Βασίλης Γιόκαρης, Κοινωνικοποίηση. Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2012.
[5] Ενόσω θα υπάρχει ακόμα το κεντρικό κράτος και δεν θα έχει αντικατασταθεί από την αμεσοδημοκρατική πολιτεία των ομοσπονδοποιημένων κοινοτήτων-δήμων-περιφερειών, δηλαδή από την Κοινότητα των κοινοτήτων.
Οι εφαρμογές και τα συστήματα των Ήπιων Μορφών Ενέργειας (ΗΜΕ)[2] μπορούν να έχουν δύο βασικές κατευθύνσεις: σε μεγάλη κλίμακα, μεγάλες εταιρείες επενδύουν σε μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, με σκοπό τη μεγαλύτερη απόδοση και κέρδος. Σε μικρή κλίμακα, οι μικρές ανεμογεννήτριες, π.χ., και όχι οι τεράστιες των εταιρειών, μπορούν να συνεισφέρουν στην αυτοδυναμία ενέργειας σε νοικοκυριά ή οικισμούς, χωρίς να πωλείται το ρεύμα πρώτα στον διαχειριστή του δικτύου και μετά, μέσω του δικτύου, να φτάνει στην πρίζα. Το πιο προωθημένο σύστημα στην αυτονομία είναι, βέβαια, το εντελώς αυτόνομο, που δεν μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο.
Το εκατό τοις εκατό αυτόνομο σύστημα δεν χρειάζεται μετασχηματιστή για μετατραπεί στη μορφή που το παίρνουμε σήμερα από την πρίζα. Άρα δεν έχουμε και απώλειες, που είναι ακόμη ένα πλεονέκτημα. Το μειονέκτημα όμως είναι ότι απαιτούνται συσσωρευτές, μπαταρίες δηλαδή, για να αποθηκεύεται το ρεύμα και να διατίθεται και τη νύχτα ή όταν δεν έχει ηλιοφάνεια. Οι συσσωρευτές αποτελούν σημαντικό πρόβλημα, καθώς από τη μια πρέπει να είναι μεγάλης διάρκειας ζωής και να έχουν πολλούς κύκλους φόρτωσης-εκφόρτωσης, και από την άλλη, με τη σημερινή τεχνολογία κατασκευής τους, μετατρέπονται σε τοξικά απόβλητα μετά το πέρας της ζωής τους, οπότε χρειάζονται ειδική μεταχείριση. Γι’ αυτό η καλύτερη μέθοδος αποθήκευσης –σε εισαγωγικά το «αποθήκευση»– είναι το δίκτυο διανομής, το οποίο, όμως, δεν εξασφαλίζει αυτονομία για το νοικοκυριό. Αυτονομία σημαίνει ένα σύστημα παραγωγής που επιτρέπει να έχει κανείς ρεύμα όταν το χρειάζεται – με μέτρο, φυσικά, και εξοικονόμηση. Αν θέλει να το επιτύχει με εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τότε απαιτείται, σε παράλληλη σύνδεση, και φωτοβολταϊκή εγκατάσταση και αιολική. Έτσι, την απουσία ήλιου καλύπτει συνήθως ο αέρας. Αν δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο, τότε θα πρέπει να συμβιβαστεί κανείς με κεριά ή φακό, με σχόλη, ή να πέσει για ύπνο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν είσαι στη φιλοσοφία καταναλωτής. Να μη λες «ρεύμα θέλω, τώρα το θέλω». Αν όμως κάποιος δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτή τη νοοτροπία, τότε, όταν δεν υπάρχει ρεύμα από τις άλλες πηγές, θα συμβιβαστεί με την παράλληλη λειτουργία ντιζελογεννήτριας, η οποία καίει πετρέλαιο, επομένως δεν είναι οικολογική. Όλα αυτά μπορούν να λειτουργούν και αυτόματα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, αρκεί να υπάρχει στο παράλληλο αυτό σύστημα και ένας επιπλέον ηλεκτρονικός ρυθμιστής (inverter), ο οποίος αποφασίζει κάθε φορά από πού θα γίνεται η τροφοδοσία.
Η αυτοδυναμία παράγεται όχι στα στενά περιθώρια ενός νοικοκυριού, αλλά ενός δικτύου συλλογικοτήτων, κοινοτήτων, δήμων ή περιφερειών, που διαθέτουν συμπληρωματικά μεταξύ τους συστήματα παραγωγής ενέργειας από ΗΜΕ αλλά και το σύστημα διανομής της παραγόμενης ενέργειας, τα δίκτυα δηλαδή χαμηλής και μεσαίας τάσης με τα οποία γίνεται η διανομή σε έναν τόπο ή μια μεγαλύτερη περιοχή. Οι ΗΜΕ υπάρχουν μεν παντού στη διάθεσή μας, αλλά δυστυχώς όχι οπωσδήποτε την ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο. Όταν δεν έχει ηλιοφάνεια ή αέρα ή υδατόπτωση σε μια συγκεκριμένη κοινότητα ή σ’ έναν δήμο, μπορεί να έχει σε κάποιον άλλο. Η βιομάζα, βέβαια, είναι πάντα διαθέσιμη, αρκεί ο καθένας που τη χρειάζεται να έχει εγκαίρως προγραμματίσει την εξασφάλισή της. Γι’ αυτές τις λύσεις, δεν απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις, αρκεί η κατασκευή μικρών τέτοιων συστημάτων, αποκεντρωμένων και τοπικών. Όπως δεν απαιτούνται υψηλή τεχνολογία και μεγάλη εξειδίκευση.
Η απελευθέρωση από την κεντρικά διανεμόμενη ενέργεια και ο δυνητικά αποκεντρωμένος χαρακτήρας αυτών των συστημάτων είναι μια πράξη επαναστατική, που θα έφτανε το απόλυτο αν οι ιδιώτες κατασκεύαζαν οι ίδιοι τα φωτοβολταϊκά στοιχεία ή τις ανεμογεννήτριες και δεν ήταν αναγκασμένοι να τις αγοράζουν από κατασκευάστριες εταιρείες. Απλοί τεχνίτες, με σχετικά απλά υλικά, θα μπορούσαν να φτιάξουν, π.χ., μια μικρή ανεμογεννήτρια. Για πλήρη όμως ενεργειακή αυτονομία, θα βοηθούσε να δημιουργηθούν σύλλογοι ή συνεταιρισμοί από ενδιαφερόμενους πολίτες, οι οποίοι θα συγκέντρωναν την οικονομική συνεισφορά των μελών τους, αλλά και άλλων που θα τους υποστήριζαν για οικολογικούς και πολιτικούς λόγους, και σε συνεργασία με κάποιους ειδικούς θα αναλάμβαναν την κατασκευή των στοιχείων και την εγκατάσταση τέτοιων μικρών συστημάτων. Επομένως, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας κατασκευαστικής ιδιωτικής εταιρείας, που θα λειτουργεί με βάση το κέρδος. Κατασκευαστής μπορεί να είναι και ένας συνεταιρισμός κοινωνικής οικονομίας ή μια δημοτική επιχείρηση, που θα λειτουργεί για κοινωνικούς και οικολογικούς σκοπούς. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι η αυτοοργάνωση σε ανάλογες κινήσεις πολιτών, που θα κάνουν πραγματικότητα τέτοιους αυτόνομους δήμους και θα επιτυγχάνουν την τροφοδοσία με ρεύμα από αποκεντρωμένα μικρά συστήματα ΗΜΕ και με δέσμευση της ελεύθερης ενέργειας. Συνελεύσεις των τοπικών κοινοτήτων θα αποφασίζουν ποιες είναι οι ανάγκες σε ενέργεια, καθώς και το μέγεθος (μικρό ή μεσαίο) των συστημάτων που θα τις ικανοποιούν. Σε ένα χωριό, π.χ., οι ανάγκες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με φωτοβολταϊκά στις στέγες των σπιτιών ή των αγροτικών αποθηκών, μαζί με κάποιες μικρές ανεμογεννήτριες για τις περιόδους χωρίς ηλιοφάνεια αλλά με άνεμο, συνήθως, ή, συμπληρωματικά, με ένα μικρό υδροηλεκτρικό σύστημα, εκεί όπου υπάρχει υδατικό ρεύμα (π.χ., απότομο ποταμάκι, το οποίο το χειμώνα διαθέτει αρκετό νερό, όπως συμβαίνει στον Βελβεντό Κοζάνης, όπου λειτουργεί ήδη ο πρώτος αυτοδιαχειριζόμενος υδροηλεκτρικός σταθμός)[3].
Από τη στιγμή που το ηλεκτρικό ρεύμα είναι ακόμα απαραίτητο, θα χρειαστούν κάποιοι συμβιβασμοί, όσο γίνεται πιο ανώδυνοι για την τοπική κοινωνία και το τοπικό περιβάλλον. Με αυτό όμως που δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συμβιβαστούμε είναι να περάσει ο ενεργειακός εφοδιασμός στα χέρια ιδιωτών, επενδυτών ή εταιρειών, καθώς και να εξακολουθεί η ΔΕΗ να παράγει την πιο «βρόμικη κιλοβατώρα στην Ευρώπη» με λιγνίτη, στην Κοζάνη ή τη Μεγαλόπολη, μετατρέποντας τις περιοχές σε κρανίου τόπο και σκορπώντας καρκίνο στον ντόπιο πληθυσμό.
Κοινοτικοποίηση-δημοτικοποίηση παραγωγής και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η απελευθέρωση στον τομέα της ενέργειας είναι η λύση για να μην λειτουργεί η ΔΕΗ σαν μονοπώλιο. Η δημιουργία όμως ιδιωτικών εταιρειών στον χώρο, όπου και αν έγινε αυτό, δεν λειτούργησε υπέρ του κοινωνικού συνόλου αλλά σχεδόν πάντα υπέρ των εταιρειών. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, με την απελευθέρωση τη δεκαετία του ʼ90, πολλοί δήμοι προχώρησαν στην πώληση ή παραχώρηση των δημοτικών τους επιχειρήσεων και ένα μεγάλο μέρος των τοπικών δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (δίκτυα Μέσης Τάσης/ΜΤ και Χαμηλής Τάσης/ΧΤ) και διανομής αερίου βρέθηκε στα χέρια των τεσσάρων μεγάλων εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (EΟΝ, RWE, EnBW, Vattenfall) και περιφερειακών θυγατρικών τους.[4] Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ραγδαία αύξηση του κόστους παροχής των υπηρεσιών, χωρίς απαραίτητα την ποιοτική αναβάθμισή τους, η απομάκρυνση από τον δημότη, η αγνόηση της ανάγκης συμβολής στην αντιμετώπιση των οξυνόμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων, η αφαίρεση από τα ταμεία των ΟΤΑ σημαντικών οικονομικών πόρων που προέρχονταν από τη λειτουργία των ενεργειακών δικτύων, οι οποίοι πόροι κατέληγαν στα ταμεία των ιδιωτικών ενεργειακών κολοσσών που τα διαχειρίζονταν.
Δέκα δεκαπέντε χρόνια μετά, πολλοί ΟΤΑ στη Γερμανία το αναθεώρησαν τις θέσεις τους. Εξετάζουν σήμερα την επιστροφή τους στους τομείς παροχής ενεργειακών υπηρεσιών, προτάσσοντας τον «πράσινο» και «αποκεντρωμένο» χαρακτήρα παροχής τους. Η συζήτηση περί επαναδημοτικοποίησης (Rekommunalisierung) έχει αποκτήσει ώθηση τα τελευταία χρόνια. Οι ΟΤΑ δεν ανανεώνουν τις συμβάσεις με τις εταιρείες και αναλαμβάνουν οι ίδιοι δράση στους τομείς του εφοδιασμού (με ενέργεια και νερό ύδρευσης) και της διαχείρισης των απορριμμάτων και των λυμάτων, και μάλιστα συχνά με ευνοїκότερες τιμές. Η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μια εταιρεία ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει, με τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης, να πωλεί και να μεταβιβάζει τα τοπικά δίκτυα στον οικείο ΟΤΑ, έρχεται να ενισχύσει αποφασιστικά τις διαθέσεις πολλών δήμων, ώστε να τολμήσουν την επαναδημοτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων στις περιοχές τους.
Το πρώτο βήμα λοιπόν για τη λύση του ενεργειακού προβλήματος και στη χώρα μας θα ήταν, με την ευκαιρία της απελευθέρωσης, η μεταβίβαση της υποχρέωσης του ενεργειακού εφοδιασμού των πολιτών στους ΟΤΑ και η δημοτικοποίηση-κοινωνικοποίηση της παραγωγής της ενέργειας και των τοπικών ενεργειακών δικτύων. Οι ΟΤΑ είναι η πλέον κατάλληλη δομή, σήμερα, για τον ενεργειακό σχεδιασμό της περιοχής τους. Ο ενεργειακός εφοδιασμός μπορεί και αξίζει να γίνει το αποφασιστικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης των δημοτικών-διαδημοτικών επιχειρήσεων. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι η δημοτική-διαδημοτική επιχείρηση θα έχει ως στόχο την παροχή ικανοποιητικών υπηρεσιών στους πολίτες του δήμου και δεν θα μοιάζει στην επιχειρηματική της πολιτική με το ενεργειακό μονοπώλιο της ΔΕΗ ή των άλλων ιδιωτικών εταιρειών. Η λειτουργία των τοπικών ενεργειακών δικτύων μπορεί να εξασφαλίσει ένα, χαμηλό μεν, αλλά καθαρό οικονομικό όφελος για τους δήμους. Αυτό μπορεί να είναι λίγο για μια μεγάλη εταιρεία, αρκετό όμως για έναν δήμο. Υψηλότερες αποδόσεις θα προέρχονται πό τη λειτουργία ιδίων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Επιπλέον, ένα μεγαλύτερο μερίδιο συναφών οικονομικών δραστηριοτήτων και προστιθέμενης αξίας παραμένουν στην περιοχή.
Με την απελευθέρωση των αγορών, οι δήμοι και οι δημότες, χωρίς δικές τους μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, είναι εκτεθειμένοι στη διαμόρφωση των τιμών από τα ενεργειακά μονοπώλια. Με την ανάληψη της λειτουργίας των δικτύων από δημοτικές επιχειρήσεις αναμένονται πάντα φθηνότερες τιμές ρεύματος για τους δημότες. Επιπλέον, πόροι από τη λειτουργία των δικτύων μπορούν να καλύπτουν τα έξοδα σε άλλους τομείς παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του δήμου που μπορεί να είναι ελλειμματικοί, όπως συνήθως συμβαίνει με τον τομέα της πρόνοιας κ.ά.
Ένας ΟΤΑ ο οποίος έχει στην κυριότητά του τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα έχει πλέον αυξημένες δυνατότητες να σχεδιάσει και να ξεκινήσει τον ενεργειακό αναπροσανατολισμό στην περιοχή του, ο οποίος θα στηρίζεται στην αξιοποίηση των ΗΜΕ (τεράστιο δυναμικό με τις καιρικές συνθήκες της χώρας ), καθώς και στην αποτελεσματική χρήση και εξοικονόμηση ενέργειας με την οικοδόμηση αποκεντρωμένων ενεργειακών υποδομών. Δήμοι που δημοτικοποιούν τα τοπικά ενεργειακά δίκτυα καθώς και τον ενεργειακό εφοδιασμό με δικές τους ενεργειακές μονάδες παραγωγής, με δικές τους διαδημοτικές επιχειρήσεις, είναι η πλέον κατάλληλη βαθμίδα κοινωνικής οργάνωσης και δημόσιας διοίκησης, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνικοποίηση της ενέργειας.
Συνοπτικά, η πρόταση για να περάσει στα χέρια της κοινωνίας η παραγωγή και διανομή ενέργειας είναι η εξής:
α) Προς τους πολίτες-δημότες: Εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, σε μη παραγωγική γη. Εγκατάσταση μικρών ανεμογεννητριών σε ευνοϊκά σημεία μη παραγωγικής γης. Δημιουργία μη κερδοσκοπικών εταιρειών, εταιρειών λαϊκής βάσης, συνεταιρισμών κοινωνικής-αλληλέγγυας-συνεργατικής οικονομίας για την παραγωγή ενέργειας από μικρές εγκαταστάσεις ΗΜΕ και διάθεσή της στα τοπικά δημοτικά δίκτυα.
β) Προς τους ΟΤΑ: Επιδίωξη ενεργειακής αυτοδυναμίας μέσω ενεργειακού εφοδιασμού από δημοτικές-διαδημοτικές επιχειρήσεις, που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από ΗΜΕ, εξασφαλίζουν από τον διαχειριστή του Δικτύου Υψηλής Τάσης (ΥΤ) το ποσοστό της ενέργειας που ακόμα δεν παράγουν οι ίδιες, κατέχουν τα τοπικά δίκτυα ΜΤ-ΧΤ και διαχειρίζονται τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές της περιοχής τους.
γ) Προς τον διαχειριστή του δικτύου ΥΤ: Ένα αποκεντρωμένο, βασισμένο στα μικρής κλίμακας ενεργειακά συστήματα, κοινωνικά και κοινοτικά ελεγχόμενο μοντέλο ενέργειας από ήπιες πηγές πρέπει να είναι το επιδιωκόμενο. Ο ρόλος του κεντρικού κράτους[5] θα αφορά τον συντονισμό των περιφερειακών, δημοτικών και συνεταιριστικών μορφών παραγωγής και διαχείρισης ενέργειας, τον εκσυγχρονισμό του δίκτυου μεταφοράς, διανομής και εξαγωγής ενέργειας και την επίβλεψη της απο-εμπορευματικοποίησης της ενέργειας, για σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων (να μη θεωρεί και να μην επιδοτεί το φυσικό αέριο ως «πράσινη ενέργεια»), ώστε να είναι συνεπές στις δεσμεύσεις για την κλιματική αλλαγή και την προστασία του περιβάλλοντος, για την ανάπτυξη και την προώθηση της ηλιακής, αιολικής και, ίσως, γεωθερμικής ενέργειας, για τη στήριξη της ενεργειακής διαφοροποίησης και της εξοικονόμησης ενέργειας, για την επίτευξη ενεργειακής αυτάρκειας.
δ) Προς το Κίνημα : το υπάρχον σήμερα κίνημα για την προστασία του κλίματος και την ενεργειακή αυτονομία θα πρέπει να βρει απαντήσεις για το ποιά μπορεί να είναι η ιδανική κατάσταση, για το ποιός είναι ο καλύτερος δρόμος για την ενεργειακή αυτοδυναμία με το μικρότερο δυνατό οικολογικό αποτύπωμα, όχι μόνο στο θέμα τηε ηλεκτρικής αλλά και στην ενέργεια που αφορά στους τομείς της μετακίνησης – κυκλοφορίας, των μεταφορών ή της θέρμανσης των κτιρίων: Το μέλλον θα ανήκει στην μπαταρία(μεγάλο πρόβλημα σπάνιων υλικών κατασκευής τους); Στην δέσμευση της ελεύθερης ενέργειας; Στην κυψέλη καυσίμου υδρογόνου ή ίσως και στη μηχανή καύσης με ανανεώσιμα παραγόμενο μεθάνιο από την ανακύκλωση της βιομάζας; Ή και στον συνδυασμόόλων αυτών; Η ηλεκτρόλυση του νερού-με ρεύμα από ΗΜΕ- για την παραγωγή καύσιμου υδρογόνου δεν θα ήταν η ιδανική λύση αφού δεν θα είχαμε απόβλητα παρά μόνο νερό;
[1]«Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων» με το πρόταγμα της αυτονομίας, της αποανάπτυξης, του κοινοτισμού και της άμεσης δημοκρατίας: (http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/2606938)
[2] Επειδή ο όρος ΑΠΕ έχει ταυτιστεί με τα μεγάλα βιομηχανικά συστήματα ΒΑΠΕ, χρησιμοποιούμε τον όρο Ήπιες Μορφές Ενέργειας (ΗΜΕ), όπως δηλαδή είχε διατυπωθεί από το αντιπυρηνικό κίνημα στη δεκαετία του 1970.
[3] Βλ. http://www.efsyn.gr/arthro/sto-velvento-o-protos-aytodiaheirizomenos-ydroilektrikos-stathmos (τελευταία επίσκεψη Φεβρουάριος 2019).
[4] Τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα στη Γερμανία τις περιγράφουμε μαζί με τον Βασίλη Γιόκαρη σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο, «Το ενεργειακό ζήτημα στη Γερμανία», στο βιβλίο Γιώργος Κολέμπας, Βασίλης Γιόκαρης, Κοινωνικοποίηση. Η διέξοδος από τις συμπληγάδες του κρατισμού και της ιδιωτικοποίησης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2012.
[5] Ενόσω θα υπάρχει ακόμα το κεντρικό κράτος και δεν θα έχει αντικατασταθεί από την αμεσοδημοκρατική πολιτεία των ομοσπονδοποιημένων κοινοτήτων-δήμων-περιφερειών, δηλαδή από την Κοινότητα των κοινοτήτων.