Γύρω στο 2005 υπήρξε ένας ουσιαστικός πολιτικός διάλογος στα πλαίσια των Πράσινων κομμάτων, εμπνευσμένος από τις επιταγές της αποανάπτυξης, ως αποτέλεσμα της πρακτικής ενασχόλησης των μελών τους με τις εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης, την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και τα κινήματα μετάβασης σε μετακαπιταλιστική κοινωνία
Το 2007, ο Yves Cochet, γάλος πράσινος βουλευτής, υλοποίησε μια προσωπική καμπάνια για την αποανάπτυξη (Baykan 2007), ενώ το 2009 το Ευρωπαϊκό Κόμμα των Πρασίνων (EGP) σε συνεργασία με τη λέσχη της Ρώμης διοργάνωσε διάσκεψη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες για την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη (Club of Rome 2009), ενώ εντός των επόμενων δύοχρόνων οι καθηγητές Tim Jakson και Serge Latouche φιλοξενήθηκανν επίσης από την Ομάδα των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Ακόμα και ο Daniel Cohn Bendit (2010) έχει αναγνωρίσει την ανάγκη για επιλεκτική αποανάπτυξη συγκεκριμένων παραγωγικών τομέων σε συνδυασμό με τα πράσινα και κοινωνικά επενδυτικά προγράμματα, όπως το πράσινο νέο συμβόλαιο(Green New Deal) , για την πράσινη μετατροπή της οικονομίας.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του περιοδικού του στο δίλημμα: Ανάπτυξη-Αποανάπτυξη (GEF 2012), ενώ η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία της Πράσινης Νεολαίας έχει συνειδητοποιήσει τη σημασία της πρότασης για την αποανάπτυξη από την αρχή της κρίσης (FYEG 2010) και συμβάλλει θετικά στη δημόσια συζήτηση. Παρ όλα αυτά, ο όρος αποανάπτυξη δεν αναφέρεται στο πρόγραμμα των Ευρωπαίων Πράσινων και αυτό κάνει ακόμα πολλούς πράσινους πολιτικούς να νιώθουν άβολα.
Στην Ελλάδα από το 2009, οι Οικολόγοι Πράσινοι φιλοξένησαν εκδηλώσεις με τους καθηγητές Γιώργο Καλλή και Serge Latouche(εκφραστές της αποανάπτυξης στα πανεπισήμια), ενώ το Πράσινο Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα πραγματοποίησε μια συζήτηση για την αποανάπτυξη το 2013 με τον καθηγητή Mauro Bonaiuti μεταξύ άλλων ομιλητών. Ωστόσο, παρόλο που επικρίνεται η οικοκτόνα και μη βιώσιμη ανάπτυξη στο μοντέλο που ακολουθεί η Ελλάδα από τη δεκαετία του 1960, είναι ιδιαίτερα ορατό στο πρόγραμμά τους, ότι η αποανάπτυξη δεν αναφέρεται ούτε καν ως όρος. Μάλλον επιμένουν πανευρωπαϊκά στο πρότυπο και την αφήγηση της "Βιώσιμης Ανάπτυξης" και της "βιώσιμης ευημερίας", ενώ παράλληλα κάνουν αόριστες προτάσεις στο πλαίσιο της «Πράσινης Νέας Συμφωνίας»- «Green New Deal» ("πράσινος" μετασχηματισμός της οικονομίας, αποτελεσματικότητα της παραγωγής με ταυτόχρονο εξορθολογισμό των καταναλωτικών προτύπων και τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας). Στο δε ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας στα πλαίσια των θεσμών τους: ενώ στην αρχή είχαν ενσωματώσει κάποια στοιχεία της όπως π.χ. η εναλλαγή στους εκπροσώπους, στη συνέχεια τα απεμπόλησαν. Κράτησαν μόνο τη διπλή προεδρία (οι Γερμανοί Πράσινοι).
Η Αποανάπτυξη, ως έννοια, περιορίστηκε λοιπόν στις εσωτερικές συζητήσεις των Πράσινων και χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως λογοπαίγνιο για την εσωτερική αντιπολίτευση του κόμματος, αντί να κατανοηθεί ως πρόταση για μια ουσιαστική μετατόπιση της πολιτικής αφήγησης.
Σε αντίθεση με τα εναλλακτικά κινήματα, από τα οποία προέκυψαν και ήρθαν στο προσκήνιο τα πράσινα κόμματα, οι σύγχρονοι Πράσινοι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, καθώς και οι υποστηρικτές τους, δεν επιθυμούν να απελευθερωθούν από τους καθιερωμένους κοινωνικοπολιτικούς κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας-εφαρμόζοντας σταδιακά στοιχεία της άμεσης δημοκρατίας-καθώς και από το φαντασιακό της ανάπτυξης, να ζήσουν έναν εναλλακτικό αντικαταναλωτικό τρόπο ζωής και να ακολουθήσουν μια διαφοροποιημένη οργάνωση στην κοινωνία(προωθώντας τον Κοινοτισμό) και την οικονομία(προωθώντας την συνεργατική αλληλέγγυα οικονομική δραστηριότητα). Έχουν αποστασιοποιηθεί από τα κινήματα της Αποανάπτυξης, του Κοινοτισμού και της Άμεσης δημοκρατίας -εκτός από μια πολύ μικρή μειοψηφία τους- και επιθυμούν να αντιπροσωπεύουν-στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχικής δημοκρατίας- την κυρίαρχη ευρωπαϊκή και ελληνική μεσαία τάξη, την κουλτούρα της κατανάλωσης και "ευημερίας"(πολύ διαφορετική από την κουλτούρα της "ευζωίας"), ακριβώς όπως ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς.
Αποανάπτυξη και πολιτική Οικολογία
Η Αποανάπτυξη σαν έννοια που αποδομεί το σημερινό κυρίαρχο φαντασιακό που διέπει τα προγράμματα όλων των κομμάτων εξουσίας από τη δεξιά μέχρι και την αριστερά, είναι η βάση της συνείδησης όσων ασπάζονται την πολιτική οικολογία. Θέτει στην ουσία το θεμέλιο για την πολιτική Οικολογία και παρέχει μια ριζοσπαστική πολιτική ορολογία που μπορεί και την διαφοροποιεί κυρίως από την αριστερά, καθώς αντανακλά τις θεωρητικές ρίζες του οικολογικού κινήματος και δίνει μια νέα ώθηση στην οικολογία για να ανακτήσει κάποια από την χαμένη της αίγλη και τον πολιτικό ακτιβισμό της.
Με αυτή την έννοια το κίνημα της πολιτικής οικολογίας και το κίνημα για την Αποανάπτυξη και τον Κοινοτισμό μπορούν να συναντηθούν, επιδιώκοντας τον κοινό στρατηγικό στόχο-αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της σημερινής πολυσύνθετης κρίσης- της μελλοντικής βιωσιμότητας των ανθρώπινων κοινοτήτων και της επιβίωσης των ειδών, αποσυνδεδεμένο από το φανταστικό της «ανάπτυξης».
Το 2007, ο Yves Cochet, γάλος πράσινος βουλευτής, υλοποίησε μια προσωπική καμπάνια για την αποανάπτυξη (Baykan 2007), ενώ το 2009 το Ευρωπαϊκό Κόμμα των Πρασίνων (EGP) σε συνεργασία με τη λέσχη της Ρώμης διοργάνωσε διάσκεψη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες για την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη (Club of Rome 2009), ενώ εντός των επόμενων δύοχρόνων οι καθηγητές Tim Jakson και Serge Latouche φιλοξενήθηκανν επίσης από την Ομάδα των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Ακόμα και ο Daniel Cohn Bendit (2010) έχει αναγνωρίσει την ανάγκη για επιλεκτική αποανάπτυξη συγκεκριμένων παραγωγικών τομέων σε συνδυασμό με τα πράσινα και κοινωνικά επενδυτικά προγράμματα, όπως το πράσινο νέο συμβόλαιο(Green New Deal) , για την πράσινη μετατροπή της οικονομίας.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του περιοδικού του στο δίλημμα: Ανάπτυξη-Αποανάπτυξη (GEF 2012), ενώ η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία της Πράσινης Νεολαίας έχει συνειδητοποιήσει τη σημασία της πρότασης για την αποανάπτυξη από την αρχή της κρίσης (FYEG 2010) και συμβάλλει θετικά στη δημόσια συζήτηση. Παρ όλα αυτά, ο όρος αποανάπτυξη δεν αναφέρεται στο πρόγραμμα των Ευρωπαίων Πράσινων και αυτό κάνει ακόμα πολλούς πράσινους πολιτικούς να νιώθουν άβολα.
Στην Ελλάδα από το 2009, οι Οικολόγοι Πράσινοι φιλοξένησαν εκδηλώσεις με τους καθηγητές Γιώργο Καλλή και Serge Latouche(εκφραστές της αποανάπτυξης στα πανεπισήμια), ενώ το Πράσινο Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα πραγματοποίησε μια συζήτηση για την αποανάπτυξη το 2013 με τον καθηγητή Mauro Bonaiuti μεταξύ άλλων ομιλητών. Ωστόσο, παρόλο που επικρίνεται η οικοκτόνα και μη βιώσιμη ανάπτυξη στο μοντέλο που ακολουθεί η Ελλάδα από τη δεκαετία του 1960, είναι ιδιαίτερα ορατό στο πρόγραμμά τους, ότι η αποανάπτυξη δεν αναφέρεται ούτε καν ως όρος. Μάλλον επιμένουν πανευρωπαϊκά στο πρότυπο και την αφήγηση της "Βιώσιμης Ανάπτυξης" και της "βιώσιμης ευημερίας", ενώ παράλληλα κάνουν αόριστες προτάσεις στο πλαίσιο της «Πράσινης Νέας Συμφωνίας»- «Green New Deal» ("πράσινος" μετασχηματισμός της οικονομίας, αποτελεσματικότητα της παραγωγής με ταυτόχρονο εξορθολογισμό των καταναλωτικών προτύπων και τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας). Στο δε ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας στα πλαίσια των θεσμών τους: ενώ στην αρχή είχαν ενσωματώσει κάποια στοιχεία της όπως π.χ. η εναλλαγή στους εκπροσώπους, στη συνέχεια τα απεμπόλησαν. Κράτησαν μόνο τη διπλή προεδρία (οι Γερμανοί Πράσινοι).
Η Αποανάπτυξη, ως έννοια, περιορίστηκε λοιπόν στις εσωτερικές συζητήσεις των Πράσινων και χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως λογοπαίγνιο για την εσωτερική αντιπολίτευση του κόμματος, αντί να κατανοηθεί ως πρόταση για μια ουσιαστική μετατόπιση της πολιτικής αφήγησης.
Σε αντίθεση με τα εναλλακτικά κινήματα, από τα οποία προέκυψαν και ήρθαν στο προσκήνιο τα πράσινα κόμματα, οι σύγχρονοι Πράσινοι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, καθώς και οι υποστηρικτές τους, δεν επιθυμούν να απελευθερωθούν από τους καθιερωμένους κοινωνικοπολιτικούς κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας-εφαρμόζοντας σταδιακά στοιχεία της άμεσης δημοκρατίας-καθώς και από το φαντασιακό της ανάπτυξης, να ζήσουν έναν εναλλακτικό αντικαταναλωτικό τρόπο ζωής και να ακολουθήσουν μια διαφοροποιημένη οργάνωση στην κοινωνία(προωθώντας τον Κοινοτισμό) και την οικονομία(προωθώντας την συνεργατική αλληλέγγυα οικονομική δραστηριότητα). Έχουν αποστασιοποιηθεί από τα κινήματα της Αποανάπτυξης, του Κοινοτισμού και της Άμεσης δημοκρατίας -εκτός από μια πολύ μικρή μειοψηφία τους- και επιθυμούν να αντιπροσωπεύουν-στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχικής δημοκρατίας- την κυρίαρχη ευρωπαϊκή και ελληνική μεσαία τάξη, την κουλτούρα της κατανάλωσης και "ευημερίας"(πολύ διαφορετική από την κουλτούρα της "ευζωίας"), ακριβώς όπως ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς.
Αποανάπτυξη και πολιτική Οικολογία
Η Αποανάπτυξη σαν έννοια που αποδομεί το σημερινό κυρίαρχο φαντασιακό που διέπει τα προγράμματα όλων των κομμάτων εξουσίας από τη δεξιά μέχρι και την αριστερά, είναι η βάση της συνείδησης όσων ασπάζονται την πολιτική οικολογία. Θέτει στην ουσία το θεμέλιο για την πολιτική Οικολογία και παρέχει μια ριζοσπαστική πολιτική ορολογία που μπορεί και την διαφοροποιεί κυρίως από την αριστερά, καθώς αντανακλά τις θεωρητικές ρίζες του οικολογικού κινήματος και δίνει μια νέα ώθηση στην οικολογία για να ανακτήσει κάποια από την χαμένη της αίγλη και τον πολιτικό ακτιβισμό της.
Με αυτή την έννοια το κίνημα της πολιτικής οικολογίας και το κίνημα για την Αποανάπτυξη και τον Κοινοτισμό μπορούν να συναντηθούν, επιδιώκοντας τον κοινό στρατηγικό στόχο-αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της σημερινής πολυσύνθετης κρίσης- της μελλοντικής βιωσιμότητας των ανθρώπινων κοινοτήτων και της επιβίωσης των ειδών, αποσυνδεδεμένο από το φανταστικό της «ανάπτυξης».