Τ. Νικολόπουλος- Δ. Καπογιάννης*
Τον τελευταίο καιρό έχει, σε χαμηλούς τόνους είναι η αλήθεια, ανοίξει και στην Ελλάδα η συζήτηση για τη «μικροπίστωση» και, γενικότερα, για άλλες μορφές εναλλακτικής / αλληλέγγυας χρηματοδότησης.
Οι απόψεις που κατατίθενται σχετικά ενίοτε συνδέονται με το γενικότερο προβληματισμό για παραγωγική ανασυγκρότηση με αξιοποίηση εγχώριων και τοπικών πόρων και έμφαση στην εσωτερική αγορά και ζήτηση και με βάση την εγχώρια προστιθέμενη αξία και όχι επενδύσεις σε «φαραωνικά έργα» και άλλοτε εμπνέονται από τις αναζητήσεις για ένα διαφορετικό (ευνοϊκότερο για τα ευρύτερα στρώματα των μικρών, μεσαίων και συνεργατικών επιχειρήσεων) σύστημα για το ξεμπλοκάρισμα και την προώθηση της πιστοδοτικής διαδικασίας.
Μπορούμε, σε γενικές γραμμές να διακρίνουμε δύο τάσεις κατά τη σχετική συζήτηση. Αυτές που εγγράφονται στο φαινόμενο της αλληλέγγυας χρηματοδότησης (υπό ευρεία έννοια) και αυτές που είναι εντάξιμες σε ένα από τα ποικίλα συστήματα «μικροπίστωσης», από τα οποία, τα περισσότερα είναι εγγράψιμα σε ένα φιλελεύθερης, αλλά με «ανθρώπινο πρόσωπο» θέαση της οικονομίας και κοινωνίας.
Στη χώρα μας όπου, κατά το παρελθόν είχαμε την εμπειρία της εμπλοκής των πιστωτικών συνεταιρισμών στην άσκηση της αγροτικής πίστης, βρίσκουμε παραδείγματα για τους δύο προσανατολισμούς που μπορούν να πάρουν παρόμοια συστήματα δανεισμού είτε ως εκδοχές συλλογικού και αλληλέγγυου δανεισμού είτε ως μεταλλαγμένες μορφές, συμβατές με παραλλαγές ενός καπιταλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο». Παραλλαγές που συνέβαλαν πολλές φορές στην υπερχρέωση των «μικροπιστούχων», όταν ο ρόλος των μεταλλαγμένων πιστωτικών «συνεταιρισμών» εξετράπη σε ρόλο ενδιάμεσου, πιστωτικού ή εγγυοδοτικού, φορέα μεταξύ των δανειοληπτών (αγροτών ή άλλων) και των τραπεζών.
Πάντως, γενικότερα μιλώντας, η διεθνής εμπειρία, πλέον, έχει να επιδείξει εγχειρήματα εναρμονιζόμενα είτε με την μια είτε με την άλλη τάση.
Η πρώτη είναι συμβατή με μια αλληλέγγυα χρηματοδότηση ΄΄εκ των κάτω΄΄, και στο πλαίσιο μιας οικονομίας των πολιτών και των αναγκών όπου το βάρος και τα κριτήρια είναι καθαρά κοινωνικο-οικολογικά και εντάσσονται στην ενσωμάτωση της οικονομίας στην κοινωνία. Η μικροπίστωση εδώ απαντά, πιο καθαρά, και σε μια απαίτηση δημοκρατικοποίησης της οικονομίας (όχι δηλαδή, μόνο πρόσβαση στο κεφάλαιο αλλά και συλλογική (αυτο)διαχείριση και έλεγχος) ανάλογη με αυτή που έγινε παλιά όταν το νόμισμα δημοκρατικοποίησε τις εμπορευματικές συναλλαγές (S. Allemand, 2005).
Ενδιαφέρουσες και αποτελεσματικές μορφές μικροπίστωσης βρίσκουμε στη Γαλλία όπου υπάρχουν αρκετές ενώσεις συγκέντρωσης και (αυτο)διαχείρισης κεφαλαίων από πολίτες είτε υπό τη μορφή προϊόντων επένδυσης είτε διαμοίρασης (Credit Cooperatif, Adie , France Active και, ιδίως Cigales) είτε ανοιχτού τρεχούμενου λογαριασμού και κάρτας πληρωμών.
Οι Cigales συγκεκριμένα με ύψος, σύμφωνα με την Ομοσπονδία τους, συνολικής επένδυσης (σε 120 επενδυτικά σχέδια) που ανήλθε σε 500.000 Ευρώ το 2014 και έχοντας όριο χρηματοδότησης ανά σχέδιο που δεν ξεπερνά τα 10.000 Ευρώ, προερχόμενο από πολλές «λέσχες» Cigales (με επιτόκιο να είναι ελάχιστο, στις λίγες περιπτώσεις που υπάρχει πρόβλεψη επιβολής, και αυτό να μην αναζητάται στο τέλος). Η μικροπίστωση αυτή συνέβαλε στη δημιουργία σημαντικών εναλλακτικών-συνεταιριστικών επενδύσεων όπως η Ardelaine και Enercoop
Οι Cigales λειτουργούν, όπως είπαμε, με τη μορφή «λεσχών» (230 περίπου στη Γαλλία με 3.000 καταθέτες) και με νομικό καθεστώς αυτό της συλλογικής (αυτο)διαχείρισης χρημάτων ή τίτλων και για διάρκεια πέντε ετών (με δυνατότητα ανανέωσης μόνο μία φορά) χωρίς το κεφάλαιο κ.λπ. να μπορεί να μοιρασθεί πριν την παρέλευση πέντε ετών.
Ο σκοπός των εναλλακτικών αυτών συλλογικών και αυτοδιαχειριζόμενων πρωτοβουλιών(οι οποίες ας σημειωθεί ουδεμία σχέση με start –up επιχειρήσεις), είναι να δοθεί ουσιαστικό (εμπνευσμένο από τις αρχές της «πολιτοφροσύνης») νόημα στις αποταμιεύσεις και, από την άλλη, η επανοικειοποίηση της οικονομίας (οικονομία των πολιτών και των αναγκών) μέσω επανεπένδυσης σε τοπικό επίπεδο.
Για το λόγο αυτό πολλοί προκρίνουν εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις (I. Guerin, 2015) με βάση την αλληλέγγυα οικονομία (όπως οι Cigales, τα τοπικά νομίσματα, οι tontines ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική και όπου εδώ δεν υπεισέρχεται κανένας ενδιάμεσος τράπεζα, ΜΚΟ κλπ, οι πιστωτικοί συν/σμοί, οι διάφορες ηθικές τράπεζες, συστήματα αμοιβαίας πίστωσης , τα self help groups στην Ινδία κ.λπ .)
Στην άλλη τάση, τη δεύτερη, μπορούν να εντάσσονται συστήματα «μικροπίστωσης» υπό την αιγίδα ή την πρωτοβουλία του Κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συχνά με τη διαμεσολάβηση οργανισμών, τραπεζών, ΜΚΟ και άλλων ενδιάμεσων (συχνά ad hoc) πιστωτικών ή μη φορέων.
Σύμφωνα με τη λογική αυτή εξυπηρετείται η προσπέλαση ευάλωτων – μη ευνοημένων ομάδων του πληθυσμού και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα, όμως ο πραγματικός στόχος είναι η ενσω-(ή επανενσω-)μάτωση στην κοινωνία και την οικονομία μέσω της επανένταξης στην οικονομία της αγοράς . Πρόκειται κυρίως για «αμυντική» αντίληψη της «μικροπίστωσης» σύμφωνα με την προσέγγιση της παγκόσμιας τράπεζας.
Οι υποστηρικτές του μικροδανεισμού αυτής της μορφής τον θεωρούσαν ως εργαλείο υπέρβασης της φτώχειας μέσα από την επιχειρηματικότητα. Στην πράξη όμως αυτό εξελίχθηκε σε επικερδή τραπεζική «βιομηχανία» μέσα από μια νέα τοκογλυφία (Καθημερινή 18-4-2010).
Έτσι παρ’ όλο τον διπλασιασμό της μικροπίστωσης τα δέκα τελευταία χρόνια (200 εκατομμύρια επωφελούμενοι) δύσκολα κρύβεται η έντονη χρηματιστοποίηση του φαινομένου μέσω μιας «παράλληλης αγοράς», που οδηγεί σε διαστρέβλωση ενός καινοτόμου «εργαλείου» και εκτροπή από τον αρχικό του σκοπό (αντιμετώπιση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, χειραφέτηση γυναικών κ.λπ.). Με αυτά και με άλλα (π.χ. μικροπιστώσεις σε φοιτητές για ολοκλήρωση των σπουδών) αλλά με απώτερο στόχο την κατασκευή του ΄΄χρεωμένου ανθρώπου΄΄, προωθείται (νεο) φιλελεύθερος προσανατολισμός της μικροπίστωσης από οικονομολόγους της λεγόμενης νέας οικονομίας της ανάπτυξης (E. Duflo) με βάση μια αφηρημένη και «εξαϋλωμένη» θεώρηση του φτωχού και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι σχέσεις ισχύος που υπεισέρχονται στο όνομα του αγώνα για την αντιμετώπιση της φτώχειας καθώς και οι σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνται μέσα από τέτοιου τύπου πιστωτικές πρακτικές. Πρακτικές που είτε με τον τραπεζοκεντρικό χαρακτήρα τους είτε με την μετάλλαξη των πιστωτικών εργαλείων σε εργαλεία ενδιάμεσων (διαμεσολαβητικών) πιστωτικών ή εγγυοδοτικών φορέων έκαναν τον ίδιο το θεμελιωτή της Τράπεζας Γκράμιν (των φτωχών), τον Γιουνούς να τις αποδοκιμάζει και να αποστασιοποιείται από αυτές καθώς θεωρεί ότι έχουν ξεφύγει από τους στόχους τους και έχουν πλήρως χρηματιστικοποιηθεί. Τούτο στο βαθμό μάλιστα που αυτές συχνά συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα (ενδιάμεσοι φορείς) με νέα τραπεζοκεντρικά συστήματα με υψηλό επιτόκιο (35%) και με αποτελέσματα (κατασχέσεις, αυτοκτονίες, υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχ/σεις) παρεμφερή με αυτά των συστημικών τραπεζών που οδηγούν, τελικά, σε ένα «μακάβριο σπιράλ».
Κλείνοντας πρέπει να επισημάνουμε ότι, όσον αφορά ειδικότερα στην Ελλάδα, ελάχιστα βήματα προόδου έχουν γίνει, παρά την επιτακτικότητα των πιστοδοτικών προβλημάτων, τα τελευταία χρόνια είτε προς την πιο ριζοσπαστική, είτε προς τη δεύτερη κατεύθυνση προσανατολισμένα. (Βλέπε τέτοιες καλές πρακτικές από την Συνεταιριστική Τράπεζα Ιωαννίνων-DIONI II και την Παγκρήτεια Συνεταιριστική Τράπεζα σε πιλοτικό επίπεδο, σε : Θ. Ντούλια, 2015).
Αυτό που είναι χρήσιμο, λοιπόν, να κρατήσουμε, ενόψει της συζήτησης για την πιστοδότιση και τον προσανατολισμό της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας είναι πως ανεξάρτητα από τη μορφή που θα προσλάβουν οι προτεινόμενες θεσμικές καινοτομίες, «λυδία λίθος» για να κριθεί ο σκοπός που τελικά υπηρετούν είναι η εσωτερική λογική που τις διατρέχει και το πρόταγμα στο οποίο εγγράφονται.
*Διδάσκουν κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία στο ΤΕΙ Δ. Ελλάδας ( Μεσολόγγι)
Πηγή
Τον τελευταίο καιρό έχει, σε χαμηλούς τόνους είναι η αλήθεια, ανοίξει και στην Ελλάδα η συζήτηση για τη «μικροπίστωση» και, γενικότερα, για άλλες μορφές εναλλακτικής / αλληλέγγυας χρηματοδότησης.
Οι απόψεις που κατατίθενται σχετικά ενίοτε συνδέονται με το γενικότερο προβληματισμό για παραγωγική ανασυγκρότηση με αξιοποίηση εγχώριων και τοπικών πόρων και έμφαση στην εσωτερική αγορά και ζήτηση και με βάση την εγχώρια προστιθέμενη αξία και όχι επενδύσεις σε «φαραωνικά έργα» και άλλοτε εμπνέονται από τις αναζητήσεις για ένα διαφορετικό (ευνοϊκότερο για τα ευρύτερα στρώματα των μικρών, μεσαίων και συνεργατικών επιχειρήσεων) σύστημα για το ξεμπλοκάρισμα και την προώθηση της πιστοδοτικής διαδικασίας.
Μπορούμε, σε γενικές γραμμές να διακρίνουμε δύο τάσεις κατά τη σχετική συζήτηση. Αυτές που εγγράφονται στο φαινόμενο της αλληλέγγυας χρηματοδότησης (υπό ευρεία έννοια) και αυτές που είναι εντάξιμες σε ένα από τα ποικίλα συστήματα «μικροπίστωσης», από τα οποία, τα περισσότερα είναι εγγράψιμα σε ένα φιλελεύθερης, αλλά με «ανθρώπινο πρόσωπο» θέαση της οικονομίας και κοινωνίας.
Στη χώρα μας όπου, κατά το παρελθόν είχαμε την εμπειρία της εμπλοκής των πιστωτικών συνεταιρισμών στην άσκηση της αγροτικής πίστης, βρίσκουμε παραδείγματα για τους δύο προσανατολισμούς που μπορούν να πάρουν παρόμοια συστήματα δανεισμού είτε ως εκδοχές συλλογικού και αλληλέγγυου δανεισμού είτε ως μεταλλαγμένες μορφές, συμβατές με παραλλαγές ενός καπιταλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο». Παραλλαγές που συνέβαλαν πολλές φορές στην υπερχρέωση των «μικροπιστούχων», όταν ο ρόλος των μεταλλαγμένων πιστωτικών «συνεταιρισμών» εξετράπη σε ρόλο ενδιάμεσου, πιστωτικού ή εγγυοδοτικού, φορέα μεταξύ των δανειοληπτών (αγροτών ή άλλων) και των τραπεζών.
Πάντως, γενικότερα μιλώντας, η διεθνής εμπειρία, πλέον, έχει να επιδείξει εγχειρήματα εναρμονιζόμενα είτε με την μια είτε με την άλλη τάση.
Η πρώτη είναι συμβατή με μια αλληλέγγυα χρηματοδότηση ΄΄εκ των κάτω΄΄, και στο πλαίσιο μιας οικονομίας των πολιτών και των αναγκών όπου το βάρος και τα κριτήρια είναι καθαρά κοινωνικο-οικολογικά και εντάσσονται στην ενσωμάτωση της οικονομίας στην κοινωνία. Η μικροπίστωση εδώ απαντά, πιο καθαρά, και σε μια απαίτηση δημοκρατικοποίησης της οικονομίας (όχι δηλαδή, μόνο πρόσβαση στο κεφάλαιο αλλά και συλλογική (αυτο)διαχείριση και έλεγχος) ανάλογη με αυτή που έγινε παλιά όταν το νόμισμα δημοκρατικοποίησε τις εμπορευματικές συναλλαγές (S. Allemand, 2005).
Ενδιαφέρουσες και αποτελεσματικές μορφές μικροπίστωσης βρίσκουμε στη Γαλλία όπου υπάρχουν αρκετές ενώσεις συγκέντρωσης και (αυτο)διαχείρισης κεφαλαίων από πολίτες είτε υπό τη μορφή προϊόντων επένδυσης είτε διαμοίρασης (Credit Cooperatif, Adie , France Active και, ιδίως Cigales) είτε ανοιχτού τρεχούμενου λογαριασμού και κάρτας πληρωμών.
Οι Cigales συγκεκριμένα με ύψος, σύμφωνα με την Ομοσπονδία τους, συνολικής επένδυσης (σε 120 επενδυτικά σχέδια) που ανήλθε σε 500.000 Ευρώ το 2014 και έχοντας όριο χρηματοδότησης ανά σχέδιο που δεν ξεπερνά τα 10.000 Ευρώ, προερχόμενο από πολλές «λέσχες» Cigales (με επιτόκιο να είναι ελάχιστο, στις λίγες περιπτώσεις που υπάρχει πρόβλεψη επιβολής, και αυτό να μην αναζητάται στο τέλος). Η μικροπίστωση αυτή συνέβαλε στη δημιουργία σημαντικών εναλλακτικών-συνεταιριστικών επενδύσεων όπως η Ardelaine και Enercoop
Οι Cigales λειτουργούν, όπως είπαμε, με τη μορφή «λεσχών» (230 περίπου στη Γαλλία με 3.000 καταθέτες) και με νομικό καθεστώς αυτό της συλλογικής (αυτο)διαχείρισης χρημάτων ή τίτλων και για διάρκεια πέντε ετών (με δυνατότητα ανανέωσης μόνο μία φορά) χωρίς το κεφάλαιο κ.λπ. να μπορεί να μοιρασθεί πριν την παρέλευση πέντε ετών.
Ο σκοπός των εναλλακτικών αυτών συλλογικών και αυτοδιαχειριζόμενων πρωτοβουλιών(οι οποίες ας σημειωθεί ουδεμία σχέση με start –up επιχειρήσεις), είναι να δοθεί ουσιαστικό (εμπνευσμένο από τις αρχές της «πολιτοφροσύνης») νόημα στις αποταμιεύσεις και, από την άλλη, η επανοικειοποίηση της οικονομίας (οικονομία των πολιτών και των αναγκών) μέσω επανεπένδυσης σε τοπικό επίπεδο.
Για το λόγο αυτό πολλοί προκρίνουν εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις (I. Guerin, 2015) με βάση την αλληλέγγυα οικονομία (όπως οι Cigales, τα τοπικά νομίσματα, οι tontines ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική και όπου εδώ δεν υπεισέρχεται κανένας ενδιάμεσος τράπεζα, ΜΚΟ κλπ, οι πιστωτικοί συν/σμοί, οι διάφορες ηθικές τράπεζες, συστήματα αμοιβαίας πίστωσης , τα self help groups στην Ινδία κ.λπ .)
Στην άλλη τάση, τη δεύτερη, μπορούν να εντάσσονται συστήματα «μικροπίστωσης» υπό την αιγίδα ή την πρωτοβουλία του Κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συχνά με τη διαμεσολάβηση οργανισμών, τραπεζών, ΜΚΟ και άλλων ενδιάμεσων (συχνά ad hoc) πιστωτικών ή μη φορέων.
Σύμφωνα με τη λογική αυτή εξυπηρετείται η προσπέλαση ευάλωτων – μη ευνοημένων ομάδων του πληθυσμού και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα, όμως ο πραγματικός στόχος είναι η ενσω-(ή επανενσω-)μάτωση στην κοινωνία και την οικονομία μέσω της επανένταξης στην οικονομία της αγοράς . Πρόκειται κυρίως για «αμυντική» αντίληψη της «μικροπίστωσης» σύμφωνα με την προσέγγιση της παγκόσμιας τράπεζας.
Οι υποστηρικτές του μικροδανεισμού αυτής της μορφής τον θεωρούσαν ως εργαλείο υπέρβασης της φτώχειας μέσα από την επιχειρηματικότητα. Στην πράξη όμως αυτό εξελίχθηκε σε επικερδή τραπεζική «βιομηχανία» μέσα από μια νέα τοκογλυφία (Καθημερινή 18-4-2010).
Έτσι παρ’ όλο τον διπλασιασμό της μικροπίστωσης τα δέκα τελευταία χρόνια (200 εκατομμύρια επωφελούμενοι) δύσκολα κρύβεται η έντονη χρηματιστοποίηση του φαινομένου μέσω μιας «παράλληλης αγοράς», που οδηγεί σε διαστρέβλωση ενός καινοτόμου «εργαλείου» και εκτροπή από τον αρχικό του σκοπό (αντιμετώπιση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, χειραφέτηση γυναικών κ.λπ.). Με αυτά και με άλλα (π.χ. μικροπιστώσεις σε φοιτητές για ολοκλήρωση των σπουδών) αλλά με απώτερο στόχο την κατασκευή του ΄΄χρεωμένου ανθρώπου΄΄, προωθείται (νεο) φιλελεύθερος προσανατολισμός της μικροπίστωσης από οικονομολόγους της λεγόμενης νέας οικονομίας της ανάπτυξης (E. Duflo) με βάση μια αφηρημένη και «εξαϋλωμένη» θεώρηση του φτωχού και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι σχέσεις ισχύος που υπεισέρχονται στο όνομα του αγώνα για την αντιμετώπιση της φτώχειας καθώς και οι σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνται μέσα από τέτοιου τύπου πιστωτικές πρακτικές. Πρακτικές που είτε με τον τραπεζοκεντρικό χαρακτήρα τους είτε με την μετάλλαξη των πιστωτικών εργαλείων σε εργαλεία ενδιάμεσων (διαμεσολαβητικών) πιστωτικών ή εγγυοδοτικών φορέων έκαναν τον ίδιο το θεμελιωτή της Τράπεζας Γκράμιν (των φτωχών), τον Γιουνούς να τις αποδοκιμάζει και να αποστασιοποιείται από αυτές καθώς θεωρεί ότι έχουν ξεφύγει από τους στόχους τους και έχουν πλήρως χρηματιστικοποιηθεί. Τούτο στο βαθμό μάλιστα που αυτές συχνά συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα (ενδιάμεσοι φορείς) με νέα τραπεζοκεντρικά συστήματα με υψηλό επιτόκιο (35%) και με αποτελέσματα (κατασχέσεις, αυτοκτονίες, υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχ/σεις) παρεμφερή με αυτά των συστημικών τραπεζών που οδηγούν, τελικά, σε ένα «μακάβριο σπιράλ».
Κλείνοντας πρέπει να επισημάνουμε ότι, όσον αφορά ειδικότερα στην Ελλάδα, ελάχιστα βήματα προόδου έχουν γίνει, παρά την επιτακτικότητα των πιστοδοτικών προβλημάτων, τα τελευταία χρόνια είτε προς την πιο ριζοσπαστική, είτε προς τη δεύτερη κατεύθυνση προσανατολισμένα. (Βλέπε τέτοιες καλές πρακτικές από την Συνεταιριστική Τράπεζα Ιωαννίνων-DIONI II και την Παγκρήτεια Συνεταιριστική Τράπεζα σε πιλοτικό επίπεδο, σε : Θ. Ντούλια, 2015).
Αυτό που είναι χρήσιμο, λοιπόν, να κρατήσουμε, ενόψει της συζήτησης για την πιστοδότιση και τον προσανατολισμό της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας είναι πως ανεξάρτητα από τη μορφή που θα προσλάβουν οι προτεινόμενες θεσμικές καινοτομίες, «λυδία λίθος» για να κριθεί ο σκοπός που τελικά υπηρετούν είναι η εσωτερική λογική που τις διατρέχει και το πρόταγμα στο οποίο εγγράφονται.
*Διδάσκουν κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία στο ΤΕΙ Δ. Ελλάδας ( Μεσολόγγι)
Πηγή