Αν χρειαστούν πρόσθετη συγκολλητική ουσία χρησιμοποιούνται φυτικά άλευρα (πχ πατατάλευρο). Αποτελούν επομένως βιομάζα, ανήκουν σαφώς στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και είναι ουδέτερα ως προς την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα κατά την καύση τους, με την έννοια ότι τα υπολείμματα της βιομάζας-αν αφεθούν για αποσύνθεση, χωρίς να καούν-τότε το ποσοστό τους που μετατρέπεται σε αέρια ισοδύναμα του διοξειδίου καταλήγουν έτσι και αλλιώς στην ατμόσφαιρα. Αν όμως αντί να καεί ή να αφεθεί για αποσύνθεση, μετατρέπεται η βιομάζα σε οργανική ουσία μέσω της κομποστοποίησης, τότε επιστρέφει στο έδαφος ο άνθρακας που περιέχει και έτσι όχι μόνο δεν έχουμε εκπομπές διοξειδίου, αλλά αποθηκεύεται στο έδαφος το διοξείδιο της ατμόσφαιρας που έχει ενσωματωθεί στη βλάστηση.
Προφανώς είναι καλύτερα η βιομάζα να μη καίγεται, αλλά να επιστρέφει στο έδαφος. Όμως αν πρόκειται με τη καύση της να αντικαταστήσει τη καύση πετρελαίου, τότε είναι προτιμητέα η καύση της με τη μορφή pellets.
Ήδη στην Ελλάδα η δυναμικότητα παραγωγής pellets υπερβαίνει τους 100.000 τόνους τον χρόνο και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξάγεται ώστε να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο στον οικιακό τομέα. Τα pellets ξύλου χρησιμοποιούνται ευρέως ως καύσιμο οικιακής χρήσης σε πολλές χώρες της Ευρώπης ενώ η αγορά εξοπλισμού θέρμανσης με pellets ξύλου σε πολλές Χώρες επιδοτείται για περιβαλλοντικούς λόγους.
Χονδρικά ως προς το ενεργειακό περιεχόμενο αντιστοιχούν 2 κιλά pellets βιομάζας σε 1 λίτρο πετρελαίου ενώ οι τιμές διαμορφώνονται σήμερα περίπου στα 160-240 ευρώ ο τόνος για τα σύμπηκτα και στα 875 ευρώ το χιλιόλιτρο για το πετρέλαιο θέρμανσης. Η δυνατότητα εξοικονόμησης ενέργειας και κόστους σε συνδυασμό με μία φιλική προς το περιβάλλον στάση αποτελούν σημαντικά κίνητρα για τον οιοδήποτε ιδιοκτήτη κατοικίας να εξετάσει σοβαρά την εγκατάσταση και χρήση καυστήρα pellets βιομάζας στην κατοικία του.
Στην Ελλάδα η σχετική νομοθεσία είναι πεπαλαιωμένη, απαγορεύοντας τη χρήση βιομάζας σε κεντρική θέρμανση στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης με την ΚΥΑ 10315/93 «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη λειτουργία των σταθερών εστιών καύσης για τη θέρμανση κτιρίων και ζεστών νερών», όπου κατοικεί και η πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας.