Κώστας Κουτής
Το σιτάρι είναι το φυτό που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση σε όλο τον κόσμο από οποιοδήποτε άλλο φυτό και αποτελεί τη βάση της διατροφής του ανθρώπου σε πολλές περιοχές της γης. Σχεδόν δεν υπάρχει χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο που να μην καλλιεργεί σιτάρι σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση και σχεδόν δεν υπάρχει μήνας του χρόνου που να μην λαμβάνει χώρα συγκομιδή σιταριού σε κάποιο σημείο της γης.
Η κύρια ζώνη καλλιέργειας είναι οι εύκρατες περιοχές της γης. Εν τούτοις όμως το σιτάρι καλλιεργείται και σε πολλές τροπικές και υποτροπικές χώρες. Σε ολόκληρο τον κόσμο το σιτάρι καταλαμβάνει το 15% των καλλιεργούμενων εκτάσεων ενώ στην Ελλάδα το 25% περίπου.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Το σιτάρι είναι από τα πρώτα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος και τα ίχνη του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας. Στη Μέση Ανατολή το σιτάρι υπολογίζεται ότι καλλιεργούνταν 10.000 έως 15.000 χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού. (ΕΙΚ.) Το σιτάρι διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην περιοχή της Μεσογείου κατά τους αρχαίους χρόνους, ειδικότερα δε κατά την περίοδο μεταξύ 500 π.Χ. και 500 μ.Χ. Στη Θεσσαλία βρέθηκαν σπόροι σιταριού και κριθαριού της 4ης χιλιετίας π.Χ. Κατά το 500 π.Χ. εδέσποζε ο μονόκκοκος και ο δίκοκκος σίτος. Αργότερα οι τύποι αυτοί αντικαταστάθηκαν από τους γυμνούς τύπους και ειδικότερα από τον σκληρό και τον υβώδη, ενώ κατά το 500 μ.Χ. το σκληρό σιτάρι έχασε έδαφος και διαδόθηκε ο κοινός και συμπαγής τύπος. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην περιοχή της Ευρώπης επικρατούσε η καλλιέργεια της βρίζας, ενώ η καλλιέργεια του σιταριού ήταν σχετικά περιορισμένη. Ο κοινός και συμπαγής σίτος έχει μεγαλύτερη σημασία βορειότερα από τις Άλπεις.
Τ. monococcum . Είναι το πρώτο είδος που καλλιεργήθηκε αλλά σήμερα έχει μικρή διάδοση. Στον αλωνισμό τα λέπυρα δεν χωρίζουν από το σπόρο, γι’ αυτό τα μονόκοκκα σιτάρια είναι πάντοτε ντυμένα. Έχει μεγάλη βελτιωτική σημασία (αντοχή σε ασθένειες, ψύχος, ξηρασία). Είναι όμως όψιμο (στην Ελλάδα η ποικιλία Καπλουτζάς), δίνει πολύ μικρή στρεμματική απόδοση και κακή ποιότητα.
Τ. dicoccum. Σήμερα καλλιεργείται ελάχιστα. Παρουσιάζει αντοχή στις ασθένειες (σκωριάσεις) και στην ξηρασία. Και το στάρι αυτό είναι ντυμένο.
Τ. durum. Είναι το κυρίως καλλιεργούμενο σκληρό σιτάρι. Είναι ανοιξιάτικου τύπου. Ιστορική μνεία γίνεται το 16ο αι. Τα φυτά είναι ψηλά με κούφιο καλάμι και σύντομη περίοδο ανάπτυξης. Τα στάχυα έχουν συνήθως άγανα. Ο σπόρος έχει πολλούς αλευρόκοκκους (γυαλιστερή τομή). Χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή μακαρονιών, μπισκότων κ.λ.π. Ντόπιες ποικιλίες στην Ελλάδα ήταν η Λήμνος ( αντοχή στο κρύο, σκωρίαση), το Μαυραγάνι (αντοχή σε ξέρα, σκωρίαση), το Κοντούζι, το Μονολόι( αντοχή σε ξηρασία, άγονα εδάφη), το Τριμήνι, το Αρναούτι κ.α.
Τ. polonicum. Πρωτοκαλλιεργήθηκε το 17ο αι. Θεωρείται σκληρό σιτάρι χωρίς όμως να υπερέχει από αυτό. Στην Ελλάδα η παλιά ποικιλία Λεβέντης (ευπάθεια σε κρύο και ξηρασία) είναι αυτής της κατηγορίας.
Τ. turgidum. Υβώδες, σκληρό σιτάρι με καμπούρα. Μοιάζει πολύ με το durum αλλά έχει μικρή απόδοση. Τα φυτά είναι πολύ ψηλά αλλά πλαγιάζουν δύσκολα. Αντέχει στο κρύο και στην σκωρίαση. Ντόπιες ποικιλίες στην Ελλάδα ήταν το Ραψάνι ( υγρά χωράφια ), ο Ντεβές, το Ασπρόσταρο και ο Μαυραθέρης (αντοχή στην ξηρασία).
Τ. timopheevi. Βρέθηκε τελευταία στη Ρωσία. Χρησιμοποιείται για διασταυρώσεις (ανθεκτικό στις ασθένειες)
Τ. spelta. Διαθέτει αντοχή σε ψύχος, σκωριάσεις, δαυλίτη και άνθρακες, χωρίς να φοβάται ούτε τα σπουργίτια γιατί ο σπόρος κρατιέται σφιχτά. Αντέχει σε ελαφρά και ξηρά εδάφη καθώς και στο κρύο του χειμώνα περισσότερο ίσως από τα άλλα σιτάρια γι αυτό και καλλιεργείται πολύ στην Β. Ευρώπη (Ντίνκελ). Χρησιμοποιείται για ζωοτροφή χωρίς να αποκλείεται η χρήση του στην αρτοποιία ως πρόσμιξη με άλλα είδη.
T. aestivum. Είναι από τα παλαιότερα σιτάρια (γνωστό στους αρχαίους Έλληνες) Είναι το πλέον διαδεδομένο μαλακό σιτάρι και το πλέον κατάλληλο για την αρτοποιία χάρη στην ποιότητα της γλοιίνης που δίνουν οι πρωτεΐνες του εσωτερικού στρώματος του ενδοσπερμίου. Παλιές ποικιλίες που καλλιεργήθηκαν στην Ελλάδα ήταν η ιταλική Μεντάνα και οι ντόπιες Ξυλόκαστρο, Γκρινιάς ( αντοχή σε κρύο), Τσουγκριάς (αντοχή σε κρύο), Κατρανίτσα (αντοχή στο κρύο, όψιμη), Κουτρουλιάς (αντοχή στο κρύο) κ.ά.
Τ. compactum. Το παλαιότερο από τα γυμνά σιτάρια. Μοιάζει με aestivum, το οποίο αντικατέστησε το compactum τους τελευταίους προιοστορικούς χρόνους, γιατί το τελευταίο έχει μικρούς σπόρους. Έχει μεγάλη απόδοση λόγω κατασκευής στάχεως και δεν τινάζει. Παρουσιάζει αντοχή στις ασθένειες και τις καιρικές αντιξοότητες.
Τ. speaerococcum. Μοιάζει με το προηγούμενο αλλά δεν καλλιεργείται.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται διεθνώς είναι γενικώς ομοειδείς ποικιλίες και αντιπροσωπεύουν ένα στενό φάσμα της γενετικής παραλλακτικότητας που δημιουργήθηκε στην μακρόχρονη εξελικτική πορεία του σιταριού. Η γενετική αυτή συρρίκνωση ήταν αποτέλεσμα της προόδου που σημειώθηκε στην βελτίωση φυτών και γενικώς στη Γεωργία, ειδικότερα στα βασικά φυτά διατροφής του ανθρώπου όπως το σιτάρι. Οι περισσότερες ντόπιες ποικιλίες αντικαταστάθηκαν από νέες βελτιωμένες ποικιλίες (όπως οι ποικιλίες της Πράσινης Επανάστασης του Borlaug, χάρη στις οποίες πήρε και το βραβείο Νόμπελ ειρήνης το 1970, που εξαφάνισαν από τις χώρες της Μ. Ανατολής, απ’ όπου κατάγεται το σιτάρι, τις ντόπιες ποικιλίες οι οποίες ήταν αποτέλεσμα τεχνητής και φυσικής επιλογής πολλών χιλιετηρίδων). Εδώ και αρκετά χρόνια γίνονται προσπάθειες να συγκεντρωθεί το γενετικό υλικό και να προστατευθεί σε Τράπεζες Γενετικού Υλικού (διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα). Στην Ελλάδα έγινε επίσης μεγάλη διάβρωση γενετικού υλικού. Χάθηκε για παράδειγμα, σχεδόν όλη η συλλογή σιτηρών του Παπαδάκη που συγκεντρώθηκε στο Ινστιτούτο Σιτηρών από το 1925, εξαιτίας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μερικές από τις παλιές ποικιλίες που διέσωσε το Ινστιτούτο Σιτηρών που ήταν ντόπιες και καλλιεργήθηκαν με επιτυχία ήταν : Καπλουντζάς (μονόκκοκο), Ερέτρεια- Μαυραγάνι-Ντεβές (durum), Λεβέντης (polonicum).
Σήμερα στην Ελλάδα καλλιεργούνται ξένες και Ελληνικές ποικιλίες που είναι δημιουργίες του Ινστιτούτου Σιτηρών. Μαλακό σιτάρι (Generous, Decorah, Βεργίνα, Δίο, Αιγές, κ.ά.) και σκληρό σιτάρι (Μεξικάλι, Καπέιτι, Σαπφώ, Σάμος, Σκύρος, κ.ά.)
Η συστηματική όμως μελέτη, διατήρηση και αξιολόγηση του ντόπιου γενετικού υλικού που διασώζεται ακόμη με πολλές προσπάθειες και μεράκι, ιδιαίτερα τελευταία, με την ανάπτυξη του κινήματος της Οικολογικής Γεωργίας στην Ελλάδα, θα δημιουργήσει ποικιλίες - εργαλεία για τους βιοκαλλιεργητές και θα συμβάλει στην διατήρηση της αγροτικής κληρονομιάς του τόπου.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Κλίμα
Το σιτάρι προσαρμόζεται σε μεγάλη ποικιλία οικολογικών συνθηκών. Γενικώς όμως δεν αρέσκεται σε θερμά ή υγρά κλίματα. Τη μεγαλύτερη αντοχή στο ψύχος έχει το μαλακό σιτάρι, που είναι πιο διαδεδομένο. Γενικώς όσο πρωιμότερες είναι οι ποικιλίες τόσο πιο ευαίσθητες είναι στο κρύο. Τα σκληρά σιτάρια καλλιεργούνται σχεδόν αποκλειστικά την άνοιξη στις ψυχρές περιοχές. Στην Ελλάδα, που ενδιαφέρει η πρωιμότητα, οι ποικιλίες είναι ευαίσθητες ή μέσης αντοχής (είναι δηλαδή ανοιξιάτικου τύπου παρ’όλο που σπέρνονται το φθινόπωρο. Η άριστη θερμοκρασία βλαστήσεως του σιταριού είναι 20-22 C, η ελάχιστη 3-4 C και η μέγιστη 35 C. Σε ότι αφορά στην βροχόπτωση, στην Ελλάδα αυτή είναι δυσμενής για το λόγο ότι πιο πολύ νερό πέφτει το χειμώνα και την Άνοιξη η κατανομή της είναι ακανόνιστη. Περισσότερο νερό (70% των αναγκών του) νρειάζεται το σιτάρι μεταξύ καλαμώματος και ανθήσεως. Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αρτοποιητική ικανότητα, επηρεάζεται από την ποικιλία, το κλίμα και το έδαφος. Δριμύς χειμώνας και δροσερή ξηρή άνοιξη αυξάνουν την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (γι’αυτό στην Β. Ελλάδα γίνεται καλύτερο ψωμί απ’ ότι στην Νότια)
Έδαφος.
Το σιτάρι προτιμά τα γόνιμα, μέσης συστάσεως μέχρι βαριά εδάφη με καλή στράγγιση. Τα πολύ αμμώδη και τα κακώς στραγγιζόμενα δίνουν μικρές αποδόσεις. Ακατάλληλα για τη σιτοκαλλιέργεια είναι τα όξινα και τα ισχυρώς εκπλυθέντα εδάφη. Η γονιμότητα του εδάφους και κυρίως η περιεκτικότητα σε Ν επηρεάζει την περιεκτικότητα του κόκκου σε πρωτεΐνη .
ΑΜΕΙΨΙΣΠΟΡΑ
Σε πολλές περιοχές του κόσμου το σιτάρι καλλιεργείται συνεχώς στο ίδιο χωράφι για χρόνια με συνέπειες τόσο στην απόδοση, όσο και για την εδαφική υγρασία και γονιμότητα του εδάφους (ελάττωση μέχρι και στο μισό της οργανικής ουσίας και αζώτου). Η ένταξη ψυνανθών στις αμειψισπορές του σιταριού- λόγω της αζωτοδεσμευτικής ικανότητάς τους- ανέκαθεν θεωρούνταν σαν ενδεδειγμένη τεχνική για την βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους και κατ’επέκταση των αποδόσεων. Η αξία του ψυχανθούς, ως βελτιωτικού της γονιμότητας του εδάφους, εξαρτάται τόσο από την αζωτοδεσμευτική ικανότητά του όσο και από τον σκοπό της καλλιέργειας του. Η ένταξη σκαλιστικών θερινών φυτών στις αμειψισπορές του σιταριού συντελεί στην καλύτερη καταπολέμηση των ζιζανίων, τα οποία πολλές φορές αποτελούν σοβαρό πρόβλημα στις περιπτώσεις συνεχούς καλλιέργειας. Με αμειψισπορά μπορεί να αντιμετωπιστεί το κολεόπτερο ζάβρος όπως επίσης και η κηκιδόμυγα ενώ επίσης μπορούν να ελεγχθούν η ελμινθοσπορίαση, η εργοτίαση, η ανθράκωση και άλλες ασθένειες. Σε πολύ φτωχά εδάφη ή σε περιοχές με μικρή βροχόπτωση μπορεί να εφαρμοστεί εκτατικό σύστημα, αγρανάπαυση - σιτάρι. Συνήθως ενδείκνυται τριετές ή τετραετές σύστημα αμειψισποράς με σειρά: ψυχανθές - σκαλιστικό - σιτηρό ή ψυχανθές - σκαλιστικό - ψυχανθές -σιτηρό.
Υψηλή ποσότητα αζώτου στο έδαφος προκαλεί μείωση των αποδόσεων όχι μόνο διότι οδηγεί σε αύξηση του πλαγιάσματος, αλλά και διότι καθυστερεί η ωρίμανση και η καλλιέργεια γίνεται περισσότερο επιρρεπής στις σκωριάσεις.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΕΣ ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΕΔΑΦΟΥΣ - ΣΠΟΡΑ.
Μια καλή κλίνη σπόρου για το σιτάρι πρέπει να έχει ένα πεπιεσμένο και με αρκετή υγρασία στρώμα εδάφους σε βάθος 2,5 έως και 5 cm και πάνω από αυτό ένα απαλό στρώμα, το οποίο δεν συνιστάται να είναι λειοτριβημένο, όπως το απαιτούν οι ανοιξιάτικες καλλιέργειες, αλλά μάλλον ελαφρώς βολώδες. Οι βώλοι αυτοί κατά τη διάρκεια του χειμώνα τρίβονται και παραχώνουν τα νεαρά φυτάρια, ενώ συγχρόνως εμποδίζουν το έδαφος να δημιουργήσει εύκολα κρούστα και προφυλάσσουν τα νεαρά φυτάρια από τον άνεμο. Για τη σπορά χρειάζεται αρχική υγρασία και επαφή του σπόρου με το χώμα. Η σπορά μπορεί να γίνει με αυλάκι ή με σπόρο καλυμμένο με αργιλόχωμα σε πελέ- τες (Φυσική Καλλιέργεια). Η πρώτη άροση πραγματοποιείται μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, οπότε και καταστρέφεται ένα μέρος από τα αγριόχορτα που έχουν φυτρώσει
Οι ποικιλίες αναλόγως των απαιτήσεών τους σε ψύχος επηρεάζουν ελαφρώς την εποχή σποράς. Η όψιμη σπορά που πραγματοποιείται στις αρχές του χειμώνα έχει πολλές φορές συνέπεια το σιτάρι να εμφανίζει μειωμένο αδέλφωμα, να υποφέρει από ζημιές του χειμώνα και να δημιουργεί ένα ανεπαρκώς ανεπτυγμένο ριζικό σύστημα. Από την άλλη η πρώιμη σπορά μπορεί να προκαλέσει υπερβολική ανάπτυξη των φυτών κατά το φθινόπωρο, με άμεσο επακόλουθο την αύξηση του πλαγιάσματος και τις ζημιές από το ψύχος, την εξάντληση της εδαφικής υγρασίας καθώς επίσης και την αύξηση των προσβολών από τις σήψεις των ριζών. Αν για κάποιο λόγο τα φυτά μας αποκτήσουν πρώιμο ύψος και φοβόμαστε μην παγώσουν μπορούμε με βόσκηση να ελέγξουμε το ύψος.
Στην Οικολογική Γεωργία θεμιτό θα ήταν να χρησιμοποιούνται ελαφρά μηχανήματα φροντίζοντας να μην συμπιέζουμε το έδαφος με πολλά περάσματα. Επιδιώκεται βαθιά άροση αλλά όχι αναποδογύρισμα του εδάφους και επιφανειακό ανακάτωμα. ώστε να μην καταστρέφεται η δομή του εδάφους και έρχεται στην επιφάνεια χώμα από βαθύτερα στρώματα που ίσως να μην είναι τόσο γόνιμο και διαταράσσεται η ισορροπία των μικροοργανισμών αφού αυτά που ζουν στην επιφάνεια θα βρεθούν στο βάθος και το αντίστροφο. Το όργωμα γίνεται οριζόντια σύμφωνα με τις ισοϋψείς και η σπορά μαζί με φορά από κάτω προς τα πάνω ώστε να μην διαβρώνεται το έδαφος. Στην Οικολογική Γεωργία κάνουμε ένα όργωμα μαζί με την σπορά ή κανένα (Φυσική Καλλιέργεια).
Καλοκαιρινή άροση του χωραφιού καθώς και κάψιμο της καλαμιάς στο χωράφι είναι καταστροφικά για το έδαφος, τη δομή του, την οργανική ουσία του και τους μικροοργανισμούς του, δηλ. για όλα αυτά που προσπαθούμε να διατηρήσουμε για να έχουμε «ζωντανό» έδαφος. Ακόμη, αφήνουν το έδαφος ακάλυπτο για πολλούς μήνες και μάλιστα τους καλοκαιρινούς όπου το χώμα ψήνεται και χάνει τεράστια ποσά εδαφικής υγρασίας. Η καλαμιά θα μείνει στο χωράφι, θα το προστατέψει όλο το καλοκαίρι και το χειμώνα αποσυντιθεμένη θα δώσει οργανική ουσία στο χωράφι, τροφή για τα φυτά της επόμενης καλλιέργειας.
ΣΚΑΛΙΣΜΑ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον πρέπει να δοθεί στο ριζικό σύστημα αφού είναι το όργανο εγκατάστασης και θρέψης του φυτού. Καλή βλάστηση, γερό και δυνατό ριζικό σύστημα είναι οι προϋποθέσεις μιας καλής καλλιέργειας.
Το σκάλισμα μπορεί να γίνει με διαφόρους τρόπους ανάλογα με τη σπορά αλ
λά πάντα με έναν απαλό καλλιεργητή ώστε να μην γίνεται ζημιά στο έδαφος αλλά ούτε στα καλλιεργούμενα φυτά, κατά τα στάδια της καλλιέργειας που τα φυτά είναι ανθεκτικά πριν το φύτρωμα και μετά το 3ο φύλλο.
ΛΙΠΑΝΣΗ
Είναι απαραίτητο καθ’όλη την καλλιεργητική περίοδο να επιτύχουμε ισορροπία των θρεπτικών στοιχείων κα ιδιαίτερα του Ν (αζώτου) τόσο με κομπόστ ή άλλες πηγές όπως χλωρές λιπάνσεις όσο και με αύξηση της οργανικής ουσίας η οποία είναι πολύ καλή αποθήκη Ν το οποίο παρέχει στην καλλιέργειά μας με σταθερό ρυθμό. Βοηθά στη φωτοσύνθεση, στο αδέρφωμα και ιδιαίτερα στην πρωτεΐνη που δίνει τη γλοιίνη (αρτοποιητική ικανότητα). Το υπερβολικό άζωτο προκαλεί πλάγιασμα.. Το φθινόπωρο λιπαίνουμε με κομπόστ ώριμο, αν όμως αυτό είναι δύσκολο μπορούμε να κάνουμε χλωρή λίπανση με συγκαλλιέργεια κουκιών ή άλλων ψυχανθών σε παράλληλες σειρές με το σιτηρό. Επίσης μπορεί να γίνει ταυτόχρονη σπορά χαμηλού τριφυλλιού (έρπον ή υπόγειο) στα πεταχτά. Συνήθως το ψυχανθές παγώνει το χειμώνα και ξαναεμφανίζεται την άνοιξη χωρίς να προκαλεί πρόβλημα σκίασης στην καλλιέργεια του σταριού στην περίπτωση των κουκιών. Αν όμως δεν παγώσουν μπορούμε νωρίς την άνοιξη να τα κοντύνουμε με καταστροφέα (αρκετά ψηλά πάνω από το έδαφος). Στην πρώτη βλάστηση της Άνοιξης μπορούμε να προσθέσουμε κουτσουλιά πουλιών και μια δεύτερη δόση με διαφυλλικό (π.χ φύκια πριν το ξεστάχυασμα). Μετά το πρώτο ή δεύτερο γόνατο το φυτό είναι αρκετά απαιτητικό σε θρεπτικά στοιχεία.
ΕΙΔΙΚΟΙ ΧΕΙΡΙΣΜΟΙ ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΑΔΙΑ
1. ΑΔΕΛΦΩΜΑ
Είναι η ιδιότητα των σιτηρών να σχηματίζουν πολλούς βλαστούς και αποτελεί παράγοντα απόδοσης. Στην εντατική γεωργία επιδιώχθηκε μείωση του αριθμού των παραγωγικών αδελφιών με χρήση περισσότερου σπόρου σποράς λόγω του μειονεκτήματος της μη σύγχρονης ωρίμανσης.
Ευνοϊκοί παράγοντες για τον σχηματισμό αδελφιών είναι ο άφθονος φωτισμός, αραιή σπορά, γονιμότητα εδάφους, φθινοπωρινή πρώιμη σπορά Ωστόσο γενετικοί παράγοντες (ποικιλία) επηρεάζουν το αδέλφωμα).
2. ΚΑΛΑΜΩΜΑ
Είναι η ανάπτυξη των στελεχών την άνοιξη με γρήγορη επιμήκυνση των μεσογονατίων διαστημάτων. Τα σιτηρά είναι γενικά επιρρεπή στο πλάγιασμα γιατί είναι επιπολαιόριζα. Δυσμενείς παράγοντες θεωρούνται η υπερβολική λίπανση, η υγρασία και ο άνεμος. Οι παλιές ποικιλίες, ως πιο υψηλόσωμες είναι γενικώς πιο ευαίσθητες στο πλάγιασμα από ότι οι σύγχρονες κοντές ποικιλίες.
ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ.
Η πιο κατάλληλη εποχή συγκομιδής είναι το στάδιο του κηρού, με υγρασία καρπού 25-35%, όταν η συγκομιδή γίνεται με θεριστικές μηχανές και για θεριζοαλωνιστικές (κομπίνες) 6-10 μέρες αργότερα όταν η υγρασία έχει κατέβει στο 14%
ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ
Γίνεται σε κατάλληλους χώρους, χύμα ή σε σάκκους. Συνήθως αποθηκεύονται σε σιλό (500-1500 κυβικών μέτρων) με υγρασία σπόρου μικρότερη από 13%.
ΦΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Στα σιτηρά συνήθως δεν συμφέρει οικονομικά επέμβαση για φυτοπροστασία. Αν τηρηθούν σωστά όσα προαναφέρθηκαν για αμειψισπορά, σωστή λίπανση, η επιλογή χρόνου σποράς, διαχείριση του εδάφους και βιοποικιλότητα στο χωράφι με φυτοφράκτες και ζώνες ακαλλιέργειας που μπορούν να βρουν καταφύγια άγρια ζώα πουλιά και έντομα τότε τα προβλήματα φυτοπροστασίας τουλάχιστον δεν θα είναι έντονα. Ωστόσο ρόλο πολύ σημαντικό για την καλλιέργεια είναι η σωστη επιλογή προσαρμοσμένης (ντόπιας) ποικιλίας, στον τόπο παραγωγής. Ειδικότερα τα πιο σημαντικά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ο βιοκαλλιεργητής σιτηρών είναι τα παρακάτω:
α) ΜΥΚΗΤΕΣ
1. Σκωρίαση. Σύμπτωμα : Φύλλα με πολλές καστανές κηλίδες σαν σκουριά, Συνθήκες: Θερμό και υγρό καιρό, πυκνό πληθυσμό, πολύ άζωτο Αντιμετώπιση: Αραιή σπορά, σπορόλουτρο με βαλεριάνα
2. Άνθρακες. Σύμπτωμα: Καταστροφή του στάχυ, Συνθήκες: Από σπόρο, Αντιμετώπιση: Ανθεκτικές ποικιλίες, ατμόλουτρο σπόρων
3.Δαυλίτες. Σύμπτωμα: Καταστροφή του σπόρου, Συνθήκες: Από φύτρωμα, Αντιμετώπιση: Ατμόλουτρο σπόρου Αμειψισπορά, ανθεκτικές ποικιλίες
4. Ωίδιο. Σύμπτωμα: Φύλλα και στάχυ, Συνθήκες: Υγρασία και ζέστη, Αντιμετώπιση: Αμειψισπορά
β) ΕΝΤΟΜΑ:
1. Ζάβρος, αγρότιδες. Σύμπτωμα: Κάμπιες στα στελέχη, Αντιμετώπιση:Αμειψισπορά(βρώμη)
2. Καλάνδρα, σιτόφιλος. Σύμπτωμα:Αποθήκη, Συνθήκες: 10-35 βαθμούς Κελσίου, υγρασία καρπών > 10%, Αντιμετώπιση:Χαμηλή υγρασία σπόρου (< 10%), καλό αερισμό, ανακάτωμα του σπόρου, αποθήκες ψυγεία
3. Σιδηροσκώληκες. Αντιμετώπιση: Αμειψισπορά με ψυχανθή και βρώμη
4.Νηματώδεις. Αντιμετώπιση: Αμειψισπορά με κριθάρι, υγιής σπόρος
γ.ΑΓΡΙΟΧΟΡΤΑ:
Αντιμετώπιση: αμειψισπορά με ψυχανθή ή σκαλιστικά (π.χ για αγριοβρώμη), καλλιεργητές ή άλλα ειδικά μηχανήματα.
ΒΙΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Τα δημητριακά ανήκουν - όπως όλα τα φυτά που μας ενδιαφέρουν οι σπόροι τους - στα φρουτόκαρπα φυτά και ευνοείται η καλλιέργειά τους σε μέρες φρούτου. Έτσι η απόκτηση σπόρου για σπορά ευνοείται σε μέρες του Λέοντα (μέρες φρούτου ή σπόρου στα βιοδυναμικά ημερολόγια). Φρουτόκαρπα μαζεύονται καλύτερα σε μέρες φρούτου και έτσι καλυτερεύει η ποιότητα αποθήκευσης και ενισχύονται οι ανανεωτικές δυνάμεις του φυτού. Για σπορο προς αποθήκευση διαλέγουμε επιπρόσθετα τις ημέρες με ανερχόμενη Σελήνη.
Η παρασκευή του ψωμιού.
Ψωμί σε μέρες φύλλου δεν φουσκώνει καλά, δεν έχει καλή γεύση και δεν είναι τόσο ευκολοχώνευτο. Οι μέρες θερμότητας και φωτός είναι οι πιο κατάλληλες για να κάνουμε το προζύμι και το ψήσιμο του ψωμιού που γίνεται πιο ευκολοχώνευτο. Δυσμενείς είναι οι ημέρες με περίγεια, κόμβους και εκλείψεις.
Βιβλιογραφία - Βοηθήματα
Χρηστίδης Β., Χειμωνιάτικα Σιτηρά, Θεσσαλονίκη 1963.
Σφήκας A., Ειδική Γεωργία, Θεσσαλονίκη 1987.
Γαλανοπούλου - Σενδουκά Στέλλα, Ειδική Γεωργία I, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Γεωπονίας, Βόλος 2002.
Βίντερσταιν Βεατρίκη, Οικολογική Καλλιέργεια Δημητριακών, Σημειώσεις μαθημάτων Οικολογικής Γεωργίας, Εργαστήρι Οικολογικής Πρακτικής Θεσσαλονίκης.
Maria Thun and Matthias Thun. Ημερολόγιο 1988 (μετάφραση στα ελληνικά, Β. Βίντερσταιν).
Fukuoka Masanobu, Η Φυσική Καλλιέργεια, μετάφραση Π. Μανίκης, Θεσσαλονίκη 1992.
Σταυρόπουλος Νίκος, Αποθήκευση σίτου χωρίς φάρμακα, Σημειώσεις μαθημάτων Οικολογικής Γεωργίας, Εργαστήρι Οικολογικής Πρακτικής Θεσσαλονίκης.
Εργαστήρι Οικολογικής Πρακτικής, Αφιέρωμα στο Σιτάρι - Ελληνικές Ποικιλίες, ΚΙΒΩΤΟΣ, τεύχος 4, Θεσσαλονίκη 1999.
Van Esscher Eric, Winter Wheat in Northen Europe According to the Fukuoka-Boufils Metuod, 1999.