Ο τελευταίος Αμερικανός στρατιώτης εγκαταλείπει το Αφγανιστάν
Thomas Rudhof-Seibert
Ακόμη και αν δεν περίμενε κανείς ότι το αφγανικό κράτος θα κατέρρεε μέσα σε τρεις ημέρες, η αποτυχία των νατοϊκών κυβερνήσεων να εκκενώσουν τους Αφγανούς που απειλούνταν με θάνατο ήταν απλώς ντροπιαστική για τους δυτικούς. Στην πραγματικότητα, ήταν ξεκάθαρο εδώ και πάνω από ένα χρόνο ότι η χώρα και τα σχεδόν 40 εκατομμύρια κάτοικοί της θα παραδίδονταν στον θρησκευτικό φασισμό. Αφού οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους το συντομότερο δυνατό υπό τον Τραμπ και στη συνέχεια υπό τον Μπάιντεν, ήταν σαφές ότι όλοι οι σύμμαχοί τους θα αποχωρούσαν ταυτόχρονα - και ότι εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί που συνεργάσθηκαν μαζί τους θα έπρεπε να σώσουν τη ζωή τους φεύγοντας. Ως εκ τούτου, τα δυτικά στρατεύματα και οι κυβερνήσεις τους θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είχαν προετοιμαστεί για αυτή τη στιγμή.
Θα έπρεπε να υπάρχουν σχέδια εκκένωσης και να έχει διασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Η όλη επιχείρηση θα έπρεπε να είχε συζητηθεί πρώτα και κύρια με εκείνους που επρόκειτο να εκκενωθούν: που πρέπει ακόμη να εκκενωθούν. Και: δεν θα έπρεπε να είχε σχεδιαστεί ως ανθρωπιστική, θα έπρεπε να είχε σχεδιαστεί ως πολιτική επιχείρηση. Αυτό ακριβώς θα έπρεπε να είχε γνωστοποιηθεί στους Ταλιμπάν. Τίποτα από αυτά δεν έχει συμβεί, ούτε καν σε κάποιο βαθμό. Αντ' αυτού, η υποχώρηση μετατράπηκε σε φυγή. Αντ' αυτού , δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί-ές προσπαθούσαν συνεχώς, κάθε μέρα για περισσότερες από δέκα ημέρες, να μπουν στο αεροδρόμιο και αν ήταν τυχεροί να πετάξουν εκτός χώρας. Όλος ο κόσμος ήταν μάρτυρας αυτής της καταστροφής ζωντανά. Μια καταστροφή που εντάθηκε στις 26 Αυγούστου, την ημέρα των επιθέσεων του Ισλαμικού Κράτους που αναμένονταν από την αρχή. Πάνω από 80 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Δεν ήταν οι πρώτοι νεκροί αυτών των ημερών και δεν θα είναι οι τελευταίοι.
Προτεραιότητες: το παράδειγμα της Γερμανίας
Η Δύση με τις πτήσεις που τελικά μπόρεσε να οργανώσει, έχει βγάλει έξω από τη χώρα τους δικούς της πολίτες, αλλά πολύ λίγους Αφγανούς. Η αποτυχία, για παράδειγμα, της γερμανικής επιχείρησης ξεχωρίζει ντροπιαστικά: Μεταξύ των 4921 ατόμων που μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στη Γερμανία ήταν μόνο 248 από τις λεγόμενες σήμερα «τοπικές δυνάμεις», που μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους ξεπερνούν μόλις τα 900 άτομα. Δεδομένου ότι οι αιτήσεις ξεπέρασαν κατά πολύ τις δέκα χιλιάδες, οι 900 είναι πολύ μικρό ποσοστό. Θα πρέπει να ακολουθήσουν και άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Αφγανών υπαλλήλων γερμανικών ΜΚΟ. Ο καγκελάριος παραδέχεται ότι "αυτό δεν είναι εύκολο. Η κατάσταση είχε εκτιμηθεί λανθασμένα πριν". Εν τω μεταξύ, έγινε γνωστό ότι ένα πρώτο αεροπλάνο υποτίθεται ότι θα απογειωνόταν τον Ιούνιο από το Mazar-i-Sharif, την πόλη με το μεγαλύτερο στρατόπεδο της Bundeswehr. Ο Horst Seehofer και το υπουργείο του για την Κρατική Ασφάλεια το απέτρεψαν αυτό στοχεύοντας στην με ρατσιστικά κίνητρα αντιμετώπιση της μετανάστευσης.
Εάν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έπαιρνε στα σοβαρά τις υποχρεώσεις της για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί πολιτικά και νομικά. Δεν θα πρέπει να ληφθούν νομικά μέτρα μόνο κατά του Seehofer και του υπουργείου του. Και κατά του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως επίσης κατά του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Άμυνας και της ίδιας της Ομοσπονδιακής Καγκελαρίας που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Και γιατί ? Γιατί είναι ώρα εκλογών στη Γερμανία. Δεν είναι μόνο τα κόμματα του συνασπισμού που θέλουν να λάβουν υπόψη τους Γερμανούς ψηφοφόρους τους, τους ψηφοφόρους που αναμένεται να ψηφίσουν "γερμανικά". Αυτή είναι η ντροπή. Η ντροπή των κυβερνώντων, των κομμάτων τους, αλλά και των ίδιων των ψηφοφόρων.
Μια πρώτη ματιά προς τα πίσω
Η πρώτη αρχή αυτής της ιστορίας ήταν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στις οποίες η Δύση απάντησε με την "Επιχείρηση Διαρκής Ελευθερία": η πρώτη κίνηση του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας" στα πλαίσια της αντιπαράθεσης Δύσης-Ανατολής. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα στο Κέρας της Αφρικής, στις Φιλιππίνες, στην Αφρική εντός και νότια της Σαχάρας και στο Αφγανιστάν. Ο επίσημος λόγος της επίθεσης στο Αφγανιστάν ήταν η άρνηση της πρώτης κυβέρνησης των Ταλιμπάν-η οποία βρισκόταν στην εξουσία από το 1996- να αναλάβει δράση κατά του δικτύου της Αλ Κάιντα που ήταν υπεύθυνο για την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου.
Με την υποστήριξη των βομβαρδισμών της αμερικανικής αεροπορίας, οι μονάδες των μουτζαχεντίν κατέλαβαν την Καμπούλ μόλις ένα μήνα αργότερα. Τον Δεκέμβριο του 2001, οι ΗΠΑ απέσπασαν το ψήφισμα 1386 του ΟΗΕ, το οποίο νομιμοποίησε τη δημιουργία της "Διεθνούς Δύναμης Βοήθειας για την Ασφάλεια" (ISAF), στο πλαίσιο της οποίας επιχειρούσαν και οι δυνάμεις των άλλων κρατών που συμμετείχαν. Το 2002 σχηματίστηκε μια μεταβατική κυβέρνηση. Ακολούθησαν εκλογές το 2004, οι οποίες ανέδειξαν τον Χαμίντ Καρζάι ως τον πρώτο πρόεδρο της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν, ενώ δέκα χρόνια αργότερα ακολούθησε ο Ασράφ Γάνι: Εκπρόσωποι μιας αφγανικής άρχουσας τάξης που συνδέεται στενά με την κατοχή και εμπλέκεται εσωτερικά σε σκληρότατους ανταγωνισμούς, οι οποίοι εργάστηκαν αποκλειστικά και μόνο για δικό τους λογαριασμό όλα αυτά τα χρόνια. Κατά τη διαφυγή του από την Καμπούλ, ο Γάνι μετέφερε πολλά πολυτελή αυτοκίνητα και μετρητά αξίας εκατομμυρίων.
Αν τα στρατεύματα της ISAF, τα οποία έχουν ενισχυθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των ετών, δεν κατάφεραν να νικήσουν τους Ταλιμπάν, αυτό οφείλεται και στην αδιαντροπιά των Αφγανών συμμάχων τους. Πιο σημαντική, ωστόσο, ήταν η βία που άσκησαν οι "απελευθερωτές" στους Αφγανούς και τις Αφγανές. Τα θύματά τους καταγράφηκαν συστηματικά μόνο από το 2009 και μετά, ενώ ο αριθμός των θανάτων αμάχων ανήλθε πρόσφατα σε πάνω από 100. 000, πολλοί από τους οποίους πέθαναν στα χρόνια των βομβαρδισμών. Αλλά αυτός ο τρόμος δεν οδήγησε στο στόχο: οπλισμένοι παρέμειναν όχι μόνο οι αναδιοργανωμένοι Ταλιμπάν, αλλά και οι πολιτοφυλακές Μουτζαχεντίν και η μαφία των ναρκωτικών.
Ταυτόχρονα, ούτε τα κράτη της ISAF ούτε το αφγανικό κράτος κατάφεραν να βελτιώσουν την καταστροφική οικονομική κατάσταση της χώρας, που αποτελεί το ισχυρότερο κίνητρο για το μεταναστευτικό κίνημα, το οποίο συνεχίζεται αμείωτο εδώ και δεκαετίες, εκτός από την αδιάκοπη βία. Το 70%, και σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις ακόμη και το 90%, των Αφγανών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ 18 εκατομμύρια κινδυνεύουν σήμερα από την πείνα. Οι μισοί σχεδόν. Περίπου 2,7 από τα περίπου 38 εκατομμύρια Αφγανούς ζουν ήδη στο εξωτερικό και άλλα 5,2 εκατομμύρια έχουν μεταναστευτική εμπειρία. Μόνο το 2019, περισσότεροι από 100. 000 άνθρωποι έφυγαν, ενώ 2,6 εκατομμύρια άνθρωποι περιπλανώνται στη χώρα ως εσωτερικά εκτοπισμένοι.
Οικονομία της βίας
Ωστόσο, το Αφγανιστάν δεν υποφέρει μόνο κάτω από καθεστώς βίας: Το Αφγανιστάν ζει από τη βία. Άμεσα, βέβαια, αυτό ισχύει για τα μέλη όλων των ένοπλων δυνάμεων και των οικογένειών τους, συμπεριλαμβανομένων των Ταλιμπάν. Ακόμα και αν ο πυρήνας του κινήματος των Ταλιμπάν αποτελείται από πολιτικά ιδιαίτερα κινητοποιημένα στελέχη που είναι υπαρξιακά έτοιμα να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, για την πλειοψηφία των 70. 000 στελεχών αυτό που μετράει πρώτα από όλα είναι το εισόδημά τους. Δεν ήταν διαφορετικά ούτε με τον στρατό και την αστυνομία της κυβέρνησης, ούτε διαφέρει με τους πολιτοφύλακες των μουτζαχεντίν. Στη βάση της οικονομίας της βίας περιλαμβάνεται φυσικά και η εγκληματικότητα που κυριαρχεί σε όλους τους τομείς της ζωής, από τις κλοπές και τις απαγωγές στο δρόμο μέχρι τη διαφθορά, η οποία βασίζεται πάντα στη βία.
Εξάλλου, το ίδιο το κράτος και η γραφειοκρατία του ζουν από τη βία, και ακόμη και οι Αφγανοί-ές που εργάζονται σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και αντλούν το εισόδημά τους από τις από τη βία καθοριζόμενες εισροές ανθρωπιστικής βοήθειας ζουν από τη βία, ακόμη και όταν κάνουν καλή και απαραίτητη δουλειά. Στην ουσία του θέματος: Όσοι στο Αφγανιστάν δεν αντλούν το εισόδημά τους από την άσκηση βίας ή από τη ρύθμιση των βίαιων σχέσεων δεν έχουν καθόλου εισόδημα, αλλά αποτελούν μέρος ενός υπερπληθυσμού χωρίς καμία προοπτική ασφαλούς διαβίωσης. Αυτό συνέβαινε ήδη το 2001, εξακολουθεί να συμβαίνει σήμερα και θα συμβαίνει και αύριο, όπως εξελίσσονται τα πράγματα.
Δεύτερη ματιά προς τα πίσω
Η αφγανική σύγκρουση ήταν και είναι μια μετααποικιακή σύγκρουση, μια σύγκρουση αντιπαράθεσης μπλοκ και μια σύγκρουση στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Ξεκινά με τη δημιουργία της αφγανικής μοναρχίας τον 19ο αιώνα, συνεχίζεται με τη μετάβαση πρώτα σε μια αστική δημοκρατία, στη συνέχεια σε μια Λαϊκή Δημοκρατία που κλιμακώνεται με την εισβολή του σοβιετικού στρατού, στη συνέχεια με την κυριαρχία των Μουτζαχεντίν και των Ταλιμπάν, τελικά με την εισβολή και την εικοσαετή παρουσία της ISAF, η οποία τώρα ακολουθείται από το δεύτερο καθεστώς των Ταλιμπάν. Ωστόσο, σε όλες τις ιδεολογικές διαφορές, η σύγκρουση τρέφεται από μια βαθιά γραμματική εθνοτικών-θρησκευτικών διαιρέσεων. Αυτή η ίδια η γραμματική, ωστόσο, δεν εξαρτάται απλώς από το γεγονός ότι περισσότερες από δέκα διαφορετικές εθνοτικές ομάδες ζουν στο σημερινό αφγανικό έδαφος. Ούτε προκύπτει από την ποικιλομορφία 50 γλωσσών και 200 διαλέκτων. Η εθνοτική, γλωσσική και θρησκευτική ποικιλομορφία έγινε βαθιά γραμματική της βίας μόνο με το λεγόμενο «Μεγάλο Παιχνίδι», τον ανταγωνισμό μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας για την ηγεμονία επί της αποσυντιθέμενης Περσικής Αυτοκρατορίας. Και οι δύο αποικιοκρατικές δυνάμεις απέτυχαν, οι Βρετανοί παρά τους τρεις "αγγλο-αφγανικούς πολέμους", κατά τη διάρκεια των οποίων - ένα μόνο παράδειγμα - το 1842 άφησαν τη νεοκατακτημένη πόλη της Καμπούλ στους στρατιώτες τους για δύο ημέρες λεηλασίας: το ιστορικό παζάρι κάηκε στη συνέχεια ολοσχερώς.
Η αποτυχία της αποικιοκρατικής προσπάθειας κατάληψης της χώρας άφησε πίσω της το σχέδιο της δημιουργίας ενός "εθνικού" κράτους, δηλαδή ενός κράτους με εθνοθρησκευτικές πλειοψηφίες, στη χώρα που μόνο από τότε ονομάζεται "Αφγανιστάν", ενώ προηγουμένως επί αιώνες "Χορασάν" ή "Καμπουλιστάν". Μόνο που τώρα, οι μέχρι τότε εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές που δεν υπήρξαν ποτέ συγκρουσιακές, έγιναν αιτία και εστία βίας. Το όνομα "Αφγανιστάν" δείχνει το αποφασιστικό σημείο : Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε μόνο για τον προσδιορισμό των μελών της μεγαλύτερης αριθμητικά εθνοτικής ομάδας, των Παστούν. Στο μετα-αποικιακό κράτος, οι Παστούν διεκδίκησαν την πολιτική, τη στρατιωτική και την οικονομική εξουσία, καθώς και τη καθοριστική δύναμη για να καθορίσουν τι επρόκειτο πλέον να γίνει το "αφγανικό έθνος": μια διαδικασία συμφοράς που έπληξε τις αποικιοκρατούμενες από την Ευρώπη χώρες σε όλο τον κόσμο μετά την "εθνική απελευθέρωσή" τους.
Η ομάδα που επλήγη περισσότερο ήταν οι Χαζάρα. Μιλούν περσικά και ανήκουν θρησκευτικά στους σιίτες, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων του Αφγανιστάν είναι σουνίτες. Σύμφωνα με ανακριβείς εκτιμήσεις, ο αριθμός τους έχει μειωθεί σε λιγότερο από το μισό τα τελευταία εκατό χρόνια- υπό το πρώτο καθεστώς των Ταλιμπάν, έως και 3. 000 Χαζάρα δολοφονήθηκαν σκόπιμα, συχνά με το να τους κόβουν τα κεφάλια δημοσίως. Τα τελευταία πέντε χρόνια, πάνω από 1000 Χαζάρα έχουν πέσει θύματα επιθέσεων. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι οι Χαζάρα εξακολουθούν να αποκαλούν τη γη που μοιράζονται με τους βασανιστές τους Χορασάν. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι το όνομα αυτό χρησιμοποιείται και από το αφγανικό τμήμα του Ισλαμικού Κράτους: Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για αναφορά στην προ-αποικιακή περίοδο.
Ένα εκτεταμένο ενδιάμεσο παιγνίδι
Στη δεκαετία του 1970, η μετα-αποικιακή σύγκρουση μετατρέπεται σε αντιπαράθεση μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού μπλοκ. Το σημείο καμπής είναι το πραξικόπημα στην οικογένεια του τελευταίου Αφγανού Σάχη, το οποίο οδηγεί στην ίδρυση της πρώτης Αφγανικής Δημοκρατίας το 1973. Το 1978 ακολούθησε το πραξικόπημα μιας ομάδας νεαρών αξιωματικών που ήταν κοντά στο "Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν"(ΛΔΚΑ), μια μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1965 από 27 διανοούμενους. Ακόμα και εκείνη την εποχή, το ΛΔΚΑ ήταν διαιρεμένο σε δύο πτέρυγες, των οποίων οι πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές είχαν εθνοτική βάση.
Η νέα κυβέρνηση ριζοσπαστικοποίησε την πολιτική εκσυγχρονισμού που ήδη ακολουθούσε η μοναρχία και έτσι ριζοσπαστικοποίησε επίσης την αντίσταση που ήταν έντονη κυρίως μεταξύ της φτωχής αγροτικής πλειοψηφίας. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, η σύγκρουση κλιμακώθηκε σε εμφύλιο-εσωτερικό πόλεμο, στον οποίο επενέβη ο σοβιετικός στρατός την ίδια χρονιά. Το Αφγανιστάν έγινε πλέον ένας σημαντικός τόπος αντιπαράθεσης Δύσης-Ανατολής, ενώ η ήττα των σοβιετικών δυνάμεων το 1989 αποτέλεσε την ουσιαστική στιγμή της ήττας ολόκληρου του ανατολικού μπλοκ.
Η μνήμη αυτού του ενδιάμεσου παιχνιδιού είναι αναπόφευκτη, διότι καθιστά κατανοητό γιατί η βία και η δυστυχία στο Αφγανιστάν δεν οδήγησαν στην εκπαίδευση του πληθυσμού ή ακόμη περισσότερο στην εφαρμογή μιας χειραφετητικής αριστερής επιλογής. Επιπλέον: στο βαθμό που το παιχνίδι αυτό είναι παραδειγματικό για την ιστορία της αντιπαράθεσης των μπλοκ, αλλά και για την ιστορία του «πραγματικά υπάρχοντος σοσιαλισμού» γενικά, αυτό το ιντερλούδιο καθιστά κατανοητό γιατί ο θρησκευτικά θεμελιωμένος φασισμός έγινε η έκφραση της παγκόσμιας τάξης όχι μόνο στο Αφγανιστάν, και το οποίο προέκυψε όχι μόνο από τη νίκη της καπιταλιστικής Δύσης, αλλά και από την ήττα και την αποτυχία αυτού του σοσιαλισμού που προηγήθηκε.
Το τέλος της αντιπαράθεσης των μπλοκ καθόρισε επίσης την ιστορία που ακολούθησε την επέμβαση του 2001, η οποία αποτελεί και η ίδια μέρος του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας". Με τη νίκη του επί του σοβιετοκρατούμενου μπλοκ, το μπλοκ των δυτικών κρατών διακήρυξε την αυγή μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων στην οποία τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και ο καπιταλισμός θα βρίσκονταν για πάντα μαζί: Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μίλησαν για το "τέλος της ιστορίας" εκείνη την εποχή. Η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, του κοινοβουλευτισμού και του ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξασφαλίσουν αυτό το τέλος. Η επέμβαση στο Αφγανιστάν και η επέμβαση στο Ιράκ δύο χρόνια αργότερα υποτίθεται ότι θα έβαζαν μια τελεία στον "δυισμό" και θα ολοκλήρωναν αυτό που είχε προηγουμένως επιχειρηθεί με την επέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας - επίσης μια στιγμή του περάσματος από την αντιπαράθεση των μπλοκ στη νέα παγκόσμια τάξη. Σε αυτό δεν συμφώνησαν μόνο οι κυβερνήσεις που συμμετείχαν στην αποστολή της ISAF και ο "συνασπισμός των προθύμων", αλλά και μεγάλα τμήματα των δυτικών κοινωνιών. Η αυτοκρατορική συναίνεση είχε επίσης την έγκριση μιας αριστεράς που ήταν δικαίως αποπροσανατολισμένη εκείνη την εποχή.
Η Κρίση σαν κανόνας και κανονική κατάσταση
Ένα χρόνο πριν από την επέμβαση στο Αφγανιστάν, ο Toni Negri και ο Michael Hardt δημοσίευσαν το βιβλίο τους "Αυτοκρατορία", το οποίο θα καθόριζε την αριστερή συζήτηση των επόμενων ετών. Σε αυτό, τοποθετούν επίσης εννοιολογικά τη νέα παγκόσμια τάξη στην ιστορία των μεγάλων αυτοκρατοριών και βρίσκουν την, εκ πρώτης όψεως, αρκετά απλή φράση, σύμφωνα με την οποία η "αυτοκρατορία ως πεδίο έρευνας (καθορίζεται) πρωτίστως από το απλό γεγονός ότι υπάρχει μια παγκόσμια τάξη". Στο επόμενο βήμα, ωστόσο, βασίζουν αυτόν τον προσδιορισμό σε μια δεύτερη, όχι πλέον τόσο απλή θέση. Σύμφωνα με αυτήν, η κρίση στην αυτοκρατορία, και μαζί της η κρίση της ίδιας της αυτοκρατορίας, δεν ήταν απλώς μια προσωρινή βλάβη ή διαταραχή της κανονικής της κατάστασης, που έπρεπε να διορθωθεί το συντομότερο δυνατό. Αντίθετα, η κρίση δεν είναι και δεν παραμένει τίποτε άλλο από τον λογικά και εμπειρικά ρυθμιστικό "κανόνα" της ίδιας της αυτοκρατορικής κυριαρχίας: δεν είναι και δεν παραμένει τίποτε άλλο από την κανονική της κατάσταση.
Το τι σημαίνουν αυτές οι δύο φράσεις των Hardt/Negris και τα συμφραζόμενά τους, ήταν κάτι που έπρεπε να μάθει η ίδια η Αυτοκρατορία και όλοι μας, στα χρόνια που ακολούθησαν. Η φυγή των στρατευμάτων της ISAF από το Αφγανιστάν και η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία επισφραγίζουν αυτό το μάθημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αυτοκρατορία υπέστη ήττα και ότι το Αφγανιστάν δεν αποτελεί πλέον επαρχία της Αυτοκρατορίας. Αντιθέτως: Στον άμεσο απόηχο της δοκιμασίας της Συρίας, το Αφγανιστάν είναι πιθανό να γίνει το παράδειγμα για το τι θα συμβεί σε όλο και περισσότερες τέτοιες επαρχίες τα επόμενα χρόνια. Αν τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και ο καπιταλισμός πρόκειται να συναντηθούν στην Αυτοκρατορία, αυτό θα ισχύει μόνο για τον παγκόσμιο Βορρά της και μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό για τον παγκόσμιο Νότο της.
Αν, με την κλιμάκωση της οικολογικής κρίσης, όλο και περισσότερες και μεγαλύτερες περιοχές του πλανήτη μετατρέπονται σε περιοχές καταστροφής και συνεπώς σε περιοχές μερικώς μόνο ρυθμισμένων οικονομιών βίας, τότε δεν χρειάζονται ούτε ακτιβιστές-στριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ούτε δημοκράτες-σες, αλλά αποφασισμένες δυνάμεις της τάξης. Θα περιλαμβάνουν τους Ταλιμπάν, αλλά και το καθεστώς του Άσαντ και το καθεστώς του Ερντογάν, και πιθανότατα θα περιλαμβάνουν και τις συμμορίες στις οποίες η Αυτοκρατορία παραδίδει σήμερα την Αϊτή. Πέρα από τις διαφορές που εμφανίζονται μεταξύ των αυτών των δυνάμεων της τάξης, θα μοιάζουν μεταξύ τους σε ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό των πολιτικών τους: Θα κυριαρχήσουν σε περιοχές ερήμωσης επιβάλλοντας συστήματα ένταξης και αποκλεισμού των κατοίκων τους καθώς και των κατοίκων των παρακείμενων εδαφών, συντονισμένα με την Αυτοκρατορία και χρηματοδοτούμενα από αυτήν, και παρέχοντας πρόσβαση σε εκμεταλλεύσιμους πόρους, όπου χρειάζεται.
Ακόμη και αν δεν τους επιτραπεί να κάνουν τα πάντα, θα έχουν ελεύθερα χέρια στη χρήση της αναγκαίας βίας. Ο χειρισμός του Ερντογάν δείχνει τι είναι δυνατόν να γίνει. Μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο, τους επιτρέπεται να θέτουν τον εαυτό τους άλλοτε υπό την προστασία της μίας, άλλοτε υπό την προστασία των άλλων μεγάλων δυνάμεων της τάξης, των οποίων ο ανταγωνισμός αποτελεί από μόνος του μέρος της μόνιμης κρίσης της αυτοκρατορίας, τους επιτρέπεται να είναι λίγο ή και περισσότερο φιλορώσοι και φιλοκινέζοι, τους επιτρέπεται ακόμη και να είναι "ισλαμιστές": Τουλάχιστον εφόσον συμβιβαστούν με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Σε ποιον ανήκει η κρίση;
Αν η κρίση είναι ο κανόνας και η φυσιολογική κατάσταση της αυτοκρατορίας, αυτό δεν σημαίνει ότι η αυτοκρατορία θα επιβιώσει της κρίσης της. Η καταστροφή της μπορεί να ξεκινήσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Όπως έχουν τα πράγματα, ο ίδιος ο πλανήτης θα μπορούσε να φροντίσει γι' αυτό, πράγμα που δεν εξαρτάται από τον αποικισμό των ανθρώπινων κοινωνιών. Θα μπορούσε επίσης να προέλθει από τον σημερινό εξουσιαστικό ανταγωνιστή της, τον θρησκευτικό φασισμό. Η ενσωμάτωσή του στην εξουσία της παγκόσμιας τάξης δεν είναι ακόμη δεδομένη. Ωστόσο, από την αρχή, στην Αυτοκρατορία υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει αντίσταση σε όλα τα μέρη όπου η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα πραγματικά αγωνίζονται. Η εισβολή στο Ιράκ έγινε για παράδειγμα η αφορμή για ένα παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα.
Από το 2010, η αλυσίδα των μεγάλων δημοκρατικών εξεγέρσεων στον παγκόσμιο Νότο δεν έχει διακοπεί. Η Αυτοκρατορία μπορεί να διακόπτει τις παγκόσμιες μεταναστευτικές κινήσεις ξανά και ξανά. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να τις σταματήσει μόνιμα σε κανένα από τα σύνορά της. Ωστόσο, η νίκη ή η ήττα της αυτοκρατορίας εξαρτάται επίσης από την πορεία της αφγανικής ιστορίας η οποία περιγράφεται εδώ και φαίνεται να βρίσκει το προσωρινό και επομένως ανοιχτό τέλος της. Αν και την αυτοκρατορία στο Αφγανιστάν δεν την ενδιέφερε ποτέ πραγματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και η ισότητα των φύλων, δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί-ές έχουν πάρει σοβαρά αυτές τις υποσχέσεις στα χέρια τους. Στο καθημερινό τους έργο, το οποίο διαρκεί χρόνια, δεν αντιμετώπισαν μόνο τη βία, αλλά και τους εθνοθρησκευτικούς διαχωρισμούς, και έθεσαν σε κίνηση διαδικασίες εκδημοκρατισμού εν μέσω όλης αυτής της καταστροφής, οι οποίες έκαναν την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρακτική: να δημιουργηθούν συνθήκες στις οποίες ο καθένας μπορεί να προσπαθήσει να καθορίσει ελεύθερα τη δική του και την συλλογική ζωή. Είναι αυτοί-ές, πρώτα απ' όλα, που έχουν τώρα εκτεθεί, των οποίων η πολυετής εργασία, ολόκληρη η ζωή τους, έχει προδοθεί.
Αυτή τη στιγμή, οι περισσότεροι από αυτούς θέλουν απλά να βγουν έξω, και έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δυνάμεις της τάξης της Αυτοκρατορίας επιβεβαιώνουν τώρα τη συναίνεσή τους παντού στο σύνθημα: "Το 2015 δεν πρέπει να επαναληφθεί!" Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα διαπραγματευτούν με τους Ταλιμπάν αύριο, όπως κάνουν με τον Ασάντ, τον Ερντογάν ή τις συμμορίες της Αϊτής. Συνεπώς, η αντίσταση σε αυτή τη συναίνεσης μπορεί μόνο να σημαίνει ότι κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουμε ότι αυτό που ήταν μόνο η πρώτη αρχή το 2015, θα επαναληφθεί. Ωστόσο, για να διατηρήσουμε ανοιχτή αυτή την αρχή μιας πολιτικής πέρα από την Αυτοκρατορία και πέρα από την εθνοτική, ρατσιστική και πατριαρχική βία των φασιστών, σημαίνει επίσης να αντιμετωπίσουμε το ανοιχτό ερώτημα πώς μπορεί να καταπολεμηθεί αυτή η βία στο Αφγανιστάν, αλλά και στη Συρία ή την Αϊτή, και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση της βίας με την οποία διατηρούνται οι κοινωνικές μας συνθήκες. Το «να επαναληφθεί το 2015» δεν συνιστά ένα γενικό σχέδιο, αλλά σηματοδοτεί αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Μετάφραση-όχι κατά λέξη-από τα Γερμανικά: Γιώργος Κολέμπας
Ακόμη και αν δεν περίμενε κανείς ότι το αφγανικό κράτος θα κατέρρεε μέσα σε τρεις ημέρες, η αποτυχία των νατοϊκών κυβερνήσεων να εκκενώσουν τους Αφγανούς που απειλούνταν με θάνατο ήταν απλώς ντροπιαστική για τους δυτικούς. Στην πραγματικότητα, ήταν ξεκάθαρο εδώ και πάνω από ένα χρόνο ότι η χώρα και τα σχεδόν 40 εκατομμύρια κάτοικοί της θα παραδίδονταν στον θρησκευτικό φασισμό. Αφού οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους το συντομότερο δυνατό υπό τον Τραμπ και στη συνέχεια υπό τον Μπάιντεν, ήταν σαφές ότι όλοι οι σύμμαχοί τους θα αποχωρούσαν ταυτόχρονα - και ότι εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί που συνεργάσθηκαν μαζί τους θα έπρεπε να σώσουν τη ζωή τους φεύγοντας. Ως εκ τούτου, τα δυτικά στρατεύματα και οι κυβερνήσεις τους θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είχαν προετοιμαστεί για αυτή τη στιγμή.
Θα έπρεπε να υπάρχουν σχέδια εκκένωσης και να έχει διασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Η όλη επιχείρηση θα έπρεπε να είχε συζητηθεί πρώτα και κύρια με εκείνους που επρόκειτο να εκκενωθούν: που πρέπει ακόμη να εκκενωθούν. Και: δεν θα έπρεπε να είχε σχεδιαστεί ως ανθρωπιστική, θα έπρεπε να είχε σχεδιαστεί ως πολιτική επιχείρηση. Αυτό ακριβώς θα έπρεπε να είχε γνωστοποιηθεί στους Ταλιμπάν. Τίποτα από αυτά δεν έχει συμβεί, ούτε καν σε κάποιο βαθμό. Αντ' αυτού, η υποχώρηση μετατράπηκε σε φυγή. Αντ' αυτού , δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί-ές προσπαθούσαν συνεχώς, κάθε μέρα για περισσότερες από δέκα ημέρες, να μπουν στο αεροδρόμιο και αν ήταν τυχεροί να πετάξουν εκτός χώρας. Όλος ο κόσμος ήταν μάρτυρας αυτής της καταστροφής ζωντανά. Μια καταστροφή που εντάθηκε στις 26 Αυγούστου, την ημέρα των επιθέσεων του Ισλαμικού Κράτους που αναμένονταν από την αρχή. Πάνω από 80 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Δεν ήταν οι πρώτοι νεκροί αυτών των ημερών και δεν θα είναι οι τελευταίοι.
Προτεραιότητες: το παράδειγμα της Γερμανίας
Η Δύση με τις πτήσεις που τελικά μπόρεσε να οργανώσει, έχει βγάλει έξω από τη χώρα τους δικούς της πολίτες, αλλά πολύ λίγους Αφγανούς. Η αποτυχία, για παράδειγμα, της γερμανικής επιχείρησης ξεχωρίζει ντροπιαστικά: Μεταξύ των 4921 ατόμων που μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στη Γερμανία ήταν μόνο 248 από τις λεγόμενες σήμερα «τοπικές δυνάμεις», που μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους ξεπερνούν μόλις τα 900 άτομα. Δεδομένου ότι οι αιτήσεις ξεπέρασαν κατά πολύ τις δέκα χιλιάδες, οι 900 είναι πολύ μικρό ποσοστό. Θα πρέπει να ακολουθήσουν και άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Αφγανών υπαλλήλων γερμανικών ΜΚΟ. Ο καγκελάριος παραδέχεται ότι "αυτό δεν είναι εύκολο. Η κατάσταση είχε εκτιμηθεί λανθασμένα πριν". Εν τω μεταξύ, έγινε γνωστό ότι ένα πρώτο αεροπλάνο υποτίθεται ότι θα απογειωνόταν τον Ιούνιο από το Mazar-i-Sharif, την πόλη με το μεγαλύτερο στρατόπεδο της Bundeswehr. Ο Horst Seehofer και το υπουργείο του για την Κρατική Ασφάλεια το απέτρεψαν αυτό στοχεύοντας στην με ρατσιστικά κίνητρα αντιμετώπιση της μετανάστευσης.
Εάν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έπαιρνε στα σοβαρά τις υποχρεώσεις της για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί πολιτικά και νομικά. Δεν θα πρέπει να ληφθούν νομικά μέτρα μόνο κατά του Seehofer και του υπουργείου του. Και κατά του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως επίσης κατά του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Άμυνας και της ίδιας της Ομοσπονδιακής Καγκελαρίας που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Και γιατί ? Γιατί είναι ώρα εκλογών στη Γερμανία. Δεν είναι μόνο τα κόμματα του συνασπισμού που θέλουν να λάβουν υπόψη τους Γερμανούς ψηφοφόρους τους, τους ψηφοφόρους που αναμένεται να ψηφίσουν "γερμανικά". Αυτή είναι η ντροπή. Η ντροπή των κυβερνώντων, των κομμάτων τους, αλλά και των ίδιων των ψηφοφόρων.
Μια πρώτη ματιά προς τα πίσω
Η πρώτη αρχή αυτής της ιστορίας ήταν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στις οποίες η Δύση απάντησε με την "Επιχείρηση Διαρκής Ελευθερία": η πρώτη κίνηση του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας" στα πλαίσια της αντιπαράθεσης Δύσης-Ανατολής. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα στο Κέρας της Αφρικής, στις Φιλιππίνες, στην Αφρική εντός και νότια της Σαχάρας και στο Αφγανιστάν. Ο επίσημος λόγος της επίθεσης στο Αφγανιστάν ήταν η άρνηση της πρώτης κυβέρνησης των Ταλιμπάν-η οποία βρισκόταν στην εξουσία από το 1996- να αναλάβει δράση κατά του δικτύου της Αλ Κάιντα που ήταν υπεύθυνο για την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου.
Με την υποστήριξη των βομβαρδισμών της αμερικανικής αεροπορίας, οι μονάδες των μουτζαχεντίν κατέλαβαν την Καμπούλ μόλις ένα μήνα αργότερα. Τον Δεκέμβριο του 2001, οι ΗΠΑ απέσπασαν το ψήφισμα 1386 του ΟΗΕ, το οποίο νομιμοποίησε τη δημιουργία της "Διεθνούς Δύναμης Βοήθειας για την Ασφάλεια" (ISAF), στο πλαίσιο της οποίας επιχειρούσαν και οι δυνάμεις των άλλων κρατών που συμμετείχαν. Το 2002 σχηματίστηκε μια μεταβατική κυβέρνηση. Ακολούθησαν εκλογές το 2004, οι οποίες ανέδειξαν τον Χαμίντ Καρζάι ως τον πρώτο πρόεδρο της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν, ενώ δέκα χρόνια αργότερα ακολούθησε ο Ασράφ Γάνι: Εκπρόσωποι μιας αφγανικής άρχουσας τάξης που συνδέεται στενά με την κατοχή και εμπλέκεται εσωτερικά σε σκληρότατους ανταγωνισμούς, οι οποίοι εργάστηκαν αποκλειστικά και μόνο για δικό τους λογαριασμό όλα αυτά τα χρόνια. Κατά τη διαφυγή του από την Καμπούλ, ο Γάνι μετέφερε πολλά πολυτελή αυτοκίνητα και μετρητά αξίας εκατομμυρίων.
Αν τα στρατεύματα της ISAF, τα οποία έχουν ενισχυθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των ετών, δεν κατάφεραν να νικήσουν τους Ταλιμπάν, αυτό οφείλεται και στην αδιαντροπιά των Αφγανών συμμάχων τους. Πιο σημαντική, ωστόσο, ήταν η βία που άσκησαν οι "απελευθερωτές" στους Αφγανούς και τις Αφγανές. Τα θύματά τους καταγράφηκαν συστηματικά μόνο από το 2009 και μετά, ενώ ο αριθμός των θανάτων αμάχων ανήλθε πρόσφατα σε πάνω από 100. 000, πολλοί από τους οποίους πέθαναν στα χρόνια των βομβαρδισμών. Αλλά αυτός ο τρόμος δεν οδήγησε στο στόχο: οπλισμένοι παρέμειναν όχι μόνο οι αναδιοργανωμένοι Ταλιμπάν, αλλά και οι πολιτοφυλακές Μουτζαχεντίν και η μαφία των ναρκωτικών.
Ταυτόχρονα, ούτε τα κράτη της ISAF ούτε το αφγανικό κράτος κατάφεραν να βελτιώσουν την καταστροφική οικονομική κατάσταση της χώρας, που αποτελεί το ισχυρότερο κίνητρο για το μεταναστευτικό κίνημα, το οποίο συνεχίζεται αμείωτο εδώ και δεκαετίες, εκτός από την αδιάκοπη βία. Το 70%, και σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις ακόμη και το 90%, των Αφγανών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ 18 εκατομμύρια κινδυνεύουν σήμερα από την πείνα. Οι μισοί σχεδόν. Περίπου 2,7 από τα περίπου 38 εκατομμύρια Αφγανούς ζουν ήδη στο εξωτερικό και άλλα 5,2 εκατομμύρια έχουν μεταναστευτική εμπειρία. Μόνο το 2019, περισσότεροι από 100. 000 άνθρωποι έφυγαν, ενώ 2,6 εκατομμύρια άνθρωποι περιπλανώνται στη χώρα ως εσωτερικά εκτοπισμένοι.
Οικονομία της βίας
Ωστόσο, το Αφγανιστάν δεν υποφέρει μόνο κάτω από καθεστώς βίας: Το Αφγανιστάν ζει από τη βία. Άμεσα, βέβαια, αυτό ισχύει για τα μέλη όλων των ένοπλων δυνάμεων και των οικογένειών τους, συμπεριλαμβανομένων των Ταλιμπάν. Ακόμα και αν ο πυρήνας του κινήματος των Ταλιμπάν αποτελείται από πολιτικά ιδιαίτερα κινητοποιημένα στελέχη που είναι υπαρξιακά έτοιμα να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, για την πλειοψηφία των 70. 000 στελεχών αυτό που μετράει πρώτα από όλα είναι το εισόδημά τους. Δεν ήταν διαφορετικά ούτε με τον στρατό και την αστυνομία της κυβέρνησης, ούτε διαφέρει με τους πολιτοφύλακες των μουτζαχεντίν. Στη βάση της οικονομίας της βίας περιλαμβάνεται φυσικά και η εγκληματικότητα που κυριαρχεί σε όλους τους τομείς της ζωής, από τις κλοπές και τις απαγωγές στο δρόμο μέχρι τη διαφθορά, η οποία βασίζεται πάντα στη βία.
Εξάλλου, το ίδιο το κράτος και η γραφειοκρατία του ζουν από τη βία, και ακόμη και οι Αφγανοί-ές που εργάζονται σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και αντλούν το εισόδημά τους από τις από τη βία καθοριζόμενες εισροές ανθρωπιστικής βοήθειας ζουν από τη βία, ακόμη και όταν κάνουν καλή και απαραίτητη δουλειά. Στην ουσία του θέματος: Όσοι στο Αφγανιστάν δεν αντλούν το εισόδημά τους από την άσκηση βίας ή από τη ρύθμιση των βίαιων σχέσεων δεν έχουν καθόλου εισόδημα, αλλά αποτελούν μέρος ενός υπερπληθυσμού χωρίς καμία προοπτική ασφαλούς διαβίωσης. Αυτό συνέβαινε ήδη το 2001, εξακολουθεί να συμβαίνει σήμερα και θα συμβαίνει και αύριο, όπως εξελίσσονται τα πράγματα.
Δεύτερη ματιά προς τα πίσω
Η αφγανική σύγκρουση ήταν και είναι μια μετααποικιακή σύγκρουση, μια σύγκρουση αντιπαράθεσης μπλοκ και μια σύγκρουση στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Ξεκινά με τη δημιουργία της αφγανικής μοναρχίας τον 19ο αιώνα, συνεχίζεται με τη μετάβαση πρώτα σε μια αστική δημοκρατία, στη συνέχεια σε μια Λαϊκή Δημοκρατία που κλιμακώνεται με την εισβολή του σοβιετικού στρατού, στη συνέχεια με την κυριαρχία των Μουτζαχεντίν και των Ταλιμπάν, τελικά με την εισβολή και την εικοσαετή παρουσία της ISAF, η οποία τώρα ακολουθείται από το δεύτερο καθεστώς των Ταλιμπάν. Ωστόσο, σε όλες τις ιδεολογικές διαφορές, η σύγκρουση τρέφεται από μια βαθιά γραμματική εθνοτικών-θρησκευτικών διαιρέσεων. Αυτή η ίδια η γραμματική, ωστόσο, δεν εξαρτάται απλώς από το γεγονός ότι περισσότερες από δέκα διαφορετικές εθνοτικές ομάδες ζουν στο σημερινό αφγανικό έδαφος. Ούτε προκύπτει από την ποικιλομορφία 50 γλωσσών και 200 διαλέκτων. Η εθνοτική, γλωσσική και θρησκευτική ποικιλομορφία έγινε βαθιά γραμματική της βίας μόνο με το λεγόμενο «Μεγάλο Παιχνίδι», τον ανταγωνισμό μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας για την ηγεμονία επί της αποσυντιθέμενης Περσικής Αυτοκρατορίας. Και οι δύο αποικιοκρατικές δυνάμεις απέτυχαν, οι Βρετανοί παρά τους τρεις "αγγλο-αφγανικούς πολέμους", κατά τη διάρκεια των οποίων - ένα μόνο παράδειγμα - το 1842 άφησαν τη νεοκατακτημένη πόλη της Καμπούλ στους στρατιώτες τους για δύο ημέρες λεηλασίας: το ιστορικό παζάρι κάηκε στη συνέχεια ολοσχερώς.
Η αποτυχία της αποικιοκρατικής προσπάθειας κατάληψης της χώρας άφησε πίσω της το σχέδιο της δημιουργίας ενός "εθνικού" κράτους, δηλαδή ενός κράτους με εθνοθρησκευτικές πλειοψηφίες, στη χώρα που μόνο από τότε ονομάζεται "Αφγανιστάν", ενώ προηγουμένως επί αιώνες "Χορασάν" ή "Καμπουλιστάν". Μόνο που τώρα, οι μέχρι τότε εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές που δεν υπήρξαν ποτέ συγκρουσιακές, έγιναν αιτία και εστία βίας. Το όνομα "Αφγανιστάν" δείχνει το αποφασιστικό σημείο : Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε μόνο για τον προσδιορισμό των μελών της μεγαλύτερης αριθμητικά εθνοτικής ομάδας, των Παστούν. Στο μετα-αποικιακό κράτος, οι Παστούν διεκδίκησαν την πολιτική, τη στρατιωτική και την οικονομική εξουσία, καθώς και τη καθοριστική δύναμη για να καθορίσουν τι επρόκειτο πλέον να γίνει το "αφγανικό έθνος": μια διαδικασία συμφοράς που έπληξε τις αποικιοκρατούμενες από την Ευρώπη χώρες σε όλο τον κόσμο μετά την "εθνική απελευθέρωσή" τους.
Η ομάδα που επλήγη περισσότερο ήταν οι Χαζάρα. Μιλούν περσικά και ανήκουν θρησκευτικά στους σιίτες, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων του Αφγανιστάν είναι σουνίτες. Σύμφωνα με ανακριβείς εκτιμήσεις, ο αριθμός τους έχει μειωθεί σε λιγότερο από το μισό τα τελευταία εκατό χρόνια- υπό το πρώτο καθεστώς των Ταλιμπάν, έως και 3. 000 Χαζάρα δολοφονήθηκαν σκόπιμα, συχνά με το να τους κόβουν τα κεφάλια δημοσίως. Τα τελευταία πέντε χρόνια, πάνω από 1000 Χαζάρα έχουν πέσει θύματα επιθέσεων. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι οι Χαζάρα εξακολουθούν να αποκαλούν τη γη που μοιράζονται με τους βασανιστές τους Χορασάν. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι το όνομα αυτό χρησιμοποιείται και από το αφγανικό τμήμα του Ισλαμικού Κράτους: Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για αναφορά στην προ-αποικιακή περίοδο.
Ένα εκτεταμένο ενδιάμεσο παιγνίδι
Στη δεκαετία του 1970, η μετα-αποικιακή σύγκρουση μετατρέπεται σε αντιπαράθεση μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού μπλοκ. Το σημείο καμπής είναι το πραξικόπημα στην οικογένεια του τελευταίου Αφγανού Σάχη, το οποίο οδηγεί στην ίδρυση της πρώτης Αφγανικής Δημοκρατίας το 1973. Το 1978 ακολούθησε το πραξικόπημα μιας ομάδας νεαρών αξιωματικών που ήταν κοντά στο "Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν"(ΛΔΚΑ), μια μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1965 από 27 διανοούμενους. Ακόμα και εκείνη την εποχή, το ΛΔΚΑ ήταν διαιρεμένο σε δύο πτέρυγες, των οποίων οι πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές είχαν εθνοτική βάση.
Η νέα κυβέρνηση ριζοσπαστικοποίησε την πολιτική εκσυγχρονισμού που ήδη ακολουθούσε η μοναρχία και έτσι ριζοσπαστικοποίησε επίσης την αντίσταση που ήταν έντονη κυρίως μεταξύ της φτωχής αγροτικής πλειοψηφίας. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, η σύγκρουση κλιμακώθηκε σε εμφύλιο-εσωτερικό πόλεμο, στον οποίο επενέβη ο σοβιετικός στρατός την ίδια χρονιά. Το Αφγανιστάν έγινε πλέον ένας σημαντικός τόπος αντιπαράθεσης Δύσης-Ανατολής, ενώ η ήττα των σοβιετικών δυνάμεων το 1989 αποτέλεσε την ουσιαστική στιγμή της ήττας ολόκληρου του ανατολικού μπλοκ.
Η μνήμη αυτού του ενδιάμεσου παιχνιδιού είναι αναπόφευκτη, διότι καθιστά κατανοητό γιατί η βία και η δυστυχία στο Αφγανιστάν δεν οδήγησαν στην εκπαίδευση του πληθυσμού ή ακόμη περισσότερο στην εφαρμογή μιας χειραφετητικής αριστερής επιλογής. Επιπλέον: στο βαθμό που το παιχνίδι αυτό είναι παραδειγματικό για την ιστορία της αντιπαράθεσης των μπλοκ, αλλά και για την ιστορία του «πραγματικά υπάρχοντος σοσιαλισμού» γενικά, αυτό το ιντερλούδιο καθιστά κατανοητό γιατί ο θρησκευτικά θεμελιωμένος φασισμός έγινε η έκφραση της παγκόσμιας τάξης όχι μόνο στο Αφγανιστάν, και το οποίο προέκυψε όχι μόνο από τη νίκη της καπιταλιστικής Δύσης, αλλά και από την ήττα και την αποτυχία αυτού του σοσιαλισμού που προηγήθηκε.
Το τέλος της αντιπαράθεσης των μπλοκ καθόρισε επίσης την ιστορία που ακολούθησε την επέμβαση του 2001, η οποία αποτελεί και η ίδια μέρος του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας". Με τη νίκη του επί του σοβιετοκρατούμενου μπλοκ, το μπλοκ των δυτικών κρατών διακήρυξε την αυγή μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων στην οποία τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και ο καπιταλισμός θα βρίσκονταν για πάντα μαζί: Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μίλησαν για το "τέλος της ιστορίας" εκείνη την εποχή. Η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, του κοινοβουλευτισμού και του ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξασφαλίσουν αυτό το τέλος. Η επέμβαση στο Αφγανιστάν και η επέμβαση στο Ιράκ δύο χρόνια αργότερα υποτίθεται ότι θα έβαζαν μια τελεία στον "δυισμό" και θα ολοκλήρωναν αυτό που είχε προηγουμένως επιχειρηθεί με την επέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας - επίσης μια στιγμή του περάσματος από την αντιπαράθεση των μπλοκ στη νέα παγκόσμια τάξη. Σε αυτό δεν συμφώνησαν μόνο οι κυβερνήσεις που συμμετείχαν στην αποστολή της ISAF και ο "συνασπισμός των προθύμων", αλλά και μεγάλα τμήματα των δυτικών κοινωνιών. Η αυτοκρατορική συναίνεση είχε επίσης την έγκριση μιας αριστεράς που ήταν δικαίως αποπροσανατολισμένη εκείνη την εποχή.
Η Κρίση σαν κανόνας και κανονική κατάσταση
Ένα χρόνο πριν από την επέμβαση στο Αφγανιστάν, ο Toni Negri και ο Michael Hardt δημοσίευσαν το βιβλίο τους "Αυτοκρατορία", το οποίο θα καθόριζε την αριστερή συζήτηση των επόμενων ετών. Σε αυτό, τοποθετούν επίσης εννοιολογικά τη νέα παγκόσμια τάξη στην ιστορία των μεγάλων αυτοκρατοριών και βρίσκουν την, εκ πρώτης όψεως, αρκετά απλή φράση, σύμφωνα με την οποία η "αυτοκρατορία ως πεδίο έρευνας (καθορίζεται) πρωτίστως από το απλό γεγονός ότι υπάρχει μια παγκόσμια τάξη". Στο επόμενο βήμα, ωστόσο, βασίζουν αυτόν τον προσδιορισμό σε μια δεύτερη, όχι πλέον τόσο απλή θέση. Σύμφωνα με αυτήν, η κρίση στην αυτοκρατορία, και μαζί της η κρίση της ίδιας της αυτοκρατορίας, δεν ήταν απλώς μια προσωρινή βλάβη ή διαταραχή της κανονικής της κατάστασης, που έπρεπε να διορθωθεί το συντομότερο δυνατό. Αντίθετα, η κρίση δεν είναι και δεν παραμένει τίποτε άλλο από τον λογικά και εμπειρικά ρυθμιστικό "κανόνα" της ίδιας της αυτοκρατορικής κυριαρχίας: δεν είναι και δεν παραμένει τίποτε άλλο από την κανονική της κατάσταση.
Το τι σημαίνουν αυτές οι δύο φράσεις των Hardt/Negris και τα συμφραζόμενά τους, ήταν κάτι που έπρεπε να μάθει η ίδια η Αυτοκρατορία και όλοι μας, στα χρόνια που ακολούθησαν. Η φυγή των στρατευμάτων της ISAF από το Αφγανιστάν και η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία επισφραγίζουν αυτό το μάθημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αυτοκρατορία υπέστη ήττα και ότι το Αφγανιστάν δεν αποτελεί πλέον επαρχία της Αυτοκρατορίας. Αντιθέτως: Στον άμεσο απόηχο της δοκιμασίας της Συρίας, το Αφγανιστάν είναι πιθανό να γίνει το παράδειγμα για το τι θα συμβεί σε όλο και περισσότερες τέτοιες επαρχίες τα επόμενα χρόνια. Αν τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και ο καπιταλισμός πρόκειται να συναντηθούν στην Αυτοκρατορία, αυτό θα ισχύει μόνο για τον παγκόσμιο Βορρά της και μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό για τον παγκόσμιο Νότο της.
Αν, με την κλιμάκωση της οικολογικής κρίσης, όλο και περισσότερες και μεγαλύτερες περιοχές του πλανήτη μετατρέπονται σε περιοχές καταστροφής και συνεπώς σε περιοχές μερικώς μόνο ρυθμισμένων οικονομιών βίας, τότε δεν χρειάζονται ούτε ακτιβιστές-στριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ούτε δημοκράτες-σες, αλλά αποφασισμένες δυνάμεις της τάξης. Θα περιλαμβάνουν τους Ταλιμπάν, αλλά και το καθεστώς του Άσαντ και το καθεστώς του Ερντογάν, και πιθανότατα θα περιλαμβάνουν και τις συμμορίες στις οποίες η Αυτοκρατορία παραδίδει σήμερα την Αϊτή. Πέρα από τις διαφορές που εμφανίζονται μεταξύ των αυτών των δυνάμεων της τάξης, θα μοιάζουν μεταξύ τους σε ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό των πολιτικών τους: Θα κυριαρχήσουν σε περιοχές ερήμωσης επιβάλλοντας συστήματα ένταξης και αποκλεισμού των κατοίκων τους καθώς και των κατοίκων των παρακείμενων εδαφών, συντονισμένα με την Αυτοκρατορία και χρηματοδοτούμενα από αυτήν, και παρέχοντας πρόσβαση σε εκμεταλλεύσιμους πόρους, όπου χρειάζεται.
Ακόμη και αν δεν τους επιτραπεί να κάνουν τα πάντα, θα έχουν ελεύθερα χέρια στη χρήση της αναγκαίας βίας. Ο χειρισμός του Ερντογάν δείχνει τι είναι δυνατόν να γίνει. Μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο, τους επιτρέπεται να θέτουν τον εαυτό τους άλλοτε υπό την προστασία της μίας, άλλοτε υπό την προστασία των άλλων μεγάλων δυνάμεων της τάξης, των οποίων ο ανταγωνισμός αποτελεί από μόνος του μέρος της μόνιμης κρίσης της αυτοκρατορίας, τους επιτρέπεται να είναι λίγο ή και περισσότερο φιλορώσοι και φιλοκινέζοι, τους επιτρέπεται ακόμη και να είναι "ισλαμιστές": Τουλάχιστον εφόσον συμβιβαστούν με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Σε ποιον ανήκει η κρίση;
Αν η κρίση είναι ο κανόνας και η φυσιολογική κατάσταση της αυτοκρατορίας, αυτό δεν σημαίνει ότι η αυτοκρατορία θα επιβιώσει της κρίσης της. Η καταστροφή της μπορεί να ξεκινήσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Όπως έχουν τα πράγματα, ο ίδιος ο πλανήτης θα μπορούσε να φροντίσει γι' αυτό, πράγμα που δεν εξαρτάται από τον αποικισμό των ανθρώπινων κοινωνιών. Θα μπορούσε επίσης να προέλθει από τον σημερινό εξουσιαστικό ανταγωνιστή της, τον θρησκευτικό φασισμό. Η ενσωμάτωσή του στην εξουσία της παγκόσμιας τάξης δεν είναι ακόμη δεδομένη. Ωστόσο, από την αρχή, στην Αυτοκρατορία υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει αντίσταση σε όλα τα μέρη όπου η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα πραγματικά αγωνίζονται. Η εισβολή στο Ιράκ έγινε για παράδειγμα η αφορμή για ένα παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα.
Από το 2010, η αλυσίδα των μεγάλων δημοκρατικών εξεγέρσεων στον παγκόσμιο Νότο δεν έχει διακοπεί. Η Αυτοκρατορία μπορεί να διακόπτει τις παγκόσμιες μεταναστευτικές κινήσεις ξανά και ξανά. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να τις σταματήσει μόνιμα σε κανένα από τα σύνορά της. Ωστόσο, η νίκη ή η ήττα της αυτοκρατορίας εξαρτάται επίσης από την πορεία της αφγανικής ιστορίας η οποία περιγράφεται εδώ και φαίνεται να βρίσκει το προσωρινό και επομένως ανοιχτό τέλος της. Αν και την αυτοκρατορία στο Αφγανιστάν δεν την ενδιέφερε ποτέ πραγματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και η ισότητα των φύλων, δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί-ές έχουν πάρει σοβαρά αυτές τις υποσχέσεις στα χέρια τους. Στο καθημερινό τους έργο, το οποίο διαρκεί χρόνια, δεν αντιμετώπισαν μόνο τη βία, αλλά και τους εθνοθρησκευτικούς διαχωρισμούς, και έθεσαν σε κίνηση διαδικασίες εκδημοκρατισμού εν μέσω όλης αυτής της καταστροφής, οι οποίες έκαναν την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρακτική: να δημιουργηθούν συνθήκες στις οποίες ο καθένας μπορεί να προσπαθήσει να καθορίσει ελεύθερα τη δική του και την συλλογική ζωή. Είναι αυτοί-ές, πρώτα απ' όλα, που έχουν τώρα εκτεθεί, των οποίων η πολυετής εργασία, ολόκληρη η ζωή τους, έχει προδοθεί.
Αυτή τη στιγμή, οι περισσότεροι από αυτούς θέλουν απλά να βγουν έξω, και έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δυνάμεις της τάξης της Αυτοκρατορίας επιβεβαιώνουν τώρα τη συναίνεσή τους παντού στο σύνθημα: "Το 2015 δεν πρέπει να επαναληφθεί!" Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα διαπραγματευτούν με τους Ταλιμπάν αύριο, όπως κάνουν με τον Ασάντ, τον Ερντογάν ή τις συμμορίες της Αϊτής. Συνεπώς, η αντίσταση σε αυτή τη συναίνεσης μπορεί μόνο να σημαίνει ότι κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουμε ότι αυτό που ήταν μόνο η πρώτη αρχή το 2015, θα επαναληφθεί. Ωστόσο, για να διατηρήσουμε ανοιχτή αυτή την αρχή μιας πολιτικής πέρα από την Αυτοκρατορία και πέρα από την εθνοτική, ρατσιστική και πατριαρχική βία των φασιστών, σημαίνει επίσης να αντιμετωπίσουμε το ανοιχτό ερώτημα πώς μπορεί να καταπολεμηθεί αυτή η βία στο Αφγανιστάν, αλλά και στη Συρία ή την Αϊτή, και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση της βίας με την οποία διατηρούνται οι κοινωνικές μας συνθήκες. Το «να επαναληφθεί το 2015» δεν συνιστά ένα γενικό σχέδιο, αλλά σηματοδοτεί αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Μετάφραση-όχι κατά λέξη-από τα Γερμανικά: Γιώργος Κολέμπας