Η συνέχεια από την ανάρτηση: http://www.topikopoiisi.com/1/post/2014/01/-32.html
Η ορθολογική διάσταση της πραγματικότητας
Στο βαθμό, επομένως, που η κάθε δυνατότητα πραγματοποιείται πλήρως, με δεδομένο το συγκεκριμένο εύρος της ανάπτυξης, το συνεχές το οποίο ερευνά ο διαλεκτικός λόγος, είναι μία κλιμακωτή, πλούσια εντελεχειακή, λογικά εξ-αγωγική και αυτοκατευθυνόμενη διαδικασία εκδίπλωσης, κινούμενη προς ολοένα και μεγαλύτερη διαφοροποίηση, ολικότητα και επάρκεια. Ενδέχεται κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες, κάποιες εσωτερικές ανακατατάξεις, τυχαία γεγονότα και ακόμη και χονδροειδείς ανορθολογικότητες να διαστρεβλώσουν ή να παρακωλύσουν μία εν δυνάμει
δεδομένη ανάπτυξη, οπότε πρέπει να θεωρηθούν ως εσωτερικοί της παράγοντες Όμως, καθ’ όσον υπάρχει όντως τάξη στην πραγματικότητα, εξ ου και η ίδια η δυνατότητα της επιστήμης — και δεν της την επιβάλει το ανθρώπινο πνεύμα, μπορούμε να πούμε ότι η πραγματικότητα έχει μία ορθολογική διάσταση. Με απλούστερα λόγια, μπορούμε να βρούμε μία «λογική» στην ανάπτυξη των φαινομένων, μία γενική κατευθυντικότητα η οποία εξηγεί το γεγονός ότι το ανόργανο έγινε όντως οργανικό, συνεπεία της υπολανθάνουσας ικανότητας του για οργανικότητα: που να εξηγεί ότι το οργανικό έγινε όντως πιο διαφοροποιημένο και μεταβολικά αυτοσυντηρούμενο και ολοένα και περισσότερο αυτοσυνειδητό, ως συνέπεια των δυνατοτήτων που συνέβαλαν στην εμφάνιση ενός άκρως εξελιγμένου ορμονικού και νευρικού συστήματος. Μολονότι ο Stephen Jay Gould μπορεί να απολαμβάνει τη συμπτωματικότητα — ακριβέστερα, τη γονιμότητα — της φύσης, και μολονότι οι μεταστρουκτουραλιστές μπορεί να προσπαθούν να διαλύσουν και τη φυσική και την κοινωνική εξέλιξη σε μια συνάθροιση άσχετων μεταξύ τους συμβάντων, ωστόσο η κατευθυντικότητα της φυσικής εξέλιξης αναφαίνεται ολοένα και περισσότερο ακόμη και μέσα από αυτές τις μάλλον χαοτικές συλλογές «ωμών γεγονότων».
Είτε μας αρέσει είτε όχι, τα ανθρώπινα όντα, τα πρωτεύοντα θηλαστικά, τα υπόλοιπα θηλαστικά, τα σπονδυλωτά και ούτω καθ' εξής, μέχρι και τα πιο στοιχειώδη πρωτόζωα, είναι όντως μια διαδοχική παρουσία στις ίδιες τις εγγραφές των απολιθωμάτων και το καθένα αναδύεται μέσα από τις προγενέστερες του μορφές ζωής έστω κι αν έχουν εκλείψει πια. Η περιοχή Burgess Shale της Βρετανικής Κολομβίας, όπως βεβαιώνει ο Gould, αποδεικνύει καθαρά την ύπαρξη μιας μεγάλης ποικιλίας απολιθωμάτων, που ομολογουμένως δεν μπορούμε να τα εντάξουμε σε μίαν απαρέγκλιτη «αλυσίδα του είναι». Ωστόσο, το Burgess Shale όχι μόνο δεν υπονομεύει την ύπαρξη μιας κάποιας «αλυσίδας του είναι», αλλά μας προσφέρει μίαν εξαιρετική μαρτυρία της γονιμότητας της φύσης, και όχι μια μαρτυρία ενάντια στην κατευθυντικότητα της εξέλιξης προς ολοένα και μεγαλύτερη υποκειμενικότητα. Η γονιμότητα της φύσης (όπως υποστηρίζω στο δοκίμιο μου «Ελευθερία και αναγκαιότητα στη φύση»9) βασίζεται στην ύπαρξη της τύχης, και μάλιστα της ποικιλίας, που είναι προϋπόθεση της πολυπλοκότητας στους οργανισμούς και τα οικοσυστήματα και, δυνάμει αυτής ακριβώς της γονιμότητας, είναι (προϋπόθεση) για την ανάδυση της ανθρωπότητας μέσα από δυνατότητες που συνεπάγονται ολοένα και μεγαλύτερη υποκειμενικότητα.
Ωστόσο, αυτό το είδος του κλιμακωτού συνεχούς, που έχω ήδη περιγράψει, παραμένει αφετηρία του διαλεκτικού νατουραλισμού και ανεξάρτητα από την ύπαρξη του Burgess Shale, όχι μόνο εμείς υπάρχουμε καταφανώς, αλλά και η εξέλιξή μας μπορεί να εξηγηθεί. Η εικόνα της φύσης, που έχουμε στον διαλεκτικό λόγο, απαιτεί να αντιτεθούμε στην ουσία των παραδοσιακών τρόπων, με τους οποίους σκεφτόμαστε τον φυσικό κόσμο, καθώς και στις μυστικιστικές του ερμηνείες. Όπως πασχίζω να αποδείξω στο δοκίμιο μου «Να σκεφτόμαστε οικολογικά»10, η φύση δεν είναι απλώς το τοπίο που βλέπουμε από το παράθυρο ούτε είναι η θέα που βλέπουμε από μια ψηλή βουνοκορφή. Η φύση είναι ασφαλώς όλα αυτά τα πράγματα, αλλά είναι και σημαντικά περισσότερα. Η βιολογική φύση είναι πάνω απ' όλα η σωρευτική ανάπτυξη ολοένα και πιο διαφοροποιημένων και πολυπλοκότερων μορφών ζωής καθώς και ένας ανόργανος κόσμος που σφύζει και αλληλεπιδρά μ’ αυτές. Ακολουθώντας μία παράδοση που ανάγεται τουλάχιστον ως τον Κικέρωνα, αποκαλούμε αυτή τη σχετικά ασύνειδη φυσική ανάπτυξη, «πρώτη φύση». Είναι πρώτη φύση με την πρωταρχική και κύρια σημασία μιας καταγραφής σε απολιθώματα που οδηγεί σαφώς στα θηλαστικά και τους ανθρώπους —πέρα από την εξαιρετική της γονιμότητα σε άλλες μορφές ζωής—και η πρώτη φύση παρουσιάζει έναν σημαντικό βαθμό εύτακτης συνέχειας ως προς την ενεργό πραγματοποίηση των δυνατοτήτων που συνέβαλαν στην εμφάνιση πολυπλοκότερων και πιο αυτοσυνειδητών μορφών ζωής. Καθ’ όσον αυτή η συνέχεια είναι κατανοητή, έχει νόημα και ορθολογικότητα από την άποψη των αποτελεσμάτων της: δηλαδή από την άποψη της ανάπτυξης μορφών ζωής που μπορούν να εννοιοποιούν, να κατανοούν και να επικοινωνούν μεταξύ τους σε ολοένα και περισσότερο συμβολική βάση.
Αυτές οι αυτοστοχαστικές και επικοινωνιακές ικανότητες, στην πιο διαφοροποιημένη και πλήρως ανεπτυγμένη μορφή τους, ονομάζονται εννοιολογική σκέψη και γλώσσα. Το ανθρώπινο γένος έχει αυτές τις ικανότητες σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει προηγούμενο σε καμία υπάρχουσα μορφή ζωής. Η αυτεπίγνωση της ανθρωπότητας, η ικανότητα της να γενικεύει αυτή την επίγνωση στο επίπεδο μιας άκρως συστηματικής κατανόησης του περιβάλλοντος της υπό τη μορφή της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της ηθικής και της αισθητικής, και τέλος, η ικανότητα της να αλλάζει συστηματικά και τον εαυτό της και το περιβάλλον της με τη βοήθεια της γνώσης και της τεχνολογίας, την τοποθετούν πέρα από τη σφαίρα της υποκειμενικότητας που υπάρχει στην «πρώτη φύση». Όταν ξεχωρίζω την ανθρωπότητα ως μία μοναδική μορφή ζωής που μπορεί να αλλάξει συνειδητά ολόκληρο το βασίλειο της «πρώτης φύσης», δεν ισχυρίζομαι ότι η «πρώτη φύση» «είναι δημιουργημένη» για να γίνεται αντικείμενο «εκμετάλλευσης» από την ανθρωπότητα, όπως μερικές φορές με κατηγορούν εκείνοι που επικρίνουν τον «ανθρωποκεντρισμό». Λέξεις όπως «δημιουργημένος», έλκουν την καταγωγή τους από τη θεολογία, ειδικά μάλιστα από την πεποίθηση ότι την «πρώτη φύση» τη δημιούργησε ένα υπερφυσικό ον ή ότι η εξέλιξη εμφορείται από μία θεϊστική αρχή, όπου και το μεν και η δε είναι στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών. Παρόμοια, δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να «εκμεταλλεύονται» τη φύση, χάρις στη «δεσπόζουσα» θέση τους σε μιαν υποτιθέμενη «ιεραρχία» της φύσεως. Λέξεις όπως δεσπόζουσα, εκμετάλλευση και ιεραρχία είναι στην πραγματικότητα κοινωνικοί όροι που περιγράφουν πώς σχετίζονται μεταξύ τους οι άνθρωποι. Εφ' όσον οι άνθρωποι και τα μέσα με τα οποία αυτοί προσπαθούν δήθεν να κυριαρχήσουν πάνω στη φύση ή να την εκμεταλλευθούν είναι στην πραγματικότητα φυσικά φαινόμενα αυτά τα ίδια, τότε λαμβάνει κανείς ως δεδομένα τα ζητούμενα που οι απαντήσεις τους προϋποτίθενται από τα ίδια τα ερωτήματα11. Το ότι οι μυστικιστές οικολόγοι χρησιμοποιούν τέτοιους όρους για να χαρακτηρίσουν τη σκέψη των επικριτών τους μπορεί να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση σαν απλοϊκότητα και στη χειρότερη σαν κακοβουλία.
Η ορθολογική διάσταση της πραγματικότητας
Στο βαθμό, επομένως, που η κάθε δυνατότητα πραγματοποιείται πλήρως, με δεδομένο το συγκεκριμένο εύρος της ανάπτυξης, το συνεχές το οποίο ερευνά ο διαλεκτικός λόγος, είναι μία κλιμακωτή, πλούσια εντελεχειακή, λογικά εξ-αγωγική και αυτοκατευθυνόμενη διαδικασία εκδίπλωσης, κινούμενη προς ολοένα και μεγαλύτερη διαφοροποίηση, ολικότητα και επάρκεια. Ενδέχεται κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες, κάποιες εσωτερικές ανακατατάξεις, τυχαία γεγονότα και ακόμη και χονδροειδείς ανορθολογικότητες να διαστρεβλώσουν ή να παρακωλύσουν μία εν δυνάμει
δεδομένη ανάπτυξη, οπότε πρέπει να θεωρηθούν ως εσωτερικοί της παράγοντες Όμως, καθ’ όσον υπάρχει όντως τάξη στην πραγματικότητα, εξ ου και η ίδια η δυνατότητα της επιστήμης — και δεν της την επιβάλει το ανθρώπινο πνεύμα, μπορούμε να πούμε ότι η πραγματικότητα έχει μία ορθολογική διάσταση. Με απλούστερα λόγια, μπορούμε να βρούμε μία «λογική» στην ανάπτυξη των φαινομένων, μία γενική κατευθυντικότητα η οποία εξηγεί το γεγονός ότι το ανόργανο έγινε όντως οργανικό, συνεπεία της υπολανθάνουσας ικανότητας του για οργανικότητα: που να εξηγεί ότι το οργανικό έγινε όντως πιο διαφοροποιημένο και μεταβολικά αυτοσυντηρούμενο και ολοένα και περισσότερο αυτοσυνειδητό, ως συνέπεια των δυνατοτήτων που συνέβαλαν στην εμφάνιση ενός άκρως εξελιγμένου ορμονικού και νευρικού συστήματος. Μολονότι ο Stephen Jay Gould μπορεί να απολαμβάνει τη συμπτωματικότητα — ακριβέστερα, τη γονιμότητα — της φύσης, και μολονότι οι μεταστρουκτουραλιστές μπορεί να προσπαθούν να διαλύσουν και τη φυσική και την κοινωνική εξέλιξη σε μια συνάθροιση άσχετων μεταξύ τους συμβάντων, ωστόσο η κατευθυντικότητα της φυσικής εξέλιξης αναφαίνεται ολοένα και περισσότερο ακόμη και μέσα από αυτές τις μάλλον χαοτικές συλλογές «ωμών γεγονότων».
Είτε μας αρέσει είτε όχι, τα ανθρώπινα όντα, τα πρωτεύοντα θηλαστικά, τα υπόλοιπα θηλαστικά, τα σπονδυλωτά και ούτω καθ' εξής, μέχρι και τα πιο στοιχειώδη πρωτόζωα, είναι όντως μια διαδοχική παρουσία στις ίδιες τις εγγραφές των απολιθωμάτων και το καθένα αναδύεται μέσα από τις προγενέστερες του μορφές ζωής έστω κι αν έχουν εκλείψει πια. Η περιοχή Burgess Shale της Βρετανικής Κολομβίας, όπως βεβαιώνει ο Gould, αποδεικνύει καθαρά την ύπαρξη μιας μεγάλης ποικιλίας απολιθωμάτων, που ομολογουμένως δεν μπορούμε να τα εντάξουμε σε μίαν απαρέγκλιτη «αλυσίδα του είναι». Ωστόσο, το Burgess Shale όχι μόνο δεν υπονομεύει την ύπαρξη μιας κάποιας «αλυσίδας του είναι», αλλά μας προσφέρει μίαν εξαιρετική μαρτυρία της γονιμότητας της φύσης, και όχι μια μαρτυρία ενάντια στην κατευθυντικότητα της εξέλιξης προς ολοένα και μεγαλύτερη υποκειμενικότητα. Η γονιμότητα της φύσης (όπως υποστηρίζω στο δοκίμιο μου «Ελευθερία και αναγκαιότητα στη φύση»9) βασίζεται στην ύπαρξη της τύχης, και μάλιστα της ποικιλίας, που είναι προϋπόθεση της πολυπλοκότητας στους οργανισμούς και τα οικοσυστήματα και, δυνάμει αυτής ακριβώς της γονιμότητας, είναι (προϋπόθεση) για την ανάδυση της ανθρωπότητας μέσα από δυνατότητες που συνεπάγονται ολοένα και μεγαλύτερη υποκειμενικότητα.
Ωστόσο, αυτό το είδος του κλιμακωτού συνεχούς, που έχω ήδη περιγράψει, παραμένει αφετηρία του διαλεκτικού νατουραλισμού και ανεξάρτητα από την ύπαρξη του Burgess Shale, όχι μόνο εμείς υπάρχουμε καταφανώς, αλλά και η εξέλιξή μας μπορεί να εξηγηθεί. Η εικόνα της φύσης, που έχουμε στον διαλεκτικό λόγο, απαιτεί να αντιτεθούμε στην ουσία των παραδοσιακών τρόπων, με τους οποίους σκεφτόμαστε τον φυσικό κόσμο, καθώς και στις μυστικιστικές του ερμηνείες. Όπως πασχίζω να αποδείξω στο δοκίμιο μου «Να σκεφτόμαστε οικολογικά»10, η φύση δεν είναι απλώς το τοπίο που βλέπουμε από το παράθυρο ούτε είναι η θέα που βλέπουμε από μια ψηλή βουνοκορφή. Η φύση είναι ασφαλώς όλα αυτά τα πράγματα, αλλά είναι και σημαντικά περισσότερα. Η βιολογική φύση είναι πάνω απ' όλα η σωρευτική ανάπτυξη ολοένα και πιο διαφοροποιημένων και πολυπλοκότερων μορφών ζωής καθώς και ένας ανόργανος κόσμος που σφύζει και αλληλεπιδρά μ’ αυτές. Ακολουθώντας μία παράδοση που ανάγεται τουλάχιστον ως τον Κικέρωνα, αποκαλούμε αυτή τη σχετικά ασύνειδη φυσική ανάπτυξη, «πρώτη φύση». Είναι πρώτη φύση με την πρωταρχική και κύρια σημασία μιας καταγραφής σε απολιθώματα που οδηγεί σαφώς στα θηλαστικά και τους ανθρώπους —πέρα από την εξαιρετική της γονιμότητα σε άλλες μορφές ζωής—και η πρώτη φύση παρουσιάζει έναν σημαντικό βαθμό εύτακτης συνέχειας ως προς την ενεργό πραγματοποίηση των δυνατοτήτων που συνέβαλαν στην εμφάνιση πολυπλοκότερων και πιο αυτοσυνειδητών μορφών ζωής. Καθ’ όσον αυτή η συνέχεια είναι κατανοητή, έχει νόημα και ορθολογικότητα από την άποψη των αποτελεσμάτων της: δηλαδή από την άποψη της ανάπτυξης μορφών ζωής που μπορούν να εννοιοποιούν, να κατανοούν και να επικοινωνούν μεταξύ τους σε ολοένα και περισσότερο συμβολική βάση.
Αυτές οι αυτοστοχαστικές και επικοινωνιακές ικανότητες, στην πιο διαφοροποιημένη και πλήρως ανεπτυγμένη μορφή τους, ονομάζονται εννοιολογική σκέψη και γλώσσα. Το ανθρώπινο γένος έχει αυτές τις ικανότητες σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει προηγούμενο σε καμία υπάρχουσα μορφή ζωής. Η αυτεπίγνωση της ανθρωπότητας, η ικανότητα της να γενικεύει αυτή την επίγνωση στο επίπεδο μιας άκρως συστηματικής κατανόησης του περιβάλλοντος της υπό τη μορφή της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της ηθικής και της αισθητικής, και τέλος, η ικανότητα της να αλλάζει συστηματικά και τον εαυτό της και το περιβάλλον της με τη βοήθεια της γνώσης και της τεχνολογίας, την τοποθετούν πέρα από τη σφαίρα της υποκειμενικότητας που υπάρχει στην «πρώτη φύση». Όταν ξεχωρίζω την ανθρωπότητα ως μία μοναδική μορφή ζωής που μπορεί να αλλάξει συνειδητά ολόκληρο το βασίλειο της «πρώτης φύσης», δεν ισχυρίζομαι ότι η «πρώτη φύση» «είναι δημιουργημένη» για να γίνεται αντικείμενο «εκμετάλλευσης» από την ανθρωπότητα, όπως μερικές φορές με κατηγορούν εκείνοι που επικρίνουν τον «ανθρωποκεντρισμό». Λέξεις όπως «δημιουργημένος», έλκουν την καταγωγή τους από τη θεολογία, ειδικά μάλιστα από την πεποίθηση ότι την «πρώτη φύση» τη δημιούργησε ένα υπερφυσικό ον ή ότι η εξέλιξη εμφορείται από μία θεϊστική αρχή, όπου και το μεν και η δε είναι στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών. Παρόμοια, δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να «εκμεταλλεύονται» τη φύση, χάρις στη «δεσπόζουσα» θέση τους σε μιαν υποτιθέμενη «ιεραρχία» της φύσεως. Λέξεις όπως δεσπόζουσα, εκμετάλλευση και ιεραρχία είναι στην πραγματικότητα κοινωνικοί όροι που περιγράφουν πώς σχετίζονται μεταξύ τους οι άνθρωποι. Εφ' όσον οι άνθρωποι και τα μέσα με τα οποία αυτοί προσπαθούν δήθεν να κυριαρχήσουν πάνω στη φύση ή να την εκμεταλλευθούν είναι στην πραγματικότητα φυσικά φαινόμενα αυτά τα ίδια, τότε λαμβάνει κανείς ως δεδομένα τα ζητούμενα που οι απαντήσεις τους προϋποτίθενται από τα ίδια τα ερωτήματα11. Το ότι οι μυστικιστές οικολόγοι χρησιμοποιούν τέτοιους όρους για να χαρακτηρίσουν τη σκέψη των επικριτών τους μπορεί να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση σαν απλοϊκότητα και στη χειρότερη σαν κακοβουλία.