Η Διάσκεψη της Γλασκώβης (COP26) υποτίθεται ότι έγινε για να -κατά προτεραιότητα- συγκεκριμενοποιήσει:1) την υπόσχεση των «αναπτυγμένων» χωρών να δώσουν στο Πράσινο Ταμείο για το κλίμα, από το 2020 και μετά, τουλάχιστον εκατό δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για να βοηθήσουν τον παγκόσμιο Νότο να αντιμετωπίσει την κλιματική πρόκληση[1] 2) να αναγκάσει αυτές τις χώρες να παρέμβουν οικονομικά για να καλύψουν τις τεράστιες απώλειες «των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών» και των νησιώτικων κρατών, 3) «να μεγαλώσει τις κλιματικές φιλοδοξίες» των κυβερνήσεων για να συγκεκριμενοποιήσει τον στόχο που είχε υιοθετήσει η COP21 (Παρίσι, 2015): «να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας αρκετά κάτω από τους 2°C ενώ θα συνεχίζονται οι προσπάθειες για να μην ξεπεραστεί ο 1,5°C σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο».
Α. Ποιος είναι ο απολογισμός από τη COP26;
Στα χαρτιά: η Γλασκώβη ξεκαθαρίζει τον ασαφή στόχο του Παρισιού ριζοσπαστικοποιώντας τον. Από δω και πέρα ο στόχος είναι καθαρός, να μην ξεπερασθεί ο 1,5°C. Επίσης αναφέρεται καθαρά η ευθύνη των ορυκτών καυσίμων.
Όμως, στην πράξη, η Διάσκεψη δεν κάνει καμιά πρόταση για να σταματήσει την καταστροφή. «Ένα βήμα μπροστά προς τη σωστή κατεύθυνση», τη θεώρησαν κάποιοι. Αντίθετα: προσκολλημένοι στην μετά-την πανδημία οικονομική ανάκαμψη και στις γεωστρατηγικές τους αντιπαλότητες, οι άρχοντες του κόσμου αποφάσισαν:
1) Να αναστείλουν την υπόσχεση των εκατό δισεκατομμυρίων για το Πράσινο Ταμείο
2) Να μην αποδεχθούν αποζημίωση για τις «απώλειες και ζημιές»
3) Να αφήσουν το πεδίο σχεδόν ελεύθερο στα ορυκτά καύσιμα
4) Να αντιμετωπίσουν την σταθεροποίηση του κλίματος μέσω της αγοράς «αντισταθμίσεων άνθρακα» και τεχνολογιών
5) Να προικίσουν αυτή την αγορά με ένα παγκόσμιο μηχανισμό ανταλλαγής «δικαιωμάτων ρύπανσης»
6) Να αναθέσουν εν τέλει τη διαχείριση αυτής της αγοράς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα...δηλαδή στους πλούσιους του 1%...οι επενδύσεις και ο τρόπος ζωής των οποίων είναι η κύρια αιτία της υπερθέρμανσης.
Η βρετανική προεδρία υπέβαλε στους/ις εκπροσώπους ένα σχέδιο απόφασης που καλούσε τα μέρη να «επιταχύνουν την έξοδο από τον άνθρακα και το τέλος των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα». Αυτό το αρχικό κείμενο εξουδετερώθηκε στη συνέχεια.
Ο Johann Rockströck, διευθυντής του Potsdam Institute της Γερμανίας, μετέδωσε στην COP τα 10 μηνύματα κλειδιά της πιο πρόσφατης επιστήμης. Το πρώτο: οι παγκόσμιες εκπομπές μόνο του CO2 πρέπει να μειώνονται κάθε χρόνο από σήμερα μέχρι το 2030 κατά 2Gt/ετησίως (5%) για να έχουμε πιθανότητες 50%, και κατά 4Gt/ετησίως (10%) για να έχουμε πιθανότητες 66% να μείνουμε κάτω από 1,5°C. Απαιτείται μια ανάλογη μείωση για το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου.[2]
Ήταν μάταιο να ελπίζουμε ότι μπορούμε να το πετύχουμε το στόχο με ένα πενταετή ρυθμό αναθεώρησης των εθνικών κλιματικών σχεδίων( ή «Εθνικά Καθορισμένων Συμβολών»- ΕΚΣ), όπως συνέβαινε μέχρι τώρα. Η Γλασκώβη αποφασίζει λοιπόν να περάσει σε ένα ετήσιο ρυθμό. Αλλά αυτό, ιδωμένο από πιο κοντά, δεν μπορεί παρά να είναι μια αυταπάτη:
Β. Μετά τη διάσκεψη της Γλασκώβης, τι;
Όπως και να πιάσουν το πρόβλημα οι ιθύνοντες του καπιταλισμού, παντού σκοντάφτουν στο ανέφικτο της καπιταλιστικής ενεργειακής μετάβασης: δεν μπορεί να ανακάμψει μια οικονομία βασισμένη κατά 80% στα ορυκτά, και ταυτόχρονα να αντικαταστήσει τα ορυκτά με ανανεώσιμα, και να μειώσει βραχυπρόθεσμα και δραστικά τις εκπομπές. Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο. Ή περιορίζουμε την παραγωγή για να πετύχουμε τη μετάβαση, ή θυσιάζουμε τη μετάβαση στο βωμό της «ανάπτυξης» και της αύξησης του ΑΕΠ.
Δεν υπάρχει λύση χωρίς παγκόσμια απο-ανάπτυξη της παραγωγής, της κατανάλωσης και των μεταφορών, που να σέβεται τη κοινωνική δικαιοσύνη. Θα χρειασθεί επιτακτικά «να παράγουμε λιγότερο, να μεταφέρουμε λιγότερο, να καταναλώνουμε λιγότερο και να μοιραζόμαστε περισσότερο». Να μοιραζόμαστε τα παραγόμενα αγαθά μιας «οικονομίας των αναγκών»-και όχι των επιθυμιών που είναι σήμερα- καθώς και την κοινωνικά αναγκαία εργασία. Μια ρυθμιστική πολιτική, με αυξημένο ρόλο του Κράτους, από τη μεριά του πολιτικού προσωπικού, θα μπορούσε να μετριάσει τις δυσκολίες για την αντιμετώπιση του ζοφερού μέλλοντος των επόμενων γενιών, αλλά αυτό σκοντάφτει στα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και του Κεφαλαίου που δεν την θέλει.
Ή «αποανάπτυξη» ή κλιματική κατάρρευση!
Επειδή, «καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη αποτελεί εξ ορισμού αντίφαση», η αντίφαση δεν μπορεί να επιλυθεί, αν δεν υπάρξει ένας γενικότερος συστημικός μετασχηματισμός και το πέρασμα σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Όσο αυτή η ιστορική δυνατότητα δεν θα γίνεται συγκεκριμένη και υλοποιήσιμη, η αντίφαση θα δυσχεραίνει όλο και περισσότερο τις απόπειρες μείωσης των εκπομπών και την αποφυγή της κλιματικής καταστροφής.
Όταν λέμε κλιματική καταστροφή εννοούμε ότι ορισμένα στοιχεία του κλίματος που αποκαλούνται στοιχεία καμπής μπορούν να θέσουν σε κίνηση και να καθορίσουν μια αυτο-επιταχυνόμενη αλλαγή του κλίματος που δεν θα είναι πλέον αναστρέψιμη. Οι επιστήμονες, του Ινστιτούτου του Πότσνταμ στη Γερμανία, που ασχολούνται με την Έρευνα των Κλιματικών Επιπτώσεων, έχουν εντοπίσει έναν αριθμό πιθανών στοιχείων καμπής και προειδοποιούν ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διεθνή πολιτική για το κλίμα:
1. Τα παγωμένα όλο το χρόνο εδάφη (permafrost)
2. Το στρώμα πάγου της Γροιλανδίας
3. Το ρεύμα του Βόρειου Ατλαντικού
4. Οι θαλάσσιοι πάγοι της Αρκτικής
5. Η τήξη των πάγων στα Ιμαλάια
6. Το τροπικό δάσος του Αμαζονίου
7. Ζώνες Σαχέλ
8. Ινδικοί Μουσώνες
9. Ο El-Niño
10. Τα αρκτικά δάση
11. Το στρώμα πάγου της Ανταρκτικής
Ο κύκλος του άνθρακα και τι θα μπορέσουμε να κάνουμε στην πορεία μετάβασης σε αποαναπτυξιακές κοινωνίες
Ο κύκλος του άνθρακα είναι ένας βιοχημικός κύκλος με τον οποίο το στοιχείο άνθρακας «κυκλοφορεί» ανάμεσα στη βιόσφαιρα, στη λιθόσφαιρα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα του πλανήτη Γη.
Ο κύκλος έχει τέσσερις μεγάλες δεξαμενές άνθρακα, που επικοινωνούν μέσα από διάφορους δρόμους ανταλλαγής. Οι δεξαμενές αυτές είναι η ατμόσφαιρα (διοξείδιο, μεθάνιο, χλωροφθοράνθρακες), η βιόσφαιρα (περιέχει ζωντανή- νεκρή οργανική ύλη, μέρος της η βλάστηση), οι ωκεανοί (εμπεριέχουν διοξείδιο του άνθρακα και ζωντανή-νεκρή οργανική ύλη) και η λιθόσφαιρα (που περιέχει τα γνωστά μας ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο, λιθάνθρακα, λιγνίτης κ.λ.π).
Στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και λιθόσφαιρας. Η λιθόσφαιρα έγινε «αποθήκη» κατά την προϊστορική περίοδο της γης με γεωλογικές διεργασίες. Σαν ανθρωπότητα δεν μπορούμε να επιδράσουμε στην αποθήκευση του άνθρακα σε αυτή την δεξαμενή. Απλώς φροντίζουμε μέχρι τώρα να την «ξαλαφρώνουμε» αυτή την αποθήκη είτε άμεσα μέσω των καύσεων των ορυκτών καυσίμων και μεταφέροντας τον άνθρακα με τη μορφή εκπομπών διοξειδίου στην δεξαμενή της ατμόσφαιρας, είτε έμμεσα μέσω της υπερθέρμανσης των παγωμένων ωκεανών- παγωμένης τούντρας και της απελευθέρωσης έτσι του αποθηκευμένου εκεί μεθανίου.
Η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και ωκεανών βοηθά στην ελάττωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε αέρια θερμοκηπίου, όμως είναι μια διαδικασία που γίνεται κατά την πάροδο αιώνων και όχι μικρο-μεσοπρόθεσμα. Εξάλλου η ανταλλαγή γίνεται με τα επιφανειακά νερά, τα οποία σήμερα θερμαίνονται λόγω αύξησης θερμοκρασίας και εξατμίζονται, ενώ τα κατακόρυφα θαλάσσια ρεύματα που εξασφάλιζαν την ανταλλαγή επιφανειακών και βαθιών νερών υποχωρούν. Έτσι η «αποθήκη» των ωκεανών δεν έχει άμεση θετική συμβολή στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Από την άλλη, τυχόν δυνατή ανθρώπινη δράση για θετική επίδραση σ’ αυτό το ισοζύγιο είναι προβληματική, γιατί πρόκειται για χαοτικό μεγασύστημα και δεν θα είμαστε σίγουροι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Μας μένει η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και βιόσφαιρας. Ο άνθρακας αποσπάται από την ατμόσφαιρα βασικά μέσω της φωτοσύνθεσης στα φύλλα, κατά την οποία τα φυτά μετατρέπουν το ατμοσφαιρικό CO2 σε υδατάνθρακες (μεγαλύτερη ποσότητα από τα νεαρά φυτά) . Η βλάστηση λοιπόν είναι καταρχήν αυτή που ρυθμίζει το ισοζύγιο ατμόσφαιρας -βιόσφαιρας και στη συνέχεια έχουμε τις επίγειες διεργασίες-ανταλλαγές με την υπόλοιπη βιομάζα και το ίδιο το έδαφος. Από το συνολικό ποσό του οργανικού άνθρακα που παράγεται από τη φωτοσύνθεση το μισό περίπου καταναλώνεται από τα φυτά κατά την αυτοτροφική αναπνοή (οπότε έχουμε επιστροφή του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με τη μορφή CO2: εξώθερμη αντίδραση με τη διάσπαση της γλυκόζης σε CO2 και σε Η20). Από το υπόλοιπο που παραμένει και αποθηκεύεται στη φυτική μάζα, ένα μέρος καταναλώνεται από τα ζώα και τον άνθρωπο (από το οποίο πάλι ένα μέρος παίρνει το δρόμο για την ατμόσφαιρα μέσω της ετερότροφης αναπνοής). Ένα άλλο μέρος επιστρέφει στην ατμόσφαιρα μέσω της αποψίλωσης και καύσης-πυρκαγιών της φυτικής βιομάζας (αλλά και άλλων οργανικών ουσιών) από τον άνθρωπο και ένα μέρος μετά τη γήρανση των φυτών καταλήγει στο έδαφος, στη λεγόμενη δεξαμενή «συντριμμιών» του άνθρακα. Ένα μέρος αυτών των «συντριμμιών» καθώς και της υπόλοιπης νεκρής βιομάζας (οργανική ύλη στο έδαφος) αποσυντίθεται από τους μικροοργανισμούς του εδάφους, οι οποίοι διασπούν τις ανθρακικές ενώσεις των νεκρών οργανισμών και μετατρέπουν τον άνθρακα σε CO2 (αερόβια) ή σε μεθάνιο (αναερόβια) και έτσι έχουμε επιστροφή του στην ατμόσφαιρα. Ένα άλλο μέρος όμως μετατρέπεται στον εδαφολογικό άνθρακα, που αποσυντίθεται πολύ πιο αργά. Ο εδαφολογικός άνθρακας μαζί με το κάρβουνο των πυρκαγιών αποτελούν τη δεξαμενή του αδρανή άνθρακα. Ο συνολικός άνθρακας του εδάφους είναι πολλαπλάσιος αυτού της βλάστησης.
Τα επίγεια οικοσυστήματα αποτελούν δεξαμενές άνθρακα (με νεώτερους υπολογισμούς θεωρείται ότι στα δάση μόνο «σταθμεύουν» περίπου 800 GT, περισσότερο και από την ατμόσφαιρα). Οι βιολογικές διεργασίες μπορούν να επηρεάσουν το ποσό του άνθρακα σε αυτές τις δεξαμενές, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει και άμεσα για αύξηση του αποθηκευμένου άνθρακα σε αυτές.
Έτσι το Τροπικό δάσος αποθηκεύει 906 γραμ./μ2.έτος, τα Υπόλοιπα δάση 630, οι Σαβάνες 354, τα Έλη 1350, οι Καλλιέργειες 293, Λοιπά είδη(τούντρες…)31, η Θάλασσα 69 γραμ./μ2.έτος
Για τα δάση και ιδίως τα τροπικά έχουν γραφεί πολλά. Η αποψίλωση και οι πυρκαγιές συμμετέχουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 18%(στοιχεία του 2000, εντωμεταξύ έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό οι πυρκαγιές, ιδίως στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη). Αν σταματούσαν θα είχαμε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τις κλιματικές αλλαγές. Για να σταματήσουν όμως πρέπει να υπάρξει «αποανάπτυξη» στον τομέα του εμπορίου του ξύλου, ιδίως του τροπικού και να σταματήσει η αλλαγή χρήσης της γης (οικοπεδοποίηση), ώστε να μην έχουμε πυρκαγιές από ανθρωπογενείς αιτίες.
Ανάπτυξη θα πρέπει να έχουμε σε δραστηριότητες που υποβοηθούν την αποθήκευση του CO2 στην άγρια βλάστηση με επιστροφή εκτάσεων στην άγρια φύση, με αποκατάσταση των ερημοποιημένων εκτάσεων μέσω αναβλάστησης (π.χ. φυσική σπορά σβώλων), με σωστή διαχείριση των δασών (ώστε να μην έχουμε εύκολα πυρκαγιές από φυσικές αιτίες) και φύτευση νέων εγκλιματισμένων δένδρων (τα νέα δένδρα απορροφούν πάντα περισσότερο CO2 από τα παλιά) κ.λ.π.
Βλέπουμε ότι τα έλη μπορούν να απορροφήσουν κάθε χρόνο υπερδιπλάσια ποσότητα CO2 από ότι τα δάση στα μεσαία πλάτη, αλλά πολύ περισσότερο και από τα τροπικά. Μέχρι τώρα κάναμε αποξήρανσή τους υπέρ των καλλιεργειών και της υγείας υποτίθεται. Από δω και πέρα πρέπει να αποκαταστήσουμε ξανά τις ελώδεις εκτάσεις, αν όχι να τις επεκτείνουμε. Θα είναι ο πιο εύκολος και πιο οικονομικός τρόπος για απορρόφηση του παραπανήσιου CO2 από την ατμόσφαιρα.
Όμως οι καλλιέργειες και η παραγωγή τροφίμων θα είναι ο κατεξοχήν τομέας, όπου θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές. Η αγροτική οικο-γεωργία σημαντικός παράγοντας αποτροπής της κλιματικής αλλαγής.
Βέβαια στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και ο ενεργειακός τομέας που θα είναι επίσης πολύ βασικός!
[1] Υπόσχεση που έγινε στην COP του Κανκούν (2010)
[2] https://www.youtube.com/watch?
[3] ] Η τιμή του πετρελαίου εκτινάσσεται ακόμη και όταν ο κόσμος στρέφεται κατά των ορυκτών καυσίμων: « COP26: oil price soars even as the world turns against fossil fuel », Financial Times, 4/11/2021
Α. Ποιος είναι ο απολογισμός από τη COP26;
Στα χαρτιά: η Γλασκώβη ξεκαθαρίζει τον ασαφή στόχο του Παρισιού ριζοσπαστικοποιώντας τον. Από δω και πέρα ο στόχος είναι καθαρός, να μην ξεπερασθεί ο 1,5°C. Επίσης αναφέρεται καθαρά η ευθύνη των ορυκτών καυσίμων.
Όμως, στην πράξη, η Διάσκεψη δεν κάνει καμιά πρόταση για να σταματήσει την καταστροφή. «Ένα βήμα μπροστά προς τη σωστή κατεύθυνση», τη θεώρησαν κάποιοι. Αντίθετα: προσκολλημένοι στην μετά-την πανδημία οικονομική ανάκαμψη και στις γεωστρατηγικές τους αντιπαλότητες, οι άρχοντες του κόσμου αποφάσισαν:
1) Να αναστείλουν την υπόσχεση των εκατό δισεκατομμυρίων για το Πράσινο Ταμείο
2) Να μην αποδεχθούν αποζημίωση για τις «απώλειες και ζημιές»
3) Να αφήσουν το πεδίο σχεδόν ελεύθερο στα ορυκτά καύσιμα
4) Να αντιμετωπίσουν την σταθεροποίηση του κλίματος μέσω της αγοράς «αντισταθμίσεων άνθρακα» και τεχνολογιών
5) Να προικίσουν αυτή την αγορά με ένα παγκόσμιο μηχανισμό ανταλλαγής «δικαιωμάτων ρύπανσης»
6) Να αναθέσουν εν τέλει τη διαχείριση αυτής της αγοράς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα...δηλαδή στους πλούσιους του 1%...οι επενδύσεις και ο τρόπος ζωής των οποίων είναι η κύρια αιτία της υπερθέρμανσης.
Η βρετανική προεδρία υπέβαλε στους/ις εκπροσώπους ένα σχέδιο απόφασης που καλούσε τα μέρη να «επιταχύνουν την έξοδο από τον άνθρακα και το τέλος των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα». Αυτό το αρχικό κείμενο εξουδετερώθηκε στη συνέχεια.
Ο Johann Rockströck, διευθυντής του Potsdam Institute της Γερμανίας, μετέδωσε στην COP τα 10 μηνύματα κλειδιά της πιο πρόσφατης επιστήμης. Το πρώτο: οι παγκόσμιες εκπομπές μόνο του CO2 πρέπει να μειώνονται κάθε χρόνο από σήμερα μέχρι το 2030 κατά 2Gt/ετησίως (5%) για να έχουμε πιθανότητες 50%, και κατά 4Gt/ετησίως (10%) για να έχουμε πιθανότητες 66% να μείνουμε κάτω από 1,5°C. Απαιτείται μια ανάλογη μείωση για το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου.[2]
Ήταν μάταιο να ελπίζουμε ότι μπορούμε να το πετύχουμε το στόχο με ένα πενταετή ρυθμό αναθεώρησης των εθνικών κλιματικών σχεδίων( ή «Εθνικά Καθορισμένων Συμβολών»- ΕΚΣ), όπως συνέβαινε μέχρι τώρα. Η Γλασκώβη αποφασίζει λοιπόν να περάσει σε ένα ετήσιο ρυθμό. Αλλά αυτό, ιδωμένο από πιο κοντά, δεν μπορεί παρά να είναι μια αυταπάτη:
- Μειώσεις 5% και 10% σαν παγκόσμιοι στόχοι, πρέπει να προσαρμόζονται για να λαμβάνονται υπόψη οι «διαφοροποιημένες ευθύνες» των χωρών» και η «κλιματική δικαιοσύνη». Αυτό θα σήμαινε: το πλουσιότερο 1%του παγκόσμιου πληθυσμού πρέπει να διαιρέσει τις εκπομπές του δια 30, οι 50% πιο φτωχοί μπορούν να τις πολλαπλασιάσουν επί τρία. Μεγάλο διακύβευμα η σύγκρουση μεταξύ της κατέχουσας μειοψηφίας των μετόχων και της στερημένης πλειοψηφίας, σε κάθε χώρα.
- Προσκρούει η μείωση των εκπομπών στις καπιταλιστικές απαιτήσεις για ανάπτυξη και κέρδος. Για παράδειγμα στον ενεργειακό τομέα: τα ορυκτά καύσιμα καλύπτουν προς το παρόν πάνω από το 80% των αναγκών. Με την ανάκαμψη που θέλουν να πετύχουν μετά την πανδημία, μάλλον θα κορυφωθεί και η ζήτηση ενέργειας. Μέχρι να κορυφωθεί και η προσφορά ενέργειας θα έχουμε υψηλές τιμές[3]. Έτσι ανακάμπτουν τα κέρδη των εταιριών ορυκτών καυσίμων, αλλά τροφοδοτείται και ο πληθωρισμός, υπονομεύεται η ανάκαμψη μετά την πανδημία και αυξάνει πολύ τα βάρη για τις λαϊκές τάξεις. Η ηρέμηση των τιμών και η αποφυγή των ελλείψεων στις αγορές θα απαιτούσε την ανάκαμψη της παραγωγής των ορυκτών καυσίμων, ώστε να υπάρξει επιστροφή στην συστημική σταθερότητα. Όμως, η εκ νέου αύξηση των ορυκτών καυσίμων συνεπάγεται νέα αύξηση των εκπομπών… Ένας φαύλος κύκλος.
Β. Μετά τη διάσκεψη της Γλασκώβης, τι;
Όπως και να πιάσουν το πρόβλημα οι ιθύνοντες του καπιταλισμού, παντού σκοντάφτουν στο ανέφικτο της καπιταλιστικής ενεργειακής μετάβασης: δεν μπορεί να ανακάμψει μια οικονομία βασισμένη κατά 80% στα ορυκτά, και ταυτόχρονα να αντικαταστήσει τα ορυκτά με ανανεώσιμα, και να μειώσει βραχυπρόθεσμα και δραστικά τις εκπομπές. Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο. Ή περιορίζουμε την παραγωγή για να πετύχουμε τη μετάβαση, ή θυσιάζουμε τη μετάβαση στο βωμό της «ανάπτυξης» και της αύξησης του ΑΕΠ.
Δεν υπάρχει λύση χωρίς παγκόσμια απο-ανάπτυξη της παραγωγής, της κατανάλωσης και των μεταφορών, που να σέβεται τη κοινωνική δικαιοσύνη. Θα χρειασθεί επιτακτικά «να παράγουμε λιγότερο, να μεταφέρουμε λιγότερο, να καταναλώνουμε λιγότερο και να μοιραζόμαστε περισσότερο». Να μοιραζόμαστε τα παραγόμενα αγαθά μιας «οικονομίας των αναγκών»-και όχι των επιθυμιών που είναι σήμερα- καθώς και την κοινωνικά αναγκαία εργασία. Μια ρυθμιστική πολιτική, με αυξημένο ρόλο του Κράτους, από τη μεριά του πολιτικού προσωπικού, θα μπορούσε να μετριάσει τις δυσκολίες για την αντιμετώπιση του ζοφερού μέλλοντος των επόμενων γενιών, αλλά αυτό σκοντάφτει στα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και του Κεφαλαίου που δεν την θέλει.
Ή «αποανάπτυξη» ή κλιματική κατάρρευση!
Επειδή, «καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη αποτελεί εξ ορισμού αντίφαση», η αντίφαση δεν μπορεί να επιλυθεί, αν δεν υπάρξει ένας γενικότερος συστημικός μετασχηματισμός και το πέρασμα σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Όσο αυτή η ιστορική δυνατότητα δεν θα γίνεται συγκεκριμένη και υλοποιήσιμη, η αντίφαση θα δυσχεραίνει όλο και περισσότερο τις απόπειρες μείωσης των εκπομπών και την αποφυγή της κλιματικής καταστροφής.
Όταν λέμε κλιματική καταστροφή εννοούμε ότι ορισμένα στοιχεία του κλίματος που αποκαλούνται στοιχεία καμπής μπορούν να θέσουν σε κίνηση και να καθορίσουν μια αυτο-επιταχυνόμενη αλλαγή του κλίματος που δεν θα είναι πλέον αναστρέψιμη. Οι επιστήμονες, του Ινστιτούτου του Πότσνταμ στη Γερμανία, που ασχολούνται με την Έρευνα των Κλιματικών Επιπτώσεων, έχουν εντοπίσει έναν αριθμό πιθανών στοιχείων καμπής και προειδοποιούν ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διεθνή πολιτική για το κλίμα:
1. Τα παγωμένα όλο το χρόνο εδάφη (permafrost)
2. Το στρώμα πάγου της Γροιλανδίας
3. Το ρεύμα του Βόρειου Ατλαντικού
4. Οι θαλάσσιοι πάγοι της Αρκτικής
5. Η τήξη των πάγων στα Ιμαλάια
6. Το τροπικό δάσος του Αμαζονίου
7. Ζώνες Σαχέλ
8. Ινδικοί Μουσώνες
9. Ο El-Niño
10. Τα αρκτικά δάση
11. Το στρώμα πάγου της Ανταρκτικής
Ο κύκλος του άνθρακα και τι θα μπορέσουμε να κάνουμε στην πορεία μετάβασης σε αποαναπτυξιακές κοινωνίες
Ο κύκλος του άνθρακα είναι ένας βιοχημικός κύκλος με τον οποίο το στοιχείο άνθρακας «κυκλοφορεί» ανάμεσα στη βιόσφαιρα, στη λιθόσφαιρα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα του πλανήτη Γη.
Ο κύκλος έχει τέσσερις μεγάλες δεξαμενές άνθρακα, που επικοινωνούν μέσα από διάφορους δρόμους ανταλλαγής. Οι δεξαμενές αυτές είναι η ατμόσφαιρα (διοξείδιο, μεθάνιο, χλωροφθοράνθρακες), η βιόσφαιρα (περιέχει ζωντανή- νεκρή οργανική ύλη, μέρος της η βλάστηση), οι ωκεανοί (εμπεριέχουν διοξείδιο του άνθρακα και ζωντανή-νεκρή οργανική ύλη) και η λιθόσφαιρα (που περιέχει τα γνωστά μας ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο, λιθάνθρακα, λιγνίτης κ.λ.π).
Στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχει ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και λιθόσφαιρας. Η λιθόσφαιρα έγινε «αποθήκη» κατά την προϊστορική περίοδο της γης με γεωλογικές διεργασίες. Σαν ανθρωπότητα δεν μπορούμε να επιδράσουμε στην αποθήκευση του άνθρακα σε αυτή την δεξαμενή. Απλώς φροντίζουμε μέχρι τώρα να την «ξαλαφρώνουμε» αυτή την αποθήκη είτε άμεσα μέσω των καύσεων των ορυκτών καυσίμων και μεταφέροντας τον άνθρακα με τη μορφή εκπομπών διοξειδίου στην δεξαμενή της ατμόσφαιρας, είτε έμμεσα μέσω της υπερθέρμανσης των παγωμένων ωκεανών- παγωμένης τούντρας και της απελευθέρωσης έτσι του αποθηκευμένου εκεί μεθανίου.
Η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και ωκεανών βοηθά στην ελάττωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε αέρια θερμοκηπίου, όμως είναι μια διαδικασία που γίνεται κατά την πάροδο αιώνων και όχι μικρο-μεσοπρόθεσμα. Εξάλλου η ανταλλαγή γίνεται με τα επιφανειακά νερά, τα οποία σήμερα θερμαίνονται λόγω αύξησης θερμοκρασίας και εξατμίζονται, ενώ τα κατακόρυφα θαλάσσια ρεύματα που εξασφάλιζαν την ανταλλαγή επιφανειακών και βαθιών νερών υποχωρούν. Έτσι η «αποθήκη» των ωκεανών δεν έχει άμεση θετική συμβολή στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Από την άλλη, τυχόν δυνατή ανθρώπινη δράση για θετική επίδραση σ’ αυτό το ισοζύγιο είναι προβληματική, γιατί πρόκειται για χαοτικό μεγασύστημα και δεν θα είμαστε σίγουροι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Μας μένει η ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και βιόσφαιρας. Ο άνθρακας αποσπάται από την ατμόσφαιρα βασικά μέσω της φωτοσύνθεσης στα φύλλα, κατά την οποία τα φυτά μετατρέπουν το ατμοσφαιρικό CO2 σε υδατάνθρακες (μεγαλύτερη ποσότητα από τα νεαρά φυτά) . Η βλάστηση λοιπόν είναι καταρχήν αυτή που ρυθμίζει το ισοζύγιο ατμόσφαιρας -βιόσφαιρας και στη συνέχεια έχουμε τις επίγειες διεργασίες-ανταλλαγές με την υπόλοιπη βιομάζα και το ίδιο το έδαφος. Από το συνολικό ποσό του οργανικού άνθρακα που παράγεται από τη φωτοσύνθεση το μισό περίπου καταναλώνεται από τα φυτά κατά την αυτοτροφική αναπνοή (οπότε έχουμε επιστροφή του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με τη μορφή CO2: εξώθερμη αντίδραση με τη διάσπαση της γλυκόζης σε CO2 και σε Η20). Από το υπόλοιπο που παραμένει και αποθηκεύεται στη φυτική μάζα, ένα μέρος καταναλώνεται από τα ζώα και τον άνθρωπο (από το οποίο πάλι ένα μέρος παίρνει το δρόμο για την ατμόσφαιρα μέσω της ετερότροφης αναπνοής). Ένα άλλο μέρος επιστρέφει στην ατμόσφαιρα μέσω της αποψίλωσης και καύσης-πυρκαγιών της φυτικής βιομάζας (αλλά και άλλων οργανικών ουσιών) από τον άνθρωπο και ένα μέρος μετά τη γήρανση των φυτών καταλήγει στο έδαφος, στη λεγόμενη δεξαμενή «συντριμμιών» του άνθρακα. Ένα μέρος αυτών των «συντριμμιών» καθώς και της υπόλοιπης νεκρής βιομάζας (οργανική ύλη στο έδαφος) αποσυντίθεται από τους μικροοργανισμούς του εδάφους, οι οποίοι διασπούν τις ανθρακικές ενώσεις των νεκρών οργανισμών και μετατρέπουν τον άνθρακα σε CO2 (αερόβια) ή σε μεθάνιο (αναερόβια) και έτσι έχουμε επιστροφή του στην ατμόσφαιρα. Ένα άλλο μέρος όμως μετατρέπεται στον εδαφολογικό άνθρακα, που αποσυντίθεται πολύ πιο αργά. Ο εδαφολογικός άνθρακας μαζί με το κάρβουνο των πυρκαγιών αποτελούν τη δεξαμενή του αδρανή άνθρακα. Ο συνολικός άνθρακας του εδάφους είναι πολλαπλάσιος αυτού της βλάστησης.
Τα επίγεια οικοσυστήματα αποτελούν δεξαμενές άνθρακα (με νεώτερους υπολογισμούς θεωρείται ότι στα δάση μόνο «σταθμεύουν» περίπου 800 GT, περισσότερο και από την ατμόσφαιρα). Οι βιολογικές διεργασίες μπορούν να επηρεάσουν το ποσό του άνθρακα σε αυτές τις δεξαμενές, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει και άμεσα για αύξηση του αποθηκευμένου άνθρακα σε αυτές.
Έτσι το Τροπικό δάσος αποθηκεύει 906 γραμ./μ2.έτος, τα Υπόλοιπα δάση 630, οι Σαβάνες 354, τα Έλη 1350, οι Καλλιέργειες 293, Λοιπά είδη(τούντρες…)31, η Θάλασσα 69 γραμ./μ2.έτος
Για τα δάση και ιδίως τα τροπικά έχουν γραφεί πολλά. Η αποψίλωση και οι πυρκαγιές συμμετέχουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 18%(στοιχεία του 2000, εντωμεταξύ έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό οι πυρκαγιές, ιδίως στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη). Αν σταματούσαν θα είχαμε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τις κλιματικές αλλαγές. Για να σταματήσουν όμως πρέπει να υπάρξει «αποανάπτυξη» στον τομέα του εμπορίου του ξύλου, ιδίως του τροπικού και να σταματήσει η αλλαγή χρήσης της γης (οικοπεδοποίηση), ώστε να μην έχουμε πυρκαγιές από ανθρωπογενείς αιτίες.
Ανάπτυξη θα πρέπει να έχουμε σε δραστηριότητες που υποβοηθούν την αποθήκευση του CO2 στην άγρια βλάστηση με επιστροφή εκτάσεων στην άγρια φύση, με αποκατάσταση των ερημοποιημένων εκτάσεων μέσω αναβλάστησης (π.χ. φυσική σπορά σβώλων), με σωστή διαχείριση των δασών (ώστε να μην έχουμε εύκολα πυρκαγιές από φυσικές αιτίες) και φύτευση νέων εγκλιματισμένων δένδρων (τα νέα δένδρα απορροφούν πάντα περισσότερο CO2 από τα παλιά) κ.λ.π.
Βλέπουμε ότι τα έλη μπορούν να απορροφήσουν κάθε χρόνο υπερδιπλάσια ποσότητα CO2 από ότι τα δάση στα μεσαία πλάτη, αλλά πολύ περισσότερο και από τα τροπικά. Μέχρι τώρα κάναμε αποξήρανσή τους υπέρ των καλλιεργειών και της υγείας υποτίθεται. Από δω και πέρα πρέπει να αποκαταστήσουμε ξανά τις ελώδεις εκτάσεις, αν όχι να τις επεκτείνουμε. Θα είναι ο πιο εύκολος και πιο οικονομικός τρόπος για απορρόφηση του παραπανήσιου CO2 από την ατμόσφαιρα.
Όμως οι καλλιέργειες και η παραγωγή τροφίμων θα είναι ο κατεξοχήν τομέας, όπου θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές. Η αγροτική οικο-γεωργία σημαντικός παράγοντας αποτροπής της κλιματικής αλλαγής.
Βέβαια στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και ο ενεργειακός τομέας που θα είναι επίσης πολύ βασικός!
[1] Υπόσχεση που έγινε στην COP του Κανκούν (2010)
[2] https://www.youtube.com/watch?
[3] ] Η τιμή του πετρελαίου εκτινάσσεται ακόμη και όταν ο κόσμος στρέφεται κατά των ορυκτών καυσίμων: « COP26: oil price soars even as the world turns against fossil fuel », Financial Times, 4/11/2021