Τάσος Τσακίρογλου
Επανέκαμψε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο η συζήτηση περί δραχμής με αφορμή τις δηλώσεις του Νίκου Ξυδάκη, ο οποίος είπε το αυτονόητο: ότι το νόμισμα υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο.
Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τα κόμματα της παρακμής και της χρεοκοπίας, πυροδότησαν νέο κύμα υστερίας, ζητώντας δηλώσεις νομιμοφροσύνης στο ευρώ και καταγγελίας όποιου εναλλακτικού σχεδίου για το μέλλον της χώρας.
Φυσικά αυτές οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες και κατανοητές στο πλαίσιο των μικροκομματικών παιχνιδιών στα οποία τα δύο κόμματα είναι σπεσιαλίστες.
Το πρόβλημα είναι με μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, η οποία, εντελώς ενοχικά, μπαίνει κάθε φορά στη θέση του απολογούμενου, αντί να κάνει σημαία της την ανάγκη ουσιαστικής και σε βάθος συζήτησης για ένα plan B σε περίπτωση που...
Η πραγματική ενοχή της είναι η έλλειψη ενός τέτοιου σχεδίου.
Οπως λέει ο μεγάλος ιστορικός Εντσο Τραβέρσο, μετά την πτώση του Τείχους και το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε με την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εντελώς καινούργιο κόσμο, αλλά με εργαλεία που κληρονόμησε από τον εικοστό αιώνα.
Σε μια συγκυρία χωρίς «τον ορίζοντα της προσμονής» και τις αριστερές ουτοπίες, αφενός δεν μπορεί να εγγράψει τον εαυτό της σε μια ιστορική συνέχεια και αφετέρου δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να επανεπινοήσει τον εαυτό της.
Ετσι, ακόμα και στην πιο βαθιά κρίση του συστήματος μετά τη δεκαετία του 1930 δεν καταφέρνει να αμφισβητήσει το κυρίαρχο αίσθημα ότι είναι «πιο πιθανό το τέλος του κόσμου από το τέλος του καπιταλισμού» (Φρέντρικ Τζέιμσον).
Και αυτό την ίδια ώρα που τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί σημαντικά κινήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι PODEMOS (μέσα από τις πλατείες και τις καταλήψεις χώρων), αλλά και τo Occupy Wall Street (ΗΠΑ), to Nuit Debout (Γαλλία) και τώρα το Black Lives Matter και το «Δεν είναι δικός μου πρόεδρος» (ΗΠΑ).
Η απουσία μιας ρεαλιστικής συζήτησης για ένα περιεκτικό εναλλακτικό σχέδιο, μέρος του οποίου είναι και το θέμα του νομίσματος, είναι μια νίκη των συστημικών δυνάμεων, οι οποίες δαιμονοποιώντας όποιον την προτείνει παρατείνουν την κυριαρχία ενός σαθρού από τα θεμέλιά του οικοδομήματος.
Αριστερά, πάνω απ’ όλα, πρέπει να σημαίνει συζήτηση, διαβούλευση, αμφιβολία, αμφισβήτηση και συλλογική απόφαση.
Οσες φορές στην Ιστορία –και για διάφορους λόγους– αυτή απεμπόλησε τα καταστατικά της συστατικά στοιχεία, εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο την άλλη πλευρά και δυσφήμησε αναλόγως την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής.
Η αλυσίδα των ηττών, λέει ο Τραβέρσο, έχει συνυφάνει την Αριστερά με τη μελαγχολία, η οποία «αποτελεί βασική διάσταση της αριστερής κουλτούρας, χωρίς μέχρι το 1989 να θέτει υπό αμφισβήτηση την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός είναι ο αναπόφευκτος ορίζοντας».
Σήμερα όμως αυτό έχει εκλείψει, οπότε η αριστερή μελαγχολία (χωρίς τον σοσιαλιστικό ορίζοντα) επανακάμπτει δριμύτερη.
Το ερώτημα-πρόκληση λοιπόν είναι: μπορεί η Αριστερά να μετατρέψει αυτή τη μελαγχολία σε πηγή αυτοσυνείδησης, εφευρετικότητας και παρέμβασης στο παρόν;
Ο χρόνος μετράει ανάποδα και στο μεταξύ η Ακροδεξιά και οι φασίστες καταλαμβάνουν το κενό που άφησαν στην πολιτική εκείνοι που σήμερα καταγγέλλουν τη συζήτηση για ένα plan B.
Επανέκαμψε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο η συζήτηση περί δραχμής με αφορμή τις δηλώσεις του Νίκου Ξυδάκη, ο οποίος είπε το αυτονόητο: ότι το νόμισμα υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο.
Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τα κόμματα της παρακμής και της χρεοκοπίας, πυροδότησαν νέο κύμα υστερίας, ζητώντας δηλώσεις νομιμοφροσύνης στο ευρώ και καταγγελίας όποιου εναλλακτικού σχεδίου για το μέλλον της χώρας.
Φυσικά αυτές οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες και κατανοητές στο πλαίσιο των μικροκομματικών παιχνιδιών στα οποία τα δύο κόμματα είναι σπεσιαλίστες.
Το πρόβλημα είναι με μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, η οποία, εντελώς ενοχικά, μπαίνει κάθε φορά στη θέση του απολογούμενου, αντί να κάνει σημαία της την ανάγκη ουσιαστικής και σε βάθος συζήτησης για ένα plan B σε περίπτωση που...
Η πραγματική ενοχή της είναι η έλλειψη ενός τέτοιου σχεδίου.
Οπως λέει ο μεγάλος ιστορικός Εντσο Τραβέρσο, μετά την πτώση του Τείχους και το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε με την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εντελώς καινούργιο κόσμο, αλλά με εργαλεία που κληρονόμησε από τον εικοστό αιώνα.
Σε μια συγκυρία χωρίς «τον ορίζοντα της προσμονής» και τις αριστερές ουτοπίες, αφενός δεν μπορεί να εγγράψει τον εαυτό της σε μια ιστορική συνέχεια και αφετέρου δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να επανεπινοήσει τον εαυτό της.
Ετσι, ακόμα και στην πιο βαθιά κρίση του συστήματος μετά τη δεκαετία του 1930 δεν καταφέρνει να αμφισβητήσει το κυρίαρχο αίσθημα ότι είναι «πιο πιθανό το τέλος του κόσμου από το τέλος του καπιταλισμού» (Φρέντρικ Τζέιμσον).
Και αυτό την ίδια ώρα που τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί σημαντικά κινήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι PODEMOS (μέσα από τις πλατείες και τις καταλήψεις χώρων), αλλά και τo Occupy Wall Street (ΗΠΑ), to Nuit Debout (Γαλλία) και τώρα το Black Lives Matter και το «Δεν είναι δικός μου πρόεδρος» (ΗΠΑ).
Η απουσία μιας ρεαλιστικής συζήτησης για ένα περιεκτικό εναλλακτικό σχέδιο, μέρος του οποίου είναι και το θέμα του νομίσματος, είναι μια νίκη των συστημικών δυνάμεων, οι οποίες δαιμονοποιώντας όποιον την προτείνει παρατείνουν την κυριαρχία ενός σαθρού από τα θεμέλιά του οικοδομήματος.
Αριστερά, πάνω απ’ όλα, πρέπει να σημαίνει συζήτηση, διαβούλευση, αμφιβολία, αμφισβήτηση και συλλογική απόφαση.
Οσες φορές στην Ιστορία –και για διάφορους λόγους– αυτή απεμπόλησε τα καταστατικά της συστατικά στοιχεία, εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο την άλλη πλευρά και δυσφήμησε αναλόγως την υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής.
Η αλυσίδα των ηττών, λέει ο Τραβέρσο, έχει συνυφάνει την Αριστερά με τη μελαγχολία, η οποία «αποτελεί βασική διάσταση της αριστερής κουλτούρας, χωρίς μέχρι το 1989 να θέτει υπό αμφισβήτηση την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός είναι ο αναπόφευκτος ορίζοντας».
Σήμερα όμως αυτό έχει εκλείψει, οπότε η αριστερή μελαγχολία (χωρίς τον σοσιαλιστικό ορίζοντα) επανακάμπτει δριμύτερη.
Το ερώτημα-πρόκληση λοιπόν είναι: μπορεί η Αριστερά να μετατρέψει αυτή τη μελαγχολία σε πηγή αυτοσυνείδησης, εφευρετικότητας και παρέμβασης στο παρόν;
Ο χρόνος μετράει ανάποδα και στο μεταξύ η Ακροδεξιά και οι φασίστες καταλαμβάνουν το κενό που άφησαν στην πολιτική εκείνοι που σήμερα καταγγέλλουν τη συζήτηση για ένα plan B.