Το παρακάτω είναι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Πωλ Γούντραφ* «ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»
Μετάφραση: Χριστίνα Σίνου. Επιμέλεια: Αλέξανδρος Κιουπκιολής. Εκδόσεις Εκκρεμές
"Η δημοκρατία, πιστεύω, είναι ένα όνειρο. Οι αρχαίοι δεν το πραγματοποίησαν πλήρως, ούτε κι εμείς. Δουλειά των στοχαστών είναι να κρατούν το όνειρο ζωντανό, ό,τι κι αν συμβεί. Και δουλειά των ανθρώπων της πράξης είναι να συνεχίσουν να προσπαθούν να προσεγγίσουν τη δημοκρατία όσο καλύτερα το επιτρέπουν οι συνθήκες."...
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Ο Πρωταγόρας δίδασκε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους καλοί οδηγοί για την ανακάλυψη της φύσης της δικαιοσύνης, και αυτό είναι μία εύλογη θέση. Σε όλα τα μέρη της γης οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν πότε τους συμπεριφέρονται άδικα. Ο θυμός που σιγοβράζει στον κόσμο, σε έρημους και ζούγκλες, σε μικρά χωριά και τεράστιες πόλεις, καταδεικνύει ότι η ικανότητα να αγανακτούμε με την αδικία δεν αποτελεί ιδιότητα μίας μορφωμένης τάξης ή ενός προνομιούχου πολιτισμού. Όλοι μας διαθέτουμε τη φυσική βάση της σοφίας των πολιτών που μας επιτρέπει να κυβερνάμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας στη δημοκρατία. Η αγανάκτηση με την αδικία είναι μια καλή αρχή για αναπτύξουμε μία σοφή πολιτική.
Αντίρρηση
Οι εχθροί της δημοκρατίας που εναντιώνονταν στην ιδέα της σοφίας των πολιτών υποστήριζαν ότι:
1. ο απλός λαός δεν έχει την άνεση και τον ελεύθερο χρόνο που απαιτείται για την κατανόηση των δημόσιων υποθέσεων,
2. παρασύρεται πολύ εύκολα από έξυπνους ομιλητές,
3. θα πρέπει να ακολουθεί τους ειδικούς στη διακυβέρνηση, και
4. ότι τα κοινά του στοιχεία δεν διασφαλίζουν ποτέ τη σοφία του.
Το επιχείρημα για την έλλειψη χρόνου είναι το λιγότερο συγκαταβατικό:
1. Ο χρόνος είναι καλύτερος δάσκαλος από τη βιασύνη. Αλλά ένας φτωχός άνθρωπος που δουλεύει τη γη, ακόμη κι αν δεν είναι αμαθής, εξαιτίας της δουλειάς του δεν θα μπορούσε να ασχολείται με τα κοινά13. Πράγματι, αυτός ήταν ίσως ένας από τους λόγους που οι σύγχρονες δημοκρατίες αντικατέστησαν την άμεση δημοκρατία με την αντιπροσωπευτική14. Ορισμένα ζητήματα είναι ιδιαίτερα περίπλοκα και τεχνικής φύσεως ώστε δεν μπορούν να συζητηθούν άμεσα σε μία λαϊκή συνέλευση. Αυτός είναι ο λόγος που η αθηναϊκή δημοκρατία είχε τη Βουλή ως χώρο προκαταρκτικής διαβούλευσης ώστε να διαμορφώνει τα θέματα της συζήτησης προτού αυτά έρθουν στην Εκκλησία , και αυτός είναι επίσης ο λόγος που παρέπεμπε τα νομοθετικά και δικαστικά ζητήματα σε αντιπροσωπευτικά σώματα επιλεγμένα με κλήρωση.
2. Το επιχείρημα για τους έξυπνους ομιλητές υποτιμά την ευφυΐα του λαού. Ακόμα και σήμερα, όταν ένα κόμμα χάνει τις εκλογές, οι ηττημένοι διαμαρτύρονται ότι οι ψηφοφόροι επηρεάστηκαν από τη ρητορική και τη διαφήμιση: Αρρωσταίνουν οι ανώτεροι άνδρες, όταν ένας πονηρός αποκτήσει εξουσία επηρεάζοντας τον λαό με τη γλώσσα του, ενώ πριν ήταν ένα τίποτα. Αυτά τα επικριτικά σχόλια δεν έχουν καμία αξία. Αυτοί οι «ανώτεροι άνδρες» δεν θα διαμαρτύρονταν αν η ρητορική τους τους οδηγούσε στη νίκη. Όταν είναι νικητές, εξαίρουν τη σοφία των ψηφοφόρων, ενώ οι νέοι ηττημένοι («κατώτεροι άνδρες»;) θα έκαναν τα γνωστά σχόλια για τη ρητορική. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήξεραν ότι η καλή ρητορική συχνά αποτυγχάνει. Ο Όμηρος το έδειξε αυτό στην Ιλιάδα, και το ίδιο θέμα επαναλαμβάνουν και οι τραγικοί ποιητές και ιστορικοί την εποχή της δημοκρατίας. Ένα θεμελιώδες στοιχείο της δημοκρατίας είναι η ιδέα ότι ο λαός δεν παθαίνει εύκολα πλύση εγκεφάλου – ότι η ρητορική συχνά αποτυγχάνει15 επειδή οι άνθρωποι έχουν μία σοφία που δύσκολα παρασύρεται.
3. Το επιχείρημα της υποταγής στους ειδικούς της διακυβέρνησης το ανέπτυξε κυρίως ο Πλάτων, ο οποίος άρχισε τη φιλοσοφική του σταδιοδρομία με μια συζήτηση για την πολιτική τέχνη, στη συνέχεια ονειρεύτηκε μία κυβέρνηση από φιλοσόφους-βασιλείς και βασίλισσες, και κατέληξε στην επινόηση ενός συστήματος όπου ορισμένοι νομοθέτες με ανώτατη μόρφωση θα εργάζονταν τη νύχτα για να σχεδιάσουν το πώς θα εμπεδώσουν στο μυαλό του λαού τους νόμους τους με τη βοήθεια των τεχνών. Η επιχειρηματολογία του Πλάτωνα για το συγκεκριμένο θέμα άξιζε να έχει καλύτερη κατάληξη, αλλά είναι απόλυτα λανθασμένη. Ακόμα και στους τομείς ειδίκευσής τους είναι γνωστό ότι οι ειδικοί κάνουν λάθος. Και όταν διακυβεύονται τα συμφέροντά τους, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, είναι πολύ πιθανό ότι θα παρεκκλίνουν. Ο Πλάτων, προς τιμήν του, προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτή την κριτική στερώντας από τους ειδικούς κυβερνήτες το δικαίωμα ιδιοκτησίας ώστε να μην έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα. Αλλά η ιστορία διδάσκει ότι αυτό είναι ουτοπικό. Οι ηγέτες πάντα θα έχουν τα δικά τους συμφέροντα, κι έτσι δεν πρέπει να μένουν στο απυρόβλητο και να μην ελέγχονται. Και δεν υπάρχει κανένας άλλος εκτός από εμάς – τους απλούς πολίτες – για να τους ελέγξει. (Αν διορίσουμε επαγγελματίες ελεγκτές, θα πρέπει να ελέγχουμε και αυτούς.) Όσες ειδικές γνώσεις κι αν έχουμε στη διάθεσή μας, η μεγαλύτερη ελπίδα μας είναι η ικανότητά μας – η ικανότητα του απλού λαού – να κρίνει τις συμβουλές και τις επιδόσεις των ειδικών.
4. Το τέταρτο επιχείρημα, ότι τα κοινά στοιχεία των ανθρώπων δεν διασφαλίζουν ποτέ τη σοφία τους, αξίζει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη. Το κοινό στοιχείο των ανθρώπων είναι μία δυνατότητα, όχι μία πραγματικότητα. Η δυνατότητα της κατανόησης είναι μέρος της ανθρώπινης κληρονομιάς και περιλαμβάνει τη δυνατότητα της μη εξειδικευμένης γνώσης που απαιτείται για την αξιολόγηση των συμβουλών των ειδικών. Αλλά ποτέ δεν πραγματοποιούμε όλες τις δυνατότητές μας ως άνθρωποι. Κανένας δεν το κάνει. Έτσι η απάντηση σ ’ αυτή την τελευταία ένσταση δεν είναι να παραιτηθούμε από την προσπάθεια, αλλά να τονίσουμε την ανάγκη δημόσιας παιδείας.
Η παιδεία είναι η ελπίδα της δημοκρατίας. Αν και συχνά οι δημοκρατίες υστερούν στην παιδεία, είναι επιτακτική ανάγκη να μη χάσουμε την πίστη μας στη δυνατότητα του λαού να αποφασίζει σωστά όταν διαθέτει επαρκή πληροφόρηση. Οι πολιτικοί που χάνουν αυτή την πίστη λένε ψέματα στον λαό. Τα ψέματα είναι μοιραία για τη δημοκρατία. Όταν λες ψέματα στον λαό, δεν του επιτρέπεις να αποφασίσει. Ο λαός πρέπει να μπορεί να ακούει τις συμβουλές των ειδικών, και πρέπει να ξέρει αρκετά για να τις χρησιμοποιεί σωστά. Ένας βίαιος και αμόρφωτος όχλος μπορεί να τρομοκρατήσει τους ειδικούς και να τους κάνει να χάσουν τα λογικά τους. Θα δούμε πώς η σοφία μπορεί να υπονομευτεί και από τις δύο πλευρές: από αρχηγούς που λένε ψέματα στον λαό και από τον λαό που τρομοκρατεί τους αρχηγούς του.
Υπονομεύοντας τη σοφία των πολιτών: η συζήτηση για τον πόλεμο.
Κανένας δεν γνωρίζει στην πραγματικότητα ποιο θα είναι το αποτέλεσμα του πολέμου κατά των Συρακουσών, ενός πολέμου που σκοπό έχει τον έλεγχο της ελληνικής Σικελίας. Μπορεί η Αθήνα να νικήσει αμέσως, θωρακίζοντας την ηγεμονία απέναντι στις απειλές από τα δυτικά, προσφέροντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες στους Αθηναίους πολίτες και εξασφαλίζοντας κρίσιμους πόρους – ξυλεία για την κατασκευή πλοίων, σιτηρά για να τραφεί ο λαός. Μπορεί η Αθήνα να νικήσει στην αρχή, αλλά να μην έχει τα μέσα να διατηρήσει κάτω από την κυριαρχία της αυτή την περιοχή η οποία ήταν πολυπληθής και με ελεύθερο πνεύμα. Μπορεί τέλος η Αθήνα να χάσει την εκστρατεία, και τότε οι εχθροί της ηγεμονίας θα συσπειρωθούν όλοι εναντίον της, και η ηγεμονία θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Κανένας δεν γνωρίζει με βεβαιότητα. Αλλά η Εκκλησία αποφασίζει τη διεξαγωγή πολέμου ύστερα από μια σύντομη αντιπαράθεση, και διορίζει τρεις στρατηγούς, ένας από τους οποίους είναι ο Νικίας. Ο Νικίας είναι λαμπρός στρατηγός, επιδέξιος στη στρατιωτική τακτική, με πολλά χρόνια εμπειρία. Ήταν επίσης πολιτικός και διπλωμάτης, με μεγάλη επιτυχία σε όλα. Στο πεδίο της μάχης ήταν εξαιρετικός. Όταν τα στρατεύματά του διέτρεχαν κίνδυνο, στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων με ατρόμητο θάρρος, και μετέδιδε την ίδια διάθεση στους στρατιώτες του. Στην πολιτική είναι λιγότερο τολμηρός. Τέσσερις μέρες μετά την απόφασή της να κάνει πόλεμο, η Εκκλησία συνεδρίασε εκ νέου για να κατανείμει τους πόρους της εκστρατείας. Ο Νικίας, όπως είδαμε, είχε αντιρρήσεις για τον πόλεμο, ενώ ο νεαρός δημεγέρτης Αλκιβιάδης ήταν υπέρ του πολέμου, καθώς προέβλεπε ότι οι Σικελοί θα διχάζονταν από εθνικές διαφορές κι έτσι «θα έρθουν με το μέρος μας ο ένας μετά τον άλλον». Εκμεταλλεύτηκε επίσης το φόβο των Αθηναίων ότι οι Συρακούσες θα αυξήσουν τη στρατιωτική τους δύναμη και οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν πια να τις συγκρατήσουν. Ο λαός πρέπει να αποφασίσει για το ποιο επιχείρημα είναι καλύτερο. Όμως ο λαός δεν έχει την ευκαιρία να αποφασίσει υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Ο Νικίας φοβόταν ότι η δημόσια αντιπαράθεση για το ζήτημα του πολέμου ήταν ανώφελη. Δοκίμασε μία διαφορετική τακτική: αποδέχτηκε τη διεξαγωγή του πολέμου ελπίζοντας ότι η Εκκλησία θα ματαίωνε το σχέδιο όταν διαπίστωνε το τεράστιο οικονομικό κόστος. Δεν το ματαίωσε. Επειδή δεν κατάλαβε το περίτεχνο επιχείρημα του στρατηγού κατά του πολέμου, νόμισε ότι είχε προσχωρήσει στην παράταξη υπέρ του πολέμου – και η παράταξη που παρέμενε αντίθετη στον πόλεμο άρχισε να δέχεται απειλές και έμεινε χωρίς ηγεσία. Ο ιστορικός μάς λέει ότι η παράταξη υπέρ του πολέμου κατάφερε να εξάψει τον πολεμικό πυρετό, ώστε «όποιος ήταν κατά της εκστρατείας δεν μιλούσε από φόβο ότι αν σήκωνε το χέρι για να ψηφίσει κατά θα θεωρούνταν ότι θέλει το κακό της πόλης»16. Ο δημόσιος διάλογος απέτυχε. Τα πάθη νίκησαν τη λογική. Η ευθύνη βαρύνει τη φιλοπόλεμη παράταξη που δημιούργησε τόσο έντονο κλίμα υπέρ του πολέμου ώστε να μην ακουστεί η φωνή της λογικής. Η ευθύνη βαρύνει τον Αλκιβιάδη που εκμεταλλεύτηκε τους φόβους του ακροατηρίου. Η ευθύνη βαρύνει τον Νικία που έκρυβε την πραγματική του άποψη στη δεύτερη ομιλία του. Η ευθύνη βαρύνει τους Αθηναίους που δεν είχαν κάποια διαδικασία που να διασφαλίζει ότι θα λαμβάνονται υπόψη οι γνώμες της μειοψηφίας πριν από τη λήψη της απόφασης. Και οι τρεις έκαναν λάθη, και το αποτέλεσμα των σφαλμάτων τους ήταν ότι η σοφία των πολιτών δεν μπόρεσε να επηρεάσει την απόφασή τους να διεξαγάγουν πόλεμο.
Υπονομεύοντας τη σοφία των ειδικών: η Αθήνα τρομοκρατεί έναν στρατηγό
Ο πόλεμος είχε άσχημη κατάληξη, όπως ξέρουμε. Ο Αλκιβιάδης ανακλήθηκε στην Αθήνα για να δικαστεί, αλλά δραπέτευσε και κατέληξε να βοηθά και να παροτρύνει τον εχθρό. Ο Νικίας κινήθηκε επιφυλακτικά, έχασε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, αλλά τελικά έφερε τον στρατό έξω από τις Συρακούσες. Εκεί δεν μπόρεσε να περικυκλώσει την πόλη. Έγραψε στην πατρίδα ζητώντας ενισχύσεις ελπίζοντας ξανά ότι οι Αθηναίοι θα ματαίωναν το σχέδιο λόγω του υψηλού κόστους του πολέμου. Όμως, αυτοί δεν το ματαίωσαν. Έστειλαν νέο στρατό εξίσου μεγάλο όσο ο πρώτος, και επέμεναν να παραμείνει αρχιστράτηγος ο Νικίας, μαζί με τον νέο στρατηγό που μόλις διόρισαν, τον Δημοσθένη. Αλλά ακόμα κι αυτή η μεγάλη δύναμη δεν ήταν αρκετή. Ηττήθηκε σε μία νυκτερινή μάχη, και οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να κλείσουν τον κλοιό γύρω από τις Συρακούσες. Ο στρατός που πολιορκούσε την πόλη βρέθηκε να πολιορκείται ο ίδιος. Αποδείχτηκε ότι η πόλη διέθετε πολύ ισχυρότερη άμυνα α π’ όσο περίμεναν οι Αθηναίοι όταν ψήφισαν υπέρ του πολέμου. Και οι δύο διοικητές της δύναμης ήταν εξαίρετοι στρατηγοί, και οι δύο είδαν ότι η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Στην περίπτωση αυτή χρειαζόταν μια εκτίμηση της κατάστασης από ειδικούς, και έτσι έγινε. Οι στρατηγοί συμφώνησαν – ορθώς – ότι ο αθηναϊκός στρατός έπρεπε να αποσυρθεί, ειδάλλως κινδύνευε να υποστεί πανωλεθρία. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχιστράτηγοι έκαναν μία δημόσια συζήτηση για το θέμα. Και σ ’ αυτή την περίπτωση, ο Νικίας πάλι δεν διατύπωσε την κρίση του ως ειδικού επειδή φοβόταν. Δεν είπε στους στρατιώτες τι πίστευε. Όμως αυτοί τον πίστεψαν. Ο ιστορικός αφηγείται τα εξής:
Οι στρατηγοί των Αθηναίων συσκέφτηκαν για να συζητήσουν την καταστροφή που τους βρήκε και τη γενική εξασθένηση του στρατεύματος. Έβλεπαν πως τα σχέδιά τους απέτυχαν και ότι οι στρατιώτες ήταν θυμωμένοι που παρέμεναν εκεί. Ταλαιπωρούνταν από τις αρρώστιες για δύο λόγους: Ήταν η εποχή του χρόνου που οι άνθρωποι αρρωσταίνουν περισσότερο, και το μέρος όπου είχε στηθεί το στρατόπεδό τους ήταν βαλτώδες και ανθυγιεινό. Αλλά και από κάθε άποψη η κατάστασή τους φαινόταν απελπιστική. Ο Δημοσθένης είχε τη γνώμη ότι δεν έπρεπε πια να μένουν, αλλά ότι έπρεπε να ακολουθήσουν το σχέδιο που έκανε όταν δέχτηκε το ρίσκο (να επιτεθούν τη νύχτα). Τώρα που η επίθεση είχε αποτύχει, ψήφιζε να φύγουν αμέσως και να μη χάνουν τον καιρό τους, όσο ήταν ακόμη δυνατόν να διασχίσουν το πέλαγος, και η ναυτική αποστολή μπορούσε τουλάχιστον να νικήσει μια ναυμαχία με τα πλοία που μόλις είχαν φτάσει. Έλεγε ακόμη πως θα ήταν πιο ωφέλιμο για τους Αθηναίους να πολεμήσουν εναντίον αυτών που έφτιαχναν οχυρά στην περιοχή τους παρά εναντίον των Συρακούσιων, τους οποίους δεν ήταν πια εύκολο να νικήσουν, και ότι η Αθήνα δεν είχε κανένα λόγο να συνεχίσει την πολιορκία και να ξοδεύει άσκοπα τόσα χρήματα. Αυτή ήταν η γνώμη του Δημοσθένη. Ο Νικίας όμως παρόλο που πίστευε κι αυτός πως η κατάστασή τους ήταν άσχημη, δεν ήθελε να παραδεχτεί δημόσια την αδυναμία τους. Δεν ήθελε να κάνει γνωστή στον εχθρό την αποχώρησή τους θέτοντας το θέμα ανοιχτά σε ψηφοφορία στην πολυάριθμη συνέλευση των στρατιωτών, γιατί τότε στην περίπτωση που θα αποφάσιζαν να το πράξουν, θα ήταν πιο δύσκολο να διαφύγουν την προσοχή των Συρακούσιων. Όσον αφορά την κατάσταση του εχθρού, την οποία ο Νικίας γνώριζε καλύτερα από τους άλλους, είχε την ελπίδα πως η δύναμη των Συρακούσιων θα γινόταν ασθενέστερη των Αθηναίων, αν συνέχιζαν την πολιορκία : οι Αθηναίοι θα τους εξαντλούσαν με την έλλειψη εφοδίων και χρημάτων, μια και τώρα, με τα καράβια που είχαν, κυριαρχούσαν στη θάλασσα. Επίσης, είπε ότι υπήρχε μέσα στις Συρακούσες μια ομάδα που επιθυμούσε την παράδοση της πόλης στους Αθηναίους και η οποία συνέχιζε να του στέλνει μηνύματα να μη λύσει την πολιορκία και φύγει. Έχοντας υπόψη όλα αυτά (και μολονότι στην πραγματικότητα ταλαντευόταν ακόμα και προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να εξετάσει καλύτερα τα πράγματα), δήλωσε στο λόγο του στη σύσκεψη ότι δεν θα αποσύρει το εκστρατευτικό σώμα. Γνώριζε καλά, είπε, ότι οι Αθηναίοι δεν θα εγκρίνανε την ενέργεια τους να αποχωρήσουν αν δεν το είχαν αποφασίσει οι ίδιοι. Και ότι οι άνθρωποι που θα ψήφιζαν δεν γνώριζαν την κατάσταση από πρώτο χέρι, όπως οι ίδιοι οι στρατηγοί, αλλά θα ψήφιζαν με βάση τις αναφορές που θα άκουγαν από άλλους, και θα πίστευαν κάθε είδους συκοφαντίες που θα διατύπωναν επιδέξιοι ομιλητές. Πρόσθεσε επίσης ότι πολλοί, οι περισσότεροι, από τους στρατιώτες του εκστρατευτικού σώματος που εκείνη τη στιγμή φώναζαν για την κακή τους κατάσταση, όταν θα έφταναν στην Αθήνα θα φώναζαν τα αντίθετα, ότι τάχα οι στρατηγοί δωροδοκήθηκαν, τους ξεπούλησαν και αποχώρησαν λόγω των χρημάτων που πήραν. Ο Νικίας, λοιπόν, ήξερε πολύ καλά το χαρακτήρα των Αθηναίων και δεν ήθελε να χάσει άδικα τη ζωή του με ατιμωτικές κατηγορίες. Αν έπρεπε να πεθάνει, προτιμούσε να σκοτωθεί από τα χέρια των εχθρών ριψοκινδυνεύοντας ο ίδιος17.
Οι Αθηναίοι παρέμειναν. Οι στρατιώτες εμπιστεύονταν τις ειδικές γνώσεις του Νικία, και πίστευαν ότι ήταν ειλικρινής σε ό,τι τους έλεγε. Θα πλήρωναν πολύ ακριβά αυτή την εμπιστοσύνη. Ο Νικίας φοβήθηκε να πει την αλήθεια ο στρατός παρέμεινε και καταστράφηκε, όλοι οι άνδρες σκοτώθηκαν ή στάλθηκαν σε κάτεργα απ’ όπου λίγοι επέζησαν. Ο Νικίας φοβόταν να πει την αλήθεια γιατί η Εκκλησία της Αθήνας είχε τη φήμη ότι συμπεριφερόταν βίαια στους αποτυχημένους στρατηγούς. Θα προτιμούσε να χάσει όλο τον στρατό του παρά να γυρίσει πίσω στην Αθήνα και να δικαστεί. Αυτό ήταν ένα τεράστιο ηθικό σφάλμα εκ μέρους του, που έδειχνε έλλειψη θάρρους, αξιοπρέπειας, ενδιαφέροντος για τους άνδρες που είχε κάτω από τις διαταγές του. Αλλά ήταν και ένα σφάλμα της δημοκρατίας. Γιατί ένας ικανός στρατηγός όπως ο Νικίας να φοβάται την κυβέρνηση της πατρίδας του; Οι κυβερνήσεις που εξουσιάζουν στηριζόμενες στο φόβο είναι (όπως μάθαμε) τυραννικές. Κάποιο σοβαρό πρόβλημα υπήρχε στην Αθήνα, ειδάλλως ο Νικίας θα μπορούσε να πει την αλήθεια στην πατρίδα του χωρίς να φοβάται. Και κάποιο σοβαρό πρόβλημα είχε και ο ίδιος ο Νικίας, ειδάλλως θα είχε αντισταθεί σ ’αυτή την τυραννία. Όταν η γνώμη των ειδικών είναι απαραίτητη, δεν πρέπει να φοβούνται να μιλάνε έξω από τα δόντια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[13] Αυτή η κριτική στη σοφία των πολιτών προέρχεται από την ομιλία του εκπροσώπου της Θήβας, Ευριπίδης, Ικέτιδες, στ. 419-425.
[14] Βλ. Madison, Ομοσπονδιακός 10.
[15] Οι ομιλίες του Κλέωνα δεν ήταν ποτέ επιτυχημένες, όπως τουλάχιστον τις παρουσιάζει ο Θουκυδίδης, αλλά υποτίθεται ότι ήταν ο πιο ικανός δημαγωγός.
[16] Θουκυδίδης 6.24.
[17] Για το φόβο του Νικία προς τα αθηναϊκά δικαστήρια, Θουκυδίδης 7.47-48.
* Ο Paul Woodruff διδάσκει φιλοσοφία και κλασική φιλολογία στο University of Texas στο Austin. Έχει δημοσιεύσει μετάφραση των «Βαχχών» του Ευριπίδη και, μαζί με τον Peter Meineck, μετάφραση των δραμάτων του Σοφοκλή με θέμα τον θηβαϊκό κύκλο, καθώς και μία μετάφραση επιλεγμένων κειμένων του Θoυκυδίδη και αποδόσεις αρκετών πλατωνικών διαλόγων, δύο εκ των οποίων μαζί με τον Alexander Nehamas. Έχει επίσης συγγράψει αρκετές μελέτες και λιμπρέτο για όπερες. Είναι ο συγγραφέας του δημοφιλούς βιβλίου «Reverence: Renewing a Forgotten Virtue».
http://ellogos.net/2016/09/paul-woodruff-first-democracy-the-source/
Μετάφραση: Χριστίνα Σίνου. Επιμέλεια: Αλέξανδρος Κιουπκιολής. Εκδόσεις Εκκρεμές
"Η δημοκρατία, πιστεύω, είναι ένα όνειρο. Οι αρχαίοι δεν το πραγματοποίησαν πλήρως, ούτε κι εμείς. Δουλειά των στοχαστών είναι να κρατούν το όνειρο ζωντανό, ό,τι κι αν συμβεί. Και δουλειά των ανθρώπων της πράξης είναι να συνεχίσουν να προσπαθούν να προσεγγίσουν τη δημοκρατία όσο καλύτερα το επιτρέπουν οι συνθήκες."...
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Ο Πρωταγόρας δίδασκε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους καλοί οδηγοί για την ανακάλυψη της φύσης της δικαιοσύνης, και αυτό είναι μία εύλογη θέση. Σε όλα τα μέρη της γης οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν πότε τους συμπεριφέρονται άδικα. Ο θυμός που σιγοβράζει στον κόσμο, σε έρημους και ζούγκλες, σε μικρά χωριά και τεράστιες πόλεις, καταδεικνύει ότι η ικανότητα να αγανακτούμε με την αδικία δεν αποτελεί ιδιότητα μίας μορφωμένης τάξης ή ενός προνομιούχου πολιτισμού. Όλοι μας διαθέτουμε τη φυσική βάση της σοφίας των πολιτών που μας επιτρέπει να κυβερνάμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας στη δημοκρατία. Η αγανάκτηση με την αδικία είναι μια καλή αρχή για αναπτύξουμε μία σοφή πολιτική.
Αντίρρηση
Οι εχθροί της δημοκρατίας που εναντιώνονταν στην ιδέα της σοφίας των πολιτών υποστήριζαν ότι:
1. ο απλός λαός δεν έχει την άνεση και τον ελεύθερο χρόνο που απαιτείται για την κατανόηση των δημόσιων υποθέσεων,
2. παρασύρεται πολύ εύκολα από έξυπνους ομιλητές,
3. θα πρέπει να ακολουθεί τους ειδικούς στη διακυβέρνηση, και
4. ότι τα κοινά του στοιχεία δεν διασφαλίζουν ποτέ τη σοφία του.
Το επιχείρημα για την έλλειψη χρόνου είναι το λιγότερο συγκαταβατικό:
1. Ο χρόνος είναι καλύτερος δάσκαλος από τη βιασύνη. Αλλά ένας φτωχός άνθρωπος που δουλεύει τη γη, ακόμη κι αν δεν είναι αμαθής, εξαιτίας της δουλειάς του δεν θα μπορούσε να ασχολείται με τα κοινά13. Πράγματι, αυτός ήταν ίσως ένας από τους λόγους που οι σύγχρονες δημοκρατίες αντικατέστησαν την άμεση δημοκρατία με την αντιπροσωπευτική14. Ορισμένα ζητήματα είναι ιδιαίτερα περίπλοκα και τεχνικής φύσεως ώστε δεν μπορούν να συζητηθούν άμεσα σε μία λαϊκή συνέλευση. Αυτός είναι ο λόγος που η αθηναϊκή δημοκρατία είχε τη Βουλή ως χώρο προκαταρκτικής διαβούλευσης ώστε να διαμορφώνει τα θέματα της συζήτησης προτού αυτά έρθουν στην Εκκλησία , και αυτός είναι επίσης ο λόγος που παρέπεμπε τα νομοθετικά και δικαστικά ζητήματα σε αντιπροσωπευτικά σώματα επιλεγμένα με κλήρωση.
2. Το επιχείρημα για τους έξυπνους ομιλητές υποτιμά την ευφυΐα του λαού. Ακόμα και σήμερα, όταν ένα κόμμα χάνει τις εκλογές, οι ηττημένοι διαμαρτύρονται ότι οι ψηφοφόροι επηρεάστηκαν από τη ρητορική και τη διαφήμιση: Αρρωσταίνουν οι ανώτεροι άνδρες, όταν ένας πονηρός αποκτήσει εξουσία επηρεάζοντας τον λαό με τη γλώσσα του, ενώ πριν ήταν ένα τίποτα. Αυτά τα επικριτικά σχόλια δεν έχουν καμία αξία. Αυτοί οι «ανώτεροι άνδρες» δεν θα διαμαρτύρονταν αν η ρητορική τους τους οδηγούσε στη νίκη. Όταν είναι νικητές, εξαίρουν τη σοφία των ψηφοφόρων, ενώ οι νέοι ηττημένοι («κατώτεροι άνδρες»;) θα έκαναν τα γνωστά σχόλια για τη ρητορική. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήξεραν ότι η καλή ρητορική συχνά αποτυγχάνει. Ο Όμηρος το έδειξε αυτό στην Ιλιάδα, και το ίδιο θέμα επαναλαμβάνουν και οι τραγικοί ποιητές και ιστορικοί την εποχή της δημοκρατίας. Ένα θεμελιώδες στοιχείο της δημοκρατίας είναι η ιδέα ότι ο λαός δεν παθαίνει εύκολα πλύση εγκεφάλου – ότι η ρητορική συχνά αποτυγχάνει15 επειδή οι άνθρωποι έχουν μία σοφία που δύσκολα παρασύρεται.
3. Το επιχείρημα της υποταγής στους ειδικούς της διακυβέρνησης το ανέπτυξε κυρίως ο Πλάτων, ο οποίος άρχισε τη φιλοσοφική του σταδιοδρομία με μια συζήτηση για την πολιτική τέχνη, στη συνέχεια ονειρεύτηκε μία κυβέρνηση από φιλοσόφους-βασιλείς και βασίλισσες, και κατέληξε στην επινόηση ενός συστήματος όπου ορισμένοι νομοθέτες με ανώτατη μόρφωση θα εργάζονταν τη νύχτα για να σχεδιάσουν το πώς θα εμπεδώσουν στο μυαλό του λαού τους νόμους τους με τη βοήθεια των τεχνών. Η επιχειρηματολογία του Πλάτωνα για το συγκεκριμένο θέμα άξιζε να έχει καλύτερη κατάληξη, αλλά είναι απόλυτα λανθασμένη. Ακόμα και στους τομείς ειδίκευσής τους είναι γνωστό ότι οι ειδικοί κάνουν λάθος. Και όταν διακυβεύονται τα συμφέροντά τους, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, είναι πολύ πιθανό ότι θα παρεκκλίνουν. Ο Πλάτων, προς τιμήν του, προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτή την κριτική στερώντας από τους ειδικούς κυβερνήτες το δικαίωμα ιδιοκτησίας ώστε να μην έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα. Αλλά η ιστορία διδάσκει ότι αυτό είναι ουτοπικό. Οι ηγέτες πάντα θα έχουν τα δικά τους συμφέροντα, κι έτσι δεν πρέπει να μένουν στο απυρόβλητο και να μην ελέγχονται. Και δεν υπάρχει κανένας άλλος εκτός από εμάς – τους απλούς πολίτες – για να τους ελέγξει. (Αν διορίσουμε επαγγελματίες ελεγκτές, θα πρέπει να ελέγχουμε και αυτούς.) Όσες ειδικές γνώσεις κι αν έχουμε στη διάθεσή μας, η μεγαλύτερη ελπίδα μας είναι η ικανότητά μας – η ικανότητα του απλού λαού – να κρίνει τις συμβουλές και τις επιδόσεις των ειδικών.
4. Το τέταρτο επιχείρημα, ότι τα κοινά στοιχεία των ανθρώπων δεν διασφαλίζουν ποτέ τη σοφία τους, αξίζει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη. Το κοινό στοιχείο των ανθρώπων είναι μία δυνατότητα, όχι μία πραγματικότητα. Η δυνατότητα της κατανόησης είναι μέρος της ανθρώπινης κληρονομιάς και περιλαμβάνει τη δυνατότητα της μη εξειδικευμένης γνώσης που απαιτείται για την αξιολόγηση των συμβουλών των ειδικών. Αλλά ποτέ δεν πραγματοποιούμε όλες τις δυνατότητές μας ως άνθρωποι. Κανένας δεν το κάνει. Έτσι η απάντηση σ ’ αυτή την τελευταία ένσταση δεν είναι να παραιτηθούμε από την προσπάθεια, αλλά να τονίσουμε την ανάγκη δημόσιας παιδείας.
Η παιδεία είναι η ελπίδα της δημοκρατίας. Αν και συχνά οι δημοκρατίες υστερούν στην παιδεία, είναι επιτακτική ανάγκη να μη χάσουμε την πίστη μας στη δυνατότητα του λαού να αποφασίζει σωστά όταν διαθέτει επαρκή πληροφόρηση. Οι πολιτικοί που χάνουν αυτή την πίστη λένε ψέματα στον λαό. Τα ψέματα είναι μοιραία για τη δημοκρατία. Όταν λες ψέματα στον λαό, δεν του επιτρέπεις να αποφασίσει. Ο λαός πρέπει να μπορεί να ακούει τις συμβουλές των ειδικών, και πρέπει να ξέρει αρκετά για να τις χρησιμοποιεί σωστά. Ένας βίαιος και αμόρφωτος όχλος μπορεί να τρομοκρατήσει τους ειδικούς και να τους κάνει να χάσουν τα λογικά τους. Θα δούμε πώς η σοφία μπορεί να υπονομευτεί και από τις δύο πλευρές: από αρχηγούς που λένε ψέματα στον λαό και από τον λαό που τρομοκρατεί τους αρχηγούς του.
Υπονομεύοντας τη σοφία των πολιτών: η συζήτηση για τον πόλεμο.
Κανένας δεν γνωρίζει στην πραγματικότητα ποιο θα είναι το αποτέλεσμα του πολέμου κατά των Συρακουσών, ενός πολέμου που σκοπό έχει τον έλεγχο της ελληνικής Σικελίας. Μπορεί η Αθήνα να νικήσει αμέσως, θωρακίζοντας την ηγεμονία απέναντι στις απειλές από τα δυτικά, προσφέροντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες στους Αθηναίους πολίτες και εξασφαλίζοντας κρίσιμους πόρους – ξυλεία για την κατασκευή πλοίων, σιτηρά για να τραφεί ο λαός. Μπορεί η Αθήνα να νικήσει στην αρχή, αλλά να μην έχει τα μέσα να διατηρήσει κάτω από την κυριαρχία της αυτή την περιοχή η οποία ήταν πολυπληθής και με ελεύθερο πνεύμα. Μπορεί τέλος η Αθήνα να χάσει την εκστρατεία, και τότε οι εχθροί της ηγεμονίας θα συσπειρωθούν όλοι εναντίον της, και η ηγεμονία θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Κανένας δεν γνωρίζει με βεβαιότητα. Αλλά η Εκκλησία αποφασίζει τη διεξαγωγή πολέμου ύστερα από μια σύντομη αντιπαράθεση, και διορίζει τρεις στρατηγούς, ένας από τους οποίους είναι ο Νικίας. Ο Νικίας είναι λαμπρός στρατηγός, επιδέξιος στη στρατιωτική τακτική, με πολλά χρόνια εμπειρία. Ήταν επίσης πολιτικός και διπλωμάτης, με μεγάλη επιτυχία σε όλα. Στο πεδίο της μάχης ήταν εξαιρετικός. Όταν τα στρατεύματά του διέτρεχαν κίνδυνο, στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων με ατρόμητο θάρρος, και μετέδιδε την ίδια διάθεση στους στρατιώτες του. Στην πολιτική είναι λιγότερο τολμηρός. Τέσσερις μέρες μετά την απόφασή της να κάνει πόλεμο, η Εκκλησία συνεδρίασε εκ νέου για να κατανείμει τους πόρους της εκστρατείας. Ο Νικίας, όπως είδαμε, είχε αντιρρήσεις για τον πόλεμο, ενώ ο νεαρός δημεγέρτης Αλκιβιάδης ήταν υπέρ του πολέμου, καθώς προέβλεπε ότι οι Σικελοί θα διχάζονταν από εθνικές διαφορές κι έτσι «θα έρθουν με το μέρος μας ο ένας μετά τον άλλον». Εκμεταλλεύτηκε επίσης το φόβο των Αθηναίων ότι οι Συρακούσες θα αυξήσουν τη στρατιωτική τους δύναμη και οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν πια να τις συγκρατήσουν. Ο λαός πρέπει να αποφασίσει για το ποιο επιχείρημα είναι καλύτερο. Όμως ο λαός δεν έχει την ευκαιρία να αποφασίσει υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Ο Νικίας φοβόταν ότι η δημόσια αντιπαράθεση για το ζήτημα του πολέμου ήταν ανώφελη. Δοκίμασε μία διαφορετική τακτική: αποδέχτηκε τη διεξαγωγή του πολέμου ελπίζοντας ότι η Εκκλησία θα ματαίωνε το σχέδιο όταν διαπίστωνε το τεράστιο οικονομικό κόστος. Δεν το ματαίωσε. Επειδή δεν κατάλαβε το περίτεχνο επιχείρημα του στρατηγού κατά του πολέμου, νόμισε ότι είχε προσχωρήσει στην παράταξη υπέρ του πολέμου – και η παράταξη που παρέμενε αντίθετη στον πόλεμο άρχισε να δέχεται απειλές και έμεινε χωρίς ηγεσία. Ο ιστορικός μάς λέει ότι η παράταξη υπέρ του πολέμου κατάφερε να εξάψει τον πολεμικό πυρετό, ώστε «όποιος ήταν κατά της εκστρατείας δεν μιλούσε από φόβο ότι αν σήκωνε το χέρι για να ψηφίσει κατά θα θεωρούνταν ότι θέλει το κακό της πόλης»16. Ο δημόσιος διάλογος απέτυχε. Τα πάθη νίκησαν τη λογική. Η ευθύνη βαρύνει τη φιλοπόλεμη παράταξη που δημιούργησε τόσο έντονο κλίμα υπέρ του πολέμου ώστε να μην ακουστεί η φωνή της λογικής. Η ευθύνη βαρύνει τον Αλκιβιάδη που εκμεταλλεύτηκε τους φόβους του ακροατηρίου. Η ευθύνη βαρύνει τον Νικία που έκρυβε την πραγματική του άποψη στη δεύτερη ομιλία του. Η ευθύνη βαρύνει τους Αθηναίους που δεν είχαν κάποια διαδικασία που να διασφαλίζει ότι θα λαμβάνονται υπόψη οι γνώμες της μειοψηφίας πριν από τη λήψη της απόφασης. Και οι τρεις έκαναν λάθη, και το αποτέλεσμα των σφαλμάτων τους ήταν ότι η σοφία των πολιτών δεν μπόρεσε να επηρεάσει την απόφασή τους να διεξαγάγουν πόλεμο.
Υπονομεύοντας τη σοφία των ειδικών: η Αθήνα τρομοκρατεί έναν στρατηγό
Ο πόλεμος είχε άσχημη κατάληξη, όπως ξέρουμε. Ο Αλκιβιάδης ανακλήθηκε στην Αθήνα για να δικαστεί, αλλά δραπέτευσε και κατέληξε να βοηθά και να παροτρύνει τον εχθρό. Ο Νικίας κινήθηκε επιφυλακτικά, έχασε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, αλλά τελικά έφερε τον στρατό έξω από τις Συρακούσες. Εκεί δεν μπόρεσε να περικυκλώσει την πόλη. Έγραψε στην πατρίδα ζητώντας ενισχύσεις ελπίζοντας ξανά ότι οι Αθηναίοι θα ματαίωναν το σχέδιο λόγω του υψηλού κόστους του πολέμου. Όμως, αυτοί δεν το ματαίωσαν. Έστειλαν νέο στρατό εξίσου μεγάλο όσο ο πρώτος, και επέμεναν να παραμείνει αρχιστράτηγος ο Νικίας, μαζί με τον νέο στρατηγό που μόλις διόρισαν, τον Δημοσθένη. Αλλά ακόμα κι αυτή η μεγάλη δύναμη δεν ήταν αρκετή. Ηττήθηκε σε μία νυκτερινή μάχη, και οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να κλείσουν τον κλοιό γύρω από τις Συρακούσες. Ο στρατός που πολιορκούσε την πόλη βρέθηκε να πολιορκείται ο ίδιος. Αποδείχτηκε ότι η πόλη διέθετε πολύ ισχυρότερη άμυνα α π’ όσο περίμεναν οι Αθηναίοι όταν ψήφισαν υπέρ του πολέμου. Και οι δύο διοικητές της δύναμης ήταν εξαίρετοι στρατηγοί, και οι δύο είδαν ότι η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Στην περίπτωση αυτή χρειαζόταν μια εκτίμηση της κατάστασης από ειδικούς, και έτσι έγινε. Οι στρατηγοί συμφώνησαν – ορθώς – ότι ο αθηναϊκός στρατός έπρεπε να αποσυρθεί, ειδάλλως κινδύνευε να υποστεί πανωλεθρία. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχιστράτηγοι έκαναν μία δημόσια συζήτηση για το θέμα. Και σ ’ αυτή την περίπτωση, ο Νικίας πάλι δεν διατύπωσε την κρίση του ως ειδικού επειδή φοβόταν. Δεν είπε στους στρατιώτες τι πίστευε. Όμως αυτοί τον πίστεψαν. Ο ιστορικός αφηγείται τα εξής:
Οι στρατηγοί των Αθηναίων συσκέφτηκαν για να συζητήσουν την καταστροφή που τους βρήκε και τη γενική εξασθένηση του στρατεύματος. Έβλεπαν πως τα σχέδιά τους απέτυχαν και ότι οι στρατιώτες ήταν θυμωμένοι που παρέμεναν εκεί. Ταλαιπωρούνταν από τις αρρώστιες για δύο λόγους: Ήταν η εποχή του χρόνου που οι άνθρωποι αρρωσταίνουν περισσότερο, και το μέρος όπου είχε στηθεί το στρατόπεδό τους ήταν βαλτώδες και ανθυγιεινό. Αλλά και από κάθε άποψη η κατάστασή τους φαινόταν απελπιστική. Ο Δημοσθένης είχε τη γνώμη ότι δεν έπρεπε πια να μένουν, αλλά ότι έπρεπε να ακολουθήσουν το σχέδιο που έκανε όταν δέχτηκε το ρίσκο (να επιτεθούν τη νύχτα). Τώρα που η επίθεση είχε αποτύχει, ψήφιζε να φύγουν αμέσως και να μη χάνουν τον καιρό τους, όσο ήταν ακόμη δυνατόν να διασχίσουν το πέλαγος, και η ναυτική αποστολή μπορούσε τουλάχιστον να νικήσει μια ναυμαχία με τα πλοία που μόλις είχαν φτάσει. Έλεγε ακόμη πως θα ήταν πιο ωφέλιμο για τους Αθηναίους να πολεμήσουν εναντίον αυτών που έφτιαχναν οχυρά στην περιοχή τους παρά εναντίον των Συρακούσιων, τους οποίους δεν ήταν πια εύκολο να νικήσουν, και ότι η Αθήνα δεν είχε κανένα λόγο να συνεχίσει την πολιορκία και να ξοδεύει άσκοπα τόσα χρήματα. Αυτή ήταν η γνώμη του Δημοσθένη. Ο Νικίας όμως παρόλο που πίστευε κι αυτός πως η κατάστασή τους ήταν άσχημη, δεν ήθελε να παραδεχτεί δημόσια την αδυναμία τους. Δεν ήθελε να κάνει γνωστή στον εχθρό την αποχώρησή τους θέτοντας το θέμα ανοιχτά σε ψηφοφορία στην πολυάριθμη συνέλευση των στρατιωτών, γιατί τότε στην περίπτωση που θα αποφάσιζαν να το πράξουν, θα ήταν πιο δύσκολο να διαφύγουν την προσοχή των Συρακούσιων. Όσον αφορά την κατάσταση του εχθρού, την οποία ο Νικίας γνώριζε καλύτερα από τους άλλους, είχε την ελπίδα πως η δύναμη των Συρακούσιων θα γινόταν ασθενέστερη των Αθηναίων, αν συνέχιζαν την πολιορκία : οι Αθηναίοι θα τους εξαντλούσαν με την έλλειψη εφοδίων και χρημάτων, μια και τώρα, με τα καράβια που είχαν, κυριαρχούσαν στη θάλασσα. Επίσης, είπε ότι υπήρχε μέσα στις Συρακούσες μια ομάδα που επιθυμούσε την παράδοση της πόλης στους Αθηναίους και η οποία συνέχιζε να του στέλνει μηνύματα να μη λύσει την πολιορκία και φύγει. Έχοντας υπόψη όλα αυτά (και μολονότι στην πραγματικότητα ταλαντευόταν ακόμα και προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να εξετάσει καλύτερα τα πράγματα), δήλωσε στο λόγο του στη σύσκεψη ότι δεν θα αποσύρει το εκστρατευτικό σώμα. Γνώριζε καλά, είπε, ότι οι Αθηναίοι δεν θα εγκρίνανε την ενέργεια τους να αποχωρήσουν αν δεν το είχαν αποφασίσει οι ίδιοι. Και ότι οι άνθρωποι που θα ψήφιζαν δεν γνώριζαν την κατάσταση από πρώτο χέρι, όπως οι ίδιοι οι στρατηγοί, αλλά θα ψήφιζαν με βάση τις αναφορές που θα άκουγαν από άλλους, και θα πίστευαν κάθε είδους συκοφαντίες που θα διατύπωναν επιδέξιοι ομιλητές. Πρόσθεσε επίσης ότι πολλοί, οι περισσότεροι, από τους στρατιώτες του εκστρατευτικού σώματος που εκείνη τη στιγμή φώναζαν για την κακή τους κατάσταση, όταν θα έφταναν στην Αθήνα θα φώναζαν τα αντίθετα, ότι τάχα οι στρατηγοί δωροδοκήθηκαν, τους ξεπούλησαν και αποχώρησαν λόγω των χρημάτων που πήραν. Ο Νικίας, λοιπόν, ήξερε πολύ καλά το χαρακτήρα των Αθηναίων και δεν ήθελε να χάσει άδικα τη ζωή του με ατιμωτικές κατηγορίες. Αν έπρεπε να πεθάνει, προτιμούσε να σκοτωθεί από τα χέρια των εχθρών ριψοκινδυνεύοντας ο ίδιος17.
Οι Αθηναίοι παρέμειναν. Οι στρατιώτες εμπιστεύονταν τις ειδικές γνώσεις του Νικία, και πίστευαν ότι ήταν ειλικρινής σε ό,τι τους έλεγε. Θα πλήρωναν πολύ ακριβά αυτή την εμπιστοσύνη. Ο Νικίας φοβήθηκε να πει την αλήθεια ο στρατός παρέμεινε και καταστράφηκε, όλοι οι άνδρες σκοτώθηκαν ή στάλθηκαν σε κάτεργα απ’ όπου λίγοι επέζησαν. Ο Νικίας φοβόταν να πει την αλήθεια γιατί η Εκκλησία της Αθήνας είχε τη φήμη ότι συμπεριφερόταν βίαια στους αποτυχημένους στρατηγούς. Θα προτιμούσε να χάσει όλο τον στρατό του παρά να γυρίσει πίσω στην Αθήνα και να δικαστεί. Αυτό ήταν ένα τεράστιο ηθικό σφάλμα εκ μέρους του, που έδειχνε έλλειψη θάρρους, αξιοπρέπειας, ενδιαφέροντος για τους άνδρες που είχε κάτω από τις διαταγές του. Αλλά ήταν και ένα σφάλμα της δημοκρατίας. Γιατί ένας ικανός στρατηγός όπως ο Νικίας να φοβάται την κυβέρνηση της πατρίδας του; Οι κυβερνήσεις που εξουσιάζουν στηριζόμενες στο φόβο είναι (όπως μάθαμε) τυραννικές. Κάποιο σοβαρό πρόβλημα υπήρχε στην Αθήνα, ειδάλλως ο Νικίας θα μπορούσε να πει την αλήθεια στην πατρίδα του χωρίς να φοβάται. Και κάποιο σοβαρό πρόβλημα είχε και ο ίδιος ο Νικίας, ειδάλλως θα είχε αντισταθεί σ ’αυτή την τυραννία. Όταν η γνώμη των ειδικών είναι απαραίτητη, δεν πρέπει να φοβούνται να μιλάνε έξω από τα δόντια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[13] Αυτή η κριτική στη σοφία των πολιτών προέρχεται από την ομιλία του εκπροσώπου της Θήβας, Ευριπίδης, Ικέτιδες, στ. 419-425.
[14] Βλ. Madison, Ομοσπονδιακός 10.
[15] Οι ομιλίες του Κλέωνα δεν ήταν ποτέ επιτυχημένες, όπως τουλάχιστον τις παρουσιάζει ο Θουκυδίδης, αλλά υποτίθεται ότι ήταν ο πιο ικανός δημαγωγός.
[16] Θουκυδίδης 6.24.
[17] Για το φόβο του Νικία προς τα αθηναϊκά δικαστήρια, Θουκυδίδης 7.47-48.
* Ο Paul Woodruff διδάσκει φιλοσοφία και κλασική φιλολογία στο University of Texas στο Austin. Έχει δημοσιεύσει μετάφραση των «Βαχχών» του Ευριπίδη και, μαζί με τον Peter Meineck, μετάφραση των δραμάτων του Σοφοκλή με θέμα τον θηβαϊκό κύκλο, καθώς και μία μετάφραση επιλεγμένων κειμένων του Θoυκυδίδη και αποδόσεις αρκετών πλατωνικών διαλόγων, δύο εκ των οποίων μαζί με τον Alexander Nehamas. Έχει επίσης συγγράψει αρκετές μελέτες και λιμπρέτο για όπερες. Είναι ο συγγραφέας του δημοφιλούς βιβλίου «Reverence: Renewing a Forgotten Virtue».
http://ellogos.net/2016/09/paul-woodruff-first-democracy-the-source/