Συνεχίζουμε την αναφορά μας στον κοινοτισμό σε συνέχειες, πράγμα που είχαμε σταματήσει εδώ και καιρό( τελευταία μας στ. συνέχεια στην ανάρτηση: http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/03/321.html):
Το αιγαιοπελαγίτικο νησιωτικό σύμπλεγμα με τα ηπειρωτικά του παράλια, θεωρούνταν πάντα σαν μια ενιαία περιοχή με κοινά χαρακτηριστικά. Το Αιγαίο, κέντρο ιδιαίτερου πολιτισμού κατά την αρχαιότητα έγινε, ήταν και το κέντρο της «βυζαντινής λίμνης» κατά την περίοδο του βυζαντίου. Θαλάσσιοι δρόμοι ζωτικής σημασίας διασταυρώνονταν στα νερά του και αργότερα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των λατινικών δημοκρατιών(Βενετία, Γένοβα, Πίζα, κλπ ) και κατά την οθωμανική κυριαρχία, αλλά και μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, στο πλαίσιο της οργάνωσης της ναυτιλίας, εφαρμόστηκε ο «Νόμος Ροδίων Ναυτικών», με βασικό στοιχείο την εισαγωγή της «αβαρίας»[1], ενός εθιμικού θεσμού που ίσχυσε και στη συνέχεια.
Τα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες προς τις δυτικές ναυτικές δημοκρατίες προετοίμασαν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο. Μετά την Δ΄ Σταυροφορία (1204 μ.Χ.), τη δικαιοδοσία στα νησιά του Αιγαίου την είχαν οι Λατίνοι. Ο Μάρκος Σανούδος ο επικεφαλής του στόλου που κατέλαβε τα νησιά, δημιούργησε το Δουκάτο του Αιγαίου με κέντρο τη Νάξο, ενώ δώρισε στους συντρόφους του τα άλλα νησιά ως φέουδα. Το Δουκάτο καταλύθηκε το 1537 μ.Χ. από τον Οθωμανό Μπαρμπαρόσα.
Από τότε το Αιγαίο έγινε ένας επικίνδυνος χώρος για την πλοήγηση για δύο αιώνες(16ος-18ος). Στα νερά του δρούσαν μουσουλμάνοι αλλά και χριστιανοί πειρατές και κουρσάροι. Για να τους αντιμετωπίσουν οι καραβοκύρηδες και ναυτικοί των νησιών, άρχισαν να τοποθετούν στα πλοία τους κανόνια. Τα εμπορικά νησιά μοιράζονταν τα έξοδα για να συντηρούνται αντιπειρατικές «γαλεότες» ή «τράτες»[2]. Πολλοί από τους νησιώτες όμως στρατολογούνταν και στα κουρσάρικα καράβια ή γίνονταν προμηθευτές τροφίμων και εξοπλισμού ή εμπορεύονταν λαθραία. Νησιά όπως η Ύδρα, τα Ψαρά, η Σκύρος και η Πάτμος ήταν σταθμοί ιδίως για το λαθρεμπόριο των σιτηρών που φορτώνονταν στα λιμάνια της Θεσσαλίας, της Μικράς Ασίας και της Πελοπονήσου. Το 18ο αιώνα πειρατεία εξασκούσαν και πολλοί Υδραίοι, Μήλιοι, Σκοπελίτες, Μυκονιάτες, Σπετσιώτες, Τήνιοι και Ψαριανοί.
Τέτοιες οικονομικές δραστηριότητες επέτρεψαν στο ελληνικό στοιχείο να συσσωρεύσει ένα αρχικό κεφάλαιο και να αποκτήσει μια θέση στα εμπορικά δίκτυα του μεσογειακού κόσμου. Έχοντας ναυτική γνώση, οι Αιγαιοπελαγίτες έμποροι και ναυτικοί εργάζονταν σε οικογενειακή και κοινοτική βάση. Δημιούργησαν στενή σχέση με παροικίες και κοινότητες Ελλήνων στο εξωτερικό, μέσα από καλά συναρθρωμένα δίκτυα που βασίζονταν στη συγγένεια και στην κοινή κοινοτική τους καταγωγή. Στις χώρες και τα χωριά των νησιών είχαμε και αντίστροφη πολιτιστική επίδραση από αυτές τις κοινότητες- προορισμούς των καραβιών.
Τα εμπορικά πλοία της εποχής ήταν βασικά συνιδιοκτησία περισσότερων συνεταίρων («παρτζινέβελοι») και για την πραγματοποίηση ενός εμπορικού ταξιδιού τα μερίδια, με τα οποία συμμετείχε ο καθένας από τους μετέχοντες του συνεταιρισμού, συγκροτούσαν τη «σερμαγιά». Η εκκαθάριση του πλεονάσματος γινόταν ανάλογα με τα μερίδια συμμετοχής. Μερικές φορές βρίσκονταν και άλλοι χρηματοδότες του ταξιδιού, εκτός από τους συνεταίρους του καραβιού. Ο διαχειριστής ήταν ο καπετάνιος του πλοίου, ο οποίος επέλεγε συνήθως το πλήρωμα από το νησί καταγωγής του.
Για ταξίδια εντός του Αιγαίου, είχαν τη «ραγιάδικη» σημαία και κάθε νησί μπορούσε να έχει τη δική του. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που υπογράφηκε στα 1774 μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα ελληνόκτητα πλοία μπορούσαν να υψώνουν τη ρωσική σημαία. Στη περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, τα ελληνικά «σιταράδικα» διασπούσαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών παραλιών, πραγματοποιώντας μεγάλα πλεονάσματα επίσης.
Το 19ο τα ελληνικά πλοία έπλεαν από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Δύση με φορτία κυρίως από σιτηρά, μαλλί, βαμβάκι, λιναρόσπορο και ζωικό λίπος και επέστρεφαν από εκεί φορτωμένα με κάρβουνο και βιομηχανικά προϊόντα. Η περιοχή της σημερινής Ουκρανίας είχε αναδειχθεί σαν σιτοβολώνας της Ευρώπης από τον 19ο αιώνα και τα σιτηρά το κύριο φορτίο στα αμπάρια των ελληνόκτητων πλοίων, που φορτώνανε από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, κύρια από την Οδησσό . Σημαντικό μέρος αυτού του στόλου, εξοπλισμένο κατάλληλα, αντιμετώπισε στη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας τον οθωμανικό πολεμικό στόλο καταφέρνοντάς του σημαντικά πλήγματα.[3].
Μετά το τέλος της Επανάστασης του 1821,το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού στόλου συγκεντρώθηκε στη Σύρο, όπου κατέφυγαν πρόσφυγες κυρίως από τη Χίο, τα Ψαρά και την Κάσο μαζί με την ναυτική τεχνογνωσία τους[4].
Η Ερμούπολη έγινε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριο των σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας αλλά και των αγαθών που εισάγονταν μέσω Σύρου στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ ιδρύθηκε από το ελληνικό δημόσιο το 1856 η πρώτη εταιρεία τακτικών γραμμών, η «Ελληνική Ατμοπλοΐα», με κύρια δραστηριότητα την ατμοπλοϊκή σύνδεση των νησιών και των παράλιων πόλεων της Ελλάδας, και το 1861 η πρώτη μονάδα συντήρησης ατμόπλοιων. Στη συνέχεια όμως, ο ατμός που έδωσε τη δυνατότητα για μακρινότερα ταξίδια, ο τηλέγραφος για αμεσότερη επικοινωνία –άρα δεν υπήρχε πια η ανάγκη ενδιάμεσο διαμετακομιστικό σταθμό-και ο Ισθμός της Κορίνθου, συνετέλεσαν στο να μεταφερθεί το κέντρο της ναυτιλίας στον Πειραιά.
Έτσι οι νησιωτικές κοινότητες έπαψαν πια να είναι σημαντικές για τη ναυτιλία και το εμπόριο και είχαν λίγο ως πολύ την ίδια αντιμετώπιση με τις στεριανές κοινότητες από τη μεριά του νεοελληνικού κράτους. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε καλύτερα τη συμβολή των νησιωτικών κοινοτήτων στο πνεύμα του νεοελληνικού κοινοτισμού, αν δούμε πιο αναλυτικά δύο παραδείγματα, της Καλύμνου και της Άνδρου.
Το παράδειγμα της Καλύμνου
Το νησί είχε αυτονομία που επέτρεπε να ζει ελεύθερα μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να πληρώνει μονάχα τη «μαχτού», ένα είδος φόρου κατ' αποκοπήν.
Είναι βραχώδες, με έκταση γύρω στα 109 τετραγωνικά χιλιόμετρα, διαθέτει πολύ μικρή έκταση για καλλιέργειες στις κοιλάδες Βαθύ, Πάνορμος και Πόθια. Τα εσπεριδοειδή, λίγα δημητριακά, μέλι, λάδι, κηπευτικά, καθώς και λίγα γιδοπρόβατα είναι τα κυρίως προϊόντα του για αυτοτροφοδοσία κυρίως.
Η σπογγαλιεία ήταν όμως το «προνόμιο» του άγονου νησιού και η αιτία της «προκοπής» του. Υπάρχουν στοιχεία από το 1800. Σύμφωνα με αυτά, «στις αρχές του Μαΐου ξεκινούσε μία ομάδα 4-7 ανθρώπων με μία βάρκα 6-8 μέτρων και μερικές προμήθειες (καβουρδισμένο πρόβειο ή γιδίσιο κρέας, λίγα όσπρια, ρύζι, ελιές, τυρί και κρίθινο παξιμάδι), για να ψαρέψουν σφουγγάρια με μοναδικό εφόδιο την αντοχή της αναπνοής τους. Βουτούσαν μέχρι τα 30 μέτρα για να αποσπάσουν σφουγγάρια που επεσήμαναν με γυαλί από τη βάρκα. Στο νησί επέστρεφαν αρχές Σεπτεμβρίου»[5].
Οι Καλύμνιοι έμποροι, αγόραζαν, επεξεργάζονταν τα σφουγγάρια και τα πουλούσαν σαν γυρολόγοι, ξεκινώντας από Σύρο, Ναύπλιο, Κωνσταντινούπολη και φθάνοντας μέχρι Οδησσό, Κίεβο, Πετρούπολη, και στη συνέχεια Δυτική Ευρώπη. Στα μέσα του 19ου αιώνα κέντρο διακίνησης των σφουγγαριών έγινε η Τεργέστη απ' όπου διοχετεύονταν στα ευρωπαϊκά κέντρα κατανάλωσης.
Η βιομηχανική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη δημιούργησε μεγάλη ζήτηση σφουγγαριών. Το 1825 το νησί είχε 5.000 κατοίκους ενώ το 1912, όταν οι Ιταλοί το κατέλαβαν μαζί με τη Δωδεκάνησο, είχε 23.200 πληθυσμό, λόγω των εποίκων που είχαν έλθει από τα γύρω νησιά, για να ασχοληθούν με την σπογγαλιεία. Το 1869 εμφανίζεται το σκάφανδρο και από τότε δεν είναι οι 4-7 άνθρωποι της βάρκας, αλλά οι 30-50 δύτες και βοηθητικοί που απαρτίζουν το σπογγοαλιευτικό.
Η Δημογεροντία
Με την πάροδο του χρόνου δημιουργείται μια ζηλευτή τοπική δημοκρατική αυτοδιοίκηση που σαν αποτέλεσμα έχει μια ευημερούσα πολιτεία. Κάθε χρόνο, στις 26 Δεκεμβρίου εκλεγόταν με μυστική ψηφοφορία η Δημογεροντία Καλύμνου (έως 12 άτομα).
Η ψήφιση σε λαϊκή συνέλευση την 1.3.1884, του «Κανονισμού λειτουργίας της Σπογγαλιείας και των καταδυτικών μηχανών», για παράδειγμα, είναι ώριμος καρπός μελέτης κι έρευνας των εξελίξεων από την εμφάνιση του σκαφάνδρου. Αποτελείται από 43 άρθρα και θεσπίζει πρωτόγνωρους κανόνες εμπορικού και εργατικού δικαίου[6]
Η ψήφιση από τη Γενική Λαϊκή Συνέλευση στις 20.12.1894 του «Κανονισμού Δημογεροντίας Καλύμνου» αποτελεί ένα τοπικό Σύνταγμα που κωδικοποιούσε και βελτίωνε τα μέχρι τότε ισχύοντα. Ανάμεσα στα άλλα προέβλεπε δωρεάν Παιδεία και Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη. Αποτελούταν από 46 άρθρα. Στο άρθρο 2 του κανονισμού του έτους 1894 (υπό οθωμανική κατοχή), διαβάζουμε: «Προκειμένου περί ζητημάτων θιγόντων τα ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου, η Δημογεροντία κατά τα ανέκαθεν κεκανονισμένα ουδεμίαν αρμοδιότητα έχει, μόνος δε αρμόδιος είναι ο Λαός της νήσου Καλύμνου, προς ον η Δημογεροντία οφείλει να αναφέρεται εν πάση τοιαύτη περιπτώσει και συμφώνως τη κοινή αυτού εγκρίσει ενεργεί νομίμως.
Άλλως πάσα οιαδήποτε μονομερής πράξις της Δημογεροντίας θέλει είσθαι όλως άκυρος, οι δε παραίτιοι αυτής Δημογέροντες είτε και Δημοτικοί Σύμβουλοι θέλουσιν είσθαι υπεύθυνοι απέναντι του Λαού, θα παύωνται αμέσως τις θέσεων των, και θα εκλέγονται κατά τα κεκανονισμένα υπό του λαού άλλοι ανταυτών εν οιαδήποτε εποχή του έτους.»
Παρ’ όλα αυτά στα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργείται το πρώτο ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα από την Κάλυμνο προς τη Ρωσία κυρίως. Αιτία οι κίνδυνοι του σφουγγαράδικου επαγγέλματος που με την εφαρμογή του σκάφανδρου, υπήρχε μεγάλος αριθμός θανάτων και παράλυτων. Δημιουργούνται έτσι και οι πρώτες κοινότητες μεταναστών στην Οδησσό, την Αγία Πετρούπολη αλλά και άλλες ρωσικές μεγαλουπόλεις.
Μεχρι τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, το 1914, η Καλυμνιακή κοινότητα στην Πετρούπολη γνώριζε μέρες ευμάρειας. Υπήρχαν γύρω στα 50-60 καταστήματα, σφουγγαράδικα, εστιατόρια, τσαγερίες, παντουφλατζίδικα κ.λπ.[7]
[1] Στη Βικιπαίδια διαβάζουμε: Από την αρχή της εφαρμογής της αβαρίας, που εξελίχθηκε σε ναυτικό έθιμο, κατά το οποίο και τελικά διασώζεται τόσο το πλοίο όσο και το υπόλοιπο φορτίο, θεωρήθηκε δίκαιο η προκαλούμενη ζημία εκ της θυσίας του εκβληθέντος φορτίου να μοιράζεται μεταξύ όλων εκείνων που έχουν συμφέρον από την επελθούσα διάσωση, δηλαδή του πλοίου και του υπόλοιπου του φορτίου.
Η παλαιά αυτή ναυτική συνήθεια αποτέλεσε τη βάση του θεσμού της αβαρίας την οποία σχεδόν όλα τα ναυτικά κράτη προσπάθησαν εξ αρχής να ρυθμίσουν, νομοθετικά τουλάχιστον για το δίκαιο καταμερισμό των επερχομένων οικονομικών συνεπειών .http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1
[2] Σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, όσοι ζούσαν ή κινούνταν στο Αιγαίο είχαν να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο της πειρατικής επιδρομής. Ναυτικοί, έμποροι και ταξιδιώτες, νησιώτες και κάτοικοι παραθαλάσσιων χωριών της ελληνικής χερσονήσου αιχμαλωτίζονταν από οργανωμένα δίκτυα πειρατείας για να καταλήξουν στα σκλαβοπάζαρα της βόρειας Αφρικής και των μεγάλων πόλεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επιδρομείς διάλεγαν συνήθως ημέρες γιορτής, όταν οι περισσότεροι κάτοικοι μιας κοινότητας βρίσκονταν συναγμένοι σε κάποιο κεντρικό σημείο, φορώντας πολύτιμα κοσμήματα και στολίδια. Όσοι αιχμαλωτίζονταν, διατηρούσαν μία προσδοκία για τη σωτηρία τους: να καταφέρει η οικογένειά τους να τους εξαγοράσει πληρώνοντας λύτρα στους πειρατές. Όταν η οικογένεια δεν μπορούσε να καλύψει το ποσό της εξαγοράς, οι ελπίδες μεταφέρονταν στην κοινότητα. Παρόλα αυτά, σε περιόδους έξαρσης της πειρατείας τα έξοδα γίνονταν δυσβάστακτα ακόμα και για ακμαίες οικονομικά κοινότητες. Στις περιστάσεις αυτές ιδρύονταν ταμεία για την εξαγορά των αιχμαλώτων, ενώ στα λιμάνια επιβάλλονταν για τον ίδιο σκοπό ειδικοί φόροι, όπως τα "σκλαβιάτικα" ή το "τουρκοτέλι". http://www.ime.gr/chronos/11/el/gr/violence/insecurity/pirates.html
[3] Οι παροικίες στην Οδησσό, αλλά και στη Μασσαλία, την Τεργέστη, το Άμστερνταμ, είχαν πολυάριθμη ελληνική παρουσία. Η οικονομική άνθηση αυτών των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού βοήθησε από τη μια στην ανάπτυξη πολιτιστικής και πολιτικής δράσης -μέσα από τα τυπογραφεία που είχαν οργανώσει για την έντυπη διάδοση των επαναστατικών ιδεών-και από την άλλη στην προετοιμασία, οργάνωση και ενίσχυση της Ελληνικής Επανάστασης, με αποστολή χρημάτων, πλοίων και πολεμοφοδίων.
[4] Γενικά τα νησιά των Κυκλάδων λειτούργησαν σα σύνολο αμιγώς νησιωτικό, αλλά νησιά όπως η Χίος ή η Μυτιλήνη λειτούργησαν σαν σύνολα που περιέκλειαν τα ηπειρωτικά τους εξαρτήματα με τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Το ίδιο και οι Σποράδες με τη βόρεια Εύβοια, το Πήλιο και τον θεσσαλικό κάμπο. Οι Σποράδες αποτέλεσαν επίσης κρίκο σύνδεσης με το Θερμαϊκό κόλπο και οι ναυτότοποι της περιοχής εξυπηρετούσαν και τις ανάγκες της μακεδονικής πεδιάδας. Στο νοτιοδυτικό Αιγαίο, η Ύδρα και οι Σπέτσες, που είχαν προηγηθεί στην ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου, αλλά δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τη ναυτική τους δύναμη σε ατμοκίνητη, έδωσαν στη νέα εποχή κυρίως καπετάνιους.
[5] Αφιέρωμα της Καθημερινής 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1994: «Η μακραίωνη Ιστορία της Καλύμνου»
[6] Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος Ε, 1955, σελ. 175-194.
[7] Καλυμνιακά Χρονικά
Το αιγαιοπελαγίτικο νησιωτικό σύμπλεγμα με τα ηπειρωτικά του παράλια, θεωρούνταν πάντα σαν μια ενιαία περιοχή με κοινά χαρακτηριστικά. Το Αιγαίο, κέντρο ιδιαίτερου πολιτισμού κατά την αρχαιότητα έγινε, ήταν και το κέντρο της «βυζαντινής λίμνης» κατά την περίοδο του βυζαντίου. Θαλάσσιοι δρόμοι ζωτικής σημασίας διασταυρώνονταν στα νερά του και αργότερα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των λατινικών δημοκρατιών(Βενετία, Γένοβα, Πίζα, κλπ ) και κατά την οθωμανική κυριαρχία, αλλά και μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, στο πλαίσιο της οργάνωσης της ναυτιλίας, εφαρμόστηκε ο «Νόμος Ροδίων Ναυτικών», με βασικό στοιχείο την εισαγωγή της «αβαρίας»[1], ενός εθιμικού θεσμού που ίσχυσε και στη συνέχεια.
Τα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες προς τις δυτικές ναυτικές δημοκρατίες προετοίμασαν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο. Μετά την Δ΄ Σταυροφορία (1204 μ.Χ.), τη δικαιοδοσία στα νησιά του Αιγαίου την είχαν οι Λατίνοι. Ο Μάρκος Σανούδος ο επικεφαλής του στόλου που κατέλαβε τα νησιά, δημιούργησε το Δουκάτο του Αιγαίου με κέντρο τη Νάξο, ενώ δώρισε στους συντρόφους του τα άλλα νησιά ως φέουδα. Το Δουκάτο καταλύθηκε το 1537 μ.Χ. από τον Οθωμανό Μπαρμπαρόσα.
Από τότε το Αιγαίο έγινε ένας επικίνδυνος χώρος για την πλοήγηση για δύο αιώνες(16ος-18ος). Στα νερά του δρούσαν μουσουλμάνοι αλλά και χριστιανοί πειρατές και κουρσάροι. Για να τους αντιμετωπίσουν οι καραβοκύρηδες και ναυτικοί των νησιών, άρχισαν να τοποθετούν στα πλοία τους κανόνια. Τα εμπορικά νησιά μοιράζονταν τα έξοδα για να συντηρούνται αντιπειρατικές «γαλεότες» ή «τράτες»[2]. Πολλοί από τους νησιώτες όμως στρατολογούνταν και στα κουρσάρικα καράβια ή γίνονταν προμηθευτές τροφίμων και εξοπλισμού ή εμπορεύονταν λαθραία. Νησιά όπως η Ύδρα, τα Ψαρά, η Σκύρος και η Πάτμος ήταν σταθμοί ιδίως για το λαθρεμπόριο των σιτηρών που φορτώνονταν στα λιμάνια της Θεσσαλίας, της Μικράς Ασίας και της Πελοπονήσου. Το 18ο αιώνα πειρατεία εξασκούσαν και πολλοί Υδραίοι, Μήλιοι, Σκοπελίτες, Μυκονιάτες, Σπετσιώτες, Τήνιοι και Ψαριανοί.
Τέτοιες οικονομικές δραστηριότητες επέτρεψαν στο ελληνικό στοιχείο να συσσωρεύσει ένα αρχικό κεφάλαιο και να αποκτήσει μια θέση στα εμπορικά δίκτυα του μεσογειακού κόσμου. Έχοντας ναυτική γνώση, οι Αιγαιοπελαγίτες έμποροι και ναυτικοί εργάζονταν σε οικογενειακή και κοινοτική βάση. Δημιούργησαν στενή σχέση με παροικίες και κοινότητες Ελλήνων στο εξωτερικό, μέσα από καλά συναρθρωμένα δίκτυα που βασίζονταν στη συγγένεια και στην κοινή κοινοτική τους καταγωγή. Στις χώρες και τα χωριά των νησιών είχαμε και αντίστροφη πολιτιστική επίδραση από αυτές τις κοινότητες- προορισμούς των καραβιών.
Τα εμπορικά πλοία της εποχής ήταν βασικά συνιδιοκτησία περισσότερων συνεταίρων («παρτζινέβελοι») και για την πραγματοποίηση ενός εμπορικού ταξιδιού τα μερίδια, με τα οποία συμμετείχε ο καθένας από τους μετέχοντες του συνεταιρισμού, συγκροτούσαν τη «σερμαγιά». Η εκκαθάριση του πλεονάσματος γινόταν ανάλογα με τα μερίδια συμμετοχής. Μερικές φορές βρίσκονταν και άλλοι χρηματοδότες του ταξιδιού, εκτός από τους συνεταίρους του καραβιού. Ο διαχειριστής ήταν ο καπετάνιος του πλοίου, ο οποίος επέλεγε συνήθως το πλήρωμα από το νησί καταγωγής του.
Για ταξίδια εντός του Αιγαίου, είχαν τη «ραγιάδικη» σημαία και κάθε νησί μπορούσε να έχει τη δική του. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που υπογράφηκε στα 1774 μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα ελληνόκτητα πλοία μπορούσαν να υψώνουν τη ρωσική σημαία. Στη περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, τα ελληνικά «σιταράδικα» διασπούσαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών παραλιών, πραγματοποιώντας μεγάλα πλεονάσματα επίσης.
Το 19ο τα ελληνικά πλοία έπλεαν από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Δύση με φορτία κυρίως από σιτηρά, μαλλί, βαμβάκι, λιναρόσπορο και ζωικό λίπος και επέστρεφαν από εκεί φορτωμένα με κάρβουνο και βιομηχανικά προϊόντα. Η περιοχή της σημερινής Ουκρανίας είχε αναδειχθεί σαν σιτοβολώνας της Ευρώπης από τον 19ο αιώνα και τα σιτηρά το κύριο φορτίο στα αμπάρια των ελληνόκτητων πλοίων, που φορτώνανε από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, κύρια από την Οδησσό . Σημαντικό μέρος αυτού του στόλου, εξοπλισμένο κατάλληλα, αντιμετώπισε στη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας τον οθωμανικό πολεμικό στόλο καταφέρνοντάς του σημαντικά πλήγματα.[3].
Μετά το τέλος της Επανάστασης του 1821,το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού στόλου συγκεντρώθηκε στη Σύρο, όπου κατέφυγαν πρόσφυγες κυρίως από τη Χίο, τα Ψαρά και την Κάσο μαζί με την ναυτική τεχνογνωσία τους[4].
Η Ερμούπολη έγινε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριο των σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας αλλά και των αγαθών που εισάγονταν μέσω Σύρου στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ ιδρύθηκε από το ελληνικό δημόσιο το 1856 η πρώτη εταιρεία τακτικών γραμμών, η «Ελληνική Ατμοπλοΐα», με κύρια δραστηριότητα την ατμοπλοϊκή σύνδεση των νησιών και των παράλιων πόλεων της Ελλάδας, και το 1861 η πρώτη μονάδα συντήρησης ατμόπλοιων. Στη συνέχεια όμως, ο ατμός που έδωσε τη δυνατότητα για μακρινότερα ταξίδια, ο τηλέγραφος για αμεσότερη επικοινωνία –άρα δεν υπήρχε πια η ανάγκη ενδιάμεσο διαμετακομιστικό σταθμό-και ο Ισθμός της Κορίνθου, συνετέλεσαν στο να μεταφερθεί το κέντρο της ναυτιλίας στον Πειραιά.
Έτσι οι νησιωτικές κοινότητες έπαψαν πια να είναι σημαντικές για τη ναυτιλία και το εμπόριο και είχαν λίγο ως πολύ την ίδια αντιμετώπιση με τις στεριανές κοινότητες από τη μεριά του νεοελληνικού κράτους. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε καλύτερα τη συμβολή των νησιωτικών κοινοτήτων στο πνεύμα του νεοελληνικού κοινοτισμού, αν δούμε πιο αναλυτικά δύο παραδείγματα, της Καλύμνου και της Άνδρου.
Το παράδειγμα της Καλύμνου
Το νησί είχε αυτονομία που επέτρεπε να ζει ελεύθερα μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να πληρώνει μονάχα τη «μαχτού», ένα είδος φόρου κατ' αποκοπήν.
Είναι βραχώδες, με έκταση γύρω στα 109 τετραγωνικά χιλιόμετρα, διαθέτει πολύ μικρή έκταση για καλλιέργειες στις κοιλάδες Βαθύ, Πάνορμος και Πόθια. Τα εσπεριδοειδή, λίγα δημητριακά, μέλι, λάδι, κηπευτικά, καθώς και λίγα γιδοπρόβατα είναι τα κυρίως προϊόντα του για αυτοτροφοδοσία κυρίως.
Η σπογγαλιεία ήταν όμως το «προνόμιο» του άγονου νησιού και η αιτία της «προκοπής» του. Υπάρχουν στοιχεία από το 1800. Σύμφωνα με αυτά, «στις αρχές του Μαΐου ξεκινούσε μία ομάδα 4-7 ανθρώπων με μία βάρκα 6-8 μέτρων και μερικές προμήθειες (καβουρδισμένο πρόβειο ή γιδίσιο κρέας, λίγα όσπρια, ρύζι, ελιές, τυρί και κρίθινο παξιμάδι), για να ψαρέψουν σφουγγάρια με μοναδικό εφόδιο την αντοχή της αναπνοής τους. Βουτούσαν μέχρι τα 30 μέτρα για να αποσπάσουν σφουγγάρια που επεσήμαναν με γυαλί από τη βάρκα. Στο νησί επέστρεφαν αρχές Σεπτεμβρίου»[5].
Οι Καλύμνιοι έμποροι, αγόραζαν, επεξεργάζονταν τα σφουγγάρια και τα πουλούσαν σαν γυρολόγοι, ξεκινώντας από Σύρο, Ναύπλιο, Κωνσταντινούπολη και φθάνοντας μέχρι Οδησσό, Κίεβο, Πετρούπολη, και στη συνέχεια Δυτική Ευρώπη. Στα μέσα του 19ου αιώνα κέντρο διακίνησης των σφουγγαριών έγινε η Τεργέστη απ' όπου διοχετεύονταν στα ευρωπαϊκά κέντρα κατανάλωσης.
Η βιομηχανική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη δημιούργησε μεγάλη ζήτηση σφουγγαριών. Το 1825 το νησί είχε 5.000 κατοίκους ενώ το 1912, όταν οι Ιταλοί το κατέλαβαν μαζί με τη Δωδεκάνησο, είχε 23.200 πληθυσμό, λόγω των εποίκων που είχαν έλθει από τα γύρω νησιά, για να ασχοληθούν με την σπογγαλιεία. Το 1869 εμφανίζεται το σκάφανδρο και από τότε δεν είναι οι 4-7 άνθρωποι της βάρκας, αλλά οι 30-50 δύτες και βοηθητικοί που απαρτίζουν το σπογγοαλιευτικό.
Η Δημογεροντία
Με την πάροδο του χρόνου δημιουργείται μια ζηλευτή τοπική δημοκρατική αυτοδιοίκηση που σαν αποτέλεσμα έχει μια ευημερούσα πολιτεία. Κάθε χρόνο, στις 26 Δεκεμβρίου εκλεγόταν με μυστική ψηφοφορία η Δημογεροντία Καλύμνου (έως 12 άτομα).
Η ψήφιση σε λαϊκή συνέλευση την 1.3.1884, του «Κανονισμού λειτουργίας της Σπογγαλιείας και των καταδυτικών μηχανών», για παράδειγμα, είναι ώριμος καρπός μελέτης κι έρευνας των εξελίξεων από την εμφάνιση του σκαφάνδρου. Αποτελείται από 43 άρθρα και θεσπίζει πρωτόγνωρους κανόνες εμπορικού και εργατικού δικαίου[6]
Η ψήφιση από τη Γενική Λαϊκή Συνέλευση στις 20.12.1894 του «Κανονισμού Δημογεροντίας Καλύμνου» αποτελεί ένα τοπικό Σύνταγμα που κωδικοποιούσε και βελτίωνε τα μέχρι τότε ισχύοντα. Ανάμεσα στα άλλα προέβλεπε δωρεάν Παιδεία και Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη. Αποτελούταν από 46 άρθρα. Στο άρθρο 2 του κανονισμού του έτους 1894 (υπό οθωμανική κατοχή), διαβάζουμε: «Προκειμένου περί ζητημάτων θιγόντων τα ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου, η Δημογεροντία κατά τα ανέκαθεν κεκανονισμένα ουδεμίαν αρμοδιότητα έχει, μόνος δε αρμόδιος είναι ο Λαός της νήσου Καλύμνου, προς ον η Δημογεροντία οφείλει να αναφέρεται εν πάση τοιαύτη περιπτώσει και συμφώνως τη κοινή αυτού εγκρίσει ενεργεί νομίμως.
Άλλως πάσα οιαδήποτε μονομερής πράξις της Δημογεροντίας θέλει είσθαι όλως άκυρος, οι δε παραίτιοι αυτής Δημογέροντες είτε και Δημοτικοί Σύμβουλοι θέλουσιν είσθαι υπεύθυνοι απέναντι του Λαού, θα παύωνται αμέσως τις θέσεων των, και θα εκλέγονται κατά τα κεκανονισμένα υπό του λαού άλλοι ανταυτών εν οιαδήποτε εποχή του έτους.»
Παρ’ όλα αυτά στα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργείται το πρώτο ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα από την Κάλυμνο προς τη Ρωσία κυρίως. Αιτία οι κίνδυνοι του σφουγγαράδικου επαγγέλματος που με την εφαρμογή του σκάφανδρου, υπήρχε μεγάλος αριθμός θανάτων και παράλυτων. Δημιουργούνται έτσι και οι πρώτες κοινότητες μεταναστών στην Οδησσό, την Αγία Πετρούπολη αλλά και άλλες ρωσικές μεγαλουπόλεις.
Μεχρι τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, το 1914, η Καλυμνιακή κοινότητα στην Πετρούπολη γνώριζε μέρες ευμάρειας. Υπήρχαν γύρω στα 50-60 καταστήματα, σφουγγαράδικα, εστιατόρια, τσαγερίες, παντουφλατζίδικα κ.λπ.[7]
[1] Στη Βικιπαίδια διαβάζουμε: Από την αρχή της εφαρμογής της αβαρίας, που εξελίχθηκε σε ναυτικό έθιμο, κατά το οποίο και τελικά διασώζεται τόσο το πλοίο όσο και το υπόλοιπο φορτίο, θεωρήθηκε δίκαιο η προκαλούμενη ζημία εκ της θυσίας του εκβληθέντος φορτίου να μοιράζεται μεταξύ όλων εκείνων που έχουν συμφέρον από την επελθούσα διάσωση, δηλαδή του πλοίου και του υπόλοιπου του φορτίου.
Η παλαιά αυτή ναυτική συνήθεια αποτέλεσε τη βάση του θεσμού της αβαρίας την οποία σχεδόν όλα τα ναυτικά κράτη προσπάθησαν εξ αρχής να ρυθμίσουν, νομοθετικά τουλάχιστον για το δίκαιο καταμερισμό των επερχομένων οικονομικών συνεπειών .http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1
[2] Σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, όσοι ζούσαν ή κινούνταν στο Αιγαίο είχαν να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο της πειρατικής επιδρομής. Ναυτικοί, έμποροι και ταξιδιώτες, νησιώτες και κάτοικοι παραθαλάσσιων χωριών της ελληνικής χερσονήσου αιχμαλωτίζονταν από οργανωμένα δίκτυα πειρατείας για να καταλήξουν στα σκλαβοπάζαρα της βόρειας Αφρικής και των μεγάλων πόλεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επιδρομείς διάλεγαν συνήθως ημέρες γιορτής, όταν οι περισσότεροι κάτοικοι μιας κοινότητας βρίσκονταν συναγμένοι σε κάποιο κεντρικό σημείο, φορώντας πολύτιμα κοσμήματα και στολίδια. Όσοι αιχμαλωτίζονταν, διατηρούσαν μία προσδοκία για τη σωτηρία τους: να καταφέρει η οικογένειά τους να τους εξαγοράσει πληρώνοντας λύτρα στους πειρατές. Όταν η οικογένεια δεν μπορούσε να καλύψει το ποσό της εξαγοράς, οι ελπίδες μεταφέρονταν στην κοινότητα. Παρόλα αυτά, σε περιόδους έξαρσης της πειρατείας τα έξοδα γίνονταν δυσβάστακτα ακόμα και για ακμαίες οικονομικά κοινότητες. Στις περιστάσεις αυτές ιδρύονταν ταμεία για την εξαγορά των αιχμαλώτων, ενώ στα λιμάνια επιβάλλονταν για τον ίδιο σκοπό ειδικοί φόροι, όπως τα "σκλαβιάτικα" ή το "τουρκοτέλι". http://www.ime.gr/chronos/11/el/gr/violence/insecurity/pirates.html
[3] Οι παροικίες στην Οδησσό, αλλά και στη Μασσαλία, την Τεργέστη, το Άμστερνταμ, είχαν πολυάριθμη ελληνική παρουσία. Η οικονομική άνθηση αυτών των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού βοήθησε από τη μια στην ανάπτυξη πολιτιστικής και πολιτικής δράσης -μέσα από τα τυπογραφεία που είχαν οργανώσει για την έντυπη διάδοση των επαναστατικών ιδεών-και από την άλλη στην προετοιμασία, οργάνωση και ενίσχυση της Ελληνικής Επανάστασης, με αποστολή χρημάτων, πλοίων και πολεμοφοδίων.
[4] Γενικά τα νησιά των Κυκλάδων λειτούργησαν σα σύνολο αμιγώς νησιωτικό, αλλά νησιά όπως η Χίος ή η Μυτιλήνη λειτούργησαν σαν σύνολα που περιέκλειαν τα ηπειρωτικά τους εξαρτήματα με τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Το ίδιο και οι Σποράδες με τη βόρεια Εύβοια, το Πήλιο και τον θεσσαλικό κάμπο. Οι Σποράδες αποτέλεσαν επίσης κρίκο σύνδεσης με το Θερμαϊκό κόλπο και οι ναυτότοποι της περιοχής εξυπηρετούσαν και τις ανάγκες της μακεδονικής πεδιάδας. Στο νοτιοδυτικό Αιγαίο, η Ύδρα και οι Σπέτσες, που είχαν προηγηθεί στην ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου, αλλά δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τη ναυτική τους δύναμη σε ατμοκίνητη, έδωσαν στη νέα εποχή κυρίως καπετάνιους.
[5] Αφιέρωμα της Καθημερινής 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1994: «Η μακραίωνη Ιστορία της Καλύμνου»
[6] Καλυμνιακά Χρονικά, τόμος Ε, 1955, σελ. 175-194.
[7] Καλυμνιακά Χρονικά