Την κατάργηση των κοινοτήτων από τους Βαυαρούς είχε καταγγείλει ήδη από το 1879 ο Γ. Αγγελόπουλος καθηγητής διοικητικού δικαίου, σαν ένα γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα ένα συγκεντρωτικό σύστημα το οποίο «απεμάκρυνε την αρχαίαν ζωτικότητα και πρωτοβουλίαν του ελληνικού λαού».
Αργότερα, και πρώτος που πρότεινε πολιτειακή οργάνωση με βάση την κοινότητα, ήταν ο Ίων Δραγούμης(1878-1920) μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Περικλή Γιαννόπουλο(1869-1910). Ο Δραγούμης ξεκινούσε από την πραγματικότητα κυρίως των κοινοτήτων του τουρκοκρατούμενου και απόδημου ελληνισμού, γι αυτό και πρότεινε απλά την αναγνώρισή τους από το νεοελληνικό κράτος και τη μη αποδόμησή τους από αυτό.
Την πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη των νεοελληνικών κοινοτικών ιδεών την έκανε ο Κων/νος Καραβίδας(1890-1973) μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Ντίνο Μαλούχο(1895-1928), οι οποίοι μελέτησαν κυρίως τους κοινοτικούς θεσμούς όταν η Μακεδονία είχε ήδη απελευθερωθεί και το ελληνικό κράτος λειτουργούσε σαν οδοστρωτήρας ισοπεδώνοντας τις τοπικές κοινότητες. Το «δίδυμο» Καραβίδα-Μαλούχου ήταν ο κύριος εκφραστής του νεοελληνικού κοινοτισμού. Κυρίως ο πρώτος, γιατί ο δεύτερος έφυγε δυστυχώς νωρίς. Συμπληρωματικός τους ήταν ο επίσης φίλος του Καραβίδα, ο κοινωνιολόγος Δημοσθένης Δανιηλίδης(1889-1972), ο οποίος γεννημένος στο Προκόπι της Καππαδοκίας και περνώντας μεγάλο μέρος της ζωής του στις ελληνικές κοινότητες της ευρωπαϊκής διασποράς, προσπάθησε και πρακτικά να ανασυστήσει στην Εύβοια την κοινότητα της καταγωγής του, σαν παράδειγμα αυτόνομης οικονομικής και πολιτιστικής οντότητας.
Η ανάλυση του νεοελληνικού κοινοτισμού από τους παραπάνω ήταν προϊόν αυθεντικής μελέτης. Προϊόν αυθεντικής ανάλυσης του κοινωνιολογικού ελληνικού παρελθόντος σε οργανική συνάφεια με την τότε ελληνική πραγματικότητα της υπαίθρου, της διασποράς και των κάτω από τους Οθωμανούς ελληνικών περιοχών. Δεν ήταν, όπως οι άλλες δυτικής προέλευσης θεωρίες (π.χ. ιδεαλισμός, σοσιαλισμός, μαρξισμός), απλή μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα των αντίστοιχων διανοούμενων. Και αυτό έχει τη σημασία του για τα δικά μας συμπεράσματα, που περίπου και συνοπτικά είναι τα παρακάτω:
Στον ελλαδικό χώρο έπαιξε και παίζει ακόμα μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής συνείδησης η ιστορία και η οικογεωγραφία. Η νεοελληνική ταυτότητα-όσο μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο στον ενικό, γιατί στην ουσία υπάρχουν πολλές παράλληλες ταυτότητες στα πλαίσιά της-διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό –εκτός από τη βιολογία και την κοινωνιολογία, που αφορά σε όλους τους ανθρώπους-και από την ιστορική εξέλιξη και από τη γεωγραφική διαμόρφωση και θέση της χώρας.
α) Όσον αφορά στην ιστορία:
Ο ελλαδικός χώρος υπήρξε σταυροδρόμι πολλών λαών και πολιτισμών κατά τη διάρκεια της χρονικής εξέλιξης. Το κοινοτικό πνεύμα της αρχαίας ελληνικής κοινότητας ξεκινά από την ελληνική Πόλιν που συγκροτήθηκε από Κοινότητες και οι κοινότητες από Οίκους. Ο οίκος και η κοινότητα είναι αναγκαίες για το ζην, ενώ η πόλις για το ευ ζην. Στην εξέλιξή του το ελληνικό κοινοτικό πνεύμα ολοκληρώνεται στη πόλι-κράτος, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συνειδητή συλλογική αυτοθέσμιση. Η πολιτειακή αυτοθέσμιση περιλαμβάνει και την εκπαίδευση του Πολίτη με κριτήρια αμιγώς “πολιτικά”. Διαμορφώνει δηλαδή η ίδια η πόλις, σύμφωνα με τα πρότυπά της, την προσωπικότητα του πολίτη, το πολιτικό της κύτταρο.
Αυτό το πνεύμα της κλασσικής εποχής πέρασε στη συνέχεια στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες(που πήραν τον όρο από την «εκκλησία του δήμου» για να θεσμίσουν την πρωτοχριστιανική εκκλησία). Στη συνέχεια, στο Βυζάντιο, το κοινοτικό πνεύμα αλλοτριώθηκε με το ιδιαίτερο φεουδαρχικό σύστημα και διαστρεβλώθηκε στα πλαίσια των αναχωρητικών-μοναχικών κοινοτήτων, όπου το εξισωτικό πνεύμα είχε να κάνει κυρίως με την ισότητα απέναντι του θεού. Η αυτονομία της κοινότητας αναπτύσσεται ή ψαλιδίζεται, αναλόγως με το υπερκείμενο κάθε φορά ευρύτερο σύστημα εξουσίας: των πόλεων-κρατών, των ελληνιστικών βασιλείων, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Φραγκοκρατίας και τέλος της Τουρκοκρατίας. Όσο διατηρεί την παραγωγική αυτονομία της, η κοινότητα διεκδικεί και την πολιτική αυτονομία της. Οι χειρότερες εποχές της συμπίπτουν με τη μεσαιωνική φραγκοκρατία (13ος αιώνας), όπου η φεουδαρχία διαλύει την κοινότητα, για να μεταβάλει τον αγρότη σε δουλοπάροικο, και με τη νεωτερική φραγκοκρατία (19ος- 20 ος αιώνας), όπου ο κρατικός μεταπρατικός παρασιτισμός καταστρέφει την παραγωγική βάση της κοινότητας, για να ρίξει τον πληθυσμό της στην εσωτερική και την εξωτερική μετανάστευση.
Επί τουρκοκρατίας, η οποία υπήρξε αποφασιστική για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας, το κοινοτικό πνεύμα απέκτησε ένα προβληματικό ανατολικό καθυστερημένο και νοθευμένο χαρακτήρα, λόγω του ανατολίτικου οθωμανικού φεουδαρχισμού. Πήρε μια ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη μορφή. Με πολλά θετικά στοιχεία, τα οποία θα χρειασθεί να επιλέξουμε και σήμερα στην νοηματική τους βέβαια και όχι στη θεσμική τους διάσταση. Ιδίως στις κοινότητες και στις περιοχές που είχαν πετύχει ένα βαθμό αυτοδιοίκησης από τον κατακτητή. Αλλά και στις κοινότητες των υπόδουλων ακόμα περιοχών, που ενσωματώθηκαν μετά από πολλά χρόνια ύπαρξης του μικρού πρώτου νεοελληνικού κράτους κάτω από τη Θεσσαλία ( δηλαδή της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, Κρήτης, Δωδεκανήσων), υπήρχαν χαρακτηριστικά τέτοια, που θα μπορούσαν να είναι η βάση για τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τη μικρασιατική καταστροφή. Θα μπορούσαν να είναι η βάση για τη θέσμιση του κοινοτικού συστήματος και στην αυτοδιοίκηση και στην πολιτειακή μορφή του κεντρικού κράτους.
Οι νεοέλληνες κοινοτιστές, από τον Ίωνα Δραγούμη μέχρι τον Ντίνο Μαλούχο, Κώστα Καραβίδα και Δημοσθένη Δανιηλίδη, προτείνανε για μεγάλο χρονικό διάστημα την κοινοτική μορφή οργάνωσης σαν την καλύτερη για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τις καταστροφικές περιόδους για τον ελληνισμό: από τις αρχές του 20ου αιώνα(Βενιζέλος, Γουδί), μέχρι και τον μεσοπόλεμο (απελευθέρωση μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκατάσταση προσφύγων της Μ. Ασίας, κυβέρνηση Γονατά-Πλαστήρα, αγροτικό κόμμα Παπαναστασίου, ακόμα και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από τον Καραβίδα).
Οι νεοέλληνες κοινοτιστές, ιδίως ο Καραβίδας, έβλεπαν τους τότε συνεταιρισμούς-παραγωγικούς ή καταναλωτικούς- κριτικά, σαν δομές που δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και διανομής. Σαν δομές που δεν εξασφάλιζαν και δεν εγγυόταν οπωσδήποτε την συνεργατική αγωγή του λαού. Και είχαν δίκιο, γιατί η δομή τους από την αρχή ήταν ιεραρχική, αφού τα Διοικητικά Συμβούλια ήταν αυτά που αποφάσιζαν, εκλέγονταν με πελατειακό τρόπο-τα τελευταία χρόνια μάλιστα με κομματικά ψηφοδέλτια-και αποφάσιζαν με κριτήριο τα συμφέροντα των «ημετέρων» και όχι γενικά των μελών, όπως ακριβώς και το κράτος. Έτσι εξελίσσονταν στην ουσία σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Για αυτό και οι κοινοτιστές αρνούνταν την αντικατάσταση των προϋπαρχόντων αγροτικών κοινοτικών δομών από τους γεωργικούς συνεταιρισμούς, που για κάποια μάλιστα περίοδο προωθούνταν υποχρεωτικά από το νεοελληνική κράτος. Και πραγματικά αποδείχθηκε ότι οι συνεταιρισμοί παλιάς μορφής κατέληξαν να γίνουν μηχανισμοί αποσύνθεσης των κοινοτήτων, πριν πέσουν εντελώς στα μάτια των αγροτών για να μη θέλουν ούτε να ακούσουν πια για αυτούς.
Σήμερα, είναι πια φανερό, ότι αν θέλουμε να προωθήσουμε τις συνεταιριστικές δομές, θα χρειασθεί να το κάνουμε βάζοντάς τους σε νέα βάση. Να λειτουργούν με βάση τα κριτήρια της κοινωνικής, αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας. Οι αποφάσεις να παίρνονται από τη συνέλευση των μελών- ένα μέλος μια ψήφος και όχι ψήφοι ανάλογα των μεριδίων- καθώς και τα πλεονάσματα, αφού αφαιρούνται τα αποθεματικά, να χρησιμοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς και να μη διανέμονται ως κέρδη στα μέλη[1].
Το αν βέβαια και οι νέας μορφής συνεταιρισμοί θα ενσωματωθούν στον καπιταλισμό ή θα λειτουργούν παράλληλα με αυτόν ή θα εξελιχθούν σε δομές της πραγματικής κοινοτικής οικονομίας, αυτό θα εξαρτάται κάθε φορά και συγκεκριμένα από την έκβαση της αντιπαράθεσης και των συμφωνιών μεταξύ των μελών. Από το που θέλει να το πάει η πλειοψηφία του κάθε εγχειρήματος. Το κίνημα του κοινοτισμού μπορεί να διακρίνει κάθε φορά για το αν ένα τέτοιο εγχείρημα τοποθετείται στα πλαίσιά του ή όχι και ανάλογα να το στηρίξει ή να το κριτικάρει, προσπαθώντας να αλλάξει την πορεία του, ή να το απορρίψει.
Σε κάθε περίπτωση ο Καραβίδας τουλάχιστον πίστευε ότι ο κοινοτισμός, όπως προηγήθηκε και θα επιβιώσει του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Θα μπορέσει να επιβιώσει σαν αταξική μετακαπιταλιστική σύλληψη, γιατί είναι ένα «ζωϊκό» φαινόμενο-υπάρχει στη φύση του ανθρώπου- και όχι ένα ιστορικό φαινόμενο όπως ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός. Ειδικά στην Ελλάδα που οι γεωοικονομικές συνθήκες το ευνοούν, ταιριάζει και σαν κοινωνικό καθεστώς.
Για αυτό και πρότεινε τον ομοσπονδιακό κοινοτισμό και την ομόσπονδη κοινοτική πολιτεία σαν την ενδεδειγμένη εναλλακτική λύση- στις δύσκολες κυρίως περιόδους-σε σχέση με το αποτυχημένο σε όλες τις περιπτώσεις υπερσυγκεντρωτικό κεντρικό νεοελληνικό κράτος(«πελατειακό κράτος των Αθηνών») και τον ναυαγισμένο ελληνικό καπιταλισμό. Αν υπήρχε βέβαια ένα πολυπληθές κοινοτικό κίνημα σε αυτές τις περιόδους, που θα απαιτούσε αντί την καπιταλιστική ολοκλήρωση, το πέρασμα κατευθείαν σε μετακαπιταλιστική κοινοτική κοινωνία, που δυστυχώς δεν υπήρξε.
Τις λειτουργίες που είχαν λοιπόν οι κοινότητες υπό τους Οθωμανούς-που ήταν εκπαιδευτικές, παραγωγικές, οικονομικές, δημοσιονομικές, κοινωνικές και πολιτικές- θα πρέπει να προσέξουμε και όσοι κινούμαστε για την αναβίωση του κοινοτικού πνεύματος-βοηθούσης και της σημερινής οικονομικής-οικολογικής –ανθρωπιστικής-πολιτισμικής κρίσης(κρίσης αξιών βασικά). Για να διαμορφώσουμε καλύτερα την εναλλακτική προς την προτεινόμενη από την επικυρίαρχη παγκόσμια πολιτικοοικονομική ελίτ πρόταση για μια «από τα ίδια ανάπτυξη». Στα πλαίσια φυσικά και της συρρίκνωσης του εθνικού κράτους πρόνοιας και των συνθηκών της παγκοσμιοποίησης, που στην ουσία λειτουργούν σαν η νέα «αυτοκρατορία» της επικυρίαρχης χρηματοοικονομικής ελίτ.
β) Όσον αφορά στη γεωγραφία:
Πέρα από την ιστορία που έχει ενσωματώσει ο ελλαδικός χώρος, οι φυσικές προϋποθέσεις του χώρου[2]-ορεινές περιοχές και πολλά διάσπαρτα στο Αιγαίο και Ιόνιο νησιά-προσδιόρισαν καθοριστικά την αποτυχία της σύστασης του νεοελληνικού κεντρικού εθνικού κράτους, στα πρότυπα του ευρωπαϊκού αστικού κράτους. Επίσης οι ιδιαιτερότητες του χώρου καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και το ναυάγιο του ελληνικού καπιταλισμού. Δεν υπήρξε στην ουσία δυνατότητα για πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου-ιστορική κυρίως η διάσταση της αδυναμίας-και ιδίως για συγκεντροποίηση της παραγωγικής δραστηριότητας σε βιομηχανικά πρότυπα. Δε μπορούσε να δημιουργηθεί παραγωγική διαδικασία σε μεγάλη κλίμακα που απαιτεί ο καπιταλισμός, επειδή δεν υπήρχαν μεγάλες περιφέρειες με ενιαίες συνθήκες ζωής και πολιτισμού, καθώς και διάθεσης παραγωγικών πόρων, που θα μπορούσαν να σταθούν με σχετική αυτάρκεια και αυτοδυναμία.
Ενώ υπήρχε το κοινοτικό πνεύμα –κύρια στις απομονωμένες, διεσπαρμένες κοινότητες-όταν αυτές διαλύθηκαν από την καπιταλιστική ανάπτυξη, το πνεύμα αυτό δεν εξελίχθηκε σε ομαδικό-ταξικό αντίστοιχο με τη κοινωνική διαστρωμάτωση των εργαζόμενων κατοίκων των πόλεων. Αυτοί προήλθαν από τους αγρότες των χωριών και τους ψαράδες-ναυτικούς των νησιών που μετανάστευσαν εσωτερικά κύρια προς το λεκανοπέδιο της Αττικής και τη Θες/νίκη, αλλά δεν μπορούσαν να αναπτύξουν μεταξύ τους ταξική αλληλεγγύη, γιατί δεν βρέθηκαν μαζί σε μεγάλους κοινούς βιομηχανικούς χώρους εργασίας. Αντίθετα επικρατούσε «τοπικίστικη» αλληλεγγύη, αφού έβρισκαν κυρίως εργασία σε μικροεπιχειρήσεις των πρώην «συντοπιτών» ή συγγενών μικροεπιχειρηματιών στις πόλεις.
Εκ των πραγμάτων δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί ούτε μεγάλη αστική τάξη(που να διέθετε κεφάλαια και τεχνογνωσία για επενδύσεις στη βιομηχανία), ούτε αντίστοιχα μεγάλη βιομηχανική εργατική τάξη(ποσοτικά εννοείται), που θα παρήγαγε ταξικό πνεύμα και ταξική αλληλεγγύη. Η ιδεολογία της ελληνικής εργατικής τάξης δεν παραγόταν από την ίδια, αλλά μεταφερόταν από έξω –κύρια από Ευρώπη-και από μη οργανικούς της διανοούμενους.
Το μοναδικό τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου που είχε δυνατότητες συσσώρευσης, καθώς και τεχνολογία αιχμής, ήταν το εφοπλιστικό. Αυτό δημιούργησε πραγματικά μεγάλο ελληνικό εμπορικό στόλο- «τα κινούμενα φουγάρα», όπως ονομάσθηκαν σε αντιδιαστολή με τη μη δυνατότητα του ελληνικού κεφαλαίου των άλλων τομέων της οικονομίας να «στήσει» σταθερά φουγάρα εργοστασίων στη στεριά. Αλλά η προϊστορία του ελληνικού εφοπλισμού, αιτιολογεί και το γεγονός της μη δημιουργίας ταξικού πνεύματος, όχι μόνο στους εξειδικευμένους μηχανικούς των πληρωμάτων, αλλά και στους ανειδίκευτους ναύτες και «μούτσους». Οι έλληνες εφοπλιστές –όπως αναφερθήκαμε και στο κεφάλαιο για τον νησιώτικο κοινοτισμό-ήταν στην ουσία οι «καπεταναίοι» των ελληνικών ναυτικών νησιών της προεπαναστατικής-επαναστατικής περιόδου του 1821, που είχαν εντάξει και τους συγγενείς ή τους συντοπίτες-από το ίδιο νησί-ναύτες στις ζημίες και στα κέρδη των μετέπειτα εμπορικών δραστηριοτήτων τους.
Και η ιστορική εξέλιξη και η γεωγραφική ιδιομορφία της χώρας λοιπόν, οδήγησε στο να αποκτήσουν μεγάλο ταξικό και ιδεολογικό βάρος τα μεσοστρώματα, στα πλαίσια του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του κράτους. Τα αιτήματα των εμποροϋπαλλήλων, των δημοσίων υπαλλήλων, των τραπεζικών, των μικρομαγαζατόρων κ.λπ.- που πρόσφεραν κυρίως υπηρεσίες στον τριτογενή τομέα της οικονομίας ο οποίος και διογκώθηκε υπέρμετρα εις βάρος του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα- ήταν αυτά που καθόριζαν και τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων που τα εκφράζανε.
Μερικοί αναλυτές των νεοελληνικών πραγμάτων έχουν υποστηρίξει ότι ιδίως στο τραπεζικό σύστημα δημιουργήθηκαν καθαρά καπιταλιστικές σχέσεις. Αλλά αυτό αφορά σε ένα εντελώς ιδιαίτερο τομέα. Τον τομέα του χρήματος σαν εμπόρευμα, δηλαδή τη χρηματοπιστωτική οικονομία. Εδώ όμως οι τραπεζικοί υπάλληλοι ποτέ δε στάθηκε δυνατόν να αναπτύξουν ομαδικό-κοινοτικό-αλληλέγγυο πνεύμα, επειδή οι τραπεζίτες χρησιμοποίησαν διαιρετικές ταχτικές μέσα στο ιεραρχικό σύστημα ανέλιξης και αμοιβών στις τράπεζες. Ξεκινώντας ένας τραπεζοϋπάλληλος από τα «χαμηλά» και ειδικευόμενος συνεχώς, δεν είχε στόχο τη γενική βελτίωση των συνθηκών-αμοιβών εργασίας, αλλά την ατομική οικονομική βελτίωση μέσα από το σύστημα των «μπόνους» και την άνοδο στην ιεραρχία. Το όνειρό του ήταν πάντα να εξελιχθεί σε μάνατζερ, έστω και με τη συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα του τομέα(μερικοί συνδικαλιστές τραπεζοϋπάλληλοι αναδείχθηκαν και στον θώκο του υπουργού, εκτός από το να εκλεγούν βουλευτές με το κόμμα που επάνδρωναν).
Η μεσαία τάξη λοιπόν έχοντας ένα τέτοιο κοινωνικό βάρος στην νεοελληνική κοινωνία, διαμόρφωσε και την κυρίαρχη ιδεολογία των κομμάτων εξουσίας κυρίως, αλλά και των λεγόμενων «προοδευτικών» κομμάτων, είτε σοσιαλιστικών είτε εργατικών-κομμουνιστικών. Κάτι πολύ περισσότερο, αυτή η τάξη με εκλογές ήταν και ο κυρίαρχος του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού εκλέγοντας τις νεοελληνικές κυβερνήσεις.
Για να αναβιώσουμε το κοινοτικό πνεύμα στην νεοελληνική κοινωνία θα χρειασθεί να συγκρουσθούμε με την παραπάνω μικροαστική ιδεολογία του ατομικού βολέματος, των πελατειακών σχέσεων και της προσδοκίας της κοινωνικής ανέλιξης. Θα χρειασθεί να πεισθεί η πολυπληθής ακόμα μεσαία ελληνική τάξη ότι δεν έχει ελπίδες να περάσει πια στους «από πάνω». Η τωρινή της «φτωχοποίηση» είναι ένα επιπλέον επιχείρημα ότι η τοπική και παγκόσμια ελίτ δεν χρειάζεται πια τη συναίνεσή της για να «αναπτύσσεται» ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ότι στη δύση και το βορρά-και ξεκινώντας από τη Νότια Ευρώπη-έχει στόχο τη συρρίκνωσή της και το πέρασμά της στους «από κάτω». Και εδώ –στους «από κάτω»-αποδείχνεται ότι το σύνθημα του νεοφιλελευθερισμού «φρόντισε για τον εαυτό σου και άσε τους άλλους», δεν έχει καμία βάση για ατομική επιβίωση και πολύ περισσότερο για βελτίωση. Η επιβίωση των «από κάτω» θα εξαρτηθεί από τον βαθμό που θα στηριχθούν στην συλλογική τους αλληλεγγύη με σύνθημα: «φροντίζοντας για όλους και τη κοινότητα, φροντίζεις καλύτερα και για τον εαυτό σου». Από τον βαθμό που θα κάνουν βίωμα ότι μπορούν να «ζουν καλύτερα με λιγότερα» στηριζόμενοι στα συλλογικά-κοινά αγαθά και τη «συλλογική αφθονία και την ατομική εγκράτεια».
Η κρίση που συρρικνώνει σήμερα τα πολυπληθή ελληνικά μεσοστρώματα είναι και η μεγάλη ευκαιρία για την αναβίωση του κοινοτικού πνεύματος και τη θέσπιση κοινωνικών θεσμών που θα το προωθήσουν παραπέρα. Αυτό το πνεύμα θα αναδειχθεί εκ των πραγμάτων ότι είναι η σημαντικότερη άμυνα στη μοντέρνα εξαθλίωση που επιβάλλεται στην νεοελληνική κοινωνία. Ταυτόχρονα στη σημερινή συγκυρία φαίνεται και καθαρά ότι δε μπορεί να εκφρασθεί πλήρως στα πλαίσια του καπιταλισμού και ότι θα χρειασθεί να περάσουμε σε μετακαπιταλιστική κοινωνία.
[1] Περισσότερα για τα χαρακτηριστικά αυτά δείτε στο διαδίκτυο το κείμενο της ανάρτησης: http://www.topikopoiisi.com/2/post/2012/07/6.html
[2] Αυτές οι φυσικές προϋποθέσεις είχαν ευνοήσει στο να επικρατήσουν π.χ. οικονομικές δομές αυτάρκειας, όπως το «Τσελιγκάτο» ή η «Πατρυά»(«Ζάντρουγκα») στο χώρο γενικότερα των Βαλκανίων.
Το «Τσελιγκάτο» σχηματισμός κολλεκτιβιστικός και νομαδικός –κτηνοτροφικός με βάση συνεταιρισμένες οικογένειες, όχι κστ` ανάγκην συγγενικές, δεν γνώριζε πολιτικά σύνορα στην επιλογή των χειμερινών ή καλοκαιρινών βοσκοτόπων και στρεφόταν ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία της γης, διευθετώντας καλύτερα τα πράγματα με την κοινοτική γεωκτησία. Επίσης μπορούσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία του από την χρηματοπιστωτική οικονομία της εποχής με άμεση ανταλλαγή αγαθών με τις κοινότητες που έρχονταν σε επαφή. Σαν δομή άντεξε και στις πιο ακραίες συνθήκες πολέμων και πολιτικών ανακατατάξεων και αφήνει σαν παρακαταθήκη την ιδέα ότι και η γη-όπως και η θάλασσα είναι συλλογικό-κοινωνικό αγαθό, καθώς και ότι οι αυτάρκεις περιφέρειες δε μπορούν να δομηθούν στη βάση πολιτικών-εθνικών κριτηρίων, αλλά στη βάση των κοινών φυσικών συνθηκών, δηλαδή με τη μορφή «βιοπεριφεριών». Επίσης την αναγκαιότητα των «διευρυμένων οικογενειών».
Η «Πατριά», κυρίως σλαβικής προέλευσης θεσμός επικράτησε στις περιοχές που ευδοκιμούσαν τα δημητριακά. Αρχαιότατος θεσμός προερχόμενος από τη διευρυμένη πατριαρχική οικογένεια(έως και 60 μέλη) με συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της καθημερινής ζωής, λειτουργούσε σαν ενιαία οικονομική μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης συνδυάζοντας γεωργία-κτηνοτροφία-μεταποίηση, με κοινό ταμείο και καταμερισμό εργασιών μετατρέποντας τα τυχόν πλεονάσματα σε νέα μέσα παραγωγής και κατανάλωσης για αυτάρκεια. Είχε μάλιστα ρευστά εθνολογικά όρια, απορροφώντας στα πλαίσιά της –εξ αγχειστίας, γαμπρούς, νύφες, συμπεθέρους-μέλη διαφορετικής εθνολογικής προέλευσης, καθώς προήγαγε σημαντικά τον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Αφήνει παρακαταθήκη την αλληλεγγύη, την αυτάρκεια, τη συλλογική ιδιοκτησία, τις διαφορετικές δεξιότητες των μελών μιας οικονομικής δομής, τη διεθνικότητα, την κοινωνική ισότητα των δύο φύλλων.
Αργότερα, και πρώτος που πρότεινε πολιτειακή οργάνωση με βάση την κοινότητα, ήταν ο Ίων Δραγούμης(1878-1920) μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Περικλή Γιαννόπουλο(1869-1910). Ο Δραγούμης ξεκινούσε από την πραγματικότητα κυρίως των κοινοτήτων του τουρκοκρατούμενου και απόδημου ελληνισμού, γι αυτό και πρότεινε απλά την αναγνώρισή τους από το νεοελληνικό κράτος και τη μη αποδόμησή τους από αυτό.
Την πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη των νεοελληνικών κοινοτικών ιδεών την έκανε ο Κων/νος Καραβίδας(1890-1973) μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Ντίνο Μαλούχο(1895-1928), οι οποίοι μελέτησαν κυρίως τους κοινοτικούς θεσμούς όταν η Μακεδονία είχε ήδη απελευθερωθεί και το ελληνικό κράτος λειτουργούσε σαν οδοστρωτήρας ισοπεδώνοντας τις τοπικές κοινότητες. Το «δίδυμο» Καραβίδα-Μαλούχου ήταν ο κύριος εκφραστής του νεοελληνικού κοινοτισμού. Κυρίως ο πρώτος, γιατί ο δεύτερος έφυγε δυστυχώς νωρίς. Συμπληρωματικός τους ήταν ο επίσης φίλος του Καραβίδα, ο κοινωνιολόγος Δημοσθένης Δανιηλίδης(1889-1972), ο οποίος γεννημένος στο Προκόπι της Καππαδοκίας και περνώντας μεγάλο μέρος της ζωής του στις ελληνικές κοινότητες της ευρωπαϊκής διασποράς, προσπάθησε και πρακτικά να ανασυστήσει στην Εύβοια την κοινότητα της καταγωγής του, σαν παράδειγμα αυτόνομης οικονομικής και πολιτιστικής οντότητας.
Η ανάλυση του νεοελληνικού κοινοτισμού από τους παραπάνω ήταν προϊόν αυθεντικής μελέτης. Προϊόν αυθεντικής ανάλυσης του κοινωνιολογικού ελληνικού παρελθόντος σε οργανική συνάφεια με την τότε ελληνική πραγματικότητα της υπαίθρου, της διασποράς και των κάτω από τους Οθωμανούς ελληνικών περιοχών. Δεν ήταν, όπως οι άλλες δυτικής προέλευσης θεωρίες (π.χ. ιδεαλισμός, σοσιαλισμός, μαρξισμός), απλή μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα των αντίστοιχων διανοούμενων. Και αυτό έχει τη σημασία του για τα δικά μας συμπεράσματα, που περίπου και συνοπτικά είναι τα παρακάτω:
Στον ελλαδικό χώρο έπαιξε και παίζει ακόμα μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής συνείδησης η ιστορία και η οικογεωγραφία. Η νεοελληνική ταυτότητα-όσο μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο στον ενικό, γιατί στην ουσία υπάρχουν πολλές παράλληλες ταυτότητες στα πλαίσιά της-διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό –εκτός από τη βιολογία και την κοινωνιολογία, που αφορά σε όλους τους ανθρώπους-και από την ιστορική εξέλιξη και από τη γεωγραφική διαμόρφωση και θέση της χώρας.
α) Όσον αφορά στην ιστορία:
Ο ελλαδικός χώρος υπήρξε σταυροδρόμι πολλών λαών και πολιτισμών κατά τη διάρκεια της χρονικής εξέλιξης. Το κοινοτικό πνεύμα της αρχαίας ελληνικής κοινότητας ξεκινά από την ελληνική Πόλιν που συγκροτήθηκε από Κοινότητες και οι κοινότητες από Οίκους. Ο οίκος και η κοινότητα είναι αναγκαίες για το ζην, ενώ η πόλις για το ευ ζην. Στην εξέλιξή του το ελληνικό κοινοτικό πνεύμα ολοκληρώνεται στη πόλι-κράτος, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συνειδητή συλλογική αυτοθέσμιση. Η πολιτειακή αυτοθέσμιση περιλαμβάνει και την εκπαίδευση του Πολίτη με κριτήρια αμιγώς “πολιτικά”. Διαμορφώνει δηλαδή η ίδια η πόλις, σύμφωνα με τα πρότυπά της, την προσωπικότητα του πολίτη, το πολιτικό της κύτταρο.
Αυτό το πνεύμα της κλασσικής εποχής πέρασε στη συνέχεια στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες(που πήραν τον όρο από την «εκκλησία του δήμου» για να θεσμίσουν την πρωτοχριστιανική εκκλησία). Στη συνέχεια, στο Βυζάντιο, το κοινοτικό πνεύμα αλλοτριώθηκε με το ιδιαίτερο φεουδαρχικό σύστημα και διαστρεβλώθηκε στα πλαίσια των αναχωρητικών-μοναχικών κοινοτήτων, όπου το εξισωτικό πνεύμα είχε να κάνει κυρίως με την ισότητα απέναντι του θεού. Η αυτονομία της κοινότητας αναπτύσσεται ή ψαλιδίζεται, αναλόγως με το υπερκείμενο κάθε φορά ευρύτερο σύστημα εξουσίας: των πόλεων-κρατών, των ελληνιστικών βασιλείων, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Φραγκοκρατίας και τέλος της Τουρκοκρατίας. Όσο διατηρεί την παραγωγική αυτονομία της, η κοινότητα διεκδικεί και την πολιτική αυτονομία της. Οι χειρότερες εποχές της συμπίπτουν με τη μεσαιωνική φραγκοκρατία (13ος αιώνας), όπου η φεουδαρχία διαλύει την κοινότητα, για να μεταβάλει τον αγρότη σε δουλοπάροικο, και με τη νεωτερική φραγκοκρατία (19ος- 20 ος αιώνας), όπου ο κρατικός μεταπρατικός παρασιτισμός καταστρέφει την παραγωγική βάση της κοινότητας, για να ρίξει τον πληθυσμό της στην εσωτερική και την εξωτερική μετανάστευση.
Επί τουρκοκρατίας, η οποία υπήρξε αποφασιστική για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας, το κοινοτικό πνεύμα απέκτησε ένα προβληματικό ανατολικό καθυστερημένο και νοθευμένο χαρακτήρα, λόγω του ανατολίτικου οθωμανικού φεουδαρχισμού. Πήρε μια ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη μορφή. Με πολλά θετικά στοιχεία, τα οποία θα χρειασθεί να επιλέξουμε και σήμερα στην νοηματική τους βέβαια και όχι στη θεσμική τους διάσταση. Ιδίως στις κοινότητες και στις περιοχές που είχαν πετύχει ένα βαθμό αυτοδιοίκησης από τον κατακτητή. Αλλά και στις κοινότητες των υπόδουλων ακόμα περιοχών, που ενσωματώθηκαν μετά από πολλά χρόνια ύπαρξης του μικρού πρώτου νεοελληνικού κράτους κάτω από τη Θεσσαλία ( δηλαδή της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, Κρήτης, Δωδεκανήσων), υπήρχαν χαρακτηριστικά τέτοια, που θα μπορούσαν να είναι η βάση για τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τη μικρασιατική καταστροφή. Θα μπορούσαν να είναι η βάση για τη θέσμιση του κοινοτικού συστήματος και στην αυτοδιοίκηση και στην πολιτειακή μορφή του κεντρικού κράτους.
Οι νεοέλληνες κοινοτιστές, από τον Ίωνα Δραγούμη μέχρι τον Ντίνο Μαλούχο, Κώστα Καραβίδα και Δημοσθένη Δανιηλίδη, προτείνανε για μεγάλο χρονικό διάστημα την κοινοτική μορφή οργάνωσης σαν την καλύτερη για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τις καταστροφικές περιόδους για τον ελληνισμό: από τις αρχές του 20ου αιώνα(Βενιζέλος, Γουδί), μέχρι και τον μεσοπόλεμο (απελευθέρωση μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εγκατάσταση προσφύγων της Μ. Ασίας, κυβέρνηση Γονατά-Πλαστήρα, αγροτικό κόμμα Παπαναστασίου, ακόμα και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από τον Καραβίδα).
Οι νεοέλληνες κοινοτιστές, ιδίως ο Καραβίδας, έβλεπαν τους τότε συνεταιρισμούς-παραγωγικούς ή καταναλωτικούς- κριτικά, σαν δομές που δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και διανομής. Σαν δομές που δεν εξασφάλιζαν και δεν εγγυόταν οπωσδήποτε την συνεργατική αγωγή του λαού. Και είχαν δίκιο, γιατί η δομή τους από την αρχή ήταν ιεραρχική, αφού τα Διοικητικά Συμβούλια ήταν αυτά που αποφάσιζαν, εκλέγονταν με πελατειακό τρόπο-τα τελευταία χρόνια μάλιστα με κομματικά ψηφοδέλτια-και αποφάσιζαν με κριτήριο τα συμφέροντα των «ημετέρων» και όχι γενικά των μελών, όπως ακριβώς και το κράτος. Έτσι εξελίσσονταν στην ουσία σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Για αυτό και οι κοινοτιστές αρνούνταν την αντικατάσταση των προϋπαρχόντων αγροτικών κοινοτικών δομών από τους γεωργικούς συνεταιρισμούς, που για κάποια μάλιστα περίοδο προωθούνταν υποχρεωτικά από το νεοελληνική κράτος. Και πραγματικά αποδείχθηκε ότι οι συνεταιρισμοί παλιάς μορφής κατέληξαν να γίνουν μηχανισμοί αποσύνθεσης των κοινοτήτων, πριν πέσουν εντελώς στα μάτια των αγροτών για να μη θέλουν ούτε να ακούσουν πια για αυτούς.
Σήμερα, είναι πια φανερό, ότι αν θέλουμε να προωθήσουμε τις συνεταιριστικές δομές, θα χρειασθεί να το κάνουμε βάζοντάς τους σε νέα βάση. Να λειτουργούν με βάση τα κριτήρια της κοινωνικής, αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας. Οι αποφάσεις να παίρνονται από τη συνέλευση των μελών- ένα μέλος μια ψήφος και όχι ψήφοι ανάλογα των μεριδίων- καθώς και τα πλεονάσματα, αφού αφαιρούνται τα αποθεματικά, να χρησιμοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς και να μη διανέμονται ως κέρδη στα μέλη[1].
Το αν βέβαια και οι νέας μορφής συνεταιρισμοί θα ενσωματωθούν στον καπιταλισμό ή θα λειτουργούν παράλληλα με αυτόν ή θα εξελιχθούν σε δομές της πραγματικής κοινοτικής οικονομίας, αυτό θα εξαρτάται κάθε φορά και συγκεκριμένα από την έκβαση της αντιπαράθεσης και των συμφωνιών μεταξύ των μελών. Από το που θέλει να το πάει η πλειοψηφία του κάθε εγχειρήματος. Το κίνημα του κοινοτισμού μπορεί να διακρίνει κάθε φορά για το αν ένα τέτοιο εγχείρημα τοποθετείται στα πλαίσιά του ή όχι και ανάλογα να το στηρίξει ή να το κριτικάρει, προσπαθώντας να αλλάξει την πορεία του, ή να το απορρίψει.
Σε κάθε περίπτωση ο Καραβίδας τουλάχιστον πίστευε ότι ο κοινοτισμός, όπως προηγήθηκε και θα επιβιώσει του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Θα μπορέσει να επιβιώσει σαν αταξική μετακαπιταλιστική σύλληψη, γιατί είναι ένα «ζωϊκό» φαινόμενο-υπάρχει στη φύση του ανθρώπου- και όχι ένα ιστορικό φαινόμενο όπως ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός. Ειδικά στην Ελλάδα που οι γεωοικονομικές συνθήκες το ευνοούν, ταιριάζει και σαν κοινωνικό καθεστώς.
Για αυτό και πρότεινε τον ομοσπονδιακό κοινοτισμό και την ομόσπονδη κοινοτική πολιτεία σαν την ενδεδειγμένη εναλλακτική λύση- στις δύσκολες κυρίως περιόδους-σε σχέση με το αποτυχημένο σε όλες τις περιπτώσεις υπερσυγκεντρωτικό κεντρικό νεοελληνικό κράτος(«πελατειακό κράτος των Αθηνών») και τον ναυαγισμένο ελληνικό καπιταλισμό. Αν υπήρχε βέβαια ένα πολυπληθές κοινοτικό κίνημα σε αυτές τις περιόδους, που θα απαιτούσε αντί την καπιταλιστική ολοκλήρωση, το πέρασμα κατευθείαν σε μετακαπιταλιστική κοινοτική κοινωνία, που δυστυχώς δεν υπήρξε.
Τις λειτουργίες που είχαν λοιπόν οι κοινότητες υπό τους Οθωμανούς-που ήταν εκπαιδευτικές, παραγωγικές, οικονομικές, δημοσιονομικές, κοινωνικές και πολιτικές- θα πρέπει να προσέξουμε και όσοι κινούμαστε για την αναβίωση του κοινοτικού πνεύματος-βοηθούσης και της σημερινής οικονομικής-οικολογικής –ανθρωπιστικής-πολιτισμικής κρίσης(κρίσης αξιών βασικά). Για να διαμορφώσουμε καλύτερα την εναλλακτική προς την προτεινόμενη από την επικυρίαρχη παγκόσμια πολιτικοοικονομική ελίτ πρόταση για μια «από τα ίδια ανάπτυξη». Στα πλαίσια φυσικά και της συρρίκνωσης του εθνικού κράτους πρόνοιας και των συνθηκών της παγκοσμιοποίησης, που στην ουσία λειτουργούν σαν η νέα «αυτοκρατορία» της επικυρίαρχης χρηματοοικονομικής ελίτ.
β) Όσον αφορά στη γεωγραφία:
Πέρα από την ιστορία που έχει ενσωματώσει ο ελλαδικός χώρος, οι φυσικές προϋποθέσεις του χώρου[2]-ορεινές περιοχές και πολλά διάσπαρτα στο Αιγαίο και Ιόνιο νησιά-προσδιόρισαν καθοριστικά την αποτυχία της σύστασης του νεοελληνικού κεντρικού εθνικού κράτους, στα πρότυπα του ευρωπαϊκού αστικού κράτους. Επίσης οι ιδιαιτερότητες του χώρου καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και το ναυάγιο του ελληνικού καπιταλισμού. Δεν υπήρξε στην ουσία δυνατότητα για πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου-ιστορική κυρίως η διάσταση της αδυναμίας-και ιδίως για συγκεντροποίηση της παραγωγικής δραστηριότητας σε βιομηχανικά πρότυπα. Δε μπορούσε να δημιουργηθεί παραγωγική διαδικασία σε μεγάλη κλίμακα που απαιτεί ο καπιταλισμός, επειδή δεν υπήρχαν μεγάλες περιφέρειες με ενιαίες συνθήκες ζωής και πολιτισμού, καθώς και διάθεσης παραγωγικών πόρων, που θα μπορούσαν να σταθούν με σχετική αυτάρκεια και αυτοδυναμία.
Ενώ υπήρχε το κοινοτικό πνεύμα –κύρια στις απομονωμένες, διεσπαρμένες κοινότητες-όταν αυτές διαλύθηκαν από την καπιταλιστική ανάπτυξη, το πνεύμα αυτό δεν εξελίχθηκε σε ομαδικό-ταξικό αντίστοιχο με τη κοινωνική διαστρωμάτωση των εργαζόμενων κατοίκων των πόλεων. Αυτοί προήλθαν από τους αγρότες των χωριών και τους ψαράδες-ναυτικούς των νησιών που μετανάστευσαν εσωτερικά κύρια προς το λεκανοπέδιο της Αττικής και τη Θες/νίκη, αλλά δεν μπορούσαν να αναπτύξουν μεταξύ τους ταξική αλληλεγγύη, γιατί δεν βρέθηκαν μαζί σε μεγάλους κοινούς βιομηχανικούς χώρους εργασίας. Αντίθετα επικρατούσε «τοπικίστικη» αλληλεγγύη, αφού έβρισκαν κυρίως εργασία σε μικροεπιχειρήσεις των πρώην «συντοπιτών» ή συγγενών μικροεπιχειρηματιών στις πόλεις.
Εκ των πραγμάτων δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί ούτε μεγάλη αστική τάξη(που να διέθετε κεφάλαια και τεχνογνωσία για επενδύσεις στη βιομηχανία), ούτε αντίστοιχα μεγάλη βιομηχανική εργατική τάξη(ποσοτικά εννοείται), που θα παρήγαγε ταξικό πνεύμα και ταξική αλληλεγγύη. Η ιδεολογία της ελληνικής εργατικής τάξης δεν παραγόταν από την ίδια, αλλά μεταφερόταν από έξω –κύρια από Ευρώπη-και από μη οργανικούς της διανοούμενους.
Το μοναδικό τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου που είχε δυνατότητες συσσώρευσης, καθώς και τεχνολογία αιχμής, ήταν το εφοπλιστικό. Αυτό δημιούργησε πραγματικά μεγάλο ελληνικό εμπορικό στόλο- «τα κινούμενα φουγάρα», όπως ονομάσθηκαν σε αντιδιαστολή με τη μη δυνατότητα του ελληνικού κεφαλαίου των άλλων τομέων της οικονομίας να «στήσει» σταθερά φουγάρα εργοστασίων στη στεριά. Αλλά η προϊστορία του ελληνικού εφοπλισμού, αιτιολογεί και το γεγονός της μη δημιουργίας ταξικού πνεύματος, όχι μόνο στους εξειδικευμένους μηχανικούς των πληρωμάτων, αλλά και στους ανειδίκευτους ναύτες και «μούτσους». Οι έλληνες εφοπλιστές –όπως αναφερθήκαμε και στο κεφάλαιο για τον νησιώτικο κοινοτισμό-ήταν στην ουσία οι «καπεταναίοι» των ελληνικών ναυτικών νησιών της προεπαναστατικής-επαναστατικής περιόδου του 1821, που είχαν εντάξει και τους συγγενείς ή τους συντοπίτες-από το ίδιο νησί-ναύτες στις ζημίες και στα κέρδη των μετέπειτα εμπορικών δραστηριοτήτων τους.
Και η ιστορική εξέλιξη και η γεωγραφική ιδιομορφία της χώρας λοιπόν, οδήγησε στο να αποκτήσουν μεγάλο ταξικό και ιδεολογικό βάρος τα μεσοστρώματα, στα πλαίσια του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του κράτους. Τα αιτήματα των εμποροϋπαλλήλων, των δημοσίων υπαλλήλων, των τραπεζικών, των μικρομαγαζατόρων κ.λπ.- που πρόσφεραν κυρίως υπηρεσίες στον τριτογενή τομέα της οικονομίας ο οποίος και διογκώθηκε υπέρμετρα εις βάρος του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα- ήταν αυτά που καθόριζαν και τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων που τα εκφράζανε.
Μερικοί αναλυτές των νεοελληνικών πραγμάτων έχουν υποστηρίξει ότι ιδίως στο τραπεζικό σύστημα δημιουργήθηκαν καθαρά καπιταλιστικές σχέσεις. Αλλά αυτό αφορά σε ένα εντελώς ιδιαίτερο τομέα. Τον τομέα του χρήματος σαν εμπόρευμα, δηλαδή τη χρηματοπιστωτική οικονομία. Εδώ όμως οι τραπεζικοί υπάλληλοι ποτέ δε στάθηκε δυνατόν να αναπτύξουν ομαδικό-κοινοτικό-αλληλέγγυο πνεύμα, επειδή οι τραπεζίτες χρησιμοποίησαν διαιρετικές ταχτικές μέσα στο ιεραρχικό σύστημα ανέλιξης και αμοιβών στις τράπεζες. Ξεκινώντας ένας τραπεζοϋπάλληλος από τα «χαμηλά» και ειδικευόμενος συνεχώς, δεν είχε στόχο τη γενική βελτίωση των συνθηκών-αμοιβών εργασίας, αλλά την ατομική οικονομική βελτίωση μέσα από το σύστημα των «μπόνους» και την άνοδο στην ιεραρχία. Το όνειρό του ήταν πάντα να εξελιχθεί σε μάνατζερ, έστω και με τη συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα του τομέα(μερικοί συνδικαλιστές τραπεζοϋπάλληλοι αναδείχθηκαν και στον θώκο του υπουργού, εκτός από το να εκλεγούν βουλευτές με το κόμμα που επάνδρωναν).
Η μεσαία τάξη λοιπόν έχοντας ένα τέτοιο κοινωνικό βάρος στην νεοελληνική κοινωνία, διαμόρφωσε και την κυρίαρχη ιδεολογία των κομμάτων εξουσίας κυρίως, αλλά και των λεγόμενων «προοδευτικών» κομμάτων, είτε σοσιαλιστικών είτε εργατικών-κομμουνιστικών. Κάτι πολύ περισσότερο, αυτή η τάξη με εκλογές ήταν και ο κυρίαρχος του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού εκλέγοντας τις νεοελληνικές κυβερνήσεις.
Για να αναβιώσουμε το κοινοτικό πνεύμα στην νεοελληνική κοινωνία θα χρειασθεί να συγκρουσθούμε με την παραπάνω μικροαστική ιδεολογία του ατομικού βολέματος, των πελατειακών σχέσεων και της προσδοκίας της κοινωνικής ανέλιξης. Θα χρειασθεί να πεισθεί η πολυπληθής ακόμα μεσαία ελληνική τάξη ότι δεν έχει ελπίδες να περάσει πια στους «από πάνω». Η τωρινή της «φτωχοποίηση» είναι ένα επιπλέον επιχείρημα ότι η τοπική και παγκόσμια ελίτ δεν χρειάζεται πια τη συναίνεσή της για να «αναπτύσσεται» ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ότι στη δύση και το βορρά-και ξεκινώντας από τη Νότια Ευρώπη-έχει στόχο τη συρρίκνωσή της και το πέρασμά της στους «από κάτω». Και εδώ –στους «από κάτω»-αποδείχνεται ότι το σύνθημα του νεοφιλελευθερισμού «φρόντισε για τον εαυτό σου και άσε τους άλλους», δεν έχει καμία βάση για ατομική επιβίωση και πολύ περισσότερο για βελτίωση. Η επιβίωση των «από κάτω» θα εξαρτηθεί από τον βαθμό που θα στηριχθούν στην συλλογική τους αλληλεγγύη με σύνθημα: «φροντίζοντας για όλους και τη κοινότητα, φροντίζεις καλύτερα και για τον εαυτό σου». Από τον βαθμό που θα κάνουν βίωμα ότι μπορούν να «ζουν καλύτερα με λιγότερα» στηριζόμενοι στα συλλογικά-κοινά αγαθά και τη «συλλογική αφθονία και την ατομική εγκράτεια».
Η κρίση που συρρικνώνει σήμερα τα πολυπληθή ελληνικά μεσοστρώματα είναι και η μεγάλη ευκαιρία για την αναβίωση του κοινοτικού πνεύματος και τη θέσπιση κοινωνικών θεσμών που θα το προωθήσουν παραπέρα. Αυτό το πνεύμα θα αναδειχθεί εκ των πραγμάτων ότι είναι η σημαντικότερη άμυνα στη μοντέρνα εξαθλίωση που επιβάλλεται στην νεοελληνική κοινωνία. Ταυτόχρονα στη σημερινή συγκυρία φαίνεται και καθαρά ότι δε μπορεί να εκφρασθεί πλήρως στα πλαίσια του καπιταλισμού και ότι θα χρειασθεί να περάσουμε σε μετακαπιταλιστική κοινωνία.
[1] Περισσότερα για τα χαρακτηριστικά αυτά δείτε στο διαδίκτυο το κείμενο της ανάρτησης: http://www.topikopoiisi.com/2/post/2012/07/6.html
[2] Αυτές οι φυσικές προϋποθέσεις είχαν ευνοήσει στο να επικρατήσουν π.χ. οικονομικές δομές αυτάρκειας, όπως το «Τσελιγκάτο» ή η «Πατρυά»(«Ζάντρουγκα») στο χώρο γενικότερα των Βαλκανίων.
Το «Τσελιγκάτο» σχηματισμός κολλεκτιβιστικός και νομαδικός –κτηνοτροφικός με βάση συνεταιρισμένες οικογένειες, όχι κστ` ανάγκην συγγενικές, δεν γνώριζε πολιτικά σύνορα στην επιλογή των χειμερινών ή καλοκαιρινών βοσκοτόπων και στρεφόταν ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία της γης, διευθετώντας καλύτερα τα πράγματα με την κοινοτική γεωκτησία. Επίσης μπορούσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία του από την χρηματοπιστωτική οικονομία της εποχής με άμεση ανταλλαγή αγαθών με τις κοινότητες που έρχονταν σε επαφή. Σαν δομή άντεξε και στις πιο ακραίες συνθήκες πολέμων και πολιτικών ανακατατάξεων και αφήνει σαν παρακαταθήκη την ιδέα ότι και η γη-όπως και η θάλασσα είναι συλλογικό-κοινωνικό αγαθό, καθώς και ότι οι αυτάρκεις περιφέρειες δε μπορούν να δομηθούν στη βάση πολιτικών-εθνικών κριτηρίων, αλλά στη βάση των κοινών φυσικών συνθηκών, δηλαδή με τη μορφή «βιοπεριφεριών». Επίσης την αναγκαιότητα των «διευρυμένων οικογενειών».
Η «Πατριά», κυρίως σλαβικής προέλευσης θεσμός επικράτησε στις περιοχές που ευδοκιμούσαν τα δημητριακά. Αρχαιότατος θεσμός προερχόμενος από τη διευρυμένη πατριαρχική οικογένεια(έως και 60 μέλη) με συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της καθημερινής ζωής, λειτουργούσε σαν ενιαία οικονομική μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης συνδυάζοντας γεωργία-κτηνοτροφία-μεταποίηση, με κοινό ταμείο και καταμερισμό εργασιών μετατρέποντας τα τυχόν πλεονάσματα σε νέα μέσα παραγωγής και κατανάλωσης για αυτάρκεια. Είχε μάλιστα ρευστά εθνολογικά όρια, απορροφώντας στα πλαίσιά της –εξ αγχειστίας, γαμπρούς, νύφες, συμπεθέρους-μέλη διαφορετικής εθνολογικής προέλευσης, καθώς προήγαγε σημαντικά τον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Αφήνει παρακαταθήκη την αλληλεγγύη, την αυτάρκεια, τη συλλογική ιδιοκτησία, τις διαφορετικές δεξιότητες των μελών μιας οικονομικής δομής, τη διεθνικότητα, την κοινωνική ισότητα των δύο φύλλων.