Δημοσθένης Π. Αναγνωστόπουλος
Ο καπιταλισμός δεν δημιουργεί κανένα αίσθημα του ανήκειν ικανό να συναγωνιστεί το αίσθημα αφοσίωσης που νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι για το κράτος στο οποίο ζουν. Άλλωστε, αν κάνει κάτι ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι να καταστρέφει τις παλιές μορφές ταξικής αλληλεγγύης και να δημιουργεί στα άτομα μεγαλύτερη ανασφάλεια, καθιστώντας έτσι άλλες μορφές συλλογικής ταυτότητας όλο και πιο σημαντικές. Συνεπώς ο καπιταλισμός χρειάζεται το έθνος-κράτος, όχι μόνο για οικονομικούς αλλά και για μη οικονομικούς λόγους. Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή ήπειρος
1. Οι ευρωεκλογές αποκαλούνται «εκλογές δεύτερης τάξης», με την έννοια ότι δεν βγάζουν κυβέρνηση, αλλά αντίθετα, εκφράζουν το βαθμό δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή, οι εθνικές κυβερνήσεις τις αντιμετωπίζουν διαχρονικά ως «δευτεροκλασάτες». Αρνούνται, δηλαδή, να τις πολιτικοποιήσουν, συντηρώντας, και έτσι επιβεβαιώνοντας, την εικόνα της ΕΕ ως απόκοσμου οικοδομήματος, κατανοητού μόνο από τεχνοκράτες, και «θωρακισμένου» έναντι της πολιτικής, συνεπώς «αιώνιου» και αμετάβλητου. Στη συνέχεια, βεβαίως, έρχονται να διαπιστώσουν συνοφρυωμένες την ανησυχητική άνοδο του «ευρωσκεπτικισμού», βάζοντας κάτω από την ομπρέλα αυτή από αριστερούς και αριστεριστές μέχρι δεξιούς λαϊκιστές και κοινούς νεοναζί.
2. Όσοι λοιπόν ανησυχούμε για το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (κατ' ευφημισμόν έλλειμμα: μέσα στην κρίση αποκαλύπτεται απλώς πόσο ξένη είναι προς τη δημοκρατία), η περίοδος των ευρωεκλογών είναι η ευκαιρία να επισημάνουμε μια καίρια στιγμή του: Καθώς η ΕΕ είναι ένωση (εθνικών καπιταλιστικών) κρατών, η θωράκισή της απέναντι στη λαϊκή συμμετοχή και το στοιχειωδέστερο κοινωνικό έλεγχο, άρα στη δημοκρατία, είναι πρωτίστως υπόθεση των κρατών – όσο κι αν ένας ορισμένος «ευρωπαϊσμός» (για λόγους βεβαίως «εθνικού συμφέροντος») αποτελεί κρατική ιδεολογία με διαφορετικές «αναλογίες» σε κάθε χώρα. Διαφορετικά διατυπωμένο: η ΕΕ αντανακλά, παγιώνει και επιτείνει το «έλλειμμα» δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο – «έλλειμμα» που προϋπάρχει της εν εξελίξει κρίσης, και που μέσα στην κρίση παροξύνεται.
3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι, λοιπόν, το «σπίτι των λαών» – ούτε ήταν ποτέ. Είναι η ένωση εθνικών καπιταλιστικών κρατών που έγινε εφικτή μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή ακόμα πιο σχολαστικά, η ενοποίηση (ενός τμήματος) της Ευρώπης, ως αποτέλεσμα εθνικών-κρατικών στρατηγικών. Στρατηγικών άνισων και αντιφατικών, βεβαίως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εθνικών στρατηγικών υπό την αιγίδα του κεφαλαίου, και για τη μακροημέρευση της εξουσίας του σε κάθε χώρα και στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από αυτή τη σκοπιά, είναι πριν απ' όλα ταξική εξουσία· μια εξουσία που δεν καταστρέφει τα εθνικά κράτη, αλλά αντίθετα, συγκροτείται διά των κρατών.
4. Η επικράτηση, σε κάθε χώρα, των στρατηγικών που έδωσαν στην ΕΕ τη σημερινή της μορφή δεν είχε τίποτα το νομοτελειακό. Αντίθετα, προέκυψε ως αποτέλεσμα συγκρούσεων –οικονομικών, ιδεολογικών, πολιτικών και πολιτισμικών–, που σε κάθε χώρα πήραν ιδιαίτερη μορφή – και φυσικά συνεχίζονται. Η ΕΕ, με άλλα λόγια, δεν είναι το αποτέλεσμα μιας και μοναδικής αιτίας ή ενός και μόνο κρατικού σχεδιασμού. Πολύ συνοπτικά, οφείλει την ύπαρξη και τη σημερινή μορφή της: στην ψυχροπολεμική επιδίωξη να ανασχεθεί η σοβιετική επιρροή στην Ευρώπη, να αποφευχθεί η αναβίωση του φασισμού και να σβήσει η προοπτική ενός νέου ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου· στην απώλεια της «προωθητικής δύναμης» του σοβιετικού κομμουνισμού, και αργότερα, στην αποτυχία των κυβερνήσεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς να αξιοποιήσουν τη δυναμική του «παγκόσμιου '68» εκπονώντας μια υπερεθνική στρατηγική προς όφελος των εργαζομένων (την αποτυχία τους, τελικά, να ενώσουν την Ευρώπη υπό την αιγίδα της εργατικής τάξης)· στην πολιτική της «εθνικά υπεύθυνης» δύναμης που, αντίθετα, ακολούθησαν οι κυβερνήσεις αυτές σε Ιταλία, Γαλλία και Βρετανία, μια «υπευθυνότητα» που στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του '70 έδειξε απλώς την αποτυχία του κεϋνσιανισμού· στην αντεπίθεση του κεφαλαίου μέσα στην κρίση εκείνη, στην επιτυχημένη καταγγελία του «αναποτελεσματικού» σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού και στην εδραίωση του νεοφιλελεύθερου αυταρχικού κρατισμού· στην προσχώρηση, τέλος, της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό, ήδη από τη δεκαετία του ‘80, τόσο στο «κέντρο» της Ευρώπης (π.χ. Γερμανία) όσο και στην «περιφέρεια» (π.χ. Ισπανία), και βέβαια στο «παγκόσμιο '89-'91», που επέτρεψε στην οικονομική Ακροδεξιά της εποχής να πανηγυρίσει μια αιώνια νίκη: το τέλος των «ουτοπιών».
Όπως θα το έθετε ο Φραντς Βρανίτσκι, πρώην καγκελάριος της Αυστρίας, στο εξής «όποιος έχει οράματα, πρέπει να πάει στο γιατρό».
5. Ενώ η ενοποίηση της Ευρώπης, μέσα βεβαίως από τον ανταγωνισμό («ιμπεριαλιστική ειρήνη») πέρασε από διάφορες φάσεις, σε καμιά από τις φάσεις αυτές –από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (1952) μέχρι τη σημερινή ΕΕ των 27 και την κρίση της Ευρωζώνης– το εθνικό κράτος δεν έπαψε να είναι «εκεί». Ειδικά δε από την περίοδο μετά την κρίση του '70, τα χρόνια δηλαδή του Ρήγκαν και της Θάτσερ, παρά τα θρυλούμενα περί παγκοσμιοποίησης, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις δεν σταμάτησαν «να προβάλλουν το φόβητρο του δημόσιου χρέους (στην αύξηση του οποίου συνέβαλαν με τις φοροαπαλλαγές που θέσπισαν για την εύπορη πελατεία τους), για να καταφεύγουν με άνεση στη μείωση των κρατικών δαπανών, στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, στο πετσόκομμα των κοινωνικών προγραμμάτων».
Όταν ξεσπούσε η παρούσα κρίση, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα τα κατάφερναν ξανά με τα ίδια επιχειρήματα. Αλλά τα κατάφεραν.
***
6. Η εν εξελίξει κρίση, όπως το επισήμαναν μαρξιστές σε διεθνές επίπεδο, είναι ένα είδος συνέχειας εκείνης της κρίσης του '70, και ταυτόχρονα ένα πρωτότυπο ιστορικό επεισόδιο – όχι, δηλαδή, απλώς η «επιβεβαίωση» της μαρξικής θεωρίας περί κρίσεων. Χωρίς τη νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, από τη δεκαετία του ’70 και μέχρι σήμερα, θα μιλούσαμε για την κρίση αυτή αλλιώς. Σήμερα, στον κόσμο που έφτιαξε αυτή η νίκη, χρειάζεται να επιμείνουμε στην περιγραφή της ως κρίσης υπερσυσσώρευσης. Όχι από μαρξιστικό σχολαστικισμό, αλλά γιατί η αναγνώριση αυτή προσδιορίζει τις συντεταγμένες –τα όρια και τις προοπτικές– της συγκυρίας που εγκαινίασε η κρίση.
7. Μια κρίση υπερσυσσώρευσης οφείλεται στην πτώση του ποσοστού κέρδους λόγω πτώσης του βαθμού εκμετάλλευσης – της αδυναμίας δηλαδή του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη σε βαθμό ικανοποιητικό από την πλευρά του συστήματος. Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, έτσι, η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει την ενίσχυση του ποσοστού κέρδους, άρα την ένταση της εκμετάλλευσης. Προϋποθέτει, όμως, και την εκτεταμένη καταστροφή κεφαλαίου – κι αυτή στο παρελθόν έγινε εφικτή μέσα από έναν ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο: αυτό το σενάριο πρέπει να αποτρέψει πάση θυσία η Αριστερά, δίνοντας τη μάχη απέναντι στο νεοφιλελεύθερο «Κέντρο» χωρίς να θεωρεί «λεπτομέρεια» την Ακροδεξιά.
Δεδομένης της ζωτικής σημασίας που έχει η ένταση της εκμετάλλευσης εν μέσω κρίσης, ό,τι ονομάστηκε «επιστροφή του κράτους» δεν ήταν, σε τελική ανάλυση, παρά η ένταση της κυριαρχικότητας του κράτους πρωτίστως επί της εργατικής δύναμης. Επρόκειτο για την απολύτως προβλέψιμη απάντηση από πλευράς των καπιταλιστικών κρατών, τη μόνη κοινή στρατηγική εν μέσω αντιθέσεων (για τη διαχείριση του χρέους, την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων κ.ο.κ) και τη στρατηγική στην οποία εντάσσεται αρμονικά η Ακροδεξιά, ζητώντας περισσότερη «εθνική» κυριαρχία και εννοώντας περισσότερη κρατική.
Στα χρόνια λοιπόν της κρίσης, και σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, η μείωση του ποσοστού των μισθών στο ΑΕΠ στην Εσθονία άγγιξε το 7%, όσο περίπου σε Ισπανία και Πορτογαλία, στην Ισλανδία βρίσκεται κοντά στο 9%, στην Ιρλανδία και τη Ρουμανία γύρω στο 10%, στη δε Λιθουανία και την Κύπρο φτάνει το 13%. Στην Ελλάδα, όπου ο λόγος κερδών/μισθών αυξήθηκε κατακόρυφα, η αντίστοιχη μείωση είναι στο 14%, με τη Λετονία να κατέχει το ευρωπαϊκό ρεκόρ στο 18%.
Συμπέρασμα; Σε όλη την Ευρώπη (όπως και στις ΗΠΑ), εντός και εκτός Ευρωζώνης, ασχέτως ύψους του χρέους και βαθμού πίεσης «των πιστωτών», είτε με μνημόνια είτε χωρίς αυτά, το κοινό είναι το αναμενόμενο σε μια κρίση υπερσυσσώρευσης: τσάκισμα των εργαζομένων για την ανάσχεση της πτώσης της κερδοφορίας.
8. Την ίδια στιγμή, κι ενώ γράφτηκαν πολλά για να πειστούμε για τις «μάχες» που δίνουν τα κράτη απέναντι στους αδηφάγους τραπεζίτες και τις «αγορές», ο (καπιταλιστικός) χρηματοπιστωτικός τομέας, που στη συζήτηση είθισται να αντιπαρατίθεται μηχανιστικά με την (καπιταλιστική) «πραγματική» οικονομία, ωφελήθηκε στο έπακρο, και πάλι χάρη στα μέτρα της πολιτικής εξουσίας – τη διάθεση κρατικών ομολόγων και τον φθηνό δανεισμό. Στις ΗΠΑ το 2009 και στο πρώτο τρίμηνο του 2010 σημείωσε τα υψηλότερα κέρδη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», θυμίζει ο Άλεξ Ντεμίροβιτς, σχολιάζοντας την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση για τη διάσωση των αμερικανικών τραπεζών. Τα ίδια, όμως, συνέβησαν και στην Ευρώπη. Μόνο μέχρι το 2009 η Βρετανία είχε διαθέσει ένα ολόκληρο ΑΕΠ (1,4 τρισ. στερλίνες, ήτοι 2 τρισ. δολάρια) για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος. Και στην Ελλάδα, η διάσωση των τραπεζών ανέβασε το δημόσιο χρέος κατά 106 δισ, εκπροσωπώντας το 1/3 του.
9. Για όλους αυτούς τους λόγους, υποστηρίζει ο Ντεμίροβιτς, είναι λάθος να μιλάμε για την «επιστροφή» της πολιτικής και του κράτους μέσα στην κρίση: στην πραγματικότητα δεν έφυγαν ποτέ. Αντίθετα, και πριν απ' όλα, τα κράτη συνέχισαν πιο εντατικά αυτό που είναι εγγενές στον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα: να εξουσιάζουν την εργατική δύναμη, μπλοκάροντας την αυτόνομη πολιτική της συγκρότηση, διαιρώντας και κατακερματίζοντας τους εργαζόμενους ως «άτομα-πολίτες» και ομογενοποιώντας τους ως «εθνικά υποκείμενα-λαό»· ρυθμίζοντας επίσης (με κρατική βία, ανοχή στην παρακρατική βία και ασύλληπτη προπαγάνδα) τους όρους εκμετάλλευσης της ξένης εργατικής δύναμης· και, την ίδια στιγμή, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ώστε ένα όλο και σημαντικότερο μέρος της αστικής τάξης να αποδρά από τον ταξικό συμβιβασμό για εθνική ευημερία, μεταξύ άλλων «σταδιοδρομώντας» εκτός εθνικών συνόρων.
10. Σε αυτές τις κρατικές λειτουργίες, που είναι κοινές σε όλη την Ευρώπη, και που μέσα στην κρίση εντατικοποιούνται, «ακούμε» το κράτος να «μιλάει» προς τις κοινωνικές τάξεις, πλην με διαφορετικές «γλώσσες»: προς το κεφάλαιο μιλά τη γλώσσα της ελευθερίας και του ευρωπαϊσμού, προς τους εργαζόμενους τη γλώσσα της πειθαρχίας και της εθνικής ενότητας/ταυτότητας. Όψεις αυτού το μείγματος, ευρωπαϊσμού και εθνικισμού, παρακολουθήσαμε πολλές φορές αυτά τα πέντε τελευταία χρόνια. Κεντροαριστεροί που στο παρελθόν έγραψαν εκατοντάδες σελίδες για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, μέσα στην κρίση απηύθυναν δραματικές εκκλήσεις τύπου «Για την Ελλάδα τώρα», για να μας πείσουν ότι πέραν του Μνημονίου there is no alternative. Αλλά και σεσημασμένοι εθνικιστές υπουργοποιούνταν στο όνομα της «ευρωπαϊκής προοπτικής», προσδίδοντας το απαιτούμενο πολιτικό βάθος σε τεχνοκρατικές κυβερνήσεις.
Παραδόξως ή μη, ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές θρήνησαν το ίδιο δυνατά για τη «Χώρα» και την απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, δείχνοντας τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας. Παρέλειψαν, όμως, να θυμίσουν ότι η μείωση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας υπήρξε από χρόνια «συνειδητή επιλογή των αρχουσών τάξεων και των πολιτικών τους εκπροσώπων, κεντροαριστερών και κεντροδεξιών αδιακρίτως, για την καλύτερη εξυπηρέτηση του στόχου της ανατροπής της τάσης προς τη δημοκρατία». Τι άλλο ήταν τα πανηγύρια για το «τέλος της Μεταπολίτευσης» και η φλυαρία περί «έκτακτης ανάγκης»;
11. Παρά τις διαφορές τους, ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές έδειχναν να συμπλέουν στο εξής: Όσες φορές χρειάστηκε να συζητήσουμε για το χρέος, το έλλειμμα, την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας, εκεί την προτεραιότητα την είχε πάντα το «εθνικό» επί του ευρωπαϊκού, η «καχεξία» δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού, σε σύγκριση/αντιπαράθεση με τη γερμανική πολιτική. Όταν πάλι ήταν να πούμε για τους έλληνες πλούσιους και την πολιτική εξουσία που θα τους αναγκάσει να πληρώσουν, εκεί επανερχόταν η πρωτοκαθεδρία του «ευρωπαϊκού»: έτσι που είναι τα πράγματα στην Ευρώπη, εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές κατήγγειλαν σε διάφορους τόνους το «γερμανικό προτεσταντισμό», εννοώντας την απαίτηση για δημοσιονομική πειθαρχία και την τιμωρία για τους χρεοφειλέτες που παρεξέκλιναν. Σε ό,τι αφορά, όμως, την (προτεσταντική) εργασιακή ηθική, που επιβλήθηκε παντού ως πρότυπο, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, κυρίως δε χωρίς να εξυπηρετεί σε τίποτα τους πιστωτές, για τους μεν ευρωπαϊστές υπήρξε «αναπόφευκτη», για τους δε ευρωσκεπτικιστές απλώς παράγωγο της γερμανικής επιβολής και της ευρωενωσιακής χούντας (sic).
12. Ακούω τον αντίλογο: Αν η συνταγή (και η δικαιολόγησή της) είναι κοινή σε όλη την Ευρώπη, μήπως άραγε ο τονισμός των κοινών αποφεύγει τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»; Μήπως δηλαδή υποτιμά τις ανισότητες από χώρα σε χώρα, τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας που εγείρει για την Ελλάδα το χρέος και βεβαίως τα οφέλη που αντλεί μέσα στην κρίση ο γερμανικός καπιταλισμός, εν πολλοίς και χάρη στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης;
α) Σε ό,τι αφορά τους οδυρμούς για την απώλεια κυριαρχίας λόγω του χρέους, οι οδυρόμενοι «ξεχνούν», πρώτον, ότι το χρέος δεν συνιστά καμιά ελληνική πρωτοτυπία, και δεύτερον, ότι το ίδιο δεν θα έπαιρνε την ανιούσα, αν ο φορολογικός συντελεστής για το κεφάλαιο δεν ήταν στην Ελλάδα στο 16.5%, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ΕΕ έφτανε στο 27.5%. Σύμφωνα με τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών, επιπλέον, η απώλεια εσόδων από τη φοροδιαφυγή έφτασε αισίως στα 11 δις ευρώ, ενώ για το μαύρο χρήμα της παραοικονομίας στα 100 δις. Αντί να δουν προς τα εκεί, οι κυβερνήσεις προτίμησαν το δανεισμό, ανταλλάσσοντας το υψηλό χρέος με τις ψήφους των μπαταχτσήδων.
β) Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, είναι εντελώς προφανές (ήταν από τα τέλη του ’90, όταν ένα τμήμα της Αριστεράς, και του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, κινητοποιούνταν ενάντια στην ΟΝΕ) ότι χωρίς συναλλαγματική πολιτική, χωρίς προϋπολογισμό, χωρίς φορολογική εναρμόνιση, η περίφημη «σύγκλιση» ήταν απλώς ανέφικτη για όλο τον ευρωπαϊκό Νότο – και όχι μόνο. Ενώ όμως το σχέδιο του ενιαίου νομίσματος ήταν επιεικώς αλλοπρόσαλλο, η επιμονή στις ανισότητες χάνει πόσο το ταξικά αποτελεσματικές υπήρξαν αυτές για τους έλληνες πλούσιους, ως πρότυπο και ως κίνητρο. Η Γερμανία βγήκε ασφαλώς ωφελημένη. «Η Γερμανία»; Μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης, το ποσοστό κέρδους του γερμανικού καπιταλισμού διπλασιάστηκε σε σχέση με το 1982, καθώς πάνω από τα δύο τρίτα των εξαγωγών απορροφούνταν από τις χώρες της Ευρωζώνης. Το κατάφερε, όμως, ρίχνοντας την εργατική αμοιβή κάτω από τα επίπεδα του 1990, μολονότι το κατά κεφαλήν προϊόν αυξήθηκε κατά 30% από το 2001.
13. Και τώρα, τι πρέπει να γίνει; Κατ’ αρχάς να αποτύχει η προσπάθεια υποβάθμισης των ευρωεκλογών: να αξιοποιηθούν, όπως και οι άλλες δύο εκλογικές μάχες, προκειμένου να συντριβούν οι μνημονιακοί και η Ακροδεξιά. Η συντριβή τους είναι προϋπόθεση για να έρθει το συντομότερο η αναμέτρηση του ΣΥΡΙΖΑ με την άθλια κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση – κι είναι αυτή τη συντριβή που προσπαθούν να αποτρέψουν, με τη συνδρομή των ΜΜΕ.
Επιπλέον, να αξιοποιηθεί από σήμερα η ιστορική ευκαιρία να έχουμε, εν μέσω κρίσης, κυβέρνηση της Αριστεράς σε μια χώρα της ΕΕ: ως ιστορική ευκαιρία την αντιμετωπίζει ήδη η Αριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη, και σωστά. Ποια καλύτερη «σύμπλεξη του εθνικού με το διεθνές» από αυτήν; Να αξιοποιηθεί λοιπόν από σήμερα: για να πούμε τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη συμμετοχή ενός ισχυρού κινήματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη: Αύξηση μισθών, ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, αύξηση της παροχής δημόσιων αγαθών. Όχι για την «τόνωση της ανάπτυξης». Αλλά πολύ συγκεκριμένα για την ανακούφιση αυτών που τσακίστηκαν μέσα στα Μνημόνια. Όχημα δικό τους, και για τη δική τους αντεπίθεση, θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Επειδή η εθνική Αριστερά μας τελείωσε δεκαετίες τώρα, αν είναι όμως να ξεκινήσουμε από κάπου πρέπει από τώρα και από εδώ, ας ανοίξουμε τώρα και εδώ το δρόμο για την αναμέτρηση με τους πλούσιους σε όλη την Ευρώπη. Μια Αριστερά καθηλωμένη στα όρια του έθνους ή/και απρόθυμη να αμφισβητήσει τη συνέχεια του κράτους, είναι μια Αριστερά απολύτως ακίνδυνη για τον καπιταλισμό.
Παραπομπές
1. Laurent Cordonnier, «H 'λιτότητα' που χρειάζεται είναι η φορολογά των υψηλών εισοδημάτων», στο: S. Halimi κ.ά, Η Ευρώπη σε κρίση, Le Monde Diplomatique, Σειρά: Λεξικό Ιδεών (επιμέλεια: Βάλια Καϊμάκη), ένθετο στην Κυριακάτικη Αυγή, χ.χ.έ.
2. Χρήστος Λάσκος, Κρίση και αριστερή πολιτική. Η ταξική αναμέτρηση στην Ελλάδα και τον κόσμο 2009-2014, Νήσος-Red Notebook, Aθήνα 2014 (υπό έκδοση).
3. Άλεξ Ντεμίροβιτς, «Διεθνοποίηση του κράτους και κρίση του καπιταλισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών», στο: Χάρης Γολέμης-Ηρακλής Οικονόμου (επιμ.), Ο Πουλαντζάς σήμερα, Ινσιτούτου Νίκος Πουλαντζάς – Νήσος, Αθήνα 2012
4. Χρήστος Λάσκος-Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ, Αθήνα 2012
5. Κρίση και αριστερή πολιτική, ό.π.
Ο καπιταλισμός δεν δημιουργεί κανένα αίσθημα του ανήκειν ικανό να συναγωνιστεί το αίσθημα αφοσίωσης που νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι για το κράτος στο οποίο ζουν. Άλλωστε, αν κάνει κάτι ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι να καταστρέφει τις παλιές μορφές ταξικής αλληλεγγύης και να δημιουργεί στα άτομα μεγαλύτερη ανασφάλεια, καθιστώντας έτσι άλλες μορφές συλλογικής ταυτότητας όλο και πιο σημαντικές. Συνεπώς ο καπιταλισμός χρειάζεται το έθνος-κράτος, όχι μόνο για οικονομικούς αλλά και για μη οικονομικούς λόγους. Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή ήπειρος
1. Οι ευρωεκλογές αποκαλούνται «εκλογές δεύτερης τάξης», με την έννοια ότι δεν βγάζουν κυβέρνηση, αλλά αντίθετα, εκφράζουν το βαθμό δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή, οι εθνικές κυβερνήσεις τις αντιμετωπίζουν διαχρονικά ως «δευτεροκλασάτες». Αρνούνται, δηλαδή, να τις πολιτικοποιήσουν, συντηρώντας, και έτσι επιβεβαιώνοντας, την εικόνα της ΕΕ ως απόκοσμου οικοδομήματος, κατανοητού μόνο από τεχνοκράτες, και «θωρακισμένου» έναντι της πολιτικής, συνεπώς «αιώνιου» και αμετάβλητου. Στη συνέχεια, βεβαίως, έρχονται να διαπιστώσουν συνοφρυωμένες την ανησυχητική άνοδο του «ευρωσκεπτικισμού», βάζοντας κάτω από την ομπρέλα αυτή από αριστερούς και αριστεριστές μέχρι δεξιούς λαϊκιστές και κοινούς νεοναζί.
2. Όσοι λοιπόν ανησυχούμε για το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (κατ' ευφημισμόν έλλειμμα: μέσα στην κρίση αποκαλύπτεται απλώς πόσο ξένη είναι προς τη δημοκρατία), η περίοδος των ευρωεκλογών είναι η ευκαιρία να επισημάνουμε μια καίρια στιγμή του: Καθώς η ΕΕ είναι ένωση (εθνικών καπιταλιστικών) κρατών, η θωράκισή της απέναντι στη λαϊκή συμμετοχή και το στοιχειωδέστερο κοινωνικό έλεγχο, άρα στη δημοκρατία, είναι πρωτίστως υπόθεση των κρατών – όσο κι αν ένας ορισμένος «ευρωπαϊσμός» (για λόγους βεβαίως «εθνικού συμφέροντος») αποτελεί κρατική ιδεολογία με διαφορετικές «αναλογίες» σε κάθε χώρα. Διαφορετικά διατυπωμένο: η ΕΕ αντανακλά, παγιώνει και επιτείνει το «έλλειμμα» δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο – «έλλειμμα» που προϋπάρχει της εν εξελίξει κρίσης, και που μέσα στην κρίση παροξύνεται.
3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι, λοιπόν, το «σπίτι των λαών» – ούτε ήταν ποτέ. Είναι η ένωση εθνικών καπιταλιστικών κρατών που έγινε εφικτή μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή ακόμα πιο σχολαστικά, η ενοποίηση (ενός τμήματος) της Ευρώπης, ως αποτέλεσμα εθνικών-κρατικών στρατηγικών. Στρατηγικών άνισων και αντιφατικών, βεβαίως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εθνικών στρατηγικών υπό την αιγίδα του κεφαλαίου, και για τη μακροημέρευση της εξουσίας του σε κάθε χώρα και στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από αυτή τη σκοπιά, είναι πριν απ' όλα ταξική εξουσία· μια εξουσία που δεν καταστρέφει τα εθνικά κράτη, αλλά αντίθετα, συγκροτείται διά των κρατών.
4. Η επικράτηση, σε κάθε χώρα, των στρατηγικών που έδωσαν στην ΕΕ τη σημερινή της μορφή δεν είχε τίποτα το νομοτελειακό. Αντίθετα, προέκυψε ως αποτέλεσμα συγκρούσεων –οικονομικών, ιδεολογικών, πολιτικών και πολιτισμικών–, που σε κάθε χώρα πήραν ιδιαίτερη μορφή – και φυσικά συνεχίζονται. Η ΕΕ, με άλλα λόγια, δεν είναι το αποτέλεσμα μιας και μοναδικής αιτίας ή ενός και μόνο κρατικού σχεδιασμού. Πολύ συνοπτικά, οφείλει την ύπαρξη και τη σημερινή μορφή της: στην ψυχροπολεμική επιδίωξη να ανασχεθεί η σοβιετική επιρροή στην Ευρώπη, να αποφευχθεί η αναβίωση του φασισμού και να σβήσει η προοπτική ενός νέου ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου· στην απώλεια της «προωθητικής δύναμης» του σοβιετικού κομμουνισμού, και αργότερα, στην αποτυχία των κυβερνήσεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς να αξιοποιήσουν τη δυναμική του «παγκόσμιου '68» εκπονώντας μια υπερεθνική στρατηγική προς όφελος των εργαζομένων (την αποτυχία τους, τελικά, να ενώσουν την Ευρώπη υπό την αιγίδα της εργατικής τάξης)· στην πολιτική της «εθνικά υπεύθυνης» δύναμης που, αντίθετα, ακολούθησαν οι κυβερνήσεις αυτές σε Ιταλία, Γαλλία και Βρετανία, μια «υπευθυνότητα» που στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του '70 έδειξε απλώς την αποτυχία του κεϋνσιανισμού· στην αντεπίθεση του κεφαλαίου μέσα στην κρίση εκείνη, στην επιτυχημένη καταγγελία του «αναποτελεσματικού» σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού και στην εδραίωση του νεοφιλελεύθερου αυταρχικού κρατισμού· στην προσχώρηση, τέλος, της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό, ήδη από τη δεκαετία του ‘80, τόσο στο «κέντρο» της Ευρώπης (π.χ. Γερμανία) όσο και στην «περιφέρεια» (π.χ. Ισπανία), και βέβαια στο «παγκόσμιο '89-'91», που επέτρεψε στην οικονομική Ακροδεξιά της εποχής να πανηγυρίσει μια αιώνια νίκη: το τέλος των «ουτοπιών».
Όπως θα το έθετε ο Φραντς Βρανίτσκι, πρώην καγκελάριος της Αυστρίας, στο εξής «όποιος έχει οράματα, πρέπει να πάει στο γιατρό».
5. Ενώ η ενοποίηση της Ευρώπης, μέσα βεβαίως από τον ανταγωνισμό («ιμπεριαλιστική ειρήνη») πέρασε από διάφορες φάσεις, σε καμιά από τις φάσεις αυτές –από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (1952) μέχρι τη σημερινή ΕΕ των 27 και την κρίση της Ευρωζώνης– το εθνικό κράτος δεν έπαψε να είναι «εκεί». Ειδικά δε από την περίοδο μετά την κρίση του '70, τα χρόνια δηλαδή του Ρήγκαν και της Θάτσερ, παρά τα θρυλούμενα περί παγκοσμιοποίησης, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις δεν σταμάτησαν «να προβάλλουν το φόβητρο του δημόσιου χρέους (στην αύξηση του οποίου συνέβαλαν με τις φοροαπαλλαγές που θέσπισαν για την εύπορη πελατεία τους), για να καταφεύγουν με άνεση στη μείωση των κρατικών δαπανών, στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, στο πετσόκομμα των κοινωνικών προγραμμάτων».
Όταν ξεσπούσε η παρούσα κρίση, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα τα κατάφερναν ξανά με τα ίδια επιχειρήματα. Αλλά τα κατάφεραν.
***
6. Η εν εξελίξει κρίση, όπως το επισήμαναν μαρξιστές σε διεθνές επίπεδο, είναι ένα είδος συνέχειας εκείνης της κρίσης του '70, και ταυτόχρονα ένα πρωτότυπο ιστορικό επεισόδιο – όχι, δηλαδή, απλώς η «επιβεβαίωση» της μαρξικής θεωρίας περί κρίσεων. Χωρίς τη νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, από τη δεκαετία του ’70 και μέχρι σήμερα, θα μιλούσαμε για την κρίση αυτή αλλιώς. Σήμερα, στον κόσμο που έφτιαξε αυτή η νίκη, χρειάζεται να επιμείνουμε στην περιγραφή της ως κρίσης υπερσυσσώρευσης. Όχι από μαρξιστικό σχολαστικισμό, αλλά γιατί η αναγνώριση αυτή προσδιορίζει τις συντεταγμένες –τα όρια και τις προοπτικές– της συγκυρίας που εγκαινίασε η κρίση.
7. Μια κρίση υπερσυσσώρευσης οφείλεται στην πτώση του ποσοστού κέρδους λόγω πτώσης του βαθμού εκμετάλλευσης – της αδυναμίας δηλαδή του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη σε βαθμό ικανοποιητικό από την πλευρά του συστήματος. Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, έτσι, η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει την ενίσχυση του ποσοστού κέρδους, άρα την ένταση της εκμετάλλευσης. Προϋποθέτει, όμως, και την εκτεταμένη καταστροφή κεφαλαίου – κι αυτή στο παρελθόν έγινε εφικτή μέσα από έναν ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο: αυτό το σενάριο πρέπει να αποτρέψει πάση θυσία η Αριστερά, δίνοντας τη μάχη απέναντι στο νεοφιλελεύθερο «Κέντρο» χωρίς να θεωρεί «λεπτομέρεια» την Ακροδεξιά.
Δεδομένης της ζωτικής σημασίας που έχει η ένταση της εκμετάλλευσης εν μέσω κρίσης, ό,τι ονομάστηκε «επιστροφή του κράτους» δεν ήταν, σε τελική ανάλυση, παρά η ένταση της κυριαρχικότητας του κράτους πρωτίστως επί της εργατικής δύναμης. Επρόκειτο για την απολύτως προβλέψιμη απάντηση από πλευράς των καπιταλιστικών κρατών, τη μόνη κοινή στρατηγική εν μέσω αντιθέσεων (για τη διαχείριση του χρέους, την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων κ.ο.κ) και τη στρατηγική στην οποία εντάσσεται αρμονικά η Ακροδεξιά, ζητώντας περισσότερη «εθνική» κυριαρχία και εννοώντας περισσότερη κρατική.
Στα χρόνια λοιπόν της κρίσης, και σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, η μείωση του ποσοστού των μισθών στο ΑΕΠ στην Εσθονία άγγιξε το 7%, όσο περίπου σε Ισπανία και Πορτογαλία, στην Ισλανδία βρίσκεται κοντά στο 9%, στην Ιρλανδία και τη Ρουμανία γύρω στο 10%, στη δε Λιθουανία και την Κύπρο φτάνει το 13%. Στην Ελλάδα, όπου ο λόγος κερδών/μισθών αυξήθηκε κατακόρυφα, η αντίστοιχη μείωση είναι στο 14%, με τη Λετονία να κατέχει το ευρωπαϊκό ρεκόρ στο 18%.
Συμπέρασμα; Σε όλη την Ευρώπη (όπως και στις ΗΠΑ), εντός και εκτός Ευρωζώνης, ασχέτως ύψους του χρέους και βαθμού πίεσης «των πιστωτών», είτε με μνημόνια είτε χωρίς αυτά, το κοινό είναι το αναμενόμενο σε μια κρίση υπερσυσσώρευσης: τσάκισμα των εργαζομένων για την ανάσχεση της πτώσης της κερδοφορίας.
8. Την ίδια στιγμή, κι ενώ γράφτηκαν πολλά για να πειστούμε για τις «μάχες» που δίνουν τα κράτη απέναντι στους αδηφάγους τραπεζίτες και τις «αγορές», ο (καπιταλιστικός) χρηματοπιστωτικός τομέας, που στη συζήτηση είθισται να αντιπαρατίθεται μηχανιστικά με την (καπιταλιστική) «πραγματική» οικονομία, ωφελήθηκε στο έπακρο, και πάλι χάρη στα μέτρα της πολιτικής εξουσίας – τη διάθεση κρατικών ομολόγων και τον φθηνό δανεισμό. Στις ΗΠΑ το 2009 και στο πρώτο τρίμηνο του 2010 σημείωσε τα υψηλότερα κέρδη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», θυμίζει ο Άλεξ Ντεμίροβιτς, σχολιάζοντας την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση για τη διάσωση των αμερικανικών τραπεζών. Τα ίδια, όμως, συνέβησαν και στην Ευρώπη. Μόνο μέχρι το 2009 η Βρετανία είχε διαθέσει ένα ολόκληρο ΑΕΠ (1,4 τρισ. στερλίνες, ήτοι 2 τρισ. δολάρια) για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος. Και στην Ελλάδα, η διάσωση των τραπεζών ανέβασε το δημόσιο χρέος κατά 106 δισ, εκπροσωπώντας το 1/3 του.
9. Για όλους αυτούς τους λόγους, υποστηρίζει ο Ντεμίροβιτς, είναι λάθος να μιλάμε για την «επιστροφή» της πολιτικής και του κράτους μέσα στην κρίση: στην πραγματικότητα δεν έφυγαν ποτέ. Αντίθετα, και πριν απ' όλα, τα κράτη συνέχισαν πιο εντατικά αυτό που είναι εγγενές στον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα: να εξουσιάζουν την εργατική δύναμη, μπλοκάροντας την αυτόνομη πολιτική της συγκρότηση, διαιρώντας και κατακερματίζοντας τους εργαζόμενους ως «άτομα-πολίτες» και ομογενοποιώντας τους ως «εθνικά υποκείμενα-λαό»· ρυθμίζοντας επίσης (με κρατική βία, ανοχή στην παρακρατική βία και ασύλληπτη προπαγάνδα) τους όρους εκμετάλλευσης της ξένης εργατικής δύναμης· και, την ίδια στιγμή, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ώστε ένα όλο και σημαντικότερο μέρος της αστικής τάξης να αποδρά από τον ταξικό συμβιβασμό για εθνική ευημερία, μεταξύ άλλων «σταδιοδρομώντας» εκτός εθνικών συνόρων.
10. Σε αυτές τις κρατικές λειτουργίες, που είναι κοινές σε όλη την Ευρώπη, και που μέσα στην κρίση εντατικοποιούνται, «ακούμε» το κράτος να «μιλάει» προς τις κοινωνικές τάξεις, πλην με διαφορετικές «γλώσσες»: προς το κεφάλαιο μιλά τη γλώσσα της ελευθερίας και του ευρωπαϊσμού, προς τους εργαζόμενους τη γλώσσα της πειθαρχίας και της εθνικής ενότητας/ταυτότητας. Όψεις αυτού το μείγματος, ευρωπαϊσμού και εθνικισμού, παρακολουθήσαμε πολλές φορές αυτά τα πέντε τελευταία χρόνια. Κεντροαριστεροί που στο παρελθόν έγραψαν εκατοντάδες σελίδες για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, μέσα στην κρίση απηύθυναν δραματικές εκκλήσεις τύπου «Για την Ελλάδα τώρα», για να μας πείσουν ότι πέραν του Μνημονίου there is no alternative. Αλλά και σεσημασμένοι εθνικιστές υπουργοποιούνταν στο όνομα της «ευρωπαϊκής προοπτικής», προσδίδοντας το απαιτούμενο πολιτικό βάθος σε τεχνοκρατικές κυβερνήσεις.
Παραδόξως ή μη, ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές θρήνησαν το ίδιο δυνατά για τη «Χώρα» και την απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, δείχνοντας τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας. Παρέλειψαν, όμως, να θυμίσουν ότι η μείωση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας υπήρξε από χρόνια «συνειδητή επιλογή των αρχουσών τάξεων και των πολιτικών τους εκπροσώπων, κεντροαριστερών και κεντροδεξιών αδιακρίτως, για την καλύτερη εξυπηρέτηση του στόχου της ανατροπής της τάσης προς τη δημοκρατία». Τι άλλο ήταν τα πανηγύρια για το «τέλος της Μεταπολίτευσης» και η φλυαρία περί «έκτακτης ανάγκης»;
11. Παρά τις διαφορές τους, ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές έδειχναν να συμπλέουν στο εξής: Όσες φορές χρειάστηκε να συζητήσουμε για το χρέος, το έλλειμμα, την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας, εκεί την προτεραιότητα την είχε πάντα το «εθνικό» επί του ευρωπαϊκού, η «καχεξία» δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού, σε σύγκριση/αντιπαράθεση με τη γερμανική πολιτική. Όταν πάλι ήταν να πούμε για τους έλληνες πλούσιους και την πολιτική εξουσία που θα τους αναγκάσει να πληρώσουν, εκεί επανερχόταν η πρωτοκαθεδρία του «ευρωπαϊκού»: έτσι που είναι τα πράγματα στην Ευρώπη, εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές κατήγγειλαν σε διάφορους τόνους το «γερμανικό προτεσταντισμό», εννοώντας την απαίτηση για δημοσιονομική πειθαρχία και την τιμωρία για τους χρεοφειλέτες που παρεξέκλιναν. Σε ό,τι αφορά, όμως, την (προτεσταντική) εργασιακή ηθική, που επιβλήθηκε παντού ως πρότυπο, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, κυρίως δε χωρίς να εξυπηρετεί σε τίποτα τους πιστωτές, για τους μεν ευρωπαϊστές υπήρξε «αναπόφευκτη», για τους δε ευρωσκεπτικιστές απλώς παράγωγο της γερμανικής επιβολής και της ευρωενωσιακής χούντας (sic).
12. Ακούω τον αντίλογο: Αν η συνταγή (και η δικαιολόγησή της) είναι κοινή σε όλη την Ευρώπη, μήπως άραγε ο τονισμός των κοινών αποφεύγει τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»; Μήπως δηλαδή υποτιμά τις ανισότητες από χώρα σε χώρα, τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας που εγείρει για την Ελλάδα το χρέος και βεβαίως τα οφέλη που αντλεί μέσα στην κρίση ο γερμανικός καπιταλισμός, εν πολλοίς και χάρη στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης;
α) Σε ό,τι αφορά τους οδυρμούς για την απώλεια κυριαρχίας λόγω του χρέους, οι οδυρόμενοι «ξεχνούν», πρώτον, ότι το χρέος δεν συνιστά καμιά ελληνική πρωτοτυπία, και δεύτερον, ότι το ίδιο δεν θα έπαιρνε την ανιούσα, αν ο φορολογικός συντελεστής για το κεφάλαιο δεν ήταν στην Ελλάδα στο 16.5%, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ΕΕ έφτανε στο 27.5%. Σύμφωνα με τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών, επιπλέον, η απώλεια εσόδων από τη φοροδιαφυγή έφτασε αισίως στα 11 δις ευρώ, ενώ για το μαύρο χρήμα της παραοικονομίας στα 100 δις. Αντί να δουν προς τα εκεί, οι κυβερνήσεις προτίμησαν το δανεισμό, ανταλλάσσοντας το υψηλό χρέος με τις ψήφους των μπαταχτσήδων.
β) Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, είναι εντελώς προφανές (ήταν από τα τέλη του ’90, όταν ένα τμήμα της Αριστεράς, και του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, κινητοποιούνταν ενάντια στην ΟΝΕ) ότι χωρίς συναλλαγματική πολιτική, χωρίς προϋπολογισμό, χωρίς φορολογική εναρμόνιση, η περίφημη «σύγκλιση» ήταν απλώς ανέφικτη για όλο τον ευρωπαϊκό Νότο – και όχι μόνο. Ενώ όμως το σχέδιο του ενιαίου νομίσματος ήταν επιεικώς αλλοπρόσαλλο, η επιμονή στις ανισότητες χάνει πόσο το ταξικά αποτελεσματικές υπήρξαν αυτές για τους έλληνες πλούσιους, ως πρότυπο και ως κίνητρο. Η Γερμανία βγήκε ασφαλώς ωφελημένη. «Η Γερμανία»; Μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης, το ποσοστό κέρδους του γερμανικού καπιταλισμού διπλασιάστηκε σε σχέση με το 1982, καθώς πάνω από τα δύο τρίτα των εξαγωγών απορροφούνταν από τις χώρες της Ευρωζώνης. Το κατάφερε, όμως, ρίχνοντας την εργατική αμοιβή κάτω από τα επίπεδα του 1990, μολονότι το κατά κεφαλήν προϊόν αυξήθηκε κατά 30% από το 2001.
13. Και τώρα, τι πρέπει να γίνει; Κατ’ αρχάς να αποτύχει η προσπάθεια υποβάθμισης των ευρωεκλογών: να αξιοποιηθούν, όπως και οι άλλες δύο εκλογικές μάχες, προκειμένου να συντριβούν οι μνημονιακοί και η Ακροδεξιά. Η συντριβή τους είναι προϋπόθεση για να έρθει το συντομότερο η αναμέτρηση του ΣΥΡΙΖΑ με την άθλια κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση – κι είναι αυτή τη συντριβή που προσπαθούν να αποτρέψουν, με τη συνδρομή των ΜΜΕ.
Επιπλέον, να αξιοποιηθεί από σήμερα η ιστορική ευκαιρία να έχουμε, εν μέσω κρίσης, κυβέρνηση της Αριστεράς σε μια χώρα της ΕΕ: ως ιστορική ευκαιρία την αντιμετωπίζει ήδη η Αριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη, και σωστά. Ποια καλύτερη «σύμπλεξη του εθνικού με το διεθνές» από αυτήν; Να αξιοποιηθεί λοιπόν από σήμερα: για να πούμε τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη συμμετοχή ενός ισχυρού κινήματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη: Αύξηση μισθών, ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, αύξηση της παροχής δημόσιων αγαθών. Όχι για την «τόνωση της ανάπτυξης». Αλλά πολύ συγκεκριμένα για την ανακούφιση αυτών που τσακίστηκαν μέσα στα Μνημόνια. Όχημα δικό τους, και για τη δική τους αντεπίθεση, θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Επειδή η εθνική Αριστερά μας τελείωσε δεκαετίες τώρα, αν είναι όμως να ξεκινήσουμε από κάπου πρέπει από τώρα και από εδώ, ας ανοίξουμε τώρα και εδώ το δρόμο για την αναμέτρηση με τους πλούσιους σε όλη την Ευρώπη. Μια Αριστερά καθηλωμένη στα όρια του έθνους ή/και απρόθυμη να αμφισβητήσει τη συνέχεια του κράτους, είναι μια Αριστερά απολύτως ακίνδυνη για τον καπιταλισμό.
Παραπομπές
1. Laurent Cordonnier, «H 'λιτότητα' που χρειάζεται είναι η φορολογά των υψηλών εισοδημάτων», στο: S. Halimi κ.ά, Η Ευρώπη σε κρίση, Le Monde Diplomatique, Σειρά: Λεξικό Ιδεών (επιμέλεια: Βάλια Καϊμάκη), ένθετο στην Κυριακάτικη Αυγή, χ.χ.έ.
2. Χρήστος Λάσκος, Κρίση και αριστερή πολιτική. Η ταξική αναμέτρηση στην Ελλάδα και τον κόσμο 2009-2014, Νήσος-Red Notebook, Aθήνα 2014 (υπό έκδοση).
3. Άλεξ Ντεμίροβιτς, «Διεθνοποίηση του κράτους και κρίση του καπιταλισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών», στο: Χάρης Γολέμης-Ηρακλής Οικονόμου (επιμ.), Ο Πουλαντζάς σήμερα, Ινσιτούτου Νίκος Πουλαντζάς – Νήσος, Αθήνα 2012
4. Χρήστος Λάσκος-Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ, Αθήνα 2012
5. Κρίση και αριστερή πολιτική, ό.π.