Kείμενο Α.Κιουπκιολή για την «Εφημερίδα των Συντακτών»
Αν υπάρχει μια κοινή και τελετουργικά επαναλαμβανόμενη εμπειρική «αλήθεια» στη πολιτική επιστήμη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αυτή είναι η αύξουσα αποξένωση της κοινωνικής πλειοψηφίας από το πολιτικό σύστημα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, το πιο εύγλωττο σύμπτωμα της οποίας είναι τα καλπάζοντα ποσοστά της αποχής από τις εκλογές. Οι εξηγήσεις θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μία: την έκλειψη σημαντικών διακυβευμάτων. Οι ψηφοφόροι απέχουν γιατί είναι πεπεισμένοι ότι στις εκλογές δεν κρίνεται τίποτε άξιο λόγου, είτε γιατί το πολιτικό σύστημα είναι αποδεδειγμένα αναποτελεσματικό είτε γιατί τα κόμματα εξουσίας δεν προτείνουν ανταγωνιστικά προγράμματα αλλά εκφράζουν μια εδραιωμένη νεοφιλελεύθερη συναίνεση με ασήμαντες διαφοροποιήσεις στην κυβερνητική πράξη, είτε γιατί εμφορούνται όλο και περισσότερο από μια λογική ιδιώτευσης και αναζήτησης ατομικών απολαύσεων ή επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε προσωπικές επιλογές και μικροκοινωνικές πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών (λάιφσταϊλ, ΜΚΟ, «μετα-υλιστικές» αξίες κ.α.).
Η απορητικότητα της κατάστασης έχει, ωστόσο, επιταθεί την τελευταία δεκαετία καθώς επιδεινώνονται οι υλικοί όροι της ζωής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Με άλλα λόγια, κοινωνικά ζητήματα υφίστανται και οξύνονται, αλλά δεν μεταφράζονται παρά ελάχιστα ως καθόλου σε πραγματικές πολιτικές επιλογές στα πλαίσια του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Ο δήμος φαίνεται να έχει εμπεδώσει το συναίσθημα ότι δεν είναι κυρίαρχος και δεν μπορεί να ορίζει την κυβερνητική πολιτική προς όφελός του μέσα στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα.
Στην πραγματικότητα, αυτό το συναίσθημα αδυναμίας του πολίτη είναι σύμφυτο με τα φιλελεύθερα αντιπροσωπευτικά καθεστώτα και αποτυπώνει τη δομική πολιτική τους λογική. Η ειδοποιός τους διαφορά σε σύγκριση με άλλες μορφές συμμετοχικής δημοκρατικής διακυβέρνησης δεν είναι η αντιπροσώπευση από μόνη της, καθώς αυτή εμφανίζεται ποικιλοτρόπως και σε θεωρούμενες «άμεσες» δημοκρατίες. Είναι η εγκαθίδρυση μιας «μόνιμης και θεσμοποιημένης βάσης εξουσίας» που θεμελιώνει τον διαχωρισμό των πολιτικών αντιπροσώπων από τους αντιπροσωπευόμενους και αποδεσμεύει τους πρώτους από την άμεση πίεση των πολιτών που τους ψήφισαν εξασφαλίζοντάς τους αξιώματα με σταθερή θητεία. Η υπαρκτή πολιτική αντιπροσώπευση συνδέει από τη μια τους ψηφοφόρους με τους αντιπροσώπους μέσω των εκλογών, από την άλλη όμως τους διαχωρίζει, εμποδίζοντας τον δήμο να επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά τις καθημερινές διαδικασίες διακυβέρνησης, ακόμη και σε θεμελιώδεις αποφάσεις. Εν ολίγοις, κατοχυρώνει και ισχυροποιεί την εξουσία των αντιπροσώπων πάνω στους πολίτες. Τους επιτρέπει συνταγματικά να μετατρέπονται σε πολιτικές ελίτ που αυτονομούνται από τη βούληση της πλειοψηφίας και χρησιμοποιούν την προνομιακή πρόσβαση που διαθέτουν στους εξουσιαστικούς πόρους του κράτους (χρήμα, διοικητικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί, πολιτισμικοί θεσμοί κ.α.) για να εφαρμόσουν πολιτικές της δικής τους προαίρεσης, να αποκομίσουν ίδιον όφελος και να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους. Η αυξημένη δυνατότητα ολιγαρχικής εκτροπής της δημοκρατίας εγγράφεται έτσι στην ίδια τη θεσμική σύσταση των νεότερων αντιπροσωπευτικών πολιτειών. Αυτή η ολιγαρχική ροπή επαυξάνεται από ένα άλλο δομικό γνώρισμά τους, τη σύζευξή τους με οικονομίες της αγοράς που παράγουν μεγάλες οικονομικές ανισότητες. Καθώς οι δημοκρατικές κυβερνήσεις εξαρτώνται από τις αγοραίες οικονομίες και τα άνισα, ισχυρά τους συμφέροντα για την υλική επιβίωση του κράτους και τη χάραξη της πολιτικής, η ευνοϊκή μεταχείριση του μεγάλου κεφαλαίου έναντι της πλειοψηφικής βούλησης καθίσταται οικονομικά αναγκαία, και γίνεται δυνατή χάρη ακριβώς στη θεσμική αυτονόμηση της εξουσίας των αντιπροσώπων.
Αυτή η δομικά ορισμένη συνθήκη της ολιγαρχικής απόκλισης και, άρα, της αποξένωσης των πολλών έγινε δραστικότερη από ποτέ την τελευταία τριακονταετία με την παγκόσμια αποχαλίνωση της εξουσίας των αγορών την οποία επέφερε ένα σαρωτικό πλέγμα αλλαγών: η σταδιακή κατίσχυση του νεοφιλελεύθερου ηγεμονικού σχεδίου, η επακόλουθη συρρίκνωση της δημόσιας οικονομίας και η ισχυρότερη υπαγωγή των κρατών στις διεθνείς χρηματαγορές, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και της ίδιας της ιδέας μιας εφικτής εναλλακτικής, η υποχώρηση της βιομηχανικής εργασίας στη Δύση. Μεταξύ αυτών, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την έκλειψη του συντελεστή εκείνου που δρούσε ως η καταλυτική ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στις κατεστημένες ολιγαρχίες και ασκούσε συχνά επαρκή πίεση στην αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση ώστε να εναρμονίζεται κάπως με την πλειοψηφική βούληση: της συντεταγμένης δυναμικής παρουσίας των πολλών στα δημόσια πράγματα, μέσω της οργανωμένης βιομηχανικής εργασίας, των μαζικών δημοκρατικών κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων, των ισχυρών λαϊκών κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων. Χωρίς αυτό το ισχυρό αντίβαρο δημοκρατικής εξουσίας, το εκκρεμές των διφυών καθεστώτων της αντιπροσώπευσης κλίνει σχεδόν αυτόματα προς την ολιγαρχία.
Με δεδομένη την εξαρχής διφυία τους, τα «φιλελεύθερα» καθεστώτα δεν θα κλονιστούν αν η συμμετοχή στις εκλογές συρρικνωθεί λ.χ. σταθερά στο 30%. Στο δυστοπικό αυτό σενάριο, οι ελίτ του κεφαλαίου και του πολιτικού κατεστημένου θα εδραιώσουν την ολιγαρχική εκτροπή και τον αυταρχισμό κατά των πολλών υπό την κάλυψη μιας επίφασης δημοκρατίας καθώς θα συνεχίζουν να υποστηρίζονται και στις κάλπες, όπως σήμερα, από μερίδες των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων, ή και βαθιά συντηρητικών ομάδων, που θα εξακολουθούν να ταυτίζονται με το καθεστώς εφόσον λαμβάνουν ένα μερίδιο από τα οφέλη και τα προνόμιά του. Αλλά η διφυία μπορεί να δράσει και στην αντίθετη φορά, εάν η επιβίωση των καθιερωμένων δημοκρατικών αντιλήψεων για τη θέση του δήμου και η διάσωση ελάχιστων τυπικών δικαιωμάτων συνδυαστεί με μια εκ νέου συντεταγμένη ανάδειξη της δύναμης των πολλών στη δημόσια ζωή, της μόνης δύναμης που μπορεί να αντισταθμίσει και, γιατί όχι, να ανατρέψει τους ολιγαρχικούς σφετερισμούς της λαϊκής κυριαρχίας.
1. Βλ. ενδεικτικά το πρόσφατο βιβλίο του Peter Mair (2013) Ruling the Void: The Hollowing of Western Democracy, Λονδίνο-Νέα Υόρκη: Verso.
2.C. Fred Alford, ‘‘The «Iron Law of Oligarchy» in the Athenian Polis . . . and Today,’’ Canadian Journal of Political Science / Revue canadienne de science politique 18, 2 (1985).
Αν υπάρχει μια κοινή και τελετουργικά επαναλαμβανόμενη εμπειρική «αλήθεια» στη πολιτική επιστήμη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αυτή είναι η αύξουσα αποξένωση της κοινωνικής πλειοψηφίας από το πολιτικό σύστημα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, το πιο εύγλωττο σύμπτωμα της οποίας είναι τα καλπάζοντα ποσοστά της αποχής από τις εκλογές. Οι εξηγήσεις θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μία: την έκλειψη σημαντικών διακυβευμάτων. Οι ψηφοφόροι απέχουν γιατί είναι πεπεισμένοι ότι στις εκλογές δεν κρίνεται τίποτε άξιο λόγου, είτε γιατί το πολιτικό σύστημα είναι αποδεδειγμένα αναποτελεσματικό είτε γιατί τα κόμματα εξουσίας δεν προτείνουν ανταγωνιστικά προγράμματα αλλά εκφράζουν μια εδραιωμένη νεοφιλελεύθερη συναίνεση με ασήμαντες διαφοροποιήσεις στην κυβερνητική πράξη, είτε γιατί εμφορούνται όλο και περισσότερο από μια λογική ιδιώτευσης και αναζήτησης ατομικών απολαύσεων ή επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε προσωπικές επιλογές και μικροκοινωνικές πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών (λάιφσταϊλ, ΜΚΟ, «μετα-υλιστικές» αξίες κ.α.).
Η απορητικότητα της κατάστασης έχει, ωστόσο, επιταθεί την τελευταία δεκαετία καθώς επιδεινώνονται οι υλικοί όροι της ζωής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Με άλλα λόγια, κοινωνικά ζητήματα υφίστανται και οξύνονται, αλλά δεν μεταφράζονται παρά ελάχιστα ως καθόλου σε πραγματικές πολιτικές επιλογές στα πλαίσια του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Ο δήμος φαίνεται να έχει εμπεδώσει το συναίσθημα ότι δεν είναι κυρίαρχος και δεν μπορεί να ορίζει την κυβερνητική πολιτική προς όφελός του μέσα στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα.
Στην πραγματικότητα, αυτό το συναίσθημα αδυναμίας του πολίτη είναι σύμφυτο με τα φιλελεύθερα αντιπροσωπευτικά καθεστώτα και αποτυπώνει τη δομική πολιτική τους λογική. Η ειδοποιός τους διαφορά σε σύγκριση με άλλες μορφές συμμετοχικής δημοκρατικής διακυβέρνησης δεν είναι η αντιπροσώπευση από μόνη της, καθώς αυτή εμφανίζεται ποικιλοτρόπως και σε θεωρούμενες «άμεσες» δημοκρατίες. Είναι η εγκαθίδρυση μιας «μόνιμης και θεσμοποιημένης βάσης εξουσίας» που θεμελιώνει τον διαχωρισμό των πολιτικών αντιπροσώπων από τους αντιπροσωπευόμενους και αποδεσμεύει τους πρώτους από την άμεση πίεση των πολιτών που τους ψήφισαν εξασφαλίζοντάς τους αξιώματα με σταθερή θητεία. Η υπαρκτή πολιτική αντιπροσώπευση συνδέει από τη μια τους ψηφοφόρους με τους αντιπροσώπους μέσω των εκλογών, από την άλλη όμως τους διαχωρίζει, εμποδίζοντας τον δήμο να επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά τις καθημερινές διαδικασίες διακυβέρνησης, ακόμη και σε θεμελιώδεις αποφάσεις. Εν ολίγοις, κατοχυρώνει και ισχυροποιεί την εξουσία των αντιπροσώπων πάνω στους πολίτες. Τους επιτρέπει συνταγματικά να μετατρέπονται σε πολιτικές ελίτ που αυτονομούνται από τη βούληση της πλειοψηφίας και χρησιμοποιούν την προνομιακή πρόσβαση που διαθέτουν στους εξουσιαστικούς πόρους του κράτους (χρήμα, διοικητικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί, πολιτισμικοί θεσμοί κ.α.) για να εφαρμόσουν πολιτικές της δικής τους προαίρεσης, να αποκομίσουν ίδιον όφελος και να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους. Η αυξημένη δυνατότητα ολιγαρχικής εκτροπής της δημοκρατίας εγγράφεται έτσι στην ίδια τη θεσμική σύσταση των νεότερων αντιπροσωπευτικών πολιτειών. Αυτή η ολιγαρχική ροπή επαυξάνεται από ένα άλλο δομικό γνώρισμά τους, τη σύζευξή τους με οικονομίες της αγοράς που παράγουν μεγάλες οικονομικές ανισότητες. Καθώς οι δημοκρατικές κυβερνήσεις εξαρτώνται από τις αγοραίες οικονομίες και τα άνισα, ισχυρά τους συμφέροντα για την υλική επιβίωση του κράτους και τη χάραξη της πολιτικής, η ευνοϊκή μεταχείριση του μεγάλου κεφαλαίου έναντι της πλειοψηφικής βούλησης καθίσταται οικονομικά αναγκαία, και γίνεται δυνατή χάρη ακριβώς στη θεσμική αυτονόμηση της εξουσίας των αντιπροσώπων.
Αυτή η δομικά ορισμένη συνθήκη της ολιγαρχικής απόκλισης και, άρα, της αποξένωσης των πολλών έγινε δραστικότερη από ποτέ την τελευταία τριακονταετία με την παγκόσμια αποχαλίνωση της εξουσίας των αγορών την οποία επέφερε ένα σαρωτικό πλέγμα αλλαγών: η σταδιακή κατίσχυση του νεοφιλελεύθερου ηγεμονικού σχεδίου, η επακόλουθη συρρίκνωση της δημόσιας οικονομίας και η ισχυρότερη υπαγωγή των κρατών στις διεθνείς χρηματαγορές, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και της ίδιας της ιδέας μιας εφικτής εναλλακτικής, η υποχώρηση της βιομηχανικής εργασίας στη Δύση. Μεταξύ αυτών, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την έκλειψη του συντελεστή εκείνου που δρούσε ως η καταλυτική ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στις κατεστημένες ολιγαρχίες και ασκούσε συχνά επαρκή πίεση στην αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση ώστε να εναρμονίζεται κάπως με την πλειοψηφική βούληση: της συντεταγμένης δυναμικής παρουσίας των πολλών στα δημόσια πράγματα, μέσω της οργανωμένης βιομηχανικής εργασίας, των μαζικών δημοκρατικών κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων, των ισχυρών λαϊκών κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων. Χωρίς αυτό το ισχυρό αντίβαρο δημοκρατικής εξουσίας, το εκκρεμές των διφυών καθεστώτων της αντιπροσώπευσης κλίνει σχεδόν αυτόματα προς την ολιγαρχία.
Με δεδομένη την εξαρχής διφυία τους, τα «φιλελεύθερα» καθεστώτα δεν θα κλονιστούν αν η συμμετοχή στις εκλογές συρρικνωθεί λ.χ. σταθερά στο 30%. Στο δυστοπικό αυτό σενάριο, οι ελίτ του κεφαλαίου και του πολιτικού κατεστημένου θα εδραιώσουν την ολιγαρχική εκτροπή και τον αυταρχισμό κατά των πολλών υπό την κάλυψη μιας επίφασης δημοκρατίας καθώς θα συνεχίζουν να υποστηρίζονται και στις κάλπες, όπως σήμερα, από μερίδες των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων, ή και βαθιά συντηρητικών ομάδων, που θα εξακολουθούν να ταυτίζονται με το καθεστώς εφόσον λαμβάνουν ένα μερίδιο από τα οφέλη και τα προνόμιά του. Αλλά η διφυία μπορεί να δράσει και στην αντίθετη φορά, εάν η επιβίωση των καθιερωμένων δημοκρατικών αντιλήψεων για τη θέση του δήμου και η διάσωση ελάχιστων τυπικών δικαιωμάτων συνδυαστεί με μια εκ νέου συντεταγμένη ανάδειξη της δύναμης των πολλών στη δημόσια ζωή, της μόνης δύναμης που μπορεί να αντισταθμίσει και, γιατί όχι, να ανατρέψει τους ολιγαρχικούς σφετερισμούς της λαϊκής κυριαρχίας.
1. Βλ. ενδεικτικά το πρόσφατο βιβλίο του Peter Mair (2013) Ruling the Void: The Hollowing of Western Democracy, Λονδίνο-Νέα Υόρκη: Verso.
2.C. Fred Alford, ‘‘The «Iron Law of Oligarchy» in the Athenian Polis . . . and Today,’’ Canadian Journal of Political Science / Revue canadienne de science politique 18, 2 (1985).