ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ EΠΙΚΟΥΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ
Από το εγχειρίδιο που δημιουργήθηκε από τον Κώστα Β. Καλεύρα, με τη συνδρομή των φίλων Χρήστου Γιαπιτζάκη, Δημήτρη Άλτα και Γιώργου Μεταξά, για λογαριασμό του ΚΗΠΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, των φίλων της επικούρειας φιλοσοφίας:
Θέλεις να είσαι ευτυχισμένος; Φυσικά και θέλεις! Τότε, τι σ’ εμποδίζει; Η ευτυχία σου εξαρτάται από σένα ολοκληρωτικά! Να τι μάς έχει αποκαλύψει η παρουσία ενός ανθρώπου που πέρασε τη γαλήνια ζωή του ανάμεσα σε φίλους και με το προσωπικό του παράδειγμα και τη διδασκαλία του μάς έδειξε το μονοπάτι για τη λύτρωση από τη δυστυχία. Τον έλεγαν Επίκουρο.
Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος φιλόσοφος από τον δήμο του Γαργηττού, γιος του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης, γεννήθηκε κατά την 109-4 Ολυμπιάδα (341 π.χ.) στη Σάμο όπου οι γονείς του είχαν μεταβεί ως κληρούχοι, την 107-1 Ολυμπιάδα (352 π.χ.). Εκεί στη Σάμο άρχισε με την μελέτη των συγγραμμάτων των προγενέστερων φιλοσόφων, του Αναξαγόρα και του Αρχέλαου. Δάσκαλοί του ήταν οι Πλατωνικοί Πάμφιλος στη Σάμο και Ξενοκράτης στην Αθήνα, και ο Δημοκρίτειος Ναυσιφάνης, ο οποίος τον μύησε στη ατομική θεωρία του Δημόκριτου. Στα 18 του πήγε την Αθήνα για να εγγραφεί στο ληξιαρχείο και να υπηρετήσει τη θητεία του. Εκεί, όπου έμεινε μερικά χρόνια, πρέπει να παρακολούθησε τις παραδόσεις του Ξενοκράτη που δίδασκε στην Ακαδημία. Στη συνέχεια πήγε στην Κολοφώνα μαζί με τους γονείς του, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τη Σάμο, μαζί με όλους τους Αθηναίους κληρούχους, από τον Περδίκκα μετά το θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου. Από την Κολοφώνα πήγε στη Μυτιλήνη και από κει στη Λάμψακο, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως δάσκαλος της φιλοσοφίας. Εκεί δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς δίδαξε, αλλά φανταζόμαστε ότι θα δοκίμαζε σιγά σιγά αυτά που αργότερα αποτέλεσαν τις βάσεις τις φιλοσοφίας του. Γνωρίζουμε όμως το πιο βασικό για την ίδια του την ζωή και ίσως και τον τρόπο που αντιλήφθηκε την φιλοσοφία: απέκτησε καλούς φίλους και πιστούς μαθητές, έζησε μαζί τους και φιλοσόφησε μαζί τους. Και έτσι φαίνεται να αντιλήφθηκε από τότε ότι μια κοινότητα φίλων φιλοσόφων αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία για να ζήσει κάποιος δίκαια, ευχάριστα και ευτυχισμένα. Κατά την 118-3 Ολυμπιάδα (306) ο Επίκουρος σε ηλικία 36 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αγόρασε ένα μικρό κήπο αντί των 80 μνων, όπως μας αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, μεταξύ της πόλης και της Ακαδημίας. Εκεί ίδρυσε σχολή και δίδαξε το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Η σχολή ονομάστηκε Κήπος. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ο Κήπος του Επίκουρου απέκτησε μεγάλη φήμη, με αποτέλεσμα οι οπαδοί της φιλοσοφίας του να αποκαλούνται «οι εκ του Κήπου». Στην εξάπλωση της Επικούρειας διδασκαλίας από τη μια συνετέλεσε η αγάπη του Επίκουρου προς τους μαθητές του και ο μειλίχιος χαρακτήρας του, και από την άλλη το πρακτικό πνεύμα της ηθικής του διδασκαλίας, που αποτελούσε όαση στη γεμάτη φαινόμενα διαφθοράς ταραγμένη ελληνική κοινωνία, μετά το θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου και τις πολεμικές διαμάχες των διαδόχων του.
Ο Κήπος είχε προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης αλλά και δημόσιας προβολής του για την προσέλκυση μαθητών. Όσοι αποδέχονταν την επικούρεια διδασκαλία ενθαρρύνονταν να δηλώνουν δημόσια την ταυτότητά τους ως επικούρειων, να χτίζουν φιλίες μεταξύ τους, να τιμούν και να έχουν ως πρότυπα τους ιδρυτές του Κήπου, και να παίρνουν μέρος στις ιδιαίτερες γιορτές του.
Μία μοναδικότητα του Κήπου ήταν το ότι απέφυγε κάθε συνεταιριστική η κοινοβιακή μορφή οργάνωσης. Νομικά μιλώντας, ο Κήπος ήταν ένας σύνδεσμος δασκάλων και αντιγραφέων χειρογράφων που δούλευαν μες στο σπίτι του Επίκουρου, και ενισχυόταν οικονομικά από τη διδασκαλία, τις πωλήσεις βιβλίων και τις εθελοντικές συνεισφορές. Δεν υπήρχε κοινοκτημοσύνη μεταξύ των επικούρειων ούτε και υποχρεωτική καταβολή χρημάτων στους «καθηγεμόνες» του Κήπου από μέρους των μαθητών, πράγμα που είχε ως ευχάριστο αποτέλεσμα, από τη μια να αποκτούν αυθεντικό κύρος οι δάσκαλοι, κι από την άλλη να μην υπάρχουν φατριασμοί και προστριβές εξ αιτίας των χρημάτων. Η μακραίωνη διάρκεια και σταθερότητα του επικούρειου κινήματος χρωστά πολλά στο οργανωτικό ταλέντο του Επίκουρου, που ευθύς εξ αρχής απομάκρυνε τα γενεσιουργά αίτια της αυταρχικότητας και των εσωτερικών συγκρούσεων στις επικούρειες κοινότητες, και καθιέρωσε ένα αποτελεσματικό modus vivendi στις σχέσεις του Κήπου με τους μη επικούρειους.
Μέσα από ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Επίκουρος έγινε πασίγνωστος για τις φιλίες του και τη συνήθως φιλελεύθερη στάση του, που επέτρεπε ακόμα και σε γυναίκες (μεταξύ των οποίων και η εταίρα Λεόντιον, που έγραψε μια διατριβή κατά του αριστοτελικού Θεόφραστου) και σε δούλους να συμμετέχουν στο στενό του κύκλο, σε τρανταχτή αντίθεση με την ελιτιστική κατεύθυνση της πλατωνικής Ακαδημίας και του αριστοτελικού Λυκείου.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στον Κήπο επιτρέπονταν να εισέλθουν και να παρακολουθήσουν μαθήματα οι πάντες, δηλαδή άνθρωποι κάθε ηλικίας, οποιασδήποτε κοινωνικής θέσης (ακόμα και δούλοι), κάθε οικονομικής κατάστασης ή μόρφωσης, και ανεξαρτήτως φύλου. Τη γυναίκα παρ’ όλη τη χαμηλή της θέση στην αθηναϊκή κοινωνία, ο Επίκουρος την τίμησε μέσα στον Κήπο. Μαζί με άνδρες φιλοσοφούσαν και αρκετές γυναίκες. Αυτό μάλιστα αποτελεί αποκλειστική πρωτοτυπία του Κήπου. Ο Επίκουρος ήταν ο πρώτος που είδε ισότιμα με τον άνδρα την γυναίκα. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο Αθηναίος φιλόσοφος είναι γνωστός στις πλατιές μάζες για την ισότητα των δύο φύλων, καθώς και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για την στάση του αυτή όμως, όπως ήταν φυσικό, κατηγορήθηκε.
Ο βιογράφος του Επίκουρου Διογένης Λαέρτιος για να αποδείξει την ακεραιότητα και την αρετή του παραθέτει τις παρακάτω αποδείξεις: Πρώτον ότι η πατρίδα του αναγνώρισε τις ευεργεσίες του και τον τίμησε με χάλκινους ανδριάντες, και δεύτερον ότι το πλήθος των μαθητών του ήταν τεράστιο, και όσοι έρχονταν σ’ αυτόν έμεναν γοητευμένοι και δεν τον πρόδιδαν ποτέ. Αφού δίδαξε στους μαθητές του και τους φίλους του ο Επίκουρος επί 36 χρόνια στον Κήπο, πέθανε στην Αθήνα κατά την 127-3 Ολυμπιάδα (το 270 π.χ.), σε ηλικία 71 ετών μετά από αφόρητους πόνους, τους οποίους υπέμενε επί δεκατέσσερις ημέρες με μεγάλη καρτερία.
Ο Επίκουρος χώριζε τη φιλοσοφία του σε τρία μέρη α) Κανονική ή περί κριτηρίου (θεωρία της γνώσης), β) Φυσική (υλιστική φιλοσοφία), γ) Ηθική (τρόπος ζωής). Την κανονική ή λογική φιλοσοφία, που την θεωρούσε επιστήμη της γνώσης, συνήθως την δίδασκε μαζί με τη φυσική. Τα κατέτασσε μάλιστα μ’ αυτή τη σειρά, έτσι ώστε η λογική να χρησιμεύει ως εισαγωγή στη φυσική και στη συνέχεια οι δύο αυτές να βοηθούν στην κατανόηση της ηθικής, που ήταν και η κύρια διδασκαλία.
Το ύψιστο αγαθό για τον Επίκουρο είναι ίδια η ζωή, η ζωή πάνω στη γη, γιατί άλλη δεν υπάρχει. Η ευτυχισμένη ζωή θεμέλιο της οποίας είναι η γαλήνη της ψυχής, η αταραξία, όπως έλεγε, και η μετρημένη απόλαυση των αγαθών
Ο Επίκουρος στήριξε τη Φυσική του θεωρία στον Δημόκριτο «ατομική Θεωρία». Θεμελιώδεις αρχές της επικούρειας φυσικής είναι ότι τίποτε δεν δημιουργείται από το τίποτα (Ουδέν γίγνεται εκ του μη όντος), καθώς και ότι κανένα πράγμα κατά τη διάλυσή του δεν καταλήγει στην πλήρη ανυπαρξία (αρχή της διατήρησης της ύλης).
Στόχος της διδασκαλίας του Επίκουρου ήταν να χαρίσει στους ανθρώπους μια καινούργια ελευθερία, όχι πολιτική ή κοινωνική, αλλά ατομική ελευθερία. Δηλαδή, να τους απελευθερώσει από τους φόβους και τις ανησυχίες τους να τους κάνει αυτάρκεις και ικανούς να κατακτήσουν την ψυχική γαλήνη.
Σκοπός του Βίου είναι η «Ηδονή», καθώς και η αποφυγή των σωματικών παθών. Κύριο μέσο για την επίτευξή της θεωρείται η Φρόνηση, η οποία εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει κατακυρίευση της απόλαυσης. Ο Επίκουρος θεωρούσε την πνευματική ηδονή πολύ πιο σημαντική από τη σωματική. Ο νους όχι μόνο μοιράζεται τις ηδονικές αισθήσεις του σώματος τη στιγμή που τις βιώνει, αλλά αντλεί ευχαρίστηση από την ανάμνηση περασμένων ηδονών και την προσδοκία μελλοντικών.
Η πνευματική ηδονή μπορεί να υπερκεράσει τον σωματικό πόνο. Ο νους μπορεί να προσβληθεί από μη αναγκαίες επιθυμίες, κυρίως την επιθυμία για πλούτη (φιλαργυρία), και την επιθυμία για δύναμη ή για εξουσία και δόξα (φιλοδοξία). Και οι δύο δεν έχουν όριο. Είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν, άρα συνεπάγονται πόνο και επομένως πρέπει να εξαλειφθούν. Εξ ου και η δήλωση του Επίκουρου «η φτώχια, αν μετρηθεί με βάση τον φυσικό σκοπό της ζωής, είναι μεγάλος πλούτος», ενώ τα αμέτρητα πλούτη σημαίνουν μεγάλη φτώχια. Επίσης έλεγε: «φτώχια δεν είναι να έχεις λίγα αλλά να λαχταράς περισσότερα». Και η συμβουλή του προς τον Ιδομενέα: «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα χρήματα, περιόρισε τις επιθυμίες του». Επίσης, ο Επίκουρος συμβούλευε τους μαθητές του να απέχουν από τη δημόσια ζωή (να μείνουν στην αφάνεια) και κατ’ επέκταση την πολιτική (Λάθε βιώσας), γιατί η συμμετοχή με τα κοινά, θα προκαλέσει συμβιβασμούς και αντιπαλότητα, με αποτέλεσμα να τους πληγώσει και κατά συνέπεια να χάσουν την ηρεμία τους και την αταραξία τους. Βέβαια ο δάσκαλος είπε ότι αν κάποιος καίγεται από την επιθυμία ν’ ασχοληθεί με τα πολιτικά δρώμενα, τότε να το κάνει, γιατί ο πόνος της στέρησης θα είναι μεγαλύτερος από αυτόν της ενασχόλησης.
Ο Διογένης Λαέρτιος ισχυρίζεται πώς όλα όσα αρνητικά λέχθηκαν για τον Επίκουρο ήταν συκοφαντίες, διότι ήταν άνθρωπος απλός και λιτός, δεν έπινε, δεν ανακατευόταν στην πολιτική, αγαπούσε την πατρίδα του και σεβόταν τους Θεούς. Δεν υποχρέωνε, όπως ο Πυθαγόρας, τους φίλους του να εισφέρουν τις περιουσίες τους στη σχολή. Επίσης, διαψεύδει ότι ο Επίκουρος κατηγορούσε και λοιδορούσε όλους τους σύγχρονους και τους παλαιότερους φιλοσόφους, όπως τον Δημόκριτο. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Επίκουρος τιμούσε τον Δημόκριτο, γιατί είχε αγγίξει πριν από τον ίδιο την ορθή γνώση, και ότι το σύνολο της διδασκαλίας του είχε ονομαστεί Δημοκρίτειο, επειδή ο Δημόκριτος βρήκε τις πρώτες αρχές της φυσικής φιλοσοφίας. Ο ιδρυτής του Κήπου πίστευε πως η θεωρητική ενασχόληση δεν είχε σκοπό την αύξηση των γνώσεων αλλά την εξυπηρέτηση της ευδαίμονος ζωής. Ευδαίμων ζωή δεν είναι η θεωρητικά ενάρετη ζωή αλλά εκείνη που συνεπάγεται μείωση του πόνου, κατασίγαση της ανησυχίας και της ταραχής και γαλήνευση της ψυχής.
Οι απόψεις του Επίκουρου για την ψυχή και ξεχωριστά για την μελλοντική της τύχη έκαναν βαθιά εντύπωση στη μορφωμένη τάξη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, χαιρετίστηκαν με ανακούφιση σαν η τελευταία λέξη της επιστήμης. Ο Ρωμαίος πατρίκιος, ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος έψαλε με θέρμη τα διδάγματα του Έλληνα σοφού, του πρώτου θνητού που τόλμησε ν’ αντικρίσει το μυστήριο της σκοτεινής και απειλητικής θρησκείας και έμαθε τους ανθρώπους να μη φοβούνται τους θεούς και να καταφρονούν το θάνατο.
Ο Επίκουρος ήταν γόνιμος συγγραφέας. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει σαράντα ένα τίτλους, των καλύτερων βιβλίων του Επίκουρου, με κυριότερο το «Περί φύσεως», που περιελάμβανε 37 βιβλία. Επίσης αναφέρει πως τα συγγράμματά του κάλυπταν τριακόσιους κυλίνδρους και ότι ξεπέρασε κατά πολύ όλους τους προηγούμενους συγγραφείς. Τις πληροφορίες που αφορούν τις λεπτομέρειες της θεωρίας του Επίκουρου, τις αντλούμε σε μεγάλο βαθμό από δευτερεύουσες πηγές, επειδή τα έργα του χάθηκαν εξ αιτίας της αντίθεσής του με τον χριστιανισμό και την κάθε είδους εξουσία. Η πιο σημαντική από αυτές είναι ο ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος, που έγραψε δύο αιώνες μετά τον Επίκουρο το ποίημά του De rerum natura (Για τη φύση των πραγμάτων). Ένα μεγαλόπνοο έργο, που γράφτηκε πριν από την Αινειάδα και τη συναγωνίζεται ως λογοτεχνικό αριστούργημα. Τα έξι βιβλία του ποιήματος εκθέτουν με πολλές λεπτομέρειες τα επικούρεια επιχειρήματα που αφορούν τα βασικά συστατικά των πραγμάτων, την κίνηση των ατόμων, τη δομή του σώματος και του νου, τις αιτίες και τη φύση της αίσθησης και της σκέψης, την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού και τα φυσικά φαινόμενα. Οι καλύτερες δευτερεύουσες πηγές, μετά τον Λουκρήτιο, είναι ο Διογένης Λαέρτιος, που διέσωσε τρεις επιστολές του Επίκουρου. Οι δύο πρώτες προς τον Επικούρειο Ηρόδοτο και προς Πυθόκλη αφορούν την φυσική φιλοσοφία, δηλαδή τη σύσταση του κόσμου, την αιτιολογία των φυσικών φαινομένων, και την ύπαρξη των θεών καθώς και για τα μετέωρα. Η τρίτη επιστολή προς Μενοικέα είναι μία επιτομή της ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου. Επίσης διέσωσε και το έργο «Κύριες Δόξες» που είναι οι συμβουλές του δάσκαλου, απλές και κατανοητές στις πλατιές μάζες, για την απόκτηση μιας ευτυχισμένης ζωής. Άλλες πηγές αποτελούν ο Κικέρων, ο Σενέκας και ο Πλούταρχος. Ο στωικός Κικέρων και ο πλατωνικός Πλούταρχος ένοιωθαν μεγάλη αντιπάθεια για την Επικούρεια φιλοσοφία και η κριτική τους είναι ενδιαφέρουσα για την κατανόηση της εχθρικής υποδοχής που συναντούσε συχνά ο Κήπος. Ο Σενέκας, μολονότι στωικός, τελειώνει τις περισσότερες από τις «Ηθικές επιστολές» του με ένα επικούρειο γνωμικό. Ο σκεπτικός Σέξτος Εμπειρικός, που ένιωθε ότι βρισκόταν πιο κοντά στην Επικούρεια φιλοσοφία από ότι στις άλλες δογματικές φιλοσοφικές σχολές, πρόσφερε ένα χρήσιμο συμπλήρωμα στην γνώση μας για τον επικούρειο εμπειρισμό. Τέλος, έχουμε σημαντικά αποσπάσματα από την επιγραφή του Επικούρειου Διογένη Οινοανδέα και από τους πάπυρους της «βίλας των παπύρων» του Ερκουλάνο της Ιταλίας.
Ο Επικούρεια φιλοσοφία έγινε γνωστή τον μεσαίωνα μέσω του Κικέρωνα και των πατέρων της Εκκλησίας που με την αρνητική τους στάση και την πολεμική εναντίον του Επίκουρου. Ειδικότερα τον Μεσαίωνα και τα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης το να είναι κάποιος Επικούρειος σήμαινε ότι απέρριπτε την θεία πρόνοια και την αθανασία της ψυχής.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι και ο Βολτέρος μίλησε με μεγάλη συμπάθεια για την Επικούρεια φιλοσοφία, αφού είπε τα εξής: «Ο Επίκουρος υπήρξε για την εποχή του μέγας άνθρωπος. Είδε εκείνο το οποίο ο Καρτέσιος έθετε υπό αμφισβήτηση, αλλά το δέχθηκε ο Γκασσεντί και το απέδειξε ο Νεύτων, ότι δηλαδή δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση αν δεν υπάρχει κενός χώρος».
Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε ότι, η ευτυχία έγκειται στην ηρεμία του νου. Οι πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πνευματική γαλήνη είναι ο περιορισμός των επιθυμιών και η αποδέσμευση από τα πλούτη και τις τιμές και μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση όσον αφορά τους θεούς, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτή η αυτοπεποίθηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ακριβή γνώση της φύσης του κόσμου, και τις αιτίες των φαινομένων, δηλαδή ότι η ουσία του κόσμου είναι υλική και όλα γίνονται σύμφωνα με μηχανικούς νόμους. Όσοι αυτό δεν το ένοιωσαν, κι αν ακόμη είναι εξαίρετοι επιστήμονες και σοφοί στις λεπτομέρειες, δεν διαφέρουν από τον όχλο που βασανίζεται από δεισιδαιμονίες.
Από το εγχειρίδιο που δημιουργήθηκε από τον Κώστα Β. Καλεύρα, με τη συνδρομή των φίλων Χρήστου Γιαπιτζάκη, Δημήτρη Άλτα και Γιώργου Μεταξά, για λογαριασμό του ΚΗΠΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, των φίλων της επικούρειας φιλοσοφίας:
Θέλεις να είσαι ευτυχισμένος; Φυσικά και θέλεις! Τότε, τι σ’ εμποδίζει; Η ευτυχία σου εξαρτάται από σένα ολοκληρωτικά! Να τι μάς έχει αποκαλύψει η παρουσία ενός ανθρώπου που πέρασε τη γαλήνια ζωή του ανάμεσα σε φίλους και με το προσωπικό του παράδειγμα και τη διδασκαλία του μάς έδειξε το μονοπάτι για τη λύτρωση από τη δυστυχία. Τον έλεγαν Επίκουρο.
Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος φιλόσοφος από τον δήμο του Γαργηττού, γιος του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης, γεννήθηκε κατά την 109-4 Ολυμπιάδα (341 π.χ.) στη Σάμο όπου οι γονείς του είχαν μεταβεί ως κληρούχοι, την 107-1 Ολυμπιάδα (352 π.χ.). Εκεί στη Σάμο άρχισε με την μελέτη των συγγραμμάτων των προγενέστερων φιλοσόφων, του Αναξαγόρα και του Αρχέλαου. Δάσκαλοί του ήταν οι Πλατωνικοί Πάμφιλος στη Σάμο και Ξενοκράτης στην Αθήνα, και ο Δημοκρίτειος Ναυσιφάνης, ο οποίος τον μύησε στη ατομική θεωρία του Δημόκριτου. Στα 18 του πήγε την Αθήνα για να εγγραφεί στο ληξιαρχείο και να υπηρετήσει τη θητεία του. Εκεί, όπου έμεινε μερικά χρόνια, πρέπει να παρακολούθησε τις παραδόσεις του Ξενοκράτη που δίδασκε στην Ακαδημία. Στη συνέχεια πήγε στην Κολοφώνα μαζί με τους γονείς του, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τη Σάμο, μαζί με όλους τους Αθηναίους κληρούχους, από τον Περδίκκα μετά το θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου. Από την Κολοφώνα πήγε στη Μυτιλήνη και από κει στη Λάμψακο, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως δάσκαλος της φιλοσοφίας. Εκεί δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς δίδαξε, αλλά φανταζόμαστε ότι θα δοκίμαζε σιγά σιγά αυτά που αργότερα αποτέλεσαν τις βάσεις τις φιλοσοφίας του. Γνωρίζουμε όμως το πιο βασικό για την ίδια του την ζωή και ίσως και τον τρόπο που αντιλήφθηκε την φιλοσοφία: απέκτησε καλούς φίλους και πιστούς μαθητές, έζησε μαζί τους και φιλοσόφησε μαζί τους. Και έτσι φαίνεται να αντιλήφθηκε από τότε ότι μια κοινότητα φίλων φιλοσόφων αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία για να ζήσει κάποιος δίκαια, ευχάριστα και ευτυχισμένα. Κατά την 118-3 Ολυμπιάδα (306) ο Επίκουρος σε ηλικία 36 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αγόρασε ένα μικρό κήπο αντί των 80 μνων, όπως μας αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, μεταξύ της πόλης και της Ακαδημίας. Εκεί ίδρυσε σχολή και δίδαξε το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Η σχολή ονομάστηκε Κήπος. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ο Κήπος του Επίκουρου απέκτησε μεγάλη φήμη, με αποτέλεσμα οι οπαδοί της φιλοσοφίας του να αποκαλούνται «οι εκ του Κήπου». Στην εξάπλωση της Επικούρειας διδασκαλίας από τη μια συνετέλεσε η αγάπη του Επίκουρου προς τους μαθητές του και ο μειλίχιος χαρακτήρας του, και από την άλλη το πρακτικό πνεύμα της ηθικής του διδασκαλίας, που αποτελούσε όαση στη γεμάτη φαινόμενα διαφθοράς ταραγμένη ελληνική κοινωνία, μετά το θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου και τις πολεμικές διαμάχες των διαδόχων του.
Ο Κήπος είχε προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης αλλά και δημόσιας προβολής του για την προσέλκυση μαθητών. Όσοι αποδέχονταν την επικούρεια διδασκαλία ενθαρρύνονταν να δηλώνουν δημόσια την ταυτότητά τους ως επικούρειων, να χτίζουν φιλίες μεταξύ τους, να τιμούν και να έχουν ως πρότυπα τους ιδρυτές του Κήπου, και να παίρνουν μέρος στις ιδιαίτερες γιορτές του.
Μία μοναδικότητα του Κήπου ήταν το ότι απέφυγε κάθε συνεταιριστική η κοινοβιακή μορφή οργάνωσης. Νομικά μιλώντας, ο Κήπος ήταν ένας σύνδεσμος δασκάλων και αντιγραφέων χειρογράφων που δούλευαν μες στο σπίτι του Επίκουρου, και ενισχυόταν οικονομικά από τη διδασκαλία, τις πωλήσεις βιβλίων και τις εθελοντικές συνεισφορές. Δεν υπήρχε κοινοκτημοσύνη μεταξύ των επικούρειων ούτε και υποχρεωτική καταβολή χρημάτων στους «καθηγεμόνες» του Κήπου από μέρους των μαθητών, πράγμα που είχε ως ευχάριστο αποτέλεσμα, από τη μια να αποκτούν αυθεντικό κύρος οι δάσκαλοι, κι από την άλλη να μην υπάρχουν φατριασμοί και προστριβές εξ αιτίας των χρημάτων. Η μακραίωνη διάρκεια και σταθερότητα του επικούρειου κινήματος χρωστά πολλά στο οργανωτικό ταλέντο του Επίκουρου, που ευθύς εξ αρχής απομάκρυνε τα γενεσιουργά αίτια της αυταρχικότητας και των εσωτερικών συγκρούσεων στις επικούρειες κοινότητες, και καθιέρωσε ένα αποτελεσματικό modus vivendi στις σχέσεις του Κήπου με τους μη επικούρειους.
Μέσα από ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Επίκουρος έγινε πασίγνωστος για τις φιλίες του και τη συνήθως φιλελεύθερη στάση του, που επέτρεπε ακόμα και σε γυναίκες (μεταξύ των οποίων και η εταίρα Λεόντιον, που έγραψε μια διατριβή κατά του αριστοτελικού Θεόφραστου) και σε δούλους να συμμετέχουν στο στενό του κύκλο, σε τρανταχτή αντίθεση με την ελιτιστική κατεύθυνση της πλατωνικής Ακαδημίας και του αριστοτελικού Λυκείου.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στον Κήπο επιτρέπονταν να εισέλθουν και να παρακολουθήσουν μαθήματα οι πάντες, δηλαδή άνθρωποι κάθε ηλικίας, οποιασδήποτε κοινωνικής θέσης (ακόμα και δούλοι), κάθε οικονομικής κατάστασης ή μόρφωσης, και ανεξαρτήτως φύλου. Τη γυναίκα παρ’ όλη τη χαμηλή της θέση στην αθηναϊκή κοινωνία, ο Επίκουρος την τίμησε μέσα στον Κήπο. Μαζί με άνδρες φιλοσοφούσαν και αρκετές γυναίκες. Αυτό μάλιστα αποτελεί αποκλειστική πρωτοτυπία του Κήπου. Ο Επίκουρος ήταν ο πρώτος που είδε ισότιμα με τον άνδρα την γυναίκα. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο Αθηναίος φιλόσοφος είναι γνωστός στις πλατιές μάζες για την ισότητα των δύο φύλων, καθώς και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για την στάση του αυτή όμως, όπως ήταν φυσικό, κατηγορήθηκε.
Ο βιογράφος του Επίκουρου Διογένης Λαέρτιος για να αποδείξει την ακεραιότητα και την αρετή του παραθέτει τις παρακάτω αποδείξεις: Πρώτον ότι η πατρίδα του αναγνώρισε τις ευεργεσίες του και τον τίμησε με χάλκινους ανδριάντες, και δεύτερον ότι το πλήθος των μαθητών του ήταν τεράστιο, και όσοι έρχονταν σ’ αυτόν έμεναν γοητευμένοι και δεν τον πρόδιδαν ποτέ. Αφού δίδαξε στους μαθητές του και τους φίλους του ο Επίκουρος επί 36 χρόνια στον Κήπο, πέθανε στην Αθήνα κατά την 127-3 Ολυμπιάδα (το 270 π.χ.), σε ηλικία 71 ετών μετά από αφόρητους πόνους, τους οποίους υπέμενε επί δεκατέσσερις ημέρες με μεγάλη καρτερία.
Ο Επίκουρος χώριζε τη φιλοσοφία του σε τρία μέρη α) Κανονική ή περί κριτηρίου (θεωρία της γνώσης), β) Φυσική (υλιστική φιλοσοφία), γ) Ηθική (τρόπος ζωής). Την κανονική ή λογική φιλοσοφία, που την θεωρούσε επιστήμη της γνώσης, συνήθως την δίδασκε μαζί με τη φυσική. Τα κατέτασσε μάλιστα μ’ αυτή τη σειρά, έτσι ώστε η λογική να χρησιμεύει ως εισαγωγή στη φυσική και στη συνέχεια οι δύο αυτές να βοηθούν στην κατανόηση της ηθικής, που ήταν και η κύρια διδασκαλία.
Το ύψιστο αγαθό για τον Επίκουρο είναι ίδια η ζωή, η ζωή πάνω στη γη, γιατί άλλη δεν υπάρχει. Η ευτυχισμένη ζωή θεμέλιο της οποίας είναι η γαλήνη της ψυχής, η αταραξία, όπως έλεγε, και η μετρημένη απόλαυση των αγαθών
Ο Επίκουρος στήριξε τη Φυσική του θεωρία στον Δημόκριτο «ατομική Θεωρία». Θεμελιώδεις αρχές της επικούρειας φυσικής είναι ότι τίποτε δεν δημιουργείται από το τίποτα (Ουδέν γίγνεται εκ του μη όντος), καθώς και ότι κανένα πράγμα κατά τη διάλυσή του δεν καταλήγει στην πλήρη ανυπαρξία (αρχή της διατήρησης της ύλης).
Στόχος της διδασκαλίας του Επίκουρου ήταν να χαρίσει στους ανθρώπους μια καινούργια ελευθερία, όχι πολιτική ή κοινωνική, αλλά ατομική ελευθερία. Δηλαδή, να τους απελευθερώσει από τους φόβους και τις ανησυχίες τους να τους κάνει αυτάρκεις και ικανούς να κατακτήσουν την ψυχική γαλήνη.
Σκοπός του Βίου είναι η «Ηδονή», καθώς και η αποφυγή των σωματικών παθών. Κύριο μέσο για την επίτευξή της θεωρείται η Φρόνηση, η οποία εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει κατακυρίευση της απόλαυσης. Ο Επίκουρος θεωρούσε την πνευματική ηδονή πολύ πιο σημαντική από τη σωματική. Ο νους όχι μόνο μοιράζεται τις ηδονικές αισθήσεις του σώματος τη στιγμή που τις βιώνει, αλλά αντλεί ευχαρίστηση από την ανάμνηση περασμένων ηδονών και την προσδοκία μελλοντικών.
Η πνευματική ηδονή μπορεί να υπερκεράσει τον σωματικό πόνο. Ο νους μπορεί να προσβληθεί από μη αναγκαίες επιθυμίες, κυρίως την επιθυμία για πλούτη (φιλαργυρία), και την επιθυμία για δύναμη ή για εξουσία και δόξα (φιλοδοξία). Και οι δύο δεν έχουν όριο. Είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν, άρα συνεπάγονται πόνο και επομένως πρέπει να εξαλειφθούν. Εξ ου και η δήλωση του Επίκουρου «η φτώχια, αν μετρηθεί με βάση τον φυσικό σκοπό της ζωής, είναι μεγάλος πλούτος», ενώ τα αμέτρητα πλούτη σημαίνουν μεγάλη φτώχια. Επίσης έλεγε: «φτώχια δεν είναι να έχεις λίγα αλλά να λαχταράς περισσότερα». Και η συμβουλή του προς τον Ιδομενέα: «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα χρήματα, περιόρισε τις επιθυμίες του». Επίσης, ο Επίκουρος συμβούλευε τους μαθητές του να απέχουν από τη δημόσια ζωή (να μείνουν στην αφάνεια) και κατ’ επέκταση την πολιτική (Λάθε βιώσας), γιατί η συμμετοχή με τα κοινά, θα προκαλέσει συμβιβασμούς και αντιπαλότητα, με αποτέλεσμα να τους πληγώσει και κατά συνέπεια να χάσουν την ηρεμία τους και την αταραξία τους. Βέβαια ο δάσκαλος είπε ότι αν κάποιος καίγεται από την επιθυμία ν’ ασχοληθεί με τα πολιτικά δρώμενα, τότε να το κάνει, γιατί ο πόνος της στέρησης θα είναι μεγαλύτερος από αυτόν της ενασχόλησης.
Ο Διογένης Λαέρτιος ισχυρίζεται πώς όλα όσα αρνητικά λέχθηκαν για τον Επίκουρο ήταν συκοφαντίες, διότι ήταν άνθρωπος απλός και λιτός, δεν έπινε, δεν ανακατευόταν στην πολιτική, αγαπούσε την πατρίδα του και σεβόταν τους Θεούς. Δεν υποχρέωνε, όπως ο Πυθαγόρας, τους φίλους του να εισφέρουν τις περιουσίες τους στη σχολή. Επίσης, διαψεύδει ότι ο Επίκουρος κατηγορούσε και λοιδορούσε όλους τους σύγχρονους και τους παλαιότερους φιλοσόφους, όπως τον Δημόκριτο. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Επίκουρος τιμούσε τον Δημόκριτο, γιατί είχε αγγίξει πριν από τον ίδιο την ορθή γνώση, και ότι το σύνολο της διδασκαλίας του είχε ονομαστεί Δημοκρίτειο, επειδή ο Δημόκριτος βρήκε τις πρώτες αρχές της φυσικής φιλοσοφίας. Ο ιδρυτής του Κήπου πίστευε πως η θεωρητική ενασχόληση δεν είχε σκοπό την αύξηση των γνώσεων αλλά την εξυπηρέτηση της ευδαίμονος ζωής. Ευδαίμων ζωή δεν είναι η θεωρητικά ενάρετη ζωή αλλά εκείνη που συνεπάγεται μείωση του πόνου, κατασίγαση της ανησυχίας και της ταραχής και γαλήνευση της ψυχής.
Οι απόψεις του Επίκουρου για την ψυχή και ξεχωριστά για την μελλοντική της τύχη έκαναν βαθιά εντύπωση στη μορφωμένη τάξη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, χαιρετίστηκαν με ανακούφιση σαν η τελευταία λέξη της επιστήμης. Ο Ρωμαίος πατρίκιος, ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος έψαλε με θέρμη τα διδάγματα του Έλληνα σοφού, του πρώτου θνητού που τόλμησε ν’ αντικρίσει το μυστήριο της σκοτεινής και απειλητικής θρησκείας και έμαθε τους ανθρώπους να μη φοβούνται τους θεούς και να καταφρονούν το θάνατο.
Ο Επίκουρος ήταν γόνιμος συγγραφέας. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει σαράντα ένα τίτλους, των καλύτερων βιβλίων του Επίκουρου, με κυριότερο το «Περί φύσεως», που περιελάμβανε 37 βιβλία. Επίσης αναφέρει πως τα συγγράμματά του κάλυπταν τριακόσιους κυλίνδρους και ότι ξεπέρασε κατά πολύ όλους τους προηγούμενους συγγραφείς. Τις πληροφορίες που αφορούν τις λεπτομέρειες της θεωρίας του Επίκουρου, τις αντλούμε σε μεγάλο βαθμό από δευτερεύουσες πηγές, επειδή τα έργα του χάθηκαν εξ αιτίας της αντίθεσής του με τον χριστιανισμό και την κάθε είδους εξουσία. Η πιο σημαντική από αυτές είναι ο ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος, που έγραψε δύο αιώνες μετά τον Επίκουρο το ποίημά του De rerum natura (Για τη φύση των πραγμάτων). Ένα μεγαλόπνοο έργο, που γράφτηκε πριν από την Αινειάδα και τη συναγωνίζεται ως λογοτεχνικό αριστούργημα. Τα έξι βιβλία του ποιήματος εκθέτουν με πολλές λεπτομέρειες τα επικούρεια επιχειρήματα που αφορούν τα βασικά συστατικά των πραγμάτων, την κίνηση των ατόμων, τη δομή του σώματος και του νου, τις αιτίες και τη φύση της αίσθησης και της σκέψης, την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού και τα φυσικά φαινόμενα. Οι καλύτερες δευτερεύουσες πηγές, μετά τον Λουκρήτιο, είναι ο Διογένης Λαέρτιος, που διέσωσε τρεις επιστολές του Επίκουρου. Οι δύο πρώτες προς τον Επικούρειο Ηρόδοτο και προς Πυθόκλη αφορούν την φυσική φιλοσοφία, δηλαδή τη σύσταση του κόσμου, την αιτιολογία των φυσικών φαινομένων, και την ύπαρξη των θεών καθώς και για τα μετέωρα. Η τρίτη επιστολή προς Μενοικέα είναι μία επιτομή της ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου. Επίσης διέσωσε και το έργο «Κύριες Δόξες» που είναι οι συμβουλές του δάσκαλου, απλές και κατανοητές στις πλατιές μάζες, για την απόκτηση μιας ευτυχισμένης ζωής. Άλλες πηγές αποτελούν ο Κικέρων, ο Σενέκας και ο Πλούταρχος. Ο στωικός Κικέρων και ο πλατωνικός Πλούταρχος ένοιωθαν μεγάλη αντιπάθεια για την Επικούρεια φιλοσοφία και η κριτική τους είναι ενδιαφέρουσα για την κατανόηση της εχθρικής υποδοχής που συναντούσε συχνά ο Κήπος. Ο Σενέκας, μολονότι στωικός, τελειώνει τις περισσότερες από τις «Ηθικές επιστολές» του με ένα επικούρειο γνωμικό. Ο σκεπτικός Σέξτος Εμπειρικός, που ένιωθε ότι βρισκόταν πιο κοντά στην Επικούρεια φιλοσοφία από ότι στις άλλες δογματικές φιλοσοφικές σχολές, πρόσφερε ένα χρήσιμο συμπλήρωμα στην γνώση μας για τον επικούρειο εμπειρισμό. Τέλος, έχουμε σημαντικά αποσπάσματα από την επιγραφή του Επικούρειου Διογένη Οινοανδέα και από τους πάπυρους της «βίλας των παπύρων» του Ερκουλάνο της Ιταλίας.
Ο Επικούρεια φιλοσοφία έγινε γνωστή τον μεσαίωνα μέσω του Κικέρωνα και των πατέρων της Εκκλησίας που με την αρνητική τους στάση και την πολεμική εναντίον του Επίκουρου. Ειδικότερα τον Μεσαίωνα και τα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης το να είναι κάποιος Επικούρειος σήμαινε ότι απέρριπτε την θεία πρόνοια και την αθανασία της ψυχής.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι και ο Βολτέρος μίλησε με μεγάλη συμπάθεια για την Επικούρεια φιλοσοφία, αφού είπε τα εξής: «Ο Επίκουρος υπήρξε για την εποχή του μέγας άνθρωπος. Είδε εκείνο το οποίο ο Καρτέσιος έθετε υπό αμφισβήτηση, αλλά το δέχθηκε ο Γκασσεντί και το απέδειξε ο Νεύτων, ότι δηλαδή δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση αν δεν υπάρχει κενός χώρος».
Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε ότι, η ευτυχία έγκειται στην ηρεμία του νου. Οι πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πνευματική γαλήνη είναι ο περιορισμός των επιθυμιών και η αποδέσμευση από τα πλούτη και τις τιμές και μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση όσον αφορά τους θεούς, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτή η αυτοπεποίθηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ακριβή γνώση της φύσης του κόσμου, και τις αιτίες των φαινομένων, δηλαδή ότι η ουσία του κόσμου είναι υλική και όλα γίνονται σύμφωνα με μηχανικούς νόμους. Όσοι αυτό δεν το ένοιωσαν, κι αν ακόμη είναι εξαίρετοι επιστήμονες και σοφοί στις λεπτομέρειες, δεν διαφέρουν από τον όχλο που βασανίζεται από δεισιδαιμονίες.