του Κώστα Καλεύρα
Το μεγάλο πρόβλημα για τον άνθρωπο σχετικά με τον θάνατο είναι ο φόβος, τον οποίο νιώθει στην προοπτική του φυσικού του τέλους. «Το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει» έλεγε ο Βολτέρος. Η γνώση του θανάτου του δημιουργεί στον άνθρωπο φόβο, από τον οποίο ορισμένοι φιλόσοφοι, προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να απαλλαγεί. Ένας από αυτούς ήταν ο Επίκουρος ο Αθηναίος, ο ιδρυτής της σχολής του Κήπου.
Ο βασικός σκοπός της ηθικής διδασκαλίας του Επίκουρου ήταν να κάνει ευτυχισμένα άτομα, ήταν να δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα όρια του ανθρώπινου βίου και μέσα σ’ αυτά, να απολαύσουν τη χαρά της ζωής. Ένα από τα πιο σημαντικά βήματα που πρέπει να κάνει λοιπόν το ανθρώπινο είδος, για να πετύχει την ποθητή σ’ αυτόν χαρά της ζωής, είναι να απαλλαγεί από το φόβο του θανάτου.
Στη συνέχεια παραθέτω αποσπάσματα από τα πολύ λίγα διασωθέντα συγγράμματα του Επίκουρου, καθώς και αποσπάσματα άλλων επικούρειων συγγραφέων που βασικό σκοπό έχουν την αποτροπή του φόβου του θανάτου.
Έλεγε, λοιπόν, ο Επίκουρος: «…Να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Γιατί κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις μας, όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που έχει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζει όσο το περιμένεις. Το πιο φρικτό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός δεν υπάρχουμε εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν αποφύγουν το θάνατο σαν νάναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν αναπαυθούν από τα δείνα της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή δεν απολαμβάνει τα πολλά χρόνια, αλλά τα ευτυχέστερα χρόνια. Κι είναι αφελής όποιος συμβουλεύει τον νέο να ζει καλά και τον γέροντα να έχει καλό τέλος στη ζωή του, όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά, είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη. Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν εγκαταλείπει τη ζωή; (αυτοκτονεί) Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το έχει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, μιλάει απερίσκεπτα για πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία…». (Επίκουρος. Επιστολή προς Μενοικέα)
«Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά». (Επίκουρος. Κύριαι Δόξαι Νο 2)
«Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία για αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει απασχολημένος». (Επίκουρου προσφώνηση Νο 14).
«Σε πρόλαβα, Τύχη, και σου έχω φράξει όλες τις διόδους. Και δεν πρόκειται να παραδοθούμε όμηροι μήτε σε σένα μήτε σε καμιά συγκυρία αλλά σαν έρθει η ώρα, να φύγουμε, θα φτύσουμε και τη ζωή και όσους με ματαιοδοξία προσκολλώνται σε αυτήν. Θα φύγουμε από τη ζωή με ένα ωραίο τραγούδι λέγοντας πόσο ωραία τη ζήσαμε». (Μητρόδωρος).
Πεθαίνοντας ο Επίκουρος, γράφει στον Ιδομενέα αυτήν την επιστολή: «Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία της, ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα. Οι συνεχείς πόνοι από τη δυσουρία και τη δυσεντερία έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όμως όλα αυτά τα αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς αναθυμούμαι τις συζητήσεις που έχουμε κάνει. Να φανείς άξιος της στάσης που από νεαρός κράτησες απέναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να φροντίσεις εσύ τα παιδιά του Μητρόδωρου». (Επίκουρος)
Ο Επικούρειος Λατίνος ποιητής Λουκρήτιος στο ποίημά του «De Rerum Natuta» (Για την φύση των πραγμάτων) έγραψε: «….Και τελικά, πες πως η ίδια η φύση ξαφνικά παίρνει το λόγο και επιπλήττει έναν από εμάς: Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ ένα τόσο αρρωστημένο πένθος; Τι βαρυγκωμάς και κλαίγεσαι για το θάνατο; Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες; Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν; Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα; Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σ ευχαριστήσει, όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα. Και ίδια θα παραμένουν, ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί από τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει, ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.
Τι θα απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που επικαλείται; Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω από το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα είχε δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά.
Σκούπισε τα δάκρυα, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες. Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής. Μα επειδή πάντα ποθείς αυτά που δεν έχεις και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλό σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα να αποσυρθείς. Όμως τώρα παράτα τα όλα αυτά που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο σε άλλους, έτσι πρέπει…» (Λουκρήτιος ΙΙΙ 932-963)
Η ζωή γίνεται γλυκιά όταν λείπει ο φόβος του Θανάτου. (Διογένης Οινοανδέα)
Τέλος, ο Φιλόδημος ο Γαδαρινός συνέγραψε μία συνοπτική προτροπή τεσσάρων συμβουλών για την επίτευξη της ευτυχισμένης ζωής. Η τετραφάρμακος συμβουλή, όπως τελικά ονομάσθηκε, θέλει να απαλλάξει τον άνθρωπο από τις φοβίες του και να κατανοήσει ότι μπορεί να ζήσει φυσική ζωή με λίγα. Η τετραφάρμακος είναι η εξής: «Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία, το καλό κερδίζεται εύκολα και το κακό αντέχεται υπομονετικά».
Κώστας Καλεύρας
http://www.epicuros.net/ArticlesALL/2010/12.Dec/KostasKalevras-2010-17Dec.html
Το μεγάλο πρόβλημα για τον άνθρωπο σχετικά με τον θάνατο είναι ο φόβος, τον οποίο νιώθει στην προοπτική του φυσικού του τέλους. «Το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει» έλεγε ο Βολτέρος. Η γνώση του θανάτου του δημιουργεί στον άνθρωπο φόβο, από τον οποίο ορισμένοι φιλόσοφοι, προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να απαλλαγεί. Ένας από αυτούς ήταν ο Επίκουρος ο Αθηναίος, ο ιδρυτής της σχολής του Κήπου.
Ο βασικός σκοπός της ηθικής διδασκαλίας του Επίκουρου ήταν να κάνει ευτυχισμένα άτομα, ήταν να δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα όρια του ανθρώπινου βίου και μέσα σ’ αυτά, να απολαύσουν τη χαρά της ζωής. Ένα από τα πιο σημαντικά βήματα που πρέπει να κάνει λοιπόν το ανθρώπινο είδος, για να πετύχει την ποθητή σ’ αυτόν χαρά της ζωής, είναι να απαλλαγεί από το φόβο του θανάτου.
Στη συνέχεια παραθέτω αποσπάσματα από τα πολύ λίγα διασωθέντα συγγράμματα του Επίκουρου, καθώς και αποσπάσματα άλλων επικούρειων συγγραφέων που βασικό σκοπό έχουν την αποτροπή του φόβου του θανάτου.
Έλεγε, λοιπόν, ο Επίκουρος: «…Να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Γιατί κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις μας, όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που έχει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε βασανίζει όσο το περιμένεις. Το πιο φρικτό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός δεν υπάρχουμε εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν αποφύγουν το θάνατο σαν νάναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν αναπαυθούν από τα δείνα της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή δεν απολαμβάνει τα πολλά χρόνια, αλλά τα ευτυχέστερα χρόνια. Κι είναι αφελής όποιος συμβουλεύει τον νέο να ζει καλά και τον γέροντα να έχει καλό τέλος στη ζωή του, όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά, είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη. Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν εγκαταλείπει τη ζωή; (αυτοκτονεί) Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το έχει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, μιλάει απερίσκεπτα για πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία…». (Επίκουρος. Επιστολή προς Μενοικέα)
«Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά». (Επίκουρος. Κύριαι Δόξαι Νο 2)
«Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία για αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει απασχολημένος». (Επίκουρου προσφώνηση Νο 14).
«Σε πρόλαβα, Τύχη, και σου έχω φράξει όλες τις διόδους. Και δεν πρόκειται να παραδοθούμε όμηροι μήτε σε σένα μήτε σε καμιά συγκυρία αλλά σαν έρθει η ώρα, να φύγουμε, θα φτύσουμε και τη ζωή και όσους με ματαιοδοξία προσκολλώνται σε αυτήν. Θα φύγουμε από τη ζωή με ένα ωραίο τραγούδι λέγοντας πόσο ωραία τη ζήσαμε». (Μητρόδωρος).
Πεθαίνοντας ο Επίκουρος, γράφει στον Ιδομενέα αυτήν την επιστολή: «Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία της, ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα. Οι συνεχείς πόνοι από τη δυσουρία και τη δυσεντερία έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όμως όλα αυτά τα αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς αναθυμούμαι τις συζητήσεις που έχουμε κάνει. Να φανείς άξιος της στάσης που από νεαρός κράτησες απέναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να φροντίσεις εσύ τα παιδιά του Μητρόδωρου». (Επίκουρος)
Ο Επικούρειος Λατίνος ποιητής Λουκρήτιος στο ποίημά του «De Rerum Natuta» (Για την φύση των πραγμάτων) έγραψε: «….Και τελικά, πες πως η ίδια η φύση ξαφνικά παίρνει το λόγο και επιπλήττει έναν από εμάς: Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ ένα τόσο αρρωστημένο πένθος; Τι βαρυγκωμάς και κλαίγεσαι για το θάνατο; Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες; Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν; Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα; Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σ ευχαριστήσει, όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα. Και ίδια θα παραμένουν, ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί από τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει, ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.
Τι θα απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που επικαλείται; Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω από το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα είχε δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά.
Σκούπισε τα δάκρυα, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες. Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής. Μα επειδή πάντα ποθείς αυτά που δεν έχεις και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλό σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα να αποσυρθείς. Όμως τώρα παράτα τα όλα αυτά που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο σε άλλους, έτσι πρέπει…» (Λουκρήτιος ΙΙΙ 932-963)
Η ζωή γίνεται γλυκιά όταν λείπει ο φόβος του Θανάτου. (Διογένης Οινοανδέα)
Τέλος, ο Φιλόδημος ο Γαδαρινός συνέγραψε μία συνοπτική προτροπή τεσσάρων συμβουλών για την επίτευξη της ευτυχισμένης ζωής. Η τετραφάρμακος συμβουλή, όπως τελικά ονομάσθηκε, θέλει να απαλλάξει τον άνθρωπο από τις φοβίες του και να κατανοήσει ότι μπορεί να ζήσει φυσική ζωή με λίγα. Η τετραφάρμακος είναι η εξής: «Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία, το καλό κερδίζεται εύκολα και το κακό αντέχεται υπομονετικά».
Κώστας Καλεύρας
http://www.epicuros.net/ArticlesALL/2010/12.Dec/KostasKalevras-2010-17Dec.html