Πάνος Πετρίδης a
a Vienna Institute of Social Ecology, Alpen-Adria-Universitat Klagenfurt, Austria.
Περίληψη
Η πυκνότητα των γεγονότων τα τελευταία χρόνια, μαζί με τη συνεχή κινδυνολογία από τους κυρίαρχους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, έχουν βάλει την ελληνική κοινωνία σε μια ανεπίσημη «οικονομική κατάσταση εξαίρεσης». Μέτρα λιτότητας και νεοφιλελεύθερες πολιτικές όπως οι μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις, κάτω από τον ασαφή μανδύα των «μεταρρυθμίσεων» και του «εκσυγχρονισμού» παρουσιάζονται ως ένα οδυνηρό αλλά αναγκαίο κακό και ως μια ιδεολογικά ουδέτερη λύση σε ένα πρόβλημα το οποίο είναι κυρίως αριθμητικό. Ωστόσο, ο περιορισμός του δημόσιου διαλόγου σε μια οικονομικού τύπου διαλεκτική παραβλέπει μια σειρά από θεμελιώδη ζητήματα τα οποία δεν χωρούν σε οικονομικά μοντέλα. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας και εύλογα οδηγεί σε γενικευμένη κοινωνική αναταραχή. Παγιδευμένη μέσα στην ίδια οικονομιστική λογική, η εναντίωση απέναντι στις πολιτικές λιτότητας και στις αυταρχικές πρακτικές του κεντρικού κράτους παραμένει αμυντική και αντιδραστική. Μια ριζικά διαφορετική, εποικοδομητική πρόταση θα ήταν το ξεκίνημα μιας συλλογικής διαδικασίας οραματισμού, προκειμένου να αναθεωρηθεί η θεσμική δομή της κοινωνίας. Αντλώντας από το έργο του Καστοριάδη σχετικά με την αυτονομία, το κείμενο αυτό επιχειρηματολογεί πάνω στη σημασία μιας πραγματικά δημοκρατικής διακυβέρνησης, καθώς επίσης και στην ανάγκη ύπαρξης ενός θετικού προτάγματος ως έναυσμα της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού και υποστηρίζει ότι η αποανάπτυξη, με την ευρύτερη έννοια της, αποτελεί ένα τέτοιου είδους πρόταγμα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό η αποανάπτυξη θα πρέπει να παραμείνει ένα πεδίο στοχασμού, οραματισμού και πειραματισμού και, ταυτόχρονα, να διεκδικήσει ρητά την πολιτική της διάσταση.
1. Μια υποκειμενική διάγνωση
Η συνεχής τρομοκρατία και κινδυνολογία των συντηρητικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ και των κυρίαρχων μέσων μαζικής ενημέρωσης σπρώχνουν την ελληνική κοινωνία σε μια ανεπίσημη αλλά διαρκή οικονομική «κατάσταση εξαίρεσης» (Agamben 2005) η οποία έχει διαπεράσει όλες τις πλευρές της κοινωνικής δραστηριότητας. Αντί για την ανταλλαγή πολιτικών προτάσεων, ακόμη και στην απλούστερη μορφή τους, ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από οικονομιστικά επιχειρήματα, γεγονός το οποίο επισκιάζει σχεδόν κάθε προγενέστερη ιδεολογική αναφορά, με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό κάθε προσπάθειας κριτικής σκέψης. Η συνεχής αναφορά από τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης σε αδιανόητα χρηματικά ποσά, δυσνόητους χρηματοπιστωτικούς όρους και ανόητους οικονομικούς δείκτες έχει περιορίσει τη συζήτηση σε μια οικονομική ανάλυση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι κατά κύριο λόγο αριθμητικό και ότι η επίλυση αυτού είναι προαπαιτούμενο για να ξεπεραστούν όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της κοινωνίας. Αυτός ο περιορισμός της συζήτησης με τη σειρά του έχει οδηγήσει σε μια ακραία πόλωση εντός της κοινωνίας (η οποία επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια των διπλών βουλευτικών εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012) και η οποία αφελώς προσδιορίζεται από την υποστήριξη ή την απόρριψη των Μνημονίων.
Από τη μία πλευρά έχουμε το ιδεολογικά συμπαγέστερο φιλομνημονιακό «μεταρρυθμιστικό» στρατόπεδο, που αποκηρύσσει κάθε αντίδραση ως λαϊκισμό, και στο όνομα μιας ψευδούς κοινής λογικής προβάλλει τα νεοφιλελεύθερα μέτρα και πολιτικές ως ένα επώδυνο μεν αλλά αντικειμενικά αναγκαίο κακό. Μια ενδελεχής κριτική των χρόνιων ζητημάτων της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα ακολουθείται πάντοτε από έναν αστήρικτο συλλογισμό ότι η μόνη φυσική λύση των προαναφερθέντων προβλημάτων είναι ο «εκσυγχρονισμός» μέσω νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ενώ κάθε αντίσταση στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ισοδυναμεί με την προάσπιση συμφερόντων. Οι φορολογικές, δημοσιονομικές και εργασιακές μεταρρυθμίσεις παρουσιάζονται ως αμερόληπτες, ιδεολογικά ουδέτερες και απογυμνωμένες από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό τους περίβλημα.
Επιπλέον, οδηγούμενες από τη σύγχρονη εμμονή περί ασφάλειας, οι φιλο- μνημονιακές συντηρητικές πολιτικές ελίτ συνεχώς εξισώνουν και καταδικάζουν περιστατικά βίας «από όπου κι αν προέρχονται», και ακολούθως προωθούν την «νεοφιλελεύθερη ουδετερότητα» ως τη θεραπεία απέναντι στον «κίνδυνο των άκρων». Οι δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει έτσι το νέο δόγμα το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα μας σώσει τόσο από τους οπισθοδρομικούς αριστεριστές όσο και από τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Η σχετική επιχειρηματολογία ακολουθεί συνήθως το ακόλουθο μοτίβο: Η κατάσταση είναι κρίσιμη, εξαιρετικά κρίσιμη για να την αφήσουμε στα χέρια των καθημερινών ανθρώπων και εξαιρετικά επείγουσα για να περιμένουμε διαβουλευτικές δημοκρατικές διαδικασίες. Έτσι εμείς οι νεοφιλελεύθεροι ειδικοί μπορούμε να εγγυηθούμε την προστασία της ελληνικής κοινωνίας από τον κίνδυνο των άκρων και να προσφέρουμε οικονομική σταθερότητα. Κάτι τέτοιο αναμφίβολα απαιτεί μερικές θυσίες όμως, πραγματικά, δεν υπάρχει εναλλακτική[1]. Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε από τα δυο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), είχε απήχηση και έλαβε αρκετές ψήφους στις εκλογές του 2012, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, καθώς επίσης και από το ανενεργό, μεγαλύτερο σε ηλικία και πιο ευαίσθητο σε ζητήματα ασφάλειας μέρος του εκλογικού σώματος, οδηγώντας στη δημιουργία ενός φιλομνημονιακού κυβερνητικού συνασπισμού.
Στον άλλο πόλο βρίσκεται μια πολυπληθής αλλά ανομοιόμορφη ομάδα ανθρώπων η οποία αγωνίζεται ενάντια στο μνημόνιο και τα μέτρα λιτότητας, χωρίς κοινά κίνητρα και ιδεολογία. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των ατόμων βρήκαν το εκλογικό τους καταφύγιο στο Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο οποίος, παρά το όνομα του και την ευρεία πολεμική που δέχεται, αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό μέρος της ριζοσπαστικής αντίστασης στο μνημόνιο, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας απαντάται στις μη- ιεραρχικές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις στους δρόμους και τις γειτονίες και στα ανεπίσημα δίκτυα που διαμορφώνονται σε όλη τη χώρα. Σε μερικές περιπτώσεις κάποιες μειοψηφίες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να κάνουν μια ολική κριτική στην οργάνωση της κοινωνίας και να ζητήσουν μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών[2] όμως, σε γενικές γραμμές, οι συνεχείς και γενικευμένες απεργίες των τελευταίων ετών δεν προσέφεραν συγκεκριμένες προτάσεις και αναλώθηκαν σε μια απροσδιόριστη «εκδίκηση» και στην «τιμωρία των προδοτών».
Αντί για την πρόταση ενός εναλλακτικού οράματος για την κοινωνία, το κυρίαρχο ρεύμα εναντίωσης στα μέτρα λιτότητας, τόσο από την αριστερά όσο και από τη δεξιά, υπήρξε αμυντικό (εξεύρεση μιας λύσης για έξοδο από την κρίση και επιστροφή στην προ κρίσης ευημερία), οικονομιστικό (αποφυγή των περικοπών στους μισθούς, διόρθωση των ισολογισμών) και εθνικιστικό (απελευθέρωση από τους βορειοευρωπαίους νεο-αποικιοκράτες). Η όποια κοινωνιολογική κριτική και αναφορά στις δομικές ανισότητες του συστήματος ήταν σε μεγάλο βαθμό απούσα, πόσο μάλλον η παρουσίαση μιας εναλλακτικής πρότασης για την οικοδόμηση μιας πιο δίκαιης και βιώσιμης μελλοντικής κοινωνίας. Η αποκλειστική χρήση οικονομικών επιχειρημάτων από τους υποστηρικτές των μνημονίων (και δυστυχώς και από τους περισσότερους «αντιμνημονιακούς») αποκλείει εξ' ορισμού τη δυνατότητα διαλόγου πάνω σε μια σειρά από καθημερινά ζητήματα τα οποία δεν εντάσσονται σε οικονομικά μοντέλα. Αυτός ο περιορισμός του δημόσιου διαλόγου σε μια οικονομική διαλεκτική δικαιολογημένα δημιουργεί υποβόσκουσες εντάσεις που καταλήγουν σε ξεσπάσματα έναντι του κράτους και των θεσμών του.
Η οργή και η αντίδραση ενάντια σε συγκεκριμένα άτομα ή πολιτικές είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένη. Από εκεί και πέρα όμως, κάθε δήλωση για το «να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας» οφείλει αργά ή γρήγορα να ακολουθείται και από το «τι θα την κάνουμε αυτήν τη ζωή;». Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί «εξορίζοντας τους προδότες» ή αλλάζοντας πολιτική ηγεσία στο υπάρχον σύστημα, μα αναθεωρώντας συλλογικά τις θεμελιακές αξίες και θεσμούς της κοινωνίας, αλλιώς εξίσου ετερόνομες κοινωνικές δομές αναπόφευκτα θα παραχθούν. Κάτι τέτοιο απαιτεί την συνειδητή επαναπολιτικοποίηση σημαντικού μέρους της κοινωνίας, την ενεργό εμπλοκή με τα κοινά και τη δημιουργία ενός συλλογικού κοινωνικού οράματος. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για μια γενικευμένη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, καθώς και για (τον αγώνα για) τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου το οποίο θα ευνοεί τέτοιες ανοικτές αμεσοδημοκρατικές διαβουλεύσεις με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, παρόλα αυτά η συνεχιζόμενη κρίση με τις ρευστές κοινωνικές διαδικασίες αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για μια τέτοια ριζική μεταβολή στις πεποιθήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για την αποανάπτυξη και οι δημοκρατικές της διαστάσεις, μπορούν να αποτελέσουν έναν φορέα για τη δημιουργία τέτοιων συλλογικών οραμάτων.
Το παρόν κείμενο ασχολείται κυρίως με τους δυο πρώτους άξονες της αντίδρασης της ελληνικής κοινωνίας (την έλλειψη οράματος και την κυριαρχία του οικονομισμού) οι οποίοι - όπως θα υποστηρίξω - είναι άρρηκτα συνδδεμένοι, ενώ το ζήτημα του εθνικισμού θα αφεθεί προς το παρόν στην άκρη. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι και αυτό συνδέεται επίσης με τα υπόλοιπα, καθώς ο εγκλεισμός σε μια οικονομιστική λογική σε συνδυασμό με την αδυναμία της κοινωνίας να οραματιστεί συλλογικά ένα επιθυμητό μέλλον και να δημιουργήσει ένα νόημα και μια εικόνα του εαυτού της έχει καταστήσει πολλούς ανθρώπους αδύναμους και ευάλωτους στο λαϊκισμό, τον εθνικισμό και κάθε λογής θεωρίες συνομωσίας, ενώ έχει αναγκάσει άλλους να βρουν καταφύγιο στο απομονωμένο, προστατευτικό περιβάλλον βαθιά ιεραρχικών ακροδεξιών οργανώσεων.
2. Προς υπεράσπιση της πολιτικής
Η κυριαρχία του οικονομισμού δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στην Ελλάδα, μα είναι κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων δυτικών κοινωνιών με αναπτυξιακό προσανατολισμό. Ο οικονομισμός έχει οριστεί ως «ένα μείγμα ακαδημαϊκών, λαϊκών και πολιτικών πεποιθήσεων οι οποίες εξυπηρετούν στην εξήγηση και ορθολογικοποίηση του οικονομικού συστήματος» (^1^ et a1. 2009, βλ. κεφάλαιο 1), όπως λ.χ. η θέαση του κόσμου μέσα από τον φακό των «μηνυμάτων των αγορών». Αυτό έχει επιτευχθεί μέσω ενός μετασχηματισμού, όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας ως σύνολο (Βοnaiuti 2012). Μια οικονομία ανάπτυξης απαιτεί τη δημιουργία μιας κοινωνίας ανάπτυξης, όπου η οικονομική σφαίρα είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα στην παρούσα νεοφιλελεύθερη φάση του, δεν αποτελεί απλώς ένα οικονομικό σύστημα, αλλά ένα μείγμα οικονομίας, κοινωνίας, πολιτικής, ιδεολογίας και κουλτούρας χαραγμένο από την ιστορία (Devine 2011). Μεταξύ άλλων, έχει υποβαθμίσει τους κοινωνικούς δεσμούς, έχει νομιμοποιήσει την εμπορευματοποίηση της φύσης και έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου: καταναλωτή, ατομιστή, ανταγωνιστικό, μοναχικό, φοβισμένο, έντονα εξαρτημένο από τους φυσικούς πόρους. Ίσως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι κυρίαρχοι θεσμοί παρουσιάζονται ως αντικειμενικοί και δημιουργούν ανθρώπους που τείνουν να τους αναπαράγουν. Ως αποτέλεσμα, μια κοινωνία ατομικιστικών νεοφιλελεύθερων θεσμών τείνει να δημιουργεί ατομικιστικούς νεοφιλελεύθερους τύπους ανθρώπων.
Στην Ελλάδα, ενώ ο οικονομισμός επιβάλλεται σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες και η διακυβέρνηση του κράτους αναλαμβάνεται από τεχνοκράτες και κάθε είδους οικονομικών και πολιτικών «ειδικών», η πραγματική πολιτική εγκαταλείπεται και η ίδια η δημοκρατία αμφισβητείται επισήμως. Η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει παραδώσει τα πολιτικά της καθήκοντα με αντάλλαγμα κάποια μικρά προνόμια η μια αβέβαιη πίστη στο σύστημα με αποτέλεσμα να εμπλέκεται όλο και λιγότερο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, παραχωρώντας αυτή την ευθύνη σε λίγους εκλεκτούς. Έτσι παρατηρείται ένας αυξανόμενος διαχωρισμός μεταξύ άσκησης πολιτικής και εξουσίας ή, με άλλα λόγια, μια αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας (Castoriadis, 2003 [1994]). Αυτή η αποπολιτικοποίηση έχει με τη σειρά της διευκολύνει την ανάδυση της παρούσας ανεπίσημης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» η οποία επιτρέπει στις πολιτικές ελίτ να δικαιολογούν σαφείς παραβιάσεις του συντάγματος και να περιστέλλουν νομικούς κανόνες, όπως αυτός της λογοδοσίας (Kalyvas 2012).
Μια περεταίρω αξιοσημείωτη τάση η οποία έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι η συντονισμένη προσπάθεια κυρίως από τις καθιερωμένες πολιτικές ελίτ να υπερβούν τις παραδοσιακές δεξιές και αριστερές ιδεολογίες χρησιμοποιώντας τη δήθεν αμερόληπτη ρητορική της προόδου, των μεταρρυθμίσεων και του εκσυγχρονισμού.[3] Προωθώντας τη νεοφιλελεύθερη ιδέα ότι θα πρέπει κατά κύριο λόγο να ασχοληθούμε με την οικονομική ανάπτυξη και άρα δικαιολογείται το να καλέσουμε ειδικούς τεχνοκράτες να διαχειριστούν τη διακυβέρνηση αφού γνωρίζουν καλύτερα το θέμα, υποστηρίζουν εμμέσως πως τα κοινωνικά ζητήματα (συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής οργάνωσης) θα επιλυθούν χρησιμοποιώντας κυρίως μη- πολιτικά μέσα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αποπολιτικοποίηση μεγάλης μερίδας της κοινωνίας.
Όπως είναι αναμενόμενο, η παρούσα κρίση χρησιμοποιείται από τις τοπικές και διεθνείς ελίτ για να απορρυθμιστεί η ελληνική οικονομία και να ακολουθήσει τη δική τους άποψη για την «ανάπτυξη». Η απότομη και γενικευμένη πτώση του βιοτικού επιπέδου οδηγεί τα άτομα να παραδοθούν στις νέες υποβαθμισμένες συνθήκες, υπό τον φόβο του να μείνουν άνεργοι, στιγματισμένοι και να εξοστρακιστούν εντελώς από την κοινωνία. Η αντίσταση απέναντι σε αυτό το δόγμα του σοκ, το «συστηματικό βιασμό της δημόσιας σφαίρας στον απόηχο μιας καταστροφής» όπου «οι άνθρωποι αναγκάζονται να ασχολούνται διαρκώς με τα καθημερινά τους προβλήματα, μην βρίσκοντας χρόνο για να φροντίσουν τα συμφέροντά τους» (Klein 2007), θα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης, αλλά και την αποφασιστικότητα και την ανάληψη ρίσκων. Προκειμένου η πολιτική να μην χάσει το νόημά της και καταστεί ακίνδυνη χρειάζεται ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός των «παραδοσιακών» πολιτικών χώρων. Η νεοφιλελεύθερη λογική των αγορών οφείλει να καταπολεμηθεί με μια διαφορετική λογική, αυτή της ισότητας και της ελευθερίας, εφοδιασμένη με πολλές από τις παγκόσμιες αξίες των αριστερών, οικολογικών, αναρχικών και φεμινιστικών χειραφετητικών κινημάτων.
Επιπλέον, η κρίση της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας μπορεί να επιλυθεί μέσω της εκ νέου ανακάλυψης της δημοκρατικής έννοιας του πολίτη. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον Καλύβα, δεν μπορεί να προκύψει ούτε μόνο μέσα από εκλογικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες, μα ούτε και εντελώς έξω από αυτές (Kalyvas 2012). Η πρόταση του είναι η συνειδητή δημιουργία πολιτικής αστάθειας και η σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της κοινωνίας, μέσα από τη διαρκή «σύγκρουση» στη δημόσια σφαίρα. Σε κάθε περίπτωση, οι μελλοντικές διαδηλώσεις οφείλουν να είναι περισσότερο οραματικές παρά αμυντικές και οικονομιστικές. Με άλλα λόγια, πρέπει να σταματήσουμε να απεργούμε ως καταναλωτές, αλλά να αρνηθούμε ολοκληρωτικά την ταυτότητα του καταναλωτή (Fournier 2008). Αν οραματιζόμαστε την ανάδυση μιας δημοκρατικής κουλτούρας, θα πρέπει να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, οικειοποιούμενοι τη δημόσια σφαίρα και τους δημόσιους χώρους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώστε να ανοίξουν νέες δυνατότητες να προσδιοριστούμε με διαφορετικούς όρους και να ξεκινήσει η διαδικασία αυτοθέσμισης της κοινωνίας.
3. Το καστοριαδικό πρόταγμα της αυτονομίας και η σημασία του για τη δημοκρατία
Η έννοια της αυτονομίας του Κορνήλιου Καστοριάδη, η οποία κατέχει ιδιαίτερη θέση στους κύκλους της αποανάπτυξης, μπορεί να μας βοηθήσει στην κατανόηση της παρούσας κατάστασης και στην προσπάθεια να περάσουμε από την αμυντική κριτική στη δημιουργία ενός θετικού οράματος για την κοινωνία μας. Η σκέψη του Καστοριάδη ξεκινά με το αξίωμα ότι οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα και όλοι οι κανόνες, οι νόμοι και οι θεσμοί είναι κοινωνικές δημιουργίες. Αυτή η ικανότητα των κοινωνιών να αποδίδουν ένα συλλογικό νόημα, το λεγόμενο κοινωνικό φαντασιακό, δημιουργεί κοινωνικές φαντασιακές σημασίες οι οποίες καθορίζουν τις αξίες κάθε κοινωνίας. Το να είναι κάποιος αυτόνομος, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, σημαίνει να μπορεί να σκέφτεται και να δρα ελεύθερα και να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στη δημιουργία αυτών των φαντασιακών σημασιών. Η αυτονομία μπορεί επομένως να οριστεί ως η συνειδητή δημιουργία των κοινωνικών θεσμών, αντί της δημιουργίας των από άλλους ανθρώπους ή την πεποίθηση ότι αυτοί αποτελούν τη βέλτιστη έκβαση της ιστορίας ή της εξέλιξης. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, μια δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία μπορεί να υπάρχει μόνο εάν κάθε μέλος της μπορεί ελεύθερα να αμφισβητήσει, να δημιουργήσει και να τροποποιήσει το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (Castoriadis 1998 [1975]). Παρομοίως, σύμφωνα με τη ριζοσπαστική φιλοσοφία του Otto Wolf μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αυτόνομα άτομα. Σε αυτήν την περίπτωση, οι κοινωνικοί θεσμοί κρίνονται σύμφωνα με τη θετική ή αρνητική συμβολή τους στην ελευθερία όλων εξίσου των μελών της κοινωνίας (Τάσης 2011).
Οι παραπάνω έννοιες είναι στενά συνδεδεμένες με την ιδέα της άμεσης (ή πραγματικής) δημοκρατίας όπου όλοι οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και απηχούν τα τέσσερα βασικά στοιχεία της αθηναϊκής δημοκρατίας: ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και έλεγχος (Οικονόμου 2011). Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική, η δημοκρατία δεν περιορίζεται σε ένα σύνολο κανόνων αλλά αποτελεί μια μορφή κοινωνίας: ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα το οποίο πρέπει να είναι διαρκώς ανοιχτό προς αμφισβήτηση. Μια αυτόνομη, ή «μετεπαναστατική» δημοκρατική κοινωνία δεν είναι απλώς μια αυτοοργα- νωμένη κοινωνία, αλλά μια κοινωνία η οποία αυτοθεσμίζεται ρητά και διαρκώς (Castoriadis 1988), κάτι που απαιτεί την ύπαρξη μιας δημοκρατική κουλτούρας (Olson 2006). Η «επανάσταση» επομένως δε σχετίζεται μόνο με την αντίδραση, αλλά κυρίως με την δημιουργία εναλλακτικών αξιών οι οποίες θα οδηγήσουν σε θεσμούς λιγότερο ολοκληρωτικούς, πιο δημοκρατικούς, πιο συμμετοχικούς. Είναι μια συνεχής διαδικασία αυτοθέσμισης από τους ίδιους τους πολίτες, η οποία οδηγεί στο ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μια τέτοια κοινωνία, όπως και οποιαδήποτε άλλη, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να περιέχει το στοιχείο της αβεβαιότητας. Παρόλα αυτά, μια τέτοια αβεβαιότητα μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο αποδεκτή από αυτή των υπαρχουσών ολιγαρχιών επειδή θα βασίζεται σε συλλογικές αποφάσεις και στην αίσθηση της κυριότητας των κανόνων, η οποία θα καθιστά ευκολότερη την αντιμετώπιση τυχόν συνεπειών.
Πως μπορούν λοιπόν αυτές οι ιδέες να χρησιμεύσουν στην κατανόηση των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και των κοινωνιών μας εν γένει; Η άνοδος και η κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος έχει κάνει τις σύγχρονες κοινωνίες να εμφανίζονται ως αυτόνομες επειδή οι άνθρωποι έχουν περισσότερες επιλογές και περισσότερες προσωπικές δυνατότητες, όμως αυτή η «ατομική αυτονομία» επισκιάζει το γεγονός πως ένας νέος εξωτερικός παράγοντας, οι αγορές, καθορίζει τους θεσμούς (Castoriadis 1998, [1975]). Οι άνθρωποι θυσιάζουν την αυτονομία τους, νοούμενη ως τη ρητή αυτοθέσμιση της κοινωνίας, και βασίζουν τις ελπίδες τους σε ένα σύστημα το οποίο τους δίνει μια ψευδή αίσθηση αντιπροσώπευσης, ενώ στην πραγματικότητα τους αποξενώνει διαρκώς από τη λήψη των αποφάσεων. Έχει γραφτεί πως στην παρούσα κοινωνία δεν υπάρχει κανένα κοινό φα- ντασιακό πέραν του φαντασιακού της αγοράς (Βο^ί^ί 2012) και η απρόσωπη φύση «των αγορών» καθιστά δύσκολη την αντιμετώπιση τους. Παρόλα αυτά ο δρόμος για την ελευθερία, με την καστοριαδική έννοια, περνάει μέσα από την αποσύνθεση των κυρίαρχων καπιταλιστικών ιδεολογιών και τον επαναπροσδιορισμό εννοιών όπως η οικονομική μεγέθυνση, η ανάπτυξη και η πρόοδος οι οποίες από μέσα έχουν μετατραπεί σε σκοπούς. Η αναθεώρηση του κοινωνικού φαντασιακού και η χειραφέτηση της κοινωνίας δεν μπορούν παρά να ξεκινήσουν και να πραγματοποιηθούν από την ίδια την κοινωνία.
4. Η αποανάπτυξη ως ένα θετικό πρόταγμα για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας
Οι ιδέες του Καστοριάδη, μαζί με τις κριτικές των Ellul και Illich στην κοινωνία της τεχνολογίας και τον καταναλωτισμό, καθώς και οι εργασίες των Meadows, Georgescu-Roegen κ.α. περί βιοφυσικών ορίων της οικονομικής ανάπτυξης αποτελούν μερικές από τις βασικότερες ιδεολογικές αναφορές του κινήματος της αποανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών έχουν υπάρξει πολλές διαφορετικές ερμηνείες (Martinez-Alier et al. 2010). Σε αυτές περιλαμβάνονται η υλική/βιοφυσική αποανάπτυξη (η μείωση της κατανάλωσης υλικών και ενέργειας), καθώς και η οικονομική αποανάπτυξη, είτε με την έννοια της αγνόησης των οικονομικών δεικτών (π.χ. η έννοια του «a-growth», van den Bergh 2011) ή την ενεργή υποστήριξη της συρρίκνωση της οικονομίας. Αν και συμφωνώ με τις περισσότερες από αυτές τις πιο συγκεκριμένες προτάσεις, πιστεύω πως η αποανάπτυξη δεν πρέπει να περιοριστεί στην παρουσίαση μιας σειρά κανόνων και προτάσεων. Η εγγενής δύναμη του κινήματος έγκειται στην ολιστική κριτική στην κουλτούρα και κοινωνία της ανάπτυξης με τις ετερόνομες ιεραρχικές δομές της οι οποίες εκφυλίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Μια τέτοια ερμηνεία της αποανάπτυξης δεν στοχεύει σε τίποτα λιγότερο από μια ολική αλλαγή στις πεποιθήσεις και έναν πλήρη επαναπροσδιορισμό αξιών. Με άλλα λόγια, στοχεύει στην αποαποικιοποίηση του παρόντος κοινωνικού φαντασιακού και τη δημιουργία μιας ριζικά διαφορετικής οργάνωσης της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως το έχει θέσει γλαφυρά ο Serge Latouche (2008) και πρόσφατα έχουμε αρχίσει να βιώνουμε στην Ευρώπη, “δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη".
Υποστήριξα προηγουμένως ότι προκειμένου να κάνουμε ένα βήμα προς τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι επιτακτική η ανάγκη να εγκαταλείψουμε μια αμιγώς αμυντική στάση και να ξεκινήσουμε μια διαδικασία συλλογικού οραματισμού, δημιουργώντας και διαβουλευόμενοι πάνω σε μελλοντικές εικόνες και σενάρια και κατόπιν εκτιμώντας τον τρόπο για να φτάσουμε σε αυτά. Το ελκυστικό στοιχείο τέτοιων διεργασιών είναι ακριβώς η κονστρουκτιβιστική προσέγγιση του μέλλοντος, δηλαδή η θέαση του μέλλοντος ως κάτι το οποίο δημιουργείται από την κοινωνία και όχι ως κάτι που μπορεί να προβλεφτεί προεκτείνοντας τις παρούσες τάσεις (Tight et al. 2011). Στο σημείο αυτό βρίσκεται η πολύτιμη συμβολή του κινήματος και της ευρύτερη συζήτησης για την αποανάπτυξη. Η αποανάπτυξη, με την ευρύτερη έννοια της, μπορεί ακριβώς να προσφέρει ένα νέο πολιτικό πρόταγμα (Kallis 2011) το οποίο θα πυροδοτήσει τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Έχει τη δυνατότητα να προτείνει μια νέα αφήγηση και ένα όραμα ενός μέλλοντος το οποίο θα είναι απλούστερο αλλά όχι οπισθοδρομικό (Romano 2012), περιβαλλοντικά βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο, μακριά από τον οικονομισμό, προς την αυτονομία.
Παρά την ευρεία συναίνεση σχετικά με τις δυσλειτουργίες του παρόντος συστήματος και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, το κοινωνικό φαντασιακό της συνεχούς ανάπτυξης, ένα είδος σύγχρονης θρησκείας, σε μεγάλο βαθμό παραμένει. Επιπλέον, το παρόν σύστημα υποστηρίζει τη δημιουργία εγωιστικών και ανταγωνιστικών συμπεριφορών και χαρακτήρων ανθρώπων (Holland 1995) που με τη σειρά τους δημιουργούν θεσμούς οι οποίοι τείνουν να τους αναπαράγουν. Για να μπορέσουμε να φανταστούμε μια δομική αναδιοργάνωση της κοινωνίας μας και να «αποδράσουμε από τον οικονομισμό», να «αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας» και να «επαναποικιοποιήσουμε» το ευρύ φάσμα των κοινωνικών σφαιρών οι οποίες κυριαρχούνται από τον οικονομισμό, πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε το πώς φτάσαμε ως εδώ. Χρειάζεται μια συλλογική αναθεώρηση των βασικών παραγόντων που ευθύνονται για την κοινωνική και περιβαλλοντική υποβάθμιση, όπως η κουλτούρα του καταναλωτισμού (Kosoy et al. 2012). Ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνικής οργάνωσης θα πρέπει πρωτίστως να περιλαμβάνει την ψυχική οργάνωση των ατόμων (Castoriadis 1985 [1974]). Θέτοντας το πιο απλά, πρέπει να αντικαταστήσουμε τον καταναλωτή με τον πολίτη (Fournier 2008), διεκδικώντας την πολιτική διάσταση της αποανάπτυξης και απαιτώντας μια πραγματική δημοκρατία η οποία θα παράσχει τις κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσουν να θεσμοθετηθούν νέοι κανόνες και πεποιθήσεις.
Στην αναζήτηση ενός δίκαιου και βιώσιμου μέλλοντος στα πλαίσια της αποανάπτυξης το διακύβευμα της απώλειας ή της υποβάθμισης της δημοκρατίας είναι ουσιώδες. Το κίνημα της αποανάπτυξης πρέπει να ενστερνιστεί το επείγον κάλεσμα για πραγματική δημοκρατία θέτοντας ρητά τα αιτήματα της επαναπολιτικοποίησης και του επανεκδημοκρατισμού, ορίζοντας την πολιτική ως τη διαρκή διαδικασία θεσμοθέτησης και αναθεώρησης των κοινωνικών κανόνων και αξιών, και τη δημοκρατία ως το καθεστώς συλλογικής αυτοθέσμισης αυτών των αξιών (Castoriadis 2003 [1994]). Εάν η αποανάπτυξη ειδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα, τότε αποτελεί ξεκάθαρα μια ανοιχτή και ατέρμονη διαδικασία (Schneider et al. 2010), παρά ένα σύνολο από μεταρρυθμιστικές προτάσεις, ή μια μετάβαση σε μια «τελική κατάσταση»
(Ott 2012).
5. Μερικές τελευταίες σκέψεις
Το κείμενο αυτό υποστήριξε την άποψη πως η αποανάπτυξη δεν πρέπει να αναλωθεί σε μια σειρά αντιδραστικών αντιπροτάσεων ούτε φυσικά να πέσει η ίδια στη παγίδα του οικονομισμού, αλλά να παραμείνει ένα πεδίο στοχασμού και οραματισμού. Ταυτόχρονα η αποανάπτυξη πρέπει να αγκαλιάσει το κάλεσμα για άμεση δημοκρατία, αποβλέποντας στην αναζωογόνηση της πολιτικής και στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του πολίτη. Αυτά τα δυο είναι άμεσα συνδεδεμένα, καθώς η κυριαρχία του οικονομισμού και της καταναλωτικής κουλτούρας της ανάπτυξης, απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος, έχουν συντελέσει στην υποβάθμιση των κοινωνικών δεσμών και στην αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας (Castoriadis 1998 [1975]). Η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού της ανάπτυξης είναι έτσι ζωτικής σημασίας για τη διαδικασία επανανακάλυψης της πολιτικής. Ο ρόλος της δημοκρατίας (ως μια ανοιχτή συμμετοχική διαδικασία) είναι κρίσιμος, καθώς μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός, ούτε να διατηρηθεί από μόνη της, αλλά μόνο μέσα από την άμεση και διαρκή συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Κάτι τέτοιο δεν περιορίζεται μόνο στην αναθεώρηση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου[4], αλλά περιλαμβάνει τον πειραματισμό με ένα πλήθος μετά-αναπτυξιακών ιδεών και οραμάτων και σεναρίων μιας μελλοντικής δημοκρατικής αναγέννησης (Deriu 2012). Η μεγαλύτερη συμβολή της αποανάπτυξης μέχρι στιγμής υπήρξε η παρότρυνση τέτοιων συλλογικών οραμάτων. Η μελλοντική έρευνα πρέπει να προσπαθήσει να σκιαγραφήσει το πιθανό θεσμικό και διαδικαστικό πλαίσιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανησυχίες του Romano (2012) για την αποτελεσματικότητα της ελκυστικής αλλά μάλλον πατερναλιστικής έκκλησης για εθελούσια απλότητα η οποία θα δημιουργούσε λίγο πολύ αποξενωμένες «νησίδες αποανάπτυξης» στον ωκεανό της αδιάκοπης ανάπτυξης. Ίσως έχει περισσότερο νόημα, αποτελώντας παράλληλα και μεγαλύτερη πρόκληση, να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο και να εργαστούμε εντός της παρούσας (μη βιώσιμης, ετερόνομης) κατάστασης της κοινωνίας με σκοπό τη μετατόπιση του κυρίαρχου ρεύματος, παράλληλα ίσως με τη δημιουργία εναλλακτικών κοινοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας νέων κοινωνικών φαντασιακών με τρόπο συλλογικό και δημοκρατικό και αυτό απαιτεί την ύπαρξη συνθηκών που θα διευκολύνουν τέτοιες διαδικασίες, χωρικά, χρονικά, πολιτισμικά. Η δημόσια διαβούλευση ενός φανταστικού μέλλοντος αποανάπτυξης δεν μπορεί να εγγυηθεί την «επιτυχία», αλλά μπορεί να κάνει την πρόταση της αποανάπτυξης λιγότερο ελιτιστική και περισσότερο ελκυστική. Αντιστρόφως, τονίζοντας ρητά την πολιτική της διάσταση, η δημόσια συζήτηση για την αποανάπτυξη μπορεί και οφείλει να συνεισφέρει στην επαναπολιτικοποίηση της κοινωνίας και την επιστροφή της έννοιας του πολίτη και του πραγματικού νοήματος της δημοκρατίας.
Εν τούτοις, η σχέση ανάμεσα στην αποανάπτυξη και την πραγματική δημοκρατία δεν είναι άρρηκτη. Δεν υπάρχει κάποιος έμφυτος λόγος για τον οποίο μια δημοκρατική κοινωνία θα διαλέξει αυτόματα ένα «αποαναπτυγμένο» τρόπο ζωής (Romano 2012). Ούτε ένα μέλλον στα πλαίσια της αποανάπτυξης θα είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Πιθανώς να είναι ακόμα πιο δύσκολο, αλλά θα είναι σχεδόν σίγουρα και πιο επιθυμητό και το ίδιο ισχύει για κάθε απόφαση που επηρεάζει άμεσα τους πολίτες. Η σημασία της άμεσης δημοκρατίας για τη Ελλάδα σήμερα είναι τεράστια καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις «από τα πάνω» δομικές αλλαγές που επιβάλει η τρόικα. Για παράδειγμα, μια συντονισμένη δημόσια διαβούλευση θα μπορούσε να είναι αποφασιστικής σημασίας για την ηθική νομιμοποίηση μιας σειράς επιλεγμένων μεταρρυθμίσεων.
Η ελληνική κοινωνία έχει άμεση ανάγκη ενός βαθύτατου μετασχηματισμού συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής, θεσμικής και πολιτισμικής αλλαγής (Kallis 2011) και μιας οικονομίας η οποία θα εξυπηρετεί όλες τις ανθρώπινες αξίες, όχι μόνο τις χρηματικές (Kosoy et al. 2012). Η παρούσα κρίση είναι πάνω από όλα μια κρίση αξιών των ανθρωποκεντρικών, αυτοκαταστροφικών, τεχνοκρατικών κοινωνιών μας. Με το να επικεντρωνόμαστε στην οικονομική κρίση αγνοώντας τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές της συνιστώσες, περιορίζουμε τον διάλογο στο κατά πόσο τα μέτρα λιτότητας αποτελούν ή όχι μονόδρομο για να πετύχουμε κάποιον δημοσιονομικό στόχο. Έτσι λησμονούμε το προφανές: «είναι αυτός ο μοναδικός μας στόχος;» Οι συζητήσεις πρέπει να στραφούν και πάλι γύρω από το ουσιώδες, δηλαδή το νόημα που δίνει ο καθένας στην εργασία και τη ζωή του, δημιουργώντας ένα συλλογικό όραμα και οδεύοντας παράλληλα προς αυτό. Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να περιμένει τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το εκάστοτε πακέτο στήριξης που θα «σώσει» την οικονομία. Αντιθέτως είναι οι συλλογικές αξίες της κοινωνίας που θα καθορίσουν και θα νομιμοποιήσουν στην πράξη την όποια οικονομική ή άλλη πολιτική.
Αναφορές
Agamben, G. (2005). State of exception. Chicago: University of Chicago Press.
Bonaiuti, M. (2012). Degrowth: Tools for a Complex Analysis of the Multidimensional Crisis, Capitalism Nature Socialism, 23:1, 30-50.
Castoriadis, C. (1985 [1974]). Reflections on 'Rationality' and 'Development'. Thesis Eleven, 10-11: 18-36.
Castoriadis, C. (1988). "General Introduction", in Castoriadis, Political and Social Writings. Vol. 1, 1946-1955: From the Critique of Bureaucracy to the Positive Content of Socialism, Minneapolis: University of Minnesota Press.
Castoriadis, C. (1998, [1975]). The Imaginary Institution of Society. The MIT Press.
Castoriadis, C. (2003[1994]). The Rising Tide of Insignificancy. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά: http://www.notbored.org/RTI.pdf
Deriu, M. (2012). Democracies with a future: Degrowth and the democratic tradition. Futures, 44, 553-561.
Devine, P. (2011). "Global Capitalism and Its Contradictions", προσχέδιο αδημοσίευτο κεφάλαιο.
Fournier, V. (2008). Escaping from the economy: the politics of degrowth. International Journal of Sociology and Social Policy, 28(11/12), 528-545.
Gavriilidis, A. and Lalopoulou, S. (2012). Chaos: Our Own ‘Gun on The(ir) Table'. Law and Critique, 23(3), 288-311.
Holland, A. (1995). "The assumptions of cost-benefit analysis: A philosopher's view", in K.G. Willis and J.T. Corkindale (eds.), Environmental Valuation: New Perspectives, Wallingford: CAB International, pp. 21-38.
Kallis, G., Martinez-Alier, J. and Norgaard R. (2009). Paper assets, real debts: An ecological economic exploration of the global economic crisis. Critical Perspectives on International Business, 5(1/2), 14-25.
Kallis, G. (2011). In defence of degrowth. Ecological Economics, 70(5), 873-880.
Kalyvas, A. (2012). - Te futur, Grecia? (Έχει μέλλον η Ελλάδα;). Παρουσιάση στο Centre de Cultura Contemporania de Barcelona, 4 Μαίου 2012, Βίντεο διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://vimeo.com/41550949
Klein, N. (2007). The shock doctrine: The rise of disaster capitalism, New York: Metropolitan Books.
Kosoy, N., Brown, P.G, Bosselmann, K., Duraiappah, A., Mackey, B., Martinez-Alier, J., Rogers, D. and Thomson, R. (2012). Pillars for a flourishing Earth: planetary boundaries, economic growth delusion and green economy. Current Opinion in Environmental Sustainability, 4(1), 74-79.
Latouche, S. (2008). Συνέντευξη στο GoodPlanet.info (22 October 2008). Διαθέσιμη ηλεκτρονικά: http://www.goodplanet.info/eng/Contenu/Points-de-vues/Degrowth- whether-you-like-it-or-not
Martinez-Alier, J., Pascual, U., Vivien, F.-D. and Zaccai, E. (2010). Sustainable degrowth: mapping the context, criticisms and future prospects of an emergent paradigm. Ecological Economics, 69(9), 1741-1747.
Olson, L.J. (2006). Because we will it: The possibilities and limits of democracy in late modernity. PhD Thesis, University of Maryland.
Ott, K. (2012). Variants of de-growth and deliberative democracy: A Habermasian proposal. Futures, 44, 571-581.
Romano, O. (2012). How to rebuild democracy, re-thinking degrowth. Futures, 44, 582-589.
Schneider, F., Kallis, G., and Martinez-Alier, J. (2010). Crisis or opportunity? Economic degrowth for social equity and ecological sustainability. Introduction to this special issue. Journal of Cleaner Production, 18, 511-518.
Tight, M., Timms, P., Banister, D., Bowmaker, J., Copas, J., Day, A., Drinkwater, D., Givoni, M., Guhnemann, A., Lawler, M., Macmillen, J., Miles, A., Moore, N., Newton, R., Ngoduy, D., Ormerod, M., O'Sullivan, M., and Watling, D. (2011). Visions for a walking and cycling focussed urban transport system. Journal of Transport Geography, 19, 1580-1589.
van den Bergh, J.C.J.M. (2011). Environment versus growth — A criticism of "degrowth" and a plea for "a-growth". Ecological Economics, 70(5), 881-890.
Οικονόμου, Γ.Ν. (2011). "Η άμεση δημοκρατία και οι προϋποθέσεις της", στο: Γ.Ν. Οικονόμου (επ.), "Μελέτες για τον Κορνήλιο Καστοριάδη: Η γέννηση της δημοκρατίας και η σημερινή κρίση", Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα.
Τάσης, Θ. (2011). Αυτονομία και κυριαρχία στη ριζική φιλοσοφία του Frieder Otto Wolf. Θέσεις, 116, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2011.
[1] Για μια συζήτηση πάνω στη σχέση ανάμεσα στις «αγορές» και την εθνική-λαϊκή κυριαρχία, καθώς και στο πώς αυτή αμφισβητήθηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 2011, δες: Gavriilidis & Lalopoulou (2012) και τις σχετικές αναφορές.
[2] Κυρίως κατά τη διάρκεια των λαϊκών συνελεύσεων του καλοκαιριού του 2011 στις πλατείες όλων των μεγάλων ελληνικών πόλεων.
[3] Παρεμπιπτόντως, μια παρόμοια στρατηγική χρησιμοποιείται από διάφορα εθνικιστικά μέτωπα: «δεν είμαστε ούτε αριστεροί ούτε δεξιοί, είμαστε πατριώτες».
[4] Όσον αφορά στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο θα σήμαινε να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε π.χ. τα θεσμικά εκείνα στοιχεία τα οποία οδηγούν ένα μεγάλο κομμάτι τη κοινωνίας να εναποθέτει τις ελπίδες του σε κάθε μορφής «ειδικούς» της πολιτικής και να ακολουθεί ένα ασαφές κάλεσμα για «ανάπτυξη», αντί του να παλέψει ενάντια στην αποσύνθεση της κοινωνίας.
a Vienna Institute of Social Ecology, Alpen-Adria-Universitat Klagenfurt, Austria.
Περίληψη
Η πυκνότητα των γεγονότων τα τελευταία χρόνια, μαζί με τη συνεχή κινδυνολογία από τους κυρίαρχους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, έχουν βάλει την ελληνική κοινωνία σε μια ανεπίσημη «οικονομική κατάσταση εξαίρεσης». Μέτρα λιτότητας και νεοφιλελεύθερες πολιτικές όπως οι μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις, κάτω από τον ασαφή μανδύα των «μεταρρυθμίσεων» και του «εκσυγχρονισμού» παρουσιάζονται ως ένα οδυνηρό αλλά αναγκαίο κακό και ως μια ιδεολογικά ουδέτερη λύση σε ένα πρόβλημα το οποίο είναι κυρίως αριθμητικό. Ωστόσο, ο περιορισμός του δημόσιου διαλόγου σε μια οικονομικού τύπου διαλεκτική παραβλέπει μια σειρά από θεμελιώδη ζητήματα τα οποία δεν χωρούν σε οικονομικά μοντέλα. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας και εύλογα οδηγεί σε γενικευμένη κοινωνική αναταραχή. Παγιδευμένη μέσα στην ίδια οικονομιστική λογική, η εναντίωση απέναντι στις πολιτικές λιτότητας και στις αυταρχικές πρακτικές του κεντρικού κράτους παραμένει αμυντική και αντιδραστική. Μια ριζικά διαφορετική, εποικοδομητική πρόταση θα ήταν το ξεκίνημα μιας συλλογικής διαδικασίας οραματισμού, προκειμένου να αναθεωρηθεί η θεσμική δομή της κοινωνίας. Αντλώντας από το έργο του Καστοριάδη σχετικά με την αυτονομία, το κείμενο αυτό επιχειρηματολογεί πάνω στη σημασία μιας πραγματικά δημοκρατικής διακυβέρνησης, καθώς επίσης και στην ανάγκη ύπαρξης ενός θετικού προτάγματος ως έναυσμα της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού και υποστηρίζει ότι η αποανάπτυξη, με την ευρύτερη έννοια της, αποτελεί ένα τέτοιου είδους πρόταγμα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό η αποανάπτυξη θα πρέπει να παραμείνει ένα πεδίο στοχασμού, οραματισμού και πειραματισμού και, ταυτόχρονα, να διεκδικήσει ρητά την πολιτική της διάσταση.
1. Μια υποκειμενική διάγνωση
Η συνεχής τρομοκρατία και κινδυνολογία των συντηρητικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ και των κυρίαρχων μέσων μαζικής ενημέρωσης σπρώχνουν την ελληνική κοινωνία σε μια ανεπίσημη αλλά διαρκή οικονομική «κατάσταση εξαίρεσης» (Agamben 2005) η οποία έχει διαπεράσει όλες τις πλευρές της κοινωνικής δραστηριότητας. Αντί για την ανταλλαγή πολιτικών προτάσεων, ακόμη και στην απλούστερη μορφή τους, ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από οικονομιστικά επιχειρήματα, γεγονός το οποίο επισκιάζει σχεδόν κάθε προγενέστερη ιδεολογική αναφορά, με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό κάθε προσπάθειας κριτικής σκέψης. Η συνεχής αναφορά από τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης σε αδιανόητα χρηματικά ποσά, δυσνόητους χρηματοπιστωτικούς όρους και ανόητους οικονομικούς δείκτες έχει περιορίσει τη συζήτηση σε μια οικονομική ανάλυση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι κατά κύριο λόγο αριθμητικό και ότι η επίλυση αυτού είναι προαπαιτούμενο για να ξεπεραστούν όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της κοινωνίας. Αυτός ο περιορισμός της συζήτησης με τη σειρά του έχει οδηγήσει σε μια ακραία πόλωση εντός της κοινωνίας (η οποία επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια των διπλών βουλευτικών εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012) και η οποία αφελώς προσδιορίζεται από την υποστήριξη ή την απόρριψη των Μνημονίων.
Από τη μία πλευρά έχουμε το ιδεολογικά συμπαγέστερο φιλομνημονιακό «μεταρρυθμιστικό» στρατόπεδο, που αποκηρύσσει κάθε αντίδραση ως λαϊκισμό, και στο όνομα μιας ψευδούς κοινής λογικής προβάλλει τα νεοφιλελεύθερα μέτρα και πολιτικές ως ένα επώδυνο μεν αλλά αντικειμενικά αναγκαίο κακό. Μια ενδελεχής κριτική των χρόνιων ζητημάτων της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα ακολουθείται πάντοτε από έναν αστήρικτο συλλογισμό ότι η μόνη φυσική λύση των προαναφερθέντων προβλημάτων είναι ο «εκσυγχρονισμός» μέσω νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ενώ κάθε αντίσταση στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ισοδυναμεί με την προάσπιση συμφερόντων. Οι φορολογικές, δημοσιονομικές και εργασιακές μεταρρυθμίσεις παρουσιάζονται ως αμερόληπτες, ιδεολογικά ουδέτερες και απογυμνωμένες από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό τους περίβλημα.
Επιπλέον, οδηγούμενες από τη σύγχρονη εμμονή περί ασφάλειας, οι φιλο- μνημονιακές συντηρητικές πολιτικές ελίτ συνεχώς εξισώνουν και καταδικάζουν περιστατικά βίας «από όπου κι αν προέρχονται», και ακολούθως προωθούν την «νεοφιλελεύθερη ουδετερότητα» ως τη θεραπεία απέναντι στον «κίνδυνο των άκρων». Οι δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει έτσι το νέο δόγμα το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα μας σώσει τόσο από τους οπισθοδρομικούς αριστεριστές όσο και από τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Η σχετική επιχειρηματολογία ακολουθεί συνήθως το ακόλουθο μοτίβο: Η κατάσταση είναι κρίσιμη, εξαιρετικά κρίσιμη για να την αφήσουμε στα χέρια των καθημερινών ανθρώπων και εξαιρετικά επείγουσα για να περιμένουμε διαβουλευτικές δημοκρατικές διαδικασίες. Έτσι εμείς οι νεοφιλελεύθεροι ειδικοί μπορούμε να εγγυηθούμε την προστασία της ελληνικής κοινωνίας από τον κίνδυνο των άκρων και να προσφέρουμε οικονομική σταθερότητα. Κάτι τέτοιο αναμφίβολα απαιτεί μερικές θυσίες όμως, πραγματικά, δεν υπάρχει εναλλακτική[1]. Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε από τα δυο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), είχε απήχηση και έλαβε αρκετές ψήφους στις εκλογές του 2012, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, καθώς επίσης και από το ανενεργό, μεγαλύτερο σε ηλικία και πιο ευαίσθητο σε ζητήματα ασφάλειας μέρος του εκλογικού σώματος, οδηγώντας στη δημιουργία ενός φιλομνημονιακού κυβερνητικού συνασπισμού.
Στον άλλο πόλο βρίσκεται μια πολυπληθής αλλά ανομοιόμορφη ομάδα ανθρώπων η οποία αγωνίζεται ενάντια στο μνημόνιο και τα μέτρα λιτότητας, χωρίς κοινά κίνητρα και ιδεολογία. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των ατόμων βρήκαν το εκλογικό τους καταφύγιο στο Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο οποίος, παρά το όνομα του και την ευρεία πολεμική που δέχεται, αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό μέρος της ριζοσπαστικής αντίστασης στο μνημόνιο, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας απαντάται στις μη- ιεραρχικές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις στους δρόμους και τις γειτονίες και στα ανεπίσημα δίκτυα που διαμορφώνονται σε όλη τη χώρα. Σε μερικές περιπτώσεις κάποιες μειοψηφίες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να κάνουν μια ολική κριτική στην οργάνωση της κοινωνίας και να ζητήσουν μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών[2] όμως, σε γενικές γραμμές, οι συνεχείς και γενικευμένες απεργίες των τελευταίων ετών δεν προσέφεραν συγκεκριμένες προτάσεις και αναλώθηκαν σε μια απροσδιόριστη «εκδίκηση» και στην «τιμωρία των προδοτών».
Αντί για την πρόταση ενός εναλλακτικού οράματος για την κοινωνία, το κυρίαρχο ρεύμα εναντίωσης στα μέτρα λιτότητας, τόσο από την αριστερά όσο και από τη δεξιά, υπήρξε αμυντικό (εξεύρεση μιας λύσης για έξοδο από την κρίση και επιστροφή στην προ κρίσης ευημερία), οικονομιστικό (αποφυγή των περικοπών στους μισθούς, διόρθωση των ισολογισμών) και εθνικιστικό (απελευθέρωση από τους βορειοευρωπαίους νεο-αποικιοκράτες). Η όποια κοινωνιολογική κριτική και αναφορά στις δομικές ανισότητες του συστήματος ήταν σε μεγάλο βαθμό απούσα, πόσο μάλλον η παρουσίαση μιας εναλλακτικής πρότασης για την οικοδόμηση μιας πιο δίκαιης και βιώσιμης μελλοντικής κοινωνίας. Η αποκλειστική χρήση οικονομικών επιχειρημάτων από τους υποστηρικτές των μνημονίων (και δυστυχώς και από τους περισσότερους «αντιμνημονιακούς») αποκλείει εξ' ορισμού τη δυνατότητα διαλόγου πάνω σε μια σειρά από καθημερινά ζητήματα τα οποία δεν εντάσσονται σε οικονομικά μοντέλα. Αυτός ο περιορισμός του δημόσιου διαλόγου σε μια οικονομική διαλεκτική δικαιολογημένα δημιουργεί υποβόσκουσες εντάσεις που καταλήγουν σε ξεσπάσματα έναντι του κράτους και των θεσμών του.
Η οργή και η αντίδραση ενάντια σε συγκεκριμένα άτομα ή πολιτικές είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένη. Από εκεί και πέρα όμως, κάθε δήλωση για το «να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας» οφείλει αργά ή γρήγορα να ακολουθείται και από το «τι θα την κάνουμε αυτήν τη ζωή;». Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί «εξορίζοντας τους προδότες» ή αλλάζοντας πολιτική ηγεσία στο υπάρχον σύστημα, μα αναθεωρώντας συλλογικά τις θεμελιακές αξίες και θεσμούς της κοινωνίας, αλλιώς εξίσου ετερόνομες κοινωνικές δομές αναπόφευκτα θα παραχθούν. Κάτι τέτοιο απαιτεί την συνειδητή επαναπολιτικοποίηση σημαντικού μέρους της κοινωνίας, την ενεργό εμπλοκή με τα κοινά και τη δημιουργία ενός συλλογικού κοινωνικού οράματος. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για μια γενικευμένη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, καθώς και για (τον αγώνα για) τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου το οποίο θα ευνοεί τέτοιες ανοικτές αμεσοδημοκρατικές διαβουλεύσεις με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, παρόλα αυτά η συνεχιζόμενη κρίση με τις ρευστές κοινωνικές διαδικασίες αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για μια τέτοια ριζική μεταβολή στις πεποιθήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για την αποανάπτυξη και οι δημοκρατικές της διαστάσεις, μπορούν να αποτελέσουν έναν φορέα για τη δημιουργία τέτοιων συλλογικών οραμάτων.
Το παρόν κείμενο ασχολείται κυρίως με τους δυο πρώτους άξονες της αντίδρασης της ελληνικής κοινωνίας (την έλλειψη οράματος και την κυριαρχία του οικονομισμού) οι οποίοι - όπως θα υποστηρίξω - είναι άρρηκτα συνδδεμένοι, ενώ το ζήτημα του εθνικισμού θα αφεθεί προς το παρόν στην άκρη. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι και αυτό συνδέεται επίσης με τα υπόλοιπα, καθώς ο εγκλεισμός σε μια οικονομιστική λογική σε συνδυασμό με την αδυναμία της κοινωνίας να οραματιστεί συλλογικά ένα επιθυμητό μέλλον και να δημιουργήσει ένα νόημα και μια εικόνα του εαυτού της έχει καταστήσει πολλούς ανθρώπους αδύναμους και ευάλωτους στο λαϊκισμό, τον εθνικισμό και κάθε λογής θεωρίες συνομωσίας, ενώ έχει αναγκάσει άλλους να βρουν καταφύγιο στο απομονωμένο, προστατευτικό περιβάλλον βαθιά ιεραρχικών ακροδεξιών οργανώσεων.
2. Προς υπεράσπιση της πολιτικής
Η κυριαρχία του οικονομισμού δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στην Ελλάδα, μα είναι κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων δυτικών κοινωνιών με αναπτυξιακό προσανατολισμό. Ο οικονομισμός έχει οριστεί ως «ένα μείγμα ακαδημαϊκών, λαϊκών και πολιτικών πεποιθήσεων οι οποίες εξυπηρετούν στην εξήγηση και ορθολογικοποίηση του οικονομικού συστήματος» (^1^ et a1. 2009, βλ. κεφάλαιο 1), όπως λ.χ. η θέαση του κόσμου μέσα από τον φακό των «μηνυμάτων των αγορών». Αυτό έχει επιτευχθεί μέσω ενός μετασχηματισμού, όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας ως σύνολο (Βοnaiuti 2012). Μια οικονομία ανάπτυξης απαιτεί τη δημιουργία μιας κοινωνίας ανάπτυξης, όπου η οικονομική σφαίρα είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα στην παρούσα νεοφιλελεύθερη φάση του, δεν αποτελεί απλώς ένα οικονομικό σύστημα, αλλά ένα μείγμα οικονομίας, κοινωνίας, πολιτικής, ιδεολογίας και κουλτούρας χαραγμένο από την ιστορία (Devine 2011). Μεταξύ άλλων, έχει υποβαθμίσει τους κοινωνικούς δεσμούς, έχει νομιμοποιήσει την εμπορευματοποίηση της φύσης και έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου: καταναλωτή, ατομιστή, ανταγωνιστικό, μοναχικό, φοβισμένο, έντονα εξαρτημένο από τους φυσικούς πόρους. Ίσως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι κυρίαρχοι θεσμοί παρουσιάζονται ως αντικειμενικοί και δημιουργούν ανθρώπους που τείνουν να τους αναπαράγουν. Ως αποτέλεσμα, μια κοινωνία ατομικιστικών νεοφιλελεύθερων θεσμών τείνει να δημιουργεί ατομικιστικούς νεοφιλελεύθερους τύπους ανθρώπων.
Στην Ελλάδα, ενώ ο οικονομισμός επιβάλλεται σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες και η διακυβέρνηση του κράτους αναλαμβάνεται από τεχνοκράτες και κάθε είδους οικονομικών και πολιτικών «ειδικών», η πραγματική πολιτική εγκαταλείπεται και η ίδια η δημοκρατία αμφισβητείται επισήμως. Η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει παραδώσει τα πολιτικά της καθήκοντα με αντάλλαγμα κάποια μικρά προνόμια η μια αβέβαιη πίστη στο σύστημα με αποτέλεσμα να εμπλέκεται όλο και λιγότερο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, παραχωρώντας αυτή την ευθύνη σε λίγους εκλεκτούς. Έτσι παρατηρείται ένας αυξανόμενος διαχωρισμός μεταξύ άσκησης πολιτικής και εξουσίας ή, με άλλα λόγια, μια αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας (Castoriadis, 2003 [1994]). Αυτή η αποπολιτικοποίηση έχει με τη σειρά της διευκολύνει την ανάδυση της παρούσας ανεπίσημης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» η οποία επιτρέπει στις πολιτικές ελίτ να δικαιολογούν σαφείς παραβιάσεις του συντάγματος και να περιστέλλουν νομικούς κανόνες, όπως αυτός της λογοδοσίας (Kalyvas 2012).
Μια περεταίρω αξιοσημείωτη τάση η οποία έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι η συντονισμένη προσπάθεια κυρίως από τις καθιερωμένες πολιτικές ελίτ να υπερβούν τις παραδοσιακές δεξιές και αριστερές ιδεολογίες χρησιμοποιώντας τη δήθεν αμερόληπτη ρητορική της προόδου, των μεταρρυθμίσεων και του εκσυγχρονισμού.[3] Προωθώντας τη νεοφιλελεύθερη ιδέα ότι θα πρέπει κατά κύριο λόγο να ασχοληθούμε με την οικονομική ανάπτυξη και άρα δικαιολογείται το να καλέσουμε ειδικούς τεχνοκράτες να διαχειριστούν τη διακυβέρνηση αφού γνωρίζουν καλύτερα το θέμα, υποστηρίζουν εμμέσως πως τα κοινωνικά ζητήματα (συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής οργάνωσης) θα επιλυθούν χρησιμοποιώντας κυρίως μη- πολιτικά μέσα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αποπολιτικοποίηση μεγάλης μερίδας της κοινωνίας.
Όπως είναι αναμενόμενο, η παρούσα κρίση χρησιμοποιείται από τις τοπικές και διεθνείς ελίτ για να απορρυθμιστεί η ελληνική οικονομία και να ακολουθήσει τη δική τους άποψη για την «ανάπτυξη». Η απότομη και γενικευμένη πτώση του βιοτικού επιπέδου οδηγεί τα άτομα να παραδοθούν στις νέες υποβαθμισμένες συνθήκες, υπό τον φόβο του να μείνουν άνεργοι, στιγματισμένοι και να εξοστρακιστούν εντελώς από την κοινωνία. Η αντίσταση απέναντι σε αυτό το δόγμα του σοκ, το «συστηματικό βιασμό της δημόσιας σφαίρας στον απόηχο μιας καταστροφής» όπου «οι άνθρωποι αναγκάζονται να ασχολούνται διαρκώς με τα καθημερινά τους προβλήματα, μην βρίσκοντας χρόνο για να φροντίσουν τα συμφέροντά τους» (Klein 2007), θα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης, αλλά και την αποφασιστικότητα και την ανάληψη ρίσκων. Προκειμένου η πολιτική να μην χάσει το νόημά της και καταστεί ακίνδυνη χρειάζεται ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός των «παραδοσιακών» πολιτικών χώρων. Η νεοφιλελεύθερη λογική των αγορών οφείλει να καταπολεμηθεί με μια διαφορετική λογική, αυτή της ισότητας και της ελευθερίας, εφοδιασμένη με πολλές από τις παγκόσμιες αξίες των αριστερών, οικολογικών, αναρχικών και φεμινιστικών χειραφετητικών κινημάτων.
Επιπλέον, η κρίση της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας μπορεί να επιλυθεί μέσω της εκ νέου ανακάλυψης της δημοκρατικής έννοιας του πολίτη. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον Καλύβα, δεν μπορεί να προκύψει ούτε μόνο μέσα από εκλογικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες, μα ούτε και εντελώς έξω από αυτές (Kalyvas 2012). Η πρόταση του είναι η συνειδητή δημιουργία πολιτικής αστάθειας και η σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της κοινωνίας, μέσα από τη διαρκή «σύγκρουση» στη δημόσια σφαίρα. Σε κάθε περίπτωση, οι μελλοντικές διαδηλώσεις οφείλουν να είναι περισσότερο οραματικές παρά αμυντικές και οικονομιστικές. Με άλλα λόγια, πρέπει να σταματήσουμε να απεργούμε ως καταναλωτές, αλλά να αρνηθούμε ολοκληρωτικά την ταυτότητα του καταναλωτή (Fournier 2008). Αν οραματιζόμαστε την ανάδυση μιας δημοκρατικής κουλτούρας, θα πρέπει να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, οικειοποιούμενοι τη δημόσια σφαίρα και τους δημόσιους χώρους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώστε να ανοίξουν νέες δυνατότητες να προσδιοριστούμε με διαφορετικούς όρους και να ξεκινήσει η διαδικασία αυτοθέσμισης της κοινωνίας.
3. Το καστοριαδικό πρόταγμα της αυτονομίας και η σημασία του για τη δημοκρατία
Η έννοια της αυτονομίας του Κορνήλιου Καστοριάδη, η οποία κατέχει ιδιαίτερη θέση στους κύκλους της αποανάπτυξης, μπορεί να μας βοηθήσει στην κατανόηση της παρούσας κατάστασης και στην προσπάθεια να περάσουμε από την αμυντική κριτική στη δημιουργία ενός θετικού οράματος για την κοινωνία μας. Η σκέψη του Καστοριάδη ξεκινά με το αξίωμα ότι οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα και όλοι οι κανόνες, οι νόμοι και οι θεσμοί είναι κοινωνικές δημιουργίες. Αυτή η ικανότητα των κοινωνιών να αποδίδουν ένα συλλογικό νόημα, το λεγόμενο κοινωνικό φαντασιακό, δημιουργεί κοινωνικές φαντασιακές σημασίες οι οποίες καθορίζουν τις αξίες κάθε κοινωνίας. Το να είναι κάποιος αυτόνομος, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, σημαίνει να μπορεί να σκέφτεται και να δρα ελεύθερα και να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στη δημιουργία αυτών των φαντασιακών σημασιών. Η αυτονομία μπορεί επομένως να οριστεί ως η συνειδητή δημιουργία των κοινωνικών θεσμών, αντί της δημιουργίας των από άλλους ανθρώπους ή την πεποίθηση ότι αυτοί αποτελούν τη βέλτιστη έκβαση της ιστορίας ή της εξέλιξης. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, μια δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία μπορεί να υπάρχει μόνο εάν κάθε μέλος της μπορεί ελεύθερα να αμφισβητήσει, να δημιουργήσει και να τροποποιήσει το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (Castoriadis 1998 [1975]). Παρομοίως, σύμφωνα με τη ριζοσπαστική φιλοσοφία του Otto Wolf μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αυτόνομα άτομα. Σε αυτήν την περίπτωση, οι κοινωνικοί θεσμοί κρίνονται σύμφωνα με τη θετική ή αρνητική συμβολή τους στην ελευθερία όλων εξίσου των μελών της κοινωνίας (Τάσης 2011).
Οι παραπάνω έννοιες είναι στενά συνδεδεμένες με την ιδέα της άμεσης (ή πραγματικής) δημοκρατίας όπου όλοι οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και απηχούν τα τέσσερα βασικά στοιχεία της αθηναϊκής δημοκρατίας: ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και έλεγχος (Οικονόμου 2011). Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική, η δημοκρατία δεν περιορίζεται σε ένα σύνολο κανόνων αλλά αποτελεί μια μορφή κοινωνίας: ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα το οποίο πρέπει να είναι διαρκώς ανοιχτό προς αμφισβήτηση. Μια αυτόνομη, ή «μετεπαναστατική» δημοκρατική κοινωνία δεν είναι απλώς μια αυτοοργα- νωμένη κοινωνία, αλλά μια κοινωνία η οποία αυτοθεσμίζεται ρητά και διαρκώς (Castoriadis 1988), κάτι που απαιτεί την ύπαρξη μιας δημοκρατική κουλτούρας (Olson 2006). Η «επανάσταση» επομένως δε σχετίζεται μόνο με την αντίδραση, αλλά κυρίως με την δημιουργία εναλλακτικών αξιών οι οποίες θα οδηγήσουν σε θεσμούς λιγότερο ολοκληρωτικούς, πιο δημοκρατικούς, πιο συμμετοχικούς. Είναι μια συνεχής διαδικασία αυτοθέσμισης από τους ίδιους τους πολίτες, η οποία οδηγεί στο ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μια τέτοια κοινωνία, όπως και οποιαδήποτε άλλη, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να περιέχει το στοιχείο της αβεβαιότητας. Παρόλα αυτά, μια τέτοια αβεβαιότητα μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο αποδεκτή από αυτή των υπαρχουσών ολιγαρχιών επειδή θα βασίζεται σε συλλογικές αποφάσεις και στην αίσθηση της κυριότητας των κανόνων, η οποία θα καθιστά ευκολότερη την αντιμετώπιση τυχόν συνεπειών.
Πως μπορούν λοιπόν αυτές οι ιδέες να χρησιμεύσουν στην κατανόηση των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και των κοινωνιών μας εν γένει; Η άνοδος και η κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος έχει κάνει τις σύγχρονες κοινωνίες να εμφανίζονται ως αυτόνομες επειδή οι άνθρωποι έχουν περισσότερες επιλογές και περισσότερες προσωπικές δυνατότητες, όμως αυτή η «ατομική αυτονομία» επισκιάζει το γεγονός πως ένας νέος εξωτερικός παράγοντας, οι αγορές, καθορίζει τους θεσμούς (Castoriadis 1998, [1975]). Οι άνθρωποι θυσιάζουν την αυτονομία τους, νοούμενη ως τη ρητή αυτοθέσμιση της κοινωνίας, και βασίζουν τις ελπίδες τους σε ένα σύστημα το οποίο τους δίνει μια ψευδή αίσθηση αντιπροσώπευσης, ενώ στην πραγματικότητα τους αποξενώνει διαρκώς από τη λήψη των αποφάσεων. Έχει γραφτεί πως στην παρούσα κοινωνία δεν υπάρχει κανένα κοινό φα- ντασιακό πέραν του φαντασιακού της αγοράς (Βο^ί^ί 2012) και η απρόσωπη φύση «των αγορών» καθιστά δύσκολη την αντιμετώπιση τους. Παρόλα αυτά ο δρόμος για την ελευθερία, με την καστοριαδική έννοια, περνάει μέσα από την αποσύνθεση των κυρίαρχων καπιταλιστικών ιδεολογιών και τον επαναπροσδιορισμό εννοιών όπως η οικονομική μεγέθυνση, η ανάπτυξη και η πρόοδος οι οποίες από μέσα έχουν μετατραπεί σε σκοπούς. Η αναθεώρηση του κοινωνικού φαντασιακού και η χειραφέτηση της κοινωνίας δεν μπορούν παρά να ξεκινήσουν και να πραγματοποιηθούν από την ίδια την κοινωνία.
4. Η αποανάπτυξη ως ένα θετικό πρόταγμα για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας
Οι ιδέες του Καστοριάδη, μαζί με τις κριτικές των Ellul και Illich στην κοινωνία της τεχνολογίας και τον καταναλωτισμό, καθώς και οι εργασίες των Meadows, Georgescu-Roegen κ.α. περί βιοφυσικών ορίων της οικονομικής ανάπτυξης αποτελούν μερικές από τις βασικότερες ιδεολογικές αναφορές του κινήματος της αποανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών έχουν υπάρξει πολλές διαφορετικές ερμηνείες (Martinez-Alier et al. 2010). Σε αυτές περιλαμβάνονται η υλική/βιοφυσική αποανάπτυξη (η μείωση της κατανάλωσης υλικών και ενέργειας), καθώς και η οικονομική αποανάπτυξη, είτε με την έννοια της αγνόησης των οικονομικών δεικτών (π.χ. η έννοια του «a-growth», van den Bergh 2011) ή την ενεργή υποστήριξη της συρρίκνωση της οικονομίας. Αν και συμφωνώ με τις περισσότερες από αυτές τις πιο συγκεκριμένες προτάσεις, πιστεύω πως η αποανάπτυξη δεν πρέπει να περιοριστεί στην παρουσίαση μιας σειρά κανόνων και προτάσεων. Η εγγενής δύναμη του κινήματος έγκειται στην ολιστική κριτική στην κουλτούρα και κοινωνία της ανάπτυξης με τις ετερόνομες ιεραρχικές δομές της οι οποίες εκφυλίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Μια τέτοια ερμηνεία της αποανάπτυξης δεν στοχεύει σε τίποτα λιγότερο από μια ολική αλλαγή στις πεποιθήσεις και έναν πλήρη επαναπροσδιορισμό αξιών. Με άλλα λόγια, στοχεύει στην αποαποικιοποίηση του παρόντος κοινωνικού φαντασιακού και τη δημιουργία μιας ριζικά διαφορετικής οργάνωσης της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως το έχει θέσει γλαφυρά ο Serge Latouche (2008) και πρόσφατα έχουμε αρχίσει να βιώνουμε στην Ευρώπη, “δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη".
Υποστήριξα προηγουμένως ότι προκειμένου να κάνουμε ένα βήμα προς τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι επιτακτική η ανάγκη να εγκαταλείψουμε μια αμιγώς αμυντική στάση και να ξεκινήσουμε μια διαδικασία συλλογικού οραματισμού, δημιουργώντας και διαβουλευόμενοι πάνω σε μελλοντικές εικόνες και σενάρια και κατόπιν εκτιμώντας τον τρόπο για να φτάσουμε σε αυτά. Το ελκυστικό στοιχείο τέτοιων διεργασιών είναι ακριβώς η κονστρουκτιβιστική προσέγγιση του μέλλοντος, δηλαδή η θέαση του μέλλοντος ως κάτι το οποίο δημιουργείται από την κοινωνία και όχι ως κάτι που μπορεί να προβλεφτεί προεκτείνοντας τις παρούσες τάσεις (Tight et al. 2011). Στο σημείο αυτό βρίσκεται η πολύτιμη συμβολή του κινήματος και της ευρύτερη συζήτησης για την αποανάπτυξη. Η αποανάπτυξη, με την ευρύτερη έννοια της, μπορεί ακριβώς να προσφέρει ένα νέο πολιτικό πρόταγμα (Kallis 2011) το οποίο θα πυροδοτήσει τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Έχει τη δυνατότητα να προτείνει μια νέα αφήγηση και ένα όραμα ενός μέλλοντος το οποίο θα είναι απλούστερο αλλά όχι οπισθοδρομικό (Romano 2012), περιβαλλοντικά βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο, μακριά από τον οικονομισμό, προς την αυτονομία.
Παρά την ευρεία συναίνεση σχετικά με τις δυσλειτουργίες του παρόντος συστήματος και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, το κοινωνικό φαντασιακό της συνεχούς ανάπτυξης, ένα είδος σύγχρονης θρησκείας, σε μεγάλο βαθμό παραμένει. Επιπλέον, το παρόν σύστημα υποστηρίζει τη δημιουργία εγωιστικών και ανταγωνιστικών συμπεριφορών και χαρακτήρων ανθρώπων (Holland 1995) που με τη σειρά τους δημιουργούν θεσμούς οι οποίοι τείνουν να τους αναπαράγουν. Για να μπορέσουμε να φανταστούμε μια δομική αναδιοργάνωση της κοινωνίας μας και να «αποδράσουμε από τον οικονομισμό», να «αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας» και να «επαναποικιοποιήσουμε» το ευρύ φάσμα των κοινωνικών σφαιρών οι οποίες κυριαρχούνται από τον οικονομισμό, πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε το πώς φτάσαμε ως εδώ. Χρειάζεται μια συλλογική αναθεώρηση των βασικών παραγόντων που ευθύνονται για την κοινωνική και περιβαλλοντική υποβάθμιση, όπως η κουλτούρα του καταναλωτισμού (Kosoy et al. 2012). Ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνικής οργάνωσης θα πρέπει πρωτίστως να περιλαμβάνει την ψυχική οργάνωση των ατόμων (Castoriadis 1985 [1974]). Θέτοντας το πιο απλά, πρέπει να αντικαταστήσουμε τον καταναλωτή με τον πολίτη (Fournier 2008), διεκδικώντας την πολιτική διάσταση της αποανάπτυξης και απαιτώντας μια πραγματική δημοκρατία η οποία θα παράσχει τις κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσουν να θεσμοθετηθούν νέοι κανόνες και πεποιθήσεις.
Στην αναζήτηση ενός δίκαιου και βιώσιμου μέλλοντος στα πλαίσια της αποανάπτυξης το διακύβευμα της απώλειας ή της υποβάθμισης της δημοκρατίας είναι ουσιώδες. Το κίνημα της αποανάπτυξης πρέπει να ενστερνιστεί το επείγον κάλεσμα για πραγματική δημοκρατία θέτοντας ρητά τα αιτήματα της επαναπολιτικοποίησης και του επανεκδημοκρατισμού, ορίζοντας την πολιτική ως τη διαρκή διαδικασία θεσμοθέτησης και αναθεώρησης των κοινωνικών κανόνων και αξιών, και τη δημοκρατία ως το καθεστώς συλλογικής αυτοθέσμισης αυτών των αξιών (Castoriadis 2003 [1994]). Εάν η αποανάπτυξη ειδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα, τότε αποτελεί ξεκάθαρα μια ανοιχτή και ατέρμονη διαδικασία (Schneider et al. 2010), παρά ένα σύνολο από μεταρρυθμιστικές προτάσεις, ή μια μετάβαση σε μια «τελική κατάσταση»
(Ott 2012).
5. Μερικές τελευταίες σκέψεις
Το κείμενο αυτό υποστήριξε την άποψη πως η αποανάπτυξη δεν πρέπει να αναλωθεί σε μια σειρά αντιδραστικών αντιπροτάσεων ούτε φυσικά να πέσει η ίδια στη παγίδα του οικονομισμού, αλλά να παραμείνει ένα πεδίο στοχασμού και οραματισμού. Ταυτόχρονα η αποανάπτυξη πρέπει να αγκαλιάσει το κάλεσμα για άμεση δημοκρατία, αποβλέποντας στην αναζωογόνηση της πολιτικής και στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του πολίτη. Αυτά τα δυο είναι άμεσα συνδεδεμένα, καθώς η κυριαρχία του οικονομισμού και της καταναλωτικής κουλτούρας της ανάπτυξης, απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος, έχουν συντελέσει στην υποβάθμιση των κοινωνικών δεσμών και στην αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας (Castoriadis 1998 [1975]). Η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού της ανάπτυξης είναι έτσι ζωτικής σημασίας για τη διαδικασία επανανακάλυψης της πολιτικής. Ο ρόλος της δημοκρατίας (ως μια ανοιχτή συμμετοχική διαδικασία) είναι κρίσιμος, καθώς μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός, ούτε να διατηρηθεί από μόνη της, αλλά μόνο μέσα από την άμεση και διαρκή συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Κάτι τέτοιο δεν περιορίζεται μόνο στην αναθεώρηση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου[4], αλλά περιλαμβάνει τον πειραματισμό με ένα πλήθος μετά-αναπτυξιακών ιδεών και οραμάτων και σεναρίων μιας μελλοντικής δημοκρατικής αναγέννησης (Deriu 2012). Η μεγαλύτερη συμβολή της αποανάπτυξης μέχρι στιγμής υπήρξε η παρότρυνση τέτοιων συλλογικών οραμάτων. Η μελλοντική έρευνα πρέπει να προσπαθήσει να σκιαγραφήσει το πιθανό θεσμικό και διαδικαστικό πλαίσιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανησυχίες του Romano (2012) για την αποτελεσματικότητα της ελκυστικής αλλά μάλλον πατερναλιστικής έκκλησης για εθελούσια απλότητα η οποία θα δημιουργούσε λίγο πολύ αποξενωμένες «νησίδες αποανάπτυξης» στον ωκεανό της αδιάκοπης ανάπτυξης. Ίσως έχει περισσότερο νόημα, αποτελώντας παράλληλα και μεγαλύτερη πρόκληση, να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο και να εργαστούμε εντός της παρούσας (μη βιώσιμης, ετερόνομης) κατάστασης της κοινωνίας με σκοπό τη μετατόπιση του κυρίαρχου ρεύματος, παράλληλα ίσως με τη δημιουργία εναλλακτικών κοινοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας νέων κοινωνικών φαντασιακών με τρόπο συλλογικό και δημοκρατικό και αυτό απαιτεί την ύπαρξη συνθηκών που θα διευκολύνουν τέτοιες διαδικασίες, χωρικά, χρονικά, πολιτισμικά. Η δημόσια διαβούλευση ενός φανταστικού μέλλοντος αποανάπτυξης δεν μπορεί να εγγυηθεί την «επιτυχία», αλλά μπορεί να κάνει την πρόταση της αποανάπτυξης λιγότερο ελιτιστική και περισσότερο ελκυστική. Αντιστρόφως, τονίζοντας ρητά την πολιτική της διάσταση, η δημόσια συζήτηση για την αποανάπτυξη μπορεί και οφείλει να συνεισφέρει στην επαναπολιτικοποίηση της κοινωνίας και την επιστροφή της έννοιας του πολίτη και του πραγματικού νοήματος της δημοκρατίας.
Εν τούτοις, η σχέση ανάμεσα στην αποανάπτυξη και την πραγματική δημοκρατία δεν είναι άρρηκτη. Δεν υπάρχει κάποιος έμφυτος λόγος για τον οποίο μια δημοκρατική κοινωνία θα διαλέξει αυτόματα ένα «αποαναπτυγμένο» τρόπο ζωής (Romano 2012). Ούτε ένα μέλλον στα πλαίσια της αποανάπτυξης θα είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Πιθανώς να είναι ακόμα πιο δύσκολο, αλλά θα είναι σχεδόν σίγουρα και πιο επιθυμητό και το ίδιο ισχύει για κάθε απόφαση που επηρεάζει άμεσα τους πολίτες. Η σημασία της άμεσης δημοκρατίας για τη Ελλάδα σήμερα είναι τεράστια καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις «από τα πάνω» δομικές αλλαγές που επιβάλει η τρόικα. Για παράδειγμα, μια συντονισμένη δημόσια διαβούλευση θα μπορούσε να είναι αποφασιστικής σημασίας για την ηθική νομιμοποίηση μιας σειράς επιλεγμένων μεταρρυθμίσεων.
Η ελληνική κοινωνία έχει άμεση ανάγκη ενός βαθύτατου μετασχηματισμού συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής, θεσμικής και πολιτισμικής αλλαγής (Kallis 2011) και μιας οικονομίας η οποία θα εξυπηρετεί όλες τις ανθρώπινες αξίες, όχι μόνο τις χρηματικές (Kosoy et al. 2012). Η παρούσα κρίση είναι πάνω από όλα μια κρίση αξιών των ανθρωποκεντρικών, αυτοκαταστροφικών, τεχνοκρατικών κοινωνιών μας. Με το να επικεντρωνόμαστε στην οικονομική κρίση αγνοώντας τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές της συνιστώσες, περιορίζουμε τον διάλογο στο κατά πόσο τα μέτρα λιτότητας αποτελούν ή όχι μονόδρομο για να πετύχουμε κάποιον δημοσιονομικό στόχο. Έτσι λησμονούμε το προφανές: «είναι αυτός ο μοναδικός μας στόχος;» Οι συζητήσεις πρέπει να στραφούν και πάλι γύρω από το ουσιώδες, δηλαδή το νόημα που δίνει ο καθένας στην εργασία και τη ζωή του, δημιουργώντας ένα συλλογικό όραμα και οδεύοντας παράλληλα προς αυτό. Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να περιμένει τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το εκάστοτε πακέτο στήριξης που θα «σώσει» την οικονομία. Αντιθέτως είναι οι συλλογικές αξίες της κοινωνίας που θα καθορίσουν και θα νομιμοποιήσουν στην πράξη την όποια οικονομική ή άλλη πολιτική.
Αναφορές
Agamben, G. (2005). State of exception. Chicago: University of Chicago Press.
Bonaiuti, M. (2012). Degrowth: Tools for a Complex Analysis of the Multidimensional Crisis, Capitalism Nature Socialism, 23:1, 30-50.
Castoriadis, C. (1985 [1974]). Reflections on 'Rationality' and 'Development'. Thesis Eleven, 10-11: 18-36.
Castoriadis, C. (1988). "General Introduction", in Castoriadis, Political and Social Writings. Vol. 1, 1946-1955: From the Critique of Bureaucracy to the Positive Content of Socialism, Minneapolis: University of Minnesota Press.
Castoriadis, C. (1998, [1975]). The Imaginary Institution of Society. The MIT Press.
Castoriadis, C. (2003[1994]). The Rising Tide of Insignificancy. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά: http://www.notbored.org/RTI.pdf
Deriu, M. (2012). Democracies with a future: Degrowth and the democratic tradition. Futures, 44, 553-561.
Devine, P. (2011). "Global Capitalism and Its Contradictions", προσχέδιο αδημοσίευτο κεφάλαιο.
Fournier, V. (2008). Escaping from the economy: the politics of degrowth. International Journal of Sociology and Social Policy, 28(11/12), 528-545.
Gavriilidis, A. and Lalopoulou, S. (2012). Chaos: Our Own ‘Gun on The(ir) Table'. Law and Critique, 23(3), 288-311.
Holland, A. (1995). "The assumptions of cost-benefit analysis: A philosopher's view", in K.G. Willis and J.T. Corkindale (eds.), Environmental Valuation: New Perspectives, Wallingford: CAB International, pp. 21-38.
Kallis, G., Martinez-Alier, J. and Norgaard R. (2009). Paper assets, real debts: An ecological economic exploration of the global economic crisis. Critical Perspectives on International Business, 5(1/2), 14-25.
Kallis, G. (2011). In defence of degrowth. Ecological Economics, 70(5), 873-880.
Kalyvas, A. (2012). - Te futur, Grecia? (Έχει μέλλον η Ελλάδα;). Παρουσιάση στο Centre de Cultura Contemporania de Barcelona, 4 Μαίου 2012, Βίντεο διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://vimeo.com/41550949
Klein, N. (2007). The shock doctrine: The rise of disaster capitalism, New York: Metropolitan Books.
Kosoy, N., Brown, P.G, Bosselmann, K., Duraiappah, A., Mackey, B., Martinez-Alier, J., Rogers, D. and Thomson, R. (2012). Pillars for a flourishing Earth: planetary boundaries, economic growth delusion and green economy. Current Opinion in Environmental Sustainability, 4(1), 74-79.
Latouche, S. (2008). Συνέντευξη στο GoodPlanet.info (22 October 2008). Διαθέσιμη ηλεκτρονικά: http://www.goodplanet.info/eng/Contenu/Points-de-vues/Degrowth- whether-you-like-it-or-not
Martinez-Alier, J., Pascual, U., Vivien, F.-D. and Zaccai, E. (2010). Sustainable degrowth: mapping the context, criticisms and future prospects of an emergent paradigm. Ecological Economics, 69(9), 1741-1747.
Olson, L.J. (2006). Because we will it: The possibilities and limits of democracy in late modernity. PhD Thesis, University of Maryland.
Ott, K. (2012). Variants of de-growth and deliberative democracy: A Habermasian proposal. Futures, 44, 571-581.
Romano, O. (2012). How to rebuild democracy, re-thinking degrowth. Futures, 44, 582-589.
Schneider, F., Kallis, G., and Martinez-Alier, J. (2010). Crisis or opportunity? Economic degrowth for social equity and ecological sustainability. Introduction to this special issue. Journal of Cleaner Production, 18, 511-518.
Tight, M., Timms, P., Banister, D., Bowmaker, J., Copas, J., Day, A., Drinkwater, D., Givoni, M., Guhnemann, A., Lawler, M., Macmillen, J., Miles, A., Moore, N., Newton, R., Ngoduy, D., Ormerod, M., O'Sullivan, M., and Watling, D. (2011). Visions for a walking and cycling focussed urban transport system. Journal of Transport Geography, 19, 1580-1589.
van den Bergh, J.C.J.M. (2011). Environment versus growth — A criticism of "degrowth" and a plea for "a-growth". Ecological Economics, 70(5), 881-890.
Οικονόμου, Γ.Ν. (2011). "Η άμεση δημοκρατία και οι προϋποθέσεις της", στο: Γ.Ν. Οικονόμου (επ.), "Μελέτες για τον Κορνήλιο Καστοριάδη: Η γέννηση της δημοκρατίας και η σημερινή κρίση", Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα.
Τάσης, Θ. (2011). Αυτονομία και κυριαρχία στη ριζική φιλοσοφία του Frieder Otto Wolf. Θέσεις, 116, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2011.
[1] Για μια συζήτηση πάνω στη σχέση ανάμεσα στις «αγορές» και την εθνική-λαϊκή κυριαρχία, καθώς και στο πώς αυτή αμφισβητήθηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 2011, δες: Gavriilidis & Lalopoulou (2012) και τις σχετικές αναφορές.
[2] Κυρίως κατά τη διάρκεια των λαϊκών συνελεύσεων του καλοκαιριού του 2011 στις πλατείες όλων των μεγάλων ελληνικών πόλεων.
[3] Παρεμπιπτόντως, μια παρόμοια στρατηγική χρησιμοποιείται από διάφορα εθνικιστικά μέτωπα: «δεν είμαστε ούτε αριστεροί ούτε δεξιοί, είμαστε πατριώτες».
[4] Όσον αφορά στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο θα σήμαινε να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε π.χ. τα θεσμικά εκείνα στοιχεία τα οποία οδηγούν ένα μεγάλο κομμάτι τη κοινωνίας να εναποθέτει τις ελπίδες του σε κάθε μορφής «ειδικούς» της πολιτικής και να ακολουθεί ένα ασαφές κάλεσμα για «ανάπτυξη», αντί του να παλέψει ενάντια στην αποσύνθεση της κοινωνίας.