Καταρχήν η βασική μας θέση για την Ελλάδα, στα πλαίσια του προτάγματος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης, είναι ότι θα χρειασθεί να αρνηθούμε τη θέση που έχει σήμερα η χώρα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης και άρα και στα πλαίσια της συγκεκριμένης Ε.Ε.
Αυτή η έξοδος αφορά στην οικονομία της, της οποίας ο μοχλός θα είναι ο τομέας της κοινωνικής-αλληλέγγυας-συνεργατικής οικονομίας των αναγκών και της εγγύτητας, που θα στηρίζεται κυρίως στη κοινή χρήση και όχι ατομική κτήση των μέσων παραγωγής, καθώς και στη κατανάλωση των κοινωνικών αγαθών. Τα πλεονάσματα που θα έχει μια τέτοια οικονομία δε θα συσσωρεύονται ατομικά με τη μορφή χρήματος, αλλά θα αποφασίζεται από τις συνελεύσεις των συνεταιρισμένων παραγωγών και των μελών των συνεργατικών, καθώς και των ομόσπονδων και συνομόσπονδων θεσμισμένων συνελεύσεων, σε ποια κοινωνικά και οικολογικά προγράμματα θα επενδύονται, σύμφωνα με το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που θα έχει επιτευχθεί.
Σημαίνει η έξοδος από το κυρίαρχο μοντέλο και έξοδος από το ευρώ; Σημαίνει και επιστροφή στη δραχμή; Όχι ακριβώς. Δεν έχει νόημα το δίλημμα ευρώ ή δραχμή, από τη στιγμή που και τα δύο είναι εμπόρευμα και γενούν από χρήμα νέο χρήμα. Σημαίνει καλύτερα επιστροφή σε νόμισμα, που θα είναι μέσο ανταλλαγής και όχι πλουτισμού. Σημαίνει απεξάρτηση από το χρήμα- εμπόρευμα.
Ώσπου όμως μια τέτοια κοινωνία, που θα είναι επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη, οικολογική, εξισωτική και αμεσοδημοκρατική, να θεσπίσει ένα τέτοιο νόμισμα, θα χρειασθεί και ανάλογη εκπαίδευση από τώρα. Θα χρειασθεί να δημιουργήσουμε παντού στο εσωτερικό τοπικά νομίσματα, σαν μέσα ανταλλαγών(ήδη έχουν δημιουργηθεί περίπου 30 τέτοια νομίσματα στη χώρα).
Αλλά στις διεθνείς ανταλλαγές μας, που θα υπάρχουν στο μεταξύ, θα πρέπει να επιδιώξουμε τη δικαιοσύνη. Να κάνουμε όσο γίνεται πιο δίκαιες ανταλλαγές, χρησιμοποιώντας τα δίκτυα του ήδη υπάρχοντος «δίκαιου εμπορίου». Οι τιμές θα εκφράζουν την ενσωματωμένη στα προϊόντα αξία της εργασίας και των πόρων που έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή τους. Το νόμισμα στο οποίο θα εκφράζονται αυτές οι τιμές δε μπορεί να είναι ένα «υπερτιμημένο» ή «υποτιμημένο» νόμισμα, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα υπήρχε κατά περιοχές υπερτιμημένη ή υποτιμημένη ανθρώπινη εργασία που μεταποιεί, όπως και φύση που προσφέρει τα υλικά και την ενέργεια.
Στην επίκαιρη συζήτηση για τον «ευρωμονόδρομο» ή την επιστροφή στη δραχμή διατυπώνονται διάφορες τερατολογίες. Μια τέτοια διατυπώνεται από τις παρατάξεις που έχουν αποδεχθεί το ευρωμονόδρομο και δεν προετοιμάζουν ένα εναλλακτικό σχέδιο προς αυτό: «Το κόστος ζωής θα εκτοξευθεί με την έξοδο από την ζώνη του ευρώ, εξ αιτίας της υποτίμησης της νέας δραχμής», λένε. Σκέφτονται με το υπάρχον φυσικά ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αλλά και με αυτό να σκέφτεται κανείς, το συμπέρασμά τους είναι μια υπόθεση ανόητη.
Ένα κράτος με καπιταλιστική οικονομία της αγοράς κάνει υποτίμηση για δύο βασικούς λόγους: 1. για να επανέλθει ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, 2. για τόνωση της οικονομίας του. Συνήθως όμως το κάνει και για τους δύο λόγους.
Για την Ελλάδα: το έλλειμμα στα προηγούμενα χρόνια 2008, 2009, 2010 αντιστοιχούσε σε μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ(κάποιοι το προσέγγιζαν μέχρι και το 15%) και καλυπτόταν με εξωτερικό δανεισμό. Σε ένα τέτοιο έλλειμμα θα αντιστοιχούσε μια υποτίμηση και μέχρι 50%(κατά άλλους και πιο πάνω). Δηλαδή ένα ευρώ θα ανταλλασσόταν με 1,5 δρχ. Σήμερα όμως το εξωτερικό έλλειμμα, λόγω της μείωσης των συνολικών (ιδιωτικών και δημόσιων) καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών και της ανάλογης μείωσης των εισαγωγών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Η υποτίμηση δεν θα γινόταν σήμερα για αυτό τον λόγο. Θα γινόταν όμως για την αντιμετώπιση της ανεργίας που μπορεί να έχει φθάσει και στο 30%. Η υποτίμηση λοιπόν στην Ελλάδα θα γινόταν σήμερα για να δώσει την αρχική ώθηση για την έξοδο από την ύφεση και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Άρα το εύρος της υποτίμησης θα είναι απόφαση των οικονομικών αρχών της χώρας. Ανάλογα με το πόσο γρήγορα θα ήθελαν να ξεπεράσουν την ύφεση. Υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να δεχτούμε σήμερα, ότι μια κυβέρνηση που βγάζει τη χώρα από το ευρώ ξεκινάει από το 20% και όχι από το 30%, που πιθανά είναι απαραίτητο λόγω της μεγάλης ανεργίας. Αλλά ας δεχθούμε το μέσο όρο, δηλαδή το 25%. Αυτό θα σήμαινε ότι ένα ευρώ θα ισούται με 1,25 δρχ.
Επομένως ο εισαγόμενος πληθωρισμός εξ αιτίας της υποτίμησης, θα ανέβαινε κατά 25%. Το κόστος ζωής θα ανέβαινε και αυτό κατά 25% μόνο λόγω του εισαγόμενου πληθωρισμού. Αλλά αν η οικονομία θα συνέχιζε να στηρίζεται στις εισαγωγές, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να γίνει υποτίμηση μια που το κέρδος της ανταγωνιστικότητας θα μηδενιζόταν αμέσως. Αν όμως στηρίζεται στην εσωτερική παραγωγή και κατανάλωση, το κόστος ζωής θα ανεβεί κατά 25%, μόνο σε κάποιον που ζει με δραχμές στο εξωτερικό, αλλά όχι εντός της Ελλάδας. Ο απλός όμως κόσμος δεν το καταλαβαίνει αυτό. Στην άγνοια αυτή πατάει και στηρίζεται, η σπέκουλα και η τερατολογία του ευρωμονόδρομου.
Εξάλλου στα οικονομικά που διδάσκονται στα πανεπιστήμια λένε, ότι ο πληθωρισμός κόστους μετά από μία υποτίμηση εισάγεται στην χώρα κατά κύματα και για να φτάσει να εξατμίσει την υποτίμηση μπορεί να χρειαστεί και 15 χρόνια. Η υποτίμηση δίνει λοιπόν «χρόνο» σε μία οικονομία να ανασυνταχθεί. Στην περίπτωση μιας υποτίμησης 25%, το πληθωριστικό κύμα θα είναι –σύμφωνα με υπάρχουσες μελέτες - 4,6% τον 1ο χρόνο, 2,9% τον 2ο, 2,1% τον 3ο, 1,6% τον 4ο, και 1,3% τον 5ο. Σε περίπτωση μιας υποτίμησης 20% είναι 3,7%, 2,4%, 1,7%,1,3% ,1%. Ενώ στην περίπτωση μιας μεγάλης υποτίμησης 50% θα έχουμε αντίστοιχα 9,3%, 6%, 4,3%, 3,2%, 2,6%. Άρα μιλάμε για ένα μονοψήφιο εισαγόμενο πληθωρισμό 4%-9% ως τίμημα της υποτίμησης κατά τον 1ο χρόνο, με το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Επίσης οι τιμές –πρέπει να γίνει κατανοητό-δεν θα αλλάξουν το ίδιο για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες. Το αντίθετο, θα αλλάξουν πολύ ασύμμετρα. Οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες π.χ. δεν θα επηρεαστούν, γιατί δεν περιέχουν τίποτα σχεδόν εισαγόμενο. Αντίστροφα, ένα αυτοκίνητο θα ακριβύνει αμέσως. Δεν είναι επίσης απαραίτητο, όλα τα εισαγόμενα αγαθά, να αυξηθούν αναλογικά. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικής. Για παράδειγμα 1λτ πετρέλαιο κίνησης κοστίζει σήμερα 1,5 ευρώ, από το οποίο ας πούμε ότι το 0,40 είναι η αγορά του προϊόντος από το εξωτερικό, 0,20 κέρδος από μεταπώληση και επεξεργασία και 0,90 ευρώ φόροι. Για να αυξηθεί αναλογικά με την υποτίμηση και να πάει από 1,5 ευρώ σε 1,875 δρχ θα πρέπει όλα να αυξηθούν αναλογικά κατά 25%. Όμως μπορεί μόνο το εισαγόμενο μέρος της τιμής να ανεβεί αναγκαστικά κατά 25%, δηλαδή να γίνει 0,50 δρχ, το περιθώριο κέρδους να μειωθεί σε 0,15 δρχ και οι φόροι να μειωθούν σε 0,65 δρχ και τελικά η συνολική τιμή να γίνει 1,35 δρχ από 1,50 ευρώ. Αυτό θα εξυπηρετήσει την συγκράτηση και του πληθωρισμού, μια που τα καύσιμα μπαίνουν μέσα σε όλα τα προϊόντα.
Γενικά μια υποτίμηση θα αλλάξει τη σύνθεση του «καλαθιού της νοικοκυράς», αυξάνοντας την ζήτηση για εγχώρια αγαθά, ενώ ταυτόχρονα νέα παραγωγή θα υποκαθιστά τις εισαγωγές. Κάποιος με τον ίδιο πραγματικό μισθό ή διαθέσιμο εισόδημα σε δραχμές που είχε πριν με ευρώ (χωρίς δηλαδή να λάβουμε υπ όψιν ευνοϊκές φορολογικές αλλαγές), μετά από ένα έτος θα αποκτήσει π.χ. μεγαλύτερη αγοραστική δυνατότητα για αγορά εγχώριων τροφίμων, ή για να νοικιάσει ένα σπίτι, την ίδια για να κάνει ένα μάθημα κιθάρας, και μικρότερη για να αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Για ένα μεσοπρόθεσμο διάστημα, ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα παραμένει σχετικά ακριβό. Όμως η ζωή στην Ελλάδα θα είναι πιο «εύκολη» έξω από το ευρώ.
Και αν μάθουμε να ζούμε καλύτερα με τα λιγότερα και δουλεύοντας λιγότερο –πράγμα που είναι ένα από τα συνθήματα της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης-μπορούμε να προσεγγίσουμε το στόχο της ευζωίας καλύτερα εκτός ευρωζώνης ή εκτός Ε.Ε.
Αυτή η έξοδος αφορά στην οικονομία της, της οποίας ο μοχλός θα είναι ο τομέας της κοινωνικής-αλληλέγγυας-συνεργατικής οικονομίας των αναγκών και της εγγύτητας, που θα στηρίζεται κυρίως στη κοινή χρήση και όχι ατομική κτήση των μέσων παραγωγής, καθώς και στη κατανάλωση των κοινωνικών αγαθών. Τα πλεονάσματα που θα έχει μια τέτοια οικονομία δε θα συσσωρεύονται ατομικά με τη μορφή χρήματος, αλλά θα αποφασίζεται από τις συνελεύσεις των συνεταιρισμένων παραγωγών και των μελών των συνεργατικών, καθώς και των ομόσπονδων και συνομόσπονδων θεσμισμένων συνελεύσεων, σε ποια κοινωνικά και οικολογικά προγράμματα θα επενδύονται, σύμφωνα με το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που θα έχει επιτευχθεί.
Σημαίνει η έξοδος από το κυρίαρχο μοντέλο και έξοδος από το ευρώ; Σημαίνει και επιστροφή στη δραχμή; Όχι ακριβώς. Δεν έχει νόημα το δίλημμα ευρώ ή δραχμή, από τη στιγμή που και τα δύο είναι εμπόρευμα και γενούν από χρήμα νέο χρήμα. Σημαίνει καλύτερα επιστροφή σε νόμισμα, που θα είναι μέσο ανταλλαγής και όχι πλουτισμού. Σημαίνει απεξάρτηση από το χρήμα- εμπόρευμα.
Ώσπου όμως μια τέτοια κοινωνία, που θα είναι επανατοπικοποιημένη, αυτοδιαχειριζόμενη, οικολογική, εξισωτική και αμεσοδημοκρατική, να θεσπίσει ένα τέτοιο νόμισμα, θα χρειασθεί και ανάλογη εκπαίδευση από τώρα. Θα χρειασθεί να δημιουργήσουμε παντού στο εσωτερικό τοπικά νομίσματα, σαν μέσα ανταλλαγών(ήδη έχουν δημιουργηθεί περίπου 30 τέτοια νομίσματα στη χώρα).
Αλλά στις διεθνείς ανταλλαγές μας, που θα υπάρχουν στο μεταξύ, θα πρέπει να επιδιώξουμε τη δικαιοσύνη. Να κάνουμε όσο γίνεται πιο δίκαιες ανταλλαγές, χρησιμοποιώντας τα δίκτυα του ήδη υπάρχοντος «δίκαιου εμπορίου». Οι τιμές θα εκφράζουν την ενσωματωμένη στα προϊόντα αξία της εργασίας και των πόρων που έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή τους. Το νόμισμα στο οποίο θα εκφράζονται αυτές οι τιμές δε μπορεί να είναι ένα «υπερτιμημένο» ή «υποτιμημένο» νόμισμα, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα υπήρχε κατά περιοχές υπερτιμημένη ή υποτιμημένη ανθρώπινη εργασία που μεταποιεί, όπως και φύση που προσφέρει τα υλικά και την ενέργεια.
Στην επίκαιρη συζήτηση για τον «ευρωμονόδρομο» ή την επιστροφή στη δραχμή διατυπώνονται διάφορες τερατολογίες. Μια τέτοια διατυπώνεται από τις παρατάξεις που έχουν αποδεχθεί το ευρωμονόδρομο και δεν προετοιμάζουν ένα εναλλακτικό σχέδιο προς αυτό: «Το κόστος ζωής θα εκτοξευθεί με την έξοδο από την ζώνη του ευρώ, εξ αιτίας της υποτίμησης της νέας δραχμής», λένε. Σκέφτονται με το υπάρχον φυσικά ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αλλά και με αυτό να σκέφτεται κανείς, το συμπέρασμά τους είναι μια υπόθεση ανόητη.
Ένα κράτος με καπιταλιστική οικονομία της αγοράς κάνει υποτίμηση για δύο βασικούς λόγους: 1. για να επανέλθει ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, 2. για τόνωση της οικονομίας του. Συνήθως όμως το κάνει και για τους δύο λόγους.
Για την Ελλάδα: το έλλειμμα στα προηγούμενα χρόνια 2008, 2009, 2010 αντιστοιχούσε σε μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ(κάποιοι το προσέγγιζαν μέχρι και το 15%) και καλυπτόταν με εξωτερικό δανεισμό. Σε ένα τέτοιο έλλειμμα θα αντιστοιχούσε μια υποτίμηση και μέχρι 50%(κατά άλλους και πιο πάνω). Δηλαδή ένα ευρώ θα ανταλλασσόταν με 1,5 δρχ. Σήμερα όμως το εξωτερικό έλλειμμα, λόγω της μείωσης των συνολικών (ιδιωτικών και δημόσιων) καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών και της ανάλογης μείωσης των εισαγωγών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Η υποτίμηση δεν θα γινόταν σήμερα για αυτό τον λόγο. Θα γινόταν όμως για την αντιμετώπιση της ανεργίας που μπορεί να έχει φθάσει και στο 30%. Η υποτίμηση λοιπόν στην Ελλάδα θα γινόταν σήμερα για να δώσει την αρχική ώθηση για την έξοδο από την ύφεση και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Άρα το εύρος της υποτίμησης θα είναι απόφαση των οικονομικών αρχών της χώρας. Ανάλογα με το πόσο γρήγορα θα ήθελαν να ξεπεράσουν την ύφεση. Υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να δεχτούμε σήμερα, ότι μια κυβέρνηση που βγάζει τη χώρα από το ευρώ ξεκινάει από το 20% και όχι από το 30%, που πιθανά είναι απαραίτητο λόγω της μεγάλης ανεργίας. Αλλά ας δεχθούμε το μέσο όρο, δηλαδή το 25%. Αυτό θα σήμαινε ότι ένα ευρώ θα ισούται με 1,25 δρχ.
Επομένως ο εισαγόμενος πληθωρισμός εξ αιτίας της υποτίμησης, θα ανέβαινε κατά 25%. Το κόστος ζωής θα ανέβαινε και αυτό κατά 25% μόνο λόγω του εισαγόμενου πληθωρισμού. Αλλά αν η οικονομία θα συνέχιζε να στηρίζεται στις εισαγωγές, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να γίνει υποτίμηση μια που το κέρδος της ανταγωνιστικότητας θα μηδενιζόταν αμέσως. Αν όμως στηρίζεται στην εσωτερική παραγωγή και κατανάλωση, το κόστος ζωής θα ανεβεί κατά 25%, μόνο σε κάποιον που ζει με δραχμές στο εξωτερικό, αλλά όχι εντός της Ελλάδας. Ο απλός όμως κόσμος δεν το καταλαβαίνει αυτό. Στην άγνοια αυτή πατάει και στηρίζεται, η σπέκουλα και η τερατολογία του ευρωμονόδρομου.
Εξάλλου στα οικονομικά που διδάσκονται στα πανεπιστήμια λένε, ότι ο πληθωρισμός κόστους μετά από μία υποτίμηση εισάγεται στην χώρα κατά κύματα και για να φτάσει να εξατμίσει την υποτίμηση μπορεί να χρειαστεί και 15 χρόνια. Η υποτίμηση δίνει λοιπόν «χρόνο» σε μία οικονομία να ανασυνταχθεί. Στην περίπτωση μιας υποτίμησης 25%, το πληθωριστικό κύμα θα είναι –σύμφωνα με υπάρχουσες μελέτες - 4,6% τον 1ο χρόνο, 2,9% τον 2ο, 2,1% τον 3ο, 1,6% τον 4ο, και 1,3% τον 5ο. Σε περίπτωση μιας υποτίμησης 20% είναι 3,7%, 2,4%, 1,7%,1,3% ,1%. Ενώ στην περίπτωση μιας μεγάλης υποτίμησης 50% θα έχουμε αντίστοιχα 9,3%, 6%, 4,3%, 3,2%, 2,6%. Άρα μιλάμε για ένα μονοψήφιο εισαγόμενο πληθωρισμό 4%-9% ως τίμημα της υποτίμησης κατά τον 1ο χρόνο, με το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Επίσης οι τιμές –πρέπει να γίνει κατανοητό-δεν θα αλλάξουν το ίδιο για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες. Το αντίθετο, θα αλλάξουν πολύ ασύμμετρα. Οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες π.χ. δεν θα επηρεαστούν, γιατί δεν περιέχουν τίποτα σχεδόν εισαγόμενο. Αντίστροφα, ένα αυτοκίνητο θα ακριβύνει αμέσως. Δεν είναι επίσης απαραίτητο, όλα τα εισαγόμενα αγαθά, να αυξηθούν αναλογικά. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικής. Για παράδειγμα 1λτ πετρέλαιο κίνησης κοστίζει σήμερα 1,5 ευρώ, από το οποίο ας πούμε ότι το 0,40 είναι η αγορά του προϊόντος από το εξωτερικό, 0,20 κέρδος από μεταπώληση και επεξεργασία και 0,90 ευρώ φόροι. Για να αυξηθεί αναλογικά με την υποτίμηση και να πάει από 1,5 ευρώ σε 1,875 δρχ θα πρέπει όλα να αυξηθούν αναλογικά κατά 25%. Όμως μπορεί μόνο το εισαγόμενο μέρος της τιμής να ανεβεί αναγκαστικά κατά 25%, δηλαδή να γίνει 0,50 δρχ, το περιθώριο κέρδους να μειωθεί σε 0,15 δρχ και οι φόροι να μειωθούν σε 0,65 δρχ και τελικά η συνολική τιμή να γίνει 1,35 δρχ από 1,50 ευρώ. Αυτό θα εξυπηρετήσει την συγκράτηση και του πληθωρισμού, μια που τα καύσιμα μπαίνουν μέσα σε όλα τα προϊόντα.
Γενικά μια υποτίμηση θα αλλάξει τη σύνθεση του «καλαθιού της νοικοκυράς», αυξάνοντας την ζήτηση για εγχώρια αγαθά, ενώ ταυτόχρονα νέα παραγωγή θα υποκαθιστά τις εισαγωγές. Κάποιος με τον ίδιο πραγματικό μισθό ή διαθέσιμο εισόδημα σε δραχμές που είχε πριν με ευρώ (χωρίς δηλαδή να λάβουμε υπ όψιν ευνοϊκές φορολογικές αλλαγές), μετά από ένα έτος θα αποκτήσει π.χ. μεγαλύτερη αγοραστική δυνατότητα για αγορά εγχώριων τροφίμων, ή για να νοικιάσει ένα σπίτι, την ίδια για να κάνει ένα μάθημα κιθάρας, και μικρότερη για να αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Για ένα μεσοπρόθεσμο διάστημα, ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα παραμένει σχετικά ακριβό. Όμως η ζωή στην Ελλάδα θα είναι πιο «εύκολη» έξω από το ευρώ.
Και αν μάθουμε να ζούμε καλύτερα με τα λιγότερα και δουλεύοντας λιγότερο –πράγμα που είναι ένα από τα συνθήματα της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης-μπορούμε να προσεγγίσουμε το στόχο της ευζωίας καλύτερα εκτός ευρωζώνης ή εκτός Ε.Ε.