Η άσκοπη κίνηση του χρήματος στον ύστερο καπιταλισμό,
με αφορμή τη μεταγραφή του Κώστα Μήτρογλου
Γιώργος Καλλής
Στο βιβλίο του Το αίνιγμα του κεφαλαίου, ο David Harvey μας υπενθυμίζει ότι κεφάλαιο είναι χρήμα στο κυνήγι κι άλλου χρήματος. Εφόσον αφεθεί ανεξέλεγκτο από κοινωνικούς περιορισμούς, το κεφάλαιο ωθούμενο από την ανάγκη του για διαρκή, όλο και πιο ταχεία κίνηση και αναπαραγωγή, απομακρύνεται από τις δραστηριότητες οι οποίες έχουν κοινωνικό όφελος αλλά συνήθως μικρό ή αργό κέρδος, και καταλήγει σε φούσκες, όπως αυτές της αγοράς κατοικίας ή των χρηματικών παραγώγων. Από τα δημόσια έργα και το χρηματιστήριο μέχρι τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, με το οποίο και θα ασχοληθώ σε αυτό το άρθρο, οι οικονομίες του ύστερου καπιταλισμού είναι σε μεγάλο βαθμό ένα σύνολο από άχρηστες φούσκες, οι οποίες εξυπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό: την κίνηση του χρήματος.
Η τέχνη καμιά φορά συμβολίζει πολύ πιο απλά αυτά που διανοούμενοι όπως ο Harvey παλεύουν να εξηγήσουν με τις λέξεις και τη λογική. Η αριστουργηματική ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε O λύκος της Wall Street προσωποποιεί στον ήρωα της Τζόρνταν Μπέλφορτ (Ντι Κάπριο) το ίδιο το κεφάλαιο, λύνοντας το αίνιγμά του. Η τρέλα του κεφαλαίου και η ανάγκη του για διαρκή, χωρίς όρια και χωρίς νόημα κίνηση αποτυπώνεται στον ιλιγγιώδη ρυθμό της ταινίας και στον «α-νόητο» ήρωά της ο οποίος πουλάει, αγοράζει, εμψυχώνει, λαδώνει, μεθάει, σνιφάρει, οδηγεί και τρακάρει αυτοκίνητα και ελικόπτερα, πετάει με αεροπλάνα, βουλιάζει γιοτ στην άλλη άκρη του κόσμου, γυρνάει στη δουλειά του, παίζει ξανά στο χρηματιστήριο, κάνει νέες επενδύσεις, νέες κλεψιές, νέα λεφτά. Τον ρυθμό της ταινίας τον δίνει το χρήμα, το χρήμα που κινείται και αλλάζει χέρια. Όλοι χορεύουν στον ρυθμό του, σαν φυλή ιθαγενών, σεληνιασμένοι από τη χωρίς νόημα μαγεία του.
Σκεφτόμουν πόσο βαθιά αυτή η λογική του κεφαλαίου μάς έχει διαπεράσει όλους, ακόμα και στα πιο ενδόμυχα ή άσχετα με το χρήμα κομμάτια της ζωής μας, διαβάζοντας τα σχόλια δημοσιογράφων και φιλάθλων για τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Κώστα Μήτρογλου στη Φούλαμ του Λονδίνου. Κάποια χρόνια πριν, ο κόσμος του Ολυμπιακού θα είχε ξεσηκωθεί, ή τουλάχιστον στενοχωρηθεί, γιατί η ομάδα του πούλησε τον καλύτερό της παίκτη, τη «σημαία» της. Τώρα, αντιθέτως, οι περισσότεροι (ευτυχώς όχι όλοι) πανηγύριζαν επειδή ο Ολυμπιακός έγινε επιτέλους κι αυτός ευρωπαϊκή ομάδα που «πουλάει κι αγοράζει». O κίνδυνος, λέει, ήταν η τιμή του Μήτρογλου να είναι μικρότερη το καλοκαίρι και η ομάδα να «χάσει λεφτά». Όχι πραγματικά λεφτά, αλλά δυνάμει λεφτά. Ο ποδοσφαιριστής πλέον δεν είναι ποδοσφαιριστής αλλά «μετοχή». Μετοχή στο χρηματιστήριο ποδοσφαιρικών αξιών. Μετοχή που πρέπει να την αγοράσεις φτηνά και να την πουλήσεις όταν είναι στα πάνω της.
Από πότε οι φίλαθλοι άρχισαν να ενδιαφέρονται λιγότερο για το πόσο μακριά θα φτάσει η ομάδα τους στο Champions League και περισσότερο για το αν θα πουλάει και θα αγοράζει; Μικρός περηφανευόμουν ότι ήξερα απέξω τα ονόματα όλων των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού. Σήμερα έχω βαρεθεί να παρακολουθώ ποιος προσγειώθηκε με το αεροπλάνο δανεικός από το Εκουαδόρ, και ποιος έφυγε με τον μάνατζέρ του για το Κατάρ. Δεκαπέντε εκατομμύρια φεύγουν και δεκαπέντε έρχονται. Γιατί και προς τι όλη αυτή η ανόητη κίνηση;
Ο Λύκος της Wall Street ξεκινά με μια καταπληκτική σκηνή όπου ένας έμπειρος χρηματιστής δίνει στον νεαρό Ντι Κάπριο τη συμβουλή που θα χαράξει την πορεία του. Μην ενδιαφέρεσαι, του λέει, για το προϊόν. Ούτε καν για το να βγάλει ο πελάτης κέρδος. Εσύ αυτό που θες, του λέει, είναι ο πελάτης να πουλάει και να αγοράζει, και κάθε φορά να παίρνεις προμήθεια. O 24χρονος Σλοβάκος ποδοσφαιριστής Βλαντίμιρ Βάις έχει αλλάξει 7 ομάδες σε 7 χρόνια. Στον Ολυμπιακό έμεινε 6 μήνες, πριν τον πάρει από το χέρι ο Ιταλός μάνατζέρ του και τον πάει στο Κατάρ. Ο μάνατζερ, φάτσα βγαλμένη από μαφιόζικη ταινία του Σκορσέζε, έχει τα δικαιώματα και του περίφημου Ιταλού Μάριο Μπαλοτέλλι, άλλου υποτιθέμενου, όπως και ο Βάις, «κακού παιδιού».
4 ομάδες σε 6 χρόνια αυτός. Τα κακά παιδιά είναι τα πιο κερδοφόρα. Η «ιδιότροπη» συμπεριφορά τους είναι το άλλοθι για συνεχείς μετακινήσεις και προμήθειες. Ο πιο κερδοφόρος από άποψη τζίρου ποδοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος είναι ένας ποδοσφαιριστής που δεν έχει κερδίσει ούτε έναν διεθνή τίτλο στην καριέρα του, ο Σουηδός Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς: 170 εκατομμύρια ευρώ έχουν κυκλοφορήσει για χάρη του ανάμεσα σε 6 ομάδες (συγκρίνετέ τον με τον Πελέ, ο οποίος έπαιζε για 19 χρόνια στη Σάντος, την ομάδα της πόλης του).
Το ποδόσφαιρο έχει πολλούς λύκους που κερδίζουν από την ασταμάτητη αυτή κυκλοφορία χρήματος. Λαμπρό παράδειγμα ο πρόσφατα παραιτηθείς πρόεδρος της Μπαρτσελόνα Σάντρο Ροσέλ, με σεσημασμένο παρελθόν ως μεσάζων στη Βραζιλία πριν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη της Καταλωνίας. Ο Ροσέλ φαίνεται να έδωσε κάτω από το τραπέζι περί τα 50 εκατομμύρια στην οικογένεια και στους διάφορους μάνατζερ και παρατρεχάμενους του Βραζιλιάνου Νεϋμάρ για να τον φέρει στην Μπαρτσελόνα. Στη θεωρία το έκανε για να αποσπάσει την υπογραφή του από τα χέρια της Ρεάλ Μαδρίτης. Στην πράξη, προμήθειες από τα αόρατα λεφτά που έφυγαν από τα ταμεία της Μπαρτσελόνα ενδέχεται να έχουν καταλήξει σε λογαριασμούς του ίδιου του Ροσέλ.
Το χρήμα ρέει, αλλάζει χέρια, περιουσίες φτιάχνονται, γιοτ αγοράζονται και κόκες σνιφάρονται, αλλά οι χαρές που δίνει το ποδόσφαιρο παραμένουν οι ίδιες. Μπορεί οι παίκτες τού σήμερα να είναι πολύ πιο γυμνασμένοι ή γρήγοροι απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν, αλλά ένα παιχνίδι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός προσφέρει τις ίδιες, ή και λιγότερες, συγκινήσεις στους θεατές απ’ ό,τι τη δεκαετία του ’60 όταν το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό και γύρω του διακινούνταν μηδαμινά ποσά. Μπορεί η δεκαετία του 2010 και τα χρήματα που έχει ρίξει η Μπαρτσελόνα στις ακαδημίες της και τους γιατρούς της να έβγαλαν έναν Μέσι, αλλά και η δεκαετία του ’80 έβγαλε τον Μαραντόνα και του ’60 τον Πελέ, και μάλιστα τζάμπα, από τις παραγκουπόλεις του Μπουένος Άιρες και του Σάo Πάολο. Σε ένα άθλημα όπου η ευχαρίστηση για τους θεατές προκύπτει από τη σύγκριση και τον ανταγωνισμό, είναι τόσο ανόητο να πει κάποιος ότι το ποδόσφαιρο είναι «καλύτερο» σήμερα απ’ ό,τι το 1970, όσο το να πει ότι δεδομένου πως ο επαγγελματικός Αστέρας Τρίπολης του 2014 θα κέρδιζε την ερασιτεχνική Σάντος του Πελέ του 1970, άρα το ποδόσφαιρο που παίζει ο Αστέρας Τρίπολης είναι καλύτερο από της Σάντος.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητή αυτή η αφαιρετική ιδέα (την οποία δανείζομαι από την οικονομική θεωρία των αγαθών σύγκρισης), ας φανταστούμε ότι αποφάσιζε η F.I.F.A. και συμφωνούσαν όλες οι ομοσπονδίες και οι ομάδες να απαγορευτούν οι διαφημίσεις, και να ξαναγίνει το ποδόσφαιρο ερασιτεχνικό, βάζοντας πλαφόν στον προϋπολογισμό μιας ποδοσφαιρικής ομάδας το 1 εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο. Τίποτε απολύτως δεν θα άλλαζε στην ευχαρίστηση που θα πρόσφερε το ποδόσφαιρο στους θεατές. Ο Μέσι θα συνέχιζε να παίζει στην Μπαρτσελόνα και ο Ρονάλντο στη Ρεάλ για 50 χιλιάδες τον χρόνο (αντί για πενήντα εκατομμύρια), μιας και η έφεση όπως και η επιθυμία τους από μικρά παιδιά είναι να παίζουν ποδόσφαιρο (μου είναι δύσκολο να τους φανταστώ να γίνονται γιατροί για να βγάλουν περισσότερα λεφτά). Οι μεταγραφές θα συνεχίζονταν, αλλά σε μικρότερο ύψος και με μικρότερη συχνότητα αφού κανείς δεν θα κέρδιζε από το διαρκές πάρε-δώσε. Και η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα μπορεί να είχαν λιγότερα χρήματα να δαπανήσουν σε ακριβά στάδια, προπονητικά κέντρα, διατροφολόγους και γυμναστές, αλλά αφού και οι δύο θα είχαν λιγότερα, τα μεταξύ τους παιχνίδια θα ήταν το ίδιο συναρπαστικά. Και τα παιχνίδια τους με τις υπόλοιπες μικρές ομάδες θα γίνονταν και πολύ πιο συναρπαστικά, ενώ τώρα η διαφορά προϋπολογισμών τα έχει κάνει στην πλειονότητά τους τυπική διαδικασία.
Τα μπάτζετ της Ρεάλ Μαδρίτης και της Μπαρτσελόνα σήμερα όμως είναι 500 εκατομμύρια ευρώ για κάτι που θα μπορούσε να γίνει με 1 εκατομμύριο. Ανθρώπινοι και φυσικοί πόροι αξίας 499 εκατομμυρίων, οι οποίοι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε κάτι άλλο, σπαταλιούνται και οι μόνοι που επωφελούνται είναι οι Ιταλοί μάνατζερ, λύκοι πρόεδροι και οι γουρουνοκεφαλές της F.I.F.A. και της U.E.F.A., που όσα και να βγάλουν ποτέ δεν θα χαμογελάσουν.
Προσοχή! Δεν υποστηρίζω εδώ ότι «μα πώς γίνεται να ξοδεύονται τόσα χρήματα για 11 τύπους που τρέχουν πίσω από μια μπάλα, ενώ…». Το ποδόσφαιρο δίνει χαρά σε πολύ κόσμο και ό,τι δίνει χαρά, έχει μεγάλη αξία και απαιτεί τον σεβασμό μας. Αυτό που λέω είναι ότι άλλο κοινωνική αξία κι άλλο χρηματική δαπάνη. Ούτε νοσταλγώ «τα ωραία τα χρόνια τα παλιά όταν οι ποδοσφαιριστές έπαιζαν με σκισμένα παπούτσια για μια φραντζόλα ψωμί». Διατυπώνω εδώ ένα απόλυτα ορθολογικό επιχείρημα. Τεράστια ποσά σπαταλιούνται για κάτι το οποίο δεν χρειάζεται λεφτά για να μας δώσει ευχαρίστηση. Τα λεφτά αυτά θα μπορούσαμε να τα δώσουμε για να φτιάξουμε νοσοκομεία, γήπεδα, πλατείες, ή για να τα φάμε όλοι μαζί σε ένα τεράστιο καρναβάλι.
Κάποιος φιλελεύθερος φυσικά θα πει «μα τι σε νοιάζει εσένα τι κάνει ο κόσμος και οι διαφημιστές με τα λεφτά τους; Αν θέλουν να τα δίνουν στο ποδόσφαιρο αντί για πλατείες, γούστο τους. Ποιος είσαι εσύ που κρίνεις ότι η ευχαρίστηση που δίνει το ποδόσφαιρο δεν έχει αυξηθεί ή ότι ένα καρναβάλι είναι προτιμότερο;» Δεν είμαι κανένας, πέρα από ένας σκεπτόμενος πολίτης με λόγο για το πού διοχετεύονται οι πόροι της κοινωνίας μου και με δικαίωμα γνώμης, κριτικής και βούλησης για αλλαγή, όταν η λογική μου λέει ότι αυτοί οι πόροι σπαταλιούνται. Αν ο μόνος τρόπος για να «ψηφίσουμε» είναι με το πορτοφόλι μας, τότε ας το πάρουμε απόφαση ότι ούτε κοινωνία ούτε δημοκρατία είμαστε, και ο μόνος νόμος που υπάρχει είναι αυτός του χρήματος.
Η ανόητη κίνηση χρήματος γύρω από το ποδόσφαιρο θυμίζει λίγο τους περίφημους εργάτες του παραδείγματος που είχε δώσει ο Keynes για τη θεωρία του, εργάτες οι οποίοι θα πληρώνονταν για να σκάβουν λάκκους και μετά να τους γεμίζουν, απλώς για να κινείται χρήμα και να μην μπει η οικονομία σε κρίση (πόσο διαφέρει αυτό άραγε από την εκ νέου δικαιολόγηση της εκτροπής του Αχελώου, όχι γιατί θα προσφέρει κάτι στην αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας, της οποίας το τελευταίο πρόβλημα είναι το νερό, αλλά επειδή λέει «θα ρίξει χρήμα στην αγορά», δηλαδή στις τσέπες επιτήδειων μεσαζόντων και αχρείαστων κατασκευαστών, δημιουργώντας «νέες θέσεις εργασίας»). Το ποδόσφαιρο και τα αχρείαστα δημόσια έργα δεν είναι οι μόνοι τομείς όπου το χρήμα κυκλοφορεί χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα. Τεράστια κεφάλαια κινούνται γύρω από τη βιομηχανία του θεάματος, χωρίς κανείς να μπορεί να υποστηρίξει ότι ένα κινηματογραφικό έργο, ένα μυθιστόρημα ή ένας πίνακας σήμερα είναι καλύτερος από ό,τι 50 χρόνια πριν. Τεράστια χρηματικά ποσά, πολλαπλάσια της παγκόσμιας παραγωγής κινούνται γύρω από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις διάφορες διαμεσολαβήσεις στην αγορά του χρήματος, υπηρεσίες οι οποίες ήταν αχρείαστες 50 χρόνια πριν, κι όμως κανείς δεν ζούσε χειρότερα τότε. Αυτή η άσκοπη κίνηση χρήματος εξηγεί και το εύρημα αυτών που μελετούν τα οικονομικά της ευτυχίας. Ενώ το Α.Ε.Π. των ανεπτυγμένων χωρών έχει πολλαπλασιαστεί από το 1980, τα επίπεδα ευημερίας παραμένουν τα ίδια ή χειρότερα. Η αύξηση του Α.Ε.Π. αντικατοπτρίζει απλώς την αύξηση της κίνησης του χρήματος, μια αύξηση όμως η οποία δεν έχει κανένα κοινωνικό όφελος.
Όποιος έχει μελετήσει οικονομική ιστορία, ξέρει ότι οι φούσκες αργά ή γρήγορα σπάνε. Οι εργάτες δεν μπορούν να σκάβουν και να γεμίζουν λάκκους επ’ αόριστον. Κάτι πρέπει και να παράγουν. Κάποτε η φανταστική οικονομία του κεφαλαίου συναντά την ώρα της κρίσης της μπροστά στην πραγματική οικονομία της παραγωγής κοινωνικής αξίας. Αυτό συνέβη με τη Μεγάλη Κρίση του 1930 και με τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο που την ακολούθησε. Μέσα από τις στάχτες τους, και με τους αγώνες του εργατικού κινήματος, μπήκαν όρια στην κίνηση και την επικράτεια του κεφαλαίου, όρια τα οποία κράτησαν έως ότου οι κυβερνήσεις Θάτσερ και Ρήγκαν τα γκρέμισαν εκ νέου, με αποτέλεσμα τη νέα κρίση σήμερα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι λοιπόν: Μπορούμε άραγε να ξαναβάλουμε συλλογικά όρια στο κεφάλαιο όπως έκαναν οι πρόγονοί μας μετά τον πόλεμο;
Οι ιδεολόγοι του αχαλίνωτου καπιταλισμού λένε ότι το να βάλουμε όρια είναι αδύνατο «γιατί έτσι δουλεύει ο καπιταλισμός». Την ιδέα αυτή για το αναπόφευκτο του καπιταλισμού την έχουμε μεταβολίσει τόσο όλοι μας, στον βαθμό που δεν βλέπουμε το γελοίο τού να χαιρόμαστε όχι επειδή η ομάδα μας παίζει όμορφο ποδόσφαιρο, αλλά επειδή πουλάει τους παίκτες της ακριβά. Κι όμως τα όρια δεν ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού. Για να μείνω στα πιο πεζά του αθλητισμού, το ποδόσφαιρο μέχρι πριν λίγα χρόνια, 30 για την ακρίβεια στην Ελλάδα, ήταν ερασιτεχνικό. Στη σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία ώς πολύ αργότερα (θυμάστε τους ψαράδες και τους ξυλοκόπους της Γκαίτεμποργκ που κέρδιζαν τα κύπελλα Ευρώπης;). Οι αθλητές των Ολυμπιακών έως πρόσφατα απαγορευόταν να βγάζουν χρήματα από τον αθλητισμό, και η Ελλάδα ήταν έτοιμη να μποϊκοτάρει τους Ολυμπιακούς επειδή θα έμπαινε το σήμα της Κόκα Κόλα στους δρομείς της φλόγας. Ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μπαρτσελόνα θεωρούσαν ντροπή να βάλουν διαφήμιση στη φανέλα τους. Στη Μέκκα του καπιταλισμού, τις Η.Π.Α., ακόμα και στις μέρες μας υπάρχει όριο στις μισθοδοσίες αθλητών, το γνωστό salary cap, το οποίο αν και δεν είναι τόσο χαμηλό όσο το 1 εκατομμύριο ευρώ που πρότεινα παραπάνω, τουλάχιστον εξασφαλίζει συνθήκες ανταγωνισμού, και διατηρεί το στοιχείο της έκπληξης.
Φυσικά το αν θα μπουν όρια ή το αν θα απελευθερωθεί κι άλλο κεφάλαιο στον αθλητισμό, εξαρτάται άμεσα από το τι γίνεται στην υπόλοιπη οικονομία. Το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό στη μεταπολεμική περίοδο όπου οι ροές κεφαλαίου ήταν αυστηρά περιορισμένες και ελεγχόμενες από τα κράτη, και έγινε άντρο των μάνατζερ και του κάθε σπόνσορα όταν ο νεοφιλελευθερισμός επικράτησε. Υπάρχει περίπτωση η τελευταία κρίση αυτή την οποία βιώνουμε να γίνει η αφορμή για μια αντίδραση της κοινωνίας, αντίδραση που θα υπερκεράσει τους λύκους του κεφαλαίου; Τα σημάδια λένε πως όχι, όχι ακόμα, και σίγουρα όχι όσο η ηγεμονία της λογικής του κεφαλαίου είναι τόσο ισχυρή ώστε να έχει γίνει η «κοινή λογική» όλων μας.
Ελπίδα όμως για μια αναπάντεχη αντίδραση και αυτοθέσμιση της κοινωνίας πάντα θα υπάρχει. Και θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι όπως αυτοί για τους οποίους το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που τους αρέσει να το βλέπουν και όχι ένα «χρηματιστήριο αξιών». Όσο υπάρχουν φίλαθλοι οι οποίοι θέλουν τον Μήτρογλου στην ομάδα τους για πάντα, χωρίς να τους νοιάζει το πόσο πιάνει στην αγορά. Και όσο υπάρχουν ποδοσφαιριστές σαν τον Αντριάνο της Ίντερ. Ο οποίος, στο απόγειο της καριέρας του και με τις αποδοχές του στο μέγιστο, έπαθε κατάθλιψη επειδή πέθανε ο πατέρας του και τα βρόντηξε μια μέρα από το Μιλάνο γυρνώντας στο Ρίο για να ’ναι κοντά στα φιλαράκια του στις φαβέλες.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή κι όχι μόνο μετοχές.
με αφορμή τη μεταγραφή του Κώστα Μήτρογλου
Γιώργος Καλλής
Στο βιβλίο του Το αίνιγμα του κεφαλαίου, ο David Harvey μας υπενθυμίζει ότι κεφάλαιο είναι χρήμα στο κυνήγι κι άλλου χρήματος. Εφόσον αφεθεί ανεξέλεγκτο από κοινωνικούς περιορισμούς, το κεφάλαιο ωθούμενο από την ανάγκη του για διαρκή, όλο και πιο ταχεία κίνηση και αναπαραγωγή, απομακρύνεται από τις δραστηριότητες οι οποίες έχουν κοινωνικό όφελος αλλά συνήθως μικρό ή αργό κέρδος, και καταλήγει σε φούσκες, όπως αυτές της αγοράς κατοικίας ή των χρηματικών παραγώγων. Από τα δημόσια έργα και το χρηματιστήριο μέχρι τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, με το οποίο και θα ασχοληθώ σε αυτό το άρθρο, οι οικονομίες του ύστερου καπιταλισμού είναι σε μεγάλο βαθμό ένα σύνολο από άχρηστες φούσκες, οι οποίες εξυπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό: την κίνηση του χρήματος.
Η τέχνη καμιά φορά συμβολίζει πολύ πιο απλά αυτά που διανοούμενοι όπως ο Harvey παλεύουν να εξηγήσουν με τις λέξεις και τη λογική. Η αριστουργηματική ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε O λύκος της Wall Street προσωποποιεί στον ήρωα της Τζόρνταν Μπέλφορτ (Ντι Κάπριο) το ίδιο το κεφάλαιο, λύνοντας το αίνιγμά του. Η τρέλα του κεφαλαίου και η ανάγκη του για διαρκή, χωρίς όρια και χωρίς νόημα κίνηση αποτυπώνεται στον ιλιγγιώδη ρυθμό της ταινίας και στον «α-νόητο» ήρωά της ο οποίος πουλάει, αγοράζει, εμψυχώνει, λαδώνει, μεθάει, σνιφάρει, οδηγεί και τρακάρει αυτοκίνητα και ελικόπτερα, πετάει με αεροπλάνα, βουλιάζει γιοτ στην άλλη άκρη του κόσμου, γυρνάει στη δουλειά του, παίζει ξανά στο χρηματιστήριο, κάνει νέες επενδύσεις, νέες κλεψιές, νέα λεφτά. Τον ρυθμό της ταινίας τον δίνει το χρήμα, το χρήμα που κινείται και αλλάζει χέρια. Όλοι χορεύουν στον ρυθμό του, σαν φυλή ιθαγενών, σεληνιασμένοι από τη χωρίς νόημα μαγεία του.
Σκεφτόμουν πόσο βαθιά αυτή η λογική του κεφαλαίου μάς έχει διαπεράσει όλους, ακόμα και στα πιο ενδόμυχα ή άσχετα με το χρήμα κομμάτια της ζωής μας, διαβάζοντας τα σχόλια δημοσιογράφων και φιλάθλων για τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Κώστα Μήτρογλου στη Φούλαμ του Λονδίνου. Κάποια χρόνια πριν, ο κόσμος του Ολυμπιακού θα είχε ξεσηκωθεί, ή τουλάχιστον στενοχωρηθεί, γιατί η ομάδα του πούλησε τον καλύτερό της παίκτη, τη «σημαία» της. Τώρα, αντιθέτως, οι περισσότεροι (ευτυχώς όχι όλοι) πανηγύριζαν επειδή ο Ολυμπιακός έγινε επιτέλους κι αυτός ευρωπαϊκή ομάδα που «πουλάει κι αγοράζει». O κίνδυνος, λέει, ήταν η τιμή του Μήτρογλου να είναι μικρότερη το καλοκαίρι και η ομάδα να «χάσει λεφτά». Όχι πραγματικά λεφτά, αλλά δυνάμει λεφτά. Ο ποδοσφαιριστής πλέον δεν είναι ποδοσφαιριστής αλλά «μετοχή». Μετοχή στο χρηματιστήριο ποδοσφαιρικών αξιών. Μετοχή που πρέπει να την αγοράσεις φτηνά και να την πουλήσεις όταν είναι στα πάνω της.
Από πότε οι φίλαθλοι άρχισαν να ενδιαφέρονται λιγότερο για το πόσο μακριά θα φτάσει η ομάδα τους στο Champions League και περισσότερο για το αν θα πουλάει και θα αγοράζει; Μικρός περηφανευόμουν ότι ήξερα απέξω τα ονόματα όλων των ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού. Σήμερα έχω βαρεθεί να παρακολουθώ ποιος προσγειώθηκε με το αεροπλάνο δανεικός από το Εκουαδόρ, και ποιος έφυγε με τον μάνατζέρ του για το Κατάρ. Δεκαπέντε εκατομμύρια φεύγουν και δεκαπέντε έρχονται. Γιατί και προς τι όλη αυτή η ανόητη κίνηση;
Ο Λύκος της Wall Street ξεκινά με μια καταπληκτική σκηνή όπου ένας έμπειρος χρηματιστής δίνει στον νεαρό Ντι Κάπριο τη συμβουλή που θα χαράξει την πορεία του. Μην ενδιαφέρεσαι, του λέει, για το προϊόν. Ούτε καν για το να βγάλει ο πελάτης κέρδος. Εσύ αυτό που θες, του λέει, είναι ο πελάτης να πουλάει και να αγοράζει, και κάθε φορά να παίρνεις προμήθεια. O 24χρονος Σλοβάκος ποδοσφαιριστής Βλαντίμιρ Βάις έχει αλλάξει 7 ομάδες σε 7 χρόνια. Στον Ολυμπιακό έμεινε 6 μήνες, πριν τον πάρει από το χέρι ο Ιταλός μάνατζέρ του και τον πάει στο Κατάρ. Ο μάνατζερ, φάτσα βγαλμένη από μαφιόζικη ταινία του Σκορσέζε, έχει τα δικαιώματα και του περίφημου Ιταλού Μάριο Μπαλοτέλλι, άλλου υποτιθέμενου, όπως και ο Βάις, «κακού παιδιού».
4 ομάδες σε 6 χρόνια αυτός. Τα κακά παιδιά είναι τα πιο κερδοφόρα. Η «ιδιότροπη» συμπεριφορά τους είναι το άλλοθι για συνεχείς μετακινήσεις και προμήθειες. Ο πιο κερδοφόρος από άποψη τζίρου ποδοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος είναι ένας ποδοσφαιριστής που δεν έχει κερδίσει ούτε έναν διεθνή τίτλο στην καριέρα του, ο Σουηδός Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς: 170 εκατομμύρια ευρώ έχουν κυκλοφορήσει για χάρη του ανάμεσα σε 6 ομάδες (συγκρίνετέ τον με τον Πελέ, ο οποίος έπαιζε για 19 χρόνια στη Σάντος, την ομάδα της πόλης του).
Το ποδόσφαιρο έχει πολλούς λύκους που κερδίζουν από την ασταμάτητη αυτή κυκλοφορία χρήματος. Λαμπρό παράδειγμα ο πρόσφατα παραιτηθείς πρόεδρος της Μπαρτσελόνα Σάντρο Ροσέλ, με σεσημασμένο παρελθόν ως μεσάζων στη Βραζιλία πριν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη της Καταλωνίας. Ο Ροσέλ φαίνεται να έδωσε κάτω από το τραπέζι περί τα 50 εκατομμύρια στην οικογένεια και στους διάφορους μάνατζερ και παρατρεχάμενους του Βραζιλιάνου Νεϋμάρ για να τον φέρει στην Μπαρτσελόνα. Στη θεωρία το έκανε για να αποσπάσει την υπογραφή του από τα χέρια της Ρεάλ Μαδρίτης. Στην πράξη, προμήθειες από τα αόρατα λεφτά που έφυγαν από τα ταμεία της Μπαρτσελόνα ενδέχεται να έχουν καταλήξει σε λογαριασμούς του ίδιου του Ροσέλ.
Το χρήμα ρέει, αλλάζει χέρια, περιουσίες φτιάχνονται, γιοτ αγοράζονται και κόκες σνιφάρονται, αλλά οι χαρές που δίνει το ποδόσφαιρο παραμένουν οι ίδιες. Μπορεί οι παίκτες τού σήμερα να είναι πολύ πιο γυμνασμένοι ή γρήγοροι απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν, αλλά ένα παιχνίδι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός προσφέρει τις ίδιες, ή και λιγότερες, συγκινήσεις στους θεατές απ’ ό,τι τη δεκαετία του ’60 όταν το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό και γύρω του διακινούνταν μηδαμινά ποσά. Μπορεί η δεκαετία του 2010 και τα χρήματα που έχει ρίξει η Μπαρτσελόνα στις ακαδημίες της και τους γιατρούς της να έβγαλαν έναν Μέσι, αλλά και η δεκαετία του ’80 έβγαλε τον Μαραντόνα και του ’60 τον Πελέ, και μάλιστα τζάμπα, από τις παραγκουπόλεις του Μπουένος Άιρες και του Σάo Πάολο. Σε ένα άθλημα όπου η ευχαρίστηση για τους θεατές προκύπτει από τη σύγκριση και τον ανταγωνισμό, είναι τόσο ανόητο να πει κάποιος ότι το ποδόσφαιρο είναι «καλύτερο» σήμερα απ’ ό,τι το 1970, όσο το να πει ότι δεδομένου πως ο επαγγελματικός Αστέρας Τρίπολης του 2014 θα κέρδιζε την ερασιτεχνική Σάντος του Πελέ του 1970, άρα το ποδόσφαιρο που παίζει ο Αστέρας Τρίπολης είναι καλύτερο από της Σάντος.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητή αυτή η αφαιρετική ιδέα (την οποία δανείζομαι από την οικονομική θεωρία των αγαθών σύγκρισης), ας φανταστούμε ότι αποφάσιζε η F.I.F.A. και συμφωνούσαν όλες οι ομοσπονδίες και οι ομάδες να απαγορευτούν οι διαφημίσεις, και να ξαναγίνει το ποδόσφαιρο ερασιτεχνικό, βάζοντας πλαφόν στον προϋπολογισμό μιας ποδοσφαιρικής ομάδας το 1 εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο. Τίποτε απολύτως δεν θα άλλαζε στην ευχαρίστηση που θα πρόσφερε το ποδόσφαιρο στους θεατές. Ο Μέσι θα συνέχιζε να παίζει στην Μπαρτσελόνα και ο Ρονάλντο στη Ρεάλ για 50 χιλιάδες τον χρόνο (αντί για πενήντα εκατομμύρια), μιας και η έφεση όπως και η επιθυμία τους από μικρά παιδιά είναι να παίζουν ποδόσφαιρο (μου είναι δύσκολο να τους φανταστώ να γίνονται γιατροί για να βγάλουν περισσότερα λεφτά). Οι μεταγραφές θα συνεχίζονταν, αλλά σε μικρότερο ύψος και με μικρότερη συχνότητα αφού κανείς δεν θα κέρδιζε από το διαρκές πάρε-δώσε. Και η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα μπορεί να είχαν λιγότερα χρήματα να δαπανήσουν σε ακριβά στάδια, προπονητικά κέντρα, διατροφολόγους και γυμναστές, αλλά αφού και οι δύο θα είχαν λιγότερα, τα μεταξύ τους παιχνίδια θα ήταν το ίδιο συναρπαστικά. Και τα παιχνίδια τους με τις υπόλοιπες μικρές ομάδες θα γίνονταν και πολύ πιο συναρπαστικά, ενώ τώρα η διαφορά προϋπολογισμών τα έχει κάνει στην πλειονότητά τους τυπική διαδικασία.
Τα μπάτζετ της Ρεάλ Μαδρίτης και της Μπαρτσελόνα σήμερα όμως είναι 500 εκατομμύρια ευρώ για κάτι που θα μπορούσε να γίνει με 1 εκατομμύριο. Ανθρώπινοι και φυσικοί πόροι αξίας 499 εκατομμυρίων, οι οποίοι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε κάτι άλλο, σπαταλιούνται και οι μόνοι που επωφελούνται είναι οι Ιταλοί μάνατζερ, λύκοι πρόεδροι και οι γουρουνοκεφαλές της F.I.F.A. και της U.E.F.A., που όσα και να βγάλουν ποτέ δεν θα χαμογελάσουν.
Προσοχή! Δεν υποστηρίζω εδώ ότι «μα πώς γίνεται να ξοδεύονται τόσα χρήματα για 11 τύπους που τρέχουν πίσω από μια μπάλα, ενώ…». Το ποδόσφαιρο δίνει χαρά σε πολύ κόσμο και ό,τι δίνει χαρά, έχει μεγάλη αξία και απαιτεί τον σεβασμό μας. Αυτό που λέω είναι ότι άλλο κοινωνική αξία κι άλλο χρηματική δαπάνη. Ούτε νοσταλγώ «τα ωραία τα χρόνια τα παλιά όταν οι ποδοσφαιριστές έπαιζαν με σκισμένα παπούτσια για μια φραντζόλα ψωμί». Διατυπώνω εδώ ένα απόλυτα ορθολογικό επιχείρημα. Τεράστια ποσά σπαταλιούνται για κάτι το οποίο δεν χρειάζεται λεφτά για να μας δώσει ευχαρίστηση. Τα λεφτά αυτά θα μπορούσαμε να τα δώσουμε για να φτιάξουμε νοσοκομεία, γήπεδα, πλατείες, ή για να τα φάμε όλοι μαζί σε ένα τεράστιο καρναβάλι.
Κάποιος φιλελεύθερος φυσικά θα πει «μα τι σε νοιάζει εσένα τι κάνει ο κόσμος και οι διαφημιστές με τα λεφτά τους; Αν θέλουν να τα δίνουν στο ποδόσφαιρο αντί για πλατείες, γούστο τους. Ποιος είσαι εσύ που κρίνεις ότι η ευχαρίστηση που δίνει το ποδόσφαιρο δεν έχει αυξηθεί ή ότι ένα καρναβάλι είναι προτιμότερο;» Δεν είμαι κανένας, πέρα από ένας σκεπτόμενος πολίτης με λόγο για το πού διοχετεύονται οι πόροι της κοινωνίας μου και με δικαίωμα γνώμης, κριτικής και βούλησης για αλλαγή, όταν η λογική μου λέει ότι αυτοί οι πόροι σπαταλιούνται. Αν ο μόνος τρόπος για να «ψηφίσουμε» είναι με το πορτοφόλι μας, τότε ας το πάρουμε απόφαση ότι ούτε κοινωνία ούτε δημοκρατία είμαστε, και ο μόνος νόμος που υπάρχει είναι αυτός του χρήματος.
Η ανόητη κίνηση χρήματος γύρω από το ποδόσφαιρο θυμίζει λίγο τους περίφημους εργάτες του παραδείγματος που είχε δώσει ο Keynes για τη θεωρία του, εργάτες οι οποίοι θα πληρώνονταν για να σκάβουν λάκκους και μετά να τους γεμίζουν, απλώς για να κινείται χρήμα και να μην μπει η οικονομία σε κρίση (πόσο διαφέρει αυτό άραγε από την εκ νέου δικαιολόγηση της εκτροπής του Αχελώου, όχι γιατί θα προσφέρει κάτι στην αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας, της οποίας το τελευταίο πρόβλημα είναι το νερό, αλλά επειδή λέει «θα ρίξει χρήμα στην αγορά», δηλαδή στις τσέπες επιτήδειων μεσαζόντων και αχρείαστων κατασκευαστών, δημιουργώντας «νέες θέσεις εργασίας»). Το ποδόσφαιρο και τα αχρείαστα δημόσια έργα δεν είναι οι μόνοι τομείς όπου το χρήμα κυκλοφορεί χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα. Τεράστια κεφάλαια κινούνται γύρω από τη βιομηχανία του θεάματος, χωρίς κανείς να μπορεί να υποστηρίξει ότι ένα κινηματογραφικό έργο, ένα μυθιστόρημα ή ένας πίνακας σήμερα είναι καλύτερος από ό,τι 50 χρόνια πριν. Τεράστια χρηματικά ποσά, πολλαπλάσια της παγκόσμιας παραγωγής κινούνται γύρω από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις διάφορες διαμεσολαβήσεις στην αγορά του χρήματος, υπηρεσίες οι οποίες ήταν αχρείαστες 50 χρόνια πριν, κι όμως κανείς δεν ζούσε χειρότερα τότε. Αυτή η άσκοπη κίνηση χρήματος εξηγεί και το εύρημα αυτών που μελετούν τα οικονομικά της ευτυχίας. Ενώ το Α.Ε.Π. των ανεπτυγμένων χωρών έχει πολλαπλασιαστεί από το 1980, τα επίπεδα ευημερίας παραμένουν τα ίδια ή χειρότερα. Η αύξηση του Α.Ε.Π. αντικατοπτρίζει απλώς την αύξηση της κίνησης του χρήματος, μια αύξηση όμως η οποία δεν έχει κανένα κοινωνικό όφελος.
Όποιος έχει μελετήσει οικονομική ιστορία, ξέρει ότι οι φούσκες αργά ή γρήγορα σπάνε. Οι εργάτες δεν μπορούν να σκάβουν και να γεμίζουν λάκκους επ’ αόριστον. Κάτι πρέπει και να παράγουν. Κάποτε η φανταστική οικονομία του κεφαλαίου συναντά την ώρα της κρίσης της μπροστά στην πραγματική οικονομία της παραγωγής κοινωνικής αξίας. Αυτό συνέβη με τη Μεγάλη Κρίση του 1930 και με τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο που την ακολούθησε. Μέσα από τις στάχτες τους, και με τους αγώνες του εργατικού κινήματος, μπήκαν όρια στην κίνηση και την επικράτεια του κεφαλαίου, όρια τα οποία κράτησαν έως ότου οι κυβερνήσεις Θάτσερ και Ρήγκαν τα γκρέμισαν εκ νέου, με αποτέλεσμα τη νέα κρίση σήμερα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι λοιπόν: Μπορούμε άραγε να ξαναβάλουμε συλλογικά όρια στο κεφάλαιο όπως έκαναν οι πρόγονοί μας μετά τον πόλεμο;
Οι ιδεολόγοι του αχαλίνωτου καπιταλισμού λένε ότι το να βάλουμε όρια είναι αδύνατο «γιατί έτσι δουλεύει ο καπιταλισμός». Την ιδέα αυτή για το αναπόφευκτο του καπιταλισμού την έχουμε μεταβολίσει τόσο όλοι μας, στον βαθμό που δεν βλέπουμε το γελοίο τού να χαιρόμαστε όχι επειδή η ομάδα μας παίζει όμορφο ποδόσφαιρο, αλλά επειδή πουλάει τους παίκτες της ακριβά. Κι όμως τα όρια δεν ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού. Για να μείνω στα πιο πεζά του αθλητισμού, το ποδόσφαιρο μέχρι πριν λίγα χρόνια, 30 για την ακρίβεια στην Ελλάδα, ήταν ερασιτεχνικό. Στη σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία ώς πολύ αργότερα (θυμάστε τους ψαράδες και τους ξυλοκόπους της Γκαίτεμποργκ που κέρδιζαν τα κύπελλα Ευρώπης;). Οι αθλητές των Ολυμπιακών έως πρόσφατα απαγορευόταν να βγάζουν χρήματα από τον αθλητισμό, και η Ελλάδα ήταν έτοιμη να μποϊκοτάρει τους Ολυμπιακούς επειδή θα έμπαινε το σήμα της Κόκα Κόλα στους δρομείς της φλόγας. Ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μπαρτσελόνα θεωρούσαν ντροπή να βάλουν διαφήμιση στη φανέλα τους. Στη Μέκκα του καπιταλισμού, τις Η.Π.Α., ακόμα και στις μέρες μας υπάρχει όριο στις μισθοδοσίες αθλητών, το γνωστό salary cap, το οποίο αν και δεν είναι τόσο χαμηλό όσο το 1 εκατομμύριο ευρώ που πρότεινα παραπάνω, τουλάχιστον εξασφαλίζει συνθήκες ανταγωνισμού, και διατηρεί το στοιχείο της έκπληξης.
Φυσικά το αν θα μπουν όρια ή το αν θα απελευθερωθεί κι άλλο κεφάλαιο στον αθλητισμό, εξαρτάται άμεσα από το τι γίνεται στην υπόλοιπη οικονομία. Το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό στη μεταπολεμική περίοδο όπου οι ροές κεφαλαίου ήταν αυστηρά περιορισμένες και ελεγχόμενες από τα κράτη, και έγινε άντρο των μάνατζερ και του κάθε σπόνσορα όταν ο νεοφιλελευθερισμός επικράτησε. Υπάρχει περίπτωση η τελευταία κρίση αυτή την οποία βιώνουμε να γίνει η αφορμή για μια αντίδραση της κοινωνίας, αντίδραση που θα υπερκεράσει τους λύκους του κεφαλαίου; Τα σημάδια λένε πως όχι, όχι ακόμα, και σίγουρα όχι όσο η ηγεμονία της λογικής του κεφαλαίου είναι τόσο ισχυρή ώστε να έχει γίνει η «κοινή λογική» όλων μας.
Ελπίδα όμως για μια αναπάντεχη αντίδραση και αυτοθέσμιση της κοινωνίας πάντα θα υπάρχει. Και θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι όπως αυτοί για τους οποίους το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που τους αρέσει να το βλέπουν και όχι ένα «χρηματιστήριο αξιών». Όσο υπάρχουν φίλαθλοι οι οποίοι θέλουν τον Μήτρογλου στην ομάδα τους για πάντα, χωρίς να τους νοιάζει το πόσο πιάνει στην αγορά. Και όσο υπάρχουν ποδοσφαιριστές σαν τον Αντριάνο της Ίντερ. Ο οποίος, στο απόγειο της καριέρας του και με τις αποδοχές του στο μέγιστο, έπαθε κατάθλιψη επειδή πέθανε ο πατέρας του και τα βρόντηξε μια μέρα από το Μιλάνο γυρνώντας στο Ρίο για να ’ναι κοντά στα φιλαράκια του στις φαβέλες.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή κι όχι μόνο μετοχές.