Τα δεδομένα είναι τα εξής:
Μετά την υπογραφή του 1ου Μνημονίου, και επιτυχημένες απεργίες έγιναν και μαζικότατες διαδηλώσεις. Όλες ανεξαιρέτως, είχαν την ίδια τύχη: βίαιη καταστολή, τις περισσότερες φορές με ακρότητες που εκφεύγουν τα όρια της νομιμότητας ακόμα και της αστυνομικής βίας (σημ.: η νομιμότητα για την οποία μιλάμε εδώ δεν είναι κάποιο κοινώς αποδεκτό όριο μια υπερβατική νομική κανονικότητα που εμείς αποδεχόμαστε ως τέτοια – μιλάμε απλώς για τα όρια εντός των οποίων επιτρέπεται να κινηθούν οι κρατικοί μηχανισμοί σύμφωνα με τους νόμους που το ίδιο το Κράτος, δηλαδή οι ολιγαρχίες, έχουν θεσπίσει κυριαρχικά, οι οποίοι παραβιάζονται απροσχημάτιστα από τους κύκλους που την επικαλούνται διαρκώς). Μάλιστα, δεν έχει γίνει καθολική πεποίθηση στην κοινωνία ότι ΕΛ.ΑΣ. και ακροδεξιές οργανώσεις, όπως η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό σημαίνει, εκτός από τα προφανή (π.χ.: σε ποιά χώρα του κόσμου είδατε τους πάνοπλους μπάτσους να πανηγυρίζουν σαν παίκτες ποδοσφαιρικής ομάδας μετά την απρόκλητη επίθεσή τους κατά διαδηλωτών που συντεταγμένα και απόλυτα ειρηνικά, φεύγουν – γεγονότα επί της Πανεπιστημίου της 26.09.2012), και την λουμπενοποίηση, ή για να ειπωθεί απλούστερα, την σχεδόν επίσημη μαφιοζοποίηση του Κράτους, την οριστική απαλοιφή των ορίων μεταξύ Κράτους και Παρακράτους.
Το επόμενο βήμα;
Καμία απολύτως απεργία δεν κάλυψε το σύνολο των εργαζομένων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αδυνατεί να απεργήσει αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της απόλυσης σε μια χώρα που η πραγματική ανεργία ξεπερνά πια το 25%. Συνεπώς υπάρχει σοβαρό πρόβλημα και ως προς τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των σχετικών με τις απεργιακές κινητοποιήσεις και, κατ’ επέκταση, είναι προφανής ο συνδικαλιστικός ξεπεσμός, ειδικά των τριτοβάθμιων σωματείων – την στιγμή που ελάχιστα πρωτοβάθμια δραστηριοποιούνται και μάλιστα επιτυχώς. Υπάρχει, όμως, και ένα βαθύτερο ζήτημα εδώ που πρέπει να συζητηθεί: αυτό της έλλειψης πραγματικού προτάγματος. Κοντολογίς, μεγάλο μέρος του πληθυσμού κινητοποιείται, είτε αποφασίζει να δράσει μαζικά, μόνο όταν δει ότι θίγονται τα δικά του οικονομικά συμφέροντα, απαιτώντας, ταυτόχρονα, είτε φορολογικές ελαφρύνσεις, είτε αυξήσεις, είτε περισσότερα επιδόματα. Αναμφισβήτητα, όλα αυτά τα αιτήματα είναι δίκαια, ιδιαίτερα σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου δικαιώματα που κερδήθηκαν με αγώνες και αίμα χιλιάδων ανθρώπων (οχτάωρο, δωρεάν παιδεία, υγεία, στέγαση). Όμως, κρίνουμε εξαιρετικά σημαντικό την περαιτέρω διεκδίκηση, αν όχι την δημιουργία αντιδομών που θ’ αντικαταστήσουν τους παλιούς ιεραρχημένους κοινωνικούς θεσμούς, και θα προωθούν την ισονομία, την άμεση δημοκρατία, τον κοινωνικό στοχασμό αλλά και τον συνολικό επανακαθορισμό των αναγκών, σε κάθε στιγμή. Μέσα σε μια τέτοια προοπτική θα μπορούσαν να βρεθούν, αν όχι λύσεις, τουλάχιστον σημαντικές απαντήσεις στην ανθρωπολογική κρίση των καιρών, που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Θα μπορούσε, έτσι, να καταστεί δυνατή η λειτουργία αυτόνομων κοινωνικών θεσμών, μέσω της δημιουργίας μιας πραγματικά δημόσιας ή πολιτικής σφαίρας, που θα επιδιώκουν την ατομική και συλλογική απελευθέρωση, ως εκ τούτου, τη διαμόρφωση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, πιο υπεύθυνου, σκεπτόμενου και πραγματικά ελεύθερου. Κοινώς, κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση πολιτικού προτάγματος, πέρα από την δικαίωση των οικονομικών αιτημάτων. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από μια μονοήμερη (ή έστω και διήμερη) απεργία ή στάση εργασίας, παρά μόνο μέσα από μια διαρκής και συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στο παλιό καθεστώς, με σκοπό να ριζώσει στη συνείδηση των πολιτών η ιδέα και η επιθυμία για ρήξη με τις αξίες που αυτό πρεσβεύει.
Ο ίδιος ο κόσμος που υποφέρει και επιζητά «μια αλλαγή», δυσκολεύεται να κατανοήσει (υπό την πίεση και της καθημερινά βιούμενης οικονομικής δυσπραγίας) ότι κάθε απεργία που δεν είναι πολιτική αλλά και διαρκής, και που δεν κηρύχθηκε εξ αρχής ως τέτοια και μάλιστα ως πολιτική, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και μάλλον αποτελεί ευχάριστο δώρο στην εργοδοσία και τα κάθε είδους αφεντικά (δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα). Κανείς και τίποτα δεν μπόρεσε να οργανώσει, ούτε κατ’ ελάχιστον τις αμέτρητες στρατιές ανέργων, οι οποίοι, από μόνοι τους θα επαρκούσαν, ώστε να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε κάθε κινητοποίηση (από δυναμικές διαδηλώσεις έως περιφρούρηση των απεργιών όσων ακόμα εργάζονται, από απεργοσπάστες και κάθε είδους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς). Σίγουρα, δράσεις, όπως η αυτο-διαχείριση του νοσοκομείου του Κιλκίς αποτελούν πηγές έμπνευσης για περαιτέρω πολιτική δράση, μιας και θέτουν γερές βάσεις για την αντικατάσταση των παλιών θεσμών παραγωγής και εργασίας με νέους, όμως κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, οι καταλήψεις εργοστασίων και επιχειρήσεων θα μπορούσαν να καταστούν πιο γενικευμένες, αντί να περιμένουμε μεσσιανικά κάποιον ηγέτη, κάποια αυθεντία, κάποιον πεφωτισμένο γνώστη που θα μας οδηγήσει έξω από το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει.
Στο μεταξύ, η αυξανόμενη φτώχεια και η αθλιότητα, αποτελεί ένα ολοένα και διογκούμενο εμπόδιο σε κάθε έμφυτη ή οργανωμένη προσπάθεια για κοινωνική αλληλεγγύη. Όταν κάποιος δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα μέσα για να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές του ανάγκες, δύσκολα θα βοηθήσει τον επίσης εξαθλιωμένο (ίσως με άλλο τρόπο) γείτονά του ή συνάδελφό του ή, ακόμα και τον στενό του συγγενή. Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Πώς και ποιοί θα πείσουν τις εξαθλιωμένες (και απόλυτα αιφνιδιασμένες) μάζες να οργανωθούν και να δράσουν, με την έννοια της καθολικής κοινωνικής ανυπακοής, και μάλιστα σε βάσεις που να αποκλείουν την παρείσφρηση φασιστοειδών ή βαθιά συντηρητικών στοιχείων; Φυσικά, μέσα από ένα άρθρο, δεν μπορούν να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Εξάλλου, δεν είμαστε ούτε εξουσιοδοτημένοι για κάτι τέτοιο. Θα λέγαμε, όμως, πως, ούτε καν το επιθυμούμε, γιατί οποιαδήποτε έτοιμη απάντηση ή θ’ αποτελούσε προσωπική γνώμη είτε πλάνη. Το θέμα είναι να συμφωνήσουμε στην κρισιμότητα των παρατηρήσεων και στην ορθότητα των ερωτημάτων. Οι απαντήσεις θα έρθουν μέσα από την τριβή στους κοινωνικούς αγώνες και υπό την πίεση της ανάγκης. Δεν μπορούμε όμως παρά να υπενθυμίσουμε κάποια πράγματα που είναι αυτονόητα (ακόμα κι αν, ως τέτοια, πολλοί τα λησμονούν):
Η κοινωνική επανάσταση κρίνεται επιτακτική. Η ίδια η πραγματικότητα είναι που την καθιστά ως την μόνη πιθανή διέξοδο από τον πλήρη ατομικό, κοινωνικό και πνευματικό αφανισμό.
Η σύγκρουση με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων δεν είναι απαραίτητο και (δεν θέλουμε, άλλωστε) να μετέλθει με βίαια μέσα παρά μόνο στο βαθμό που αυτά θα χρησιμοποιηθούν ως αυτοάμυνα: είναι ανόητη αλλά και αναποτελεσματική η επίθεση σε πάνοπλους αστυνομικούς• είναι καταστροφική, επίσης η τάση λουμπενοποίησης που επικρατεί σε διάφορους παραδοσιακούς επαναστατικούς χώρους (σύγκρουση μόνο και μόνο για χάρη της σύγκρουσης). Και σε επικοινωνιακό επίπεδο, επίσης, αυτού του είδους η τακτική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, μιας και φτάνει στα μάτια των τηλε-πολιτών, εντελώς διαστρεβλωμένη και φετιχοποιημένη. Είναι, όμως, απόλυτα επιθυμητή και κατορθώσιμη η υπεράσπιση με κάθε τρόπο μιας αυτόνομης δομής όπως μια κοινότητα εναλλακτικής/ανταλλακτικής οικονομίας, ή η υπεράσπιση μιας απεργίας είτε από τις δυνάμεις καταστολής του παλαιού καθεστώτος, είτε από γραφειοκράτες που θα προσπαθήσουν να «καπελώσουν» για προσωπικό (ή κομματικό) τους όφελος μια τέτοια δράση. Οι πρώτοι δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστούν απολύτως ειρηνικά. Οι δεύτεροι θα πρέπει ν’ απομακρυνθούν από το πολιτικό σώμα, με κάθε μέσο και κάθε τρόπο. Παράλληλα, και με σκοπό την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η μεταμόρφωση αυτών των τηλε-πολιτών σε ενεργούς συμμάχους κρίνεται αναγκαία και ο τρόπος να το καταφέρουμε αυτό φαίνεται πως δεν μπορεί παρά ν’ αρχίσει σε τοπικό επίπεδο, σε χώρους δουλειάς, σε κάθε μικροκοινωνικό επίπεδο.
Καμία ενέργειά μας δεν πρόκειται να έχει αποτελέσματα αν δεν έχουμε την απαραίτητη οργανωτική δομή, η οποία οργανωτική δομή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ιεραρχικά χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, οφείλει να είναι οριζόντια.
Καμία ενέργειά μας δεν πρόκειται να επιτύχει αν δεν διασπάσει την οργανωμένη κρατική καταστολή, σε πάρα πολλά μέτωπα. Η σχεδόν πατροπαράδοτη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής στα κέντρα των πόλεων, για παράδειγμα,
Για άλλη μια φορά, τελειώνοντας, θα πούμε ότι η γενική πολιτική απεργία διαρκείας είναι ένα όπλο που, ίσως, θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει μια μεγάλη νίκη. Μέχρι να μπορέσουμε να οργανώσουμε επιτυχώς ένα τέτοιο εγχείρημα, μικρές νίκες στην καθημερινότητά μας θα πρέπει να μάθουμε να κατακτούμε, νίκες που προαπαιτούν πάντα ως ζητούμενο, όχι μόνο να ικανοποιήσουν μια δεδομένη ανάγκη της στιγμής ή κάποιο επί μέρους αίτημα, αλλά ν’ αποτελέσουν, συνειδητά, έναν παραπόταμο ικανό να βοηθήσει στο να ξεχειλίσει ο κύριος ποταμός με όλη του την δύναμη, την αγριότητα και την ομορφιά του.
[1] Έχει πολλές φορές διαπιστωθεί ότι οι πρωταρχικές ανθρώπινες αντιδράσεις κινητοποιούνται πρώτα με βάση τα συναισθήματα και έπειτα την λογική, γεγονός που επιτρέπει την αναμετάδοση ψευδών ειδήσεων που απλά ακούγονται όμορφα στ’ αυτιά του απεγνωσμένου ανθρώπου. Έτσι, δεδομένου ότι βαδίζουμε στην εποχή όπου οι μεγάλοι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί αρχίζουν να περιορίζονται για χάρη της ανοιχτής διαδικτυακής ενημέρωσης, καλούμαστε να μετασχηματίσουμε όλες αυτές τις τάσεις που ρέπουν προς τον ολέθριο λαϊκισμό, καθώς μια μοναδική ευκαιρία ανοίγεται μπροστά μας: η δημιουργία μιας κατά κάποιον τρόπο ψηφιακής πολιτικής σφαίρας/κινηματικής πλατφόρμας, (η οποία, αναμφισβήτητα, με τίποτα δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την φυσική), όπου η πρόσβαση στην γνώση θα μπορούσε να είναι θέμα μερικών δευτερολέπτων αναζήτησης.
http://eagainst.com/articles/kinimatiki-anaskopisi/
Μετά την υπογραφή του 1ου Μνημονίου, και επιτυχημένες απεργίες έγιναν και μαζικότατες διαδηλώσεις. Όλες ανεξαιρέτως, είχαν την ίδια τύχη: βίαιη καταστολή, τις περισσότερες φορές με ακρότητες που εκφεύγουν τα όρια της νομιμότητας ακόμα και της αστυνομικής βίας (σημ.: η νομιμότητα για την οποία μιλάμε εδώ δεν είναι κάποιο κοινώς αποδεκτό όριο μια υπερβατική νομική κανονικότητα που εμείς αποδεχόμαστε ως τέτοια – μιλάμε απλώς για τα όρια εντός των οποίων επιτρέπεται να κινηθούν οι κρατικοί μηχανισμοί σύμφωνα με τους νόμους που το ίδιο το Κράτος, δηλαδή οι ολιγαρχίες, έχουν θεσπίσει κυριαρχικά, οι οποίοι παραβιάζονται απροσχημάτιστα από τους κύκλους που την επικαλούνται διαρκώς). Μάλιστα, δεν έχει γίνει καθολική πεποίθηση στην κοινωνία ότι ΕΛ.ΑΣ. και ακροδεξιές οργανώσεις, όπως η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό σημαίνει, εκτός από τα προφανή (π.χ.: σε ποιά χώρα του κόσμου είδατε τους πάνοπλους μπάτσους να πανηγυρίζουν σαν παίκτες ποδοσφαιρικής ομάδας μετά την απρόκλητη επίθεσή τους κατά διαδηλωτών που συντεταγμένα και απόλυτα ειρηνικά, φεύγουν – γεγονότα επί της Πανεπιστημίου της 26.09.2012), και την λουμπενοποίηση, ή για να ειπωθεί απλούστερα, την σχεδόν επίσημη μαφιοζοποίηση του Κράτους, την οριστική απαλοιφή των ορίων μεταξύ Κράτους και Παρακράτους.
Το επόμενο βήμα;
Καμία απολύτως απεργία δεν κάλυψε το σύνολο των εργαζομένων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αδυνατεί να απεργήσει αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της απόλυσης σε μια χώρα που η πραγματική ανεργία ξεπερνά πια το 25%. Συνεπώς υπάρχει σοβαρό πρόβλημα και ως προς τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των σχετικών με τις απεργιακές κινητοποιήσεις και, κατ’ επέκταση, είναι προφανής ο συνδικαλιστικός ξεπεσμός, ειδικά των τριτοβάθμιων σωματείων – την στιγμή που ελάχιστα πρωτοβάθμια δραστηριοποιούνται και μάλιστα επιτυχώς. Υπάρχει, όμως, και ένα βαθύτερο ζήτημα εδώ που πρέπει να συζητηθεί: αυτό της έλλειψης πραγματικού προτάγματος. Κοντολογίς, μεγάλο μέρος του πληθυσμού κινητοποιείται, είτε αποφασίζει να δράσει μαζικά, μόνο όταν δει ότι θίγονται τα δικά του οικονομικά συμφέροντα, απαιτώντας, ταυτόχρονα, είτε φορολογικές ελαφρύνσεις, είτε αυξήσεις, είτε περισσότερα επιδόματα. Αναμφισβήτητα, όλα αυτά τα αιτήματα είναι δίκαια, ιδιαίτερα σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου δικαιώματα που κερδήθηκαν με αγώνες και αίμα χιλιάδων ανθρώπων (οχτάωρο, δωρεάν παιδεία, υγεία, στέγαση). Όμως, κρίνουμε εξαιρετικά σημαντικό την περαιτέρω διεκδίκηση, αν όχι την δημιουργία αντιδομών που θ’ αντικαταστήσουν τους παλιούς ιεραρχημένους κοινωνικούς θεσμούς, και θα προωθούν την ισονομία, την άμεση δημοκρατία, τον κοινωνικό στοχασμό αλλά και τον συνολικό επανακαθορισμό των αναγκών, σε κάθε στιγμή. Μέσα σε μια τέτοια προοπτική θα μπορούσαν να βρεθούν, αν όχι λύσεις, τουλάχιστον σημαντικές απαντήσεις στην ανθρωπολογική κρίση των καιρών, που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Θα μπορούσε, έτσι, να καταστεί δυνατή η λειτουργία αυτόνομων κοινωνικών θεσμών, μέσω της δημιουργίας μιας πραγματικά δημόσιας ή πολιτικής σφαίρας, που θα επιδιώκουν την ατομική και συλλογική απελευθέρωση, ως εκ τούτου, τη διαμόρφωση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, πιο υπεύθυνου, σκεπτόμενου και πραγματικά ελεύθερου. Κοινώς, κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση πολιτικού προτάγματος, πέρα από την δικαίωση των οικονομικών αιτημάτων. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από μια μονοήμερη (ή έστω και διήμερη) απεργία ή στάση εργασίας, παρά μόνο μέσα από μια διαρκής και συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στο παλιό καθεστώς, με σκοπό να ριζώσει στη συνείδηση των πολιτών η ιδέα και η επιθυμία για ρήξη με τις αξίες που αυτό πρεσβεύει.
Ο ίδιος ο κόσμος που υποφέρει και επιζητά «μια αλλαγή», δυσκολεύεται να κατανοήσει (υπό την πίεση και της καθημερινά βιούμενης οικονομικής δυσπραγίας) ότι κάθε απεργία που δεν είναι πολιτική αλλά και διαρκής, και που δεν κηρύχθηκε εξ αρχής ως τέτοια και μάλιστα ως πολιτική, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και μάλλον αποτελεί ευχάριστο δώρο στην εργοδοσία και τα κάθε είδους αφεντικά (δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα). Κανείς και τίποτα δεν μπόρεσε να οργανώσει, ούτε κατ’ ελάχιστον τις αμέτρητες στρατιές ανέργων, οι οποίοι, από μόνοι τους θα επαρκούσαν, ώστε να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε κάθε κινητοποίηση (από δυναμικές διαδηλώσεις έως περιφρούρηση των απεργιών όσων ακόμα εργάζονται, από απεργοσπάστες και κάθε είδους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς). Σίγουρα, δράσεις, όπως η αυτο-διαχείριση του νοσοκομείου του Κιλκίς αποτελούν πηγές έμπνευσης για περαιτέρω πολιτική δράση, μιας και θέτουν γερές βάσεις για την αντικατάσταση των παλιών θεσμών παραγωγής και εργασίας με νέους, όμως κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, οι καταλήψεις εργοστασίων και επιχειρήσεων θα μπορούσαν να καταστούν πιο γενικευμένες, αντί να περιμένουμε μεσσιανικά κάποιον ηγέτη, κάποια αυθεντία, κάποιον πεφωτισμένο γνώστη που θα μας οδηγήσει έξω από το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει.
Στο μεταξύ, η αυξανόμενη φτώχεια και η αθλιότητα, αποτελεί ένα ολοένα και διογκούμενο εμπόδιο σε κάθε έμφυτη ή οργανωμένη προσπάθεια για κοινωνική αλληλεγγύη. Όταν κάποιος δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα μέσα για να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές του ανάγκες, δύσκολα θα βοηθήσει τον επίσης εξαθλιωμένο (ίσως με άλλο τρόπο) γείτονά του ή συνάδελφό του ή, ακόμα και τον στενό του συγγενή. Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Πώς και ποιοί θα πείσουν τις εξαθλιωμένες (και απόλυτα αιφνιδιασμένες) μάζες να οργανωθούν και να δράσουν, με την έννοια της καθολικής κοινωνικής ανυπακοής, και μάλιστα σε βάσεις που να αποκλείουν την παρείσφρηση φασιστοειδών ή βαθιά συντηρητικών στοιχείων; Φυσικά, μέσα από ένα άρθρο, δεν μπορούν να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Εξάλλου, δεν είμαστε ούτε εξουσιοδοτημένοι για κάτι τέτοιο. Θα λέγαμε, όμως, πως, ούτε καν το επιθυμούμε, γιατί οποιαδήποτε έτοιμη απάντηση ή θ’ αποτελούσε προσωπική γνώμη είτε πλάνη. Το θέμα είναι να συμφωνήσουμε στην κρισιμότητα των παρατηρήσεων και στην ορθότητα των ερωτημάτων. Οι απαντήσεις θα έρθουν μέσα από την τριβή στους κοινωνικούς αγώνες και υπό την πίεση της ανάγκης. Δεν μπορούμε όμως παρά να υπενθυμίσουμε κάποια πράγματα που είναι αυτονόητα (ακόμα κι αν, ως τέτοια, πολλοί τα λησμονούν):
Η κοινωνική επανάσταση κρίνεται επιτακτική. Η ίδια η πραγματικότητα είναι που την καθιστά ως την μόνη πιθανή διέξοδο από τον πλήρη ατομικό, κοινωνικό και πνευματικό αφανισμό.
Η σύγκρουση με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων δεν είναι απαραίτητο και (δεν θέλουμε, άλλωστε) να μετέλθει με βίαια μέσα παρά μόνο στο βαθμό που αυτά θα χρησιμοποιηθούν ως αυτοάμυνα: είναι ανόητη αλλά και αναποτελεσματική η επίθεση σε πάνοπλους αστυνομικούς• είναι καταστροφική, επίσης η τάση λουμπενοποίησης που επικρατεί σε διάφορους παραδοσιακούς επαναστατικούς χώρους (σύγκρουση μόνο και μόνο για χάρη της σύγκρουσης). Και σε επικοινωνιακό επίπεδο, επίσης, αυτού του είδους η τακτική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, μιας και φτάνει στα μάτια των τηλε-πολιτών, εντελώς διαστρεβλωμένη και φετιχοποιημένη. Είναι, όμως, απόλυτα επιθυμητή και κατορθώσιμη η υπεράσπιση με κάθε τρόπο μιας αυτόνομης δομής όπως μια κοινότητα εναλλακτικής/ανταλλακτικής οικονομίας, ή η υπεράσπιση μιας απεργίας είτε από τις δυνάμεις καταστολής του παλαιού καθεστώτος, είτε από γραφειοκράτες που θα προσπαθήσουν να «καπελώσουν» για προσωπικό (ή κομματικό) τους όφελος μια τέτοια δράση. Οι πρώτοι δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστούν απολύτως ειρηνικά. Οι δεύτεροι θα πρέπει ν’ απομακρυνθούν από το πολιτικό σώμα, με κάθε μέσο και κάθε τρόπο. Παράλληλα, και με σκοπό την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η μεταμόρφωση αυτών των τηλε-πολιτών σε ενεργούς συμμάχους κρίνεται αναγκαία και ο τρόπος να το καταφέρουμε αυτό φαίνεται πως δεν μπορεί παρά ν’ αρχίσει σε τοπικό επίπεδο, σε χώρους δουλειάς, σε κάθε μικροκοινωνικό επίπεδο.
Καμία ενέργειά μας δεν πρόκειται να έχει αποτελέσματα αν δεν έχουμε την απαραίτητη οργανωτική δομή, η οποία οργανωτική δομή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ιεραρχικά χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, οφείλει να είναι οριζόντια.
Καμία ενέργειά μας δεν πρόκειται να επιτύχει αν δεν διασπάσει την οργανωμένη κρατική καταστολή, σε πάρα πολλά μέτωπα. Η σχεδόν πατροπαράδοτη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής στα κέντρα των πόλεων, για παράδειγμα,
Για άλλη μια φορά, τελειώνοντας, θα πούμε ότι η γενική πολιτική απεργία διαρκείας είναι ένα όπλο που, ίσως, θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει μια μεγάλη νίκη. Μέχρι να μπορέσουμε να οργανώσουμε επιτυχώς ένα τέτοιο εγχείρημα, μικρές νίκες στην καθημερινότητά μας θα πρέπει να μάθουμε να κατακτούμε, νίκες που προαπαιτούν πάντα ως ζητούμενο, όχι μόνο να ικανοποιήσουν μια δεδομένη ανάγκη της στιγμής ή κάποιο επί μέρους αίτημα, αλλά ν’ αποτελέσουν, συνειδητά, έναν παραπόταμο ικανό να βοηθήσει στο να ξεχειλίσει ο κύριος ποταμός με όλη του την δύναμη, την αγριότητα και την ομορφιά του.
[1] Έχει πολλές φορές διαπιστωθεί ότι οι πρωταρχικές ανθρώπινες αντιδράσεις κινητοποιούνται πρώτα με βάση τα συναισθήματα και έπειτα την λογική, γεγονός που επιτρέπει την αναμετάδοση ψευδών ειδήσεων που απλά ακούγονται όμορφα στ’ αυτιά του απεγνωσμένου ανθρώπου. Έτσι, δεδομένου ότι βαδίζουμε στην εποχή όπου οι μεγάλοι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί αρχίζουν να περιορίζονται για χάρη της ανοιχτής διαδικτυακής ενημέρωσης, καλούμαστε να μετασχηματίσουμε όλες αυτές τις τάσεις που ρέπουν προς τον ολέθριο λαϊκισμό, καθώς μια μοναδική ευκαιρία ανοίγεται μπροστά μας: η δημιουργία μιας κατά κάποιον τρόπο ψηφιακής πολιτικής σφαίρας/κινηματικής πλατφόρμας, (η οποία, αναμφισβήτητα, με τίποτα δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την φυσική), όπου η πρόσβαση στην γνώση θα μπορούσε να είναι θέμα μερικών δευτερολέπτων αναζήτησης.
http://eagainst.com/articles/kinimatiki-anaskopisi/