Ο πλανήτης ζει τις δραματικές, καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής εδώ και δεκαετίες. Όμως, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες είχαν φροντίσει εγκαίρως να κάνουν τα πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση, υπογραμμίζοντας ότι η κλιματική αλλαγή δεν έχει χαρακτήρα επείγοντος, συνεπώς οι κυβερνήσεις δεν χρειάζεται να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό του φαινομένου. Πώς το κατάφεραν; Πως πέτυχαν να δημιουργήσουν ένα ρεύμα αμφισβήτησης της κλιματικής αλλαγής; Με κάθε δυνατό τρόπο: Από τη δωροδοκία Αμερικανών γερουσιαστών μέχρι τις πλαστές επιστολές που έστελναν στο όνομα ΜΚΟ για να μην περάσουν νόμοι για την «καθαρή ενέργεια».
Η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα του 1979 ήταν η πρώτη που έδωσε την ευκαιρία για μία διεξοδική συζήτηση όσον αφορά το ασυνήθιστο και πολύπλοκο φαινόμενο που ονομάζεται «κλιματική αλλαγή». Παρά το γεγονός ότι, η άποψη πως η κλιματική αλλαγή είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν ήταν καινούργια, ελλείψει τεκμηριωμένης επιστημονικής έρευνας η διάσκεψη ολοκληρώθηκε επισήμως με το συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει λόγος πανικού και ότι, η κατάσταση παραμένει «business as usual».
Αλλά οι επιστήμονες που συγκεντρώθηκαν στη Γενεύη από τις 12 έως τις 23 Φεβρουαρίου του 1979 ήθελαν να αλλάξουν τα πράγματα. Εκπρόσωποι πολλών και διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, παρουσίασαν σειρά εγγράφων του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, τα οποία έδιναν σαφέστατη εικόνα του τι ακριβώς συνέβαινε στη Γη.
Σχεδόν 40 χρόνια πριν, οι επιστήμονες όχι μόνο προσδιόρισαν με απόλυτη σαφήνεια την ανθρώπινη δραστηριότητα ως τον πλέον σημαντικό παράγοντα για την κλιματική αλλαγή, αλλά επίσης, προέβλεψαν ότι, εάν τα κράτη αγνοήσουν το πρόβλημα, τα χειρότερα είναι μπροστά. Διευκρίνισαν με κάθε λεπτομέρεια πώς θα είναι ο πλανήτης στο τέλος της χιλιετίας στην περίπτωση κατά την οποία δεν γίνουν ριζικές αλλαγές και επιπλέον, κατέθεσαν σχέδιο δράσης.
Ο πρόεδρος της διάσκεψης εκείνης, Robert M. White, είχε πει στην εναρκτήρια ομιλία του:
«Σε κάτι περισσότερο από είκοσι χρόνια, θα γιορτάσουμε το έτος 2000. Η χιλιετία αυτή θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει το τέλος μιας εποχής στη σχέση της ανθρωπότητας με τον πλανήτη και την αρχή μιας νέας. Το millennium μπορεί να σηματοδοτήσει μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίον ο πλανήτης στηρίζει την ανθρώπινη ζωή ή, τουλάχιστον στους τρόπους με τους οποίους θα γίνει στο μέλλον. Υπάρχουν πολλοί που θα διαφωνήσουν με το χρονοδιάγραμμα της θεμελιώδους αυτής αλλαγής, λίγοι ωστόσο, διαφωνούν με το ενδεχόμενο. Με οποιοδήποτε κριτήριο, είτε πρόκειται για τον πληθυσμό, την τροφή, την ενέργεια ή την κατάσταση του περιβάλλοντος, είναι βέβαιο ότι γύρω στο 2000 θα περάσουμε σε μια νέα παγκόσμια κατάσταση. Η μετάβαση αυτή θα σηματοδοτήσει επίσης ένα νέο επίπεδο ως προς τη σημασία που αποκτά το κλίμα για την ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία».
Η ομιλία εκείνη, το μακρινό 1979, φαινόταν δυσοίωνη. Στην ατζέντα ανέβηκε αίφνης ένα διαφορετικό θέμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων της διάσκεψης υποστήριζε μία σχεδόν ουτοπική αισιοδοξία: «Μπορούμε να συμβάλουμε σε ένα λαμπρό μέλλον για την ανθρωπότητα με εθνικές και διεθνείς δράσεις… να βελτιώσουμε την οικονομική και περιβαλλοντική ευημερία των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και να μετριάσουμε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», δήλωνε ο White. «Η διάσκεψη μπορεί να είναι η αρχή αυτής της διαδικασίας», σημείωσε κλείνοντας την τοποθέτηση του.
Μία ατυχής σύμπτωση
Φυσικά, όπως αποδείχτηκε το 1979 δεν ήταν το σημείο καμπής που θα επιθυμούσε ο White -σημείο καμπής όμως, ήταν έτσι ή, αλλιώς.
Τον Μάιο της χρονιάς εκείνης, η συντηρητική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερκατέγραψε μία συντριπτική νίκη στη Βρετανία. Η Θάτσερ εγκαινίασε μια νέα εποχή οικονομικής πολιτικής που θα απογειωνόταν παγκοσμίως και θα γινόταν γνωστή ως νεοφιλελευθερισμός, μια «τροποποίηση» του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς που έδινε ελευθερίες στις εταιρείες και αποδυνάμωνε κάθε έννοια κρατικής παρέμβασης, καταστρέφοντας στην ουσία και το παραμικρό ίχνος κολεκτιβισμού, που είχε απομείνει στην μεταπολεμικό κόσμο. Κατά τη Θάτσερ δεν υπήρχε κοινότητα, υπήρχαν άτομα, δεν υπήρχε κοινωνία μόνο ιδιώτες. Το γεγονός ότι, έπαψε να υφίσταται η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνίας, σκότωσε και την παραμικρή ελπίδα να αποτραπεί η κλιματική αλλαγή.
Οι επιστήμονες στη Γενεύη προσπάθησαν να πείσουν τις κυβερνήσεις για την επικείμενη απειλή, αλλά δεν είχαν ιδέα των αλλαγών που εντωμεταξύ συντελούνταν στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και έμελε να υπονομεύσουν τους στόχους τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον υιοθήτησαν μία απολογητική στάση, δηλώνοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «τα κράτη ζητούν να μάθουν πού πρέπει να εστιάσουν την προσπάθεια και τους πόρους, αλλά οι διεθνείς πόροι που μπορούν να διατεθούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι περιορισμένοι… επειδή ο αριθμός των επιστημόνων που είναι σε θέση να εργαστούν αποτελεσματικά στο ζήτημα είναι περιορισμένος».
Εάν ο White μπορούσε να ξέρει τότε αυτά που γνωρίζουμε τώρα, ότι δηλαδή οι κυβερνήσεις θα ενδιαφέρονταν περισσότερο για τα ιδιωτικά συμφέροντα παρά για τον πλανήτη, μάλλον το ύφος του δεν θα ήταν τόσο ήπιο απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της εξουσίας.
Οι επιστήμονες ήταν προνοητικοί, αλλά, βρίσκονταν πάντα δύο βήματα πίσω από τη νέα καπιταλιστική ατζέντα, η οποία κινούσε τα νήματα, φανερά και κρυφά σε ένα παράλληλο γι’ αυτούς σύμπαν. Όπως γράφει το redpepper.org., οι εταιρείες καυσίμων ήξεραν τη ζημία που προκαλούσαν στο περιβάλλον ήδη από το 1977, δύο χρόνια πριν τη διάσκεψη.
Η Exxon είχε διεξάγει τη δική της επιστημονική έρευνα για την κλιματική αλλαγή πριν το θέμα γίνει mainstream. Αυτή η έξυπνη και απολύτως ρεαλιστική κίνηση έδωσε στην εταιρία τον χρόνο που χρειαζόταν για να χτίσει την άμυνα της και να προετοιμάσει τη στρατηγική της προκειμένου να αντιμετωπίσει την αντιπαράθεση που ήξερε ότι θα ξεσπάσει όταν τα επιστημονικά δεδομένα θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.
Τον Ιούλιο του 1977, ένας κορυφαίος επιστήμονας που δούλευε για λογαριασμό της Exxon, ο James Black, δήλωσε στην επιτροπή διαχείρισης ότι «ο άνθρωπος έχει ένα χρονικό περιθώριο πέντε έως δέκα ετών, πριν έρθει η ώρα για δύσκολες αποφάσεις που αφορούν κρίσιμες αλλαγές στην ενεργειακή στρατηγική».
Από το σημείο αυτό και μετά, η αποστολή των πετρελαϊκών εταιρειών ήταν σαφής: Θα κάνουμε ό, τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουμε ότι ένα κίνημα για το κλίμα δεν θα μπορέσει -και ακόμη και εάν το επιχειρήσει, δεν θα τα καταφέρει- να εμποδίσει την εταιρεία από το κυνήγι του κέρδους που συνδέεται με την υψηλή κατανάλωση υδρογάνθρακα. Όπερ και εγένετο. Μια ματιά στον ένοικο του Λευκού Οίκου Ντόναλντ Τραμπ -και στον υπουργό Εξωτερικών, τον Mr Exxon Mobil, Ρεξ Τίλερσον - αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι η συναίνεση την οποία εξαγόρασαν εν ψυχρώ οι γίγαντες του πετρελαίου άξιζε μέχρι την τελευταία δεκάρα.
Πώς το έκαναν; Χάρη σε μερικά έγγραφα που διέρρευσαν και σε μια διαδρομή κεφαλαίων που αποκαλύφθηκε, έχουμε μια ιδέα όσον αφορά την κλίμακα της κυνικής και άγριας αυτής εκστρατείας μέσω της οποίας οι εταιρείες αποφάσισαν να σαμποτάρουν το κίνημα για την προστασία του κλίματος.
Η άρνηση περί κλιματικής αλλαγής δεν ήταν βεβαίως, ένας ορθολογικός σκεπτικισμός, αλλά η κατασκευασμένη ιστορία μιας πανίσχυρης ελίτ που ήθελε να εξασφαλίσει τα κέρδη της και να διασφαλίσει το status quo της. Το 1989, η Exxon έδωσε το «παρών» στη Global Climate Coalition, όπου ένα λόμπι με τους γνωστούς μεγάλους παίκτες, όπως οι Shell, BP και Texaco, κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια σε μέτρα που θα περιόριζαν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Το γεγονός ότι από το Πρωτόκολλο του Κιότο, που υπογράφτηκε το 1997 και προέκυψε από τη Διεθνή Σύμβαση για την κλιματική αλλαγή, που είχε υπογραφεί στη Διάσκεψη του Ρίο το 1992, έλαμψαν οι ΗΠΑ διά της απουσίας τους, ήταν μία τεράστια νίκη. Μία νίκη που κόστισε στους πετρελαιάδες 13 εκατ. δολάρια μόνο όσον αφορά στη διαφήμιση.
Το 1999, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου (API) δημιούργησε το «Global Climate Science Communications Plan», το οποίο ακούγεται ωραία, αλλά μοιάζει με φάρσα.
Χαρακτηριστικό του «σχεδίου» είναι ένα υπόμνημα πέντε σημείων το οποίο αναφέρει ότι «η νίκη θα επιτευχθεί όταν…
Ο οδικός χάρτης προς τη νίκη ήταν έτοιμος. Το API «στρατολόγησε και εκπαίδευσε μια ομάδα πέντε ανεξάρτητων επιστημόνων για να βγαίνουν στα μέσα ενημέρωσης».
Συν τοις άλλοις, έβαλαν στο στόχαστρο τους τη νέα γενιά. Χρησιμοποιώντας αντιεπιστημονικά εργαλεία βρήκαν τρόπο να μπουν στα σχολεία -σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι συνέπειες της στρατηγικής τους δημιούργησαν ένα πρόβλημα που επιμένει ακόμη και σήμερα. Πώς το κατάφεραν; Θέτοντας μία σειρά ερωτημάτων, όπως
«Κι αν δεν μπορούσαμε να γεμίσουμε το ρεζερβουάρ ενός αυτοκινήτου; Κι αν ήταν πιο ακριβό;... Εάν τα αεροπλάνα και τα φορτηγά δεν μπορούσαν να τροφοδοτηθούν εύκολα ή ήταν πιο ακριβά τα καύσιμα, πόσο αυτό θα επηρέαζε τα προϊόντα που εσείς και οι γονείς σας αγοράζετε στα καταστήματα;... Ξέρατε ότι οι συσκευές αναπαραγωγής CD, DVD, το μελάνι, κάποια ρούχα, οι υπολογιστές, τα κοντέινερς, τα τηλέφωνα και η οδοντόκρεμα είναι υποπροϊόντα πετρελαίου;… Πώς θα ήταν η ζωή σου χωρίς αυτά;»
Δεν σταμάτησαν εκεί. Κάποιες εταιρείες έπεσαν τόσο χαμηλά ώστε έστειλαν πλαστές επιστολές, χρησιμοποιώντας το όνομα μη κερδοσκοπικών οργανώσεων - μεταξύ αυτών και της NAACP - για να επηρεάσουν μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου για να ψηφίσουν κατά των μέτρων καθαρής ενέργειας.
Άλλοι κατέφυγαν σε άμεση δωροδοκία χρηματίζοντας με εκατομμύρια δολάρια Αμερικανούς γερουσιαστές για να εξαγοράσουν την «πίστη» τους.
Πάνω από 100 εκατομμύρια πετρο-δολάρια δόθηκαν σε υποψήφιους για προεδρία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2015.
Για τους επιστήμονες οι οποίοι συμμετείχαν στην πρώτη εκείνη παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα, η γέννηση του νεοφιλελευθερισμού και η κατακόρυφη άνοδος των εταιρειών ήταν μια ατυχής σύμπτωση. Ίσως, όμως δεν επρόκειτο για την απόλυτη έκπληξη.
Ο E.K. Fedorov υπογράμμιζε στην εισήγηση του το έργο πολλών οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και του σοσιαλιστή οικονομολόγου Jan Tinbergen. Ο Tinbergen μιλά για τη «δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας τάξης, ενός συστήματος συνεργασίας μεταξύ χωρών σε παγκόσμια κλίμακα, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της εθνικής οικονομίας από μια ανώτερη αρχή στην οποία κάθε κράτος θα μεταβιβάζει μέρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων του».
«Στις καπιταλιστικές χώρες απουσιάζει η έννοια του στόχου. Υπάρχουν μόνο επιθυμίες για περαιτέρω ανάπτυξη, και αυτές ποικίλλουν ανάλογα με τις επιταγές οργανισμών και ομάδων. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σαφείς στόχοι ούτε τρόποι επίτευξης που να αφορούν την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ο Λάσλο [οικονομολόγος της Ουγγαρίας] ζητά την ανάπτυξη, την υιοθέτηση και την επιδίωξη ορισμένων ορθολογικών στόχων για όλη την ανθρωπότητα, την οποία ονομάζει «’επανάσταση στόχων’».
Παρά τα σημαντικά μειονεκτήματα τους, οι επιστήμονες δεν κατέβηκαν σε εκείνον τον πόλεμο απολύτως αφελείς ως προς τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Όπως οι εταιρείες πετρελαίου, έτσι κι εκείνοι, είχαν το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
«Η πρόβλεψη για τα παγκόσμια ενεργειακά αποθέματα μέχρι το τέλος της χιλιετίας δεν είναι λιγότερο δυσοίωνη. Εκτιμάται ότι μέχρι το έτος 2000 η ανάγκη του πλανήτη για πετρέλαιο θα έχει ξεπεράσει κατά πολύ την παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου, ακόμη και με 50% αύξηση των τιμών. Προσπαθώντας να καλύψουμε στις ενεργειακές μας ανάγκες, θέτουμε υπό απειλή το παγκόσμιο κλίμα με τεράστιες συνέπειες για την παγκόσμια κοινωνία».
Ο White είχε δικαιωθεί. Όταν πέθανε το 2010, η κλιματική αλλαγή αποτελούσε ήδη ένα τεράστιο πρόβλημα. Μετά από δεκαετίες αποτυχημένων συμφωνιών και πρωτοκόλλων και κυρίως, χαμένων στόχων, η στροφή του αιώνα μας έβγαλε στη «decade zero» (όπως αποκαλείται η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα από τους επιστήμονες της κλιματικής αλλαγής. Μία δεκαετία «δυσοίωνη» όπως ακριβώς την είχε προβλέψει, με τα σημάδια της κατάρρευσης να είναι πιο βίαια και απρόβλεπτα όσο ποτέ.
http://tvxs.gr/news/kosmos/pos-oi-petrelaikes-polemisan-kinima-gia-tin-klimatiki-allagi
Η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα του 1979 ήταν η πρώτη που έδωσε την ευκαιρία για μία διεξοδική συζήτηση όσον αφορά το ασυνήθιστο και πολύπλοκο φαινόμενο που ονομάζεται «κλιματική αλλαγή». Παρά το γεγονός ότι, η άποψη πως η κλιματική αλλαγή είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν ήταν καινούργια, ελλείψει τεκμηριωμένης επιστημονικής έρευνας η διάσκεψη ολοκληρώθηκε επισήμως με το συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει λόγος πανικού και ότι, η κατάσταση παραμένει «business as usual».
Αλλά οι επιστήμονες που συγκεντρώθηκαν στη Γενεύη από τις 12 έως τις 23 Φεβρουαρίου του 1979 ήθελαν να αλλάξουν τα πράγματα. Εκπρόσωποι πολλών και διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, παρουσίασαν σειρά εγγράφων του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, τα οποία έδιναν σαφέστατη εικόνα του τι ακριβώς συνέβαινε στη Γη.
Σχεδόν 40 χρόνια πριν, οι επιστήμονες όχι μόνο προσδιόρισαν με απόλυτη σαφήνεια την ανθρώπινη δραστηριότητα ως τον πλέον σημαντικό παράγοντα για την κλιματική αλλαγή, αλλά επίσης, προέβλεψαν ότι, εάν τα κράτη αγνοήσουν το πρόβλημα, τα χειρότερα είναι μπροστά. Διευκρίνισαν με κάθε λεπτομέρεια πώς θα είναι ο πλανήτης στο τέλος της χιλιετίας στην περίπτωση κατά την οποία δεν γίνουν ριζικές αλλαγές και επιπλέον, κατέθεσαν σχέδιο δράσης.
Ο πρόεδρος της διάσκεψης εκείνης, Robert M. White, είχε πει στην εναρκτήρια ομιλία του:
«Σε κάτι περισσότερο από είκοσι χρόνια, θα γιορτάσουμε το έτος 2000. Η χιλιετία αυτή θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει το τέλος μιας εποχής στη σχέση της ανθρωπότητας με τον πλανήτη και την αρχή μιας νέας. Το millennium μπορεί να σηματοδοτήσει μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίον ο πλανήτης στηρίζει την ανθρώπινη ζωή ή, τουλάχιστον στους τρόπους με τους οποίους θα γίνει στο μέλλον. Υπάρχουν πολλοί που θα διαφωνήσουν με το χρονοδιάγραμμα της θεμελιώδους αυτής αλλαγής, λίγοι ωστόσο, διαφωνούν με το ενδεχόμενο. Με οποιοδήποτε κριτήριο, είτε πρόκειται για τον πληθυσμό, την τροφή, την ενέργεια ή την κατάσταση του περιβάλλοντος, είναι βέβαιο ότι γύρω στο 2000 θα περάσουμε σε μια νέα παγκόσμια κατάσταση. Η μετάβαση αυτή θα σηματοδοτήσει επίσης ένα νέο επίπεδο ως προς τη σημασία που αποκτά το κλίμα για την ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία».
Η ομιλία εκείνη, το μακρινό 1979, φαινόταν δυσοίωνη. Στην ατζέντα ανέβηκε αίφνης ένα διαφορετικό θέμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων της διάσκεψης υποστήριζε μία σχεδόν ουτοπική αισιοδοξία: «Μπορούμε να συμβάλουμε σε ένα λαμπρό μέλλον για την ανθρωπότητα με εθνικές και διεθνείς δράσεις… να βελτιώσουμε την οικονομική και περιβαλλοντική ευημερία των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και να μετριάσουμε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», δήλωνε ο White. «Η διάσκεψη μπορεί να είναι η αρχή αυτής της διαδικασίας», σημείωσε κλείνοντας την τοποθέτηση του.
Μία ατυχής σύμπτωση
Φυσικά, όπως αποδείχτηκε το 1979 δεν ήταν το σημείο καμπής που θα επιθυμούσε ο White -σημείο καμπής όμως, ήταν έτσι ή, αλλιώς.
Τον Μάιο της χρονιάς εκείνης, η συντηρητική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερκατέγραψε μία συντριπτική νίκη στη Βρετανία. Η Θάτσερ εγκαινίασε μια νέα εποχή οικονομικής πολιτικής που θα απογειωνόταν παγκοσμίως και θα γινόταν γνωστή ως νεοφιλελευθερισμός, μια «τροποποίηση» του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς που έδινε ελευθερίες στις εταιρείες και αποδυνάμωνε κάθε έννοια κρατικής παρέμβασης, καταστρέφοντας στην ουσία και το παραμικρό ίχνος κολεκτιβισμού, που είχε απομείνει στην μεταπολεμικό κόσμο. Κατά τη Θάτσερ δεν υπήρχε κοινότητα, υπήρχαν άτομα, δεν υπήρχε κοινωνία μόνο ιδιώτες. Το γεγονός ότι, έπαψε να υφίσταται η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνίας, σκότωσε και την παραμικρή ελπίδα να αποτραπεί η κλιματική αλλαγή.
Οι επιστήμονες στη Γενεύη προσπάθησαν να πείσουν τις κυβερνήσεις για την επικείμενη απειλή, αλλά δεν είχαν ιδέα των αλλαγών που εντωμεταξύ συντελούνταν στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και έμελε να υπονομεύσουν τους στόχους τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον υιοθήτησαν μία απολογητική στάση, δηλώνοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «τα κράτη ζητούν να μάθουν πού πρέπει να εστιάσουν την προσπάθεια και τους πόρους, αλλά οι διεθνείς πόροι που μπορούν να διατεθούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι περιορισμένοι… επειδή ο αριθμός των επιστημόνων που είναι σε θέση να εργαστούν αποτελεσματικά στο ζήτημα είναι περιορισμένος».
Εάν ο White μπορούσε να ξέρει τότε αυτά που γνωρίζουμε τώρα, ότι δηλαδή οι κυβερνήσεις θα ενδιαφέρονταν περισσότερο για τα ιδιωτικά συμφέροντα παρά για τον πλανήτη, μάλλον το ύφος του δεν θα ήταν τόσο ήπιο απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της εξουσίας.
Οι επιστήμονες ήταν προνοητικοί, αλλά, βρίσκονταν πάντα δύο βήματα πίσω από τη νέα καπιταλιστική ατζέντα, η οποία κινούσε τα νήματα, φανερά και κρυφά σε ένα παράλληλο γι’ αυτούς σύμπαν. Όπως γράφει το redpepper.org., οι εταιρείες καυσίμων ήξεραν τη ζημία που προκαλούσαν στο περιβάλλον ήδη από το 1977, δύο χρόνια πριν τη διάσκεψη.
Η Exxon είχε διεξάγει τη δική της επιστημονική έρευνα για την κλιματική αλλαγή πριν το θέμα γίνει mainstream. Αυτή η έξυπνη και απολύτως ρεαλιστική κίνηση έδωσε στην εταιρία τον χρόνο που χρειαζόταν για να χτίσει την άμυνα της και να προετοιμάσει τη στρατηγική της προκειμένου να αντιμετωπίσει την αντιπαράθεση που ήξερε ότι θα ξεσπάσει όταν τα επιστημονικά δεδομένα θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.
Τον Ιούλιο του 1977, ένας κορυφαίος επιστήμονας που δούλευε για λογαριασμό της Exxon, ο James Black, δήλωσε στην επιτροπή διαχείρισης ότι «ο άνθρωπος έχει ένα χρονικό περιθώριο πέντε έως δέκα ετών, πριν έρθει η ώρα για δύσκολες αποφάσεις που αφορούν κρίσιμες αλλαγές στην ενεργειακή στρατηγική».
Από το σημείο αυτό και μετά, η αποστολή των πετρελαϊκών εταιρειών ήταν σαφής: Θα κάνουμε ό, τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουμε ότι ένα κίνημα για το κλίμα δεν θα μπορέσει -και ακόμη και εάν το επιχειρήσει, δεν θα τα καταφέρει- να εμποδίσει την εταιρεία από το κυνήγι του κέρδους που συνδέεται με την υψηλή κατανάλωση υδρογάνθρακα. Όπερ και εγένετο. Μια ματιά στον ένοικο του Λευκού Οίκου Ντόναλντ Τραμπ -και στον υπουργό Εξωτερικών, τον Mr Exxon Mobil, Ρεξ Τίλερσον - αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι η συναίνεση την οποία εξαγόρασαν εν ψυχρώ οι γίγαντες του πετρελαίου άξιζε μέχρι την τελευταία δεκάρα.
Πώς το έκαναν; Χάρη σε μερικά έγγραφα που διέρρευσαν και σε μια διαδρομή κεφαλαίων που αποκαλύφθηκε, έχουμε μια ιδέα όσον αφορά την κλίμακα της κυνικής και άγριας αυτής εκστρατείας μέσω της οποίας οι εταιρείες αποφάσισαν να σαμποτάρουν το κίνημα για την προστασία του κλίματος.
Η άρνηση περί κλιματικής αλλαγής δεν ήταν βεβαίως, ένας ορθολογικός σκεπτικισμός, αλλά η κατασκευασμένη ιστορία μιας πανίσχυρης ελίτ που ήθελε να εξασφαλίσει τα κέρδη της και να διασφαλίσει το status quo της. Το 1989, η Exxon έδωσε το «παρών» στη Global Climate Coalition, όπου ένα λόμπι με τους γνωστούς μεγάλους παίκτες, όπως οι Shell, BP και Texaco, κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια σε μέτρα που θα περιόριζαν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Το γεγονός ότι από το Πρωτόκολλο του Κιότο, που υπογράφτηκε το 1997 και προέκυψε από τη Διεθνή Σύμβαση για την κλιματική αλλαγή, που είχε υπογραφεί στη Διάσκεψη του Ρίο το 1992, έλαμψαν οι ΗΠΑ διά της απουσίας τους, ήταν μία τεράστια νίκη. Μία νίκη που κόστισε στους πετρελαιάδες 13 εκατ. δολάρια μόνο όσον αφορά στη διαφήμιση.
Το 1999, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου (API) δημιούργησε το «Global Climate Science Communications Plan», το οποίο ακούγεται ωραία, αλλά μοιάζει με φάρσα.
Χαρακτηριστικό του «σχεδίου» είναι ένα υπόμνημα πέντε σημείων το οποίο αναφέρει ότι «η νίκη θα επιτευχθεί όταν…
- Ο μέσος πολίτης ‘κατανοήσει’ (αναγνωρίσει) τις αβεβαιότητες στην επιστήμη του κλίματος και η αναγνώριση αυτών γίνουν μέρος της ‘συμβατικής σοφίας’
- Τα μέσα ενημέρωσης ‘κατανοήσουν’ (αναγνωρίσουν) τις αβεβαιότητες στην επιστήμη του κλίματος
- Η βιομηχανία που έχει κυρίαρχη θέση κατανοήσει τις αβεβαιότητες στην επιστήμη του κλίματος, καθιστώντας τις εταιρείες του κλάδου ως τους ισχυρότερους πρεσβευτές εκείνων που διαμορφώνουν την πολιτική για το κλίμα
- Εκείνοι που προωθούν τη Συνθήκη του Κιότο βασιζόμενοι σε επιστημονικές μελέτες φαίνεται ότι δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα…»
Ο οδικός χάρτης προς τη νίκη ήταν έτοιμος. Το API «στρατολόγησε και εκπαίδευσε μια ομάδα πέντε ανεξάρτητων επιστημόνων για να βγαίνουν στα μέσα ενημέρωσης».
Συν τοις άλλοις, έβαλαν στο στόχαστρο τους τη νέα γενιά. Χρησιμοποιώντας αντιεπιστημονικά εργαλεία βρήκαν τρόπο να μπουν στα σχολεία -σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι συνέπειες της στρατηγικής τους δημιούργησαν ένα πρόβλημα που επιμένει ακόμη και σήμερα. Πώς το κατάφεραν; Θέτοντας μία σειρά ερωτημάτων, όπως
«Κι αν δεν μπορούσαμε να γεμίσουμε το ρεζερβουάρ ενός αυτοκινήτου; Κι αν ήταν πιο ακριβό;... Εάν τα αεροπλάνα και τα φορτηγά δεν μπορούσαν να τροφοδοτηθούν εύκολα ή ήταν πιο ακριβά τα καύσιμα, πόσο αυτό θα επηρέαζε τα προϊόντα που εσείς και οι γονείς σας αγοράζετε στα καταστήματα;... Ξέρατε ότι οι συσκευές αναπαραγωγής CD, DVD, το μελάνι, κάποια ρούχα, οι υπολογιστές, τα κοντέινερς, τα τηλέφωνα και η οδοντόκρεμα είναι υποπροϊόντα πετρελαίου;… Πώς θα ήταν η ζωή σου χωρίς αυτά;»
Δεν σταμάτησαν εκεί. Κάποιες εταιρείες έπεσαν τόσο χαμηλά ώστε έστειλαν πλαστές επιστολές, χρησιμοποιώντας το όνομα μη κερδοσκοπικών οργανώσεων - μεταξύ αυτών και της NAACP - για να επηρεάσουν μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου για να ψηφίσουν κατά των μέτρων καθαρής ενέργειας.
Άλλοι κατέφυγαν σε άμεση δωροδοκία χρηματίζοντας με εκατομμύρια δολάρια Αμερικανούς γερουσιαστές για να εξαγοράσουν την «πίστη» τους.
Πάνω από 100 εκατομμύρια πετρο-δολάρια δόθηκαν σε υποψήφιους για προεδρία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2015.
Για τους επιστήμονες οι οποίοι συμμετείχαν στην πρώτη εκείνη παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα, η γέννηση του νεοφιλελευθερισμού και η κατακόρυφη άνοδος των εταιρειών ήταν μια ατυχής σύμπτωση. Ίσως, όμως δεν επρόκειτο για την απόλυτη έκπληξη.
Ο E.K. Fedorov υπογράμμιζε στην εισήγηση του το έργο πολλών οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και του σοσιαλιστή οικονομολόγου Jan Tinbergen. Ο Tinbergen μιλά για τη «δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας τάξης, ενός συστήματος συνεργασίας μεταξύ χωρών σε παγκόσμια κλίμακα, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της εθνικής οικονομίας από μια ανώτερη αρχή στην οποία κάθε κράτος θα μεταβιβάζει μέρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων του».
«Στις καπιταλιστικές χώρες απουσιάζει η έννοια του στόχου. Υπάρχουν μόνο επιθυμίες για περαιτέρω ανάπτυξη, και αυτές ποικίλλουν ανάλογα με τις επιταγές οργανισμών και ομάδων. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σαφείς στόχοι ούτε τρόποι επίτευξης που να αφορούν την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ο Λάσλο [οικονομολόγος της Ουγγαρίας] ζητά την ανάπτυξη, την υιοθέτηση και την επιδίωξη ορισμένων ορθολογικών στόχων για όλη την ανθρωπότητα, την οποία ονομάζει «’επανάσταση στόχων’».
Παρά τα σημαντικά μειονεκτήματα τους, οι επιστήμονες δεν κατέβηκαν σε εκείνον τον πόλεμο απολύτως αφελείς ως προς τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Όπως οι εταιρείες πετρελαίου, έτσι κι εκείνοι, είχαν το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
«Η πρόβλεψη για τα παγκόσμια ενεργειακά αποθέματα μέχρι το τέλος της χιλιετίας δεν είναι λιγότερο δυσοίωνη. Εκτιμάται ότι μέχρι το έτος 2000 η ανάγκη του πλανήτη για πετρέλαιο θα έχει ξεπεράσει κατά πολύ την παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου, ακόμη και με 50% αύξηση των τιμών. Προσπαθώντας να καλύψουμε στις ενεργειακές μας ανάγκες, θέτουμε υπό απειλή το παγκόσμιο κλίμα με τεράστιες συνέπειες για την παγκόσμια κοινωνία».
Ο White είχε δικαιωθεί. Όταν πέθανε το 2010, η κλιματική αλλαγή αποτελούσε ήδη ένα τεράστιο πρόβλημα. Μετά από δεκαετίες αποτυχημένων συμφωνιών και πρωτοκόλλων και κυρίως, χαμένων στόχων, η στροφή του αιώνα μας έβγαλε στη «decade zero» (όπως αποκαλείται η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα από τους επιστήμονες της κλιματικής αλλαγής. Μία δεκαετία «δυσοίωνη» όπως ακριβώς την είχε προβλέψει, με τα σημάδια της κατάρρευσης να είναι πιο βίαια και απρόβλεπτα όσο ποτέ.
http://tvxs.gr/news/kosmos/pos-oi-petrelaikes-polemisan-kinima-gia-tin-klimatiki-allagi