του Γιώργου Ρακκά
Το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα εμφανίζει διάφορες ιδιαιτερότητες σε σχέση με το παγκόσμιο φαινόμενο –απόρροια των γεωγραφικών, κοινωνικών και ιστορικών ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας. Για παράδειγμα, ακούμε συχνά πως η Ελλάδα εντάσσεται στην κατηγορία εκείνων των χωρών όπου, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπήρξαν χώρες προέλευσης μεταναστών, για να εξελιχθούν σε χώρες υποδοχής μεταναστών, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα. Ταυτόχρονα όμως και μέσα στις συνθήκες της κρίσης, καταγράφεται μια έντονη τάση «διαφυγής εγκεφάλων», δηλαδή μετανάστευσης μορφωμένου, υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ιδιαίτερα τη Γερμανία. Και, βέβαια, στη μακρά ιστορική διάρκεια, η Ελλάδα, όντας ένας μεθοριακός ιστορικός χώρος, μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, του Βορρά και του Νότου, αντιμετωπίζει κατ’ εξοχήν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, ειρηνικές ή μη.
Έτσι, πλευρές του φαινομένου μπορούν να ιδωθούν ως τομές ή ως συνέχειες παλαιότερων τάσεων: Η Δύση υπέβαλε τον ελληνικό χώρο σε έντονη «απομύζηση εγκεφάλων» κατά τα υστεροβυζαντινά χρόνια, καθώς οι Έλληνες τεχνίτες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι μετανάστευαν προς τη Δύση και συνέβαλλαν αποφασιστικά στην Αναγέννηση. Και, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα, με την υποδοχή των ογκούμενων μεταναστευτικών ρευμάτων, είναι συνέχεια αντίστοιχων σε πυκνότητα και ένταση ρευμάτων που διήλθαν από εδώ, κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια ή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αξίζει να επιμείνουμε στις πτυχές εκείνες που αφορούν στην ιδιαιτερότητα του ελληνικού φαινομένου, καθώς και στο γεγονός ότι παραπέμπει σε τάσεις που επιμένουν στη μακρά ιστορική διάρκεια, διότι αυτές οι πτυχές είναι που παραλείπονται από τη σχετική δημόσια συζήτηση του φαινομένου –και βέβαια είναι οι πιο κρίσιμες για να κατανοήσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις.
Πόσοι είναι οι μετανάστες στην Ελλάδα;
Η ιδιαιτερότητα του φαινομένου αναδεικνύεται και στις πιο απλές εκφράσεις του – για παράδειγμα, στον προσδιορισμό του πληθυσμού των μεταναστών που αυτήν τη στιγμή ζουν στην Ελλάδα. Ακόμα και σ’ αυτό το τόσο απλό επίπεδο, τα στοιχεία που υπάρχουν είναι ισχνά και συγκεχυμένα, ενώ οι εκτιμήσεις που έχουν πραγματοποιήσει κατά καιρούς επίσημοι φορείς εμφανίζουν μεγάλη απόκλιση μεταξύ τους, σε σημείο να έχει δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον αριθμό των μεταναστών που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ελλάδα. Ασφαλώς, η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει την εγκληματική αδιαφορία του κράτους και των αρχουσών τάξεων να διαμορφώσουν πολιτικές πάνω σ’ ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα.
Το πρόβλημα έχει να κάνει με την, έστω και κατά προσέγγιση, εκτίμηση των παράνομων μεταναστών που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα. Ο αριθμός των νόμιμων είναι γνωστός. Βάσει της Γενικής Γραμματείας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής, ο αριθμός των νόμιμων μεταναστών ανερχόταν το 2011 σε 621.178 άτομα. Γενικά, η τάση των νόμιμων μεταναστών στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα των Αλβανών που κυριαρχούσαν στην ελληνική αγορά εργασίας κατά τη δεκαετία του 1980, είναι να μειώνονται, λόγω της κρίσης, της ακρίβειας, της ανεργίας και της γενικότερης επιδείνωσης των όρων ζωής.
Για τους μη νόμιμους μετανάστες, τώρα, οι εκτιμήσεις ποικίλουν. Το 2011, το ΕΛΙΑΜΕΠ ανακοίνωσε ότι ανέρχονται στους 350.000-400.000, δηλαδή ότι, ως σύνολο, ο αριθμός των μεταναστών προσεγγίζει το 1.050.000-1.140.000. Πρόκειται για την πιο συγκρατημένη εκτίμηση, αν και ακόμα και αυτή καταγράφει μια αύξηση της τάξης του 120% σε σχέση με το 2008. Κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορα σενάρια και αριθμοί στις εφημερίδες: Το 2009, ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ και νυν στέλεχος του ΛΑΟΣ, Ι. Κοραντής, ανέφερε ότι οι μετανάστες στην Ελλάδα προσεγγίζουν τους 1.800.000, ενώ δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας, των αρχών του 2011, ανέφερε ότι πηγές από το αρχηγείο της ΕΛΑΣ ανεβάζουν τον αριθμό στις 2.300.000. Τέλος, πιο πρόσφατο δημοσίευμα του Βήματος ανέφερε ότι, βάσει των στοιχείων του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, στην Ελλάδα ζουν 800.000 παράνομοι μετανάστες.
Η σύγχυση προκύπτει από το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει καταγραφή του αριθμού των εισερχομένων στην Ελλάδα, αλλά και όσων καταφέρνουν να φύγουν από τη χώρα μας – γιατί είναι σαφές πλέον πως η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών που καταφθάνουν στην Ελλάδα θέλουν να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη. Ως προς τους εισερχόμενους, υπάρχει μόνον ο αριθμός αυτών που συλλαμβάνονται, αλλά η διεθνής βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι η αναλογία αυτών που συλλαμβάνονται και αυτών που καταφέρουν να διέλθουν παράνομα τα σύνορα είναι 1 προς 2 με 1 προς 4.
Τούτο σημαίνει, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, το 2010 συνελήφθησαν για παράνομη είσοδο ή διαμονή στη χώρα περίπου 132.500 αλλοδαποί, και από αυτούς απελάθηκαν οι 52.469. Προκειμένου να αποκτήσουμε μια εικόνα για το πόσοι μπορεί να εισήλθαν από τα σύνορα, θα πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τους 80.262 που απομένουν επί 2 ή επί 4. Και πάλι δεν θα έχουμε ακριβή εικόνα, καθώς δεν γνωρίζουμε πόσοι κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα. Βεβαίως, υπάρχουν μέθοδοι για να γίνουν ασφαλέστερες εκτιμήσεις, με αναγωγή και κατάρτιση ακριβέστερων πολλαπλασιαστών, βάσει ορισμένων παραγόντων που μπορούν να δώσουν ορισμένες ενδείξεις (όπως λόγου χάρη την παρουσία των παιδιών στα σχολεία ή τα νοσοκομεία, μέσω της απασχόλησης κ.ο.κ.), εντούτοις εδώ υπεισέρχεται η εγκληματική αδιαφορία του κράτους, που αδυνατεί να καταγράψει έστω το πρόβλημα.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, είναι σαφές ότι το ποσοστό των μεταναστών που βρίσκονται σήμερα στη χώρα μας είναι πολύ μεγάλο, αναλογικά ένα από τα μεγαλύτερα της Δυτικής Ευρώπης. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ως προς αυτό, με κυριότερη τη σαφώς καταγεγραμμένη τάση αύξησης των μεταναστευτικών ρευμάτων που καταφθάνουν στη χώρα μας, ιδιαίτερα μέσω του χερσαίου διαδρόμου του Έβρου. Το γεγονός αυτό το έχει ομολογήσει και η Φρόντεξ, που δηλώνει σχεδόν αδυναμία να ελέγξει το φαινόμενο, το οποίο λόγω και των γεγονότων στις αφρικανικές όχθες της Μεσογείου, με το μπλοκάρισμα των μεταναστευτικών διαδρόμων που κατέληγαν στην Ισπανία και την Ιταλία, αναμένεται να επιταθεί ακόμα περισσότερο. Υπό αυτή την έννοια, η εκτίμηση του ΕΛΙΑΜΕΠ φαίνεται υπερβολικά συγκρατημένη, και αυτό το 1.1 εκ. που δίνει μπορούμε μόνο να το θεωρήσουμε ως αφετηρία των εκτιμήσεών μας. Βεβαίως, από την άλλη, είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία θα παρουσίαζε διαφορετικής φύσεως, έκτασης και εμβέλειας φαινόμενα, αν ζούσαν στους κόλπους της 20% μετανάστες όπως ισχυρίζονται οι ανώνυμες πηγές. Η αλήθεια, επομένως, πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση: Αν δηλαδή οι παράνομοι μετανάστες είναι κάπου 800.000-900.000, τότε ο συνολικός αριθμός των μεταναστών που ζουν στην ελληνική κοινωνία είναι περί τα 1.500.000 – 1.700.000 εκατομμύρια, που ήδη αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο ποσοστό επί του συνόλου του πληθυσμού. Μιλάμε, δηλαδή, περίπου το 13,5%-15% του συνόλου, ποσοστό ανάλογο με εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής!
Και πάλι όμως, τα μεγέθη αυτά δεν είναι ικανά να εκφράσουν τον πραγματικό δυναμισμό του φαινομένου, καθώς τα ποσοστά των μεταναστών επί του συνόλου, στις παραγωγικές ηλικίες και τους εργαζόμενους, είναι πολύ μεγαλύτερα: Σύμφωνα με τον Κ. Γεώρμα, ο παραγωγικός πληθυσμός των αλλοδαπών πλησιάζει το 80% του πληθυσμού τους, ενώ για τους Έλληνες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 66.2%. Αντίστοιχες αποκλίσεις εμφανίζονται στη δημογραφική δυναμική των δύο συνόλων, η οποία καταγράφεται και στη σχέση Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία (1 προς 10, με τους Έλληνες να μειώνονται λόγω δημογραφικής κρίσης και τους αλλοδαπούς να αυξάνονται). Η απόκλιση της δυναμικής μεταξύ των δύο πληθυσμιακών συνόλων είναι γνωστό ότι θα μεταβάλει τον δημογραφικό και εν τέλει τον εθνολογικό και πολιτιστικό χάρτη της χώρας κατά τις επόμενες δεκαετίες. Εξάλλου, είναι γνωστές οι εκτιμήσεις του ειδικού τμήματος του αρμόδιου επί του πληθυσμού του ΟΗΕ, που υποστηρίζουν ότι, διαδοχικά, κατά τις επόμενες δεκαετίες το ποσοστό των μεταναστών στην Ελλάδα θα ανέλθει στην τάξη του 20%-25% μέχρι τα τέλη του 2020.
Μεγάλος μετασχηματισμός
Τυπικά, και σε ό,τι αφορά στη μετανάστευση, η Ελλάδα βίωσε παρόμοιους μετασχηματισμούς με όλες τις δυτικές μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Σ’ αυτές, η μετανάστευση αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς πυλώνες της αποβιομηχάνισης, της τριτογενοποίησης των οικονομιών και της μεταστροφής στη χρηματιστηριοποίηση. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το κεφάλαιο στη Δύση είχε φτάσει σε μια κρίσιμη καμπή. Οι εργατικοί αγώνες στο εσωτερικό των δυτικών χωρών είχαν αυξήσει σε δυσθεώρητα ύψη τις κοινωνικές δαπάνες και συμπίεζαν ραγδαία τα ποσοστά κέρδους.
Σε απάντηση αυτής της τάσης υπήρξε μια κολοσσιαία αντεπανάσταση από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Οι βιομηχανίες και ο δευτερογενής τομέας μεταφέρθηκαν σε χώρες-εργαστήρια, όπως ήταν η Κίνα και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η Δύση στράφηκε προς τις υπηρεσίες, επικεντρώθηκε στις διευθυντικές και οργανωτικές λειτουργίες της παγκόσμιας –πλέον– παραγωγής, αλλά και στην κατανάλωση.
Ταυτόχρονα, μέσω της μετανάστευσης, αναδύθηκε μια δυαδική αγορά εργασίας, στην οποία οι ξένοι εργάτες αναλαμβάνουν τις χειρωνακτικές, αλλά και κοινωνικά απαξιωμένες θέσεις εργασίας, ενώ οι ντόπιοι εργαζόμενοι μετακινούνται σε δουλειές γραφείου, διευθυντικά πόστα ή στην αυτοαπασχόληση. Η διαίρεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, που άλλοτε εκφραζόταν μέσω της αντίθεσης των «μπλε» με τα «λευκά κολάρα», αποκτάει εθνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, καθώς οι εργασίες χαμηλότερου κοινωνικού κύρους αναλαμβάνονται πλέον από τους ξένους. Στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, γεννήθηκε μια τάση βαθύτατης κοινωνικής διαίρεσης, που έγινε γνωστή με την έννοια της «κοινωνίας των 2/3», ενώ ταυτόχρονα δόθηκε η δυνατότητα στα πλατιά μεσαία κοινωνικά στρώματα να αναπαραχθούν και να διευρύνουν την αγοραστική τους δύναμη. Λόγω της μετανάστευσης, έγινε εφικτό το πέρασμα σε μια κατάσταση που ταυτόχρονα χαρακτηριζόταν από επίταση των κοινωνικών ανισοτήτων και διεύρυνση της κατανάλωσης – τον μετασχηματισμό που τυπικά οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν «πέρασμα από τις κοινωνίες της εργασίας στις κοινωνίες της καταναλωτικής απόλαυσης». Οι αλλαγές αυτές καταγράφονται σαφώς, ακόμα και στις νεοκλασικές οικονομικές μελέτες κόστους-οφέλους, σχετικά με τη μετανάστευση: Τα αποτελέσματα δείχνουν μείωση των μισθών στους χειρώνακτες, ταυτόχρονα διεύρυνση των διευθυντικών θέσεων εργασίας και μείωση των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, εντούτοις, στην Ελλάδα, οι μεταβολές αυτές συντελέσθηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ό,τι στη Δύση! Αιτία είναι η ιδιαίτερη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Πρώτον, και κυριότερο, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ελληνικός εκσυγχρονισμός της δεκαετίας του 1990 και του 2000 στηρίχτηκε αποφασιστικά στις κατασκευές και στον τουρισμό, δύο κλάδους που απορροφούν κατ’ εξοχήν φτηνή και συχνά μαύρη ξένη εργατική δύναμη και στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα στην εκμετάλλευσή της.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι κύριοι κλάδοι που ανταποκρίθηκαν άμεσα και άψογα στην ξαφνική παρουσία φτηνής και ελαστικής δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, αλλά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική εκδοχή της τριτογενοποίησης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανάπτυξη των προσωπικών και καταναλωτικών υπηρεσιών, σε μια αγορά εργασίας όπου κυριαρχούν οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτή η μορφή τριτογενοποίησης χαρακτηρίζεται, σε αντίθεση με το μοντέλο της «τρίτης Ιταλίας», από χαμηλή τεχνολογική σύνθεση του κεφαλαίου και στηρίζεται αποφασιστικά στη συμπίεση του εργατικού κόστους. Έτσι, η χρησιμοποίηση της φτηνής εργατικής δύναμης των μεταναστών εξελίχθηκε στην Ελλάδα –μαζί με τις παροχές του κράτους και τα ευρωπαϊκά προγράμματα– σε αποφασιστικό παράγοντα που διέσωζε την κερδοφορία όλων των ελληνικών επιχειρήσεων, σε εποχές μάλιστα όπου ο σκληρός ανταγωνισμός θα τις είχε οδηγήσει σε μαρασμό. Το ίδιο μοτίβο θα καθορίσει τον χαρακτήρα και της ελληνικής γεωργίας, κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες.
Τα στατιστικά στοιχεία επαληθεύουν αυτήν την ανάλυση: Οι μετανάστες απασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά σε τέσσερις κλάδους (κατασκευές, υπηρεσίες [κυρίως οικιακές], γεωργία, εμπόριο-ξενοδοχεία-εστιατόρια): Σύμφωνα με στοιχεία του 2007, το 25% των μεταναστών απασχολείται στις κατασκευές, ένα 20,5% στις υπηρεσίες, ένα 17,5% στη γεωργία και ένα 15,7% στην εστίαση, το εμπόριο και τον τουρισμό. Η μισθολογική διαφορά μεταξύ ξένων και ντόπιων εργαζομένων κυμαίνεται γύρω στο 40%, ενώ πάνω από το 50% από αυτούς απασχολούνται με μισθούς κατώτερους των 600 ευρώ. Και βέβαια, απόδειξη ότι η άτυπη, φθηνή εργασία κυριαρχεί μεταξύ των μεταναστών, είναι ότι οι μετανάστες απασχολούνται κατά 40% στην ανασφάλιστη εργασία. Γι’ αυτό, εξάλλου, στην Ελλάδα, η παράνομη μετανάστευση κυριαρχεί έναντι της νόμιμης, και οι παράνομοι μετανάστες βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά και έχουν μικρότερα ποσοστά ανεργίας από τους νόμιμους.
Το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα εμφανίζει διάφορες ιδιαιτερότητες σε σχέση με το παγκόσμιο φαινόμενο –απόρροια των γεωγραφικών, κοινωνικών και ιστορικών ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας. Για παράδειγμα, ακούμε συχνά πως η Ελλάδα εντάσσεται στην κατηγορία εκείνων των χωρών όπου, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπήρξαν χώρες προέλευσης μεταναστών, για να εξελιχθούν σε χώρες υποδοχής μεταναστών, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα. Ταυτόχρονα όμως και μέσα στις συνθήκες της κρίσης, καταγράφεται μια έντονη τάση «διαφυγής εγκεφάλων», δηλαδή μετανάστευσης μορφωμένου, υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ιδιαίτερα τη Γερμανία. Και, βέβαια, στη μακρά ιστορική διάρκεια, η Ελλάδα, όντας ένας μεθοριακός ιστορικός χώρος, μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, του Βορρά και του Νότου, αντιμετωπίζει κατ’ εξοχήν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, ειρηνικές ή μη.
Έτσι, πλευρές του φαινομένου μπορούν να ιδωθούν ως τομές ή ως συνέχειες παλαιότερων τάσεων: Η Δύση υπέβαλε τον ελληνικό χώρο σε έντονη «απομύζηση εγκεφάλων» κατά τα υστεροβυζαντινά χρόνια, καθώς οι Έλληνες τεχνίτες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι μετανάστευαν προς τη Δύση και συνέβαλλαν αποφασιστικά στην Αναγέννηση. Και, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα, με την υποδοχή των ογκούμενων μεταναστευτικών ρευμάτων, είναι συνέχεια αντίστοιχων σε πυκνότητα και ένταση ρευμάτων που διήλθαν από εδώ, κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια ή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αξίζει να επιμείνουμε στις πτυχές εκείνες που αφορούν στην ιδιαιτερότητα του ελληνικού φαινομένου, καθώς και στο γεγονός ότι παραπέμπει σε τάσεις που επιμένουν στη μακρά ιστορική διάρκεια, διότι αυτές οι πτυχές είναι που παραλείπονται από τη σχετική δημόσια συζήτηση του φαινομένου –και βέβαια είναι οι πιο κρίσιμες για να κατανοήσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις.
Πόσοι είναι οι μετανάστες στην Ελλάδα;
Η ιδιαιτερότητα του φαινομένου αναδεικνύεται και στις πιο απλές εκφράσεις του – για παράδειγμα, στον προσδιορισμό του πληθυσμού των μεταναστών που αυτήν τη στιγμή ζουν στην Ελλάδα. Ακόμα και σ’ αυτό το τόσο απλό επίπεδο, τα στοιχεία που υπάρχουν είναι ισχνά και συγκεχυμένα, ενώ οι εκτιμήσεις που έχουν πραγματοποιήσει κατά καιρούς επίσημοι φορείς εμφανίζουν μεγάλη απόκλιση μεταξύ τους, σε σημείο να έχει δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον αριθμό των μεταναστών που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ελλάδα. Ασφαλώς, η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει την εγκληματική αδιαφορία του κράτους και των αρχουσών τάξεων να διαμορφώσουν πολιτικές πάνω σ’ ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα.
Το πρόβλημα έχει να κάνει με την, έστω και κατά προσέγγιση, εκτίμηση των παράνομων μεταναστών που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα. Ο αριθμός των νόμιμων είναι γνωστός. Βάσει της Γενικής Γραμματείας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής, ο αριθμός των νόμιμων μεταναστών ανερχόταν το 2011 σε 621.178 άτομα. Γενικά, η τάση των νόμιμων μεταναστών στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα των Αλβανών που κυριαρχούσαν στην ελληνική αγορά εργασίας κατά τη δεκαετία του 1980, είναι να μειώνονται, λόγω της κρίσης, της ακρίβειας, της ανεργίας και της γενικότερης επιδείνωσης των όρων ζωής.
Για τους μη νόμιμους μετανάστες, τώρα, οι εκτιμήσεις ποικίλουν. Το 2011, το ΕΛΙΑΜΕΠ ανακοίνωσε ότι ανέρχονται στους 350.000-400.000, δηλαδή ότι, ως σύνολο, ο αριθμός των μεταναστών προσεγγίζει το 1.050.000-1.140.000. Πρόκειται για την πιο συγκρατημένη εκτίμηση, αν και ακόμα και αυτή καταγράφει μια αύξηση της τάξης του 120% σε σχέση με το 2008. Κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορα σενάρια και αριθμοί στις εφημερίδες: Το 2009, ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ και νυν στέλεχος του ΛΑΟΣ, Ι. Κοραντής, ανέφερε ότι οι μετανάστες στην Ελλάδα προσεγγίζουν τους 1.800.000, ενώ δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας, των αρχών του 2011, ανέφερε ότι πηγές από το αρχηγείο της ΕΛΑΣ ανεβάζουν τον αριθμό στις 2.300.000. Τέλος, πιο πρόσφατο δημοσίευμα του Βήματος ανέφερε ότι, βάσει των στοιχείων του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, στην Ελλάδα ζουν 800.000 παράνομοι μετανάστες.
Η σύγχυση προκύπτει από το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει καταγραφή του αριθμού των εισερχομένων στην Ελλάδα, αλλά και όσων καταφέρνουν να φύγουν από τη χώρα μας – γιατί είναι σαφές πλέον πως η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών που καταφθάνουν στην Ελλάδα θέλουν να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη. Ως προς τους εισερχόμενους, υπάρχει μόνον ο αριθμός αυτών που συλλαμβάνονται, αλλά η διεθνής βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι η αναλογία αυτών που συλλαμβάνονται και αυτών που καταφέρουν να διέλθουν παράνομα τα σύνορα είναι 1 προς 2 με 1 προς 4.
Τούτο σημαίνει, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, το 2010 συνελήφθησαν για παράνομη είσοδο ή διαμονή στη χώρα περίπου 132.500 αλλοδαποί, και από αυτούς απελάθηκαν οι 52.469. Προκειμένου να αποκτήσουμε μια εικόνα για το πόσοι μπορεί να εισήλθαν από τα σύνορα, θα πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τους 80.262 που απομένουν επί 2 ή επί 4. Και πάλι δεν θα έχουμε ακριβή εικόνα, καθώς δεν γνωρίζουμε πόσοι κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα. Βεβαίως, υπάρχουν μέθοδοι για να γίνουν ασφαλέστερες εκτιμήσεις, με αναγωγή και κατάρτιση ακριβέστερων πολλαπλασιαστών, βάσει ορισμένων παραγόντων που μπορούν να δώσουν ορισμένες ενδείξεις (όπως λόγου χάρη την παρουσία των παιδιών στα σχολεία ή τα νοσοκομεία, μέσω της απασχόλησης κ.ο.κ.), εντούτοις εδώ υπεισέρχεται η εγκληματική αδιαφορία του κράτους, που αδυνατεί να καταγράψει έστω το πρόβλημα.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, είναι σαφές ότι το ποσοστό των μεταναστών που βρίσκονται σήμερα στη χώρα μας είναι πολύ μεγάλο, αναλογικά ένα από τα μεγαλύτερα της Δυτικής Ευρώπης. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ως προς αυτό, με κυριότερη τη σαφώς καταγεγραμμένη τάση αύξησης των μεταναστευτικών ρευμάτων που καταφθάνουν στη χώρα μας, ιδιαίτερα μέσω του χερσαίου διαδρόμου του Έβρου. Το γεγονός αυτό το έχει ομολογήσει και η Φρόντεξ, που δηλώνει σχεδόν αδυναμία να ελέγξει το φαινόμενο, το οποίο λόγω και των γεγονότων στις αφρικανικές όχθες της Μεσογείου, με το μπλοκάρισμα των μεταναστευτικών διαδρόμων που κατέληγαν στην Ισπανία και την Ιταλία, αναμένεται να επιταθεί ακόμα περισσότερο. Υπό αυτή την έννοια, η εκτίμηση του ΕΛΙΑΜΕΠ φαίνεται υπερβολικά συγκρατημένη, και αυτό το 1.1 εκ. που δίνει μπορούμε μόνο να το θεωρήσουμε ως αφετηρία των εκτιμήσεών μας. Βεβαίως, από την άλλη, είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία θα παρουσίαζε διαφορετικής φύσεως, έκτασης και εμβέλειας φαινόμενα, αν ζούσαν στους κόλπους της 20% μετανάστες όπως ισχυρίζονται οι ανώνυμες πηγές. Η αλήθεια, επομένως, πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση: Αν δηλαδή οι παράνομοι μετανάστες είναι κάπου 800.000-900.000, τότε ο συνολικός αριθμός των μεταναστών που ζουν στην ελληνική κοινωνία είναι περί τα 1.500.000 – 1.700.000 εκατομμύρια, που ήδη αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο ποσοστό επί του συνόλου του πληθυσμού. Μιλάμε, δηλαδή, περίπου το 13,5%-15% του συνόλου, ποσοστό ανάλογο με εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής!
Και πάλι όμως, τα μεγέθη αυτά δεν είναι ικανά να εκφράσουν τον πραγματικό δυναμισμό του φαινομένου, καθώς τα ποσοστά των μεταναστών επί του συνόλου, στις παραγωγικές ηλικίες και τους εργαζόμενους, είναι πολύ μεγαλύτερα: Σύμφωνα με τον Κ. Γεώρμα, ο παραγωγικός πληθυσμός των αλλοδαπών πλησιάζει το 80% του πληθυσμού τους, ενώ για τους Έλληνες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 66.2%. Αντίστοιχες αποκλίσεις εμφανίζονται στη δημογραφική δυναμική των δύο συνόλων, η οποία καταγράφεται και στη σχέση Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία (1 προς 10, με τους Έλληνες να μειώνονται λόγω δημογραφικής κρίσης και τους αλλοδαπούς να αυξάνονται). Η απόκλιση της δυναμικής μεταξύ των δύο πληθυσμιακών συνόλων είναι γνωστό ότι θα μεταβάλει τον δημογραφικό και εν τέλει τον εθνολογικό και πολιτιστικό χάρτη της χώρας κατά τις επόμενες δεκαετίες. Εξάλλου, είναι γνωστές οι εκτιμήσεις του ειδικού τμήματος του αρμόδιου επί του πληθυσμού του ΟΗΕ, που υποστηρίζουν ότι, διαδοχικά, κατά τις επόμενες δεκαετίες το ποσοστό των μεταναστών στην Ελλάδα θα ανέλθει στην τάξη του 20%-25% μέχρι τα τέλη του 2020.
Μεγάλος μετασχηματισμός
Τυπικά, και σε ό,τι αφορά στη μετανάστευση, η Ελλάδα βίωσε παρόμοιους μετασχηματισμούς με όλες τις δυτικές μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Σ’ αυτές, η μετανάστευση αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς πυλώνες της αποβιομηχάνισης, της τριτογενοποίησης των οικονομιών και της μεταστροφής στη χρηματιστηριοποίηση. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το κεφάλαιο στη Δύση είχε φτάσει σε μια κρίσιμη καμπή. Οι εργατικοί αγώνες στο εσωτερικό των δυτικών χωρών είχαν αυξήσει σε δυσθεώρητα ύψη τις κοινωνικές δαπάνες και συμπίεζαν ραγδαία τα ποσοστά κέρδους.
Σε απάντηση αυτής της τάσης υπήρξε μια κολοσσιαία αντεπανάσταση από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Οι βιομηχανίες και ο δευτερογενής τομέας μεταφέρθηκαν σε χώρες-εργαστήρια, όπως ήταν η Κίνα και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η Δύση στράφηκε προς τις υπηρεσίες, επικεντρώθηκε στις διευθυντικές και οργανωτικές λειτουργίες της παγκόσμιας –πλέον– παραγωγής, αλλά και στην κατανάλωση.
Ταυτόχρονα, μέσω της μετανάστευσης, αναδύθηκε μια δυαδική αγορά εργασίας, στην οποία οι ξένοι εργάτες αναλαμβάνουν τις χειρωνακτικές, αλλά και κοινωνικά απαξιωμένες θέσεις εργασίας, ενώ οι ντόπιοι εργαζόμενοι μετακινούνται σε δουλειές γραφείου, διευθυντικά πόστα ή στην αυτοαπασχόληση. Η διαίρεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, που άλλοτε εκφραζόταν μέσω της αντίθεσης των «μπλε» με τα «λευκά κολάρα», αποκτάει εθνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, καθώς οι εργασίες χαμηλότερου κοινωνικού κύρους αναλαμβάνονται πλέον από τους ξένους. Στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, γεννήθηκε μια τάση βαθύτατης κοινωνικής διαίρεσης, που έγινε γνωστή με την έννοια της «κοινωνίας των 2/3», ενώ ταυτόχρονα δόθηκε η δυνατότητα στα πλατιά μεσαία κοινωνικά στρώματα να αναπαραχθούν και να διευρύνουν την αγοραστική τους δύναμη. Λόγω της μετανάστευσης, έγινε εφικτό το πέρασμα σε μια κατάσταση που ταυτόχρονα χαρακτηριζόταν από επίταση των κοινωνικών ανισοτήτων και διεύρυνση της κατανάλωσης – τον μετασχηματισμό που τυπικά οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν «πέρασμα από τις κοινωνίες της εργασίας στις κοινωνίες της καταναλωτικής απόλαυσης». Οι αλλαγές αυτές καταγράφονται σαφώς, ακόμα και στις νεοκλασικές οικονομικές μελέτες κόστους-οφέλους, σχετικά με τη μετανάστευση: Τα αποτελέσματα δείχνουν μείωση των μισθών στους χειρώνακτες, ταυτόχρονα διεύρυνση των διευθυντικών θέσεων εργασίας και μείωση των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, εντούτοις, στην Ελλάδα, οι μεταβολές αυτές συντελέσθηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ό,τι στη Δύση! Αιτία είναι η ιδιαίτερη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Πρώτον, και κυριότερο, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ελληνικός εκσυγχρονισμός της δεκαετίας του 1990 και του 2000 στηρίχτηκε αποφασιστικά στις κατασκευές και στον τουρισμό, δύο κλάδους που απορροφούν κατ’ εξοχήν φτηνή και συχνά μαύρη ξένη εργατική δύναμη και στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα στην εκμετάλλευσή της.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι κύριοι κλάδοι που ανταποκρίθηκαν άμεσα και άψογα στην ξαφνική παρουσία φτηνής και ελαστικής δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, αλλά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική εκδοχή της τριτογενοποίησης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανάπτυξη των προσωπικών και καταναλωτικών υπηρεσιών, σε μια αγορά εργασίας όπου κυριαρχούν οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτή η μορφή τριτογενοποίησης χαρακτηρίζεται, σε αντίθεση με το μοντέλο της «τρίτης Ιταλίας», από χαμηλή τεχνολογική σύνθεση του κεφαλαίου και στηρίζεται αποφασιστικά στη συμπίεση του εργατικού κόστους. Έτσι, η χρησιμοποίηση της φτηνής εργατικής δύναμης των μεταναστών εξελίχθηκε στην Ελλάδα –μαζί με τις παροχές του κράτους και τα ευρωπαϊκά προγράμματα– σε αποφασιστικό παράγοντα που διέσωζε την κερδοφορία όλων των ελληνικών επιχειρήσεων, σε εποχές μάλιστα όπου ο σκληρός ανταγωνισμός θα τις είχε οδηγήσει σε μαρασμό. Το ίδιο μοτίβο θα καθορίσει τον χαρακτήρα και της ελληνικής γεωργίας, κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες.
Τα στατιστικά στοιχεία επαληθεύουν αυτήν την ανάλυση: Οι μετανάστες απασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά σε τέσσερις κλάδους (κατασκευές, υπηρεσίες [κυρίως οικιακές], γεωργία, εμπόριο-ξενοδοχεία-εστιατόρια): Σύμφωνα με στοιχεία του 2007, το 25% των μεταναστών απασχολείται στις κατασκευές, ένα 20,5% στις υπηρεσίες, ένα 17,5% στη γεωργία και ένα 15,7% στην εστίαση, το εμπόριο και τον τουρισμό. Η μισθολογική διαφορά μεταξύ ξένων και ντόπιων εργαζομένων κυμαίνεται γύρω στο 40%, ενώ πάνω από το 50% από αυτούς απασχολούνται με μισθούς κατώτερους των 600 ευρώ. Και βέβαια, απόδειξη ότι η άτυπη, φθηνή εργασία κυριαρχεί μεταξύ των μεταναστών, είναι ότι οι μετανάστες απασχολούνται κατά 40% στην ανασφάλιστη εργασία. Γι’ αυτό, εξάλλου, στην Ελλάδα, η παράνομη μετανάστευση κυριαρχεί έναντι της νόμιμης, και οι παράνομοι μετανάστες βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά και έχουν μικρότερα ποσοστά ανεργίας από τους νόμιμους.