Από τα μέσα της δεκαετίας του’80, θεώρησα σκόπιμο να συμμετέχω σε όσες πρωτοβουλίες κινήσεις , επιτροπές πολιτών αγωνίζονταν για την προστασία των ελεύθερων χώρων, του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος, των δασών και των ορεινών όγκων της Αττικής.
Μέσα απ’ αυτή την διαδικασία και εμπειρία, συνειδητοποίησα ότι «αντίπαλος» δεν ήταν μόνο όσοι διαχειρίζονταν την κεντρική ή την τοπική εξουσία, όχι μόνο τα εκάστοτε σχέδια «ανάπτυξης» και «αξιοποίησης» που προωθούνταν από κυβερνητικά κόμματα και δημοτικά σχήματα, πλειοψηφούντα ή μειοψηφούντα, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μου, σχετικά βολεμένων με την υπάρχουσα κατάσταση, που διεκδικούσαν, υποτίθεται, καλύτερη «ποιότητα ζωής».
Οι συμπολίτες μου αυτοί, έχοντας περιπέσει σε κατάσταση καταναλωτικής υστερίας, δεν δίσταζαν να αγοράζουν πράγματα ελάχιστα ή καθόλου αναγκαία γι’ αυτούς, με αποτέλεσμα να γεμίζουν οι ντουλάπες τους, τα πατάρια, οι αποθήκες και να μην ξέρουν που να βάλουν πια τα άχρηστα γι’ αυτούς πράγματα, τα οποία επιπλέον δεν είχαν και εμπορική αξία, ώστε να τα μεταπουλήσουν.
Ακόμη, αρκετοί από τους συμπολίτες μου, διεκδικούσαν το δικαίωμα να καταναλώνουν τον δημόσιο χώρο της πόλης για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα. Έτσι δεν δίσταζαν να καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους σε πεζοδρόμια και πλατείες, παρκάροντας το όχημά τους ή επεκτείνοντας το μαγαζί τους, δεν δίσταζαν να καλύπτουν αυθαίρετα ημιυπαίθριους χώρους, βεράντες και μπαλκόνια, πρασιές, ισόγειους και υπόγειους χώρους, υποβαθμίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης των γειτόνων τους αλλά και της πόλης συνολικά. Επίσης, δεν δίσταζαν να χτίζουν αυθαίρετα σπίτια σε δασικές περιοχές, ακόμη και σε καμένες και κηρυγμένες αναδασωτέες περιοχές, δεν δίσταζαν να καταπατούν παραλιακούς χώρους και να περιορίζουν την ελεύθερη πρόσβαση προς τη θάλασσα.
Και όλα αυτά δεν τα έκαναν μόνο κάποιοι που ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, αλλά, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια, και κάποιοι που ανήκαν στις μεσαίες και κατώτερες. Συνήθως, για λόγους απληστίας οι πρώτοι , μαγκιάς οι δεύτεροι και επιβίωσης οι τρίτοι (ή με ένα δικό του “κοκτέϊλ” ο καθένας).
Και τότε ήρθε η «κρίση».
Για πολλούς, αυτό σήμαινε μείωση του καταναλωτικού τους επιπέδου. Μείωση της δυνατότητας να καταναλώνουν εμπορεύματα που δεν τα είχαν ανάγκη, για κάποιους, αλλά και αδυναμία κάλυψης βασικών βιοποριστικών αναγκών, για κάποιους άλλους. Και τότε εμφανίστηκε το φαινόμενο της προσφοράς, της αναδιανομής και της επανάχρησης μεταχειρισμένων ειδών και αντικειμένων πρώτης ανάγκης: Εκκλησίες και δημοτικές υπηρεσίες παραλαμβάνουν είδη που προσφέρονται από όσους δεν τα χρειάζονται και τα διανέμουν σε όσους τα χρειάζονται, οι οποίοι τα επαναχρησιμοποιούν. Έτσι βολεύονται όλοι: Και αυτοί που αδειάζουν οι ντουλάπες τους από περιττά πράγματα, και αυτοί που έχει μειωθεί το εισόδημά τους σε βαθμό που αδυνατούν να αγοράσουν ακόμα και τα αναγκαία.
Και ενώ η κατανάλωση ειδών πρώτης ανάγκης έχει εκ των πραγμάτων περιοριστεί, η κατανάλωση του δημόσιου χώρου, του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος συνεχίζεται ακάθεκτα, από τα μεγάλα, τα μεσαία και τα μικρά συμφέροντα:
Την ίδια στιγμή, ανατρέπεται η όποια νομοθεσία προστασίας του περιβάλλοντος που υπήρχε μέχρι σήμερα και δίνεται η δυνατότητα στους επίδοξους ιδιώτες «επενδυτές» να κάνουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν, υπερβαίνοντας τον ισχύοντα χωροταξικό σχεδιασμό.
Την ίδια στιγμή , ξένες και ελληνικές κοινοπραξίες ετοιμάζονται να κατασπαράξουν τον χώρο του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και την παραλία του Αγίου Κοσμά αντί πινακίου φακής, όπως και άλλους παραλιακούς χώρους στο Σαρωνικό, όπως και τη Βόρεια Κέρκυρα, τη Νότια Ρόδο και τόσες άλλες περιοχές.
Την ίδια στιγμή εξαθλιωμένοι οικονομικά πολίτες αλλά και αδίστακτοι κερδοσκόποι, αποτελειώνουν τους εναπομείναντες δασικούς χώρους, κόβοντας και πουλώντας για καυσόξυλα τα δέντρα που απέμειναν από τις πυρκαγιές και τους εμπρησμούς.
Ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος προωθεί την προσωρινή παραχώρηση δημόσιας γης που διεκδικείται από την εκκλησία σε ακτήμονες για καλλιέργεια, «με την προϋπόθεση να αρθούν οι ισχύοντες εκ της νομοθεσίας περιορισμοί», δηλαδή να αποχαρακτηριστεί και να μην θεωρείται πλέον ως δημόσια και, σε πολλές περιπτώσεις, δασική..
Ως συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε: Μέχρι πρότινος, θεωρούσαμε ως κεντρικό το ζήτημα της υπεράσπισης των δημόσιων, ελεύθερων αστικών και περιαστικών χώρων από τα «μεγάλα συμφέροντα» αλλά και από την καταναλωτική υστερία κάποιων συμπολιτών μας, με ότι αυτή συνεπάγονταν.
Σήμερα, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για «κρατική αδράνεια» «κυβερνητική αδιαφορία» και «ανεπάρκεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Σήμερα μπορούμε πλέον να μιλάμε για συνειδητό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, για συνειδητή καταστροφή του εναπομείναντος φυσικού περιβάλλοντος, για συνειδητή συγκάλυψη του συντελούμενου εγκλήματος από τους κυβερνώντες αλλά και πολλούς διαχειριστές της τοπικής εξουσίας.
Σήμερα που θίγεται οικονομικά και ο λεγόμενος «μεσαίος χώρος», οι φωνές για την προστασία του περιβάλλοντος, μειώνονται ακόμη περισσότερο.
Πολλοί από αυτούς που μέχρι πρότινος ανήκαν στην «μεσαία τάξη», βρίσκονται μαζί με αυτούς που πάντα ανήκαν στην «κατώτερη τάξη» στην ίδια λίστα ή ουρά για το συσσίτιο, στην ίδια ουρά για να πάρουν μια σακούλα με τρόφιμα ή ρούχα. Βρίσκονται στο ίδιο δασάκι για να κόψουν ξύλα για να ζεσταθούν.
Αυτό σημαίνει ότι διευρύνεται το μέτωπο των «από κάτω»; Ναι αλλά προς πια κατεύθυνση; Να ανακτήσουμε το χαμένο καταναλωτικό μας επίπεδο ή να αναζητήσουμε ένα νέο μοντέλο κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας; Που δεν θα στηρίζεται στην φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη όσων έχουν διατηρήσει το καταναλωτικό τους επίπεδο συμμετέχοντας στην εκμετάλλευση των ανθρώπων και της φύσης, αλλά θα στηρίζεται σε μια οικονομία ελεγχόμενη άμεσα από τους ίδιους τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, χωρίς μεσάζοντες κερδοσκόπους .
Το ζητούμενο είναι μια νέου τύπου κοινωνική οργάνωση που θα έχει ως υπόβαθρο την κοινωνική δικαιοσύνη και την Άμεση Δημοκρατία.
Πάνος Τότσικας
Μέσα απ’ αυτή την διαδικασία και εμπειρία, συνειδητοποίησα ότι «αντίπαλος» δεν ήταν μόνο όσοι διαχειρίζονταν την κεντρική ή την τοπική εξουσία, όχι μόνο τα εκάστοτε σχέδια «ανάπτυξης» και «αξιοποίησης» που προωθούνταν από κυβερνητικά κόμματα και δημοτικά σχήματα, πλειοψηφούντα ή μειοψηφούντα, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μου, σχετικά βολεμένων με την υπάρχουσα κατάσταση, που διεκδικούσαν, υποτίθεται, καλύτερη «ποιότητα ζωής».
Οι συμπολίτες μου αυτοί, έχοντας περιπέσει σε κατάσταση καταναλωτικής υστερίας, δεν δίσταζαν να αγοράζουν πράγματα ελάχιστα ή καθόλου αναγκαία γι’ αυτούς, με αποτέλεσμα να γεμίζουν οι ντουλάπες τους, τα πατάρια, οι αποθήκες και να μην ξέρουν που να βάλουν πια τα άχρηστα γι’ αυτούς πράγματα, τα οποία επιπλέον δεν είχαν και εμπορική αξία, ώστε να τα μεταπουλήσουν.
Ακόμη, αρκετοί από τους συμπολίτες μου, διεκδικούσαν το δικαίωμα να καταναλώνουν τον δημόσιο χώρο της πόλης για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα. Έτσι δεν δίσταζαν να καταλαμβάνουν δημόσιους χώρους σε πεζοδρόμια και πλατείες, παρκάροντας το όχημά τους ή επεκτείνοντας το μαγαζί τους, δεν δίσταζαν να καλύπτουν αυθαίρετα ημιυπαίθριους χώρους, βεράντες και μπαλκόνια, πρασιές, ισόγειους και υπόγειους χώρους, υποβαθμίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης των γειτόνων τους αλλά και της πόλης συνολικά. Επίσης, δεν δίσταζαν να χτίζουν αυθαίρετα σπίτια σε δασικές περιοχές, ακόμη και σε καμένες και κηρυγμένες αναδασωτέες περιοχές, δεν δίσταζαν να καταπατούν παραλιακούς χώρους και να περιορίζουν την ελεύθερη πρόσβαση προς τη θάλασσα.
Και όλα αυτά δεν τα έκαναν μόνο κάποιοι που ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, αλλά, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια, και κάποιοι που ανήκαν στις μεσαίες και κατώτερες. Συνήθως, για λόγους απληστίας οι πρώτοι , μαγκιάς οι δεύτεροι και επιβίωσης οι τρίτοι (ή με ένα δικό του “κοκτέϊλ” ο καθένας).
Και τότε ήρθε η «κρίση».
Για πολλούς, αυτό σήμαινε μείωση του καταναλωτικού τους επιπέδου. Μείωση της δυνατότητας να καταναλώνουν εμπορεύματα που δεν τα είχαν ανάγκη, για κάποιους, αλλά και αδυναμία κάλυψης βασικών βιοποριστικών αναγκών, για κάποιους άλλους. Και τότε εμφανίστηκε το φαινόμενο της προσφοράς, της αναδιανομής και της επανάχρησης μεταχειρισμένων ειδών και αντικειμένων πρώτης ανάγκης: Εκκλησίες και δημοτικές υπηρεσίες παραλαμβάνουν είδη που προσφέρονται από όσους δεν τα χρειάζονται και τα διανέμουν σε όσους τα χρειάζονται, οι οποίοι τα επαναχρησιμοποιούν. Έτσι βολεύονται όλοι: Και αυτοί που αδειάζουν οι ντουλάπες τους από περιττά πράγματα, και αυτοί που έχει μειωθεί το εισόδημά τους σε βαθμό που αδυνατούν να αγοράσουν ακόμα και τα αναγκαία.
Και ενώ η κατανάλωση ειδών πρώτης ανάγκης έχει εκ των πραγμάτων περιοριστεί, η κατανάλωση του δημόσιου χώρου, του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος συνεχίζεται ακάθεκτα, από τα μεγάλα, τα μεσαία και τα μικρά συμφέροντα:
Την ίδια στιγμή, ανατρέπεται η όποια νομοθεσία προστασίας του περιβάλλοντος που υπήρχε μέχρι σήμερα και δίνεται η δυνατότητα στους επίδοξους ιδιώτες «επενδυτές» να κάνουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν, υπερβαίνοντας τον ισχύοντα χωροταξικό σχεδιασμό.
Την ίδια στιγμή , ξένες και ελληνικές κοινοπραξίες ετοιμάζονται να κατασπαράξουν τον χώρο του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και την παραλία του Αγίου Κοσμά αντί πινακίου φακής, όπως και άλλους παραλιακούς χώρους στο Σαρωνικό, όπως και τη Βόρεια Κέρκυρα, τη Νότια Ρόδο και τόσες άλλες περιοχές.
Την ίδια στιγμή εξαθλιωμένοι οικονομικά πολίτες αλλά και αδίστακτοι κερδοσκόποι, αποτελειώνουν τους εναπομείναντες δασικούς χώρους, κόβοντας και πουλώντας για καυσόξυλα τα δέντρα που απέμειναν από τις πυρκαγιές και τους εμπρησμούς.
Ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος προωθεί την προσωρινή παραχώρηση δημόσιας γης που διεκδικείται από την εκκλησία σε ακτήμονες για καλλιέργεια, «με την προϋπόθεση να αρθούν οι ισχύοντες εκ της νομοθεσίας περιορισμοί», δηλαδή να αποχαρακτηριστεί και να μην θεωρείται πλέον ως δημόσια και, σε πολλές περιπτώσεις, δασική..
Ως συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε: Μέχρι πρότινος, θεωρούσαμε ως κεντρικό το ζήτημα της υπεράσπισης των δημόσιων, ελεύθερων αστικών και περιαστικών χώρων από τα «μεγάλα συμφέροντα» αλλά και από την καταναλωτική υστερία κάποιων συμπολιτών μας, με ότι αυτή συνεπάγονταν.
Σήμερα, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για «κρατική αδράνεια» «κυβερνητική αδιαφορία» και «ανεπάρκεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Σήμερα μπορούμε πλέον να μιλάμε για συνειδητό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, για συνειδητή καταστροφή του εναπομείναντος φυσικού περιβάλλοντος, για συνειδητή συγκάλυψη του συντελούμενου εγκλήματος από τους κυβερνώντες αλλά και πολλούς διαχειριστές της τοπικής εξουσίας.
Σήμερα που θίγεται οικονομικά και ο λεγόμενος «μεσαίος χώρος», οι φωνές για την προστασία του περιβάλλοντος, μειώνονται ακόμη περισσότερο.
Πολλοί από αυτούς που μέχρι πρότινος ανήκαν στην «μεσαία τάξη», βρίσκονται μαζί με αυτούς που πάντα ανήκαν στην «κατώτερη τάξη» στην ίδια λίστα ή ουρά για το συσσίτιο, στην ίδια ουρά για να πάρουν μια σακούλα με τρόφιμα ή ρούχα. Βρίσκονται στο ίδιο δασάκι για να κόψουν ξύλα για να ζεσταθούν.
Αυτό σημαίνει ότι διευρύνεται το μέτωπο των «από κάτω»; Ναι αλλά προς πια κατεύθυνση; Να ανακτήσουμε το χαμένο καταναλωτικό μας επίπεδο ή να αναζητήσουμε ένα νέο μοντέλο κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας; Που δεν θα στηρίζεται στην φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη όσων έχουν διατηρήσει το καταναλωτικό τους επίπεδο συμμετέχοντας στην εκμετάλλευση των ανθρώπων και της φύσης, αλλά θα στηρίζεται σε μια οικονομία ελεγχόμενη άμεσα από τους ίδιους τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, χωρίς μεσάζοντες κερδοσκόπους .
Το ζητούμενο είναι μια νέου τύπου κοινωνική οργάνωση που θα έχει ως υπόβαθρο την κοινωνική δικαιοσύνη και την Άμεση Δημοκρατία.
Πάνος Τότσικας