Η χρήση των παλιών αγωνιστικών μέσων για τα νέα προβλήματα αποτελεί κατά κάποιον τρόπο έκφανση της συνολικότερης αντίφασης στην οποία έχει περιέλθει τόσο απότομα η ελληνική κοινωνία: από τη μία ο εφησυχασμός της κατανάλωσης και από την άλλη οι συνθήκες ύφεσης, μαζικής ανεργίας και γενικευμένης λιτότητας. Βέβαια, η εποχή του γενικευμένου κομφορμισμού χαρακτηρίζεται από κάτι βαθύτερο από την απλή υποχώρηση των κοινωνικών κινημάτων ή την απαξίωση των επαναστατικών οραμάτων. Το βασικό στοιχείο είναι η ομογενοποίηση του φαντασιακού όλων των κοινωνικών ομάδων, ανεξαρτήτως της θέσης τους στην οικονομική ζωή, στην παραγωγή, στη συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση κ.λπ. Η πολιτιστική ισοπέδωση που έφερε η μαζική κουλτούρα αγκαλιάζει τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, από τους πιο βολεμένους μέχρι τους πιο περιθωριοποιημένους. Η κοινωνική ζωή περιορίζεται στην ιδιώτευση στο κύρος της προσωπικής ανέλιξης, καθώς και στην κατανάλωση: ακριβώς αυτή η τάση ήταν που διαδόθηκε και μετουσιώθηκε στο φαύλο κύκλο του υπερδανεισμού ως τρόπου ζωής.
Η χειρότερη συνέπεια όλων αυτών είναι ότι οι άνθρωποι μετατρέπονται σε κυνηγούς εφήμερης ευχαρίστησης ενώ νοιάζονται όλο και λιγότερο να δώσουν ένα μεστό νόημα σε αυτά που πράττουν. Η «διαδικασία προσωποποίησης» για την οποία μιλούν από καιρό οι κοινωνιολόγοι (δηλαδή η απαξίωση κάθε συλλογικής επαφής και η εσωτερίκευση των επιθυμιών υπό τη μορφή προσωπικής απόλαυσης) οδηγεί στη διάβρωση των κοινωνικών δεσμών και τη χαλάρωση των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, στη σημερινή περίοδο της κατάρρευσης, αυτό που πραγματικά καταρρέει περισσότερο είναι η ασφάλεια της «πετυχημένης ζωής» ή ακόμη και η σταθερότητα των όρων του παιχνιδιού για την κατάκτησή της. Είναι πραγματικά δύσκολο να βιωθούν οι πιέσεις των ισχυρών και οι αλλαγές στην εργασία και τα εισοδήματα με ένα συλλογικό τρόπο, να αναλυθούν με πολιτικούς όρους.
Όταν η απώλεια της καταναλωτικής δύναμης και της δίχως όρια ζωής προσλαμβάνεται με όρους απώλειας της προσωπικής αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας για το αύριο, τότε η μόνη εύκολη αντίδραση είναι η απελπισία για την απότομη φτωχοποίηση και η γενικευμένη κατάθλιψη. Η στενά «προσωπική» νοηματοδότηση της εργασίας, της κατανάλωσης ή της συμμετοχής στα κοινά, οδηγούν στην επικράτηση τάσεων απλής υλικής αυτοσυντήρησης, ανταγωνισμών και ατομικής διεξόδου ή βολέματος.
Τέτοιου είδους στάσεις και συμπεριφορές φαίνονται να διαδίδονται όλο και περισσότερο εδώ, στην Ελλάδα, όπου έχουμε να κάνουμε με τη βιαιότερη μορφή κοινωνικής αναδιάρθρωσης ως θεραπείας σοκ. Η ανεργία και τα λουκέτα στις μικροεπιχειρήσεις οδηγούν στη λύση των ψυχοφαρμάκων και σε κύματα αυτοκτονιών από ανθρώπους που καταβάλλονται από την απελπισία. Οι εκβιασμοί των εργοδοτών πετυχαίνουν ταχύτατα τη διάλυση συλλογικών συμβάσεων και την υπογραφή νέων, ατομικών ή ακόμα και την αποδοχή της μαύρης εργασίας με μισθούς πείνας, προκειμένου να αποφευχθεί η τιμωρία της ανεργίας. Τα πλήθη των ανέργων και των νεόπτωχων δεν αποτελούν απλά την παλιά καλή εφεδρεία του συστήματος της βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά κυρίως τους «αποτυχημένους» παρίες, ένα κομμάτι του πληθυσμού που «περισσεύει» κοινωνικά και οικονομικά και ως εκ τούτου απομονώνεται στο περιθώριο[1].
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πού θα διοχετευθεί αυτή η αντίφαση μεταξύ του πολυδιαφημισμένου αχαλίνωτου μοντέλου ζωής και των νέων συνθηκών λιτότητας. Σίγουρα η εικόνα που έχουμε για το μέλλον έχει αλλάξει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε σχέση με αυτή που είχε η προηγούμενη γενιά. Για παράδειγμα τα παιδιά σήμερα στο σχολείο ή οι νέοι άνεργοι θα δυσκολεύονται πολύ να φανταστούν τον εαυτό τους να έχει εξασφαλισμένη μια σταθερή η πλήρη απασχόληση. Το ζήτημα όμως είναι ότι η αντίληψη αυτή καλλιεργείται ως μια επιβολή λιτότητας από τις κυβερνήσεις (που περιγραφικά είναι σωστό) χωρίς όμως να στέκεται ως αφορμή για μια βαθειά κριτική του καταναλωτικού τρόπου ζωής και μια στροφή προς μια εθελημένη ολιγάρκεια. Οι άνθρωποι δε φαίνονται διατεθειμένοι να κατανοήσουν την παράνοια της αλόγιστης χρήσης αγαθών, ενεργειακών πόρων και της ατελείωτης κυρίευσης της φύσης. Γιατί εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αντίδραση στο νεοφιλελευθερισμό ως μια μορφή αντεπίθεσης και επαναφοράς της πρότερης κατάστασης, αλλά ως την ανάδυση κάτι ριζικά διαφορετικού, μιας νέας αντίληψης για την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνική ζωή, μιας συνολικής, με άλλα λόγια, αναθέσμισης της κοινωνικής ζωής, πάνω στη βάση μιας δημοκρατικής από-ανάπτυξης.
Όσο οι άνθρωποι μένουν εγκλωβισμένοι στο υπάρχον κυρίαρχο φαντασιακό, οι κοινωνικές διεργασίες θα αδυνατούν να παράξουν κάτι καινούριο και δημιουργικό. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε γιατί όλες οι απόπειρες κινητοποίησης το τελευταίο διάστημα -ακόμα και οι μαζικότερες- απέτυχαν τους στόχους τους. Αρκεί να σκεφτούμε ότι σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης, οι άνθρωποι προσπαθούν με μαζικές συγκεντρώσεις μια στο τόσο, να εμποδίσουν τη λήψη νέων μέτρων ή ότι σε καθεστώς πρωτοφανούς ύφεσης και ανεργίας δεν αυτενεργούμε συλλογικά για να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας, αλλά ψάχνουμε ατομικά οι περισσότεροι να σωθούμε όπως όπως. Σε περιπτώσεις νέων κοινωνικών πειραματισμών, όπως το κίνημα χωρίς μεσάζοντες, οι κινήσεις δε ριζοσπαστικοποιούνται πολιτικά αλλά λειτουργούν ως απάντηση στην απόγνωση της φτώχειας, υποκαθιστώντας κρατικές ή άλλες οικονομικές δομές και προσφέροντας προσωρινές λύσεις. Με παρόμοιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει η -εν μέρει υγιής- αποκέντρωση προς την επαρχία και την πρωτογενή παραγωγή, αφού μια ενδεχόμενη ανάπτυξη ενός παραγωγισμού θα εξορθολογήσει κάπως τον παραλογισμό του γιγάντιου εισαγωγικού μοντέλου, αλλά από μόνη της δεν προχωρά σε αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ούτε θέτει καν ζήτημα περιεχομένου της παραγωγής. Ακόμα και στην πιο αξιόλογη περίπτωση του Κινήματος των Πλατειών, όπου είχαμε μια πρωτοφανή πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και ενεργητικότητα, η επιρροή φάνηκε να είναι επιφανειακή σε αρκετό κόσμο, ενώ τα πολιτικά αιτήματα για μια βαθύτερη αλλαγή υποχώρησαν μπροστά στη γενικόλογη και δίχως ουσιαστικά πολιτικά κριτήρια αντίθεση στο Μνημόνιο, χωρίς να αναπτυχθεί μια ουσιαστική κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Τα λέμε όλα αυτά γιατί τους τελευταίους μήνες η απογοήτευση και η κατάθλιψη που δημιουργεί η ανυπαρξία σοβαρών κοινωνικών αντιστάσεων μας κάνει πολλές φορές να βιαζόμαστε να προβάλουμε κάθε κινητοποίηση που γίνεται στην εικόνα της επερχόμενης εξέγερσης (παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια των παρελάσεων στις 28 Οκτωβρίου του 2011, συγκρούσεις στις 12 Φλεβάρη κ.λπ.). Από μία άποψη, έχουμε μπει σε μια φάση γενικότερων αλλαγών, όπου κόσμος βγαίνει στους δρόμους, ξεσπούν διαμαρτυρίες, απλώνονται συνελεύσεις στις γειτονιές. Ρωγμές έχουν γίνει στο πώς σκεφτόμαστε, στο πώς κάνουμε πολιτική. Αυτό, όμως, που παρατηρούμε είναι μια συνολικότερη αδυναμία για το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας να απεγκλωβιστεί από το παλιό, από την κατάσταση που έχει συνηθίσει, από τον ετερόνομο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολιτική. Έτσι, βιώνουμε την πραγματικά θλιβερή εικόνα μιας κοινωνίας, που, ενώ καθημερινά βάλλεται πολιτικά, ηθικά και υλικά με πολύ σκληρό τρόπο, δεν μπορεί να δημιουργήσει μια δική της διέξοδο, μια νέα οπτική για να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο.
Ό,τι βιώνουμε γύρω μας ως αδυναμία κριτικής ικανότητας και έλλειψη πολιτικής φαντασίας, έχει να κάνει με τη γενικότερη τάση -που πλέον κυριαρχεί στο δυτικό πολιτισμό- του ετερόνομου τρόπου πολιτικής σκέψης και θέσμισης. Σε μια κοινωνία, όπως η νεοελληνική, που ιστορικά δεν έχει πάρει ποτέ πραγματικά τη ζωή στα χέρια της και που πάντα άφηνε τους λίγους, τους ειδικούς να την καθοδηγούν, στα πλαίσια πελατειακών και πατριαρχικού τύπου σχέσεων και συναλλαγών, είναι αναμενόμενο να προσμένουμε ακόμα το έτοιμο σχέδιο απόδρασης από την κρίση, το μνημόνιο των τεχνοκρατών ή το αντι-μνημόνιο των λαϊκίζοντων ιδεολόγων. Έτσι, στην ελληνική περίπτωση, όλο το ετερόνομο φαντασιακό στηρίζεται σε (και αναπαράγει) δύο υποτιθέμενα ανταγωνιστικές -αλλά ουσιαστικά αλληλοσυμπληρώμενες- τάσεις: τον νέο αυταρχικό τεχνοκρατισμό από τη μια πλευρά, και τον γενικευμένο λαϊκισμό από την άλλη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι διάφορες μερίδες της ολιγαρχίας, όχι μόνο στην Ελλάδα, κινούνται μέσα σε αυτά τα δύο σχήματα.
Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία
[1] «Άλλο το να είναι κάποιος φτωχός σε μια κοινωνία παραγωγών και καθολικής απασχόλησης˙ και είναι κάτι τελείως διαφορετικό η φτώχεια σε μια κοινωνία καταναλωτών, στην οποία ο σχεδιασμός του βίου διαμορφώνεται κυρίως με βάση την καταναλωτική επιλογή παρά με βάση την εργασία, τις επαγγελματικές δεξιότητες ή τις θέσεις απασχόλησης. Εάν η έκφραση «είσαι φτωχός» αποκτούσε κάποτε το νόημά της από την κατάσταση ανεργίας, σήμερα αντλεί το νόημά της κυρίως από την κατάσταση της δεινής θέσης του ατελούς καταναλωτή» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, μτφρ. Κ. Δ. Γεώρμας, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σ. 22).
Η χειρότερη συνέπεια όλων αυτών είναι ότι οι άνθρωποι μετατρέπονται σε κυνηγούς εφήμερης ευχαρίστησης ενώ νοιάζονται όλο και λιγότερο να δώσουν ένα μεστό νόημα σε αυτά που πράττουν. Η «διαδικασία προσωποποίησης» για την οποία μιλούν από καιρό οι κοινωνιολόγοι (δηλαδή η απαξίωση κάθε συλλογικής επαφής και η εσωτερίκευση των επιθυμιών υπό τη μορφή προσωπικής απόλαυσης) οδηγεί στη διάβρωση των κοινωνικών δεσμών και τη χαλάρωση των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, στη σημερινή περίοδο της κατάρρευσης, αυτό που πραγματικά καταρρέει περισσότερο είναι η ασφάλεια της «πετυχημένης ζωής» ή ακόμη και η σταθερότητα των όρων του παιχνιδιού για την κατάκτησή της. Είναι πραγματικά δύσκολο να βιωθούν οι πιέσεις των ισχυρών και οι αλλαγές στην εργασία και τα εισοδήματα με ένα συλλογικό τρόπο, να αναλυθούν με πολιτικούς όρους.
Όταν η απώλεια της καταναλωτικής δύναμης και της δίχως όρια ζωής προσλαμβάνεται με όρους απώλειας της προσωπικής αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας για το αύριο, τότε η μόνη εύκολη αντίδραση είναι η απελπισία για την απότομη φτωχοποίηση και η γενικευμένη κατάθλιψη. Η στενά «προσωπική» νοηματοδότηση της εργασίας, της κατανάλωσης ή της συμμετοχής στα κοινά, οδηγούν στην επικράτηση τάσεων απλής υλικής αυτοσυντήρησης, ανταγωνισμών και ατομικής διεξόδου ή βολέματος.
Τέτοιου είδους στάσεις και συμπεριφορές φαίνονται να διαδίδονται όλο και περισσότερο εδώ, στην Ελλάδα, όπου έχουμε να κάνουμε με τη βιαιότερη μορφή κοινωνικής αναδιάρθρωσης ως θεραπείας σοκ. Η ανεργία και τα λουκέτα στις μικροεπιχειρήσεις οδηγούν στη λύση των ψυχοφαρμάκων και σε κύματα αυτοκτονιών από ανθρώπους που καταβάλλονται από την απελπισία. Οι εκβιασμοί των εργοδοτών πετυχαίνουν ταχύτατα τη διάλυση συλλογικών συμβάσεων και την υπογραφή νέων, ατομικών ή ακόμα και την αποδοχή της μαύρης εργασίας με μισθούς πείνας, προκειμένου να αποφευχθεί η τιμωρία της ανεργίας. Τα πλήθη των ανέργων και των νεόπτωχων δεν αποτελούν απλά την παλιά καλή εφεδρεία του συστήματος της βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά κυρίως τους «αποτυχημένους» παρίες, ένα κομμάτι του πληθυσμού που «περισσεύει» κοινωνικά και οικονομικά και ως εκ τούτου απομονώνεται στο περιθώριο[1].
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πού θα διοχετευθεί αυτή η αντίφαση μεταξύ του πολυδιαφημισμένου αχαλίνωτου μοντέλου ζωής και των νέων συνθηκών λιτότητας. Σίγουρα η εικόνα που έχουμε για το μέλλον έχει αλλάξει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε σχέση με αυτή που είχε η προηγούμενη γενιά. Για παράδειγμα τα παιδιά σήμερα στο σχολείο ή οι νέοι άνεργοι θα δυσκολεύονται πολύ να φανταστούν τον εαυτό τους να έχει εξασφαλισμένη μια σταθερή η πλήρη απασχόληση. Το ζήτημα όμως είναι ότι η αντίληψη αυτή καλλιεργείται ως μια επιβολή λιτότητας από τις κυβερνήσεις (που περιγραφικά είναι σωστό) χωρίς όμως να στέκεται ως αφορμή για μια βαθειά κριτική του καταναλωτικού τρόπου ζωής και μια στροφή προς μια εθελημένη ολιγάρκεια. Οι άνθρωποι δε φαίνονται διατεθειμένοι να κατανοήσουν την παράνοια της αλόγιστης χρήσης αγαθών, ενεργειακών πόρων και της ατελείωτης κυρίευσης της φύσης. Γιατί εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αντίδραση στο νεοφιλελευθερισμό ως μια μορφή αντεπίθεσης και επαναφοράς της πρότερης κατάστασης, αλλά ως την ανάδυση κάτι ριζικά διαφορετικού, μιας νέας αντίληψης για την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνική ζωή, μιας συνολικής, με άλλα λόγια, αναθέσμισης της κοινωνικής ζωής, πάνω στη βάση μιας δημοκρατικής από-ανάπτυξης.
Όσο οι άνθρωποι μένουν εγκλωβισμένοι στο υπάρχον κυρίαρχο φαντασιακό, οι κοινωνικές διεργασίες θα αδυνατούν να παράξουν κάτι καινούριο και δημιουργικό. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε γιατί όλες οι απόπειρες κινητοποίησης το τελευταίο διάστημα -ακόμα και οι μαζικότερες- απέτυχαν τους στόχους τους. Αρκεί να σκεφτούμε ότι σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης, οι άνθρωποι προσπαθούν με μαζικές συγκεντρώσεις μια στο τόσο, να εμποδίσουν τη λήψη νέων μέτρων ή ότι σε καθεστώς πρωτοφανούς ύφεσης και ανεργίας δεν αυτενεργούμε συλλογικά για να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας, αλλά ψάχνουμε ατομικά οι περισσότεροι να σωθούμε όπως όπως. Σε περιπτώσεις νέων κοινωνικών πειραματισμών, όπως το κίνημα χωρίς μεσάζοντες, οι κινήσεις δε ριζοσπαστικοποιούνται πολιτικά αλλά λειτουργούν ως απάντηση στην απόγνωση της φτώχειας, υποκαθιστώντας κρατικές ή άλλες οικονομικές δομές και προσφέροντας προσωρινές λύσεις. Με παρόμοιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει η -εν μέρει υγιής- αποκέντρωση προς την επαρχία και την πρωτογενή παραγωγή, αφού μια ενδεχόμενη ανάπτυξη ενός παραγωγισμού θα εξορθολογήσει κάπως τον παραλογισμό του γιγάντιου εισαγωγικού μοντέλου, αλλά από μόνη της δεν προχωρά σε αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ούτε θέτει καν ζήτημα περιεχομένου της παραγωγής. Ακόμα και στην πιο αξιόλογη περίπτωση του Κινήματος των Πλατειών, όπου είχαμε μια πρωτοφανή πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και ενεργητικότητα, η επιρροή φάνηκε να είναι επιφανειακή σε αρκετό κόσμο, ενώ τα πολιτικά αιτήματα για μια βαθύτερη αλλαγή υποχώρησαν μπροστά στη γενικόλογη και δίχως ουσιαστικά πολιτικά κριτήρια αντίθεση στο Μνημόνιο, χωρίς να αναπτυχθεί μια ουσιαστική κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Τα λέμε όλα αυτά γιατί τους τελευταίους μήνες η απογοήτευση και η κατάθλιψη που δημιουργεί η ανυπαρξία σοβαρών κοινωνικών αντιστάσεων μας κάνει πολλές φορές να βιαζόμαστε να προβάλουμε κάθε κινητοποίηση που γίνεται στην εικόνα της επερχόμενης εξέγερσης (παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια των παρελάσεων στις 28 Οκτωβρίου του 2011, συγκρούσεις στις 12 Φλεβάρη κ.λπ.). Από μία άποψη, έχουμε μπει σε μια φάση γενικότερων αλλαγών, όπου κόσμος βγαίνει στους δρόμους, ξεσπούν διαμαρτυρίες, απλώνονται συνελεύσεις στις γειτονιές. Ρωγμές έχουν γίνει στο πώς σκεφτόμαστε, στο πώς κάνουμε πολιτική. Αυτό, όμως, που παρατηρούμε είναι μια συνολικότερη αδυναμία για το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας να απεγκλωβιστεί από το παλιό, από την κατάσταση που έχει συνηθίσει, από τον ετερόνομο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολιτική. Έτσι, βιώνουμε την πραγματικά θλιβερή εικόνα μιας κοινωνίας, που, ενώ καθημερινά βάλλεται πολιτικά, ηθικά και υλικά με πολύ σκληρό τρόπο, δεν μπορεί να δημιουργήσει μια δική της διέξοδο, μια νέα οπτική για να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο.
Ό,τι βιώνουμε γύρω μας ως αδυναμία κριτικής ικανότητας και έλλειψη πολιτικής φαντασίας, έχει να κάνει με τη γενικότερη τάση -που πλέον κυριαρχεί στο δυτικό πολιτισμό- του ετερόνομου τρόπου πολιτικής σκέψης και θέσμισης. Σε μια κοινωνία, όπως η νεοελληνική, που ιστορικά δεν έχει πάρει ποτέ πραγματικά τη ζωή στα χέρια της και που πάντα άφηνε τους λίγους, τους ειδικούς να την καθοδηγούν, στα πλαίσια πελατειακών και πατριαρχικού τύπου σχέσεων και συναλλαγών, είναι αναμενόμενο να προσμένουμε ακόμα το έτοιμο σχέδιο απόδρασης από την κρίση, το μνημόνιο των τεχνοκρατών ή το αντι-μνημόνιο των λαϊκίζοντων ιδεολόγων. Έτσι, στην ελληνική περίπτωση, όλο το ετερόνομο φαντασιακό στηρίζεται σε (και αναπαράγει) δύο υποτιθέμενα ανταγωνιστικές -αλλά ουσιαστικά αλληλοσυμπληρώμενες- τάσεις: τον νέο αυταρχικό τεχνοκρατισμό από τη μια πλευρά, και τον γενικευμένο λαϊκισμό από την άλλη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι διάφορες μερίδες της ολιγαρχίας, όχι μόνο στην Ελλάδα, κινούνται μέσα σε αυτά τα δύο σχήματα.
Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία
[1] «Άλλο το να είναι κάποιος φτωχός σε μια κοινωνία παραγωγών και καθολικής απασχόλησης˙ και είναι κάτι τελείως διαφορετικό η φτώχεια σε μια κοινωνία καταναλωτών, στην οποία ο σχεδιασμός του βίου διαμορφώνεται κυρίως με βάση την καταναλωτική επιλογή παρά με βάση την εργασία, τις επαγγελματικές δεξιότητες ή τις θέσεις απασχόλησης. Εάν η έκφραση «είσαι φτωχός» αποκτούσε κάποτε το νόημά της από την κατάσταση ανεργίας, σήμερα αντλεί το νόημά της κυρίως από την κατάσταση της δεινής θέσης του ατελούς καταναλωτή» (Ζ. Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, μτφρ. Κ. Δ. Γεώρμας, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σ. 22).