[Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 6 Φεβρουαρίου 2018]
Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
ΟΝΟΜΑ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η έλλειψη σοβαρότητας δεν έχουν τέλος για ένα μεγάλο τμήμα του κομματικού συστήματος και της νεοελληνικής κοινωνίας. Μετά το 1992 επανέρχεται το φάντασμα του «Μακεδονικού» και εγκλωβίζει συνειδήσεις, πολιτικές και πρακτικές. Όλα ξεκίνησαν το 1992 με τα εθνικιστικά, πατριδοκάπηλα και λαϊκιστικά συλλαλητήρια εναντίον της σύνθετης ονομασίας της γείτονος χώρας. Την ευθύνη έχουν οι πολιτικές εξουσίες, τα κόμματα πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων, το βαθύ κράτος και ιδίως η ορθόδοξη Εκκλησία και ένα μέρος των διανοουμένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων ήταν η περιβόητη «ανοικτή επιστολή» με τίτλο «Η ψυχή μας είναι το όνομά μας» των έξη προσωπικοτήτων (Ελύτης, Μερκούρη, Τσάτσος, Γεωργάκης, Μάνεσης, Αρβελέρ), προς την τότε ΕΟΚ τον Μάρτιο 1992.
Η επιστολή αυτή ήταν έμπλεη εθνικισμού, μελλοντολογίας, συναισθηματικής φόρτισης και άλογης σκέψης. Η στοιχειώδης πολιτική σκέψη ήταν εντελώς απούσα, εξαφανισμένη από τον φορμαλισμό της ονομασίας. Το μόνο που κατάφερε η ενέργεια των έξη ήταν να τονώσει τον εθνικισμό και να συντελέσει στο παταγώδες αδιέξοδο στο ζήτημα της ονομασίας. Όποιος είχε διαφορετική άποψη εξοβελιζόταν με τον χαρακτηρισμό «εθνοπροδότης». Δημιουργήθηκε έτσι ένα κλίμα μισαλλοδοξίας και διχασμού καθόλη την μετέπειτα δεκαετία, το οποίο τονίσθηκε επί πλέον με την υστερία υπέρ των σφαγιαστών των Βαλκανίων Μιλόσεβιτς, Κάρατζιτς και Μλάντιτς, και συνεχίσθηκε με την εθνοθρησκευτικό φανατισμό για το θρήσκευμα στις ταυτότητες, πρωτοστατούσης της Εκκλησίας υπό την καθοδήγηση του τότε αρχιεπισκόπου. Αυτή η νοσηρή κατάσταση οδήγησε τόσο στην ενδυνάμωση των ακραίων εθνικιστών και ακροδεξιών με κορύφωση την άνοδο των νεοναζιστών της Χρυσής Αυγής, όσο και στον αποπροσανατολισμό από την επικείμενη χρεοκοπία.
Η σημερινή κατάσταση πυροδοτήθηκε από τον κυβερνητικό εταίρο Π. Καμμένο, ο οποίος πιστός στον εθνικισμό-λαϊκισμό του δεν αποδέχεται την σύνθετη ονομασία. Η διαφωνία αυτή ενίσχυσε τους παραδοσιακούς εθνικιστές, θρησκειοκάπηλους και ακραίους ελλαδέμπορους. Είναι προφανές πως μία ενιαία κυβερνητική στάση στο θέμα και με την στήριξη της αντιπολίτευσης, εξαιρέσει των νεοναζιστών και των ακροδεξιών της ΝΔ, θα είχε λιγώτερες εθνικιστικές και λαϊκιστικές αντιδράσεις. Δυστυχώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης φάνηκε τόσο λίγος, τόσο ανίκανος και υπετάχθη στα ακραία εθνικιστικά στοιχεία της ΝΔ, Γεωργιάδη και Βορίδη. Όμως με εθνικισμούς και ρητορείες δεν γίνεται πολιτική, απλώς δημιουργούνται μισαλλοδοξίες και διχασμοί - αυτή είναι η μάστιγγα του νεοελληνικού κομματικού και κοινωνικού βίου.
Η πολιτική της κυβέρνησης υπονομεύθηκε αρχικώς εκ των ένδον. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε το ποιόν του ψεκασμένου εθνικιστή και θρησκειοκάπηλου Π. Καμμένου, όπως και το ποιόν του ανεκδιήγητου νάρκισσου και κλασαυχενιζόμενου πρώην υφυπουργού παιδείας. Τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος δεν έχουν κρυφτεί ποτέ. Εν τούτοις εν πλήρη συνειδήσει το κόμμα της Αριστεράς επέλεξε να συμβαδίσει μαζί τους, επιδεικνύοντας εμφανή κυνισμό, άμετρη φιλοδοξία για εξουσία, χωρίς αρχές, χωρίς πολιτική σύνεση και στοιχειώδη ιδεολογική ηθική. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχει από ενσυνείδητο στρουθοκαμηλισμό και εφαρμόζει πλήρως την ιησουίτικη αρχή: ο σκοπός (η εξουσία) δικαιώνει τα μέσα. Αποδεικνύεται λοιπόν πως οι επίδοξοι σωτήρες και μαθητευόμενοι μάγοι του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν για μια ακόμη φορά πυροδότες εκρύθμων καταστάσεων. Έχει αποδειχθεί, και θα φανεί σίγουρα και στο μέλλον, πως η μικροπολιτική και ιδιοτελής συνεργασία με τους ΑΝΕΛ είναι αιτία πολλών αδιεξόδων, τα οποία διευκολύνουν την άνοδο των ακροδεξιών. Ο αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η Ν.Δ., είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ: η καταγωγική του αδυναμία να εκτιμήσει τις καταστάσεις, ο τακτικισμός, ο καιροσκοπισμός και η άνευ αρχών πορεία του.
Από την άλλη, στο τελευταίο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ακούσθηκαν πολλές εθνικιστικές λαϊκιστικές και ανιστόρητες ανακρίβιες, όπως «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα», «Η Ελλάδα είναι Μακεδονία» και «Ελλάδα σημαίνει ορθοδοξία». Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Η ελληνική Μακεδονία είναι ελληνική και η Ελλάδα δεν είναι Μακεδονία ούτε ορθοδοξία, αλλά πλήθος άλλων πραγμάτων. Άλλωστε αυτό που έχει ονομασθεί «ελληνοδυτικός πολιτισμός», έχει ως βασική συνιστώσα και απαρχή τη δημοκρατική Αθήνα και όχι τη Μακεδονία. Την Αθήνα με τις δημιουργίες της ισότητας, της ελευθερίας, της ισονομίας, της παρρησίας, της ισηγορίας, της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας. Αντιθέτως, η Μακεδονία δεν προσέφερε τίποτε στον δημοκρατικό, πολιτικό, δικαιικό και πνευματικό πολιτισμό της ανθρωπότητας. Υπήρξε απολύτως μοναρχική με ανελεύθερο πολιτικό σύστημα και στρατιωτική κατακτητική «ιδεολογία». Επί πλέον υποδούλωσε τις ελληνικές πόλεις και διέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, με αποτέλεσμα την ολοσχερή επικράτηση ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών καθεστώτων σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Οι ανερμάτιστες εθνικιστικές αντιδράσεις αποδεικνύουν ότι ένα μέρος του πολιτικού συστήματος και της νεοελληνικής κοινωνίας παραμένει δέσμιο παρωχημένων ιδεολογημάτων, δεν μπορεί να γειωθεί στην ιστορική πραγματικότητα, ταυτιζόμενο φανταστικώς με ένα όνομα. Δυστυχώς αυτό που έχει μείνει στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα είναι μόνο το όνομα, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, χωρίς αξίες δημοκρατικές, δημιουργικές και πολιτισμικές, χωρίς ανθρωποκεντρικά και κοινωνιοκεντρικά νοήματα. Μόνο εθνικιστικές, θρησκευτικές φαντασιώσεις, κομματικά, ατομικά συμφέροντα. Σε αντίθεση με το ιδεολόγημα των έξη πως «Η ψυχή μας είναι το όνομα μας» η πραγματικότητα είναι διαφορετική: αυτό που υπάρχει είναι μόνο ένα όνομα γυμνό, χωρίς ψυχή, χωρίς ουσία. Nomina nuda tenemus.
ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
(7/2/2018)
Επειδή το παραπάνω κείμενο γράφτηκε πολύ πρίν από το εθνικιστικό συλλαλητήριο της Αθήνας στις 4/2/2018 προσθέτω την παρακάτω σύντομη σημείωση.
Η πλήρης πολιτική εξαθλίωση του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία είχε ξεκινήσει από το 1974 στη Μεταπολίτευση, φάνηκε στη συμμετοχή του στο εθνικιστικό συλλαλητήριο της Αθήνας και από το περιεχόμενο της ομιλίαςτου.
Μαζί με τον άλλον ομιλητή στο συλληλητήριο της Θεσσαλονίκης, τον ακροδεξιό απόστρατο Φραγκούλη Φράγκο, αποτελούν το δίδυμο του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της συνωμοσιολογίας και του ρατσισμού, τα οποία είναι παράγοντες που ευνοούν την άνοδο του φασισμού. Αξίζουν λοιπόν τα εύσημα του γιου Σκαλούμπακα και του Κασιδιάρη, τα οποία και έλαβαν. Μη χειρότερα...
(Ο Σκαλούμπακας ήταν ο γνωστός αρχιβασανιστής στο στρατόπεδο της Μακρονήσου στην περίοδο του εμφυλίου).
Η αλλοπρόσαλλη πολιτική πορεία του παγκοσμίως γνωστού μουσικοσυνθέτη ξεκίνησε αμέσως με την Μεταπολίτευση του 1974 όταν τάθηκε υπέρ του «μονόδρομου» Κωνσταντίνου Καραμανλή με το γνωστό «Καραμανλής ή τάνκς». Μετά περιηγήθηκε σε όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα (ΚΚΕ εσωτερικού, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΝΔ) τα οποία διαδοχικώς τα έβριζε αλλά μετά τα δεχόταν και προσχωρούσε σε αυτά. Έτσι ενώ έβριζε την ΚΝΕ έγινε μετά βουλευτής του ΚΚΕ, ενώ έβριζε τη ΝΔ έγινε βουλευτής της ΝΔ επί Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος τον έκανε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου.
Όταν δε έγινε η δολοφονία του καθηγητή Τεμπονέρα στην Πάτρα το 1991 από το στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Καλαμπόκα, ο υπουργός της ΝΔ Μίκης Θεοδωράκης απέδωσε τις ευθύνες στο ΠΑΣΟΚ! Υποστήριξε ακόμα και τον χουντικό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ενώ ο τελευταίος έσπερνε επί μία δεκαετία με τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία του τα μισαλλόδοξα, διχαστικά, εθνικιστικά και επικίνδυνα κηρύγματά του.
Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
ΟΝΟΜΑ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η έλλειψη σοβαρότητας δεν έχουν τέλος για ένα μεγάλο τμήμα του κομματικού συστήματος και της νεοελληνικής κοινωνίας. Μετά το 1992 επανέρχεται το φάντασμα του «Μακεδονικού» και εγκλωβίζει συνειδήσεις, πολιτικές και πρακτικές. Όλα ξεκίνησαν το 1992 με τα εθνικιστικά, πατριδοκάπηλα και λαϊκιστικά συλλαλητήρια εναντίον της σύνθετης ονομασίας της γείτονος χώρας. Την ευθύνη έχουν οι πολιτικές εξουσίες, τα κόμματα πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων, το βαθύ κράτος και ιδίως η ορθόδοξη Εκκλησία και ένα μέρος των διανοουμένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων ήταν η περιβόητη «ανοικτή επιστολή» με τίτλο «Η ψυχή μας είναι το όνομά μας» των έξη προσωπικοτήτων (Ελύτης, Μερκούρη, Τσάτσος, Γεωργάκης, Μάνεσης, Αρβελέρ), προς την τότε ΕΟΚ τον Μάρτιο 1992.
Η επιστολή αυτή ήταν έμπλεη εθνικισμού, μελλοντολογίας, συναισθηματικής φόρτισης και άλογης σκέψης. Η στοιχειώδης πολιτική σκέψη ήταν εντελώς απούσα, εξαφανισμένη από τον φορμαλισμό της ονομασίας. Το μόνο που κατάφερε η ενέργεια των έξη ήταν να τονώσει τον εθνικισμό και να συντελέσει στο παταγώδες αδιέξοδο στο ζήτημα της ονομασίας. Όποιος είχε διαφορετική άποψη εξοβελιζόταν με τον χαρακτηρισμό «εθνοπροδότης». Δημιουργήθηκε έτσι ένα κλίμα μισαλλοδοξίας και διχασμού καθόλη την μετέπειτα δεκαετία, το οποίο τονίσθηκε επί πλέον με την υστερία υπέρ των σφαγιαστών των Βαλκανίων Μιλόσεβιτς, Κάρατζιτς και Μλάντιτς, και συνεχίσθηκε με την εθνοθρησκευτικό φανατισμό για το θρήσκευμα στις ταυτότητες, πρωτοστατούσης της Εκκλησίας υπό την καθοδήγηση του τότε αρχιεπισκόπου. Αυτή η νοσηρή κατάσταση οδήγησε τόσο στην ενδυνάμωση των ακραίων εθνικιστών και ακροδεξιών με κορύφωση την άνοδο των νεοναζιστών της Χρυσής Αυγής, όσο και στον αποπροσανατολισμό από την επικείμενη χρεοκοπία.
Η σημερινή κατάσταση πυροδοτήθηκε από τον κυβερνητικό εταίρο Π. Καμμένο, ο οποίος πιστός στον εθνικισμό-λαϊκισμό του δεν αποδέχεται την σύνθετη ονομασία. Η διαφωνία αυτή ενίσχυσε τους παραδοσιακούς εθνικιστές, θρησκειοκάπηλους και ακραίους ελλαδέμπορους. Είναι προφανές πως μία ενιαία κυβερνητική στάση στο θέμα και με την στήριξη της αντιπολίτευσης, εξαιρέσει των νεοναζιστών και των ακροδεξιών της ΝΔ, θα είχε λιγώτερες εθνικιστικές και λαϊκιστικές αντιδράσεις. Δυστυχώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης φάνηκε τόσο λίγος, τόσο ανίκανος και υπετάχθη στα ακραία εθνικιστικά στοιχεία της ΝΔ, Γεωργιάδη και Βορίδη. Όμως με εθνικισμούς και ρητορείες δεν γίνεται πολιτική, απλώς δημιουργούνται μισαλλοδοξίες και διχασμοί - αυτή είναι η μάστιγγα του νεοελληνικού κομματικού και κοινωνικού βίου.
Η πολιτική της κυβέρνησης υπονομεύθηκε αρχικώς εκ των ένδον. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε το ποιόν του ψεκασμένου εθνικιστή και θρησκειοκάπηλου Π. Καμμένου, όπως και το ποιόν του ανεκδιήγητου νάρκισσου και κλασαυχενιζόμενου πρώην υφυπουργού παιδείας. Τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος δεν έχουν κρυφτεί ποτέ. Εν τούτοις εν πλήρη συνειδήσει το κόμμα της Αριστεράς επέλεξε να συμβαδίσει μαζί τους, επιδεικνύοντας εμφανή κυνισμό, άμετρη φιλοδοξία για εξουσία, χωρίς αρχές, χωρίς πολιτική σύνεση και στοιχειώδη ιδεολογική ηθική. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχει από ενσυνείδητο στρουθοκαμηλισμό και εφαρμόζει πλήρως την ιησουίτικη αρχή: ο σκοπός (η εξουσία) δικαιώνει τα μέσα. Αποδεικνύεται λοιπόν πως οι επίδοξοι σωτήρες και μαθητευόμενοι μάγοι του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν για μια ακόμη φορά πυροδότες εκρύθμων καταστάσεων. Έχει αποδειχθεί, και θα φανεί σίγουρα και στο μέλλον, πως η μικροπολιτική και ιδιοτελής συνεργασία με τους ΑΝΕΛ είναι αιτία πολλών αδιεξόδων, τα οποία διευκολύνουν την άνοδο των ακροδεξιών. Ο αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η Ν.Δ., είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ: η καταγωγική του αδυναμία να εκτιμήσει τις καταστάσεις, ο τακτικισμός, ο καιροσκοπισμός και η άνευ αρχών πορεία του.
Από την άλλη, στο τελευταίο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ακούσθηκαν πολλές εθνικιστικές λαϊκιστικές και ανιστόρητες ανακρίβιες, όπως «Η Μακεδονία είναι Ελλάδα», «Η Ελλάδα είναι Μακεδονία» και «Ελλάδα σημαίνει ορθοδοξία». Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Η ελληνική Μακεδονία είναι ελληνική και η Ελλάδα δεν είναι Μακεδονία ούτε ορθοδοξία, αλλά πλήθος άλλων πραγμάτων. Άλλωστε αυτό που έχει ονομασθεί «ελληνοδυτικός πολιτισμός», έχει ως βασική συνιστώσα και απαρχή τη δημοκρατική Αθήνα και όχι τη Μακεδονία. Την Αθήνα με τις δημιουργίες της ισότητας, της ελευθερίας, της ισονομίας, της παρρησίας, της ισηγορίας, της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας. Αντιθέτως, η Μακεδονία δεν προσέφερε τίποτε στον δημοκρατικό, πολιτικό, δικαιικό και πνευματικό πολιτισμό της ανθρωπότητας. Υπήρξε απολύτως μοναρχική με ανελεύθερο πολιτικό σύστημα και στρατιωτική κατακτητική «ιδεολογία». Επί πλέον υποδούλωσε τις ελληνικές πόλεις και διέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, με αποτέλεσμα την ολοσχερή επικράτηση ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών καθεστώτων σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Οι ανερμάτιστες εθνικιστικές αντιδράσεις αποδεικνύουν ότι ένα μέρος του πολιτικού συστήματος και της νεοελληνικής κοινωνίας παραμένει δέσμιο παρωχημένων ιδεολογημάτων, δεν μπορεί να γειωθεί στην ιστορική πραγματικότητα, ταυτιζόμενο φανταστικώς με ένα όνομα. Δυστυχώς αυτό που έχει μείνει στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα είναι μόνο το όνομα, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, χωρίς αξίες δημοκρατικές, δημιουργικές και πολιτισμικές, χωρίς ανθρωποκεντρικά και κοινωνιοκεντρικά νοήματα. Μόνο εθνικιστικές, θρησκευτικές φαντασιώσεις, κομματικά, ατομικά συμφέροντα. Σε αντίθεση με το ιδεολόγημα των έξη πως «Η ψυχή μας είναι το όνομα μας» η πραγματικότητα είναι διαφορετική: αυτό που υπάρχει είναι μόνο ένα όνομα γυμνό, χωρίς ψυχή, χωρίς ουσία. Nomina nuda tenemus.
ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
(7/2/2018)
Επειδή το παραπάνω κείμενο γράφτηκε πολύ πρίν από το εθνικιστικό συλλαλητήριο της Αθήνας στις 4/2/2018 προσθέτω την παρακάτω σύντομη σημείωση.
Η πλήρης πολιτική εξαθλίωση του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία είχε ξεκινήσει από το 1974 στη Μεταπολίτευση, φάνηκε στη συμμετοχή του στο εθνικιστικό συλλαλητήριο της Αθήνας και από το περιεχόμενο της ομιλίαςτου.
Μαζί με τον άλλον ομιλητή στο συλληλητήριο της Θεσσαλονίκης, τον ακροδεξιό απόστρατο Φραγκούλη Φράγκο, αποτελούν το δίδυμο του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της συνωμοσιολογίας και του ρατσισμού, τα οποία είναι παράγοντες που ευνοούν την άνοδο του φασισμού. Αξίζουν λοιπόν τα εύσημα του γιου Σκαλούμπακα και του Κασιδιάρη, τα οποία και έλαβαν. Μη χειρότερα...
(Ο Σκαλούμπακας ήταν ο γνωστός αρχιβασανιστής στο στρατόπεδο της Μακρονήσου στην περίοδο του εμφυλίου).
Η αλλοπρόσαλλη πολιτική πορεία του παγκοσμίως γνωστού μουσικοσυνθέτη ξεκίνησε αμέσως με την Μεταπολίτευση του 1974 όταν τάθηκε υπέρ του «μονόδρομου» Κωνσταντίνου Καραμανλή με το γνωστό «Καραμανλής ή τάνκς». Μετά περιηγήθηκε σε όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα (ΚΚΕ εσωτερικού, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΝΔ) τα οποία διαδοχικώς τα έβριζε αλλά μετά τα δεχόταν και προσχωρούσε σε αυτά. Έτσι ενώ έβριζε την ΚΝΕ έγινε μετά βουλευτής του ΚΚΕ, ενώ έβριζε τη ΝΔ έγινε βουλευτής της ΝΔ επί Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος τον έκανε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου.
Όταν δε έγινε η δολοφονία του καθηγητή Τεμπονέρα στην Πάτρα το 1991 από το στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Καλαμπόκα, ο υπουργός της ΝΔ Μίκης Θεοδωράκης απέδωσε τις ευθύνες στο ΠΑΣΟΚ! Υποστήριξε ακόμα και τον χουντικό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ενώ ο τελευταίος έσπερνε επί μία δεκαετία με τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία του τα μισαλλόδοξα, διχαστικά, εθνικιστικά και επικίνδυνα κηρύγματά του.