Ως κύρια μορφή πρωτογενούς κοινωνικής ζωής η κοινότητα είναι το διαχρονικό κύτταρο του Ελληνισμού, από την αρχαιότητα ως τη διάλυσή της με τον ειδικό βαυαρικό νόμο του 1833. Τα λείψανά της θα τα διασκορπίσει αδυσώπητα ο τελευταίος ελληνικός εμφύλιος (1946-1949), όπου οι κυνηγημένοι θα αφήσουν τα χωριά για την ανώνυμη καταφυγή στις πόλεις.[1]
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, το βασικό κύτταρο τοπικής διοίκησης υπήρξε πράγματι η κοινότητα και είχε την ευθύνη κυρίως της πληρωμής των φόρων στην κεντρική διοίκηση. Τα τοπικά συμβούλια κι οι δημογέροντες διαχειρίζονταν το μεγαλύτερο μέρος των ζητημάτων της καθημερινής ζωής.
Η «Ομοσπονδία» Ζαγοροχωρίων κατά τη περίοδο 1684-1868[2]. Μια κοινοτική στα πλαίσια της Οθωμανικής Κυριαρχίας.
Η εγκατάσταση των ομάδων συγγένειας με κοινή οικονομική δραστηριότητα που είχαν νομαδικό τρόπο ζωής σε ένα μόνιμο οικισμό, δημιούργησε σιγά –σιγά τα χωριά στην περιοχή που σήμερα αποκαλούμε Ζαγόρι. Σαν παράλληλο αποτέλεσμα ήταν ότι η κτηνοτροφική κυρίως δραστηριότητα άρχισε να γίνεται εντός των ορίων της περιοχής.
Αυτό είχε ολοκληρωθεί πριν το τέλος του 15ου αιώνα και τη κατάκτηση από τους Τούρκους. Η διαλλακτική στάση των κατοίκων των Ζαγοροχωρίων προφύλαξε την περιοχή από βίαιες καταστροφές και εξασφάλισε προνόμια(σουρούτια). Η ήπια στάση των Τούρκων εξηγείται και από το γεγονός ότι η επιβολή της κυριαρχίας σε μια απομακρυσμένη δύσβατη περιοχή-που θα χρειαζόταν πολύ επιμονή, δυνάμεις και μέσα-μόνο έτσι δεν θα είχε μεγάλο κόστος για αυτούς. Τα Ζαγοροχώρια όμως πέτυχαν έτσι πολιτική εξασφάλιση της νομιμότητας της κυριαρχίας τους.
Η παραχώρηση προνομίων έφερε οικονομικά οφέλη για τους κατοίκους των Ζαγοροχωρίων και ταυτόχρονα τους έδωσε τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας τοπικής πολιτικής έκφρασης. Έτσι το 1684 η περιοχή ονομάσθηκε «Βιλαέτι του Ζαγορίου»(Vilayet Zagor) και άρχισε να αυτοδιοικείται. Τα πλεονεκτήματα των προνομίων και της αυτοδιοίκησης, οδήγησαν και άλλους οικισμούς να ενταχθούν στη κοινότητα.
Η περιοχή τροφοδοτούσε τις οθωμανικές στρατιωτικές μονάδες με άλογα, μουλάρια και όνους, καθώς και με άτομα για τα επικουρικά σώματα των Οθωμανών. Οι Ζαγορίσιοι που συμμετείχαν σε αυτά τα σώματα εξοικειώνονταν με τις τότε διαδρομές επικοινωνίας στην αυτοκρατορία. Αυτή τους η εμπειρία βοήθησε αργότερα στη χρήση των δρόμων για τις μεταφορές και το εμπόριο, στο οποίο επιδόθηκαν, όταν στις αρχές του 17ου αιώνα η υποχρέωση της επικουρικής στράτευσης αντικαταστάθηκε με την απόδοση μόνο φόρου.
Η αγρο-κτηνοτροφία ήταν μοναδική οικονομική δραστηριότητα μέχρι τον 16ο αιώνα, αλλά η συγκέντρωση των φυσικών πόρων στα χέρια λίγων, οδήγησε μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού σε μετανάστευση. Πολλοί από την περιοχή εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες πόλεις της εποχής, όπως Κων/πολη και Κάιρο, αλλά και σε χώρες της Ευρώπης-Μολδαβία, Βλαχία κ.λπ. Το καθεστώς των προνομίων σε συνδυασμό με τον πλουτισμό των ξενιτεμένων, έφεραν στη συνέχεια καινούργια οικονομική ευμάρεια στα Ζαγόρια. Όσοι επέστρεψαν πίσω επιδόθηκαν σε νέα επαγγέλματα: έμποροι, γιατροί[3], ιδιοκτήτες χανίων και καταστημάτων κ.λπ.
Ταυτόχρονα επεδίωξαν και τη πρόοδο της περιοχής στη παιδεία. Κάθε χωριό απέκτησε και το σχολείο του μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Πολλοί λόγιοι του νεότερου ελληνισμού(π.χ. Νεόφυτος Δούκας, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Χριστόδουλος Κλωνάρης) καταγόταν από τα Ζαγόρια.
Η αυτοδιοίκηση:
Σε κάθε χωριό του Ζαγορίου –ανήκαν 48 χωριά-υπήρχε ένας επικεφαλής. Η γενική διοίκηση όλων των χωριών ήταν ευθύνη του Βεκύλη, που είχε δύο ακόμη ηλικιωμένους συμβούλους. Ο Βεκύλης εκλεγόταν από τους εκπροσώπους(άνδρες) των οικισμών για 6 ή 12 μήνες και ήταν υπόλογος στην οθωμανική αρχή. Τα προνόμια της «ομοσπονδίας» εξασφάλιζαν εσωτερική αυτονομία και αμιγή χριστιανικό πληθυσμό[4]. Οι νομικές διαφορές επιλύονταν εντός της κοινότητας, με συμμετοχή της αυθεντίας του Βεκύλη.
Το απόγειο της ανάπτυξης της περιοχής συνέπεσε με την εποχή του Αλή Πασά στα Γιάννενα, που είχε ενισχύσει ακόμα περισσότερο τα προνόμιά της. Μετά το θάνατό του και το έτος 1868 επήλθε πλήρης και οριστική κατάργησή τους. Σαν αποτέλεσμα υπήρξε πολιτική και οικονομική ανασφάλεια και έτσι ο πληθυσμός μειώθηκε, ώσπου η περιοχή ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1913.
Η αυτοδιοίκηση των χωριών του Πηλίου[5]
Το Πήλιο ήταν κυρίως γνωστό στην αρχαιότητα, για την Ιατρική. Ο Λόγος ανάπτυξης της Ιατρικής ήταν ο πλούτος των βοτάνων της περιοχής[6]. Στους Βυζαντινούς χρόνους από τη μεριά του Παγασητικού υπήρχε η πόλη Δημητριάς και από τον 13ο αιώνα τα Λεχώνια. Ανατολικά δημιουργήθηκε η πόλη Ζαγορά και στην τελευταία περίοδο της βυζαντινής εποχής αναφέρεται και ο Λαύκος.
Ο 13ος και 14ος αιώνας πέρασαν με ληστρικές επιδρομές από Σαρακηνούς, Καταλανούς κ.λπ. Από το 1423 η περιοχή γνώρισε την Τουρκική κατοχή. Από τότε άρχισε η ίδρυση και εξέλιξη των σημερινών χωριών του Πηλίου. Η ζωή στα πεδινά γίνεται επικίνδυνη και πολλοί κάτοικοι από την υπόλοιπη Θεσσαλία, την περιοχή της Λαμίας, την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου, ανεβαίνουν στο Πήλιο με την πλούσια βλάστηση, τα νερά και τη σχετική ασφάλεια. Καταφεύγουν συνήθως στις μονές και γύρω από τα μοναστήρια, που υπήρχαν από τη μεσαιωνική εποχή. Τα μοναστήρια αυτά υπήρξαν οι οικιστικοί πυρήνες των σημαντικότερων χωριών.
Στην αρχή του 17ου αιώνα δημιουργήθηκαν ήδη πολλοί οικισμοί που εξελίχθηκαν στα σημερινά 24 χωριά του Πηλίου. Η περιοχή του Πηλίου ανήκε αποκλειστικά σχεδόν στη Βαλιδέ–χανούμ, τη μητέρα του σουλτάνου. Τα 14 από τα χωριά χαρακτηρίστηκαν «βακούφια» δηλ. αφιερωμένα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και τα υπόλοιπα «χάσια». Στα «βακούφια» ανήκαν: Μακρυνίτσα, Δράκεια, Αγ. Λαυρέντιος, Καραμπάσι, Πινακάτες, Βυζίτσα, Αργαλαστή, Συκιά, Λαύκος, Προμύρι, Ανήλιο, Κισσός, Μούρεσι και Μακρυράχη. Στα «χάσια» ήταν: η Ζαγορά, ο Άνω Βόλος, Η Πορταριά, το Κατηχώρι, οι Μηλιές, το Νεοχώρι, η Τσαγκαράδα κλπ.
Απέκτησαν προνόμια και αυτοδιοίκηση και τον 18ο και 19ο αιώνα ανέπτυξαν σημαντική οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα. Από το 1868 έως το 1897 πρωτεύουσα των Βακουφιών ήταν η Αργαλαστή. Μετά έγινε η Μακρινίτσα. Στα χωριά δεν είχε δικαίωμα να πατήσει Τούρκος. Τα διοικούσε, εγκατεστημένος στη Μακρινίτσα, ο βοεβόδας, αντιπρόσωπος της Βαλιδέ– χανούμ, ο οποίος εγκαθιστούσε σε κάθε χωριό ένα «ζαμπίτι» για να εκτελεί χρέη αστυνόμου. Οι φόροι ήταν μικροί σχετικά και καθορισμένοι. Η γενική διοίκηση όλων των βακουφιών ήταν στα χέρια των πρωτόγερων της Μακρινίτσας, ενώ τα τοπικά ζητήματα κάθε χωριού ξεχωριστά τα ρύθμιζαν οι κοτζαμπάσηδες, που εξέλεγαν με κάποιον τρόπο κάθε χρόνο οι χωρικοί.
Τα «Χάσια» δεν είχαν ομοσπονδιακή οργάνωση, όπως τα βακούφια. Διοικητικά ήταν εξαρτημένα από τον πασά της Λάρισας. Οι φόροι που πλήρωναν ήταν βαρύτεροι από των βακουφιών και δεν είχαν και την πάγια μορφή εκείνων.
Οικονομική ανάπτυξη
Αποτέλεσμα των προνομίων ήταν και η οικονομική ανάπτυξη των χωριών του Πηλίου, που μέσα σε λίγες δεκαετίες απέκτησαν μεγάλη ευμάρεια. Την όφειλαν στα βιοτεχνικά τους προϊόντα, στο μετάξι και τελευταία στις ελιές και στα σύκα. Στα μεγαλύτερα χωριά, αναπτύχθηκε μια ακμαία βιοτεχνία. Τα κυριότερα προϊόντα της ήταν παπούτσια, μεταξωτά μαντήλια, τσόχες και ποικίλα άλλα είδη υφαντικής. Η παραγωγική αυτή δραστηριότητα μαζί με τα προνόμια και την αυτοδιοίκηση, οδήγησε στην οργάνωση του εμπορίου και στην ανάπτυξη της ναυτιλίας: πολλά πρακτορεία και καταστήματα δημιουργούνται στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και σε άλλα μικρότερα κέντρα. Τα πλοία της Ζαγοράς μεταφέρουν προϊόντα σε όλα τα λιμάνια της Ανατολής. Στα τέλη του 18ου αιώνα η εμποροναυτική ακμή των χωριών του Πηλίου φτάνει στο κορύφωμά της. Τα προϊόντα εξάγονται με καράβια ή με καραβάνια που φτάνουν ως τη Βουδαπέστη και την Βιέννη. Οι Πηλιορείτες με τους Ηπειρώτες γίνονται πρωτοπόροι της οικονομικής αναγέννησης της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.
Οι Πηλιορείτες δεν θα τα πάνε καλά μόνο οικονομικά, αλλά και πνευματικά. Στη Ζαγορά θα ιδρυθεί ένα θαυμάσιο εκπαιδευτήριο. Ακολουθούν οι Μηλιές, όπου ιδρύεται σχολείο θετικών επιστημών με άρτια βιβλιοθήκη. Το αναγεννητικό αυτό πνεύμα έχει και άλλες συνέπειες: οι Πηλιορείτες γίνονται πιο ελεύθεροι, δημοκρατικότεροι, πιο πολιτικοί και δεκτικοί στις νέες ιδέες. Οι πνευματικές και κοινωνικές ζυμώσεις αρχίζουν με μια οξύτατη κριτική των φεουδαρχικών διοικητικών θεσμών και το αίτημα της ελευθερίας γίνεται έντονο. Τίθεται για πρώτη φορά το γλωσσικό ζήτημα. Μια σειρά από φωτισμένους Πηλιορείτες, ο Άνθιμος Γαζής, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς κ.α. θα πάρουν μερικές από τις καλύτερες θέσεις στο μεγάλο αναγεννητικό κίνημα που θα οδηγήσει στο 1821.
Στην Επανάσταση του 1821, πρωτεργάτης υπήρξε ο Άνθιμος Γαζής, ιερωμένος και λόγιος από τις Μηλιές. Η επανάσταση όμως δεν προχώρησε, τα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων της περιοχής δεν το επέτρεψαν, με αποτέλεσμα όλες οι προσπάθειες να πνιγούν στο αίμα από την αρχή κιόλας. Το κίνημα του 1854 επίσης απέτυχε και το 1878 μετά από μάχες και την μεσολάβηση των Άγγλων έγινε το Συνέδριο του Βερολίνου, οπότε η Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου απελευθερώθηκαν. Η προσάρτηση στο Ελληνικό κράτος έγινε τον Αύγουστο του 1881.
Τα Αμπελάκια, η ιστορική κοινότητα με τον πρώτο συνεταιρισμό παγκοσμίως[7]
Η πρώτη καταγεγραμμένη- τουρκική καταγραφή- εμφάνιση των Αμπελακίων γίνεται στα έτη 1454-5, που την περιοχή κυβερνούσαν οι Σαχήδες των Τρικάλων. Στα ορεινά Αμπελάκια εγκαταστάθηκαν μάλλον οι κάτοικοι της πεδινής γύρω περιοχής, για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των σταυροφόρων, αλλά και των Τούρκων. Διοικητικά ανήκαν στον πασά της Λάρισας και εξαιτίας της οικονομικής άνθησης και των υψηλών φόρων που κατέβαλλαν στους Τούρκους, τους είχαν δοθεί αρκετά προνόμια, όπως η αυτοδιοίκηση (Αμπελακιώτικη δημογεροντία), και η απαγόρευση να τα κατοικήσουν Τούρκοι.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η παραγωγή και βαφή βαμβακερών νημάτων. Σαν βασική ύλη για βάψιμο είχαν το ριζάρι(ερυθρόδανο), που στην αρχή το αγόραζαν από τη Σμύρνη, αλλά στη συνέχεια το καλλιέργησαν στην περιοχή. Το βαμβάκι εξασφαλιζόταν κύρια από τη Θεσσαλία.
Οι κάτοικοι-άνδρες και γυναίκες-δούλευαν οργανωμένοι σε ανεξάρτητες στην αρχή μικρές «συντροφίες», που στηρίζονταν βασικά στις τότε πολυμελείς διευρυμένες οικογένειες. Η επιτυχία που είχαν στο κόκκινο νήμα(τουρκικό ερυθρό), δημιούργησε τέτοιο ανταγωνισμό μεταξύ τους, που λειτούργησε τελικά ενάντιά τους. Έτσι κάποιοι πήραν τη πρωτοβουλία και -μετά από συζητήσεις αρκετών ετών κατά τη δεκαετία του 1770-δημιούργησαν τη μεγάλη «συντροφία».
Το 1778, οι περισσότερες οικογένειες συμφώνησαν με την ιδέα και συνυπέγραψαν το ιδρυτικό καταστατικό του πρώτου συνεταιρισμού παγκοσμίως(!), με το όνομα «Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων». «Οργανώθηκε σε κοινοτική και υπερκοινοτική βάση, λειτούργησε δε με συνεργατικούς κανόνες καθολικής συμμετοχής των κατοίκων στις παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες, για περισσότερα από τριάντα χρόνια (1780-1812). Τα δύο γνωστά καταστατικά των Αμπελακίων των ετών 1780 και 1795, τα οποία καταγράφουν ορισμένα μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών, αποτελούν από τότε έως και σήμερα, κείμενα ισότιμων παραγωγικών σχέσεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών, όχι μόνο για μια ελληνική κοινότητα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τα Αμπελάκια, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης, αλλά και της σημερινής.»[8].
Ο πρώτος και τελευταίος παράγοντας και αποδέκτης του συνεταιρισμού ήταν ο συνεργατικός άνθρωπος των Αμπελακίων. Όλοι οι Αμπελακιώτες, άντρες γυναίκες και παιδιά, ήταν μέτοχοι σ' αυτή τη συνεταιριστική επιχείρηση. Οι γεωργοί συμμετείχαν με τα χωράφια τους, οι τεχνίτες και οι εργάτες με την εργασία τους, όσοι είχαν αποταμιεύσει με τις οικονομίες τους . Το κατώτερο ποσό που μπορούσε να καταθέσει κανείς για να έχει μια συνεταιριστική μερίδα ήταν 5.000 γρόσια, ενώ το μεγαλύτερο 20.000 γρόσια. Ο περιορισμός αυτός μπήκε για να αποφευχθεί η κυριαρχία του συνεταιρισμού από τους μεγάλους κεφαλαιούχους. Τα μέλη του Συνεταιρισμού στα 1780 ανέρχονταν σε 6.000.
Ο συνεταιρισμός διέθετε συνολικά 24 εργαστήρια, πλυντήρια, βαφεία όπου γινόταν η όλη επεξεργασία και παραγωγή του τελικού προϊόντος, τα κόκκινα άλικα νήματα, τα οποία στη συνέχεια εξάγονταν στο εξωτερικό. Πέτυχε να στήσει ένα δίκτυο πώλησης σε 17 υποκαταστήματα 8 ευρωπαϊκών χωρών. Η ευημερία που πέτυχαν η Αμπελακιώτες φαίνεται στην αρχιτεκτονική των σπιτιών και των αρχοντικών και στη διακόσμηση, στις χαρακτηριστικές ξυλόγλυπτες κατασκευές, τους ημικυκλικούς φεγγίτες - είναι φτιαγμένοι με την τεχνική του βιτρώ- και τις απαράμιλλης ομορφιάς τοιχογραφίες τους.
Όσο αυξανόταν η παραγωγή, αυξανόταν και ο πληθυσμός, μια και τα εργατικά χέρια ήταν περιζήτητα. Δημιουργήθηκε ένα σύστημα υπόγειας αποχέτευσης, υπήρχαν λιθόστρωτοι δρόμοι, ένα ανοιχτό θέατρο όπου παίζονταν κλασσικά θεατρικά έργα, ιατρική περίθαλψη με τους καλύτερους γιατρούς, μια δημόσια βιβλιοθήκη με τα καλύτερα βιβλία. Οι Αμπελακιώτες επίσης χρηματοδότησαν την έκδοση του πρώτου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας με τον Άνθιμο Γαζή, το 1804. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα λειτούργησε το Ελληνομουσείο όπου δίδαξαν σπουδαίοι Διδάσκαλοι του Γένους και μαθήτευσε ο Ρήγας Βελεστινλής.
Η ευημερία όμως δεν κράτησε πολύ μεγάλο διάστημα, αφού η βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία, οι ναπολεόντειοι και ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και η χρεοκοπία της τράπεζας της Βιέννης, όπου ήταν κατατεθειμένα τα κεφάλαια του Συνεταιρισμού, οδήγησαν σταδιακά στη διάλυση της «Κοινής Συντροφίας», με την οριστική διακοπή των εξαγωγών το 1820.
Σήμερα στην εποχή της ευρωπαϊκής σύγκλισης και της παγκοσμιοποίησης των αγορών (της νέας αυτοκρατορίας), το παράδειγμα των Αμπελακίων δείχνει το δρόμο και τον τρόπο, που μπορεί μια τοπική κοινωνία- σε ορεινές φθίνουσες περιοχές- στηριζόμενη στους ντόπιους φυσικούς πόρους της να ικανοποιήσει ποιοτικά τις ανάγκες της.
Και ένα τελικό σχόλιο:
Από την παρουσίαση των 3 παραδειγμάτων βγαίνει κάποιο συμπέρασμα: οι κοινότητες αυτές εκμεταλλεύθηκαν στα πλαίσια της αυτοκρατορίας τις αδυναμίες της και στη συνέχεια δημιούργησαν "διεθνείς" σχέσεις, επαφές και ανταλλαγές με τη τότε "παγκόσμια κοινότητα", ρίχνοντας το βάρος όχι μόνο στην οικονομία τους, αλλά και στην ανεξάρτητη παιδεία τους. Σήμερα οι "νέες κοινότητες" μπορούν να εκμεταλλευθούν τις σχέσεις και επαφές με το "παγκόσμιο χωριό", μέσω των νέων Μέσων Επικοινωνίας, χωρίς να χρειάζεται "επί τόπου μετάβαση". Μπορούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο της "νέας αυτοκρατορίας" των παγκόσμιων αγορών, στρεφόμενες προς τις τοπικές οικονομίες και αγορές. Τα νέα "προνόμια" μπορεί να αποτελέσουν οι νόμοι της αυτοδιοίκησης και οι αρμοδιότητες που παρέχονται στους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού.
Αρκεί λοιπόν οι σημερινοί πολίτες-δημότες να αυτοοργανωθούν σε "συντροφίες" και να αυτοδιοικηθούν με άμεση δημοκρατία στους δήμους-δημοτικές ενότητες-κοινότητες, μεταβάλλοντας το σημερινό θεσμό της περιφέρειας σε ουσιαστική ομοσπονδία δήμων κ.λπ.
[1] Θεόδωρος Ζιάκας, Αυτοείδωλον εγενόμην, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα, 2005. Επίσης : Γιώργος Κολέμπας/Βασίλης Γιόκαρης, Κοινωνικοποίηση, οι εκδόσεις των συναδέλφων 2012, σελ.101-102
[2] http://topikopoiisi.blogspot.de/2011/02/1684-1868.html
[3] Στο πλαγιές των βουνών φυτρώνουν ακόμα τα 1.750 είδη βοτάνων που χρησιμοποιούσαν οι φημισμένοι βικόγιατροι, οι πρακτικοί γιατροί του Zαγοριού που από τον 18ο αι. γιάτρευαν ανθρώπους και ζώα και κατείχαν υψηλά αξιώματα (μέχρι και ιατρικοί σύμβουλοι και μυστικοσύμβουλοι των σουλτάνων!)
[4] Σύμφωνα με τον THEDE KAHL, συγγραφέα του βιβλίου: Για την ταυτότητα των Βλάχων(εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2009), οι εθνοτικές ομάδες που κατοικούσαν στη περιοχή ήταν κύρια Γραικοί, Αρμάνοι(Βλάχοι), Αρβανίτες, Σαρακατσάνοι και Τσιγγάνοι.
[5] http://topikopoiisi.blogspot.de/2011/02/blog-post_7136.html
[6] Ο Ασκληπιός μεγάλωσε στο Πήλιο -κοντά στον μυθικό κένταυρο Χείρωνα και διδάχθηκε τη θεραπεία με μια πολύ μεγάλη ποικιλία φυτών, βοτάνων, ριζών κλπ. Έτσι θεωρήθηκε ο ίδιος ως η προσωποποίηση των θεραπευτικών δυνάμεων της φύσεως.
[7] http://topikopoiisi.blogspot.de/2011/02/blog-post_6253.html
[8] Από τον πρόλογο του βιβλίου Αμπελάκια Θεσσαλίας, Κοινοτική οργάνωση και διεθνείς σχέσεις των Αμπελακίων, του Αστέριου Βάγια
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, το βασικό κύτταρο τοπικής διοίκησης υπήρξε πράγματι η κοινότητα και είχε την ευθύνη κυρίως της πληρωμής των φόρων στην κεντρική διοίκηση. Τα τοπικά συμβούλια κι οι δημογέροντες διαχειρίζονταν το μεγαλύτερο μέρος των ζητημάτων της καθημερινής ζωής.
Η «Ομοσπονδία» Ζαγοροχωρίων κατά τη περίοδο 1684-1868[2]. Μια κοινοτική στα πλαίσια της Οθωμανικής Κυριαρχίας.
Η εγκατάσταση των ομάδων συγγένειας με κοινή οικονομική δραστηριότητα που είχαν νομαδικό τρόπο ζωής σε ένα μόνιμο οικισμό, δημιούργησε σιγά –σιγά τα χωριά στην περιοχή που σήμερα αποκαλούμε Ζαγόρι. Σαν παράλληλο αποτέλεσμα ήταν ότι η κτηνοτροφική κυρίως δραστηριότητα άρχισε να γίνεται εντός των ορίων της περιοχής.
Αυτό είχε ολοκληρωθεί πριν το τέλος του 15ου αιώνα και τη κατάκτηση από τους Τούρκους. Η διαλλακτική στάση των κατοίκων των Ζαγοροχωρίων προφύλαξε την περιοχή από βίαιες καταστροφές και εξασφάλισε προνόμια(σουρούτια). Η ήπια στάση των Τούρκων εξηγείται και από το γεγονός ότι η επιβολή της κυριαρχίας σε μια απομακρυσμένη δύσβατη περιοχή-που θα χρειαζόταν πολύ επιμονή, δυνάμεις και μέσα-μόνο έτσι δεν θα είχε μεγάλο κόστος για αυτούς. Τα Ζαγοροχώρια όμως πέτυχαν έτσι πολιτική εξασφάλιση της νομιμότητας της κυριαρχίας τους.
Η παραχώρηση προνομίων έφερε οικονομικά οφέλη για τους κατοίκους των Ζαγοροχωρίων και ταυτόχρονα τους έδωσε τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας τοπικής πολιτικής έκφρασης. Έτσι το 1684 η περιοχή ονομάσθηκε «Βιλαέτι του Ζαγορίου»(Vilayet Zagor) και άρχισε να αυτοδιοικείται. Τα πλεονεκτήματα των προνομίων και της αυτοδιοίκησης, οδήγησαν και άλλους οικισμούς να ενταχθούν στη κοινότητα.
Η περιοχή τροφοδοτούσε τις οθωμανικές στρατιωτικές μονάδες με άλογα, μουλάρια και όνους, καθώς και με άτομα για τα επικουρικά σώματα των Οθωμανών. Οι Ζαγορίσιοι που συμμετείχαν σε αυτά τα σώματα εξοικειώνονταν με τις τότε διαδρομές επικοινωνίας στην αυτοκρατορία. Αυτή τους η εμπειρία βοήθησε αργότερα στη χρήση των δρόμων για τις μεταφορές και το εμπόριο, στο οποίο επιδόθηκαν, όταν στις αρχές του 17ου αιώνα η υποχρέωση της επικουρικής στράτευσης αντικαταστάθηκε με την απόδοση μόνο φόρου.
Η αγρο-κτηνοτροφία ήταν μοναδική οικονομική δραστηριότητα μέχρι τον 16ο αιώνα, αλλά η συγκέντρωση των φυσικών πόρων στα χέρια λίγων, οδήγησε μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού σε μετανάστευση. Πολλοί από την περιοχή εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες πόλεις της εποχής, όπως Κων/πολη και Κάιρο, αλλά και σε χώρες της Ευρώπης-Μολδαβία, Βλαχία κ.λπ. Το καθεστώς των προνομίων σε συνδυασμό με τον πλουτισμό των ξενιτεμένων, έφεραν στη συνέχεια καινούργια οικονομική ευμάρεια στα Ζαγόρια. Όσοι επέστρεψαν πίσω επιδόθηκαν σε νέα επαγγέλματα: έμποροι, γιατροί[3], ιδιοκτήτες χανίων και καταστημάτων κ.λπ.
Ταυτόχρονα επεδίωξαν και τη πρόοδο της περιοχής στη παιδεία. Κάθε χωριό απέκτησε και το σχολείο του μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Πολλοί λόγιοι του νεότερου ελληνισμού(π.χ. Νεόφυτος Δούκας, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Χριστόδουλος Κλωνάρης) καταγόταν από τα Ζαγόρια.
Η αυτοδιοίκηση:
Σε κάθε χωριό του Ζαγορίου –ανήκαν 48 χωριά-υπήρχε ένας επικεφαλής. Η γενική διοίκηση όλων των χωριών ήταν ευθύνη του Βεκύλη, που είχε δύο ακόμη ηλικιωμένους συμβούλους. Ο Βεκύλης εκλεγόταν από τους εκπροσώπους(άνδρες) των οικισμών για 6 ή 12 μήνες και ήταν υπόλογος στην οθωμανική αρχή. Τα προνόμια της «ομοσπονδίας» εξασφάλιζαν εσωτερική αυτονομία και αμιγή χριστιανικό πληθυσμό[4]. Οι νομικές διαφορές επιλύονταν εντός της κοινότητας, με συμμετοχή της αυθεντίας του Βεκύλη.
Το απόγειο της ανάπτυξης της περιοχής συνέπεσε με την εποχή του Αλή Πασά στα Γιάννενα, που είχε ενισχύσει ακόμα περισσότερο τα προνόμιά της. Μετά το θάνατό του και το έτος 1868 επήλθε πλήρης και οριστική κατάργησή τους. Σαν αποτέλεσμα υπήρξε πολιτική και οικονομική ανασφάλεια και έτσι ο πληθυσμός μειώθηκε, ώσπου η περιοχή ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1913.
Η αυτοδιοίκηση των χωριών του Πηλίου[5]
Το Πήλιο ήταν κυρίως γνωστό στην αρχαιότητα, για την Ιατρική. Ο Λόγος ανάπτυξης της Ιατρικής ήταν ο πλούτος των βοτάνων της περιοχής[6]. Στους Βυζαντινούς χρόνους από τη μεριά του Παγασητικού υπήρχε η πόλη Δημητριάς και από τον 13ο αιώνα τα Λεχώνια. Ανατολικά δημιουργήθηκε η πόλη Ζαγορά και στην τελευταία περίοδο της βυζαντινής εποχής αναφέρεται και ο Λαύκος.
Ο 13ος και 14ος αιώνας πέρασαν με ληστρικές επιδρομές από Σαρακηνούς, Καταλανούς κ.λπ. Από το 1423 η περιοχή γνώρισε την Τουρκική κατοχή. Από τότε άρχισε η ίδρυση και εξέλιξη των σημερινών χωριών του Πηλίου. Η ζωή στα πεδινά γίνεται επικίνδυνη και πολλοί κάτοικοι από την υπόλοιπη Θεσσαλία, την περιοχή της Λαμίας, την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου, ανεβαίνουν στο Πήλιο με την πλούσια βλάστηση, τα νερά και τη σχετική ασφάλεια. Καταφεύγουν συνήθως στις μονές και γύρω από τα μοναστήρια, που υπήρχαν από τη μεσαιωνική εποχή. Τα μοναστήρια αυτά υπήρξαν οι οικιστικοί πυρήνες των σημαντικότερων χωριών.
Στην αρχή του 17ου αιώνα δημιουργήθηκαν ήδη πολλοί οικισμοί που εξελίχθηκαν στα σημερινά 24 χωριά του Πηλίου. Η περιοχή του Πηλίου ανήκε αποκλειστικά σχεδόν στη Βαλιδέ–χανούμ, τη μητέρα του σουλτάνου. Τα 14 από τα χωριά χαρακτηρίστηκαν «βακούφια» δηλ. αφιερωμένα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και τα υπόλοιπα «χάσια». Στα «βακούφια» ανήκαν: Μακρυνίτσα, Δράκεια, Αγ. Λαυρέντιος, Καραμπάσι, Πινακάτες, Βυζίτσα, Αργαλαστή, Συκιά, Λαύκος, Προμύρι, Ανήλιο, Κισσός, Μούρεσι και Μακρυράχη. Στα «χάσια» ήταν: η Ζαγορά, ο Άνω Βόλος, Η Πορταριά, το Κατηχώρι, οι Μηλιές, το Νεοχώρι, η Τσαγκαράδα κλπ.
Απέκτησαν προνόμια και αυτοδιοίκηση και τον 18ο και 19ο αιώνα ανέπτυξαν σημαντική οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα. Από το 1868 έως το 1897 πρωτεύουσα των Βακουφιών ήταν η Αργαλαστή. Μετά έγινε η Μακρινίτσα. Στα χωριά δεν είχε δικαίωμα να πατήσει Τούρκος. Τα διοικούσε, εγκατεστημένος στη Μακρινίτσα, ο βοεβόδας, αντιπρόσωπος της Βαλιδέ– χανούμ, ο οποίος εγκαθιστούσε σε κάθε χωριό ένα «ζαμπίτι» για να εκτελεί χρέη αστυνόμου. Οι φόροι ήταν μικροί σχετικά και καθορισμένοι. Η γενική διοίκηση όλων των βακουφιών ήταν στα χέρια των πρωτόγερων της Μακρινίτσας, ενώ τα τοπικά ζητήματα κάθε χωριού ξεχωριστά τα ρύθμιζαν οι κοτζαμπάσηδες, που εξέλεγαν με κάποιον τρόπο κάθε χρόνο οι χωρικοί.
Τα «Χάσια» δεν είχαν ομοσπονδιακή οργάνωση, όπως τα βακούφια. Διοικητικά ήταν εξαρτημένα από τον πασά της Λάρισας. Οι φόροι που πλήρωναν ήταν βαρύτεροι από των βακουφιών και δεν είχαν και την πάγια μορφή εκείνων.
Οικονομική ανάπτυξη
Αποτέλεσμα των προνομίων ήταν και η οικονομική ανάπτυξη των χωριών του Πηλίου, που μέσα σε λίγες δεκαετίες απέκτησαν μεγάλη ευμάρεια. Την όφειλαν στα βιοτεχνικά τους προϊόντα, στο μετάξι και τελευταία στις ελιές και στα σύκα. Στα μεγαλύτερα χωριά, αναπτύχθηκε μια ακμαία βιοτεχνία. Τα κυριότερα προϊόντα της ήταν παπούτσια, μεταξωτά μαντήλια, τσόχες και ποικίλα άλλα είδη υφαντικής. Η παραγωγική αυτή δραστηριότητα μαζί με τα προνόμια και την αυτοδιοίκηση, οδήγησε στην οργάνωση του εμπορίου και στην ανάπτυξη της ναυτιλίας: πολλά πρακτορεία και καταστήματα δημιουργούνται στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και σε άλλα μικρότερα κέντρα. Τα πλοία της Ζαγοράς μεταφέρουν προϊόντα σε όλα τα λιμάνια της Ανατολής. Στα τέλη του 18ου αιώνα η εμποροναυτική ακμή των χωριών του Πηλίου φτάνει στο κορύφωμά της. Τα προϊόντα εξάγονται με καράβια ή με καραβάνια που φτάνουν ως τη Βουδαπέστη και την Βιέννη. Οι Πηλιορείτες με τους Ηπειρώτες γίνονται πρωτοπόροι της οικονομικής αναγέννησης της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.
Οι Πηλιορείτες δεν θα τα πάνε καλά μόνο οικονομικά, αλλά και πνευματικά. Στη Ζαγορά θα ιδρυθεί ένα θαυμάσιο εκπαιδευτήριο. Ακολουθούν οι Μηλιές, όπου ιδρύεται σχολείο θετικών επιστημών με άρτια βιβλιοθήκη. Το αναγεννητικό αυτό πνεύμα έχει και άλλες συνέπειες: οι Πηλιορείτες γίνονται πιο ελεύθεροι, δημοκρατικότεροι, πιο πολιτικοί και δεκτικοί στις νέες ιδέες. Οι πνευματικές και κοινωνικές ζυμώσεις αρχίζουν με μια οξύτατη κριτική των φεουδαρχικών διοικητικών θεσμών και το αίτημα της ελευθερίας γίνεται έντονο. Τίθεται για πρώτη φορά το γλωσσικό ζήτημα. Μια σειρά από φωτισμένους Πηλιορείτες, ο Άνθιμος Γαζής, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς κ.α. θα πάρουν μερικές από τις καλύτερες θέσεις στο μεγάλο αναγεννητικό κίνημα που θα οδηγήσει στο 1821.
Στην Επανάσταση του 1821, πρωτεργάτης υπήρξε ο Άνθιμος Γαζής, ιερωμένος και λόγιος από τις Μηλιές. Η επανάσταση όμως δεν προχώρησε, τα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων της περιοχής δεν το επέτρεψαν, με αποτέλεσμα όλες οι προσπάθειες να πνιγούν στο αίμα από την αρχή κιόλας. Το κίνημα του 1854 επίσης απέτυχε και το 1878 μετά από μάχες και την μεσολάβηση των Άγγλων έγινε το Συνέδριο του Βερολίνου, οπότε η Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου απελευθερώθηκαν. Η προσάρτηση στο Ελληνικό κράτος έγινε τον Αύγουστο του 1881.
Τα Αμπελάκια, η ιστορική κοινότητα με τον πρώτο συνεταιρισμό παγκοσμίως[7]
Η πρώτη καταγεγραμμένη- τουρκική καταγραφή- εμφάνιση των Αμπελακίων γίνεται στα έτη 1454-5, που την περιοχή κυβερνούσαν οι Σαχήδες των Τρικάλων. Στα ορεινά Αμπελάκια εγκαταστάθηκαν μάλλον οι κάτοικοι της πεδινής γύρω περιοχής, για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των σταυροφόρων, αλλά και των Τούρκων. Διοικητικά ανήκαν στον πασά της Λάρισας και εξαιτίας της οικονομικής άνθησης και των υψηλών φόρων που κατέβαλλαν στους Τούρκους, τους είχαν δοθεί αρκετά προνόμια, όπως η αυτοδιοίκηση (Αμπελακιώτικη δημογεροντία), και η απαγόρευση να τα κατοικήσουν Τούρκοι.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η παραγωγή και βαφή βαμβακερών νημάτων. Σαν βασική ύλη για βάψιμο είχαν το ριζάρι(ερυθρόδανο), που στην αρχή το αγόραζαν από τη Σμύρνη, αλλά στη συνέχεια το καλλιέργησαν στην περιοχή. Το βαμβάκι εξασφαλιζόταν κύρια από τη Θεσσαλία.
Οι κάτοικοι-άνδρες και γυναίκες-δούλευαν οργανωμένοι σε ανεξάρτητες στην αρχή μικρές «συντροφίες», που στηρίζονταν βασικά στις τότε πολυμελείς διευρυμένες οικογένειες. Η επιτυχία που είχαν στο κόκκινο νήμα(τουρκικό ερυθρό), δημιούργησε τέτοιο ανταγωνισμό μεταξύ τους, που λειτούργησε τελικά ενάντιά τους. Έτσι κάποιοι πήραν τη πρωτοβουλία και -μετά από συζητήσεις αρκετών ετών κατά τη δεκαετία του 1770-δημιούργησαν τη μεγάλη «συντροφία».
Το 1778, οι περισσότερες οικογένειες συμφώνησαν με την ιδέα και συνυπέγραψαν το ιδρυτικό καταστατικό του πρώτου συνεταιρισμού παγκοσμίως(!), με το όνομα «Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων». «Οργανώθηκε σε κοινοτική και υπερκοινοτική βάση, λειτούργησε δε με συνεργατικούς κανόνες καθολικής συμμετοχής των κατοίκων στις παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες, για περισσότερα από τριάντα χρόνια (1780-1812). Τα δύο γνωστά καταστατικά των Αμπελακίων των ετών 1780 και 1795, τα οποία καταγράφουν ορισμένα μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών, αποτελούν από τότε έως και σήμερα, κείμενα ισότιμων παραγωγικών σχέσεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών, όχι μόνο για μια ελληνική κοινότητα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τα Αμπελάκια, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης, αλλά και της σημερινής.»[8].
Ο πρώτος και τελευταίος παράγοντας και αποδέκτης του συνεταιρισμού ήταν ο συνεργατικός άνθρωπος των Αμπελακίων. Όλοι οι Αμπελακιώτες, άντρες γυναίκες και παιδιά, ήταν μέτοχοι σ' αυτή τη συνεταιριστική επιχείρηση. Οι γεωργοί συμμετείχαν με τα χωράφια τους, οι τεχνίτες και οι εργάτες με την εργασία τους, όσοι είχαν αποταμιεύσει με τις οικονομίες τους . Το κατώτερο ποσό που μπορούσε να καταθέσει κανείς για να έχει μια συνεταιριστική μερίδα ήταν 5.000 γρόσια, ενώ το μεγαλύτερο 20.000 γρόσια. Ο περιορισμός αυτός μπήκε για να αποφευχθεί η κυριαρχία του συνεταιρισμού από τους μεγάλους κεφαλαιούχους. Τα μέλη του Συνεταιρισμού στα 1780 ανέρχονταν σε 6.000.
Ο συνεταιρισμός διέθετε συνολικά 24 εργαστήρια, πλυντήρια, βαφεία όπου γινόταν η όλη επεξεργασία και παραγωγή του τελικού προϊόντος, τα κόκκινα άλικα νήματα, τα οποία στη συνέχεια εξάγονταν στο εξωτερικό. Πέτυχε να στήσει ένα δίκτυο πώλησης σε 17 υποκαταστήματα 8 ευρωπαϊκών χωρών. Η ευημερία που πέτυχαν η Αμπελακιώτες φαίνεται στην αρχιτεκτονική των σπιτιών και των αρχοντικών και στη διακόσμηση, στις χαρακτηριστικές ξυλόγλυπτες κατασκευές, τους ημικυκλικούς φεγγίτες - είναι φτιαγμένοι με την τεχνική του βιτρώ- και τις απαράμιλλης ομορφιάς τοιχογραφίες τους.
Όσο αυξανόταν η παραγωγή, αυξανόταν και ο πληθυσμός, μια και τα εργατικά χέρια ήταν περιζήτητα. Δημιουργήθηκε ένα σύστημα υπόγειας αποχέτευσης, υπήρχαν λιθόστρωτοι δρόμοι, ένα ανοιχτό θέατρο όπου παίζονταν κλασσικά θεατρικά έργα, ιατρική περίθαλψη με τους καλύτερους γιατρούς, μια δημόσια βιβλιοθήκη με τα καλύτερα βιβλία. Οι Αμπελακιώτες επίσης χρηματοδότησαν την έκδοση του πρώτου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας με τον Άνθιμο Γαζή, το 1804. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα λειτούργησε το Ελληνομουσείο όπου δίδαξαν σπουδαίοι Διδάσκαλοι του Γένους και μαθήτευσε ο Ρήγας Βελεστινλής.
Η ευημερία όμως δεν κράτησε πολύ μεγάλο διάστημα, αφού η βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία, οι ναπολεόντειοι και ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και η χρεοκοπία της τράπεζας της Βιέννης, όπου ήταν κατατεθειμένα τα κεφάλαια του Συνεταιρισμού, οδήγησαν σταδιακά στη διάλυση της «Κοινής Συντροφίας», με την οριστική διακοπή των εξαγωγών το 1820.
Σήμερα στην εποχή της ευρωπαϊκής σύγκλισης και της παγκοσμιοποίησης των αγορών (της νέας αυτοκρατορίας), το παράδειγμα των Αμπελακίων δείχνει το δρόμο και τον τρόπο, που μπορεί μια τοπική κοινωνία- σε ορεινές φθίνουσες περιοχές- στηριζόμενη στους ντόπιους φυσικούς πόρους της να ικανοποιήσει ποιοτικά τις ανάγκες της.
Και ένα τελικό σχόλιο:
Από την παρουσίαση των 3 παραδειγμάτων βγαίνει κάποιο συμπέρασμα: οι κοινότητες αυτές εκμεταλλεύθηκαν στα πλαίσια της αυτοκρατορίας τις αδυναμίες της και στη συνέχεια δημιούργησαν "διεθνείς" σχέσεις, επαφές και ανταλλαγές με τη τότε "παγκόσμια κοινότητα", ρίχνοντας το βάρος όχι μόνο στην οικονομία τους, αλλά και στην ανεξάρτητη παιδεία τους. Σήμερα οι "νέες κοινότητες" μπορούν να εκμεταλλευθούν τις σχέσεις και επαφές με το "παγκόσμιο χωριό", μέσω των νέων Μέσων Επικοινωνίας, χωρίς να χρειάζεται "επί τόπου μετάβαση". Μπορούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο της "νέας αυτοκρατορίας" των παγκόσμιων αγορών, στρεφόμενες προς τις τοπικές οικονομίες και αγορές. Τα νέα "προνόμια" μπορεί να αποτελέσουν οι νόμοι της αυτοδιοίκησης και οι αρμοδιότητες που παρέχονται στους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού.
Αρκεί λοιπόν οι σημερινοί πολίτες-δημότες να αυτοοργανωθούν σε "συντροφίες" και να αυτοδιοικηθούν με άμεση δημοκρατία στους δήμους-δημοτικές ενότητες-κοινότητες, μεταβάλλοντας το σημερινό θεσμό της περιφέρειας σε ουσιαστική ομοσπονδία δήμων κ.λπ.
[1] Θεόδωρος Ζιάκας, Αυτοείδωλον εγενόμην, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα, 2005. Επίσης : Γιώργος Κολέμπας/Βασίλης Γιόκαρης, Κοινωνικοποίηση, οι εκδόσεις των συναδέλφων 2012, σελ.101-102
[2] http://topikopoiisi.blogspot.de/2011/02/1684-1868.html
[3] Στο πλαγιές των βουνών φυτρώνουν ακόμα τα 1.750 είδη βοτάνων που χρησιμοποιούσαν οι φημισμένοι βικόγιατροι, οι πρακτικοί γιατροί του Zαγοριού που από τον 18ο αι. γιάτρευαν ανθρώπους και ζώα και κατείχαν υψηλά αξιώματα (μέχρι και ιατρικοί σύμβουλοι και μυστικοσύμβουλοι των σουλτάνων!)
[4] Σύμφωνα με τον THEDE KAHL, συγγραφέα του βιβλίου: Για την ταυτότητα των Βλάχων(εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2009), οι εθνοτικές ομάδες που κατοικούσαν στη περιοχή ήταν κύρια Γραικοί, Αρμάνοι(Βλάχοι), Αρβανίτες, Σαρακατσάνοι και Τσιγγάνοι.
[5] http://topikopoiisi.blogspot.de/2011/02/blog-post_7136.html
[6] Ο Ασκληπιός μεγάλωσε στο Πήλιο -κοντά στον μυθικό κένταυρο Χείρωνα και διδάχθηκε τη θεραπεία με μια πολύ μεγάλη ποικιλία φυτών, βοτάνων, ριζών κλπ. Έτσι θεωρήθηκε ο ίδιος ως η προσωποποίηση των θεραπευτικών δυνάμεων της φύσεως.
[7] http://topikopoiisi.blogspot.de/2011/02/blog-post_6253.html
[8] Από τον πρόλογο του βιβλίου Αμπελάκια Θεσσαλίας, Κοινοτική οργάνωση και διεθνείς σχέσεις των Αμπελακίων, του Αστέριου Βάγια