Τα γονίδια, ο καπιταλισμός, η πολιτική εξουσία ή η έλλειψη εκπαίδευσης είναι υπεύθυνες για το γεγονός ότι η μετάβαση σε μια βιώσιμη κοινωνία δεν επιτυγχάνεται, παρόλο που το θέλουμε αρκετοί-με την έννοια του κρίσιμου αριθμού-πολίτες;
Όταν, για μια ακόμη φορά για παράδειγμα, το σχέδιο κάποιου να καταναλώσει λιγότερο κρέας και γλυκά αποτυγχάνει, ποια είναι η πραγματική αιτία; Τι οδηγεί τους ανθρώπους και τις κοινωνίες να επιλέγουν μέσα που φέρνουν την αλλαγή, ή μέσα που την εμποδίζουν; Είναι ερωτήματα που διαμορφώνουν τον πυρήνα της σκέψης, όσων ακόμα ενδιαφέρονται πραγματικά για τις πολιτικές που αφορούν στο συλλογικό ή ατομικό μας μέλλον.
Πως μπορούμε να αλλάζουμε τον εαυτό μας, να πετυχαίνουμε κοινωνικές αλλαγές, πέρα από την κριτική του καπιταλισμού και μην περιμένοντας την «Επανάσταση που θα τα αλλάξει όλα με μιας»;
Η απλή συζήτηση για την κρίση της ΕΕ ή για την αειφορία – που γίνεται στους κύκλους των μορφωμένων, οι οποίοι σημειωτέον είναι και οι μεγαλύτεροι ρυπαντές – βοηθά μόνο μερικώς, αν εξακολουθεί να περιορίζεται στην έρευνα για τον εγκέφαλο, την ατομική και κοινωνική συνείδηση ή την κριτική του καπιταλισμού. Αν όμως είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τα συναισθήματα και κυρίως τις ασυνείδητες-και ταυτόχρονα μεταβαλλόμενες-επιθυμίες και απόψεις του ανθρώπου για την καθημερινότητά του, τότε θα μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε τις δυνατότητες για κοινωνική και ατομική αλλαγή, ώστε να δράσουμε εποικοδομητικά για την υλοποίησή τους. Χωρίς να μιλάμε μονοδιάστατα και να τα «ρίχνουμε» όλα στον καπιταλισμό, ή να πέφτουμε σε μια μοντέρνα μεν, αλλά αναποτελεσματική επαναστατική ρητορική.
Νέες προοπτικές μέσω της ολιστικής αντίληψης και διεπιστημονικότητας
Ιστορικά παραδείγματα επιτυχημένων ή αποτυχημένων αλλαγών βοηθούν επίσης στην κατανόηση. Πώς προέκυψε πραγματικά η έννοια της ανάπτυξης, για παράδειγμα; Και είναι εξηγήσιμη η εμφάνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων του εικοστού αιώνα μόνο με την επίκληση αυταρχικών πολιτιστικών παραδόσεων, οικονομικών κρίσεων, χρήσης βίας και φαινομενικά χαρισματικών ηγετών;
Μόνο αυτοί που το καταλαβαίνουν αυτό μπορούν να έχουν και το κλειδί για την κοινωνική και προσωπική αλλαγή. Είναι βασικά αναγκαίο, για έναν περαιτέρω προβληματισμό σχετικά με την αλλαγή, να τερματισθεί η μονόπλευρη αντιμετώπιση του θέματος και η αμοιβαία αγνόηση των διαφόρων επιστημονικών κλάδων της κοινωνικής και ατομικής συμπεριφοράς. Οι οικονομολόγοι ενάντια στους κοινωνιολόγους, οι ψυχολόγοι κατά των εθνολόγων και των κοινωνιοβιολόγων κ.λπ. Για να ανοίξει μια νέα προοπτική, θα πρέπει να τελειώνουμε με την μονομέρεια και την αντιπαλότητα και να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα ολιστικά και διεπιστημονικά, ώστε να αποκτήσουμε όσο γίνεται πιο ολιστική αντίληψη για την κοινωνική και ατομική εξέλιξη στο πεδίο της καθημερινότητας.
Υπάρχουν όρια στις τεχνικές λύσεις
Το πιο σημαντικό, αλλά όχι και μοναδικό παράδειγμα, είναι η προστασία του κλίματος. Η Συμφωνία για το Κλίμα του Παρισιού ορίζει ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη πρέπει να περιορισθεί κάτω από δύο βαθμούς, κατά προτίμηση στον 1,5 βαθμό της κλίμακας Κελσίου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πετύχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2038 ή το 2027 αντίστοιχα. Σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της θέρμανσης κτιρίων, της ενεργειακής χρήσης καυσίμων ή των λιπασμάτων. Ωστόσο, για τις δραστικές συνέπειες που συνδέονται με όλα αυτά δεν γίνεται συζήτηση σχεδόν από κανέναν. Η προστασία του κλίματος και η ανάπτυξη συμβαδίζουν, στο βαθμό που βασίζονται αποκλειστικά σε τεχνικές επιλογές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή απόδοση για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας, κίνησης ή λιπασμάτων. Μπορεί να πουληθεί νέα τεχνολογία και έτσι να επιτευχθεί «ανάπτυξη» για το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στον τομέα. Αλλά μόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, δεν επιτυγχάνονται οι προαναφερόμενοι στόχοι. Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής είναι απλά πάρα πολύ μεγάλη, για να είναι μόνο θέμα τεχνολογίας!
Εξάλλου, τεχνικά γινόμαστε μεν καλύτεροι, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουμε τη χρήση υλικών και ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ότι παράγονται όλο και περισσότερες εκπομπές. Επιπλέον, λείπουν και κάποιες αποτελεσματικές τεχνικές λύσεις για ορισμένους τομείς εκπομπών, για παράδειγμα στη γεωργία. Οι προηγούμενες στατιστικές και προβλέψεις βασίζονται επίσης σε ωραιοποιημένους μαζικούς υπολογισμούς. Οι βιομηχανικές χώρες όπως π.χ. η Γερμανία ισχυρίζονται ότι μειώνουν τις εκπομπές, αλλά στην πραγματικότητα ο βιομηχανικός και μεταβιομηχανικός τρόπος ζωής σε αυτές τις χώρες τις αυξάνει. Ο τρόπος ζωής μας μεταφέρει τις εκπομπές απλώς στις αναδυόμενες αγορές των υπο «ανάπτυξη» χωρών, καθώς τα καταναλωτικά μας προϊόντα προέρχονται όλο και περισσότερο από εκεί.
Εκτός αυτού, όλοι μιλάνε για το κλίμα. Όμως θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και άλλα οικολογικά προβλήματα- όπως π.χ. η υποβάθμιση των εδαφών και των οικοσυστημάτων- που θέτουν εξίσου μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο την ανθρώπινη ύπαρξη. Η λύση είναι προφανής: να δώσουμε περισσότερο χώρο στη φύση! Η τεχνολογία από μόνη της, είναι ακόμη λιγότερο επαρκής σε αυτές τις περιπτώσεις από ό,τι για την προστασία του κλίματος.
Δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής
Εκτός από την πράσινη τεχνολογία, η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί επίσης έναν πιο χαλαρό-στηριγμένο στην επάρκεια και όχι στην υπερκατανάλωση- τρόπο ζωής. Έτσι δεν αρκεί π.χ. να οδηγούμε μόνο πιο αποδοτικά και ενεργειακά αναβαθμισμένα αυτοκίνητα. Θα χρειασθεί να περπατήσουμε ξανά, ή να χρησιμοποιήσουμε το ποδήλατο, το λεωφορείο και το τρένο. Ενάντια σε αυτήν την δυσάρεστη αλήθεια, δεν βοηθά κανένα πακέτο ψευδαίσθησης, όπως π.χ. των αναδασώσεων, ώστε τα δένδρα να δεσμεύσουν τις εκπομπές που αποσταθεροποιούν το κλίμα. Το μέγεθος των απαραίτητων για αυτό αναδασώσεων, θα πρέπει να είναι τόσο γιγαντιαίο, που θα είναι αδύνατο να τις κάνουμε.
Επομένως, η στροφή προς μια πιο βιώσιμη κοινωνία δεν λειτουργεί χωρίς έναν νέο τρόπο ζωής. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα. Έτσι, ενόσω θα επικρατεί η αγορά, θα πωλούνται επίσης λιγότερα. Για παράδειγμα, σημαντικά λιγότερες πτήσεις μακρινών διακοπών ή αυτοκίνητα. Ο τερματισμός της «αναπτυξιακής» κοινωνίας είναι εφικτός μόνο με ένα καλό ξεκίνημα από τις βιομηχανικές χώρες, οι οποίες υποτίθεται ότι ηγούνται της προστασίας του κλίματος βάσει των συμφωνιών του Παρισιού. Από αυτό δεν μπορούμε να ξεφεύγουμε ούτε με το όραμα ενός καθαρού κόσμου υπηρεσιών, χωρίς κανένα οικολογικό αποτύπωμα, όπως το προτείνουν κάποιοι επιστήμονες ή οραματιστές διανοούμενοι. Γιατί και ένας κόσμος υπηρεσιών, όπως των πτήσεων ή των τεχνολογιών πληροφορικής, καταναλώνει πολλούς πόρους.
Πρόκληση μετάβασης
Το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και είναι βασικό: Μέχρι σήμερα, κεντρικοί κοινωνικοί θεσμοί, όπως η αγορά εργασίας, το συνταξιοδοτικό σύστημα, οι τράπεζες και το σύστημα δημόσιου χρέους, εξαρτώνται από την «ανάπτυξη». Οι εναλλακτικές έννοιες για την απελευθέρωσή τους από τους περιορισμούς της «ανάπτυξης»-όπως π.χ. η ιδέα της μείωσης του ωραρίου εργασίας- δεν έχουν προχωρήσει μέχρι στιγμής. Υπάρχει έλλειψη ιδεών για τη δύσκολη μεταβατική φάση στην μετά την «ανάπτυξη εποχή». Για την μετάβαση δηλαδή στην φάση της «αποανάπτυξης», χωρίς μεγάλες καταστροφές και κοινωνικές αναταραχές, όπως έχουμε βιώσει στις χώρες της Ευρωκρίσης, όπου η «ανάπτυξη» μετατράπηκε σε συρρίκνωση-και όχι σε αποανάπτυξη- μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα.
Θα έχουμε τύχη μέσα από τη συνεργασία;
Πολλοί υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν θεωρούν ως πρόβλημα, τα παραπάνω. Τελικά, η συρρίκνωση θα οδηγήσει σταδιακά σε μια βασισμένη και προσανατολισμένη στην αλληλεγγύη και το κοινό καλό οικονομία- όπως λένε και σε αυτούς ανήκω και γω-συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων πολιτικών πλειοψηφιών. Χωρίς τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι θα ήταν πιο ευτυχισμένοι, γιατί τότε ο ανταγωνισμός θα είχε ξεπερασθεί. Ο άνθρωπος είναι κυρίως συνεργατικός ή ακόμα και αλτρουιστής. Είναι ο καπιταλισμός που τον διαμορφώνει ως εγωιστή.
Αλλά αυτό είναι πολύ απλοϊκό. Όπως δείχνουν οι έρευνες για την ευτυχία και τον βαθμό ικανοποίησης, οι έννοιες αυτές είναι σχετικές. Είναι κανείς πιο ευτυχής π.χ. αν συμπράττει ή συμβαδίζει ή κάνει καλή παρέα με άλλους, παρά αν απολαμβάνει μόνος ένα μακρινό ταξίδι στη Μαλαισία. Μια πιο πλήρης συνολικά ζωή μπορεί να κάνει πιο ευτυχισμένο τον άνθρωπο, ειδικά εάν αισθάνεται αποδεκτός από τους γύρω του. Αλλά όταν οι άνθρωποι έχουν περισσότερα-πιθανώς αχρείαστα-στην κατοχή τους, σε σχέση με τους άλλους γύρω τους, αυτό συχνά τους αυξάνει τις προσδοκίες και τις επιθυμίες, καθώς και τα σκαλοπάτια στην κλίμακα της ευτυχίας. Και δεν ονειρεύονται όλοι να καλλιεργούν τη δική τους τροφή σε αγροκτήματα, αντί να πηγαίνουν στο καπιταλιστικό σούπερ μάρκετ.
Οι κανόνες για την καθημερινότητα δεν είναι δοσμένοι από το παρελθόν
Η πολιτιστική επιρροή του καπιταλισμού είναι πολύ σημαντική: Γιατί εκτός από βιολογική, ο άνθρωπος είναι και κοινωνική κατασκευή[1]. Και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του περνούν και στο DNA του. Υπάρχει λοιπόν και μια βιολογική εξέλιξη που κάνει τον άνθρωπο να έχει μια τάση προς τον εγωισμό. Στις δύσκολες καταστάσεις επικρατεί η ανάγκη για συνεργασία, αφού η ανθρώπινη ομάδα και οι συλλογική δράση βοηθά και το άτομο να αντεπεξέλθει καλύτερα σε αυτές[2]. Όταν όμως δεν υπάρχουν δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες, τότε η τάση προς τη συνεργασία είναι περιορισμένη. Και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σήμερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες της «αφθονίας» και του καταναλωτισμού σε σχέση με το ζήτημα της αλλαγής του κλίματος, όπου απαιτείται συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Επειδή ακόμα δεν είναι ορατές οι δύσκολες καταστάσεις και οι κλιματικές εξελίξεις, οι οποίες θα συνοδευτούν από οικολογική και κοινωνική κατάρρευση- καταστροφή, επικρατεί το μικροπρόθεσμο συμφέρον και ο εγωιστικός υπολογισμός. Όσον αφορά για παράδειγμα στα άμεσα μέτρα που πρέπει να αποφασισθούν και να εφαρμοστούν. Ιδίως στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τους τεχνοκράτες ή τους πολιτικούς αυτών των κοινωνιών, αλλά και με τους απλούς πολίτες, που έχουν συνηθίσει στην κακώς εννοούμενη «ευμάρεια».
Στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες συνυπάρχουμε όλοι με τον κόσμο της «ανάπτυξης» μέσω των θέσεων μισθωτής εργασίας, των καταναλωτικών μας επιθυμιών ή των συνταξιοδοτικών μας ταμείων, που επενδύουν σε «αναπτυξιακές» ιδιωτικές ή κρατικές οικονομικές δραστηριότητες για την επίτευξη κερδών. Και ενεργούμε μόνο λογικά. Οι τάσεις μας προς την υπερβολική άνεση, τη συνήθεια, την υποταγή, τις προσδοκίες και την κανονικότητα περιπλέκουν κάθε θεμελιώδη αλλαγή. Όταν μπαίνουμε στο αεροπλάνο το χειμώνα για να περάσουμε κάποιες μέρες με ήλιο και ζέστη στις τροπικές χώρες και νησιά, δεν αισθανόμαστε τίποτα από την κλιματική καταστροφή και τα όρια της «ανάπτυξης». Είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας για κάθε επιδιωκόμενη ουσιαστική αλλαγή, ότι κάποια πράγματα δε μπορούμε να τα αλλάξουμε, είτε ως κοινωνία είτε ως άτομα. Η βασική δομή των ανθρώπινων συναισθημάτων είναι δύσκολο να αλλάξει, όπως και η κυριαρχούσα (όχι βέβαια και αποκλειστική) κατεύθυνση της ανθρώπινης πράξης και στάσης. Από την άλλη πλευρά, οι αξίες και οι κανόνες της κανονικότητας είναι μεταβλητές συναρτήσεις - και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό όφελος είναι επίσης επιδεκτικό σε κοινωνική επίδραση και επιρροή. Σε όλες αυτές τις πτυχές της καθημερινότητας των ανθρώπων, εκφράζεται και υπάρχει μια μεγάλη δόση πολιτισμού και κουλτούρας, ακόμη και αν οι ανθρώπινες βασικές δομές αποτελούν μέρος της εξελικτικής ιστορίας. Πως μπορεί να επιτευχθεί μια θετική τέτοια επιρροή;
Αν δημιουργούμε συλλογικές συνθήκες καθημερινής ύπαρξης, τότε μπορούμε να αναρωτιόμαστε και να αμφισβητούμε τις κυρίαρχες κανονικότητες. Μπορούμε να αλλάζουμε τις κινητήριες πολιτικές δομές που θα μας οδηγούν και σε αλλαγή του τρόπου σκέψης και του φαντασιακού μας για το τι είναι κανονικότητα. Αυτές οι διεργασίες μπορούν να βάλουν σε κίνηση και αρκετά μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στις λεγόμενες «μεγάλες» κοινωνικές σχέσεις. Αλλά ακόμη και στο επίπεδο των «μικρών» καθημερινών διανθρώπινων σχέσεων, μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά, κοιτάζοντας περισσότερο και πιο διεισδυτικά στον περιπλεγμένο συναισθηματικό μας κόσμο που δεν έχει να κάνει μόνο με τα γενικά θέματα βιωσιμότητας και αειφορίας, αλλά, επίσης, και με καθημερινά θέματα όπως π.χ. η επιδίωξη της αλλαγής στη διατροφή μας ή το τρέξιμο στις έξι το πρωί.
Και εδώ ακριβώς οι έννοιες ή οι συνταγές για έναν κόσμο αποανάπτυξης δεν πρέπει να αφορούν μόνο στον νέο ανθρωπολογικό τύπο που θα κατέβει ξαφνικά από τον ουρανό, γιατί έτσι θα παραμείνουν άσχετες ουτοπίες. Θα πρέπει να έχουν σχέση με τον υπάρχοντα τύπο ανθρώπου, που όμως μπορεί να αλλάξει μέσα από τη συμμετοχή στις συλλογικές πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες. Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει η αλλαγή του και η διαμόρφωση του καινούργιου. Η ατομική ωφελιμιστική στάση, οι απόψεις για την κανονικότητα και το αξιακό μας σύστημα μπορούν να εξελιχθούν παραπέρα μέσα από την αλληλεπίδραση των διαφόρων δρώντων προσώπων στις συλλογικές αυτές διεργασίες. Παραδείγματα τέτοιων συλλογικών διεργασιών αναφέρονται αναλυτικά στο βιβλίο μου για τον «Σύγχρονο Κοινοτισμό»[3].
[1] Όπως το διατυπώνουμε με τον Γιάννη Μπίλλα στο βιβλίο μας «Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης»(εκδόσεις των συναδέλφων): «Ο καπιταλισμός, πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε ένα ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του εγώ και όχι του εμείς. Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής,Ο ανθρωπολογικός τύπος της ιδιώτευσης, της απάθειας, της συναλλαγής, της αλλοτρίωσης, είναι μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε».
[2] Κατά τη διαδρομή της ανθρώπινης εξέλιξης αυτό υπαγόρευε και η βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα του «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράτειν» και «συναποφασίζειν».
[3] http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/503
Όταν, για μια ακόμη φορά για παράδειγμα, το σχέδιο κάποιου να καταναλώσει λιγότερο κρέας και γλυκά αποτυγχάνει, ποια είναι η πραγματική αιτία; Τι οδηγεί τους ανθρώπους και τις κοινωνίες να επιλέγουν μέσα που φέρνουν την αλλαγή, ή μέσα που την εμποδίζουν; Είναι ερωτήματα που διαμορφώνουν τον πυρήνα της σκέψης, όσων ακόμα ενδιαφέρονται πραγματικά για τις πολιτικές που αφορούν στο συλλογικό ή ατομικό μας μέλλον.
Πως μπορούμε να αλλάζουμε τον εαυτό μας, να πετυχαίνουμε κοινωνικές αλλαγές, πέρα από την κριτική του καπιταλισμού και μην περιμένοντας την «Επανάσταση που θα τα αλλάξει όλα με μιας»;
Η απλή συζήτηση για την κρίση της ΕΕ ή για την αειφορία – που γίνεται στους κύκλους των μορφωμένων, οι οποίοι σημειωτέον είναι και οι μεγαλύτεροι ρυπαντές – βοηθά μόνο μερικώς, αν εξακολουθεί να περιορίζεται στην έρευνα για τον εγκέφαλο, την ατομική και κοινωνική συνείδηση ή την κριτική του καπιταλισμού. Αν όμως είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τα συναισθήματα και κυρίως τις ασυνείδητες-και ταυτόχρονα μεταβαλλόμενες-επιθυμίες και απόψεις του ανθρώπου για την καθημερινότητά του, τότε θα μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε τις δυνατότητες για κοινωνική και ατομική αλλαγή, ώστε να δράσουμε εποικοδομητικά για την υλοποίησή τους. Χωρίς να μιλάμε μονοδιάστατα και να τα «ρίχνουμε» όλα στον καπιταλισμό, ή να πέφτουμε σε μια μοντέρνα μεν, αλλά αναποτελεσματική επαναστατική ρητορική.
Νέες προοπτικές μέσω της ολιστικής αντίληψης και διεπιστημονικότητας
Ιστορικά παραδείγματα επιτυχημένων ή αποτυχημένων αλλαγών βοηθούν επίσης στην κατανόηση. Πώς προέκυψε πραγματικά η έννοια της ανάπτυξης, για παράδειγμα; Και είναι εξηγήσιμη η εμφάνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων του εικοστού αιώνα μόνο με την επίκληση αυταρχικών πολιτιστικών παραδόσεων, οικονομικών κρίσεων, χρήσης βίας και φαινομενικά χαρισματικών ηγετών;
Μόνο αυτοί που το καταλαβαίνουν αυτό μπορούν να έχουν και το κλειδί για την κοινωνική και προσωπική αλλαγή. Είναι βασικά αναγκαίο, για έναν περαιτέρω προβληματισμό σχετικά με την αλλαγή, να τερματισθεί η μονόπλευρη αντιμετώπιση του θέματος και η αμοιβαία αγνόηση των διαφόρων επιστημονικών κλάδων της κοινωνικής και ατομικής συμπεριφοράς. Οι οικονομολόγοι ενάντια στους κοινωνιολόγους, οι ψυχολόγοι κατά των εθνολόγων και των κοινωνιοβιολόγων κ.λπ. Για να ανοίξει μια νέα προοπτική, θα πρέπει να τελειώνουμε με την μονομέρεια και την αντιπαλότητα και να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα ολιστικά και διεπιστημονικά, ώστε να αποκτήσουμε όσο γίνεται πιο ολιστική αντίληψη για την κοινωνική και ατομική εξέλιξη στο πεδίο της καθημερινότητας.
Υπάρχουν όρια στις τεχνικές λύσεις
Το πιο σημαντικό, αλλά όχι και μοναδικό παράδειγμα, είναι η προστασία του κλίματος. Η Συμφωνία για το Κλίμα του Παρισιού ορίζει ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη πρέπει να περιορισθεί κάτω από δύο βαθμούς, κατά προτίμηση στον 1,5 βαθμό της κλίμακας Κελσίου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πετύχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2038 ή το 2027 αντίστοιχα. Σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της θέρμανσης κτιρίων, της ενεργειακής χρήσης καυσίμων ή των λιπασμάτων. Ωστόσο, για τις δραστικές συνέπειες που συνδέονται με όλα αυτά δεν γίνεται συζήτηση σχεδόν από κανέναν. Η προστασία του κλίματος και η ανάπτυξη συμβαδίζουν, στο βαθμό που βασίζονται αποκλειστικά σε τεχνικές επιλογές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή απόδοση για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας, κίνησης ή λιπασμάτων. Μπορεί να πουληθεί νέα τεχνολογία και έτσι να επιτευχθεί «ανάπτυξη» για το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στον τομέα. Αλλά μόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, δεν επιτυγχάνονται οι προαναφερόμενοι στόχοι. Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής είναι απλά πάρα πολύ μεγάλη, για να είναι μόνο θέμα τεχνολογίας!
Εξάλλου, τεχνικά γινόμαστε μεν καλύτεροι, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουμε τη χρήση υλικών και ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ότι παράγονται όλο και περισσότερες εκπομπές. Επιπλέον, λείπουν και κάποιες αποτελεσματικές τεχνικές λύσεις για ορισμένους τομείς εκπομπών, για παράδειγμα στη γεωργία. Οι προηγούμενες στατιστικές και προβλέψεις βασίζονται επίσης σε ωραιοποιημένους μαζικούς υπολογισμούς. Οι βιομηχανικές χώρες όπως π.χ. η Γερμανία ισχυρίζονται ότι μειώνουν τις εκπομπές, αλλά στην πραγματικότητα ο βιομηχανικός και μεταβιομηχανικός τρόπος ζωής σε αυτές τις χώρες τις αυξάνει. Ο τρόπος ζωής μας μεταφέρει τις εκπομπές απλώς στις αναδυόμενες αγορές των υπο «ανάπτυξη» χωρών, καθώς τα καταναλωτικά μας προϊόντα προέρχονται όλο και περισσότερο από εκεί.
Εκτός αυτού, όλοι μιλάνε για το κλίμα. Όμως θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και άλλα οικολογικά προβλήματα- όπως π.χ. η υποβάθμιση των εδαφών και των οικοσυστημάτων- που θέτουν εξίσου μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο την ανθρώπινη ύπαρξη. Η λύση είναι προφανής: να δώσουμε περισσότερο χώρο στη φύση! Η τεχνολογία από μόνη της, είναι ακόμη λιγότερο επαρκής σε αυτές τις περιπτώσεις από ό,τι για την προστασία του κλίματος.
Δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής
Εκτός από την πράσινη τεχνολογία, η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί επίσης έναν πιο χαλαρό-στηριγμένο στην επάρκεια και όχι στην υπερκατανάλωση- τρόπο ζωής. Έτσι δεν αρκεί π.χ. να οδηγούμε μόνο πιο αποδοτικά και ενεργειακά αναβαθμισμένα αυτοκίνητα. Θα χρειασθεί να περπατήσουμε ξανά, ή να χρησιμοποιήσουμε το ποδήλατο, το λεωφορείο και το τρένο. Ενάντια σε αυτήν την δυσάρεστη αλήθεια, δεν βοηθά κανένα πακέτο ψευδαίσθησης, όπως π.χ. των αναδασώσεων, ώστε τα δένδρα να δεσμεύσουν τις εκπομπές που αποσταθεροποιούν το κλίμα. Το μέγεθος των απαραίτητων για αυτό αναδασώσεων, θα πρέπει να είναι τόσο γιγαντιαίο, που θα είναι αδύνατο να τις κάνουμε.
Επομένως, η στροφή προς μια πιο βιώσιμη κοινωνία δεν λειτουργεί χωρίς έναν νέο τρόπο ζωής. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα. Έτσι, ενόσω θα επικρατεί η αγορά, θα πωλούνται επίσης λιγότερα. Για παράδειγμα, σημαντικά λιγότερες πτήσεις μακρινών διακοπών ή αυτοκίνητα. Ο τερματισμός της «αναπτυξιακής» κοινωνίας είναι εφικτός μόνο με ένα καλό ξεκίνημα από τις βιομηχανικές χώρες, οι οποίες υποτίθεται ότι ηγούνται της προστασίας του κλίματος βάσει των συμφωνιών του Παρισιού. Από αυτό δεν μπορούμε να ξεφεύγουμε ούτε με το όραμα ενός καθαρού κόσμου υπηρεσιών, χωρίς κανένα οικολογικό αποτύπωμα, όπως το προτείνουν κάποιοι επιστήμονες ή οραματιστές διανοούμενοι. Γιατί και ένας κόσμος υπηρεσιών, όπως των πτήσεων ή των τεχνολογιών πληροφορικής, καταναλώνει πολλούς πόρους.
Πρόκληση μετάβασης
Το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και είναι βασικό: Μέχρι σήμερα, κεντρικοί κοινωνικοί θεσμοί, όπως η αγορά εργασίας, το συνταξιοδοτικό σύστημα, οι τράπεζες και το σύστημα δημόσιου χρέους, εξαρτώνται από την «ανάπτυξη». Οι εναλλακτικές έννοιες για την απελευθέρωσή τους από τους περιορισμούς της «ανάπτυξης»-όπως π.χ. η ιδέα της μείωσης του ωραρίου εργασίας- δεν έχουν προχωρήσει μέχρι στιγμής. Υπάρχει έλλειψη ιδεών για τη δύσκολη μεταβατική φάση στην μετά την «ανάπτυξη εποχή». Για την μετάβαση δηλαδή στην φάση της «αποανάπτυξης», χωρίς μεγάλες καταστροφές και κοινωνικές αναταραχές, όπως έχουμε βιώσει στις χώρες της Ευρωκρίσης, όπου η «ανάπτυξη» μετατράπηκε σε συρρίκνωση-και όχι σε αποανάπτυξη- μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα.
Θα έχουμε τύχη μέσα από τη συνεργασία;
Πολλοί υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν θεωρούν ως πρόβλημα, τα παραπάνω. Τελικά, η συρρίκνωση θα οδηγήσει σταδιακά σε μια βασισμένη και προσανατολισμένη στην αλληλεγγύη και το κοινό καλό οικονομία- όπως λένε και σε αυτούς ανήκω και γω-συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων πολιτικών πλειοψηφιών. Χωρίς τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι θα ήταν πιο ευτυχισμένοι, γιατί τότε ο ανταγωνισμός θα είχε ξεπερασθεί. Ο άνθρωπος είναι κυρίως συνεργατικός ή ακόμα και αλτρουιστής. Είναι ο καπιταλισμός που τον διαμορφώνει ως εγωιστή.
Αλλά αυτό είναι πολύ απλοϊκό. Όπως δείχνουν οι έρευνες για την ευτυχία και τον βαθμό ικανοποίησης, οι έννοιες αυτές είναι σχετικές. Είναι κανείς πιο ευτυχής π.χ. αν συμπράττει ή συμβαδίζει ή κάνει καλή παρέα με άλλους, παρά αν απολαμβάνει μόνος ένα μακρινό ταξίδι στη Μαλαισία. Μια πιο πλήρης συνολικά ζωή μπορεί να κάνει πιο ευτυχισμένο τον άνθρωπο, ειδικά εάν αισθάνεται αποδεκτός από τους γύρω του. Αλλά όταν οι άνθρωποι έχουν περισσότερα-πιθανώς αχρείαστα-στην κατοχή τους, σε σχέση με τους άλλους γύρω τους, αυτό συχνά τους αυξάνει τις προσδοκίες και τις επιθυμίες, καθώς και τα σκαλοπάτια στην κλίμακα της ευτυχίας. Και δεν ονειρεύονται όλοι να καλλιεργούν τη δική τους τροφή σε αγροκτήματα, αντί να πηγαίνουν στο καπιταλιστικό σούπερ μάρκετ.
Οι κανόνες για την καθημερινότητα δεν είναι δοσμένοι από το παρελθόν
Η πολιτιστική επιρροή του καπιταλισμού είναι πολύ σημαντική: Γιατί εκτός από βιολογική, ο άνθρωπος είναι και κοινωνική κατασκευή[1]. Και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του περνούν και στο DNA του. Υπάρχει λοιπόν και μια βιολογική εξέλιξη που κάνει τον άνθρωπο να έχει μια τάση προς τον εγωισμό. Στις δύσκολες καταστάσεις επικρατεί η ανάγκη για συνεργασία, αφού η ανθρώπινη ομάδα και οι συλλογική δράση βοηθά και το άτομο να αντεπεξέλθει καλύτερα σε αυτές[2]. Όταν όμως δεν υπάρχουν δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες, τότε η τάση προς τη συνεργασία είναι περιορισμένη. Και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σήμερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες της «αφθονίας» και του καταναλωτισμού σε σχέση με το ζήτημα της αλλαγής του κλίματος, όπου απαιτείται συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Επειδή ακόμα δεν είναι ορατές οι δύσκολες καταστάσεις και οι κλιματικές εξελίξεις, οι οποίες θα συνοδευτούν από οικολογική και κοινωνική κατάρρευση- καταστροφή, επικρατεί το μικροπρόθεσμο συμφέρον και ο εγωιστικός υπολογισμός. Όσον αφορά για παράδειγμα στα άμεσα μέτρα που πρέπει να αποφασισθούν και να εφαρμοστούν. Ιδίως στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τους τεχνοκράτες ή τους πολιτικούς αυτών των κοινωνιών, αλλά και με τους απλούς πολίτες, που έχουν συνηθίσει στην κακώς εννοούμενη «ευμάρεια».
Στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες συνυπάρχουμε όλοι με τον κόσμο της «ανάπτυξης» μέσω των θέσεων μισθωτής εργασίας, των καταναλωτικών μας επιθυμιών ή των συνταξιοδοτικών μας ταμείων, που επενδύουν σε «αναπτυξιακές» ιδιωτικές ή κρατικές οικονομικές δραστηριότητες για την επίτευξη κερδών. Και ενεργούμε μόνο λογικά. Οι τάσεις μας προς την υπερβολική άνεση, τη συνήθεια, την υποταγή, τις προσδοκίες και την κανονικότητα περιπλέκουν κάθε θεμελιώδη αλλαγή. Όταν μπαίνουμε στο αεροπλάνο το χειμώνα για να περάσουμε κάποιες μέρες με ήλιο και ζέστη στις τροπικές χώρες και νησιά, δεν αισθανόμαστε τίποτα από την κλιματική καταστροφή και τα όρια της «ανάπτυξης». Είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας για κάθε επιδιωκόμενη ουσιαστική αλλαγή, ότι κάποια πράγματα δε μπορούμε να τα αλλάξουμε, είτε ως κοινωνία είτε ως άτομα. Η βασική δομή των ανθρώπινων συναισθημάτων είναι δύσκολο να αλλάξει, όπως και η κυριαρχούσα (όχι βέβαια και αποκλειστική) κατεύθυνση της ανθρώπινης πράξης και στάσης. Από την άλλη πλευρά, οι αξίες και οι κανόνες της κανονικότητας είναι μεταβλητές συναρτήσεις - και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό όφελος είναι επίσης επιδεκτικό σε κοινωνική επίδραση και επιρροή. Σε όλες αυτές τις πτυχές της καθημερινότητας των ανθρώπων, εκφράζεται και υπάρχει μια μεγάλη δόση πολιτισμού και κουλτούρας, ακόμη και αν οι ανθρώπινες βασικές δομές αποτελούν μέρος της εξελικτικής ιστορίας. Πως μπορεί να επιτευχθεί μια θετική τέτοια επιρροή;
Αν δημιουργούμε συλλογικές συνθήκες καθημερινής ύπαρξης, τότε μπορούμε να αναρωτιόμαστε και να αμφισβητούμε τις κυρίαρχες κανονικότητες. Μπορούμε να αλλάζουμε τις κινητήριες πολιτικές δομές που θα μας οδηγούν και σε αλλαγή του τρόπου σκέψης και του φαντασιακού μας για το τι είναι κανονικότητα. Αυτές οι διεργασίες μπορούν να βάλουν σε κίνηση και αρκετά μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στις λεγόμενες «μεγάλες» κοινωνικές σχέσεις. Αλλά ακόμη και στο επίπεδο των «μικρών» καθημερινών διανθρώπινων σχέσεων, μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά, κοιτάζοντας περισσότερο και πιο διεισδυτικά στον περιπλεγμένο συναισθηματικό μας κόσμο που δεν έχει να κάνει μόνο με τα γενικά θέματα βιωσιμότητας και αειφορίας, αλλά, επίσης, και με καθημερινά θέματα όπως π.χ. η επιδίωξη της αλλαγής στη διατροφή μας ή το τρέξιμο στις έξι το πρωί.
Και εδώ ακριβώς οι έννοιες ή οι συνταγές για έναν κόσμο αποανάπτυξης δεν πρέπει να αφορούν μόνο στον νέο ανθρωπολογικό τύπο που θα κατέβει ξαφνικά από τον ουρανό, γιατί έτσι θα παραμείνουν άσχετες ουτοπίες. Θα πρέπει να έχουν σχέση με τον υπάρχοντα τύπο ανθρώπου, που όμως μπορεί να αλλάξει μέσα από τη συμμετοχή στις συλλογικές πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες. Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει η αλλαγή του και η διαμόρφωση του καινούργιου. Η ατομική ωφελιμιστική στάση, οι απόψεις για την κανονικότητα και το αξιακό μας σύστημα μπορούν να εξελιχθούν παραπέρα μέσα από την αλληλεπίδραση των διαφόρων δρώντων προσώπων στις συλλογικές αυτές διεργασίες. Παραδείγματα τέτοιων συλλογικών διεργασιών αναφέρονται αναλυτικά στο βιβλίο μου για τον «Σύγχρονο Κοινοτισμό»[3].
[1] Όπως το διατυπώνουμε με τον Γιάννη Μπίλλα στο βιβλίο μας «Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης»(εκδόσεις των συναδέλφων): «Ο καπιταλισμός, πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε ένα ανθρωπολογικό τύπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο, ανταγωνιστικό, επιθετικό, ενεργοβόρο, καριερίστα και αμοραλιστή, κάτοικο του εγώ και όχι του εμείς. Ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος αυτός διατηρεί την ψευδαίσθηση της ατομικής διαφυγής,Ο ανθρωπολογικός τύπος της ιδιώτευσης, της απάθειας, της συναλλαγής, της αλλοτρίωσης, είναι μέρος του προβλήματος που έχουμε να επιλύσουμε».
[2] Κατά τη διαδρομή της ανθρώπινης εξέλιξης αυτό υπαγόρευε και η βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα του «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράτειν» και «συναποφασίζειν».
[3] http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/503