Είναι γνωστή και βιωμένη πλέον η εγκληματική κακοποίηση του Αττικού λεκανοπεδίου, μιάς από τις πλέον προικισμένες περιβαλλοντικά και ιστορικά γωνιές του πλανήτη και ταυτόχρονα γενέτειρας μερικών από τις μεγαλύτερες ιδέες που συνελήφθησαν ποτέ.
Ανάμεσα τους το μέτρο (η αποφυγή ακροτήτων) και η αρμονία (συνυφασμένη με την αρετή) με τον άνθρωπο σαν κεντρομόλο παράγοντα τους, ιδέες που εκκολάφθηκαν σχεδόν αυτονόητα μέσα από το ίδιο το τοπίο που τις περιέβαλε. Γι’αυτό και στην πορεία του Ελληνισμού τα δημιουργήματα του, έντεχνα η λαϊκά, προέκυπταν από το « μέτρoν άριστον», ενώ οι μεγαλεπήβολες γιγαντόσωμες κατασκευές δεν ταίριαξαν ποτέ στο πνεύμα και την ουσία του.
Η κατασκευή ουρανοξυστών στην Αττική («μεσογειακών» η μη) έχει συζητηθεί αρκετές φορές από το 60 και μετά, σε εποχές όπου αυτοί αποτελούσαν και μέρος των μεταπολεμικών πρώιμων πολεοδομικών θεωριών (με απαρχή και «Βίβλο» την Χάρτα των Αθηνών του 1940 και καταβολές από την ville radieuse του 1930 και τους πύργους της μέσα σε αχανές πάρκο). Είχαν από τότε εκφραστεί οι αντιρρήσεις Ελλήνων και ξένων ειδημόνων σχετικά με την συμβατότητα τους με την φύση και το πνεύμα αυτού του τόπου.
Γιατί πέραν του μέτρου, υπήρξε ανέκαθεν εδώ βαθειά ριζωμένη και η ιδέα της δημόσιας ζωής όπως αναπτύχθηκε επί χιλιάδες χρόνια στον υπαίθριο δημόσιο χώρο περισσότερο και λιγότερο μέσα στα κτίρια, των οποίων η παρουσία και η κλίμακα αποτελούσε το απαραίτητο πλαίσιο και συμπλήρωμα τους.
Για τους λόγους αυτούς αδυνατώ να κατανοήσω το σκεπτικό του έγκριτου συναδέλφου μου καθηγητή Γ.Αίσωπου, όπως εκτίθεται στο σχετικό του άρθρο της Καθημερινής της 30/9/2018 για το Ελληνικό, όπου οι ουρανοξύστες παρουσιάζονται ως μέρος μιάς «εθνικής» ευκαιρίας. Αντίθετα πιστεύω ότι αν και ολιγάριθμοι οι προτεινόμενοι νέοι «μεσογειακοί» ουρανοξύστες (με όσο οξύμωρη μπορεί να είναι αυτή η ορολογία) κινδυνεύουν να ανοίξουν τους ασκούς του Αίολου περιλαμβανομένων και των αντίστοιχων ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, των οποίων αποτελούν και την έκφραση.
Φυσικό επακόλουθο σε αυτή την περίπτωση θα ήταν, αντί να επιδιώκουμε στο μέλλον την κατασκευή μιας Αρχιτεκτονικής φτιαγμένης για τον Τόπο μας , να προσφεύγουμε ως πηγή έμπνευσης στις πολυάριθμες κατασκευασμένες μεγακατασκευές (λιγότερο η περισσότερο «οικολογικές»,και πάλι οξύμωρα) με ανταγωνιστικό αποκορύφωμα την περιβόητη Εξ-Τοπία των 1600μ. και 300 ορόφων που σχεδιάζουν σήμερα οι Κινέζοι για την Σαγκάη.
Αυτό θα ήταν από πλευράς μας μεγαλύτερη άρνηση των καταβολών και της παρακαταθήκης μας από οποιοδήποτε άλλο σχετικό ζήτημα , αφού τα δημιουργήματα της βουλιμίας μας θα τραυμάτιζαν καίρια και μόνιμα την πολύπαθη Αττική γη, διαμορφώνοντας και νέα πρότυπα,αρχές και αξίες για τους επερχομένους.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ. ΤΡΙΠΟΔΑΚΗΣ
10/10/2018
πηγή
Το άρθρο του Γ. Αίσωπου- που έχει αναλάβει εργολαβικά την υπεράσπιση των σχεδίων του Λάτση- στην καθημερινή:
Η «εθνική» ευκαιρία του Ελληνικού
ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΑΙΣΩΠΟΣ*
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Ο επανασχεδιασμός του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού και της ακτής του Αγίου Κοσμά σε ένα πολυπρογραμματικό σύνολο που θα περιλαμβάνει μητροπολιτικό πάρκο, κατοικίες και χώρους πολιτισμού και αναψυχής δύναται να απoτελέσει σημείο καμπής για την αστική και την αρχιτεκτονική ιστορία της πρωτεύουσας. Ο ρόλος του έργου αυτού στον αναγκαίο μετασχηματισμό της πόλης στη μετά την κρίση εποχή και στην επανεκκίνηση και προώθηση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, μέσω της ενεργοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων που, εδώ και χρόνια, παραμένουν αδρανείς σε κατάσταση επαγγελματικής ύπνωσης, μπορεί να είναι καθοριστικός.
Το νέο Ελληνικό αξίζει να αντιμετωπιστεί ως μια πολύ μεγάλη ευκαιρία – όπου «ευκαιρία» είναι μια δυνητική συνθήκη πραγματοποίησης του επιθυμητού ή του αναγκαίου. Μοναδικές ευκαιρίες παρουσιάζονται σε συγκεκριμένες στιγμές μέσα στον χρόνο και, συχνά, παραμένουν αναξιοποίητες. Ας μην ξεχνούμε πως, περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα, με την ευκαιρία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», η πόλη μετασχηματίστηκε ριζικά μέσα από την υλοποίηση των πολύ μεγάλων έργων υποδομής – αεροδρόμιο, Αττική Οδός, μετρό, τραμ και προαστιακός. Ομως, δεν παράχθηκαν αρχιτεκτονικά αξιόλογα έργα, η αρχιτεκτονική ουσιαστικά αγνοήθηκε.
Ποια είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τη «μοναδική ευκαιρία» του Ελληνικού; Το Ελληνικό θα ενσωματώσει αλλά και θα οργανώνεται γύρω από ένα νέο μητροπολιτικής κλίμακας δημόσιο, ελεύθερης πρόσβασης πάρκο 2.000 στρεμμάτων που θα συνδέεται απρόσκοπτα με την περιβάλλουσα πόλη και θα αναφέρεται σε όλους τους κατοίκους της. Η πολύ μεγάλη έκτασή του –το 60% της επιφάνειας του Central Park της Νέας Υόρκης– και η πολυδιάστατη προγραμματική του σύσταση θα είναι πρωτόγνωρες για την ελληνική συνθήκη, καθώς αντίστοιχου μεγέθους χώροι πρασίνου συναντώνται μόνο στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις και είναι αποτελέσματα της ιστορικής εξέλιξής τους. Το πάρκο στο Ελληνικό θα προωθήσει την αρχιτεκτονική τοπίου, έναν αναπτυσσόμενο τομέα γνώσης χωρίς όμως παράδοση στην Ελλάδα, και φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα «μεσογειακό πάρκο» που θα ερμηνεύει θετικά τις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες του τόπου και θα υιοθετεί την τοπική χλωρίδα. Για να καταστεί επιτυχημένο, το πάρκο καλείται να υλοποιήσει έναν κοινωνικό μετασχηματισμό, μια αλλαγή συμπεριφοράς των κατοίκων της πόλης, αναπτύσσοντας και υποστηρίζοντας μια νέα, σχεδόν ανύπαρκτη σήμερα, «κουλτούρα του πάρκου» που αντιλαμβάνεται τον πολύ μεγάλο χώρο πρασίνου ως σημαντικό αστικό προορισμό αναψυχής, έναν κοινωνικό πυκνωτή δραστηριοτήτων. Ακόμη, το Ελληνικό θα επιτρέψει τη διερεύνηση και τη διατύπωση νέων κτιριακών τύπων, ιδιαίτερα εκείνον του πολύ ψηλού κτιρίου, που δεν συναντώνται στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις καθώς αυτές, για συγκεκριμένους λόγους, διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά μέσα από την επ’ άπειρον επανάληψη της μεσαίας κλίμακας πολυκατοικίας που παρήγαγε μια τεχνητή, ισοϋψή στρώση του κτισμένου.
Μεσογειακοί ουρανοξύστες
Τα ψηλά κτίρια του Ελληνικού θα προσδώσουν ενδιαφέρον στην κατά τα άλλα αδιάφορη, ομοιογενή αστική κορυφογραμμή και θα προσφέρουν την εμπειρία νέων αστικών χώρων απελευθερώνοντας χώρο πρασίνου στο έδαφος. Η αρχιτεκτονική των ψηλών κτιρίων καλείται να αποφύγει την αναπαραγωγή της κοινότοπης –και ήδη ξεπερασμένης– σχεδιαστικής λογικής των ψηλών κτιρίων που βασίζεται στον εντυπωσιασμό μέσω της ιδιαίτερης γλυπτικής μορφής τους: το επονομαζόμενο «φαινόμενο του Ντουμπάι» με τα «λαμπερά» iconic κτίρια. Αντίθετα, η πρόκληση είναι η αρχιτεκτονική τους να διερευνήσει και να διατυπώσει νέους τύπους «μεσογειακών ουρανοξυστών» που θα αποδέχονται και θα ερμηνεύουν σχεδιαστικά με τον πιο θετικό τρόπο την κυρίαρχη παρουσία και την καθοριστική επίδραση του φωτός και της σκιάς στη μεσογειακή συνθήκη και θα υιοθετούν τα υλικά και τους τρόπους διαβίωσης σε αυτήν, παράγοντας νέα, πρωτότυπα, καινοτόμα αποτελέσματα. Με τις ίδιες αρχές σχεδιασμού θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η δημιουργία των πολλών άλλων κτιρίων του έργου: τα χαμηλότερα συγκροτήματα κατοικιών, τα ξενοδοχεία, τα κτίρια πολιτισμού, εμπορίου και αναψυχής καθώς και τα αποκατεστημένα με νέα χρήση διατηρητέα κτίρια που υπάρχουν στην έκταση και συγκροτούν φορείς της μνήμης του Ελληνικού ως αεροδρομίου της πρωτεύουσας για εξήντα χρόνια – με σημαντικότερο, αναμφίβολα, το κτίριο του πρώην Ανατολικού Αερολιμένα σε σχέδια του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Eero Saarinen. Η νέα πόλη που θα δημιουργηθεί στο Ελληνικό θα πρέπει να είναι πολύμορφη και ετερογενής ως προς τη δημογραφική της σύσταση, με κατοίκους Ελληνες και ξένους, μόνιμους και εφήμερους, καθώς και τουρίστες, που θα διασφαλίσουν τη ζωντάνια της περιοχής καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το Ελληνικό θα φτάνει στη θάλασσα μέσω μιας νέας δημόσιας παραλίας μήκους ενός χιλιομέτρου που θα καταλήγει σε μαρίνα και ενυδρείο και, με τον τρόπο αυτό, θα δημιουργεί έναν ισχυρό πόλο έλξης, ένα νέο προορισμό, νότια του κέντρου της Αθήνας και κατά μήκος της ακτής του Σαρωνικού, ενισχύοντας τη σύνδεση της πόλης με τη θάλασσα.
Ανάμεσα τους το μέτρο (η αποφυγή ακροτήτων) και η αρμονία (συνυφασμένη με την αρετή) με τον άνθρωπο σαν κεντρομόλο παράγοντα τους, ιδέες που εκκολάφθηκαν σχεδόν αυτονόητα μέσα από το ίδιο το τοπίο που τις περιέβαλε. Γι’αυτό και στην πορεία του Ελληνισμού τα δημιουργήματα του, έντεχνα η λαϊκά, προέκυπταν από το « μέτρoν άριστον», ενώ οι μεγαλεπήβολες γιγαντόσωμες κατασκευές δεν ταίριαξαν ποτέ στο πνεύμα και την ουσία του.
Η κατασκευή ουρανοξυστών στην Αττική («μεσογειακών» η μη) έχει συζητηθεί αρκετές φορές από το 60 και μετά, σε εποχές όπου αυτοί αποτελούσαν και μέρος των μεταπολεμικών πρώιμων πολεοδομικών θεωριών (με απαρχή και «Βίβλο» την Χάρτα των Αθηνών του 1940 και καταβολές από την ville radieuse του 1930 και τους πύργους της μέσα σε αχανές πάρκο). Είχαν από τότε εκφραστεί οι αντιρρήσεις Ελλήνων και ξένων ειδημόνων σχετικά με την συμβατότητα τους με την φύση και το πνεύμα αυτού του τόπου.
Γιατί πέραν του μέτρου, υπήρξε ανέκαθεν εδώ βαθειά ριζωμένη και η ιδέα της δημόσιας ζωής όπως αναπτύχθηκε επί χιλιάδες χρόνια στον υπαίθριο δημόσιο χώρο περισσότερο και λιγότερο μέσα στα κτίρια, των οποίων η παρουσία και η κλίμακα αποτελούσε το απαραίτητο πλαίσιο και συμπλήρωμα τους.
Για τους λόγους αυτούς αδυνατώ να κατανοήσω το σκεπτικό του έγκριτου συναδέλφου μου καθηγητή Γ.Αίσωπου, όπως εκτίθεται στο σχετικό του άρθρο της Καθημερινής της 30/9/2018 για το Ελληνικό, όπου οι ουρανοξύστες παρουσιάζονται ως μέρος μιάς «εθνικής» ευκαιρίας. Αντίθετα πιστεύω ότι αν και ολιγάριθμοι οι προτεινόμενοι νέοι «μεσογειακοί» ουρανοξύστες (με όσο οξύμωρη μπορεί να είναι αυτή η ορολογία) κινδυνεύουν να ανοίξουν τους ασκούς του Αίολου περιλαμβανομένων και των αντίστοιχων ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, των οποίων αποτελούν και την έκφραση.
Φυσικό επακόλουθο σε αυτή την περίπτωση θα ήταν, αντί να επιδιώκουμε στο μέλλον την κατασκευή μιας Αρχιτεκτονικής φτιαγμένης για τον Τόπο μας , να προσφεύγουμε ως πηγή έμπνευσης στις πολυάριθμες κατασκευασμένες μεγακατασκευές (λιγότερο η περισσότερο «οικολογικές»,και πάλι οξύμωρα) με ανταγωνιστικό αποκορύφωμα την περιβόητη Εξ-Τοπία των 1600μ. και 300 ορόφων που σχεδιάζουν σήμερα οι Κινέζοι για την Σαγκάη.
Αυτό θα ήταν από πλευράς μας μεγαλύτερη άρνηση των καταβολών και της παρακαταθήκης μας από οποιοδήποτε άλλο σχετικό ζήτημα , αφού τα δημιουργήματα της βουλιμίας μας θα τραυμάτιζαν καίρια και μόνιμα την πολύπαθη Αττική γη, διαμορφώνοντας και νέα πρότυπα,αρχές και αξίες για τους επερχομένους.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ. ΤΡΙΠΟΔΑΚΗΣ
10/10/2018
πηγή
Το άρθρο του Γ. Αίσωπου- που έχει αναλάβει εργολαβικά την υπεράσπιση των σχεδίων του Λάτση- στην καθημερινή:
Η «εθνική» ευκαιρία του Ελληνικού
ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΑΙΣΩΠΟΣ*
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Ο επανασχεδιασμός του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού και της ακτής του Αγίου Κοσμά σε ένα πολυπρογραμματικό σύνολο που θα περιλαμβάνει μητροπολιτικό πάρκο, κατοικίες και χώρους πολιτισμού και αναψυχής δύναται να απoτελέσει σημείο καμπής για την αστική και την αρχιτεκτονική ιστορία της πρωτεύουσας. Ο ρόλος του έργου αυτού στον αναγκαίο μετασχηματισμό της πόλης στη μετά την κρίση εποχή και στην επανεκκίνηση και προώθηση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, μέσω της ενεργοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων που, εδώ και χρόνια, παραμένουν αδρανείς σε κατάσταση επαγγελματικής ύπνωσης, μπορεί να είναι καθοριστικός.
Το νέο Ελληνικό αξίζει να αντιμετωπιστεί ως μια πολύ μεγάλη ευκαιρία – όπου «ευκαιρία» είναι μια δυνητική συνθήκη πραγματοποίησης του επιθυμητού ή του αναγκαίου. Μοναδικές ευκαιρίες παρουσιάζονται σε συγκεκριμένες στιγμές μέσα στον χρόνο και, συχνά, παραμένουν αναξιοποίητες. Ας μην ξεχνούμε πως, περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα, με την ευκαιρία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», η πόλη μετασχηματίστηκε ριζικά μέσα από την υλοποίηση των πολύ μεγάλων έργων υποδομής – αεροδρόμιο, Αττική Οδός, μετρό, τραμ και προαστιακός. Ομως, δεν παράχθηκαν αρχιτεκτονικά αξιόλογα έργα, η αρχιτεκτονική ουσιαστικά αγνοήθηκε.
Ποια είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τη «μοναδική ευκαιρία» του Ελληνικού; Το Ελληνικό θα ενσωματώσει αλλά και θα οργανώνεται γύρω από ένα νέο μητροπολιτικής κλίμακας δημόσιο, ελεύθερης πρόσβασης πάρκο 2.000 στρεμμάτων που θα συνδέεται απρόσκοπτα με την περιβάλλουσα πόλη και θα αναφέρεται σε όλους τους κατοίκους της. Η πολύ μεγάλη έκτασή του –το 60% της επιφάνειας του Central Park της Νέας Υόρκης– και η πολυδιάστατη προγραμματική του σύσταση θα είναι πρωτόγνωρες για την ελληνική συνθήκη, καθώς αντίστοιχου μεγέθους χώροι πρασίνου συναντώνται μόνο στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις και είναι αποτελέσματα της ιστορικής εξέλιξής τους. Το πάρκο στο Ελληνικό θα προωθήσει την αρχιτεκτονική τοπίου, έναν αναπτυσσόμενο τομέα γνώσης χωρίς όμως παράδοση στην Ελλάδα, και φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα «μεσογειακό πάρκο» που θα ερμηνεύει θετικά τις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες του τόπου και θα υιοθετεί την τοπική χλωρίδα. Για να καταστεί επιτυχημένο, το πάρκο καλείται να υλοποιήσει έναν κοινωνικό μετασχηματισμό, μια αλλαγή συμπεριφοράς των κατοίκων της πόλης, αναπτύσσοντας και υποστηρίζοντας μια νέα, σχεδόν ανύπαρκτη σήμερα, «κουλτούρα του πάρκου» που αντιλαμβάνεται τον πολύ μεγάλο χώρο πρασίνου ως σημαντικό αστικό προορισμό αναψυχής, έναν κοινωνικό πυκνωτή δραστηριοτήτων. Ακόμη, το Ελληνικό θα επιτρέψει τη διερεύνηση και τη διατύπωση νέων κτιριακών τύπων, ιδιαίτερα εκείνον του πολύ ψηλού κτιρίου, που δεν συναντώνται στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις καθώς αυτές, για συγκεκριμένους λόγους, διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά μέσα από την επ’ άπειρον επανάληψη της μεσαίας κλίμακας πολυκατοικίας που παρήγαγε μια τεχνητή, ισοϋψή στρώση του κτισμένου.
Μεσογειακοί ουρανοξύστες
Τα ψηλά κτίρια του Ελληνικού θα προσδώσουν ενδιαφέρον στην κατά τα άλλα αδιάφορη, ομοιογενή αστική κορυφογραμμή και θα προσφέρουν την εμπειρία νέων αστικών χώρων απελευθερώνοντας χώρο πρασίνου στο έδαφος. Η αρχιτεκτονική των ψηλών κτιρίων καλείται να αποφύγει την αναπαραγωγή της κοινότοπης –και ήδη ξεπερασμένης– σχεδιαστικής λογικής των ψηλών κτιρίων που βασίζεται στον εντυπωσιασμό μέσω της ιδιαίτερης γλυπτικής μορφής τους: το επονομαζόμενο «φαινόμενο του Ντουμπάι» με τα «λαμπερά» iconic κτίρια. Αντίθετα, η πρόκληση είναι η αρχιτεκτονική τους να διερευνήσει και να διατυπώσει νέους τύπους «μεσογειακών ουρανοξυστών» που θα αποδέχονται και θα ερμηνεύουν σχεδιαστικά με τον πιο θετικό τρόπο την κυρίαρχη παρουσία και την καθοριστική επίδραση του φωτός και της σκιάς στη μεσογειακή συνθήκη και θα υιοθετούν τα υλικά και τους τρόπους διαβίωσης σε αυτήν, παράγοντας νέα, πρωτότυπα, καινοτόμα αποτελέσματα. Με τις ίδιες αρχές σχεδιασμού θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η δημιουργία των πολλών άλλων κτιρίων του έργου: τα χαμηλότερα συγκροτήματα κατοικιών, τα ξενοδοχεία, τα κτίρια πολιτισμού, εμπορίου και αναψυχής καθώς και τα αποκατεστημένα με νέα χρήση διατηρητέα κτίρια που υπάρχουν στην έκταση και συγκροτούν φορείς της μνήμης του Ελληνικού ως αεροδρομίου της πρωτεύουσας για εξήντα χρόνια – με σημαντικότερο, αναμφίβολα, το κτίριο του πρώην Ανατολικού Αερολιμένα σε σχέδια του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Eero Saarinen. Η νέα πόλη που θα δημιουργηθεί στο Ελληνικό θα πρέπει να είναι πολύμορφη και ετερογενής ως προς τη δημογραφική της σύσταση, με κατοίκους Ελληνες και ξένους, μόνιμους και εφήμερους, καθώς και τουρίστες, που θα διασφαλίσουν τη ζωντάνια της περιοχής καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το Ελληνικό θα φτάνει στη θάλασσα μέσω μιας νέας δημόσιας παραλίας μήκους ενός χιλιομέτρου που θα καταλήγει σε μαρίνα και ενυδρείο και, με τον τρόπο αυτό, θα δημιουργεί έναν ισχυρό πόλο έλξης, ένα νέο προορισμό, νότια του κέντρου της Αθήνας και κατά μήκος της ακτής του Σαρωνικού, ενισχύοντας τη σύνδεση της πόλης με τη θάλασσα.