Μισέλ Μπάουβενς* - Βασίλης Κωστάκης**
Δύο προοδευτικά κοινωνικά κινήματα βρίσκονται αντιμέτωπα με δύο προκλήσεις.
Από τη μία πλευρά, παρατηρούμε την ενδυνάμωση του συνεταιριστικού κινήματος, το οποίο, ωστόσο, υποφέρει από κάποιες δομικές αδυναμίες.
Παρά το αυξανόμενο πλήθος συνεταιριστικών εγχειρημάτων, οι διασυνδέσεις μεταξύ τους παραμένουν χαλαρές, χωρίς την ύπαρξη θεσμοθετημένων πρακτικών διαμοιρασμού της τεχνογνωσίας και διαφόρων εργαλείων.
Οι χαλαροί αυτοί δεσμοί καθιστούν τα ανά τον κόσμο συνεργατικά εγχειρήματα ανίκανα να αποτελέσουν μια ισχυρή αντίρροπη δύναμη προς το διεθνές κεφάλαιο.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε την ανάδυση εγχειρημάτων ομότιμης παραγωγής, όπως είναι το κίνημα του ελεύθερου λογισμικού, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Βικιπαιδεία και οι κοινότητες ανοικτού σχεδιασμού (από το Wikihouse και το OpenBionics μέχρι το Farmhack και το RepRap ).
Τέτοια εγχειρήματα παράγουν ψηφιακά κοινά αγαθά, ή απλώς «κοινά», πρωτίστως για την εκάστοτε κοινότητα και ολόκληρη την ανθρωπότητα, και όχι για την αγορά.
Παρόλο αυτά, πολλά έργα ομότιμης παραγωγής συχνά καταλήγουν εκμεταλλεύσιμα από κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκμεταλλεύση του ελεύθερου λογισμικού GNU/LINUX από εταιρίες όπως η ΙΒΜ και η Google.
Δεδομένης της αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποκλείονται από την κερδοσκοπική εκμετάλλευση ομότιμων προϊόντων.
Είναι παράδοξο, λοιπόν, ότι όσο πιο «κομμουνιστικός» είναι ο τρόπος διάθεσης ενός ψηφιακού πόρου, τόσο ευκολότερη η ιδιοποίησή του.
Στο ελεύθερο λογισμικό φαίνεται να λειτουργεί η παραπάνω συνθήκη και κάποιοι παραγωγοί να μην έχουν πρόβλημα.
Είναι, όμως, αυτή η βέλτιστη κατάσταση; Αρκετοί συμμετέχοντες σε εγχειρήματα ομότιμης παραγωγής δυσκολεύονται να βιοποριστούν μέσα από αυτή τους τη (συχνά εθελοντική) ενασχόληση.
Για την αντιμετώπιση των δύο παραπάνω προκλήσεων έχουμε δύο προτάσεις:
Πρώτον, για τη διάθεση του ομότιμα παραγόμενου πόρου προτείνουμε τη χρήση νέων νομικών αδειών διάθεσης τύπου «copyfair» αντί αδειών τύπου «copyleft».
To μοντέλο αδειών copyfair επιχειρεί να διαχειριστεί προς όφελος των κοινότητων την κερδοσκοπική τακτική των εταιριών, που χωρίς καμία αμοιβαιότητα χρησιμοποιούν τα ψηφιακά κοινά για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους.
Όταν ένα προϊόν διέπεται από άδεια τύπου copyfair τότε είναι διαθέσιμο προς όλους όσους λειτουργούν αμοιβαία προς τον κοινό πόρο.
Αντίθετα, στην περίπτωση που μια μη αμοιβαία λειτουργούσα οντότητα θέλει να τον χρησιμοποιήσει για εμπορικούς σκοπούς καλείται να πληρώσει για αυτόν.
Η άδεια Peer Production License αποτελεί παράδειγμα άδειας τύπου copyfair που θέτει συγκεκριμένους όρους στο ποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει και να μοιραστεί τον πόρο: π.χ. οι εργατικοί συνεταιρισμοί είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν έναν πόρο που διατίθεται κάτω από μια τέτοια άδεια, ενώ οι κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις πρέπει να πληρώσουν ένα αντίτιμο.
Οι άδειες τύπου copyfair αποκλείουν εκείνους που αντιλαμβάνονται το ελεύθερο ως δωρεάν και βρίσκουν τρόπους ώστε, χωρίς καμία αμοιβαιότητα, να κερδοσκοπήσουν.
Ταυτόχρονα οι άδειες copyfair μπορούν να χρησιμοποιηθούν για έργα τα οποία επιτρέπεται να διακινούνται μεταξύ οργανισμών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Ο απώτερος σκοπος είναι η βέλτιστη διασύνδεσή τους και η προστασία των παραγώγων αυτών από τους έξω του οικοσυστήματος.
Δεύτερον, για την καλύτερη διασύνδεση και συνασπισμό των απανταχού συνεργατικών εγχειρημάτων προτείνουμε το μοντέλο του «ανοικτού συνεταιρισμού».
Ο ανοικτός συνεταιρισμός ενσωματώνει πρακτικές και εργαλεία της ομότιμης παραγωγής με τα οργανωσιακά μοντέλα και τις εμπειρίες του συνεταιριστικού κινήματος.
Μέσω της από κοινού παραγωγής μιας πολυεπίπεδης σφαίρας ψηφιακών κοινών (λογισμικό, σχέδια, τεχνογνωσία, δεδομένα κ.α.), μπορεί να δημιουργηθεί μια παγκόσμια συντεχνία με σκοπό να αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο.
Διαμέσου των ανοικτών συνεταιρισμών οι διάφορες ανά τον κόσμο παραγωγικές κοινότητες παραμένουν στενά διασυνδεδεμένες, παράγοντας ψηφιακά κοινά και δημιουργώντας μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας.
Έτσι τα διάφορα εγχειρήματα δύνανται να αποκτήσουν κοινωνική και πολιτική οργάνωση και συσπείρωση, συγκεκριμένες θέσεις επί παγκόσμιων ζητημάτων, ακόμα και αν δραστηριοποιούνται αποκλειστικά σε τοπικό επίπεδο.
Ένα παράδειγμα κατανόησης του μοντέλου της «ανοιχτής συνεργατικότητας» είναι ο τρόπος με τον οποίον λειτουργούσαν οι συντεχνίες κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα.
Εκτός του συντεχνιακού οικοσυστήματος πωλούσαν τα προϊόντα τους σύμφωνα με τις νόρμες της αγοράς.
Όμως εσωτερικά οι σχέσεις χαρακτηρίζονταν από αλληλεγγύη, συναδελφικότητα, ισχυρές πλέξεις και δεσμούς προσδίδοντας στις συντεχνίες τα χαρακτηριστικά μιας αδελφότητας που διέπεται από τους κανόνες μιας προστατευμένης οικονομίας.
Περιπτώσεις τέτοιων ανοικτών συνεταιρισμών υπάρχουν ήδη. Μεταξύ αυτών χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των Enspiral (Νέα Ζηλανδία), Sensorica (Καναδάς), Ethos VO (Ηνωμένο Βασίλειο).
Οι διατοπικοί αυτοί συνεταιρισμοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι πρώτοι σπόροι ενός αναδυόμενου, παγκόσμια διασυνδεδεμένου συνασπισμού που απαρτίζεται από προσανατολισμένα προς τα κοινά, ανοικτά συνεταιριστικά εγχειρήματα.
Info:
Το παρόν κείμενο βασίζεσται στο άρθρο: Bauwens, M., & Kostakis, V. (2014). From the Communism of Capital to Capital for the Commons: Towards an Open Co-operativism. tripleC, 12(1), 356-361.
*Ο Μισέλ Μπάουβενς είναι ιδρυτής του ιδρύματος για τις ομότιμες εναλλακτικές (P2P Foundation).
** Ο Βασίλης Κωστάκης είναι ανώτατος ερευνητής στο Πολυτεχνείο του Τάλιν και ο ιδρυτής του P2P Lab.
Δύο προοδευτικά κοινωνικά κινήματα βρίσκονται αντιμέτωπα με δύο προκλήσεις.
Από τη μία πλευρά, παρατηρούμε την ενδυνάμωση του συνεταιριστικού κινήματος, το οποίο, ωστόσο, υποφέρει από κάποιες δομικές αδυναμίες.
Παρά το αυξανόμενο πλήθος συνεταιριστικών εγχειρημάτων, οι διασυνδέσεις μεταξύ τους παραμένουν χαλαρές, χωρίς την ύπαρξη θεσμοθετημένων πρακτικών διαμοιρασμού της τεχνογνωσίας και διαφόρων εργαλείων.
Οι χαλαροί αυτοί δεσμοί καθιστούν τα ανά τον κόσμο συνεργατικά εγχειρήματα ανίκανα να αποτελέσουν μια ισχυρή αντίρροπη δύναμη προς το διεθνές κεφάλαιο.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε την ανάδυση εγχειρημάτων ομότιμης παραγωγής, όπως είναι το κίνημα του ελεύθερου λογισμικού, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Βικιπαιδεία και οι κοινότητες ανοικτού σχεδιασμού (από το Wikihouse και το OpenBionics μέχρι το Farmhack και το RepRap ).
Τέτοια εγχειρήματα παράγουν ψηφιακά κοινά αγαθά, ή απλώς «κοινά», πρωτίστως για την εκάστοτε κοινότητα και ολόκληρη την ανθρωπότητα, και όχι για την αγορά.
Παρόλο αυτά, πολλά έργα ομότιμης παραγωγής συχνά καταλήγουν εκμεταλλεύσιμα από κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκμεταλλεύση του ελεύθερου λογισμικού GNU/LINUX από εταιρίες όπως η ΙΒΜ και η Google.
Δεδομένης της αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποκλείονται από την κερδοσκοπική εκμετάλλευση ομότιμων προϊόντων.
Είναι παράδοξο, λοιπόν, ότι όσο πιο «κομμουνιστικός» είναι ο τρόπος διάθεσης ενός ψηφιακού πόρου, τόσο ευκολότερη η ιδιοποίησή του.
Στο ελεύθερο λογισμικό φαίνεται να λειτουργεί η παραπάνω συνθήκη και κάποιοι παραγωγοί να μην έχουν πρόβλημα.
Είναι, όμως, αυτή η βέλτιστη κατάσταση; Αρκετοί συμμετέχοντες σε εγχειρήματα ομότιμης παραγωγής δυσκολεύονται να βιοποριστούν μέσα από αυτή τους τη (συχνά εθελοντική) ενασχόληση.
Για την αντιμετώπιση των δύο παραπάνω προκλήσεων έχουμε δύο προτάσεις:
Πρώτον, για τη διάθεση του ομότιμα παραγόμενου πόρου προτείνουμε τη χρήση νέων νομικών αδειών διάθεσης τύπου «copyfair» αντί αδειών τύπου «copyleft».
To μοντέλο αδειών copyfair επιχειρεί να διαχειριστεί προς όφελος των κοινότητων την κερδοσκοπική τακτική των εταιριών, που χωρίς καμία αμοιβαιότητα χρησιμοποιούν τα ψηφιακά κοινά για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους.
Όταν ένα προϊόν διέπεται από άδεια τύπου copyfair τότε είναι διαθέσιμο προς όλους όσους λειτουργούν αμοιβαία προς τον κοινό πόρο.
Αντίθετα, στην περίπτωση που μια μη αμοιβαία λειτουργούσα οντότητα θέλει να τον χρησιμοποιήσει για εμπορικούς σκοπούς καλείται να πληρώσει για αυτόν.
Η άδεια Peer Production License αποτελεί παράδειγμα άδειας τύπου copyfair που θέτει συγκεκριμένους όρους στο ποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει και να μοιραστεί τον πόρο: π.χ. οι εργατικοί συνεταιρισμοί είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν έναν πόρο που διατίθεται κάτω από μια τέτοια άδεια, ενώ οι κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις πρέπει να πληρώσουν ένα αντίτιμο.
Οι άδειες τύπου copyfair αποκλείουν εκείνους που αντιλαμβάνονται το ελεύθερο ως δωρεάν και βρίσκουν τρόπους ώστε, χωρίς καμία αμοιβαιότητα, να κερδοσκοπήσουν.
Ταυτόχρονα οι άδειες copyfair μπορούν να χρησιμοποιηθούν για έργα τα οποία επιτρέπεται να διακινούνται μεταξύ οργανισμών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Ο απώτερος σκοπος είναι η βέλτιστη διασύνδεσή τους και η προστασία των παραγώγων αυτών από τους έξω του οικοσυστήματος.
Δεύτερον, για την καλύτερη διασύνδεση και συνασπισμό των απανταχού συνεργατικών εγχειρημάτων προτείνουμε το μοντέλο του «ανοικτού συνεταιρισμού».
Ο ανοικτός συνεταιρισμός ενσωματώνει πρακτικές και εργαλεία της ομότιμης παραγωγής με τα οργανωσιακά μοντέλα και τις εμπειρίες του συνεταιριστικού κινήματος.
Μέσω της από κοινού παραγωγής μιας πολυεπίπεδης σφαίρας ψηφιακών κοινών (λογισμικό, σχέδια, τεχνογνωσία, δεδομένα κ.α.), μπορεί να δημιουργηθεί μια παγκόσμια συντεχνία με σκοπό να αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο.
Διαμέσου των ανοικτών συνεταιρισμών οι διάφορες ανά τον κόσμο παραγωγικές κοινότητες παραμένουν στενά διασυνδεδεμένες, παράγοντας ψηφιακά κοινά και δημιουργώντας μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας.
Έτσι τα διάφορα εγχειρήματα δύνανται να αποκτήσουν κοινωνική και πολιτική οργάνωση και συσπείρωση, συγκεκριμένες θέσεις επί παγκόσμιων ζητημάτων, ακόμα και αν δραστηριοποιούνται αποκλειστικά σε τοπικό επίπεδο.
Ένα παράδειγμα κατανόησης του μοντέλου της «ανοιχτής συνεργατικότητας» είναι ο τρόπος με τον οποίον λειτουργούσαν οι συντεχνίες κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα.
Εκτός του συντεχνιακού οικοσυστήματος πωλούσαν τα προϊόντα τους σύμφωνα με τις νόρμες της αγοράς.
Όμως εσωτερικά οι σχέσεις χαρακτηρίζονταν από αλληλεγγύη, συναδελφικότητα, ισχυρές πλέξεις και δεσμούς προσδίδοντας στις συντεχνίες τα χαρακτηριστικά μιας αδελφότητας που διέπεται από τους κανόνες μιας προστατευμένης οικονομίας.
Περιπτώσεις τέτοιων ανοικτών συνεταιρισμών υπάρχουν ήδη. Μεταξύ αυτών χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των Enspiral (Νέα Ζηλανδία), Sensorica (Καναδάς), Ethos VO (Ηνωμένο Βασίλειο).
Οι διατοπικοί αυτοί συνεταιρισμοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι πρώτοι σπόροι ενός αναδυόμενου, παγκόσμια διασυνδεδεμένου συνασπισμού που απαρτίζεται από προσανατολισμένα προς τα κοινά, ανοικτά συνεταιριστικά εγχειρήματα.
Info:
Το παρόν κείμενο βασίζεσται στο άρθρο: Bauwens, M., & Kostakis, V. (2014). From the Communism of Capital to Capital for the Commons: Towards an Open Co-operativism. tripleC, 12(1), 356-361.
*Ο Μισέλ Μπάουβενς είναι ιδρυτής του ιδρύματος για τις ομότιμες εναλλακτικές (P2P Foundation).
** Ο Βασίλης Κωστάκης είναι ανώτατος ερευνητής στο Πολυτεχνείο του Τάλιν και ο ιδρυτής του P2P Lab.