Της Ναόμι Κλάιν
Με αφορμή τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του B-fest, στην οποία μίλησε η Ναόμι Κλάιν με θέμα «Δομές δράσης ενάντια στον καπιταλισμό – Η προοπτική της αυτοδιαχείρισης», αναρτώ πρόσφατο άρθρο της δημοσιογράφου και συγγραφέα για τα ορυκτά καύσιμα και τα περιβαλλοντικά κινήματα:
Το κίνημα που απαιτεί οι οργανισμοί κοινής ωφελείας να απεξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα, εξελίσσεται δυναμικά. Το αίτημα εξαπλώνεται στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ολλανδία και τη Βρετανία. Και παρόλο που επίσημα ξεκίνησε μόλις πριν από έξι μήνες, το κίνημα ήδη έχει στο ενεργητικό του κάποιες νίκες.
Η ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκε αυτή η ιδέα, καθιστά σαφές ότι έχει υπάρξει σοβαρή συμπιεσμένη ζήτηση. Παραθέτω τη δήλωση του κινήματος για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα: «Αν είναι λάθος να καταστρέψουμε το κλίμα, τότε είναι εξίσου λάθος να επωφελούμαστε από την εν λόγω καταστροφή. Πιστεύουμε ότι τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ιδρύματα, οι δημοτικές και πολιτειακές αρχές, καθώς και τα ιδρύματα εκείνα που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, πρέπει να απεξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα». Είμαι περήφανη που υπήρξα μέλος αυτής της οργάνωσης, που συνεργάστηκε με φοιτητές και άλλους εταίρους για την οργάνωση της εκστρατείας για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αλλά τώρα κατάλαβα ότι ένας σημαντικός παράγοντας λείπει από τη λίστα: οι ίδιες οι περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Επενδύσεις σε εταιρίες ορυκτών καυσίμων
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις συγκεντρώνουν τεράστια ποσά κάθε χρόνο με την υπόσχεση ότι θα δαπανηθούν για ένα σκοπό: να αποτραπεί η καταστροφική υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, από την άλλη πλευρά, κάνουν ό, τι μπορούν για να καταστήσουν την καταστροφή αναπόφευκτη. Σύμφωνα με την βρετανική Carbon Tracker Initiative (στης οποίας την άψογη έρευνα βασίζεται το κίνημα της απεξάρτησης ), ο τομέας των ορυκτών καυσίμων, έχει συγκεντρώσει πέντε φορές μεγαλύτερες ποσότητες άνθρακα απ’ ό,τι μπορεί να καταναλωθεί, τη στιγμή που παλεύουμε για να ρίξουμε τη θερμοκρασία του πλανήτη κατά 2 βαθμούς Κελσίου . Θα υπέθετε κάποιος ότι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις θέλουν να βεβαιωθούν ότι τα χρήματα που συγκέντρωσαν στο όνομα της διάσωσης του πλανήτη δεν θα επενδυθούν σε εταιρείες των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο επιβάλλει θερμοκρασίες φούρνου και οι οποίες έχουν σαμποτάρει για περισσότερο από δύο δεκαετίες κάθε απόπειρα σοβαρής δράσης για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τουλάχιστον, αυτό αποδείχτηκε μια λανθασμένη υπόθεση. Ίσως αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει ιδιαίτερα, καθώς ορισμένες από τις πιο ισχυρές και πιο πλούσιες περιβαλλοντικές οργανώσεις, εδώ και πολύ καιρό συμπεριφέρονται σαν να έχουν μερίδιο στη βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αυτές οδήγησαν το κίνημα των περιβαλλοντιστών σε διάφορα αδιέξοδα: στο εμπόριο εκπομπών άνθρακα, τα αντισταθμιστικά οφέλη του άνθρακα, στην αντίληψη για το φυσικό αέριο ως «καύσιμο γέφυρα». Το κοινό στοιχείο αυτών των πολιτικών είναι ότι δημιούργησαν την ψευδαίσθηση της προόδου, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπαν στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων την εξόρυξη, τη διάτρηση και τις γεωτρήσεις για εξόρυξη αερίου. Εμείς πάντα γνωρίζαμε ότι οι ομάδες που πιέζουν πιο επίμονα γι’ αυτές τις ψεύτικες λύσεις, έλαβαν δωρεές από τους μεγάλους ρυπαντές και δημιούργησαν εταιρικές σχέσεις με αυτούς. Αλλά αυτό αιτιολογήθηκε ως μια προσπάθεια εποικοδομητικής δέσμευσης – δηλαδή να χρησιμοποιούν τη δύναμη της αγοράς για να διορθώσουν τις αποτυχίες της αγοράς.
Τώρα αποδεικνύεται ότι ορισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι κυριολεκτικά μέρος των ιδιοκτητών των βιομηχανιών που προκαλούν την κρίση, την οποία υποτίθεται ότι προσπαθούν να λύσουν. Και τα χρήματα με τα οποία οι περιβαλλοντικές οργανώσεις παίζουν είναι πολλά. Το Nature Conservancy, για παράδειγμα, έχει 1.400.000.000 δολάρια σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο, και μπορεί να υπερηφανεύεται ότι ο κουμπαράς του βρίσκεται «μεταξύ των 100 μεγαλύτερων αποθεμάτων της χώρας». Η Wildlife Conservation Society (Εταιρεία προστασίας άγριων ζώων) έχει απόθεμα 377.000.000 δολαρίων, ενώ το απόθεμα του World Wildlife -ΗΠΑ (WWF-ΗΠΑ) ανέρχεται στα 195.000.000 δολάρια.
Αυτοί που αντιστέκονται
Επιτρέψτε μου να είμαι απολύτως σαφής: πάμπολλες περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν καταφέρει να αποφύγουν αυτό το χάος. Οι Greenpeace, 350.org, Friends of the Earth, Rainforest Action Network, καθώς και μια σειρά μικρότερες οργανώσεις, όπως η Oil Change International και το Climate Reality Project δεν έχουν πόρους και δεν επενδύουν στο χρηματιστήριο. Επίσης, είτε δεν λαμβάνουν εταιρικές δωρεές, είτε εφαρμόζουν τόσο ακραίους περιορισμούς σε αυτές, που έχουν καταφέρει να κρατήσουν τις εξορυκτικές βιομηχανίες εύκολα έξω. Μερικές από αυτές τις οργανώσεις διαθέτουν λίγες μετοχές ορυκτών καυσίμων, τόσες όσες χρειάζονται για να μπορούν να δημιουργούν πρόβλημα στις συνεδριάσεις των μετόχων.
Η Natural Resources Defence Council (Συμβούλιο Υπεράσπισης Φυσικών Πόρων) βρίσκεται κάπου στη μέση. Έχει 118.000.000 δολάρια αποθεματικό και, όπως λένε οι λογιστές της, για τις άμεσες επενδύσεις « ελέγχουμε τις εξορυκτικές βιομηχανίες, τα ορυκτά καύσιμα, και άλλους τομείς που συνδέονται με την ενέργεια». Ωστόσο, η NRDC εξακολουθεί να κατέχει μετοχές σε αμοιβαία κεφάλαια και σε μικτά αμοιβαία κεφάλαια που δεν αποκλείουν τα ορυκτά καύσιμα. (Η εκστρατεία για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα καλεί τα θεσμικά όργανα να «απεξαρτηθούν μέσα σε 5 χρόνια από την άμεση κυριότητα και σχέση με μετοχές εταιριών ορυκτών καυσίμων).
Οι καθαρολόγοι θα επισημάνουν ότι καμιά μεγάλη περιβαλλοντική οργάνωση δεν είναι καθαρή από τη στιγμή που, ουσιαστικά, σχεδόν όλες παίρνουν χρήματα από ιδρύματα που δημιουργήθηκαν από τις αυτοκρατορίες-ιδρύματα των ορυκτών καυσίμων, που συνεχίζουν να επενδύουν σε ορυκτά καύσιμα σήμερα. Είναι μια εύστοχη παρατήρηση. Κοιτάξτε το μεγαλύτερο ίδρυμα απ’ όλα: το Bill and Melinda Gates Foundation. Τον Δεκέμβριο του 2012 τουλάχιστον 958.600.000 δολάρια-περίπου ένα δισεκατομμύριο- επενδύθηκαν σε δύο μόνο γίγαντες του πετρελαίου: την ExxonMobil και τη BP. Η υποκρισία είναι εντυπωσιακή: κορυφαία προτεραιότητα του Gates Foundation ήταν η υποστήριξη της έρευνας για την ελονοσίας, μιας ασθένειας που συνδέεται στενά με το κλίμα. Τα κουνούπια και τα παράσιτα της ελονοσίας ευδοκιμούν και τα δυο στις υψηλές θερμοκρασίες και αυξάνονται διαρκώς. Έχει, πραγματικά, νόημα να πολεμά κάποιος την ελονοσία, όταν την ίδια στιγμή τροφοδοτεί μια από τις αιτίες που ίσως οδηγεί σε πιο άγρια εξάπλωση σε μερικές περιοχές;
Σαφώς όχι. Και έχει ακόμα λιγότερο νόημα να συγκεντρώνονται χρήματα στο όνομα της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, και στη συνέχεια να επενδύονται αυτά τα χρήματα, παραδείγματος χάριν, στις μετοχές της ExxonMobil. Ωστόσο, αυτό ακριβώς φαίνεται να κάνουν κάποιες ομάδες.
Οι εταιρίες τρυπώνουν παντού
Η περιβόητη για τις συνεργασίες της με εταιρείες πετρελαίου κι άλλους κακούς παράγοντες Conservation International, (ο διευθύνων σύμβουλος της Northrop Grumman μετέχει στο διοικητικό της συμβούλιο, αν είναι δυνατόν!), έχει επενδύσει σχεδόν 22.000.000 δολάρια σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο και, σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο τους, «δεν υπάρχει καμία σαφής πολιτική που να απαγορεύει τις επενδύσεις σε εταιρείες ενέργειας». Το ίδιο ισχύει και για την Ocean Conservancy, η οποία έχει επενδύσει 14.400.000 δολάρια σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες χιλιάδες στην «ενέργεια». Ένας εκπρόσωπος επιβεβαίωσε γραπτώς ότι η οργάνωση «δεν έχει περιβαλλοντική πολιτική κοινωνικού ελέγχου των επενδύσεων.»
Καμία οργάνωση δεν θα αποκάλυπτε πόσες από τις συμμετοχές της ήταν σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων, ούτε θα κυκλοφορούσε κατάλογο των επενδύσεών της. Όμως, σύμφωνα με τον Νταν Άπφελ, εκτελεστικό διευθυντή της Responsible Endowments Coalition, «εκτός από την περίπτωση που ένα ίδρυμα συγκεκριμένα κατευθύνει τους διαχειριστές επενδύσεων να μην επενδύσουν σε ορυκτά καύσιμα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κρατήσει κάποιες μετοχές, απλώς και μόνο επειδή οι μετοχές αυτές (συμπεριλαμβανομένης της καύσης άνθρακα για χρήση κοινής ωφέλειας) συνθέτουν περίπου το 13 % της αγοράς των ΗΠΑ, σύμφωνα με έναν γενικό δείκτη. «Όλοι οι επενδυτές ουσιαστικά έχουν επενδύσει σε ορυκτά καύσιμα», λέει ο Άπφελ. «Δεν μπορείς να είσαι επενδυτής που δεν επενδύει σε ορυκτά καύσιμα, εκτός και αν πραγματικά έχεις εργαστεί πολύ σκληρά για να διασφαλίσεις ότι δεν είσαι.»
Τεράστια κενά στην άμυνα
Μια άλλη ομάδα που απέχει πολύ από την απεξάρτηση, είναι η Wildlife Conservation Society. Στη δήλωση οικονομικών στοιχείων της για το οικονομικό έτος 2012 περιγράφει μια υποκατηγορία επενδύσεων που περιλαμβάνει «ενέργεια, ορυχεία, γεωτρήσεις πετρελαίου, και γεωργικές επιχειρήσεις». Τι ποσοστό από τα 377.000.000 δολάρια της WCS σε αποθεματικά κεφάλαια βρίσκεται στις εταιρείες ενέργειας και γεωτρήσεων; Δεν κατάφερε να παράσχει αυτές τις πληροφορίες παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις που της έγιναν.
Η WWF-ΗΠΑ είπε ότι δεν επενδύει απευθείας σε επιχειρήσεις ορυκτών καυσίμων, αλλά αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με το αν τις αποκλείει από τα μικτά αμοιβαία κεφάλαιά της. Το National Wildlife Federation Endowment συνήθιζε να εφαρμόζει τέτοιους ελέγχους για τις ύψους 25,7 εκατομμυρίων επενδύσεις σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο, αλλά τώρα, σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο, συμβουλεύει τους διαχειριστές επενδύσεών της «ν’ αναζητήσουν τις καλύτερες στην κατηγορία εταιρείες που είχαν εφαρμόσει προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος και βιώσιμες πρακτικές». Με άλλα λόγια, δεν εφαρμόζουν μια πολιτική απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Εν τω μεταξύ, η Nature Conservancy -η πλουσιότερη από όλες τις περιβαλλοντικές οργανώσεις-, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της του 2012, έχει επενδύσει τουλάχιστον 22.800.000 δολάρια στον τομέα της ενέργειας,. Μαζί με την WCS, η TNC αρνήθηκε κατηγορηματικά να απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις μου ή να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τις επενδύσεις ή τις πολιτικές της.
Θα με εξέπληττε αν η TNC δεν έχει επενδύσει στα ορυκτά καύσιμα, λόγω των διάφορων άλλων εμπλοκών της με τον τομέα αυτό. Ένα μικρό δείγμα: το 2010, η Washington Post ανέφερε ότι η TNC «δέχθηκε σχεδόν 10.000.000 δολάρια σε μετρητά και παραχώρηση γης από την ΒΡ και θυγατρικές της εταιρείες». Δηλαδή τις: BP, Chevron, ExxonMobil και Shell, που βρίσκονται μεταξύ των μελών του Επιχειρηματικού Συμβουλίου της· Ο Τζιμ Ρότζερς, διευθύνων σύμβουλος της Duke Energy, μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας των ΗΠΑ με καύση άνθρακα, είναι μέλος του διοικητικού της συμβουλίου και υπεύθυνος για διάφορα προγράμματα προστασίας περιβάλλοντος που υποτίθεται «αντισταθμίζουν» τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την καύση πετρελαίου φυσικού αερίου και τους ρύπους των εταιρειών.
Με ποιον θα πας και ποιον θ’ αφήσεις
Όπως φαίνεται, οι άνθρωποι βαρέθηκαν πια ν’ ακούνε ότι ο καλύτερος τρόπος για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι να αλλάξουν τις λάμπες τους και να αγοράσουν προγράμματα αντιστάθμισης του διοξειδίου του άνθρακα, αφήνοντας τους μεγάλους ρυπαντές ανενόχλητους. Και ανυπομονούν ν’ αγωνιστούν ευθέως ενάντια στις βιομηχανίες που περισσότερο ευθύνονται για την κλιματική κρίση.
Η Χάνα Τζόουνς, από τους οργανωτές του φοιτητικού κινήματος της απεξάρτησης, μου είπε: «Ακριβώς όπως το κολέγιο και τα πανεπιστημιακά συμβούλια μας απογοήτευσαν, επειδή δεν αντιμετώπισαν ενεργά τις δυνάμεις που είναι υπεύθυνες για την κλιματική αλλαγή, το ίδιο ισχύει και για τις μεγάλες εταιρικές περιβαλλοντικές οργανώσεις. Αυτές, προσπαθώντας να διατηρήσουν παρθένες περιοχές στον κόσμο, μας απογοήτευσαν γιατί αρνούνται ν’ αντιμετωπίσουν τα ισχυρά συμφέροντα που κάνουν τον κόσμο αβίωτο για όλους. Αλλά», πρόσθεσε, «οι φοιτητές γνωρίζουν τώρα αυτό που οι κοινότητες που αντιμετωπίζουν τον αφανισμό γνωρίζουν εδώ και δεκαετίες: ότι αυτός είναι ένας αγώνας για την εξουσία και το χρήμα, και όλοι-ακόμη και οι μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις- θα πρέπει να αποφασίσουν αν είναι μαζί μας ή με τις δυνάμεις που καταστρέφουν τον πλανήτη».
Αν το Σιάτλ για παράδειγμα απεξαρτάται, δεν θα πρέπει το WWF να κάνει το ίδιο; Δεν θα πρέπει οι περιβαλλοντικές οργανώσεις να ανησυχούν περισσότερο για τους κινδύνους που προέρχονται από τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων, παρά από φανταστικούς κινδύνους που προέρχονται από τα χαρτοφυλάκια των μετοχών τους; Κι εδώ αναδύεται ένα άλλο πρόβλημα: ποιες είναι αυτές οι οργανώσεις που αποθησαυρίζουν τόσα πολλά χρήματα; Αν πιστεύουν όσα λένε οι δικοί τους επιστήμονες, αυτή είναι η κρίσιμη δεκαετία για την αντιστροφή των όρων της κλιματικής αλλαγής. Μήπως το TNC σχεδιάζει να κατασκευάσει μια κιβωτό ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων;
Ένα δυναμικό κίνημα απεξάρτησης
Μερικές οργανώσεις, ευτυχώς, ανταποκρίνονται στην πρόκληση. Ένα μικρό αλλά με δυναμική ανάπτυξης κίνημα πιέζει τα μεγάλα φιλελεύθερα ιδρύματα να ευθυγραμμίσουν τις επενδύσεις τους με τις διακηρύξεις τους - που σημαίνει όχι άλλα ορυκτά καύσιμα. Ήρθε η ώρα για τα ιδρύματα να «κατέχουν ό,τι κατέχουν», λέει η Έλεν Ντόρσι, εκτελεστική διευθύντρια του Wallace Global Fund. Σύμφωνα με την Ντόρσι, το ίδρυμά της, το οποίο υπήρξε σημαντικός χρηματοδότης της εκστρατείας της απεξάρτησης από τον άνθρακα, είναι τώρα κατά 99% απεξαρτημένο από τα ορυκτά καύσιμα και θα είναι 100% έως το 2014.
Αλλά για να πειστούν τα μεγαλύτερα ιδρύματα ν’ απεξαρτηθούν, θα χρειαστεί χρόνος, και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες, τουλάχιστον θεωρητικά, είναι υπόλογες για τα μέλη τους πρέπει σίγουρα να δείξουν το δρόμο. Κάποιοι έχουν αρχίσει να κάνουν ακριβώς αυτό. Η Sierra Club, για παράδειγμα, έχει πλέον χαράξει μια σαφή πολιτική κατά των επενδύσεων σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων, ή της χρηματοδότησης από αυτές. Αυτό είναι καλή είδηση για τις 15 εκατομμυρίων επενδύσεις της σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο αξιών. Ωστόσο, η θυγατρική της οργάνωση, το Sierra Club Foundation, έχει ένα πολύ μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο, -με 61.700.000 επενδυμένα- και είναι ακόμη στη διαδικασία εκπόνησης μιας πολιτικής πλήρους απεξάρτησης, σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή του Sierra Club Μάικλ Μρουν. Όπως τόνισε, «είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι μπορούμε να έχουμε εξίσου καλή αν όχι καλύτερη απόδοση από την αναδυόμενη οικονομία καθαρής ενέργειας απ’ ό,τι αν επενδύαμε στα βρώμικα καύσιμα του παρελθόντος».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις με το να συνεργάζονται με τους ρυπαντές αποδείκνυαν ότι δεν ήταν απλώς ακτιβίστικες οργανώσεις, αλλά σοβαροί οργανισμοί. Αλλά οι νέοι που απαιτούν απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα -όπως και οι απλοί πολίτες που τα πολεμούν, όπου κι αν γίνεται η εξόρυξη, η καύση, η διάτρηση, ή η γεώτρηση- ερμηνεύουν διαφορετικά τη σοβαρότητα. Και το μήνυμα είναι σαφές: κόψε τους δεσμούς σας με τα απολιθώματα, για να μην γίνετε σαν κι αυτά.
Μετάφραση: Σοφία Ξυγκάκη
Με αφορμή τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του B-fest, στην οποία μίλησε η Ναόμι Κλάιν με θέμα «Δομές δράσης ενάντια στον καπιταλισμό – Η προοπτική της αυτοδιαχείρισης», αναρτώ πρόσφατο άρθρο της δημοσιογράφου και συγγραφέα για τα ορυκτά καύσιμα και τα περιβαλλοντικά κινήματα:
Το κίνημα που απαιτεί οι οργανισμοί κοινής ωφελείας να απεξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα, εξελίσσεται δυναμικά. Το αίτημα εξαπλώνεται στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ολλανδία και τη Βρετανία. Και παρόλο που επίσημα ξεκίνησε μόλις πριν από έξι μήνες, το κίνημα ήδη έχει στο ενεργητικό του κάποιες νίκες.
Η ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκε αυτή η ιδέα, καθιστά σαφές ότι έχει υπάρξει σοβαρή συμπιεσμένη ζήτηση. Παραθέτω τη δήλωση του κινήματος για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα: «Αν είναι λάθος να καταστρέψουμε το κλίμα, τότε είναι εξίσου λάθος να επωφελούμαστε από την εν λόγω καταστροφή. Πιστεύουμε ότι τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ιδρύματα, οι δημοτικές και πολιτειακές αρχές, καθώς και τα ιδρύματα εκείνα που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, πρέπει να απεξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα». Είμαι περήφανη που υπήρξα μέλος αυτής της οργάνωσης, που συνεργάστηκε με φοιτητές και άλλους εταίρους για την οργάνωση της εκστρατείας για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αλλά τώρα κατάλαβα ότι ένας σημαντικός παράγοντας λείπει από τη λίστα: οι ίδιες οι περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Επενδύσεις σε εταιρίες ορυκτών καυσίμων
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις συγκεντρώνουν τεράστια ποσά κάθε χρόνο με την υπόσχεση ότι θα δαπανηθούν για ένα σκοπό: να αποτραπεί η καταστροφική υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, από την άλλη πλευρά, κάνουν ό, τι μπορούν για να καταστήσουν την καταστροφή αναπόφευκτη. Σύμφωνα με την βρετανική Carbon Tracker Initiative (στης οποίας την άψογη έρευνα βασίζεται το κίνημα της απεξάρτησης ), ο τομέας των ορυκτών καυσίμων, έχει συγκεντρώσει πέντε φορές μεγαλύτερες ποσότητες άνθρακα απ’ ό,τι μπορεί να καταναλωθεί, τη στιγμή που παλεύουμε για να ρίξουμε τη θερμοκρασία του πλανήτη κατά 2 βαθμούς Κελσίου . Θα υπέθετε κάποιος ότι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις θέλουν να βεβαιωθούν ότι τα χρήματα που συγκέντρωσαν στο όνομα της διάσωσης του πλανήτη δεν θα επενδυθούν σε εταιρείες των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο επιβάλλει θερμοκρασίες φούρνου και οι οποίες έχουν σαμποτάρει για περισσότερο από δύο δεκαετίες κάθε απόπειρα σοβαρής δράσης για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τουλάχιστον, αυτό αποδείχτηκε μια λανθασμένη υπόθεση. Ίσως αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει ιδιαίτερα, καθώς ορισμένες από τις πιο ισχυρές και πιο πλούσιες περιβαλλοντικές οργανώσεις, εδώ και πολύ καιρό συμπεριφέρονται σαν να έχουν μερίδιο στη βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αυτές οδήγησαν το κίνημα των περιβαλλοντιστών σε διάφορα αδιέξοδα: στο εμπόριο εκπομπών άνθρακα, τα αντισταθμιστικά οφέλη του άνθρακα, στην αντίληψη για το φυσικό αέριο ως «καύσιμο γέφυρα». Το κοινό στοιχείο αυτών των πολιτικών είναι ότι δημιούργησαν την ψευδαίσθηση της προόδου, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπαν στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων την εξόρυξη, τη διάτρηση και τις γεωτρήσεις για εξόρυξη αερίου. Εμείς πάντα γνωρίζαμε ότι οι ομάδες που πιέζουν πιο επίμονα γι’ αυτές τις ψεύτικες λύσεις, έλαβαν δωρεές από τους μεγάλους ρυπαντές και δημιούργησαν εταιρικές σχέσεις με αυτούς. Αλλά αυτό αιτιολογήθηκε ως μια προσπάθεια εποικοδομητικής δέσμευσης – δηλαδή να χρησιμοποιούν τη δύναμη της αγοράς για να διορθώσουν τις αποτυχίες της αγοράς.
Τώρα αποδεικνύεται ότι ορισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι κυριολεκτικά μέρος των ιδιοκτητών των βιομηχανιών που προκαλούν την κρίση, την οποία υποτίθεται ότι προσπαθούν να λύσουν. Και τα χρήματα με τα οποία οι περιβαλλοντικές οργανώσεις παίζουν είναι πολλά. Το Nature Conservancy, για παράδειγμα, έχει 1.400.000.000 δολάρια σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο, και μπορεί να υπερηφανεύεται ότι ο κουμπαράς του βρίσκεται «μεταξύ των 100 μεγαλύτερων αποθεμάτων της χώρας». Η Wildlife Conservation Society (Εταιρεία προστασίας άγριων ζώων) έχει απόθεμα 377.000.000 δολαρίων, ενώ το απόθεμα του World Wildlife -ΗΠΑ (WWF-ΗΠΑ) ανέρχεται στα 195.000.000 δολάρια.
Αυτοί που αντιστέκονται
Επιτρέψτε μου να είμαι απολύτως σαφής: πάμπολλες περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν καταφέρει να αποφύγουν αυτό το χάος. Οι Greenpeace, 350.org, Friends of the Earth, Rainforest Action Network, καθώς και μια σειρά μικρότερες οργανώσεις, όπως η Oil Change International και το Climate Reality Project δεν έχουν πόρους και δεν επενδύουν στο χρηματιστήριο. Επίσης, είτε δεν λαμβάνουν εταιρικές δωρεές, είτε εφαρμόζουν τόσο ακραίους περιορισμούς σε αυτές, που έχουν καταφέρει να κρατήσουν τις εξορυκτικές βιομηχανίες εύκολα έξω. Μερικές από αυτές τις οργανώσεις διαθέτουν λίγες μετοχές ορυκτών καυσίμων, τόσες όσες χρειάζονται για να μπορούν να δημιουργούν πρόβλημα στις συνεδριάσεις των μετόχων.
Η Natural Resources Defence Council (Συμβούλιο Υπεράσπισης Φυσικών Πόρων) βρίσκεται κάπου στη μέση. Έχει 118.000.000 δολάρια αποθεματικό και, όπως λένε οι λογιστές της, για τις άμεσες επενδύσεις « ελέγχουμε τις εξορυκτικές βιομηχανίες, τα ορυκτά καύσιμα, και άλλους τομείς που συνδέονται με την ενέργεια». Ωστόσο, η NRDC εξακολουθεί να κατέχει μετοχές σε αμοιβαία κεφάλαια και σε μικτά αμοιβαία κεφάλαια που δεν αποκλείουν τα ορυκτά καύσιμα. (Η εκστρατεία για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα καλεί τα θεσμικά όργανα να «απεξαρτηθούν μέσα σε 5 χρόνια από την άμεση κυριότητα και σχέση με μετοχές εταιριών ορυκτών καυσίμων).
Οι καθαρολόγοι θα επισημάνουν ότι καμιά μεγάλη περιβαλλοντική οργάνωση δεν είναι καθαρή από τη στιγμή που, ουσιαστικά, σχεδόν όλες παίρνουν χρήματα από ιδρύματα που δημιουργήθηκαν από τις αυτοκρατορίες-ιδρύματα των ορυκτών καυσίμων, που συνεχίζουν να επενδύουν σε ορυκτά καύσιμα σήμερα. Είναι μια εύστοχη παρατήρηση. Κοιτάξτε το μεγαλύτερο ίδρυμα απ’ όλα: το Bill and Melinda Gates Foundation. Τον Δεκέμβριο του 2012 τουλάχιστον 958.600.000 δολάρια-περίπου ένα δισεκατομμύριο- επενδύθηκαν σε δύο μόνο γίγαντες του πετρελαίου: την ExxonMobil και τη BP. Η υποκρισία είναι εντυπωσιακή: κορυφαία προτεραιότητα του Gates Foundation ήταν η υποστήριξη της έρευνας για την ελονοσίας, μιας ασθένειας που συνδέεται στενά με το κλίμα. Τα κουνούπια και τα παράσιτα της ελονοσίας ευδοκιμούν και τα δυο στις υψηλές θερμοκρασίες και αυξάνονται διαρκώς. Έχει, πραγματικά, νόημα να πολεμά κάποιος την ελονοσία, όταν την ίδια στιγμή τροφοδοτεί μια από τις αιτίες που ίσως οδηγεί σε πιο άγρια εξάπλωση σε μερικές περιοχές;
Σαφώς όχι. Και έχει ακόμα λιγότερο νόημα να συγκεντρώνονται χρήματα στο όνομα της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, και στη συνέχεια να επενδύονται αυτά τα χρήματα, παραδείγματος χάριν, στις μετοχές της ExxonMobil. Ωστόσο, αυτό ακριβώς φαίνεται να κάνουν κάποιες ομάδες.
Οι εταιρίες τρυπώνουν παντού
Η περιβόητη για τις συνεργασίες της με εταιρείες πετρελαίου κι άλλους κακούς παράγοντες Conservation International, (ο διευθύνων σύμβουλος της Northrop Grumman μετέχει στο διοικητικό της συμβούλιο, αν είναι δυνατόν!), έχει επενδύσει σχεδόν 22.000.000 δολάρια σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο και, σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο τους, «δεν υπάρχει καμία σαφής πολιτική που να απαγορεύει τις επενδύσεις σε εταιρείες ενέργειας». Το ίδιο ισχύει και για την Ocean Conservancy, η οποία έχει επενδύσει 14.400.000 δολάρια σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες χιλιάδες στην «ενέργεια». Ένας εκπρόσωπος επιβεβαίωσε γραπτώς ότι η οργάνωση «δεν έχει περιβαλλοντική πολιτική κοινωνικού ελέγχου των επενδύσεων.»
Καμία οργάνωση δεν θα αποκάλυπτε πόσες από τις συμμετοχές της ήταν σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων, ούτε θα κυκλοφορούσε κατάλογο των επενδύσεών της. Όμως, σύμφωνα με τον Νταν Άπφελ, εκτελεστικό διευθυντή της Responsible Endowments Coalition, «εκτός από την περίπτωση που ένα ίδρυμα συγκεκριμένα κατευθύνει τους διαχειριστές επενδύσεων να μην επενδύσουν σε ορυκτά καύσιμα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κρατήσει κάποιες μετοχές, απλώς και μόνο επειδή οι μετοχές αυτές (συμπεριλαμβανομένης της καύσης άνθρακα για χρήση κοινής ωφέλειας) συνθέτουν περίπου το 13 % της αγοράς των ΗΠΑ, σύμφωνα με έναν γενικό δείκτη. «Όλοι οι επενδυτές ουσιαστικά έχουν επενδύσει σε ορυκτά καύσιμα», λέει ο Άπφελ. «Δεν μπορείς να είσαι επενδυτής που δεν επενδύει σε ορυκτά καύσιμα, εκτός και αν πραγματικά έχεις εργαστεί πολύ σκληρά για να διασφαλίσεις ότι δεν είσαι.»
Τεράστια κενά στην άμυνα
Μια άλλη ομάδα που απέχει πολύ από την απεξάρτηση, είναι η Wildlife Conservation Society. Στη δήλωση οικονομικών στοιχείων της για το οικονομικό έτος 2012 περιγράφει μια υποκατηγορία επενδύσεων που περιλαμβάνει «ενέργεια, ορυχεία, γεωτρήσεις πετρελαίου, και γεωργικές επιχειρήσεις». Τι ποσοστό από τα 377.000.000 δολάρια της WCS σε αποθεματικά κεφάλαια βρίσκεται στις εταιρείες ενέργειας και γεωτρήσεων; Δεν κατάφερε να παράσχει αυτές τις πληροφορίες παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις που της έγιναν.
Η WWF-ΗΠΑ είπε ότι δεν επενδύει απευθείας σε επιχειρήσεις ορυκτών καυσίμων, αλλά αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με το αν τις αποκλείει από τα μικτά αμοιβαία κεφάλαιά της. Το National Wildlife Federation Endowment συνήθιζε να εφαρμόζει τέτοιους ελέγχους για τις ύψους 25,7 εκατομμυρίων επενδύσεις σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο, αλλά τώρα, σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο, συμβουλεύει τους διαχειριστές επενδύσεών της «ν’ αναζητήσουν τις καλύτερες στην κατηγορία εταιρείες που είχαν εφαρμόσει προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος και βιώσιμες πρακτικές». Με άλλα λόγια, δεν εφαρμόζουν μια πολιτική απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Εν τω μεταξύ, η Nature Conservancy -η πλουσιότερη από όλες τις περιβαλλοντικές οργανώσεις-, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της του 2012, έχει επενδύσει τουλάχιστον 22.800.000 δολάρια στον τομέα της ενέργειας,. Μαζί με την WCS, η TNC αρνήθηκε κατηγορηματικά να απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις μου ή να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τις επενδύσεις ή τις πολιτικές της.
Θα με εξέπληττε αν η TNC δεν έχει επενδύσει στα ορυκτά καύσιμα, λόγω των διάφορων άλλων εμπλοκών της με τον τομέα αυτό. Ένα μικρό δείγμα: το 2010, η Washington Post ανέφερε ότι η TNC «δέχθηκε σχεδόν 10.000.000 δολάρια σε μετρητά και παραχώρηση γης από την ΒΡ και θυγατρικές της εταιρείες». Δηλαδή τις: BP, Chevron, ExxonMobil και Shell, που βρίσκονται μεταξύ των μελών του Επιχειρηματικού Συμβουλίου της· Ο Τζιμ Ρότζερς, διευθύνων σύμβουλος της Duke Energy, μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας των ΗΠΑ με καύση άνθρακα, είναι μέλος του διοικητικού της συμβουλίου και υπεύθυνος για διάφορα προγράμματα προστασίας περιβάλλοντος που υποτίθεται «αντισταθμίζουν» τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την καύση πετρελαίου φυσικού αερίου και τους ρύπους των εταιρειών.
Με ποιον θα πας και ποιον θ’ αφήσεις
Όπως φαίνεται, οι άνθρωποι βαρέθηκαν πια ν’ ακούνε ότι ο καλύτερος τρόπος για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι να αλλάξουν τις λάμπες τους και να αγοράσουν προγράμματα αντιστάθμισης του διοξειδίου του άνθρακα, αφήνοντας τους μεγάλους ρυπαντές ανενόχλητους. Και ανυπομονούν ν’ αγωνιστούν ευθέως ενάντια στις βιομηχανίες που περισσότερο ευθύνονται για την κλιματική κρίση.
Η Χάνα Τζόουνς, από τους οργανωτές του φοιτητικού κινήματος της απεξάρτησης, μου είπε: «Ακριβώς όπως το κολέγιο και τα πανεπιστημιακά συμβούλια μας απογοήτευσαν, επειδή δεν αντιμετώπισαν ενεργά τις δυνάμεις που είναι υπεύθυνες για την κλιματική αλλαγή, το ίδιο ισχύει και για τις μεγάλες εταιρικές περιβαλλοντικές οργανώσεις. Αυτές, προσπαθώντας να διατηρήσουν παρθένες περιοχές στον κόσμο, μας απογοήτευσαν γιατί αρνούνται ν’ αντιμετωπίσουν τα ισχυρά συμφέροντα που κάνουν τον κόσμο αβίωτο για όλους. Αλλά», πρόσθεσε, «οι φοιτητές γνωρίζουν τώρα αυτό που οι κοινότητες που αντιμετωπίζουν τον αφανισμό γνωρίζουν εδώ και δεκαετίες: ότι αυτός είναι ένας αγώνας για την εξουσία και το χρήμα, και όλοι-ακόμη και οι μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις- θα πρέπει να αποφασίσουν αν είναι μαζί μας ή με τις δυνάμεις που καταστρέφουν τον πλανήτη».
Αν το Σιάτλ για παράδειγμα απεξαρτάται, δεν θα πρέπει το WWF να κάνει το ίδιο; Δεν θα πρέπει οι περιβαλλοντικές οργανώσεις να ανησυχούν περισσότερο για τους κινδύνους που προέρχονται από τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων, παρά από φανταστικούς κινδύνους που προέρχονται από τα χαρτοφυλάκια των μετοχών τους; Κι εδώ αναδύεται ένα άλλο πρόβλημα: ποιες είναι αυτές οι οργανώσεις που αποθησαυρίζουν τόσα πολλά χρήματα; Αν πιστεύουν όσα λένε οι δικοί τους επιστήμονες, αυτή είναι η κρίσιμη δεκαετία για την αντιστροφή των όρων της κλιματικής αλλαγής. Μήπως το TNC σχεδιάζει να κατασκευάσει μια κιβωτό ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων;
Ένα δυναμικό κίνημα απεξάρτησης
Μερικές οργανώσεις, ευτυχώς, ανταποκρίνονται στην πρόκληση. Ένα μικρό αλλά με δυναμική ανάπτυξης κίνημα πιέζει τα μεγάλα φιλελεύθερα ιδρύματα να ευθυγραμμίσουν τις επενδύσεις τους με τις διακηρύξεις τους - που σημαίνει όχι άλλα ορυκτά καύσιμα. Ήρθε η ώρα για τα ιδρύματα να «κατέχουν ό,τι κατέχουν», λέει η Έλεν Ντόρσι, εκτελεστική διευθύντρια του Wallace Global Fund. Σύμφωνα με την Ντόρσι, το ίδρυμά της, το οποίο υπήρξε σημαντικός χρηματοδότης της εκστρατείας της απεξάρτησης από τον άνθρακα, είναι τώρα κατά 99% απεξαρτημένο από τα ορυκτά καύσιμα και θα είναι 100% έως το 2014.
Αλλά για να πειστούν τα μεγαλύτερα ιδρύματα ν’ απεξαρτηθούν, θα χρειαστεί χρόνος, και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες, τουλάχιστον θεωρητικά, είναι υπόλογες για τα μέλη τους πρέπει σίγουρα να δείξουν το δρόμο. Κάποιοι έχουν αρχίσει να κάνουν ακριβώς αυτό. Η Sierra Club, για παράδειγμα, έχει πλέον χαράξει μια σαφή πολιτική κατά των επενδύσεων σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων, ή της χρηματοδότησης από αυτές. Αυτό είναι καλή είδηση για τις 15 εκατομμυρίων επενδύσεις της σε αξιόγραφα διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο αξιών. Ωστόσο, η θυγατρική της οργάνωση, το Sierra Club Foundation, έχει ένα πολύ μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο, -με 61.700.000 επενδυμένα- και είναι ακόμη στη διαδικασία εκπόνησης μιας πολιτικής πλήρους απεξάρτησης, σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή του Sierra Club Μάικλ Μρουν. Όπως τόνισε, «είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι μπορούμε να έχουμε εξίσου καλή αν όχι καλύτερη απόδοση από την αναδυόμενη οικονομία καθαρής ενέργειας απ’ ό,τι αν επενδύαμε στα βρώμικα καύσιμα του παρελθόντος».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις με το να συνεργάζονται με τους ρυπαντές αποδείκνυαν ότι δεν ήταν απλώς ακτιβίστικες οργανώσεις, αλλά σοβαροί οργανισμοί. Αλλά οι νέοι που απαιτούν απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα -όπως και οι απλοί πολίτες που τα πολεμούν, όπου κι αν γίνεται η εξόρυξη, η καύση, η διάτρηση, ή η γεώτρηση- ερμηνεύουν διαφορετικά τη σοβαρότητα. Και το μήνυμα είναι σαφές: κόψε τους δεσμούς σας με τα απολιθώματα, για να μην γίνετε σαν κι αυτά.
Μετάφραση: Σοφία Ξυγκάκη