Σίγουρο σημάδι της συστημικής κατάρρευσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, αποτελεί το γεγονός ότι τα ίδια τα μέτρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για την αποφυγή των κρίσεων, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε βαθμό ακόμη μεγαλύτερο από αυτόν του 2008.
Εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια, οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου έχουν διοχετεύσει κατ’ εκτίμηση 7 δις δολάρια στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με δεδηλωμένο στόχο να πυροδοτήσουν την οικονομική ανάκαμψη. Τα οικονομικά στοιχεία από ολόκληρο τον πλανήτη δείχνουν ότι, προφανώς, απέτυχαν.
Οι στατιστικές σχετικά με τα επίπεδα των τιμών είναι και οι πιο σημαντικές. Αυτές δείχνουν ότι αντί να αυξάνονται οι τιμές –ένα σημάδι ανάκαμψης υπό τις λεγόμενες «φυσιολογικές» συνθήκες»- οι αποπληθωριστικές πιέσεις εντείνονται.
Στις ΗΠΑ, οι τιμές καταναλωτή έπεσαν κατά 0,4 τοις εκατό το Μάιο, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση από τα τέλη του 2008, μετά την πτώση 0,2 τοις εκατό τον Απρίλιο. Στην Ευρώπη, με εξαίρεση το κόστος ειδών διατροφής και ενέργειας, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά μόλις 1 τοις εκατό τον Απρίλιο, από το προηγούμενο έτος.
Η πτωτική αυτή τάση έχει εκτεταμένες συνέπειες. Αντιμέτωπες με την πτώση των τιμών των προϊόντων τους, οι μεγάλες επιχειρήσεις και εταιρείες επιδιώκουν να βγάλουν κέρδος, όχι επενδύοντας και επεκτείνοντας την παραγωγή τους (όπως θα έκαναν αν βρισκόταν σε εξέλιξη η ανάκαμψη), αλλά μέσω βάναυσων μειώσεων κόστους σε συνδυασμό με οικονομική κερδοσκοπία. Οι επακόλουθες περικοπές σε μισθούς και θέσεις εργασίας οδηγούν σε μείωση της ζήτησης από πλευράς των καταναλωτών, τροφοδοτώντας περαιτέρω την αποπληθωριστική τάση.
Υπάρχουν και άλλα οικονομικά στοιχεία που υπογραμμίζουν αυτή τη διαδικασία. Τον περασμένο μήνα, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ μειώθηκε κατά 0,5 τοις εκατό, σε σύγκριση με την προβλεπόμενη μείωση της τάξης του 0,2 τοις εκατό, παροτρύνοντας έτσι τις προβλέψεις που λένε ότι το δεύτερο τρίμηνο θα είναι ακόμη χειρότερο από το τελευταίο του 2012, όταν η αμερικανική οικονομία δεν παρουσίασε σχεδόν καθόλου αύξηση.
Στην ευρωζώνη, η ανεργία αυξήθηκε για 23ο συνεχόμενο μήνα και τώρα ανέρχεται σε 12,1 τοις εκατό. Πρόκειται για μία αύξηση 1,1 τοις εκατό σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Η οικονομία της ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 0,2 τοις εκατό το πρώτο τρίμηνο, που σημαίνει ότι η τρέχουσα συρρίκνωση έχει διαρκέσει περισσότερο από αυτή της περιόδου 2008-2009.
Από την αρχή της κατάρρευσης το 2008, έχει επικρατήσει η προοπτική ότι η Κίνα θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, ενώ η βιομηχανική παραγωγή και οι λιανικές πωλήσεις παρουσίασαν σημαντική άνοδο τον περασμένο μήνα, δείχνοντας οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 7,5 τοις εκατό για φέτος, οι ελπίδες αυτές διαψεύδονται διαρκώς.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο που δείχνει την απουσία μίας «ισχυρής πηγής αύξησης της ζήτησης» οπουδήποτε στην παγκόσμια οικονομία, οι Financial Times υπογράμμισαν το γεγονός ότι οι «ανησυχίες» για την κινεζική οικονομία είναι «ευρέως διαδεδομένες». Μακροπρόθεσμα, είναι ξεκάθαρο ότι η διψήφια αύξηση της τελευταίας δεκαετίας ανήκει στο παρελθόν, ενώ βραχυπρόθεσμα, παρά την επέκταση της πίστωσης, η αύξηση του ΑΕΠ που παράγεται από αυτόν τον δανεισμό πλησιάζει το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και μία δεκαετία.
Σε αντίθεση με τις τάσεις στην πραγματική οικονομία, οι χρηματοπιστωτικές αγορές βιώνουν μία άνευ προηγουμένου άνθηση. Ο βιομηχανικός μέσος όρος Dow Jones (DJIA) έχει αυξηθεί κατά 15 τοις εκατό από τότε που η Fed ξεκίνησε τον τρίτο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Στην Ιαπωνία, ο δείκτης Nikkei έχει ανέβει 44 τοις εκατό από τον περασμένο Δεκέμβριο και την εκλογή της κυβέρνησης του Abe, η οποία απαίτησε από την Τράπεζα της Ιαπωνίας να ενισχύσει την προσφορά χρήματος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο δείκτης FTSE έχει ανέβει 20 τοις εκατό τους τελευταίους έξι μήνες, μετά την ποσοτική χαλάρωση από την Τράπεζα της Αγγλίας, παρά το γεγονός ότι η βρετανική «ανάκαμψη» είναι πιο αδύναμη ακόμη και από την αντίστοιχη της Μεγάλης Ύφεσης, ενώ τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια έχουν κερδίσει 30 τοις εκατό από τον περασμένο Ιούλιο.
Οι αυξήσεις αυτές, τροφοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τα τρισεκατομμύρια δολαρίων που διοχετεύονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Ωστόσο, αντί να εκφράζουν μία «ανάκαμψη», οι αναπτυσσόμενες αγορές μετοχών αποτελούν ένα διάγραμμα της επιδείνωσης της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Στην ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού, ποτέ δεν έχει υπάρξει τέτοια διαφοροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών από τις υποκείμενες οικονομικές διαδικασίες.
Η πρωτοφανής αύξηση στις παγκόσμιες αγορές έχει προκαλέσει ανησυχίες ότι δημιουργούνται συνθήκες, ιδανικές για μία νέα ύφεση. Όπως σημείωσε και η αρθρογράφος των Financial Times, Gillian Tett, «[Ε]νώ η πλημμύρα της ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να απορροφά τους μικρούς κραδασμούς, κρύβει επίσης τις εσωτερικές αντιφάσεις που μπορεί να βγουν στην επιφάνεια όταν χτυπήσει μία μεγάλη κρίση» με τις «πιθανότητες για… μελλοντικές βίαιες αναταραχές να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς».
Ενώ οποιαδήποτε ορθολογική ανάλυση υποδεικνύει το γεγονός ότι οι παρούσες συνθήκες προετοιμάζουν το έδαφος για μία καταστροφή, η μανία της κερδοσκοπίας συνεχίζεται, σύμφωνα με τη δική της τρελή λογική. Όπως παρατήρησε περίφημα ο τότε διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού τραπεζικού κολοσσού Citigroup, Chuck Prince, τον Ιούλιο του 2007: «Όσο η μουσική συνεχίζει, πρέπει να σηκωθείς και να χορέψεις». Λίγο περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βυθίστηκε στην χειρότερη κρίση από το 1930.
Σήμερα, η κατάσταση είναι, δυνητικά, ακόμη πιο εκρηκτική από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με το 2008, οι κεντρικές τράπεζες, έχοντας αγοράσει κυβερνητικά και άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αξίας πολλών τρισεκατομμυρίων, αποτελούν οι ίδιες σημαντικούς παράγοντες της αγοράς, και συνεπώς θα επηρεαστούν άμεσα από την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Όλο και περισσότερο, πιάνονται στην παγίδα που έχουν δημιουργήσει οι ίδιες. Η απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης απειλεί να σπάσει τη φούσκα. Ταυτόχρονα, η διοχέτευση περισσότερων χρημάτων τις βυθίζει βαθύτερα μέσα στο βούρκο.
Την περασμένη εβδομάδα, οι οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δημοσίευσαν μία ανάλυση που προειδοποιούσε ότι ο τερματισμός των πολιτικών εύκολων χρημάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές απώλειες για τις κεντρικές τράπεζες, καθώς τα επιτόκια θα ανέβαιναν και οι τιμές των ομολόγων θα υποχωρούσαν. Η Federal Reserve θα μπορούσε να αντιμετωπίσει απώλειες, ισοδύναμες με ποσοστό έως και 4 τοις εκατό του ΑΕΠ ($628 δις), η Τράπεζα της Ιαπωνίας θα μπορούσε να χάσει 7,5 τοις εκατό του ΑΕΠ, και η Τράπεζα της Αγγλίας σχεδόν 6 τοις εκατό.
Με άλλα λόγια, ένα νέο οικονομικό σοκ θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα των ίδιων των κεντρικών τραπεζών. Αντίθετα με την κατάσταση της περιόδου 2008-2009, οι κεντρικές τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να εξαπολύσουν μία επιχείρηση διάσωσης.
Η εμβάθυνση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού έχει τις πιο εκτεταμένες πολιτικές επιπτώσεις.
Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουμε δει τη διοχέτευση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στα ταμεία των τραπεζών και των κερδοσκόπων, καθώς και την οικονομική ελίτ που επωφελείται από τις δραστηριότητές τους, ενώ η εξαθλίωση ολοένα και ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό.
Τα μέτρα αυτά, αντί να παράγουν μια οποιαδήποτε οικονομική «ανάκαμψη», έχουν προετοιμάσει το έδαφος για ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές.
http://www.sofokleous10.gr/portal2/index.php?option=com_content&view=article&id=97751&catid=&Itemid=73
Εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια, οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου έχουν διοχετεύσει κατ’ εκτίμηση 7 δις δολάρια στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με δεδηλωμένο στόχο να πυροδοτήσουν την οικονομική ανάκαμψη. Τα οικονομικά στοιχεία από ολόκληρο τον πλανήτη δείχνουν ότι, προφανώς, απέτυχαν.
Οι στατιστικές σχετικά με τα επίπεδα των τιμών είναι και οι πιο σημαντικές. Αυτές δείχνουν ότι αντί να αυξάνονται οι τιμές –ένα σημάδι ανάκαμψης υπό τις λεγόμενες «φυσιολογικές» συνθήκες»- οι αποπληθωριστικές πιέσεις εντείνονται.
Στις ΗΠΑ, οι τιμές καταναλωτή έπεσαν κατά 0,4 τοις εκατό το Μάιο, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση από τα τέλη του 2008, μετά την πτώση 0,2 τοις εκατό τον Απρίλιο. Στην Ευρώπη, με εξαίρεση το κόστος ειδών διατροφής και ενέργειας, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά μόλις 1 τοις εκατό τον Απρίλιο, από το προηγούμενο έτος.
Η πτωτική αυτή τάση έχει εκτεταμένες συνέπειες. Αντιμέτωπες με την πτώση των τιμών των προϊόντων τους, οι μεγάλες επιχειρήσεις και εταιρείες επιδιώκουν να βγάλουν κέρδος, όχι επενδύοντας και επεκτείνοντας την παραγωγή τους (όπως θα έκαναν αν βρισκόταν σε εξέλιξη η ανάκαμψη), αλλά μέσω βάναυσων μειώσεων κόστους σε συνδυασμό με οικονομική κερδοσκοπία. Οι επακόλουθες περικοπές σε μισθούς και θέσεις εργασίας οδηγούν σε μείωση της ζήτησης από πλευράς των καταναλωτών, τροφοδοτώντας περαιτέρω την αποπληθωριστική τάση.
Υπάρχουν και άλλα οικονομικά στοιχεία που υπογραμμίζουν αυτή τη διαδικασία. Τον περασμένο μήνα, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ μειώθηκε κατά 0,5 τοις εκατό, σε σύγκριση με την προβλεπόμενη μείωση της τάξης του 0,2 τοις εκατό, παροτρύνοντας έτσι τις προβλέψεις που λένε ότι το δεύτερο τρίμηνο θα είναι ακόμη χειρότερο από το τελευταίο του 2012, όταν η αμερικανική οικονομία δεν παρουσίασε σχεδόν καθόλου αύξηση.
Στην ευρωζώνη, η ανεργία αυξήθηκε για 23ο συνεχόμενο μήνα και τώρα ανέρχεται σε 12,1 τοις εκατό. Πρόκειται για μία αύξηση 1,1 τοις εκατό σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Η οικονομία της ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 0,2 τοις εκατό το πρώτο τρίμηνο, που σημαίνει ότι η τρέχουσα συρρίκνωση έχει διαρκέσει περισσότερο από αυτή της περιόδου 2008-2009.
Από την αρχή της κατάρρευσης το 2008, έχει επικρατήσει η προοπτική ότι η Κίνα θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, ενώ η βιομηχανική παραγωγή και οι λιανικές πωλήσεις παρουσίασαν σημαντική άνοδο τον περασμένο μήνα, δείχνοντας οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 7,5 τοις εκατό για φέτος, οι ελπίδες αυτές διαψεύδονται διαρκώς.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο που δείχνει την απουσία μίας «ισχυρής πηγής αύξησης της ζήτησης» οπουδήποτε στην παγκόσμια οικονομία, οι Financial Times υπογράμμισαν το γεγονός ότι οι «ανησυχίες» για την κινεζική οικονομία είναι «ευρέως διαδεδομένες». Μακροπρόθεσμα, είναι ξεκάθαρο ότι η διψήφια αύξηση της τελευταίας δεκαετίας ανήκει στο παρελθόν, ενώ βραχυπρόθεσμα, παρά την επέκταση της πίστωσης, η αύξηση του ΑΕΠ που παράγεται από αυτόν τον δανεισμό πλησιάζει το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και μία δεκαετία.
Σε αντίθεση με τις τάσεις στην πραγματική οικονομία, οι χρηματοπιστωτικές αγορές βιώνουν μία άνευ προηγουμένου άνθηση. Ο βιομηχανικός μέσος όρος Dow Jones (DJIA) έχει αυξηθεί κατά 15 τοις εκατό από τότε που η Fed ξεκίνησε τον τρίτο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Στην Ιαπωνία, ο δείκτης Nikkei έχει ανέβει 44 τοις εκατό από τον περασμένο Δεκέμβριο και την εκλογή της κυβέρνησης του Abe, η οποία απαίτησε από την Τράπεζα της Ιαπωνίας να ενισχύσει την προσφορά χρήματος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο δείκτης FTSE έχει ανέβει 20 τοις εκατό τους τελευταίους έξι μήνες, μετά την ποσοτική χαλάρωση από την Τράπεζα της Αγγλίας, παρά το γεγονός ότι η βρετανική «ανάκαμψη» είναι πιο αδύναμη ακόμη και από την αντίστοιχη της Μεγάλης Ύφεσης, ενώ τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια έχουν κερδίσει 30 τοις εκατό από τον περασμένο Ιούλιο.
Οι αυξήσεις αυτές, τροφοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τα τρισεκατομμύρια δολαρίων που διοχετεύονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Ωστόσο, αντί να εκφράζουν μία «ανάκαμψη», οι αναπτυσσόμενες αγορές μετοχών αποτελούν ένα διάγραμμα της επιδείνωσης της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Στην ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού, ποτέ δεν έχει υπάρξει τέτοια διαφοροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών από τις υποκείμενες οικονομικές διαδικασίες.
Η πρωτοφανής αύξηση στις παγκόσμιες αγορές έχει προκαλέσει ανησυχίες ότι δημιουργούνται συνθήκες, ιδανικές για μία νέα ύφεση. Όπως σημείωσε και η αρθρογράφος των Financial Times, Gillian Tett, «[Ε]νώ η πλημμύρα της ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να απορροφά τους μικρούς κραδασμούς, κρύβει επίσης τις εσωτερικές αντιφάσεις που μπορεί να βγουν στην επιφάνεια όταν χτυπήσει μία μεγάλη κρίση» με τις «πιθανότητες για… μελλοντικές βίαιες αναταραχές να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς».
Ενώ οποιαδήποτε ορθολογική ανάλυση υποδεικνύει το γεγονός ότι οι παρούσες συνθήκες προετοιμάζουν το έδαφος για μία καταστροφή, η μανία της κερδοσκοπίας συνεχίζεται, σύμφωνα με τη δική της τρελή λογική. Όπως παρατήρησε περίφημα ο τότε διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού τραπεζικού κολοσσού Citigroup, Chuck Prince, τον Ιούλιο του 2007: «Όσο η μουσική συνεχίζει, πρέπει να σηκωθείς και να χορέψεις». Λίγο περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βυθίστηκε στην χειρότερη κρίση από το 1930.
Σήμερα, η κατάσταση είναι, δυνητικά, ακόμη πιο εκρηκτική από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με το 2008, οι κεντρικές τράπεζες, έχοντας αγοράσει κυβερνητικά και άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αξίας πολλών τρισεκατομμυρίων, αποτελούν οι ίδιες σημαντικούς παράγοντες της αγοράς, και συνεπώς θα επηρεαστούν άμεσα από την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Όλο και περισσότερο, πιάνονται στην παγίδα που έχουν δημιουργήσει οι ίδιες. Η απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης απειλεί να σπάσει τη φούσκα. Ταυτόχρονα, η διοχέτευση περισσότερων χρημάτων τις βυθίζει βαθύτερα μέσα στο βούρκο.
Την περασμένη εβδομάδα, οι οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δημοσίευσαν μία ανάλυση που προειδοποιούσε ότι ο τερματισμός των πολιτικών εύκολων χρημάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές απώλειες για τις κεντρικές τράπεζες, καθώς τα επιτόκια θα ανέβαιναν και οι τιμές των ομολόγων θα υποχωρούσαν. Η Federal Reserve θα μπορούσε να αντιμετωπίσει απώλειες, ισοδύναμες με ποσοστό έως και 4 τοις εκατό του ΑΕΠ ($628 δις), η Τράπεζα της Ιαπωνίας θα μπορούσε να χάσει 7,5 τοις εκατό του ΑΕΠ, και η Τράπεζα της Αγγλίας σχεδόν 6 τοις εκατό.
Με άλλα λόγια, ένα νέο οικονομικό σοκ θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα των ίδιων των κεντρικών τραπεζών. Αντίθετα με την κατάσταση της περιόδου 2008-2009, οι κεντρικές τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να εξαπολύσουν μία επιχείρηση διάσωσης.
Η εμβάθυνση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού έχει τις πιο εκτεταμένες πολιτικές επιπτώσεις.
Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουμε δει τη διοχέτευση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στα ταμεία των τραπεζών και των κερδοσκόπων, καθώς και την οικονομική ελίτ που επωφελείται από τις δραστηριότητές τους, ενώ η εξαθλίωση ολοένα και ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό.
Τα μέτρα αυτά, αντί να παράγουν μια οποιαδήποτε οικονομική «ανάκαμψη», έχουν προετοιμάσει το έδαφος για ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές.
http://www.sofokleous10.gr/portal2/index.php?option=com_content&view=article&id=97751&catid=&Itemid=73