Οι κυρίαρχες σήμερα οικονομικές-πολιτικές ελίτ στηρίζονται στην ουτοπία ότι το «μαγικό ραβδί» της αγοράς και η περισσότερη επιστήμη-τεχνολογία θα μας λύσουν τα προβλήματα και στον αγροδιατροφικό τομέα, μέσα από την καλλιέργεια και εκτροφή βελτιωμένων (υβριδίων) και γενετικά τροποποιημένων (μεταλλαγμένων) ποικιλιών και ρατσών, καθώς και από τη βιομηχανική παραγωγή «σούπερ τροφών» ή την εργαστηριακή παραγωγωγή ζωικών προϊόντων και κρέατος από αντίστοιχες εταιρείες[1].
Με μια δικαιότερη κατανομή των θρεπτικών πόρων της Γης μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη διατροφή όλης της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα να έχει υγιεινότερο τρόπο ζωής. Με μια ζωοεκτροφή, ούτε εκτατική ούτε σταυλισμένη, αλλά στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων[2], όπου τα ζώα παίζουν συμπληρωματικό ρόλο και ανακυκλώνουν την οργανική ύλη, ενώ τα ζωϊκά προϊόντα συμπληρώνουν επίσης τη διατροφή. Δεν θα πρόκειται οπωσδήποτε για χορτοφαγία, αλλά για οικολογική-υγιεινή διατροφή. Χρειάζεται όμως αλλαγή του καταναλωτικού και διατροφικού μοντέλου στη δύση με περιορισμό της υπερκατανάλωσης κρέατος και ευρεία ενημέρωση του κόσμου ότι η ζωοεκτροφή συμβάλλει σημαντικά στο φαινόμενο του θερμοκηπίου καθώς και στην κακή υγεία. Χρειάζεται γενικότερα να απορρίψουμε το καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο παραγωγής, συσσώρευσης και κατανάλωσης. Να απορρίψουμε το μοντέλο της χημικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Να επιλέξουμε το μοντέλο της αγροτικής οικο-γεωργίας, που είναι λύση και για την κλιματική αλλαγή[3]. Να επιλέξουμε την κατεύθυνση μιας αγροδιατροφικής οικονομίας των αναγκών και όχι των επιθυμιών, των μικρών αποστάσεων και της εγγύτητας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, της δίκαιης διανομής των τροφίμων- με αποφυγή των μεσαζόντων- μέσω δικτύων παραγωγο-αναλωτών και τοπικών αυτοδιαχειριζόμενων αγορών. Γενικά μέσα από κοινοτικές αμεσοδημοκρατικές δομές που θα συντονίζονται μέσω διασύνδεσης και ομοσπονδιοποίησης.
Σήμερα το 30% της παραγόμενης τροφής πάει στα σκουπίδια. Οι λόγοι είναι αρκετοί: οι προδιαγραφές εμπορίας και συσκευασίας που στέλνουν στη χωματερή μεγάλους όγκους τροφής σαν ακατάλληλη-στη όψη και στο σχήμα- για διακίνηση από το εμπορευματικό σύστημα, η ημερομηνία λήξης στα σουπερμάρκετς που στέλνει στους κάδους σκουπιδιών τροφή που μπορεί ακόμα να φαγωθεί από τους ανθρώπους, αλλά όχι να καταναλωθεί από τους καταναλωτές, μεγάλα υπολείμματα τροφής από τα ψυγεία των νοικοκυριών-καταναλωτών κ.λπ. Αποτέλεσμα αυτού: 14 δισ. στρέμματα- δηλαδή το 28% των καλλιεργούμενων εδαφών- χρησιμοποιούνται για παραγωγή 1,3 δισ. τόνων πεταμένης τροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η μαζική-εντατική εκτροφή των εκατομμυρίων ζώων αφανίζει τη ζωή και από τις θάλασσες αφού περίπου το 50% των ψαριών που αλιεύονται χρησιμοποιούνται ως τροφή για τα γουρούνια, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα κοτόπουλα κλπ. Αυτά τα ζώα καταναλώνουν περισσότερους τόνους ψαριών από ότι όλοι οι καρχαρίες, τα δελφίνια και οι φώκιες ολόκληρου του πλανήτη. Έτσι οι πληθυσμοί των ψαριών σταδιακά εξαφανίζονται[4] ενώ οι φάλαινες, οι φώκιες, τα δελφίνια και τα θαλασσοπούλια πεθαίνουν από πείνα.
Επίσης, η επιτακτική ανάγκη για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άρα της μείωσης της κατανάλωσης των ορυκτών καυσίμων και ιδίως του πετρελαίου, οδήγησαν στην πρόταση από τις «αναπτυγμένες» χώρες-στις οποίες η μείωση της αυτοκίνησης δεν είναι δημοφιλής- για παραγωγή βιοκαυσίμων (ή αγροκαυσίμων) από την γεωργία. Προτάθηκαν στους αγρότες καλλιέργειες ενεργειακών (ελαιοδοτικών) φυτών, όπως ο φοίνικας, η ελαιοκράμβη, ο ηλίανθος, το σουσάμι, η σόγια κ.λπ., αλλά και δημητριακών, όπως ζαχαροκάλαμου ή καλαμποκιού, από την επεξεργασία των οποίων παράγεται αιθανόλη και στη συνέχεια βιοντίζελ[5].
Έτσι διαμορφώθηκε ένας μεγάλος ανταγωνισμός στη παγκόσμια αγορά των γεωργικών βασικών αγαθών, με τεράστια ζήτηση για την παραγωγή βιοκαυσίμων από αυτά, έναντι της ζήτησής τους για την επεξεργασία τροφίμων. Σαν άμεσο αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού είχαμε τη μείωση των εκτάσεων για καλλιέργεια τροφής, τη μείωση της παραγωγής ειδών διατροφής, την μεγάλη αύξηση των τιμών των δημητριακών, την αύξηση της κατανάλωσης των αποθεμάτων νερού, και άρα την αύξηση της πείνας και του υποσιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο[6]. Σημαντικό ποσοστό των καλλιεργούμενων εκτάσεων χρησιμοποιούνται πλέον για την παραγωγή βιοκαυσίμων, υπέρ των πάσης φύσεως οδηγών και εις βάρος των φτωχών σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπάρχει μεγάλο κοινωνικό κόστος στην παραγωγή βιοκαυσίμων, το οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε από το γεγονός: για να γεμίσει το ρεζερβουάρ ενός μεγάλου τζίπ με 25 γαλόνια αιθανόλης, θα πρέπει να στερηθεί τροφή ισοδύναμη με 220 κιλά καλαμποκιού, που μπορεί να θρέψει έναν άνθρωπο για ένα χρόνο.
Το πρόβλημα του μεγάλου κοινωνικού κόστους των βιοκαυσίμων έχει επισημανθεί δεόντως: ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ το 2007 επεσήμανε ότι οι καλλιέργειες αυτές ενδέχεται να «μειώσουν τη συνολική διαθεσιμότητα της τροφής», ενώ η βρετανική οργάνωση Action Aid το 2010 ανέφερε ότι, με τους στόχους που έχουν μπει από την «παγκόσμια κοινότητα» για την κάλυψη μέρους των αναγκαίων καυσίμων από την γεωργία, θα έχουμε σαν αποτέλεσμα αύξηση περίπου 76% των τιμών των τροφίμων μέχρι το 2020. Πράγμα που σημαίνει και αύξηση κατά 600 εκατομμύρια των πεινασμένων[7].
Ο χρόνος εξαντλείται, η διαδικασία επιταχύνεται με ανησυχητικό ρυθμό. Η αλλαγή του κλίματος ήδη επηρεάζει σοβαρά 325 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο - με 315.000 να πεθαίνουν από την πείνα, την ασθένεια και τις καιρικές καταστροφές που προκαλούνται από την αλλαγή του κλίματος. Ο ετήσιος αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να ανέβει σε μισό εκατομμύριο έως το 2030, με 10 % του παγκόσμιου πληθυσμού που πλήττεται σοβαρά. Ως συνέπεια του αυξημένου άγχους που προκαλείται από την κλιματική κρίση στα εδάφη, τα φυτά και τα ζώα, οι γεωργικές αποδόσεις αναμένεται να πέσουν, ιδίως στις θερμότερες χώρες του Νότου. Ένα τέτοιο σενάριο θα προκαλέσει αφάνταστη ταλαιπωρία σε δισεκατομμύρια των ανθρώπων.
Είναι καιρός να γυρίσουμε σελίδα και να δημιουργήσουμε ένα υγιέστερο πλανήτη, με τη βελτίωση των εδαφών, με τη βιώσιμη γεωργική παραγωγή για περισσότερα και καλύτερα τρόφιμα, στηριζόμενοι στη δυναμική των αγροτικών κοινοτήτων, των κοινοτικών-δημοτικών δικτύων παραγωγής διανομής και κατανάλωσης, της μικρής κλίμακας τοπικής αγοράς. Στηριζόμενοι τελικά στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού με τη στρατηγική της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης.
Μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση των επόμενων ανθρώπινων γενεών και της βιοποικιλότητας σε αυτόν τον πλανήτη. Αυτός ο στόχος θα εμπνεύσει την πλειοψηφία των ανθρώπων να δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα, τον πολιτισμό της απο-ανάπτυξης, της αυτοανάπτυξης και του ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού, καθώς και της ισορροπημένης ένταξης των ανθρώπινων κοινοτήτων στο φυσικό πλανητικό οικοσύστημα, που είναι πεπερασμένο και περιοσμένων δυνατοτήτων στα πλαίσια των φυσικών του κύκλων ζωής.
Ποια απάντηση θα μπορούσε να διαμορφωθεί πιο συγκεκριμένα σήμερα, όταν «σκεπτόμενοι παγκόσμια» θα πρέπει εσπευσμένα «να δράσουμε τοπικά»;
Χρειάζεται σήμερα να κάνουμε στροφή. Να απορρίψουμε το παγκόσμιο εμπορικό μοντέλο των πολυεθνικών και των εταιρειών βιομηχανοποίησης της ανθρώπινης διατροφής, γιατί μας οδηγεί σε επισιτιστική κρίση!
Να επιλέξουμε τη λεγόμενη «αγροτική» γεωργία και το τελικό επακόλουθό της την οικο-γεωργία(το οικο- όχι μόνο με την έννοια του οικολογικού, αλλά και με την αρχαιοελληνική έννοια του «οίκου» που εξασφάλιζε το «ζειν»). Η επιστροφή στην αγροτο-οικο-γεωργία, θα μας εξασφάλιζε και την ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων και την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής.
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης - κοινότητα - περιοχή - επικράτεια. Για τους αγρότες σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή. Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας, προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.
Ξεφεύγοντας απ’ τη νοοτροπία της απλής εμπορευματικής διαδικασίας, όπου ο αγρότης παράγει για να παραδώσει στον έμπορο ή το βιομήχανο και στη συνέχεια να εισπράξει και να τρέφεται ο ίδιος και η οικογένειά του απ’ το σούπερ μάρκετ, θα εμπλουτίσει με τέτοια στοιχεία τη ζωή του, που θα την κάνει επιθυμητή και για τα παιδιά του, ώστε να μη φεύγουν απ’ τον τόπο τους. Αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τους μεσάζοντες, θα παίρνει σωστές και δίκαιες τιμές. Απ’ την άλλη, τη στιγμή που ο πολυλειτουργικός αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι φανερό ότι θα μπει πιο εύκολα στη λογική της υγιεινής τροφής, γιατί δεν θα θέλει να τρώει τα δηλητήρια, που πριν με ελαφριά καρδιά χρησιμοποιούσε, επειδή παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά. Έτσι θα στραφεί πιο εύκολα προς την Οικολογική γεωργία (με τη μορφή των βιοκαλλιεργειών, της βιοδυναμικής καλλιέργειας ή της φυσικής και περμακουλτούρας). Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες του και θα ξεφύγει απ’ τον καταναλωτισμό και τις εξωτερικές εισροές. Θα αναγκασθεί να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν θα χρειάζονται χημική υποστήριξη, αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλ. στις ξεχασμένες ντόπιες ποικιλίες και ράτσες και θα ξεφύγει απ’ τα υβρίδια και απ’ τα γενετικά τροποποιημένα.
Και δεν θα παράγει μόνο αρκετά και υγιεινά προϊόντα με τον τρόπο που θα καλλιεργεί και θα αντιμετωπίζει το έδαφος και τα άλλα είδη ζωής. ‘Οντας αναγκασμένος να εξυγιάνει πρώτα -πρώτα το έδαφος και να φροντίζει να έχει όλο και περισσότερη οργανική ουσία, που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του, θα συμβάλει αντικειμενικά και στη λύση για την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής. Η αειφόρος μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία) και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη» της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές. Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν:
*Αναδιάρθρωση θα χρειασθεί να γίνει και στις ιχυθοκαλλιέργειες-υδατοκαλλιέργειες, υπέρ της παραάκτιας αλιείας και στη χώρα μας. Έχουμε υπερδιόγκωση των ιχθυκαλλιεργειών. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για το 2017 του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών: ενώ το 1985 υπήρχαν 12 μονάδες με συνολική παραγωγή περίπου 100 τόνους, σήμερα υπάρχουν πάνω από 300 μονάδες (περίπου 320) με παραγωγή που ξεπερνάει τους 100.000 τόνους. Το 2015 ο συνολικός όγκος παραγωγής ανήλθε σε 134.065 τόνους αξίας 628,3 εκ. Ευρώ[8]. Με όλα τα επακόλουθα για την υγεία των καταναλωτών και για τη μόλυνση του θαλάσιου περιβάλλοντος[9], μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η ιχθυοκαλλιέργεια-υδατοκαλλιέργεια στις θάλασσές μας είναι αντιπαραγωγική!
[1] Βλέπε: «Κρέας Εργαστηρίου, οι εταιρείες έτοιμες να το βάλουν στο πιάτο μας», https://tvxs.gr/news/kosmos/kreas-apo-kyttara-oi-etaireies-etoimes-na-baloyn-sto-piato-mas
[2] Ολοκληρωμένα αγροκτήματα: Είναι στην ουσία ένα αγρο-οικο-σύστημα, όπου κοινότητες φυτών και ζώων αλληλεπιδρούν με το φυσικό, βιολογικό και χημικό τους περιβάλλον, το οποίο ταυτόχρονα τροποποιείται από το ανθρώπινο δυναμικό του, για την παραγωγή τροφίμων, κλωστικών ινών, ενέργειας και άλλων προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση και μεταποίηση.
Αυτό το αγροοικοσύστημα είναι ενταγμένο οργανικά στα πλαίσια του γενικότερου τοπικού οικοσυστήματος που το περιβάλει και λειτουργεί με στόχο την αειφορία, δηλαδή την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων που συμμετέχουν στη διαχείρισή του, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα της μελλοντικής γενιάς τους να καλύψει τις δικές της. Στα πλαίσιά του η διαχείριση των φυσικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού είναι πρωταρχικής σημασίας. Περιλαμβάνει τη διατήρηση ή τον εμπλουτισμό αυτών των ζωτικών πόρων μακροπρόθεσμα, τη δημιουργία καλών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των μελών, λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των διπλανών αγροτικών ή αστικών κοινοτήτων, την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Η “ολοκληρωμένη προσέγγιση αγρού” λαμβάνει υπόψη τους πολιτιστικούς, τους κοινωνικούς και φυσικούς πόρους καθώς και το έδαφος, το νερό και τον αέρα. Από την ανακύκλωση και την ενεργειακή αποδοτικότητα, μέχρι τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και τη χρήση των παρασκευασμάτων φυτο-ζωοπροστασίας και των άλλων εισροών. Περισσότερα στο : http://topikopoiisi.blogspot.de/2010/09/blog-post_09.html
[3] Μια 10ετή μελέτη στο Ινστιτούτο Rodale της Πεννσυλβάνια των ΗΠΑ έδειξε ότι η χρήση κομπόστ σε συνδυασμό με εναλλαγή καλλιεργειών σε βιολογικά αγροσυστήματα μπορεί να οδηγήσει σε ενσωμάτωση του άνθρακα στο έδαφος σε αναλογία 910 κιλά / στρέμμα / έτος ( αντίθετα, σε αγροκτήματα που βασίζονται στο όργωμα και στα χημικά λιπάσματα, χάνονται σχεδόν 140 κιλά άνθρακα ανά εκτάριο ετησίως). Η ενσωμάτωση 910 κιλών άνθρακα σήμαινε επίσης λήψη 3185 κιλών διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα ανά στρέμμα το χρόνο(μεγάλη ικανότητα πρόσληψης και συγκράτησης λόγω της αυξημένης ποσότητας μικροοργανισμών) . Έχει υπολογισθεί ότι, αν θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε και πάλι στα γεωργικά εδάφη του κόσμου την οργανική ύλη, που έχουμε ήδη χάσει, λόγω της βιομηχανικής γεωργίας, τότε τα εδάφη αυτά θα μπορούσαν να συλλάβουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του πλεονάζοντος CO2 στην ατμόσφαιρα . Συνεχίζοντας την ανοικοδόμηση των εδαφών, σε περίπου 50 χρόνια, αυτά θα είχαν προσλάβει περίπου τα δύο τρίτα του πλεονάζοντος CO2 από την ατμόσφαιρα. Κατά τη διαδικασία αυτή, ενώ θα είχαμε υγιέστερο και πιο παραγωγικό έδαφος, ταυτόχρονα θα είχαμε απαλλαγεί : 1) από τη χρήση χημικών λιπασμάτων, τα οποία αποτελούν ένα άλλο γνωστό μεγάλο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου και κατά τη παραγωγή τους και κατά τη χρήση τους . 2) από τα οργανικά απόβλητα των πόλεων τα οποία θα επέστρεφαν στα γεωργικά εδάφη και το μεθάνιο και οι εκπομπές CO2 από χώρους υγειονομικής ταφής και των λυμάτων (ισοδύναμο με 3,6% του συνόλου των σημερινών εκπομπών) θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Η επιστροφή στην αγρο-οικολογική γεωργία σε μεγάλη κλίμακα θα μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κρίση. Η διεθνής οργάνωση των μικρών αγροτών Via Campesina πιστεύει ότι οι λύσεις για την τρέχουσα κρίση θα πρέπει να διαμορφωθούν από τις οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες θα αναπτύξουν τρόπους παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίου που θα στηρίζονται στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη και στις υγιείς κοινότητες. Η σημερινή στάνταρ τεχνολογία δε θα μας σώσει από την τρέχουσα παγκόσμια περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή. Η αειφόρος, μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία, είναι εντάσεως εργασίας και απαιτεί λίγα καύσιμα. Aυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην «ψύξη» της γης. Εκατομμύρια γεωργών - αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο. Αυτό περιλαμβάνει και κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα - και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα. Για αυτό θα χρειασθούν-στις σημερινές συνθήκες- εφαρμογές γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια που εκτός των παραπάνω θα περιλαμβάνουν την απαγόρευση των επιδοτήσεων που οδηγούν σε ντάμπινγκ των φτηνών τροφίμων στις αγορές.
[4] Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό τροφίμων και γεωργίας(FAO) το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων ψαριών υπεραλιεύεται ή έχει ήδη 100% αλιευθεί, καταστρέφοντας ή απειλώντας να καταστραφεί η ζωή εκατομμυρίων ψαράδων ανά τον κόσμο. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν σήμερα ο λευκός τόνος, ο ξιφίας και ο μπακαλιάρος του Ατλαντικού, ενώ ένα βήμα πριν την εξαφάνιση βρίσκονται είδη όπως τα χέλια, ο κόκκινος τόνος και ένα είδος μικρού καρχαρία.
[5] Το βιοντίζελ στην Ευρώπη προέρχεται μέχρι και 25% από φοινικέλαιο. Αμέτρητα στρέμματα τροπικών δασών έπρεπε να δώσουν τη θέση τους στις φυτείες φοινικέλαιου, ειδικά στην Ινδονησία και τη Μαλαισία. Αυτό καταστρέφει τη βάση διαβίωσης πολλών ζωικών και φυτικών ειδών και οδηγεί σε τεράστιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Για αυτό το ευρωπαϊκό κίνημα της αποανάπτυξης, προστασίας του κλίματος και του περιβάλλοντος καλεί τις κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προστατεύσουν τα τροπικά δάση και τους κατοίκους τους και τελικά να σταματήσουν τη πρόσμειξη φοινικέλαιου στα καύσιμα!
Στα βενζινάδικα οι ευρωπαίοι οδηγοί βγάζουν συχνά φοινικέλαιο χωρίς να το γνωρίζουν.
Το φοινικέλαιο περιέχεται σχεδόν σε κάθε δεύτερο προϊόν στα σούπερ μάρκετ και είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστούμε την καθημερινότητά μας χωρίς αυτό. Αλλά σχεδόν κανείς δεν ξέρει ότι μεγάλο μέρος των εισαγωγών φοινικέλαιου στην Ευρώπη καταλήγει στο ντεπόζιτο των αυτοκινήτων. Ο λόγος για αυτό είναι η απαίτηση της ΕΕ να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τα καύσιμα. Το ντίζελ υποτίθεται ότι γίνεται πιο φιλικό προς το περιβάλλον αν μέρος του συνίσταται από φυτικά έλαια. Ένα τεράστιο λάθος!
Γιατί η πρόσμειξη φοινικέλαιου στο καύσιμο βλάπτει το περιβάλλον, το κλίμα και τον άνθρωπο.
Το βιοντίζελ, μέσω των φυτειών φοινικέλαιου που προέρχονται από τη μετατροπή δασικών περιοχών σε καλλιέργειες, παράγει επίσης τεράστιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που βλάπτουν όχι μόνο το κλίμα αλλά και την υγεία μας. Με την αποψίλωση των τροπικών δασών όλο και περισσότερα είδη, όπως οι ουρακουτάγκοι, οι ασιατικοί ελέφαντες και οι ρινόκεροι, χάνουν το ζωτικό τους χώρο. Ειδικά στην Ινδονησία, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο απειλητική: οι φυτείες φοινικέλαιου έχουν καταλάβει συνολικά 14 εκατομμύρια εκτάρια! Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στη μισή έκταση της Γερμανίας! Και οι φυτείες αυξάνονται συνεχώς. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί!
Τα αιτήματα προς τις κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι συγκεκριμένα:
[6] Και οι κλιματικές αλλαγές οδηγούν σε μείωση και καταστροφή παραγωγής(αλλού καύσωνες, αλλού ξηρασίες ή πλημμύρες πλημύρες με αποτέλεσμα την άνοδο της τιμής π.χ. των σιτηρών κατά 70%, πάνω από 230 Ε/τόνο)
[7]Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτού του κοινωνικού κόστους είχαμε π.χ. στο Μεξικό το 2007 με την «κρίση της τορτίγιας», στην υποσαχάρια Αφρική με την χρήση της μανιόκας σαν βιοκαύσιμο, στην Αίγυπτο, Ταϋλάνδη και Αϊτή με τις «ταραχές για φαγητό» το 2008. Η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών για αγροκαύσιμα έχει σαν αποτέλεσμα: γαιοκτήμονες του Νότου μαζί με τις πολυεθνικές του Βορρά να διεκδικούν μεγάλες εκτάσεις υπέρ του «οδηγού» και εις βάρος του «υποσιτισμένου».
[8] Βλέπε https://www.fgm.com.gr/uploads/file/FGM17_WEB_GR.pdf
[9]«Τόνοι φορμόλης στα ψάρια, την πάπια κάνει ο ΕΦΕΤ»(http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=340452)
Με μια δικαιότερη κατανομή των θρεπτικών πόρων της Γης μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη διατροφή όλης της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα να έχει υγιεινότερο τρόπο ζωής. Με μια ζωοεκτροφή, ούτε εκτατική ούτε σταυλισμένη, αλλά στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων[2], όπου τα ζώα παίζουν συμπληρωματικό ρόλο και ανακυκλώνουν την οργανική ύλη, ενώ τα ζωϊκά προϊόντα συμπληρώνουν επίσης τη διατροφή. Δεν θα πρόκειται οπωσδήποτε για χορτοφαγία, αλλά για οικολογική-υγιεινή διατροφή. Χρειάζεται όμως αλλαγή του καταναλωτικού και διατροφικού μοντέλου στη δύση με περιορισμό της υπερκατανάλωσης κρέατος και ευρεία ενημέρωση του κόσμου ότι η ζωοεκτροφή συμβάλλει σημαντικά στο φαινόμενο του θερμοκηπίου καθώς και στην κακή υγεία. Χρειάζεται γενικότερα να απορρίψουμε το καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο παραγωγής, συσσώρευσης και κατανάλωσης. Να απορρίψουμε το μοντέλο της χημικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Να επιλέξουμε το μοντέλο της αγροτικής οικο-γεωργίας, που είναι λύση και για την κλιματική αλλαγή[3]. Να επιλέξουμε την κατεύθυνση μιας αγροδιατροφικής οικονομίας των αναγκών και όχι των επιθυμιών, των μικρών αποστάσεων και της εγγύτητας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, της δίκαιης διανομής των τροφίμων- με αποφυγή των μεσαζόντων- μέσω δικτύων παραγωγο-αναλωτών και τοπικών αυτοδιαχειριζόμενων αγορών. Γενικά μέσα από κοινοτικές αμεσοδημοκρατικές δομές που θα συντονίζονται μέσω διασύνδεσης και ομοσπονδιοποίησης.
Σήμερα το 30% της παραγόμενης τροφής πάει στα σκουπίδια. Οι λόγοι είναι αρκετοί: οι προδιαγραφές εμπορίας και συσκευασίας που στέλνουν στη χωματερή μεγάλους όγκους τροφής σαν ακατάλληλη-στη όψη και στο σχήμα- για διακίνηση από το εμπορευματικό σύστημα, η ημερομηνία λήξης στα σουπερμάρκετς που στέλνει στους κάδους σκουπιδιών τροφή που μπορεί ακόμα να φαγωθεί από τους ανθρώπους, αλλά όχι να καταναλωθεί από τους καταναλωτές, μεγάλα υπολείμματα τροφής από τα ψυγεία των νοικοκυριών-καταναλωτών κ.λπ. Αποτέλεσμα αυτού: 14 δισ. στρέμματα- δηλαδή το 28% των καλλιεργούμενων εδαφών- χρησιμοποιούνται για παραγωγή 1,3 δισ. τόνων πεταμένης τροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η μαζική-εντατική εκτροφή των εκατομμυρίων ζώων αφανίζει τη ζωή και από τις θάλασσες αφού περίπου το 50% των ψαριών που αλιεύονται χρησιμοποιούνται ως τροφή για τα γουρούνια, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα κοτόπουλα κλπ. Αυτά τα ζώα καταναλώνουν περισσότερους τόνους ψαριών από ότι όλοι οι καρχαρίες, τα δελφίνια και οι φώκιες ολόκληρου του πλανήτη. Έτσι οι πληθυσμοί των ψαριών σταδιακά εξαφανίζονται[4] ενώ οι φάλαινες, οι φώκιες, τα δελφίνια και τα θαλασσοπούλια πεθαίνουν από πείνα.
Επίσης, η επιτακτική ανάγκη για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άρα της μείωσης της κατανάλωσης των ορυκτών καυσίμων και ιδίως του πετρελαίου, οδήγησαν στην πρόταση από τις «αναπτυγμένες» χώρες-στις οποίες η μείωση της αυτοκίνησης δεν είναι δημοφιλής- για παραγωγή βιοκαυσίμων (ή αγροκαυσίμων) από την γεωργία. Προτάθηκαν στους αγρότες καλλιέργειες ενεργειακών (ελαιοδοτικών) φυτών, όπως ο φοίνικας, η ελαιοκράμβη, ο ηλίανθος, το σουσάμι, η σόγια κ.λπ., αλλά και δημητριακών, όπως ζαχαροκάλαμου ή καλαμποκιού, από την επεξεργασία των οποίων παράγεται αιθανόλη και στη συνέχεια βιοντίζελ[5].
Έτσι διαμορφώθηκε ένας μεγάλος ανταγωνισμός στη παγκόσμια αγορά των γεωργικών βασικών αγαθών, με τεράστια ζήτηση για την παραγωγή βιοκαυσίμων από αυτά, έναντι της ζήτησής τους για την επεξεργασία τροφίμων. Σαν άμεσο αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού είχαμε τη μείωση των εκτάσεων για καλλιέργεια τροφής, τη μείωση της παραγωγής ειδών διατροφής, την μεγάλη αύξηση των τιμών των δημητριακών, την αύξηση της κατανάλωσης των αποθεμάτων νερού, και άρα την αύξηση της πείνας και του υποσιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο[6]. Σημαντικό ποσοστό των καλλιεργούμενων εκτάσεων χρησιμοποιούνται πλέον για την παραγωγή βιοκαυσίμων, υπέρ των πάσης φύσεως οδηγών και εις βάρος των φτωχών σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπάρχει μεγάλο κοινωνικό κόστος στην παραγωγή βιοκαυσίμων, το οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε από το γεγονός: για να γεμίσει το ρεζερβουάρ ενός μεγάλου τζίπ με 25 γαλόνια αιθανόλης, θα πρέπει να στερηθεί τροφή ισοδύναμη με 220 κιλά καλαμποκιού, που μπορεί να θρέψει έναν άνθρωπο για ένα χρόνο.
Το πρόβλημα του μεγάλου κοινωνικού κόστους των βιοκαυσίμων έχει επισημανθεί δεόντως: ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ το 2007 επεσήμανε ότι οι καλλιέργειες αυτές ενδέχεται να «μειώσουν τη συνολική διαθεσιμότητα της τροφής», ενώ η βρετανική οργάνωση Action Aid το 2010 ανέφερε ότι, με τους στόχους που έχουν μπει από την «παγκόσμια κοινότητα» για την κάλυψη μέρους των αναγκαίων καυσίμων από την γεωργία, θα έχουμε σαν αποτέλεσμα αύξηση περίπου 76% των τιμών των τροφίμων μέχρι το 2020. Πράγμα που σημαίνει και αύξηση κατά 600 εκατομμύρια των πεινασμένων[7].
Ο χρόνος εξαντλείται, η διαδικασία επιταχύνεται με ανησυχητικό ρυθμό. Η αλλαγή του κλίματος ήδη επηρεάζει σοβαρά 325 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο - με 315.000 να πεθαίνουν από την πείνα, την ασθένεια και τις καιρικές καταστροφές που προκαλούνται από την αλλαγή του κλίματος. Ο ετήσιος αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να ανέβει σε μισό εκατομμύριο έως το 2030, με 10 % του παγκόσμιου πληθυσμού που πλήττεται σοβαρά. Ως συνέπεια του αυξημένου άγχους που προκαλείται από την κλιματική κρίση στα εδάφη, τα φυτά και τα ζώα, οι γεωργικές αποδόσεις αναμένεται να πέσουν, ιδίως στις θερμότερες χώρες του Νότου. Ένα τέτοιο σενάριο θα προκαλέσει αφάνταστη ταλαιπωρία σε δισεκατομμύρια των ανθρώπων.
Είναι καιρός να γυρίσουμε σελίδα και να δημιουργήσουμε ένα υγιέστερο πλανήτη, με τη βελτίωση των εδαφών, με τη βιώσιμη γεωργική παραγωγή για περισσότερα και καλύτερα τρόφιμα, στηριζόμενοι στη δυναμική των αγροτικών κοινοτήτων, των κοινοτικών-δημοτικών δικτύων παραγωγής διανομής και κατανάλωσης, της μικρής κλίμακας τοπικής αγοράς. Στηριζόμενοι τελικά στο ξεπέρασμα του καπιταλισμού με τη στρατηγική της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης.
Μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση των επόμενων ανθρώπινων γενεών και της βιοποικιλότητας σε αυτόν τον πλανήτη. Αυτός ο στόχος θα εμπνεύσει την πλειοψηφία των ανθρώπων να δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα, τον πολιτισμό της απο-ανάπτυξης, της αυτοανάπτυξης και του ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού, καθώς και της ισορροπημένης ένταξης των ανθρώπινων κοινοτήτων στο φυσικό πλανητικό οικοσύστημα, που είναι πεπερασμένο και περιοσμένων δυνατοτήτων στα πλαίσια των φυσικών του κύκλων ζωής.
Ποια απάντηση θα μπορούσε να διαμορφωθεί πιο συγκεκριμένα σήμερα, όταν «σκεπτόμενοι παγκόσμια» θα πρέπει εσπευσμένα «να δράσουμε τοπικά»;
Χρειάζεται σήμερα να κάνουμε στροφή. Να απορρίψουμε το παγκόσμιο εμπορικό μοντέλο των πολυεθνικών και των εταιρειών βιομηχανοποίησης της ανθρώπινης διατροφής, γιατί μας οδηγεί σε επισιτιστική κρίση!
Να επιλέξουμε τη λεγόμενη «αγροτική» γεωργία και το τελικό επακόλουθό της την οικο-γεωργία(το οικο- όχι μόνο με την έννοια του οικολογικού, αλλά και με την αρχαιοελληνική έννοια του «οίκου» που εξασφάλιζε το «ζειν»). Η επιστροφή στην αγροτο-οικο-γεωργία, θα μας εξασφάλιζε και την ικανοποιητική παραγωγή τροφίμων και την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής.
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης - κοινότητα - περιοχή - επικράτεια. Για τους αγρότες σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή. Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας, προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.
Ξεφεύγοντας απ’ τη νοοτροπία της απλής εμπορευματικής διαδικασίας, όπου ο αγρότης παράγει για να παραδώσει στον έμπορο ή το βιομήχανο και στη συνέχεια να εισπράξει και να τρέφεται ο ίδιος και η οικογένειά του απ’ το σούπερ μάρκετ, θα εμπλουτίσει με τέτοια στοιχεία τη ζωή του, που θα την κάνει επιθυμητή και για τα παιδιά του, ώστε να μη φεύγουν απ’ τον τόπο τους. Αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τους μεσάζοντες, θα παίρνει σωστές και δίκαιες τιμές. Απ’ την άλλη, τη στιγμή που ο πολυλειτουργικός αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι φανερό ότι θα μπει πιο εύκολα στη λογική της υγιεινής τροφής, γιατί δεν θα θέλει να τρώει τα δηλητήρια, που πριν με ελαφριά καρδιά χρησιμοποιούσε, επειδή παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά. Έτσι θα στραφεί πιο εύκολα προς την Οικολογική γεωργία (με τη μορφή των βιοκαλλιεργειών, της βιοδυναμικής καλλιέργειας ή της φυσικής και περμακουλτούρας). Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες του και θα ξεφύγει απ’ τον καταναλωτισμό και τις εξωτερικές εισροές. Θα αναγκασθεί να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν θα χρειάζονται χημική υποστήριξη, αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλ. στις ξεχασμένες ντόπιες ποικιλίες και ράτσες και θα ξεφύγει απ’ τα υβρίδια και απ’ τα γενετικά τροποποιημένα.
Και δεν θα παράγει μόνο αρκετά και υγιεινά προϊόντα με τον τρόπο που θα καλλιεργεί και θα αντιμετωπίζει το έδαφος και τα άλλα είδη ζωής. ‘Οντας αναγκασμένος να εξυγιάνει πρώτα -πρώτα το έδαφος και να φροντίζει να έχει όλο και περισσότερη οργανική ουσία, που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του, θα συμβάλει αντικειμενικά και στη λύση για την αποφυγή της κλιματικής αλλαγής. Η αειφόρος μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία) και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη» της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής καθώς και του τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές. Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και την μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν:
- Εκατομμύρια γεωργών -αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο.
- Προώθηση υγιούς και βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα - και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα.
- Εφαρμογή γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτοδυναμία -αυτάρκεια. Αυτό περιλαμβάνει την απαγόρευση των σημερινών επιδοτήσεων που οδηγούν σε ντάμπινγκ των φτηνών τροφίμων στις αγορές.
- «Από-ανάπτυξη» στη παραγωγή κρέατος για μια ζωοεκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων. Αποανάπτυξη στις ιχθυοκαλλιέργειες -υδατο καλλιέργειες *
- Εκπαίδευση αντίστοιχη των πολυλειτουργικών αγροτών και των νέων γενιών μέσα από την αντίστοιχη στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος
Όλα τα προηγούμενα απαραίτητα μέτρα -με τα υφιστάμενα καθεστώτα διακυβέρνησης- θα χρειασθεί να διεκδικηθούν από τις κυβερνήσεις παντού και καθ` όλην την περίοδο μετάβασης προς τις κοινωνίες αποανάπτυξης-τοπικοποίησης.
*Αναδιάρθρωση θα χρειασθεί να γίνει και στις ιχυθοκαλλιέργειες-υδατοκαλλιέργειες, υπέρ της παραάκτιας αλιείας και στη χώρα μας. Έχουμε υπερδιόγκωση των ιχθυκαλλιεργειών. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για το 2017 του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών: ενώ το 1985 υπήρχαν 12 μονάδες με συνολική παραγωγή περίπου 100 τόνους, σήμερα υπάρχουν πάνω από 300 μονάδες (περίπου 320) με παραγωγή που ξεπερνάει τους 100.000 τόνους. Το 2015 ο συνολικός όγκος παραγωγής ανήλθε σε 134.065 τόνους αξίας 628,3 εκ. Ευρώ[8]. Με όλα τα επακόλουθα για την υγεία των καταναλωτών και για τη μόλυνση του θαλάσιου περιβάλλοντος[9], μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η ιχθυοκαλλιέργεια-υδατοκαλλιέργεια στις θάλασσές μας είναι αντιπαραγωγική!
[1] Βλέπε: «Κρέας Εργαστηρίου, οι εταιρείες έτοιμες να το βάλουν στο πιάτο μας», https://tvxs.gr/news/kosmos/kreas-apo-kyttara-oi-etaireies-etoimes-na-baloyn-sto-piato-mas
[2] Ολοκληρωμένα αγροκτήματα: Είναι στην ουσία ένα αγρο-οικο-σύστημα, όπου κοινότητες φυτών και ζώων αλληλεπιδρούν με το φυσικό, βιολογικό και χημικό τους περιβάλλον, το οποίο ταυτόχρονα τροποποιείται από το ανθρώπινο δυναμικό του, για την παραγωγή τροφίμων, κλωστικών ινών, ενέργειας και άλλων προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση και μεταποίηση.
Αυτό το αγροοικοσύστημα είναι ενταγμένο οργανικά στα πλαίσια του γενικότερου τοπικού οικοσυστήματος που το περιβάλει και λειτουργεί με στόχο την αειφορία, δηλαδή την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων που συμμετέχουν στη διαχείρισή του, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα της μελλοντικής γενιάς τους να καλύψει τις δικές της. Στα πλαίσιά του η διαχείριση των φυσικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού είναι πρωταρχικής σημασίας. Περιλαμβάνει τη διατήρηση ή τον εμπλουτισμό αυτών των ζωτικών πόρων μακροπρόθεσμα, τη δημιουργία καλών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των μελών, λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των διπλανών αγροτικών ή αστικών κοινοτήτων, την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Η “ολοκληρωμένη προσέγγιση αγρού” λαμβάνει υπόψη τους πολιτιστικούς, τους κοινωνικούς και φυσικούς πόρους καθώς και το έδαφος, το νερό και τον αέρα. Από την ανακύκλωση και την ενεργειακή αποδοτικότητα, μέχρι τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και τη χρήση των παρασκευασμάτων φυτο-ζωοπροστασίας και των άλλων εισροών. Περισσότερα στο : http://topikopoiisi.blogspot.de/2010/09/blog-post_09.html
[3] Μια 10ετή μελέτη στο Ινστιτούτο Rodale της Πεννσυλβάνια των ΗΠΑ έδειξε ότι η χρήση κομπόστ σε συνδυασμό με εναλλαγή καλλιεργειών σε βιολογικά αγροσυστήματα μπορεί να οδηγήσει σε ενσωμάτωση του άνθρακα στο έδαφος σε αναλογία 910 κιλά / στρέμμα / έτος ( αντίθετα, σε αγροκτήματα που βασίζονται στο όργωμα και στα χημικά λιπάσματα, χάνονται σχεδόν 140 κιλά άνθρακα ανά εκτάριο ετησίως). Η ενσωμάτωση 910 κιλών άνθρακα σήμαινε επίσης λήψη 3185 κιλών διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα ανά στρέμμα το χρόνο(μεγάλη ικανότητα πρόσληψης και συγκράτησης λόγω της αυξημένης ποσότητας μικροοργανισμών) . Έχει υπολογισθεί ότι, αν θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε και πάλι στα γεωργικά εδάφη του κόσμου την οργανική ύλη, που έχουμε ήδη χάσει, λόγω της βιομηχανικής γεωργίας, τότε τα εδάφη αυτά θα μπορούσαν να συλλάβουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του πλεονάζοντος CO2 στην ατμόσφαιρα . Συνεχίζοντας την ανοικοδόμηση των εδαφών, σε περίπου 50 χρόνια, αυτά θα είχαν προσλάβει περίπου τα δύο τρίτα του πλεονάζοντος CO2 από την ατμόσφαιρα. Κατά τη διαδικασία αυτή, ενώ θα είχαμε υγιέστερο και πιο παραγωγικό έδαφος, ταυτόχρονα θα είχαμε απαλλαγεί : 1) από τη χρήση χημικών λιπασμάτων, τα οποία αποτελούν ένα άλλο γνωστό μεγάλο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου και κατά τη παραγωγή τους και κατά τη χρήση τους . 2) από τα οργανικά απόβλητα των πόλεων τα οποία θα επέστρεφαν στα γεωργικά εδάφη και το μεθάνιο και οι εκπομπές CO2 από χώρους υγειονομικής ταφής και των λυμάτων (ισοδύναμο με 3,6% του συνόλου των σημερινών εκπομπών) θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Η επιστροφή στην αγρο-οικολογική γεωργία σε μεγάλη κλίμακα θα μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κρίση. Η διεθνής οργάνωση των μικρών αγροτών Via Campesina πιστεύει ότι οι λύσεις για την τρέχουσα κρίση θα πρέπει να διαμορφωθούν από τις οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες θα αναπτύξουν τρόπους παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίου που θα στηρίζονται στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη και στις υγιείς κοινότητες. Η σημερινή στάνταρ τεχνολογία δε θα μας σώσει από την τρέχουσα παγκόσμια περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή. Η αειφόρος, μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία, είναι εντάσεως εργασίας και απαιτεί λίγα καύσιμα. Aυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην «ψύξη» της γης. Εκατομμύρια γεωργών - αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο. Αυτό περιλαμβάνει και κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα - και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα. Για αυτό θα χρειασθούν-στις σημερινές συνθήκες- εφαρμογές γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής- διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια που εκτός των παραπάνω θα περιλαμβάνουν την απαγόρευση των επιδοτήσεων που οδηγούν σε ντάμπινγκ των φτηνών τροφίμων στις αγορές.
[4] Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό τροφίμων και γεωργίας(FAO) το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων ψαριών υπεραλιεύεται ή έχει ήδη 100% αλιευθεί, καταστρέφοντας ή απειλώντας να καταστραφεί η ζωή εκατομμυρίων ψαράδων ανά τον κόσμο. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν σήμερα ο λευκός τόνος, ο ξιφίας και ο μπακαλιάρος του Ατλαντικού, ενώ ένα βήμα πριν την εξαφάνιση βρίσκονται είδη όπως τα χέλια, ο κόκκινος τόνος και ένα είδος μικρού καρχαρία.
[5] Το βιοντίζελ στην Ευρώπη προέρχεται μέχρι και 25% από φοινικέλαιο. Αμέτρητα στρέμματα τροπικών δασών έπρεπε να δώσουν τη θέση τους στις φυτείες φοινικέλαιου, ειδικά στην Ινδονησία και τη Μαλαισία. Αυτό καταστρέφει τη βάση διαβίωσης πολλών ζωικών και φυτικών ειδών και οδηγεί σε τεράστιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Για αυτό το ευρωπαϊκό κίνημα της αποανάπτυξης, προστασίας του κλίματος και του περιβάλλοντος καλεί τις κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προστατεύσουν τα τροπικά δάση και τους κατοίκους τους και τελικά να σταματήσουν τη πρόσμειξη φοινικέλαιου στα καύσιμα!
Στα βενζινάδικα οι ευρωπαίοι οδηγοί βγάζουν συχνά φοινικέλαιο χωρίς να το γνωρίζουν.
Το φοινικέλαιο περιέχεται σχεδόν σε κάθε δεύτερο προϊόν στα σούπερ μάρκετ και είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστούμε την καθημερινότητά μας χωρίς αυτό. Αλλά σχεδόν κανείς δεν ξέρει ότι μεγάλο μέρος των εισαγωγών φοινικέλαιου στην Ευρώπη καταλήγει στο ντεπόζιτο των αυτοκινήτων. Ο λόγος για αυτό είναι η απαίτηση της ΕΕ να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τα καύσιμα. Το ντίζελ υποτίθεται ότι γίνεται πιο φιλικό προς το περιβάλλον αν μέρος του συνίσταται από φυτικά έλαια. Ένα τεράστιο λάθος!
Γιατί η πρόσμειξη φοινικέλαιου στο καύσιμο βλάπτει το περιβάλλον, το κλίμα και τον άνθρωπο.
Το βιοντίζελ, μέσω των φυτειών φοινικέλαιου που προέρχονται από τη μετατροπή δασικών περιοχών σε καλλιέργειες, παράγει επίσης τεράστιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που βλάπτουν όχι μόνο το κλίμα αλλά και την υγεία μας. Με την αποψίλωση των τροπικών δασών όλο και περισσότερα είδη, όπως οι ουρακουτάγκοι, οι ασιατικοί ελέφαντες και οι ρινόκεροι, χάνουν το ζωτικό τους χώρο. Ειδικά στην Ινδονησία, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο απειλητική: οι φυτείες φοινικέλαιου έχουν καταλάβει συνολικά 14 εκατομμύρια εκτάρια! Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στη μισή έκταση της Γερμανίας! Και οι φυτείες αυξάνονται συνεχώς. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί!
Τα αιτήματα προς τις κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι συγκεκριμένα:
- Το φοινικέλαιο και άλλα βρώσιμα έλαια να μην επιτρέπονται πλέον σαν συστατικά του βιοντίζελ
- Η εισαγωγή και χρήση φοινικέλαιου για την παραγωγή καυσίμων πρέπει να απαγορευθεί.
- Το ποσοστό από τα τρόφιμα στο μείγμα βιοκαυσίμων πρέπει να μειωθεί στο μηδέν. Καμία αναγνώριση πλέον των βιοκαυσίμων που παρασκευάζονται από τρόφιμα, ως "Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας"
- Το βιοκαύσιμο μπορεί να παράγεται μόνο από απόβλητα και υπολειμματικά υλικά ή από βιομάζα που δεν χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων και δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποψίλωση των δασών.
- Προστασία του κλίματος στον κυκλοφοριακό τομέα μέσω νέων προωστικών συστημάτων με χαμηλή περιεκτικότητα σε CO2 και μέσω αλλαγής του μοντέλου κινητικότητας.
[6] Και οι κλιματικές αλλαγές οδηγούν σε μείωση και καταστροφή παραγωγής(αλλού καύσωνες, αλλού ξηρασίες ή πλημμύρες πλημύρες με αποτέλεσμα την άνοδο της τιμής π.χ. των σιτηρών κατά 70%, πάνω από 230 Ε/τόνο)
[7]Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτού του κοινωνικού κόστους είχαμε π.χ. στο Μεξικό το 2007 με την «κρίση της τορτίγιας», στην υποσαχάρια Αφρική με την χρήση της μανιόκας σαν βιοκαύσιμο, στην Αίγυπτο, Ταϋλάνδη και Αϊτή με τις «ταραχές για φαγητό» το 2008. Η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών για αγροκαύσιμα έχει σαν αποτέλεσμα: γαιοκτήμονες του Νότου μαζί με τις πολυεθνικές του Βορρά να διεκδικούν μεγάλες εκτάσεις υπέρ του «οδηγού» και εις βάρος του «υποσιτισμένου».
[8] Βλέπε https://www.fgm.com.gr/uploads/file/FGM17_WEB_GR.pdf
[9]«Τόνοι φορμόλης στα ψάρια, την πάπια κάνει ο ΕΦΕΤ»(http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=340452)