Γιώργος Σταματόπουλος
Ισχυρίζονται μερικοί ότι αν γνωρίζαμε πώς κατασκευάζονται πολλά από τα προϊόντα που τρώμε σχεδόν καθημερινά, θα προτιμούσαμε να πεθάνουμε από την πείνα παρά να τα φάμε. Λένε και παραδείγματα, που, όμως, δεν γράφονται γιατί δημιουργούν εμετικές υποκινήσεις. Σε έναν κόσμο που πεινάει λέει κάτι αυτό;
Ποιος κάθεται να σκεφτεί τον τρόπο που κατασκευάζονται τα εδώδιμα, ειδικά, ισχυρίζονται, εκείνα τα αλλαντικά; Εκείνα τα λουκάνικα και μάλιστα τα Φρανκφούρτης; Σου γυρίζει το στομάχι ανάποδα ακούγοντας από τι κατασκευάζονται. Με πληροφορούσε τις προάλλες φίλη, φρικιώσα, τι απεκόμισε από την παρακολούθηση μιας διάλεξης για την κατασκευή τροφίμων.
Παραμένει όμως το ερώτημα: Εδώ δεν έχουμε να φάμε, η ποιότητα μας μάρανε; Και όμως, πρέπει να μας μαραίνει διότι εάν όλα είναι ανέλεγκτα, το μέλλον προβλέπεται απεχθές -και νοσηρό. Η γεύση είναι, επιπροσθέτως, σοβαρό πολιτισμικό αγαθό· τουλάχιστον ήταν έως και πριν από μερικές δεκαετίες, όταν δεν υπήρχαν τόσα λιπάσματα και τόσα χημικά [τοξικά] ραντίσματα στα δέντρα και τη γη. Τι καρποί να παραχθούν σε μολυσμένα εδάφη, όταν μάλιστα ποτίζονται από ακόμη πιο μολυσμένα νερά πηγών και ποταμών; Τι γεύση να υπάρχει όταν όλα είναι υβρίδια αφού έχουν εξαφανιστεί οι παλιοί, καλοί σπόροι;
Αξίζουν πρεσβεία σε όσους προσπαθούν να ενημερώσουν τους καταναλωτές για το τι τρώμε πραγματικά και πώς μπορούμε να προμηθευτούμε πιο γνήσιες και υγιεινές τροφές, φυτικές και ζωικές. Κομμάτι δύσκολο βέβαια να βρεθούν τέτοιες τροφές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθήσει κανείς. Αυτό μπορεί κάπως να επιτευχθεί εάν ο καταναλωτής έλθει κοντά στον παραγωγό. Το πλησίασμα αυτό επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, πολιτιστικούς κυρίως· παύει η απόσταση μεταξύ αστού και αγρότη, αναπτύσσονται νέες σχέσεις, σπάνε πολλά στεγανά στερεότυπα, εμφανίζεται μια αποστροφή στους εμπόρους και τους μεσάζοντες.
Να βρεθεί τρόπος να εμφανιστεί ξανά στη χώρα η ελληνική περιφέρεια με τα προϊόντα της, ακόμη κι αν αυτά δεν είναι πλήρως βιολογικά -είναι τουλάχιστον πιο φρέσκα, πιο νόστιμα, πιο γνήσια, έχουν προκύψει από την αγάπη του παραγωγού και όχι από την ταχύρρυθμη ανάπτυξή τους. [Η ταχύτητα αφορά και φυτά και ζώα].
Αυτή η επαφή είναι ένα πρώτο βήμα απεξάρτησης από το γελοίο θέαμα στις τηλεοράσεις. Οποιο κανάλι κι αν ανοίξει κανείς, όποια ώρα της ημέρας όλοι μαγειρεύουν, όλοι έχουν γίνει σεφ, ακόμη και μικρά παιδιά! Τι να πεις. Είναι μια ειρωνεία για τον καιρό της φτώχειας. Οι εμπνευστές τέτοιων εκπομπών φαίνεται να μην κοκκινίζουν για την τόση αναισχυντία, για την τόσο μεγάλη πρόκληση.
Αλλά ξεφύγαμε από τη γεύση και τη γνησιότητα των αγαθών, που με κάποιον τρόπο πρέπει να επανευρεθούν και να παγιωθούν σε μια νέα κουλτούρα φαγητού, μακριά από τα δήθεν. Οι φτωχοί καρποί [ουδείς καρπός είναι φτωχός] να ξαναβρούν τη θέση τους στα τραπέζια των νοικοκυριών -θα ήταν μια ευ-λογία για τις οικογένειες, που πασχίζουν να κρατηθούν σε μια αξιοπρεπή διατροφή. Το δικαίωμα στη διατροφή είναι θεμελιώδες αλλά η «αριστερή» κυβέρνηση δεν φαίνεται να πολυνοιάζεται...
Ισχυρίζονται μερικοί ότι αν γνωρίζαμε πώς κατασκευάζονται πολλά από τα προϊόντα που τρώμε σχεδόν καθημερινά, θα προτιμούσαμε να πεθάνουμε από την πείνα παρά να τα φάμε. Λένε και παραδείγματα, που, όμως, δεν γράφονται γιατί δημιουργούν εμετικές υποκινήσεις. Σε έναν κόσμο που πεινάει λέει κάτι αυτό;
Ποιος κάθεται να σκεφτεί τον τρόπο που κατασκευάζονται τα εδώδιμα, ειδικά, ισχυρίζονται, εκείνα τα αλλαντικά; Εκείνα τα λουκάνικα και μάλιστα τα Φρανκφούρτης; Σου γυρίζει το στομάχι ανάποδα ακούγοντας από τι κατασκευάζονται. Με πληροφορούσε τις προάλλες φίλη, φρικιώσα, τι απεκόμισε από την παρακολούθηση μιας διάλεξης για την κατασκευή τροφίμων.
Παραμένει όμως το ερώτημα: Εδώ δεν έχουμε να φάμε, η ποιότητα μας μάρανε; Και όμως, πρέπει να μας μαραίνει διότι εάν όλα είναι ανέλεγκτα, το μέλλον προβλέπεται απεχθές -και νοσηρό. Η γεύση είναι, επιπροσθέτως, σοβαρό πολιτισμικό αγαθό· τουλάχιστον ήταν έως και πριν από μερικές δεκαετίες, όταν δεν υπήρχαν τόσα λιπάσματα και τόσα χημικά [τοξικά] ραντίσματα στα δέντρα και τη γη. Τι καρποί να παραχθούν σε μολυσμένα εδάφη, όταν μάλιστα ποτίζονται από ακόμη πιο μολυσμένα νερά πηγών και ποταμών; Τι γεύση να υπάρχει όταν όλα είναι υβρίδια αφού έχουν εξαφανιστεί οι παλιοί, καλοί σπόροι;
Αξίζουν πρεσβεία σε όσους προσπαθούν να ενημερώσουν τους καταναλωτές για το τι τρώμε πραγματικά και πώς μπορούμε να προμηθευτούμε πιο γνήσιες και υγιεινές τροφές, φυτικές και ζωικές. Κομμάτι δύσκολο βέβαια να βρεθούν τέτοιες τροφές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθήσει κανείς. Αυτό μπορεί κάπως να επιτευχθεί εάν ο καταναλωτής έλθει κοντά στον παραγωγό. Το πλησίασμα αυτό επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, πολιτιστικούς κυρίως· παύει η απόσταση μεταξύ αστού και αγρότη, αναπτύσσονται νέες σχέσεις, σπάνε πολλά στεγανά στερεότυπα, εμφανίζεται μια αποστροφή στους εμπόρους και τους μεσάζοντες.
Να βρεθεί τρόπος να εμφανιστεί ξανά στη χώρα η ελληνική περιφέρεια με τα προϊόντα της, ακόμη κι αν αυτά δεν είναι πλήρως βιολογικά -είναι τουλάχιστον πιο φρέσκα, πιο νόστιμα, πιο γνήσια, έχουν προκύψει από την αγάπη του παραγωγού και όχι από την ταχύρρυθμη ανάπτυξή τους. [Η ταχύτητα αφορά και φυτά και ζώα].
Αυτή η επαφή είναι ένα πρώτο βήμα απεξάρτησης από το γελοίο θέαμα στις τηλεοράσεις. Οποιο κανάλι κι αν ανοίξει κανείς, όποια ώρα της ημέρας όλοι μαγειρεύουν, όλοι έχουν γίνει σεφ, ακόμη και μικρά παιδιά! Τι να πεις. Είναι μια ειρωνεία για τον καιρό της φτώχειας. Οι εμπνευστές τέτοιων εκπομπών φαίνεται να μην κοκκινίζουν για την τόση αναισχυντία, για την τόσο μεγάλη πρόκληση.
Αλλά ξεφύγαμε από τη γεύση και τη γνησιότητα των αγαθών, που με κάποιον τρόπο πρέπει να επανευρεθούν και να παγιωθούν σε μια νέα κουλτούρα φαγητού, μακριά από τα δήθεν. Οι φτωχοί καρποί [ουδείς καρπός είναι φτωχός] να ξαναβρούν τη θέση τους στα τραπέζια των νοικοκυριών -θα ήταν μια ευ-λογία για τις οικογένειες, που πασχίζουν να κρατηθούν σε μια αξιοπρεπή διατροφή. Το δικαίωμα στη διατροφή είναι θεμελιώδες αλλά η «αριστερή» κυβέρνηση δεν φαίνεται να πολυνοιάζεται...