Σε πολλά μέρη της χώρας μας υπάρχει το έθιμο της συλλογής αρωματικών φυτών (κυρίως τσαγιού και ρίγανης) μια και συνδιάζεται με μια καλοκαιρινή βόλτα στο βουνό που εξασφαλίζει σε μια οικογένεια σχεδόν για όλο το χρόνο υψηλής ποιότητας ροφήματα ή καρικεύματα και μάλιστα δωρεάν.
Στην παραδοσιακή ιατρική το αφέψημα από τσάι του βουνού χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της βρογχίτιδας, την ανακούφιση του κοινού κρυολογήματος, του βήχα, των πόνων της κοιλιάς κ.λ.π. Ακόμη θεωρείται εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό, διότι περιέχει σίδηρο. Οργανοληπτικά το ρόφημα είναι πολύ εύγευστο και αρωματικό, ενώ μπορεί να καταναλωθεί ζεστό ή κρύο, με ζάχαρη, μέλι ή και σκέτο.
Στην Ελλάδα αυτοφύονται περίπου 17 είδη, τα γνωστότερα είναι:
Οι ανθοφόροι βλαστοί ξηραίνονται ώστε να μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ζήτηση για το είδος είναι μεγάλη, καθώς το ματσάκι (περίπου 50 γραμμάρια) πωλείται έναντι ενός ευρώ.
Η οικονομική κρίση και η ακριβή τιμή στο τσάϊ του βουνού, οδηγούν «επιχειρηματίες-εργολάβους» στην ολοένα και αυξανόμενη εκμετάλευση των δώρων αυτών της φύσης. Οργανωμένες ομάδες που συλλέγουν και πωλούν αυτοφυή φυτά από όλη τη χώρα χτενίζουν δεκάδες βουνοπλαγιές όπου φυτρώνουν είδη ελληνικού τσαγιού και άλλων αρωματικών φυτών και τα συλλέγουν παράνομα σε τέτοιο βαθμό που είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος εξαφάνισής τους. Υπολογίζεται ότι σε μια καλή χρονιά μπορεί να συλλεγούν από την περιοχή των Πρεσπών έως και πέντε τόνοι τσαγιού!
Ηδη σε δεκάδες ορεινές περιοχές της χώρας, και σε υψόμετρο άνω των 1.000 μ. όπου αυτοφύεται το τσάι του βουνού, οι πληθυσμοί του τσαγιού έχουν μειωθεί δραματικά, και επιστήμονες του ΑΠΘ και του Τμήματος Αρωματικών Φαρμακευτικών Φυτών του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ επισημαίνουν την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα για να αποτραπεί η καταστροφή του.
Η ποιότητα επίσης της ελληνικής ρίγανης είναι γνωστή στις διεθνείς αγορές για τα υψηλά ποιοτικά της χαρακτηριστικά (υψηλή περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο πλουσιότατο σε καρβακρόλη). Οι ποσότητες ρίγανης που συλλέγονται από τους αυτοφυείς πληθυσμούς έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και αυτό οφείλεται στη μείωση των αυτοφυών φυτών λόγω κυρίως της αλλαγής της γεωργικής πρακτικής που είχε σαν επακόλουθο την εξαφάνιση των αυτοφυών φυτών από τις παρυφές διαφόρων καλλιεργειών (ελιές, αμπέλια κλπ), στην αλλαγή χρήσεως γης σε περιοχές όπου αυτοφυόταν, καθώς και στη δυνατότητα απασχόλησης σε άλλες πλέον επικερδείς ή λιγότερο κοπιαστικές δραστηριότητες.
Οι ειδικοί επιστήμονες συστήνουν ελέγχους και μέτρα παρόμοια με αυτά που λαμβάνονται σήμερα για τη λαθροϋλοτόμηση σε μια προσπάθεια να αναχαιτιστεί το φαινόμενο της ληστρικής εκμετάλλευσης των αυτοφυών αρωματικών φυτών.
Οι μεγαλύτερες απώλειες καταγράφονται στα βουνά της Πελοποννήσου και της Κρήτης, ενώ στη Βόρεια Ελλάδα τα βουνά των συνόρων, όπως είναι ο Γράμμος, ο Βόρας, αλλά και ο Ολυμπος, έχουν χάσει σημαντικό μέρος από το απόθεμά τους. Στον Ψηλορείτη η μαλοτήρα πρακτικώς έχει εξαφανισθεί, ενώ στα Λευκά Όρη εκτιμάται ότι έχει απομείνει το 30% των φυσικών πληθυσμών που υπήρχαν πριν από 30 χρόνια. Το ξακουστό «μέλι της μαλοτήρας» εδώ και 5 χρόνια δεν παράγεται λόγω της δραματικής μείωσης των πληθυσμών του φυτού που τροφοδοτούσαν με τα άνθη τους τα μελισσοσμήνη.
Παράλληλα, σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και η βόσκηση. Επιστημονική ομάδα του Τμήματος Αρωματικών Φαρμακευτικών Φυτών στο πλαίσιο μελέτης που διεξάγει για το τσάι του βουνού στη Β. Ελλάδα επεσήμανε το φαινόμενο αυτό στο όρος Φαλακρό, λόγω της εκτεταμένης παρουσίας κοπαδιών από αγελάδες(!) στις πλαγιές του βουνού.
Η διάνοιξη ορεινών δρόμων διευκολύνει την προσπέλαση σε δυσπρόσιτους τόπους που υπάρχουν ακόμα φυσικοί πληθυσμοί των αρωματικών φυτώνόπως το τσάι του βουνού και τη μεταφορά του προϊόντος στην αγορά σε μεγάλες ποσότητες χωρίς δυσκολία. Η συλλογή του ελληνικού τσαγιού για το εμπόριο απαγορεύεται και επιτρέπεται μόνο για οικιακή χρήση και πολλά δασαρχεία έχουν εκδώσει ρυθμιστικές διατάξεις που καθορίζουν τις ποσότητες και τον χρόνο συλλογής. Παρ’ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο ομάδες είτε Ελλήνων είτε αλλοδαπών να το συλλέγουν συστηματικά για να το εμπορευτούν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και τα δασαρχεία αδυνατούν να ελέγξουν την κατάσταση.
Τα περισσότερα γνωρίζουν «γενικώς» που βρίσκονται οι πληθυσμοί σπάνιων φυτών αλλά δεν έχουν στα χέρια τους κάποια επιστημονική μελέτη ώστε να γνωρίζουν με ακρίβεια τα στοιχεία που συνθέτου την σπάνια χλωρίδα που συγκροτούν τη φύση των ελληνικών βουνών ούτε προσωπικό, ούτε οχήματα, ούτε καύσιμα, ούτε κονδύλια για υπερωρίες των δασοφυλάκων το απόγευμα ή τα Σαββατοκύριακα! Συνήθως, οι «εργολάβοι» γνωρίζουν με ακρίβεια όχι μόνο τους τόπους αλλά και τις κινήσεις των δασικών. Έτσι αποφεύγουν τη σύλληψη αλλά «το εμπόρευμα» πωλείται κανονικά στα καταστήματα ξηρών καρπών, βιολογικών προϊόντων κ.λπ. χωρίς κανείς να νοιάζεται πώς βρέθηκαν στις προθήκες τους!
Για πολλούς αιώνες οι ντόπιοι πληθησμοί συλλέγουν με προσοχή τα άνθη των αρωματικών φυτών προσέχοντας να μη καταστρέψουν τη ρίζα ενώ πάντα αφήνουν κάποια φυτά για «να δώσουν σπόρο» ώστε να υπάρχουν τα αρωματικά φυτά και την επόμενη χρονιά. Αυτή η ισορροπία έχει χαθεί καθώς οι οργανωμένες αυτές ομάδες έχοντας γνώση της παράνομης πράξης τους, μαζεύουν στα γρήγορα τα φυτά τα ξεριζώνουν και αδιαφορούν για το μέλλον. Μάλιστα προκειμένου να προλάβουν τους ανταγωνιστές συλλέγουν ολοένα και νωρίτερα τα φυτά χειροτερεύοντας την κατάσταση.
Οι τελευταίες καταγγελίες φέτος αφορούσαν το τσάι που φύεται στις Πρέσπες, τον Γράμμο (Sideritis raeseri) και τον Ταΰγετο (Sideritis clandestina), ενώ η Διεύθυνση Δασών Αιτωλοακαρνανίας απηύθυνε έκκληση «για ορθολογική διαχείριση των φυτων του τσαγιού και της ελληνικής ρίγανης (Origanum vulgare ssp. hirtum), καθώς παρατηρήθηκε μαζική εκρίζωση». Σύμφωνα με τον διευθυντή δασών Καστοριάς κ. Χ. Λιάμη, το πρόβλημα εντοπίζεται σε αυτούς που μαζεύουν πολλά κιλά και το ξεριζώνουν για να μην καθυστερούν ή το συλλέγουν εκτός εποχής αδιαφορώντας για την αειφορία του.
Το ελληνικό τσάι βρίσκεται ψηλά στον κατάλογο της πυραμίδας των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών που αυτοφύονται στην Ελλάδα. Αν και από αυτό παρασκευάζεται το πιο διαδεδομένο ελληνικό αφέψημα, καλλιεργείται σε ελάχιστες περιοχές της χώρας (κυρίως στη Βρύναινα Μαγνησίας και αλλού σε μικρότερες εκτάσεις). Είναι γνωστό διεθνώς ως Greek Mountain Teα, ονομασία που δεν έχει αμφισβητηθεί από καμία από τις γειτονικές χώρες, οι οποίες σημειωτέον εξάγουν ετησίως τεράστιες ποσότητες αρωματικών φαρμακευτικών φυτών, συμπεριλαμβανομένων και ειδών Sideritis.
Πηγή
Στην παραδοσιακή ιατρική το αφέψημα από τσάι του βουνού χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της βρογχίτιδας, την ανακούφιση του κοινού κρυολογήματος, του βήχα, των πόνων της κοιλιάς κ.λ.π. Ακόμη θεωρείται εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό, διότι περιέχει σίδηρο. Οργανοληπτικά το ρόφημα είναι πολύ εύγευστο και αρωματικό, ενώ μπορεί να καταναλωθεί ζεστό ή κρύο, με ζάχαρη, μέλι ή και σκέτο.
Στην Ελλάδα αυτοφύονται περίπου 17 είδη, τα γνωστότερα είναι:
- Τσάι βλάχικο (στο Άγιο Όρος λέγεται μπεττόνικα) (Sideritis athoa – Σιδερίτης η αθώα) Απαντάται στη χερσόνησο του Άθω, στην Πίνδο και στη Σαμοθράκη, στο όρος Σάος.
- Τσάι του Μαλεβού ή τσάι του Ταϋγέτου (Sideritis clandestina – Σιδερίτης η λαθραία). Αυτοφύεται σε βράχους στις υποαλπικές και αλπικές περιοχές του Μαλεβού, του Ταϋγέτου και της Κυλλήνης.
- Μαλοτήρα ή καλοκοιμηθιά ειναι το τσάι της Κρήτης (Sideritis syriaca – Σιδερίτης η συριακή). Είναι αυτοφυές των βουνών της Κρήτης -κυρίως των Λευκών Ορέων και παλιότερα του Ψηλορείτη- σε υψόμετρο 1.300 – 2.000 μέτρα.
- Τσάι της Εύβοιας ή τσάι απ’ το Δέλφι (Sideritis euboea – Σιδερίτης η εύβοια). Αυτοφυές φυτό της Εύβοιας, κυρίως στα βουνά Δίρφυ σε υψόμετρο 1.000 – 1.540μ.
- Τσάι του Ολύμπου (Sideritis scardica – Σιδερίτης η σκαρδική) Το βρίσκουμε σε βραχώδη μέρη και σε υψόμετρο άνω των 1.000 μ., στον Όλυμπο, στην Όσσα (Κίσσαβο) και στο Πήλιο.
- Τσάι του Παρνασσού ή τσάι του Βελουχιού (Sideritis raeseri – Σιδερίτης του Ράσερ). Είναι αυτοφυές αλλά και καλλιεργήσιμο στο νομό Μαγνησίας. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές (και στον Όλυμπο) και σε χωράφια ασβεστούχα, πετρώδη, μέτριας γονιμότητας, ξερικά.
Οι ανθοφόροι βλαστοί ξηραίνονται ώστε να μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ζήτηση για το είδος είναι μεγάλη, καθώς το ματσάκι (περίπου 50 γραμμάρια) πωλείται έναντι ενός ευρώ.
Η οικονομική κρίση και η ακριβή τιμή στο τσάϊ του βουνού, οδηγούν «επιχειρηματίες-εργολάβους» στην ολοένα και αυξανόμενη εκμετάλευση των δώρων αυτών της φύσης. Οργανωμένες ομάδες που συλλέγουν και πωλούν αυτοφυή φυτά από όλη τη χώρα χτενίζουν δεκάδες βουνοπλαγιές όπου φυτρώνουν είδη ελληνικού τσαγιού και άλλων αρωματικών φυτών και τα συλλέγουν παράνομα σε τέτοιο βαθμό που είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος εξαφάνισής τους. Υπολογίζεται ότι σε μια καλή χρονιά μπορεί να συλλεγούν από την περιοχή των Πρεσπών έως και πέντε τόνοι τσαγιού!
Ηδη σε δεκάδες ορεινές περιοχές της χώρας, και σε υψόμετρο άνω των 1.000 μ. όπου αυτοφύεται το τσάι του βουνού, οι πληθυσμοί του τσαγιού έχουν μειωθεί δραματικά, και επιστήμονες του ΑΠΘ και του Τμήματος Αρωματικών Φαρμακευτικών Φυτών του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ επισημαίνουν την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα για να αποτραπεί η καταστροφή του.
Η ποιότητα επίσης της ελληνικής ρίγανης είναι γνωστή στις διεθνείς αγορές για τα υψηλά ποιοτικά της χαρακτηριστικά (υψηλή περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο πλουσιότατο σε καρβακρόλη). Οι ποσότητες ρίγανης που συλλέγονται από τους αυτοφυείς πληθυσμούς έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και αυτό οφείλεται στη μείωση των αυτοφυών φυτών λόγω κυρίως της αλλαγής της γεωργικής πρακτικής που είχε σαν επακόλουθο την εξαφάνιση των αυτοφυών φυτών από τις παρυφές διαφόρων καλλιεργειών (ελιές, αμπέλια κλπ), στην αλλαγή χρήσεως γης σε περιοχές όπου αυτοφυόταν, καθώς και στη δυνατότητα απασχόλησης σε άλλες πλέον επικερδείς ή λιγότερο κοπιαστικές δραστηριότητες.
Οι ειδικοί επιστήμονες συστήνουν ελέγχους και μέτρα παρόμοια με αυτά που λαμβάνονται σήμερα για τη λαθροϋλοτόμηση σε μια προσπάθεια να αναχαιτιστεί το φαινόμενο της ληστρικής εκμετάλλευσης των αυτοφυών αρωματικών φυτών.
Οι μεγαλύτερες απώλειες καταγράφονται στα βουνά της Πελοποννήσου και της Κρήτης, ενώ στη Βόρεια Ελλάδα τα βουνά των συνόρων, όπως είναι ο Γράμμος, ο Βόρας, αλλά και ο Ολυμπος, έχουν χάσει σημαντικό μέρος από το απόθεμά τους. Στον Ψηλορείτη η μαλοτήρα πρακτικώς έχει εξαφανισθεί, ενώ στα Λευκά Όρη εκτιμάται ότι έχει απομείνει το 30% των φυσικών πληθυσμών που υπήρχαν πριν από 30 χρόνια. Το ξακουστό «μέλι της μαλοτήρας» εδώ και 5 χρόνια δεν παράγεται λόγω της δραματικής μείωσης των πληθυσμών του φυτού που τροφοδοτούσαν με τα άνθη τους τα μελισσοσμήνη.
Παράλληλα, σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και η βόσκηση. Επιστημονική ομάδα του Τμήματος Αρωματικών Φαρμακευτικών Φυτών στο πλαίσιο μελέτης που διεξάγει για το τσάι του βουνού στη Β. Ελλάδα επεσήμανε το φαινόμενο αυτό στο όρος Φαλακρό, λόγω της εκτεταμένης παρουσίας κοπαδιών από αγελάδες(!) στις πλαγιές του βουνού.
Η διάνοιξη ορεινών δρόμων διευκολύνει την προσπέλαση σε δυσπρόσιτους τόπους που υπάρχουν ακόμα φυσικοί πληθυσμοί των αρωματικών φυτώνόπως το τσάι του βουνού και τη μεταφορά του προϊόντος στην αγορά σε μεγάλες ποσότητες χωρίς δυσκολία. Η συλλογή του ελληνικού τσαγιού για το εμπόριο απαγορεύεται και επιτρέπεται μόνο για οικιακή χρήση και πολλά δασαρχεία έχουν εκδώσει ρυθμιστικές διατάξεις που καθορίζουν τις ποσότητες και τον χρόνο συλλογής. Παρ’ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο ομάδες είτε Ελλήνων είτε αλλοδαπών να το συλλέγουν συστηματικά για να το εμπορευτούν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και τα δασαρχεία αδυνατούν να ελέγξουν την κατάσταση.
Τα περισσότερα γνωρίζουν «γενικώς» που βρίσκονται οι πληθυσμοί σπάνιων φυτών αλλά δεν έχουν στα χέρια τους κάποια επιστημονική μελέτη ώστε να γνωρίζουν με ακρίβεια τα στοιχεία που συνθέτου την σπάνια χλωρίδα που συγκροτούν τη φύση των ελληνικών βουνών ούτε προσωπικό, ούτε οχήματα, ούτε καύσιμα, ούτε κονδύλια για υπερωρίες των δασοφυλάκων το απόγευμα ή τα Σαββατοκύριακα! Συνήθως, οι «εργολάβοι» γνωρίζουν με ακρίβεια όχι μόνο τους τόπους αλλά και τις κινήσεις των δασικών. Έτσι αποφεύγουν τη σύλληψη αλλά «το εμπόρευμα» πωλείται κανονικά στα καταστήματα ξηρών καρπών, βιολογικών προϊόντων κ.λπ. χωρίς κανείς να νοιάζεται πώς βρέθηκαν στις προθήκες τους!
Για πολλούς αιώνες οι ντόπιοι πληθησμοί συλλέγουν με προσοχή τα άνθη των αρωματικών φυτών προσέχοντας να μη καταστρέψουν τη ρίζα ενώ πάντα αφήνουν κάποια φυτά για «να δώσουν σπόρο» ώστε να υπάρχουν τα αρωματικά φυτά και την επόμενη χρονιά. Αυτή η ισορροπία έχει χαθεί καθώς οι οργανωμένες αυτές ομάδες έχοντας γνώση της παράνομης πράξης τους, μαζεύουν στα γρήγορα τα φυτά τα ξεριζώνουν και αδιαφορούν για το μέλλον. Μάλιστα προκειμένου να προλάβουν τους ανταγωνιστές συλλέγουν ολοένα και νωρίτερα τα φυτά χειροτερεύοντας την κατάσταση.
Οι τελευταίες καταγγελίες φέτος αφορούσαν το τσάι που φύεται στις Πρέσπες, τον Γράμμο (Sideritis raeseri) και τον Ταΰγετο (Sideritis clandestina), ενώ η Διεύθυνση Δασών Αιτωλοακαρνανίας απηύθυνε έκκληση «για ορθολογική διαχείριση των φυτων του τσαγιού και της ελληνικής ρίγανης (Origanum vulgare ssp. hirtum), καθώς παρατηρήθηκε μαζική εκρίζωση». Σύμφωνα με τον διευθυντή δασών Καστοριάς κ. Χ. Λιάμη, το πρόβλημα εντοπίζεται σε αυτούς που μαζεύουν πολλά κιλά και το ξεριζώνουν για να μην καθυστερούν ή το συλλέγουν εκτός εποχής αδιαφορώντας για την αειφορία του.
Το ελληνικό τσάι βρίσκεται ψηλά στον κατάλογο της πυραμίδας των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών που αυτοφύονται στην Ελλάδα. Αν και από αυτό παρασκευάζεται το πιο διαδεδομένο ελληνικό αφέψημα, καλλιεργείται σε ελάχιστες περιοχές της χώρας (κυρίως στη Βρύναινα Μαγνησίας και αλλού σε μικρότερες εκτάσεις). Είναι γνωστό διεθνώς ως Greek Mountain Teα, ονομασία που δεν έχει αμφισβητηθεί από καμία από τις γειτονικές χώρες, οι οποίες σημειωτέον εξάγουν ετησίως τεράστιες ποσότητες αρωματικών φαρμακευτικών φυτών, συμπεριλαμβανομένων και ειδών Sideritis.
Πηγή