‘Εχουμε ήδη αναλύσει και υποστηρίξει σε αυτή την ιστοσελίδα ότι η σημερινή κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά ταυτόχρονα πολιτιστική, κοινωνική και οικολογική. Στην ουσία δεν υπάρχει πεδίο ή μηχανισμός του όπου δεν έχει διεισδύσει αυτή η κρίση. Με αυτή την έννοια την έχουμε χαρακτηρίσει δομική-συστημική κρίση, που δε θα ξεπερασθεί εύκολα. Ήρθε για να μείνει. Για πόσο καιρό θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες.
Ο βασικότερος είναι η κοινωνική σταθερότητα. Αν θα διατηρηθεί αυτή, ώσπου να μπορέσει ο καπιταλισμός να βρει διέξοδο και να αποκαταστήσει τη κοινωνική συναίνεση ή να την επιβάλει με καταστολή των επικείμενων κοινωνικών αντιδράσεων. Είναι φανερό ότι η κρίση αυτή απαιτεί αναδιάρθρωση, αναδιαμόρφωση και επαναπροσδιορισμό των ταξικών σχέσεων στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και νέα συστήματα διακυβέρνησης.
Στο παρελθόν –πριν τη παγκοσμιοποίηση-όταν απαιτήθηκαν ίδιας μορφής αλλαγές στον καπιταλισμό του «αναπτυγμένου» κόσμου, αυτός είχε τη δυνατότητα-όπως απέδειξε-να αφομοιώσει τους κραδασμούς της κοινωνικής συνοχής κάνοντας ελκυστικές συμφωνίες(κεϋνσιανικές-σοσιαλδημοκρατικές) με τους «από κάτω». Και αυτό μπόρεσε να το κάνει γιατί μετέθεσε το κόστος αυτών των συμφωνιών στο Βορρά στις πλάτες των ανθρώπινων κοινοτήτων του Νότου και στα πλανητικά οικοσυστήματα. Το μετέτρεψε δηλαδή σε εξωτερικό για αυτόν κόστος.
Στην περίοδο όμως που έχουμε μπει και όπου ο καπιταλισμός έχει επεκταθεί από άκρη σε άκρη στον πλανήτη, τα πράγματα έχουν γίνει πιο περίπλοκα, όσον αφορά στην επίτευξη κοινωνικής σταθερότητας. Είναι τόσο περίπλοκα, ώστε κανείς ιθύνων νους της παγκόσμιας ελίτ δεν έχει τη λύση-όπως π.χ. ο Κέϋνς μετά τη «μεγάλη κρίση» του 29 και τη μεταπολεμική περίοδο. Μπορούμε να ισχυρισθούμε μαζί με τον Massimo de Angelis-στο Κοινά, Περιφράξεις και Κρίσεις- αλλά και με άλλους ακτιβιστές του κοινωνικού κινήματος, ότι το κεφάλαιο σήμερα αντιμετωπίζει ένα αδιέξοδο. Αδιέξοδο γιατί δε μπορεί να πετύχει εύκολα την κοινωνική συναίνεση και τη στήριξή του από την πολυπληθή -σε παγκόσμιο επίπεδο πια –μεσαία τάξη και τους κάθε λογής εργαζόμενους, αφού δεν είναι σε θέση να αναπαράγει τις διάφορες όψεις της καθημερινής ζωής τους με ελκυστικό τρόπο.
Και δε μπορεί να το πετύχει αυτό εύκολα για δύο βασικούς λόγους:
1. Δεν μπορεί να πετυχαίνει ετήσιες «αναπτύξεις» της πραγματικής οικονομίας της τάξης του 2-3%, που είναι απαραίτητες «για να ανεβαίνει η στάθμη του νερού, ώστε να ανυψώνονται όλες οι βάρκες»[1] . Έτσι δε μπορεί να πετύχει με μεγάλους μισθούς και προνοιακή φροντίδα την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης των εργαζόμενων στρωμάτων με σοσιαλδημοκρατική στρατηγική. Πολύ δε περισσότερο επειδή αναδύονται πια και πολυπληθή μεσοστρώματα και στις «υπο ανάπτυξη» χώρες, που απαιτούν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας και δεν είναι διατεθειμένες να βάλουν πλάτες για τη συνέχιση της «ευημερίας» των εργαζομένων στη δύση-βορά. Αυτοί λοιπόν με τη σειρά τους θα είναι αναγκασμένοι να αναπαραχθούν σαν εργασιακή δύναμη[2] στα πλαίσια του τρίτου τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας-συνεργατικής οικονομίας, δηλαδή εκτός των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και της αγοράς, αν και σε στενή σχέση μαζί τους. Είναι πιθανόν ο εκτός του κεφαλαίου αυτός χώρος της αναπαραγωγής της καθημερινής ζωής των «από κάτω»- ο ονομαζόμενος χώρος των «κοινών»- να γίνει ελκυστικός για μεγαλύτερα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα, πράγμα που θα φέρει σε δυσκολία και αμφισβήτηση την αναπαραγωγή των ίδιων των καπιταλιστικών σχέσεων αναπαραγωγής της καθημερινής ζωής τους.
2. Δε μπορεί να στηρίζεται πλέον σε ένα πλανητικό οικοσύστημα το οποίο είναι πεπερασμένο σε φυσικούς πόρους και πηγές ενέργειας, καθώς θέτει όρια στην πραγματική ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και στις μορφές κοινωνικής οργάνωσης που εναποθέτουν όλο και περισσότερα απόβλητα στο περιβάλλον. Δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να αναζητά και να αποσπά όλο και περισσότερους φυσικούς πόρους από τη φύση, χωρίς να δίνει τον καιρό να τα αναπαράγει η ίδια η φύση. Από την άλλη δυσκολεύεται να επιστρέφει σε αυτήν κάθε είδους απόβλητο της παραγωγικής διαδικασίας και μιας κοινωνικής οργάνωσης βασικά σε μεγάλες πόλεις και τερατουπόλεις, χωρίς να εσωτερικεύσει το κόστος αυτής της απόθεσης και χωρίς να βάλει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή της ίδιας της ζωής, σημερινής και μελλοντικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα απόβλητα των αερίων του θερμοκηπίου, που θα έχουν-και έχουν ήδη-σαν συνέπεια την κλιματική αλλαγή και ότι αυτό συνεπάγεται για την αναπαραγωγή της ζωής και των οικοσυστημάτων.
Ακόμη και η φαινομενική ανάπτυξη της χρηματικής οικονομίας[3] στηρίζεται σε δάνεια προς τις επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κυβερνήσεις με την ψευδαίσθηση ότι θα υπάρχει αέναη ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη είναι όμως «φούσκα», γιατί δεν λαμβάνει υπόψη της τη μελλοντική έλλειψη[4] σε φυσικούς πόρους, υλικά και ενέργεια για ένα όλο και αυξανόμενο ανθρώπινο πληθυσμό.
Ακόμη και μια στροφή του πιο «έξυπνου» μέρους του κεφαλαίου στη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», που θα ενσωμάτωνε στην οικονομία την οικολογία και θα μετέτρεπε το εξωτερικό κοινωνικό και οικολογικό κόστος σε εσωτερικό του κεφαλαίου, απλά θα έδινε μια χρονική παράταση του αδιεξόδου, γιατί τα πλανητικά όρια –αυτή τη στιγμή ξοδεύουμε το 130% των πλανητικών πόρων-απαιτούν απομείωση –αποανάπτυξη παντού στον αναπτυγμένο κόσμο και όχι ανάπτυξη, έστω και αν αυτή θα είναι «πράσινη» ή αειφόρος.
Με αυτήν την έννοια ο καπιταλισμός έχει φθάσει σε ένα αδιέξοδο. Το ξεπέρασμα αυτού του αδιεξόδου, αν γίνει με τους καθαρούς όρους που βάζει το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή της συσσώρευσής του με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, θα μας οδηγήσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε κοινωνικές συγκρούσεις και στην χειρότερη στην πραγματικότητα ενός κοινωνικού και οικολογικού λυκόφωτος, σε εικόνες «αποκαλυπτικής» καταστροφής.
Για αυτό θα προσπαθήσει να ξεπεράσει το αδιέξοδο, αλλάζοντας προσανατολισμό στη διακυβέρνηση των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Προωθώντας τη στρατηγική της «έκτακτης ανάγκης» και διαχειριζόμενο τον φόβο της στέρησης και της «φτωχοποίησης», που έχει κατασκηνώσει για καλά στο φαντασιακό των μεσοστρωμάτων, θα μειώνει ταυτόχρονα τις δαπάνες για την αναπαραγωγή τους, αναθέτοντας μέρος της αναπαραγωγής αυτής στον εκτός του κεφαλαίου και της αγοράς κοινωνικό χώρο, στον χώρο των «κοινών», που αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ενώ μέχρι τώρα η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού προσπαθούσε να σφετερισθεί τα εναπομείναντα υπάρχοντα «κοινά»(όπως το νερό, την ενέργεια, την επεξεργασία των αποβλήτων κ.λπ.), στο μέλλον το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να δημιουργήσει νέες μορφές κοινωνικότητας-ήδη στην ΕΕ έχει διαμορφώσει και αντίστοιχο νομικό καθεστώς, βλέπε το νόμο για την κοινωνική οικονομία- για να διαχειρισθούν καταστροφές, φτωχοποίηση, μείωση κοινωνικού μισθού.
Δομές τέτοιες της κοινωνικής οικονομίας που θα επιστρέφουν μέρος του κοινωνικού μισθού στους «από κάτω»- που δε μπορεί να εξασφαλίσει πλέον το συρρικνωμένο κοινωνικό κράτος πρόνοιας- από κάποιες κοινότητες με πόρους εκ των ενόντων, θα είναι επιθυμητές από το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα όμως θα προσπαθεί να ελέγχει αυτές τις δομές μέσα από την μερική τους έστω οικονομική εξάρτηση από την αγορά, αλλά και την ιδεολογική τους εξάρτηση από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις που πιθανά θα αναπαράγονται στη θέσμισή τους. ‘Όταν και αν επιτυγχάνει να ενσωματώνει αυτές τις δομές στην αναπαραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου θα τις οδηγεί και αυτές σε αδιέξοδο. Αν δεν το κατορθώνει, αυτές δικτυωμένες με άλλες παρόμοιες και αναπτυσσόμενες σε κοινωνικό κίνημα μπορεί να αποδειχθούν σαν τα κύτταρα της υπέρβασης του καπιταλισμού και της μετάβασης σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες.
Ειδικά για το αδιέξοδο του Ελληνικού Καπιταλισμού: Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος της ευρωζώνης, όπου εκφράζεται η κρίση στον υπέρτατο βαθμό, λόγω του ότι τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε ο «ναυαγός» της πραγματικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Βρίσκεται σε μεγαλύτερο αδιέξοδο εξαιτίας της μανίας της ελίτ της για γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, στάδια και εξοχικά(Με παραμέληση του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης, με υπερμεγέθη τριτογενή τομέα και κινητήρες μόνο τον τουρισμό και την οικοδομή). Και δεν μαθαίνει από τα λάθη της. Θέλει κι άλλο από τα ίδια. Με καινούργια δάνεια. Με φαστ-τρακ ανάπτυξη. Με ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των συλλογικών αγαθών και υπαρχόντων «κοινών»-όπως το νερό και η ενέργεια. Για την προσέλκυση ιδιωτικών –ξένων και ντόπιων-κεφαλαίων για «ανάπτυξη». Με μεταφορά των συνεπαγόμενων βαρών μόνο στους «από κάτω».
Έχει τόσο κοντόθωρη αντίληψη για τα πράγματα η ελληνική ελίτ-συνεπικουρούμενη και από τους διεθνείς πιστωτές της- που δε δείχνει διατεθειμένη να υποστεί κάποιες απώλειες, έστω βραχυπρόθεσμα, προκειμένου να σώσει το σύστημά της μακροπρόθεσμα. Ούτε βλέπει με καλό μάτι τα εγχειρήματα της κοινωνικής-αλληλέγγυας οικονομίας. Ενώ ενσωματώθηκε ο ευρωπαϊκός νόμος για την κοινωνική οικονομία, αμέσως με τροπολογία-απαίτηση της τρόικα;-πέρασε και την άμεση φορολογία για τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς και τις κοινωνικές επιχειρήσεις, πράγμα που θα οδηγήσει από την αρχή στο στραγγάλισμά τους. Έτσι δε θα δώσει τη δυνατότητα στα «κοινά» να συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της καθημερινής ζωής «από τα κάτω» και θα οξύνει πιο γρήγορα τη κοινωνική σύγκρουση. Από την άλλη αφαιρεί και τη δυνατότητα αφομοίωσης αυτών των εγχειρημάτων από τη μεριά του κεφαλαίου, αφού αν αυτοθεσμισθούν, θα θεσμισθούν εξ αρχής έξω και κόντρα στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής.
Αλλά για τα «κοινά» ως αδιέξοδο ή αντίθετα, ως εργαλεία υπέρβασης, σε ένα επόμενο κείμενο.
[1] Μια έκφραση που δηλώνει ότι με την αύξηση της γενικής πίτας θα αντιστοιχεί σε όλους μεγαλύτερο κομμάτι, ανεξάρτητα από την άνιση διανομή στα διάφορα επίπεδα της πυραμίδας.
[2] μερικώς ή ολικώς, ανάλογα αν έχουν ελαστικές σχέσεις μισθωτής εργασίας ή είναι άνεργοιή αν τους μειώνεται ο πραγματικός και ο κοινωνικός μισθός και μάλιστα χωρίς προοπτική βελτίωσης στο μέλλον
[3] Τον περασμένο μήνα, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ μειώθηκε κατά 0,5%. Η οικονομία της ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 0,2% το πρώτο τρίμηνο του έτους. Αντίθετα οι χρηματοπιστωτικές αγορές βιώνουν μία άνευ προηγουμένου άνθηση:Dow Jones 15% αύξηση από τον περασμένο Σεπτέμβρη, Nikkei κατά 44% από Δεκέμβρη, FTSE(Αγγλία) 20% τους τελευταίους 6 μήνες. Η φούσκα της χρηματικής οικονομίας που συγκριτικά ξεφούσκωσε πολύ λίγο με το σπάσιμο που έγινε από το 2008 και μετά, τώρα ξαναμεγαλώνει, Οφείλεται στα τρισεκατομμύρια δολαρίων που διοχετεύονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες και καταλήγουν στους τραπεζίτες και στην οικονομική ελίτ που επωφελείται, ενώ η εξαθλίωση ολοένα και ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό(συρρίκνωση των μεσαίων τάξεων).
[4] Δανειζόμενοι σαν καταναλωτές, καταναλώνουμε στην ουσία τη μελλοντική προσδοκώμενη παραγωγή μας, σαν παραγωγοί. Οι δανειζόμενοι (νοικοκυριά, χώρες) είναι υποχρεωμένοι, από τη μια να συντηρούν το επίπεδο κατανάλωσης που πέτυχαν μέσω του δανεισμού, αφετέρου να αποπληρώνουν το δάνειο. Πιέζονται επομένως να αυξάνουν στο μέλλον τα εισοδήματά τους, άρα και την παραγωγικότητα/αποδοτικότητα τους, άρα και τη χρήση υλικών και ενέργειας, που θα είναι σε σπάνη πια.
Ο βασικότερος είναι η κοινωνική σταθερότητα. Αν θα διατηρηθεί αυτή, ώσπου να μπορέσει ο καπιταλισμός να βρει διέξοδο και να αποκαταστήσει τη κοινωνική συναίνεση ή να την επιβάλει με καταστολή των επικείμενων κοινωνικών αντιδράσεων. Είναι φανερό ότι η κρίση αυτή απαιτεί αναδιάρθρωση, αναδιαμόρφωση και επαναπροσδιορισμό των ταξικών σχέσεων στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και νέα συστήματα διακυβέρνησης.
Στο παρελθόν –πριν τη παγκοσμιοποίηση-όταν απαιτήθηκαν ίδιας μορφής αλλαγές στον καπιταλισμό του «αναπτυγμένου» κόσμου, αυτός είχε τη δυνατότητα-όπως απέδειξε-να αφομοιώσει τους κραδασμούς της κοινωνικής συνοχής κάνοντας ελκυστικές συμφωνίες(κεϋνσιανικές-σοσιαλδημοκρατικές) με τους «από κάτω». Και αυτό μπόρεσε να το κάνει γιατί μετέθεσε το κόστος αυτών των συμφωνιών στο Βορρά στις πλάτες των ανθρώπινων κοινοτήτων του Νότου και στα πλανητικά οικοσυστήματα. Το μετέτρεψε δηλαδή σε εξωτερικό για αυτόν κόστος.
Στην περίοδο όμως που έχουμε μπει και όπου ο καπιταλισμός έχει επεκταθεί από άκρη σε άκρη στον πλανήτη, τα πράγματα έχουν γίνει πιο περίπλοκα, όσον αφορά στην επίτευξη κοινωνικής σταθερότητας. Είναι τόσο περίπλοκα, ώστε κανείς ιθύνων νους της παγκόσμιας ελίτ δεν έχει τη λύση-όπως π.χ. ο Κέϋνς μετά τη «μεγάλη κρίση» του 29 και τη μεταπολεμική περίοδο. Μπορούμε να ισχυρισθούμε μαζί με τον Massimo de Angelis-στο Κοινά, Περιφράξεις και Κρίσεις- αλλά και με άλλους ακτιβιστές του κοινωνικού κινήματος, ότι το κεφάλαιο σήμερα αντιμετωπίζει ένα αδιέξοδο. Αδιέξοδο γιατί δε μπορεί να πετύχει εύκολα την κοινωνική συναίνεση και τη στήριξή του από την πολυπληθή -σε παγκόσμιο επίπεδο πια –μεσαία τάξη και τους κάθε λογής εργαζόμενους, αφού δεν είναι σε θέση να αναπαράγει τις διάφορες όψεις της καθημερινής ζωής τους με ελκυστικό τρόπο.
Και δε μπορεί να το πετύχει αυτό εύκολα για δύο βασικούς λόγους:
1. Δεν μπορεί να πετυχαίνει ετήσιες «αναπτύξεις» της πραγματικής οικονομίας της τάξης του 2-3%, που είναι απαραίτητες «για να ανεβαίνει η στάθμη του νερού, ώστε να ανυψώνονται όλες οι βάρκες»[1] . Έτσι δε μπορεί να πετύχει με μεγάλους μισθούς και προνοιακή φροντίδα την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης των εργαζόμενων στρωμάτων με σοσιαλδημοκρατική στρατηγική. Πολύ δε περισσότερο επειδή αναδύονται πια και πολυπληθή μεσοστρώματα και στις «υπο ανάπτυξη» χώρες, που απαιτούν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας και δεν είναι διατεθειμένες να βάλουν πλάτες για τη συνέχιση της «ευημερίας» των εργαζομένων στη δύση-βορά. Αυτοί λοιπόν με τη σειρά τους θα είναι αναγκασμένοι να αναπαραχθούν σαν εργασιακή δύναμη[2] στα πλαίσια του τρίτου τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας-συνεργατικής οικονομίας, δηλαδή εκτός των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και της αγοράς, αν και σε στενή σχέση μαζί τους. Είναι πιθανόν ο εκτός του κεφαλαίου αυτός χώρος της αναπαραγωγής της καθημερινής ζωής των «από κάτω»- ο ονομαζόμενος χώρος των «κοινών»- να γίνει ελκυστικός για μεγαλύτερα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα, πράγμα που θα φέρει σε δυσκολία και αμφισβήτηση την αναπαραγωγή των ίδιων των καπιταλιστικών σχέσεων αναπαραγωγής της καθημερινής ζωής τους.
2. Δε μπορεί να στηρίζεται πλέον σε ένα πλανητικό οικοσύστημα το οποίο είναι πεπερασμένο σε φυσικούς πόρους και πηγές ενέργειας, καθώς θέτει όρια στην πραγματική ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και στις μορφές κοινωνικής οργάνωσης που εναποθέτουν όλο και περισσότερα απόβλητα στο περιβάλλον. Δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να αναζητά και να αποσπά όλο και περισσότερους φυσικούς πόρους από τη φύση, χωρίς να δίνει τον καιρό να τα αναπαράγει η ίδια η φύση. Από την άλλη δυσκολεύεται να επιστρέφει σε αυτήν κάθε είδους απόβλητο της παραγωγικής διαδικασίας και μιας κοινωνικής οργάνωσης βασικά σε μεγάλες πόλεις και τερατουπόλεις, χωρίς να εσωτερικεύσει το κόστος αυτής της απόθεσης και χωρίς να βάλει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή της ίδιας της ζωής, σημερινής και μελλοντικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα απόβλητα των αερίων του θερμοκηπίου, που θα έχουν-και έχουν ήδη-σαν συνέπεια την κλιματική αλλαγή και ότι αυτό συνεπάγεται για την αναπαραγωγή της ζωής και των οικοσυστημάτων.
Ακόμη και η φαινομενική ανάπτυξη της χρηματικής οικονομίας[3] στηρίζεται σε δάνεια προς τις επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κυβερνήσεις με την ψευδαίσθηση ότι θα υπάρχει αέναη ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη είναι όμως «φούσκα», γιατί δεν λαμβάνει υπόψη της τη μελλοντική έλλειψη[4] σε φυσικούς πόρους, υλικά και ενέργεια για ένα όλο και αυξανόμενο ανθρώπινο πληθυσμό.
Ακόμη και μια στροφή του πιο «έξυπνου» μέρους του κεφαλαίου στη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», που θα ενσωμάτωνε στην οικονομία την οικολογία και θα μετέτρεπε το εξωτερικό κοινωνικό και οικολογικό κόστος σε εσωτερικό του κεφαλαίου, απλά θα έδινε μια χρονική παράταση του αδιεξόδου, γιατί τα πλανητικά όρια –αυτή τη στιγμή ξοδεύουμε το 130% των πλανητικών πόρων-απαιτούν απομείωση –αποανάπτυξη παντού στον αναπτυγμένο κόσμο και όχι ανάπτυξη, έστω και αν αυτή θα είναι «πράσινη» ή αειφόρος.
Με αυτήν την έννοια ο καπιταλισμός έχει φθάσει σε ένα αδιέξοδο. Το ξεπέρασμα αυτού του αδιεξόδου, αν γίνει με τους καθαρούς όρους που βάζει το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή της συσσώρευσής του με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, θα μας οδηγήσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε κοινωνικές συγκρούσεις και στην χειρότερη στην πραγματικότητα ενός κοινωνικού και οικολογικού λυκόφωτος, σε εικόνες «αποκαλυπτικής» καταστροφής.
Για αυτό θα προσπαθήσει να ξεπεράσει το αδιέξοδο, αλλάζοντας προσανατολισμό στη διακυβέρνηση των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Προωθώντας τη στρατηγική της «έκτακτης ανάγκης» και διαχειριζόμενο τον φόβο της στέρησης και της «φτωχοποίησης», που έχει κατασκηνώσει για καλά στο φαντασιακό των μεσοστρωμάτων, θα μειώνει ταυτόχρονα τις δαπάνες για την αναπαραγωγή τους, αναθέτοντας μέρος της αναπαραγωγής αυτής στον εκτός του κεφαλαίου και της αγοράς κοινωνικό χώρο, στον χώρο των «κοινών», που αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ενώ μέχρι τώρα η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού προσπαθούσε να σφετερισθεί τα εναπομείναντα υπάρχοντα «κοινά»(όπως το νερό, την ενέργεια, την επεξεργασία των αποβλήτων κ.λπ.), στο μέλλον το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να δημιουργήσει νέες μορφές κοινωνικότητας-ήδη στην ΕΕ έχει διαμορφώσει και αντίστοιχο νομικό καθεστώς, βλέπε το νόμο για την κοινωνική οικονομία- για να διαχειρισθούν καταστροφές, φτωχοποίηση, μείωση κοινωνικού μισθού.
Δομές τέτοιες της κοινωνικής οικονομίας που θα επιστρέφουν μέρος του κοινωνικού μισθού στους «από κάτω»- που δε μπορεί να εξασφαλίσει πλέον το συρρικνωμένο κοινωνικό κράτος πρόνοιας- από κάποιες κοινότητες με πόρους εκ των ενόντων, θα είναι επιθυμητές από το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα όμως θα προσπαθεί να ελέγχει αυτές τις δομές μέσα από την μερική τους έστω οικονομική εξάρτηση από την αγορά, αλλά και την ιδεολογική τους εξάρτηση από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις που πιθανά θα αναπαράγονται στη θέσμισή τους. ‘Όταν και αν επιτυγχάνει να ενσωματώνει αυτές τις δομές στην αναπαραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου θα τις οδηγεί και αυτές σε αδιέξοδο. Αν δεν το κατορθώνει, αυτές δικτυωμένες με άλλες παρόμοιες και αναπτυσσόμενες σε κοινωνικό κίνημα μπορεί να αποδειχθούν σαν τα κύτταρα της υπέρβασης του καπιταλισμού και της μετάβασης σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες.
Ειδικά για το αδιέξοδο του Ελληνικού Καπιταλισμού: Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος της ευρωζώνης, όπου εκφράζεται η κρίση στον υπέρτατο βαθμό, λόγω του ότι τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε ο «ναυαγός» της πραγματικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Βρίσκεται σε μεγαλύτερο αδιέξοδο εξαιτίας της μανίας της ελίτ της για γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, στάδια και εξοχικά(Με παραμέληση του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης, με υπερμεγέθη τριτογενή τομέα και κινητήρες μόνο τον τουρισμό και την οικοδομή). Και δεν μαθαίνει από τα λάθη της. Θέλει κι άλλο από τα ίδια. Με καινούργια δάνεια. Με φαστ-τρακ ανάπτυξη. Με ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των συλλογικών αγαθών και υπαρχόντων «κοινών»-όπως το νερό και η ενέργεια. Για την προσέλκυση ιδιωτικών –ξένων και ντόπιων-κεφαλαίων για «ανάπτυξη». Με μεταφορά των συνεπαγόμενων βαρών μόνο στους «από κάτω».
Έχει τόσο κοντόθωρη αντίληψη για τα πράγματα η ελληνική ελίτ-συνεπικουρούμενη και από τους διεθνείς πιστωτές της- που δε δείχνει διατεθειμένη να υποστεί κάποιες απώλειες, έστω βραχυπρόθεσμα, προκειμένου να σώσει το σύστημά της μακροπρόθεσμα. Ούτε βλέπει με καλό μάτι τα εγχειρήματα της κοινωνικής-αλληλέγγυας οικονομίας. Ενώ ενσωματώθηκε ο ευρωπαϊκός νόμος για την κοινωνική οικονομία, αμέσως με τροπολογία-απαίτηση της τρόικα;-πέρασε και την άμεση φορολογία για τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς και τις κοινωνικές επιχειρήσεις, πράγμα που θα οδηγήσει από την αρχή στο στραγγάλισμά τους. Έτσι δε θα δώσει τη δυνατότητα στα «κοινά» να συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της καθημερινής ζωής «από τα κάτω» και θα οξύνει πιο γρήγορα τη κοινωνική σύγκρουση. Από την άλλη αφαιρεί και τη δυνατότητα αφομοίωσης αυτών των εγχειρημάτων από τη μεριά του κεφαλαίου, αφού αν αυτοθεσμισθούν, θα θεσμισθούν εξ αρχής έξω και κόντρα στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής.
Αλλά για τα «κοινά» ως αδιέξοδο ή αντίθετα, ως εργαλεία υπέρβασης, σε ένα επόμενο κείμενο.
[1] Μια έκφραση που δηλώνει ότι με την αύξηση της γενικής πίτας θα αντιστοιχεί σε όλους μεγαλύτερο κομμάτι, ανεξάρτητα από την άνιση διανομή στα διάφορα επίπεδα της πυραμίδας.
[2] μερικώς ή ολικώς, ανάλογα αν έχουν ελαστικές σχέσεις μισθωτής εργασίας ή είναι άνεργοιή αν τους μειώνεται ο πραγματικός και ο κοινωνικός μισθός και μάλιστα χωρίς προοπτική βελτίωσης στο μέλλον
[3] Τον περασμένο μήνα, η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ μειώθηκε κατά 0,5%. Η οικονομία της ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 0,2% το πρώτο τρίμηνο του έτους. Αντίθετα οι χρηματοπιστωτικές αγορές βιώνουν μία άνευ προηγουμένου άνθηση:Dow Jones 15% αύξηση από τον περασμένο Σεπτέμβρη, Nikkei κατά 44% από Δεκέμβρη, FTSE(Αγγλία) 20% τους τελευταίους 6 μήνες. Η φούσκα της χρηματικής οικονομίας που συγκριτικά ξεφούσκωσε πολύ λίγο με το σπάσιμο που έγινε από το 2008 και μετά, τώρα ξαναμεγαλώνει, Οφείλεται στα τρισεκατομμύρια δολαρίων που διοχετεύονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες και καταλήγουν στους τραπεζίτες και στην οικονομική ελίτ που επωφελείται, ενώ η εξαθλίωση ολοένα και ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό(συρρίκνωση των μεσαίων τάξεων).
[4] Δανειζόμενοι σαν καταναλωτές, καταναλώνουμε στην ουσία τη μελλοντική προσδοκώμενη παραγωγή μας, σαν παραγωγοί. Οι δανειζόμενοι (νοικοκυριά, χώρες) είναι υποχρεωμένοι, από τη μια να συντηρούν το επίπεδο κατανάλωσης που πέτυχαν μέσω του δανεισμού, αφετέρου να αποπληρώνουν το δάνειο. Πιέζονται επομένως να αυξάνουν στο μέλλον τα εισοδήματά τους, άρα και την παραγωγικότητα/αποδοτικότητα τους, άρα και τη χρήση υλικών και ενέργειας, που θα είναι σε σπάνη πια.