«Ω επαρχία, επαρχία
όλα τα σφάζεις»
Μάνος Ελευθερίου, 2015,
τραγούδι Στη χώρα των αθώων,
μουσική Μίλτος Πασχαλίδης, 2020.
https://www.youtube.com/watch?v=DpA43VOJejA
Ο Γιάννης ο φονιάς ή Ο έρωτας στη νεοελληνική επαρχία
Ο Γιάννης ο φονιάς, (συλλαβές 6)
παιδί μιας Πατρινιάς (συλλαβές 6)
κι ενός Μεσολογγίτη, (συλλαβές 7)
προχτές την Κυριακή, (συλλαβές 6)
μετά τη φυλακή (συλλαβές 6)
επέρασ’ απ’ το σπίτι. (συλλαβές 7)
Του βγάλαμε γλυκό, (συλλαβές 6)
του βγάλαμε και μέντα, (συλλαβές 7)
μα για το φονικό (συλλαβές 6)
δεν είπαμε κουβέντα. (συλλαβές 7)
Μονάχα το Φροσί, (συλλαβές 6)
με δάκρυ θαλασσί (συλλαβές 6)
στα μάτια τα μεγάλα, (συλλαβές 7)
του φίλησε βουβά (συλλαβές 6)
τα χέρια τ’ ακριβά (συλλαβές 6)
και βγήκε από τη σάλα. (συλλαβές 8)
Δεν μπόρεσε κανείς (συλλαβές 6)
τον πόνο της ν’ αντέξει (συλλαβές 7)
κι ούτ’ ένας συγγενής (συλλαβές 6)
να πει δεν βρήκε λέξη. (συλλαβές 7)
Κι ο Γιάννης ο φονιάς (συλλαβές 6)
στην άκρη της γωνιάς (συλλαβές 6)
με του καημού τ’ αγκάθι, (συλλαβές 8)
θυμήθηκε ξανά (συλλαβές 6)
φεγγάρια μακρινά (συλλαβές 6)
και τ’ όνειρο που εχάθη. (συλλαβές 8)
Ομοιοκαταληξία άψογη. Ποίημα τραγούδι. Χασάπικο.
Πρωτοτυπία : δύο διαφορετικά ρεφραίν.
Το ποίημα είναι αφήγηση· όπως πολλά ποιήματα στο λαϊκό τραγούδι.
Ο αφηγητής ή η αφηγήτρια μιλά σε πληθυντικό (του βγάλαμε …) που εμπερικλείει όλους τους παρευρισκόμενους συγγενείς στην ίδια ευθύνη, στην ίδια ενοχή, την απολύτως ανομολόγητη όμως : «Τι άλλο θέλετε ; Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα.» Μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα. «Μη ζητάτε πολλά.» Ατμόσφαιρα ένοχης σιωπής. Τρομερής υποκρισίας που εξαγοράζεται μ’ ένα κέρασμα. (Φίλεμα το έλεγε η μάννα μου, όταν γινότανε στο σπίτι. «Τι να σε φιλέψω ;», ρωτούσε έναν επισκέπτη.)
Μόνο το Φροσί «μιλά»· με δάκρυ μόνο και φιλί, όμως. Η χειρονομία είναι τόσο σπαραχτική, που οι συγγενείς χύνουν και αυτοί δάκρυα (;). Αναγνωρίζουν τον αβάσταχτο και δίκαιο πόνο της. Η ένοχη υποκρισία τους υπερτερεί όμως ακόμα. Κατανικά τα πάντα. Κανείς συγγενής δεν βρήκε έστω μια λέξη να πει, ούτε καν έναν παρηγορητικό ή καθαρτικό λόγο, λες και τα καθόριζε όλα ο σιδερένιος νόμος μιας σάπιας ηθικής. Ηθική της σιωπής της μίζερης επαρχίας.
Με την ευκαιρία μιας ενημέρωσης που μου έστειλε ο φίλος μου ο Γιάννης, στην οποία αναφέρεται ότι το ποίημα αυτό του Νίκου Γκάτσου στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, αποφάσισα να γράψω επιτέλους ένα μικρό δοκίμιο για αυτό το τραγούδι το οποίο σκέφτομαι χρόνια πολλά. Το μικρό δοκίμιο αφιερώνεται στον Γιάννη.
Απάντησα αμέσως στον φίλο μου ότι, ακόμα κι αν είναι αλήθεια πως το ποίημα στηρίζεται σε συμβάν του αστυνομικού δελτίου, τούτο δεν έχει να μας πει πολλά για το «συνωμοτικό» τραγούδι του κυρ Νίκου. Σε συνέντευξή του, ο Μανώλης Μητσιάς λέγει ότι «πήρε φόρα» να τραγουδήσει δυνατά, «με δύναμη», ένα χασάπικο, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις του απάντησε : Όχι, θα το πεις συνωμοτικά. Και συμφώνησε, «αφού ακούμε πράγματι για κάποιον φονιά, αλλά δεν ξέρουμε ποιος είναι», όπως είπε.
Κατά τη γνώμη μου, όμως, το κύριο στοιχείο που δεν ξέρουμε, και η φαντασία μας μπορεί άνετα να φτερουγίσει ως προς αυτό όπου αυτή θέλει, είναι ο λόγος, η αιτία, του φονικού. Από τη μεριά μου, χρόνια πάσχιζα να καταλάβω περί τίνος ακριβώς πρόκειται, και τι θέλει να μας πει ο Νίκος Γκάτσος με το ποίημά του αυτό. Έφτιαξα μια δική μου εκδοχή, την οποία θ’ αναφέρω στη συνέχεια, αλλά θα επιδιώξω τώρα να ψάξω βαθύτερα, μήπως καταλάβουμε τους συμβολισμούς του μεγάλου ποιητή του νεοελληνικού λαϊκού[1] τραγουδιού, ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς.
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη
Πρώτοι στίχοι. Καταρχάς, δεν μπορεί να ’ναι τυχαίο το ότι ο ποιητής διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να παρουσιάσει την ταυτότητα του Γιάννη. Ευθύς εξαρχής.
Ποιος είναι γυιος ενός Μεσολογγίτη και μιας Πατρινιάς ;
Ε ! λοιπόν, θα μπορούσε να είναι ο Κωστής Παλαμάς.
Μα αυτό βόλευε το μέτρο και η ομοιοκαταληξία, θ’ απαντήσει κάποιος.
Ένσταση όχι και τόσο πειστική. Διότι ο κυρ Νίκος θα μπορούσε να γράψει :
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί Φιλιατρινιάς κι ενός Μεσοχωρίτη.
Κατά το ήμισυ, είμαι εγώ. Μόνο που με λένε Νίκο, όπως και τον Γκάτσο. Είναι απολύτως τυχαίο εξάλλου το ότι ο Κωστής Παλαμάς κι εγώ έχουμε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία : 13 Ιανουαρίου (1859, 1952).
Αν η υπόθεση, που θα παραμένει πάντα υπόθεση, στέκει, αν δηλαδή υπάρχει έμμεση αναφορά στον Κωστή Παλαμά, ας ψάξουμε να βρούμε το συμβολικό φονικό που έκανε, και ποια σχέση έχει αυτό με όλο το ποίημα. Πεδίον δόξης λαμπρόν ! Στο ποίημα Ο Τάφος, ο Κωστής Παλαμάς, αν κατάλαβα καλά, χαρακτηρίζει τον εαυτό του φονιά, διότι έφερε τον γυιο του στη ζωή για να … πεθάνει (στίχοι 349-360). Έστω και ποιητική αδεία, λίγο τραβηγμένο από τα μαλλιά.
Σε κάθε περίπτωση, ο ποιητής Νίκος Γκάτσος κρίνει σκόπιμο να μας δώσει το γενεαλογικό δέντρο κατά κάποιο τρόπο του φονιά, για να προσδιορίσει κυρίως έτσι τον τόπο κατοικίας του. Μάλλον το Μεσολόγγι και την ευρύτερη περιοχή.
προχτές την Κυριακή, μετά τη φυλακή, επέρασ’ απ’ το σπίτι
Ο Γιάννης πήγε φυλακή, έκανε φυλακή. Πλήρωσε. Το «μετά τη φυλακή» σημαίνει ότι απολύθηκε ακριβώς την ίδια μέρα ; Και η Κυριακή τι δουλειά έχει στο στίχο ; Από ποιο σπίτι πέρασε ;
Γράφω έχοντας κατά νου μια υποθετική εκδοχή πραγματικών συμβάντων, αλλά όπως ήδη είπα δεν μας φωτίζουν πολύ για τις προθέσεις του ποιητή.
Μετά τη φυλακή, μπορεί να σημαίνει ότι βγήκε μέσα στη βδομάδα, και διάλεξε να πάει στο σπίτι την Κυριακή που γίνονται συνήθως οι επισκέψεις. Αρχίζω να «υποψιάζομαι» ότι για τον ποιητή το θέμα είναι η μιζέρια της μονότονης ζωής που υποτίθεται πως διακόπτεται την πιο μονότονη και πιο συμβατική μέρα, την Κυριακή. Που είναι έτσι και η πιο μελαγχολική. Όλοι είναι μαζί !
Πάντως δεν πήγε στο σπίτι του, διότι πέρασε από σπίτι, και τον κέρασαν. Μάλλον ήταν το σπίτι του Φροσί. Και το Φροσί, ποια είναι ; Τι του είναι ;
του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα : από την παροιμιώδη αυτή φράση κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι.
Μιλά – αφηγείται – στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού μάλλον γυναίκα του σπιτιού. Όχι μόνο διότι η γυναίκα σερβίρει το φίλεμα, αλλά κυρίως διότι η γυναίκα διευθύνει τον οίκον επί των ηθών – την παντρειά παραδείγματος χάριν. Είναι η μητέρα του Φροσί ;
Η μιζέρια της επαρχίας. Σε κερνάνε γλυκό (του κουταλιού) και μέντα. Συμβατικότητα πνιγερή μέσα στην υποχρέωση να γίνει, και να γίνει πανομοιότυπα. Στυλ και ντεκόρ του ποιητή, για να πει το κύριο, το αποφασιστικό, τη δεύτερη, τη μεγάλη συμβατικότητα των ηθών της επαρχίας, γενικά αλλά και ειδικά. Δεν λέμε κουβέντα για ένα πράγμα, όχι διότι δεν έχουμε κάτι, και πολλά, να πούμε, αλλά διότι δεν θέλουμε να κακοκαρδίσουμε κανέναν, θέλουμε να τα έχουμε καλά με όλους, θύτες και θύματα. Μα δεν λέμε τίποτα επίσης διότι δεν έχουμε να πούμε κάτι που να έχει κάποιο νόημα, να συναντά κάπως τον κοινό νου, την κοινή λογική. Κυρίως όταν πρόκειται για ζήτημα, για γεγονός, που αγγίζει τα ήθη. Ε ! τότε η σιωπή κόβει φλέβες.
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα : από τη φράση κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται και το τοπίο μέσα στο οποίο κρέμεται. Αυτό που μόλις είπα ήθη, δεν είναι άλλο από τον έρωτα. Τοπίο όμορφο όταν φιλεύεις, απαγορευμένος τόπος όταν βγάζεις γλυκό και μέντα.
Το γρήγορο πέρασμα στην πραγματική ηρωίδα του ποιήματος, μας αφήνει να σκεφτούμε ότι δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου. Βουβαμάρα της αμηχανίας και της απύθμενης συμβατικότητας αιδημοσύνης. Του χωριού και της μικρής μας πόλης.
Μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα, του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα
Η πιο όμορφη στροφή-στιγμή του ποιήματος. Μεγάλα γαλάζια μάτια, δακρυσμένα, βουρκωμένα, που δίνουν το χρώμα τους ακόμα και στα δάκρυα. Το Φροσί ήταν στη βουβή σάλα. Δεν μίλησε, φίλησε. Τα χέρια τ’ ακριβά ! Αυτά του φονικού και αυτά της δικαίωσης του φονικού, τα χέρια του έρωτά της, ίσως. Το Φροσί βγήκε από τη σάλα, για να κλάψει ίσως πολύ. Το δάκρυ της ήταν ήδη μιλιά με άφθαστο νόημα μέσα στην αμήχανη και ένοχη βουβαμάρα, την α-νόητη, δίχως νόημα. Το φιλί της, επίσης. Το κλάμα της, θα ήταν ίσως υποταγή, λύγισμα. Να ζητάει το αυτονόητο ; Να την αφήσουν οι συγγενείς να ζήσει – παρ’ όλ’ αυτά – τον έρωτά της με τον Γιάννη. Κι ας είναι Ο Γιάννης ο φονιάς αυτός, κι αυτή η «ατιμασμένη».
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει κι ούτ’ ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα, στο πρώτο ρεφραίν. Κι ούτ’ ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη, στο δεύτερο. Από την παροιμιώδη φράση της απερίγραπτης υποκρισίας, στην φράση-στιγμή της αδυσώπητης αναλγησίας. Κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι, και κρεμάται επί γλώσσας ξύλου.
Τι σημαίνει : δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει ; Μήπως το «ν’ αντέξει» σημαίνει εδώ να νιώσει, να καταλάβει ; Μα, ήξεραν ότι πονά πολύ. Και τι έκαναν, έβαλαν κι αυτοί τα κλάματα ; Ή το «δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει», δηλώνει πως αυτός ο πόνος τους έκανε άφωνους ; Διότι δεν είχαν λύση ; Καταλάβαιναν τη φρικτή αδικία που κάνουν στο Φροσί και τον Γιάννη ; Όχι ! Ο στίχος είναι πιο δυνατός, και πρέπει μάλλον να διαβαστεί έτσι : παρόλο που όλοι οι συγγενείς ήξεραν τον αβάσταχτο πόνο της, ούτε ένας από αυτούς δεν βρήκε λέξη καμιά να πει, διότι αυτό που είχε συμβεί στο Φροσί ήταν ανείπωτο. Όλοι οι συγγενείς – μόνο συγγενείς του Φροσί υπήρχαν στη σάλα – τήρησαν τον απαίσιο νόμο της σιωπής, ενώπιον του μόνου μη συγγενή που ήταν ένας επισκέπτης, Ο Γιάννης ο φονιάς. Κατευθυνόμαστε προς την υπόθεση ότι συγγενής είναι αυτός που έκανε το μεγάλο κακό στο Φροσί, και στον Γιάννη, και το κακό αυτό είναι ανομολόγητο.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη
Έξοδος, χωρίς κάθαρση.
Ας παρατηρήσουμε τούτο : ο πρώτος στίχος του ποιήματος είναι επίσης και ο πρώτος στίχος της τελευταίας στροφής, με την ενδεικτική προσθήκη του καταληκτικού «κι». Εντέλει, μας λέει ο ποιητής, ο Γιάννης καταδικάστηκε για πάντα να φέρει τον τίτλο του φονιά.
Γιατί το όνειρο εχάθη ; Και ποιο ήταν ;
Εχάθη επειδή οι βουβαμένοι συγγενείς δεν βρήκαν λέξη συγγνώμης ; Επειδή πρόδωσαν τον έρωτα του Γιάννη για το Φροσί, και τον έρωτα που είχε το Φροσί για τον Γιάννη ; Ο έρωτας ίσως ήταν το όνειρο. Επειδή, όπως ο τίτλος του τραγουδιού το λέει, στο μίζερο χωριό της νεοελληνικής επαρχίας η ρετσινιά μένει για πάντα και δεν σβήνεται με τίποτα ; Επειδή δεν υπάρχει πια ο Γιάννης, αλλά υπάρχει μόνο Ο Γιάννης ο φονιάς ; Μα, καθώς το ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής η «εκπρόσωπος» των συγγενών, γιατί «για το φονικό, δεν είπαμε κουβέντα» ;
Το φονικό, δηλαδή ποιον και γιατί σκότωσε ο Γιάννης, δεν ξεκαθαρίστηκε καθόλου.
Γιατί να μην υποθέσουμε ότι το φονικό που έκανε ο Γιάννης ήταν επανάσταση για τα ήθη του χωριού ; Τα απαράδεκτα ήθη της ανήθικης υποκρισίας.
Γράφω τώρα την αρχική δική μου πραγματολογική εκδοχή, η οποία βέβαια και αυτή πλάσμα της φαντασίας μου είναι και τίποτε άλλο. Σκεφτόμουν ότι ο Γιάννης φόνευσε αυτόν που βίασε το Φροσί. Και το όνειρο εχάθη τελικά γι’ αυτόν το λόγο. Κάτι χάθηκε στον έρωτα του Γιάννη προς το Φροσί, και του Φροσί προς τον Γιάννη. Τι ;
Μελετώντας πάλι όλο το ποίημα και την τελευταία στροφή, νομίζω ότι όλα κρέμονται από αυτή τη βαριά επαρχιώτικη μίζερη και ένοχη σιωπή της σάλας και των συγγενών. Το όνειρο χάνεται μέσα σε αυτή τη σάλα για τον Γιάννη. Το Φροσί του φίλησε τ’ ακριβά χέρια, απόδειξη ότι τον αγαπά και τον θέλει ακόμα. Κανένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη παρότι ήξεραν και είδαν τον αβάσταχτο ακόμα και από αυτούς πόνο του Φροσί. Δεν ήταν όμως ο μόνος λόγος αυτής της αναλγησίας τους η ρετσινιά του Γιάννη ! Ήταν κάτι πιο βαθύ και πρόστυχο. Διπλά πρόστυχο. Ο βιαστής δεν καταδικάζεται στα μάτια τους· μπορεί άλλωστε να ήταν μέλος της οικογένειάς τους. Κι αν γίνουμε ακόμα πιο τολμηροί, καθόλου εξωπραγματικοί ή εξωκοινωνικοί, μπορούμε να υποθέσουμε το ανυπόθετο, το ανομολόγητο, ότι δηλαδή ο βιαστής του Φροσί ήταν ο ίδιος ο πατέρας της. Άρα το φονικό του Γιάννη δεν συγχωρείται. Μετά, το Φροσί είναι η βιασμένη ! Ένοχη και αυτή στα μάτια τους. Δεν την θέλουν ευτυχισμένη. Δεν θέλουν ν’ ανθίσει ο έρωτας του Γιάννη για το Φροσί και ο έρωτας που έχει το Φροσί για τον Γιάννη. Τον μάραναν αυτοί αφού θεωρούν τον Γιάννη φονιά για πάντα.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη.
Τι υποδηλώνουν τα μακρινά φεγγάρια που ξαναθυμάται ο Γιάννης ; Μήπως τις βόλτες του καλοκαιριού με την ερωμένη του, τα κρυφά βράδια των ερώτων τους ; Και μήπως ούτε και αυτό δεν θέλουν ν’ αποδεχτούν τα σκουριασμένα μυαλά των συγγενών της σάλας ; Πώς έβγαινε μαζί του το Φροσί αφού δεν ήταν παντρεμένοι ; Σίγουρα κάποιοι του χωριού θα την είχαν δει, και τι θα έλεγαν για το … τσουλί ; Μήπως, ακόμα και ο βιασμός της έχει σχέση με αυτό ; Πολύ γνωστή ιστορία των μικρο-κοινωνιών της μαύρης συντήρησης : αυτή που βγαίνει με τον εραστή της είναι η εύκολη.
Του καημού τ’ αγκάθι είναι τ’ όνειρο που εχάθη.
Αυτό το ποίημα – όπως τελικά κάθε έργο τέχνης – οφείλουμε να το «κατανοήσουμε» υπεράνω κάθε πραγματολογίας. Αν υπάρχει κάτι «πραγματικό» στο ποίημα του κυρ Νίκου, αυτό είναι ο έρωτας ! Ποιος έρωτας ; Αυτός του βιασμού, ο μισερός ! Κι αυτός της βιασύνης, ο ανθοφόρος ! Που τον μάρανε ο πρώτος !
Το βαθύ θέμα είναι διπλό : ο έρωτας στην επαρχία.
Η «επικαιρότητα» μ’ εγκαλεί ωστόσο. Αν ο βιασμός ήταν «αιμομικτικός», η ηθική της σιωπής της μίζερης επαρχίας, επιβιώνει ώς σήμερα στο Παρίσι. Και σίγουρα σε όλη τη Γαλλία, και όχι μόνο στα κλειστά, συντεχνιακά, επαρχιωτικο-πρωτευουσιάνικα κυκλώματα των «ελίτ». Η διαφορά σήμερα στη Γαλλία, και στην Ελλάδα, έγκειται στο γεγονός ότι οι πράξεις οι λεγόμενες «άσκησης σεξουαλικής βίας», βλέπουν το φως της δημοσιότητας, καταγγέλλονται, καταδικάζονται, και επισύρουν την παρέμβαση της δικαιοσύνης. Δηλώνω κατηγορηματικά ότι, στη Γαλλία τουλάχιστον όπου ξέρω πολύ καλά την κοινωνική κατάσταση, τα φαινόμενα αυτά δεν είναι καθόλου νέα. Η απίστευτα εκτεταμένη βία εναντίον των γυναικών, π.χ., έχει καταγγελθεί ήδη από το 2000. Πράγμα που σημαίνει, όμως – και έχω ανάγκη να τονίσω αυτή τη σκέψη –, ότι ούτε η δημοσιότητα ούτε η θέσμιση (ψήφιση νόμων, παρέμβαση της δικαιοσύνης), οπωσδήποτε αναγκαίες, δεν αντιμετωπίζουν το βάθος του προβλήματος. Διότι το βάθος του προβλήματος, και η ουσία του, είναι το ισχύον ερωτικο-σεξουαλικό κοινωνικό φαντασιακό. Η ριζική μεταβολή του, αποτελεί θέμα μιας άλλης συζήτησης.[2]
Μικρή σημείωση για τη νεοελληνική κοινωνία
Ο τεράστιος και πρωτότυπος αναλυτής της νεοελληνικής κοινωνίας, ο αχώριστος φίλος του ποιητή, ο Μάνος Χατζιδάκις, έπιασε το συνωμοτικό. Όχι όμως το υποκριτικό και το κυνικό. Η «συνωμοσία σιωπής» της σάλας είναι οικογενειακή υπόθεση. Η υποκρισία και η κυνικότητα είναι κοινωνική.
Το ποίημα το πιο αριστοτεχνικό του κυρ Νίκου είναι και το πιο μοναδικό· άψογη μορφή που συναντά βαθύ περιεχόμενο.
«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα / … μάννα μου Ελλάς», έχει γράψει. Ψεύτικα λόγια : τα αρχαία στολίδια, τα αρχαία λούσα, τα αρχαία κάλλη, για να κρύβουν τη γύμνια του παρόντος. Είμαστε «στις αρένες του κόσμου». Και κουβαλάμε το ψέμα της νεοελληνικής εθνικής-εθνικιστικής ιδεολογίας. Στο ποίημα Ο Γιάννης ο φονιάς, ο Νίκος Γκάτσος λέγει κάτι άλλο – κι ας μην αρέσει στον Μαρξ. Τα ήθη της ιδιωτικής σφαίρας αποτελούν καίριο ζήτημα της νεοελληνικής κοινωνίας. Το είχε πει ο Μοντεσκιέ, για κάθε κοινωνία. Τα ήθη που αντιστέκονται σε κάθε πολιτική ιδεολογία και σε κάθε τρόπο παραγωγής. Είμαστε στις σάλες της οικογενειακής υποκρισίας. Δεν θα ήταν άστοχο να σκεφτούμε ότι το αρχαίο φτιασίδι, ψέμα φτιασιδωτό της δημόσιας σφαίρας, συναντά την ένοχη σιωπή απόκρυψης της αλήθειας μέσα στην ιδιωτική σάλα. «Ελλάδα, Ελλάδα, μάννα του καημού». Φροσί δάκρυ θαλασσί.
Υπήρξε κάτι αντίστοιχο στην αρχαία Ελλάδα ;
Κάποιος θα μπορούσε να μου πει : – «Αρχαία Ελλάδα, αχ ! αυτή είναι παλιά, πάλιωσε, γιατί μας την αναφέρεις ; ». – Αφού, με αυτή ζείτε, αυτή σας φουσκώνει τα στήθη από υπερηφάνεια, το μυαλό με άγνοια και τη ψυχή με διχασμό, θα του απαντούσα ευθέως. Τέλος πάντων.[3]
Ίσως κάτι αντίστοιχο υπήρξε. Είναι η δολοφονία από τους εραστές Αρμόδιο και Αριστογείτονα του Ίππαρχου, γυιου του τυράννου Πεισίστρατου. Θεωρήθηκε και υμνήθηκε και τραγουδήθηκε ως τυραννοκτονία, ήταν ωστόσο ένα πιο σύνθετο γεγονός. Διότι είχε υπάρξει ερωτική αντιζηλία, αλλά και καταφρονητική συμπεριφορά εκ μέρους των τυράννων προς τους τυραννοκτόνους. Αναντίρρητα, ερωτικό και ταυτόχρονα πολιτικό γεγονός.
Μα υπάρχει ένας Αριστοτέλης για να μας μιλήσει για αυτό. Και πριν ένας Ηρόδοτος κι ένας Θουκυδίδης. Στη Νέα Ελλάδα, ούτε Αριστοτέλης, ούτε κανείς άλλος για να μας πει κάτι το ουσιαστικό για τα ήθη της ιδιωτικής ζωής.[4] Βεβαίως, πριν τον Αριστοτέλη, υπάρχει η αττική τραγωδία. Αυτή τα λέει όλα. Δεν κρύβει τίποτα. Σοφοκλέους, Οιδίπους τύραννος, Αντιγόνη. Δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση με την ηθογραφική πεζογραφία της Νέας Ελλάδος ή και με την κορυφογραμμή των μυθιστοριογράφων, Βιζυηνός, Ροΐδης, Παπαδιαμάντης, Ταχτσής, Τσίρκας, Κουμανταρέας, Θέμελης. Ούτε με την κοινωνιολογία της καθημερινότητας του μοναχικού όσο και φιλότιμου Βασίλη Καραποστόλη.[5]
Έστω και με αυτό το ασύγκριτο μέτρο, το σιβυλλικό ποίημα του Νίκου Γκάτσου έχει κάτι να μας πει.
Οι παραπάνω γραμμές, με αφετηρία το ερώτημα αν υπήρξε κάτι αντίστοιχο στην αρχαία Ελλάδα, γράφτηκαν αυθόρμητα κατά την πρώτη γραφή της ανάλυσης του ποιήματος. Αφού ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη νεοελληνική κοινωνία σύγκριση δεν είναι δυνατή, ομολογώ ότι αναρωτιέμαι τώρα πώς οδηγήθηκα έστω και αυθόρμητα σε μια τέτοια σύγκριση. Σύγκριση πιο συγκεκριμένα του φονικού της νεοελληνικής επαρχίας με τον φόνο στην πόλιν των Αθηναίων. Αποσαφηνίζω ότι η αντιστοιχία που αναζητούσα με το ερώτημά μου είχε ως κριτήριο την ανάδυση ή μη μιας δημόσιας συζήτησης για γεγονότα τα οποία συνήθως καλύπτει σιωπή υποκρισίας όταν αφορούν τα ήθη, και κυρίως τον έρωτα. Στην αναζήτηση αντιστοιχίας οδηγήθηκα ίσως από το βάθος τραγωδίας που έχουν και τα δύο γεγονότα. Και το βάθος τραγωδίας του φονικού της επαρχίας, το δημιουργούσε η τολμηρή υπόθεσή μου ότι ο βιαστής του Φροσί, τον οποίον σκότωσε ο Γιάννης, ο ερωμένος της, ήταν ο ίδιος ο πατέρας της.[6] Για να πατήσουμε γερά στην πραγματικότητα, ας πούμε τούτο. Κατά κάποιο τρόπο, ο Γιάννης έκανε το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Άκης Πάνου !
Πριν προχωρήσω στη συζήτηση μιας ενδεχόμενης αντιστοιχίας των δύο γεγονότων, του φονικού της νεοελληνικής επαρχίας και του φόνου στην πόλιν των Αθηναίων, αντιγράφω την πιο συνθετική και λιγόλογη παρουσίαση που βρήκα όσον αφορά το γεγονός στην πόλιν των Αθηναίων. Και το κάνω διότι προέρχεται από μια μεγάλη πένα. Την πένα του άφθαστου Ιωάννου Συκουτρή:
«Ο Αριστογείτων ήτον εραστής του Αρμοδίου, τον οποίον είχεν ερωτευθή και ο Ίππαρχος, ο δε Αρμόδιος είχεν ερεθισθή κατά του Ιππάρχου, διότι προσέλαβε την αδελφήν του. Αυτή, όχι η θρυλουμένη ελευθεροφροσύνη, ήτον η αφορμή της δολοφονίας του Ιππάρχου το 514, η οποία δεν εσήμαινε διόλου και την κατάλυσιν των Πεισιστρατιδών. Τους τυράννους εξεδίωξαν εκ των Αθηνών, όπως και από την άλλην Ελλάδα, οι Σπαρτιάται, συμμαχούντες με την επιχώριον αριστοκρατίαν. Αυτά τ’ απέδειξε τετραγωνικώτατα ο Θουκυδίδης 6, 54. Αλλ’ η επιστήμη δεν κατώρθωσε να εκβάλη από τας καρδίας των ανθρώπων ένα θρύλον, ο οποίος εξυμνεί το πανεύμορφον αίσθημα μιας φιλίας πιστής ως τον θάνατον, και τον οποίον απηθανάτισεν η λαϊκή ποίησις και η τέχνη η πλαστική εις τα συμπλέγματα του Αντήνορος και κατόπιν του Κριτίου και του Νησιώτου.[7]…»
Θα δώσω στη συνέχεια τις παραπομπές των έργων πέντε σημαντικών συγγραφέων που έχουν αναφέρει το γεγονός του φόνου του Ίππαρχου. Ο φόνος γίνεται το 514 προ της περιόδου μας, όπως γράφουν στα γαλλικά αυτοί που δεν θέλουν να γράψουν προ Χριστού. Δίνω και τις χρονολογίες του βίου των συγγραφέων αυτών, ώστε να φαίνεται η χρονική απόσταση της γραφής τους από το γεγονός.
Ηρόδοτος (γύρω 484 με 425), Ιστορίαι, Βιβλίο 5, 55-65, και Βιβλίο 6, 123.
Θουκυδίδης (460–γύρω 400-395), Ξυγγραφή, Βιβλίο 6, 54-59 και Βιβλίο 1, 20.
Αριστοφάνης (γύρω 450-445 με 385), Λυσιστράτη, στίχοι 630-635.
Πλάτων (428/427–348/337), Συμπόσιον, 182c.
Αριστοτέλης (384–322), Τα πολιτικά, Βιβλίο 5, 1311a 35, Αθηναίων Πολιτεία, 18, 2-6.
Ο απαιτητικός αναγνώστης, θα κάνει τον κόπο να διαβάσει τι υποστηρίζει κάθε συγγραφέας. Θα συνθέσω τα επίμαχα σημεία που αναδεικνύονται από τις απόψεις τους, και θα γράψω τη δική μου γνώμη.
Δύο είναι τα ερωτήματα που τίθενται. Πρώτον. Υπήρξε τυραννοκτονία ή πράξη ερωτικής αντιζηλίας ; Πράξη πολιτική ή πράξη προσωπικής αντιδικίας ;
Δεύτερον και επακόλουθο ερώτημα. Η πράξη αυτή συνετέλεσε στην κατάλυση της τυραννίας των γιων του Πεισίστρατου ή όχι ;
Τα δύο ερωτήματα συνδέονται, στο βαθμό που οι συγγραφείς συνδέουν την αρνητική τους απάντηση στο δεύτερο ερώτημα με την άποψη – απάντηση στο πρώτο ερώτημα – ότι η δολοφονία του Ίππαρχου υπήρξε πράξη ερωτικής αντιζηλίας. Χωρίς να επιδιώκουν την απαξίωση της ερωτικής σχέσης του Αριστογείτονα και του Αρμόδιου, υποβιβάζουν κατά κάποιο τρόπο τα κίνητρα της πράξης τους, σε προσωπικά. Τα δύο ερωτήματα όμως μπορούν να θεωρηθούν και ως ανεξάρτητα, και αυτός είναι ο δρόμος της δικής μου σκέψης.
Καταρχάς, η πράξη του φόνου του Ίππαρχου, είχε ομαδική οργάνωση. Και ο στόχος ήταν μάλλον να φονευθούν και ο Ίππαρχος και ο Ιππίας. Δεύτερον, ερωτική αντιζηλία και προσβολή της αδελφής του Αρμόδιου υπήρξαν. Τα αντικειμενικά αυτά γεγονότα, δεν μειώνουν ούτε την πράξη ούτε τη σχέση των δύο εραστών. Αλλά ούτε κριτήριο της αξίας της πράξης τους μπορεί να είναι το κίνητρό της, ως απόδειξη εκ των υστέρων ότι δεν κατέλυσε την τυραννία. Θα μπορούσε η πράξη να ήταν «αμιγώς πολιτική» και όμως να μην είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την κατάλυση της τυραννίας. (Τι μπορεί να είναι αμιγώς πολιτικό ή αμιγώς οτιδήποτε άλλο, στα ανθρώπινα, δεν ξέρω.) Τέλος, οι συγγραφείς που αμφισβητούν την τυραννοκτονία, στοχαστές τόσο μεγάλοι όσο ο Αριστοτέλης ο πιο μεγάλος ίσως πολιτικός δημοκρατικός στοχαστής όλων των εποχών, ξεχνούν τούτο το πολιτικό και αναντίρρητο : ο Ίππαρχος και ο Ιππίας είχαν εξουσία. Τυραννική ή ηπιότερη, λίγο ενδιαφέρει. Ενώ ο Αριστογείτων και ο Αρμόδιος δεν ήταν παρά απλοί πολίτες.
Άρα, κατ’ εμέ, η πράξη τους πολιτική με την ευρεία έννοια είναι. Ωστόσο, αν ο Αριστοτέλης κυρίως, ο τελευταίος των σημαντικών συγγραφέων που γράφει για το γεγονός, έχοντας διαβάσει προφανώς όλους τους προηγούμενους, παρουσιάζει τα πραγματικά κίνητρα, προσωπικά κατ’ αυτόν, των δύο πρωταγωνιστών της πράξης στο κατεξοχήν έργο του πολιτικής σκέψης, Τα πολιτικά, κινείται από την ανάγκη να δείξει τις συνέπειες της τυραννίας ως πολιτεύματος. Δηλαδή, μέσα σε αυτό το πολίτευμα θέλει να πει, είναι δυνατόν οι άνθρωποι να εξεγείρονται και για «προσωπικούς» λόγους. Και στο χωρίο των Πολιτικών, για το οποίο έδωσα την παραπομπή παραπάνω, ο Αριστοτέλης παραθέτει πραγματικά γεγονότα τέτοιου χαρακτήρα που συνέβησαν και σε άλλες πόλεις τυραννικής διακυβέρνησης.
Οι σύγχρονοι αναλυτές και μεταφραστές οι οποίοι βλέπουν στα γραπτά του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη την επιδίωξη ν’ ανασκευάσουν το μύθο ή το θρύλο των τυραννοκτόνων, κάνουν λάθος. Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δύο συγγραφέων έγκειται απλώς στο να επισημάνουν την πραγματική διάσταση της δολοφονίας του Ίππαρχου, η οποία δεν ήταν ίσως αυτή που της έδωσε ο θρύλος. Ωστόσο, ούτε η «τετραγωνικώτατη» απόδειξη του Θουκυδίδη ούτε και η επιστήμη, όπως τις βλέπει ο Συκουτρής, δεν θα μπορούσαν ν’ απαντήσουν στις αιτίες τέτοιων δημιουργιών του ανώνυμου συλλογικού. Η «θρυλουμένη ελευθεροφροσύνη», αποτελεί μια τέτοια δημιουργία. Θέλω επιπλέον να πω στον μεγάλο Ιωάννη Συκουτρή ότι δεν υπάρχει pure ελευθεροφροσύνη (pure, σημαίνει εδώ καθαρή, μη αναμεμειγμένη με τίποτε άλλο, αφηρημένη, ιδεατή). Ο καθείς διεκδικεί την ελευθερία του σε κρίσιμες σφαίρες της ζωής του· έστω και της ζωής του της «στενά» προσωπικής. Αλλιώς, η πολιτική είναι pure, αιθέρια, διεκδίκηση … της εξουσίας. Των χειμερινών ανακτόρων.
Τέλος, εξαιρουμένου απολύτως του Συκουτρή, όπως το βλέπουμε από το χωρίο που παρέθεσα και όπως το ξέρουμε από το έργο του[8], βλέπουμε καθαρά στους σύγχρονους ερμηνευτές και μεταφραστές αυτό που θα λέγαμε σήμερα ομοφοβία, ενώ ούτε ίχνος από κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στους αρχαίους συγγραφείς. Το στυλ των σύγχρονων αναλυτών, για να το διατυπώσω με απλά λόγια, είναι το εξής : «Έλα μωρέ, από ερωτική αντιζηλία σκότωσαν τον Ίππαρχο, και όχι επειδή ήταν τύραννος.» Τυραννοκτονία ή όχι, ο νεκρός ήταν ωστόσο τύραννος.
Και πριν ολοκληρώσουμε φτάνουμε ώς τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Στο βιβλίο του, Η Πόλις και οι νόμοι, αναλύοντας τη φιλίαν ως κύριο στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων στην αρχαία Ελλάδα, και τύπο σχέσης που μπορεί να ευδοκιμήσει και ν’ αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα, γράφει : «Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί ν’ ανεχθεί τη φιλίαν. […] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις για τυραννοκτόνους φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στην πολύ γνωστή περίπτωση του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα», σελίδες 266-267. Όλα, σχεδόν, τα λέγει εδώ ο μεγάλος στοχαστής, μόνο ένα αποσιωπά, πολύ σημαντικό και κρίσιμο, το γεγονός ότι ο «Αριστογείτων ήτον εραστής του Αρμοδίου», όπως έγραφε από το 1934 τουλάχιστον ο Συκουτρής, του οποίου ο Καστοριάδης είχε παρακολουθήσει τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Φύλλο συκής η λέξη φίλοι στην πένα του μεγάλου στοχαστή, για να μη γράψει εραστές. Θα επανέλθω με λίγα λόγια παρακάτω.
Μετά την ανάλυση του γεγονότος στην πόλιν των Αθηναίων, το ερώτημα τίθεται τώρα αυστηρά και όχι αυθόρμητα. Υπάρχει σύγκριση, δηλαδή είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση, και να βρεθούν αντιστοιχίες, ανάμεσα στους δύο φόνους ;
Το φονικό της επαρχίας, θαμμένο στη σιωπή και στην υποκρισία, δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν αποτέλεσε, δημόσιο γεγονός. Έγκλημα υπήρξε, διότι υπάρχει Ο Γιάννης ο φονιάς. Στα ψιλά του αστυνομικού δελτίου των εφημερίδων θα πέρασε, όπως και η συνέχειά του, η δίκη του Γιάννη. Κάποιος κόσμος, όχι απαραίτητα οι αναγνώστες των εφημερίδων, θα έμαθε ποιον σκότωσε ο Γιάννης και γιατί. Μα ώς εκεί· η ιστορία αυτή, οικογενειακής τραγωδίας, κλείνει εδώ. Τάφος σιωπής την σαπίζει. Το φονικό της επαρχίας, δεν είναι ούτε πολιτικό γεγονός, με τη στενή τουλάχιστον έννοια. Με βάση τα παραπάνω, σύγκριση των δύο φόνων, δεν είναι δυνατόν να γίνει.
Και όμως ! Υπάρχει αναμφίβολα ένα στοιχείο που αναδύεται αναπάντεχα κάποια χρόνια μετά. Είναι το ποίημα του Νίκου Γκάτσου, που έγινε τραγούδι από έναν Μάνο Χατζιδάκι, και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο Αθανασία, του 1976. Είναι το ποίημα που μας έδωσε το ωραίο ταξίδι της ανάλυσής του.
Ακόμα κι αν είχε στο νου του ένα πραγματικό γεγονός, ο Νίκος Γκάτσος με το ποίημα τραγούδι Ο Γιάννης ο φονιάς, το οποίο καλλιτεχνεί από την αρχή μέχρι το τέλος ως αινιγματικό και «συνωμοτικό», αναδεικνύει ένα δημόσιο, πολιτικό, και τελικά πλήρως κοινωνικό ζήτημα. Ελπίζω να το έδειξα με την ανάλυσή μου. Είναι το βαθύ θέμα του έρωτα στη μίζερη ζωή της νεοελληνικής επαρχίας.
(Σαράντα χρόνια μετά – 1975 ας πούμε ο Νίκος Γκάτσος, 2015 ένας άλλος ποιητής του τραγουδιού – ο Μάνος Ελευθερίου, αναδεικνύει σπαραχτικά το ίδιο ζήτημα. Διαβάστε σας παρακαλώ το ποίημα Στη χώρα των αθώων. Εμπνευσμένο από πραγματικό γεγονός, κατά την ίδια την ομολογία του ποιητή. Για το πραγματικό γεγονός γράφω στο πρώτο κείμενο του μικρού παραρτήματος που ακολουθεί.)
Αρχίζω να διαμορφώνω την απάντησή μου στο ερώτημα που έθεσα στην κορυφή αυτών των γραμμών. Μέσα στην πνιγηρή άπνοια κριτικής κοινωνικής σκέψης στη Νέα Ελλάδα, σε φοβερή αντίθεση με την αρχαιοελληνική δημιουργία, υπάρχουν ποιητές που έχουν κάτι να μας πουν. Δεν υπάρχει κανείς Αριστοτέλης, ούτε θα υπάρξει μάλλον στο μέλλον, υπάρχουν όμως ποιητές δεμένοι με το τραγούδι, που είναι η πιο έξοχη καλλιτεχνική και στοχαστική δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνίας. Αυτοί οι τραγουδοποιοί ποιητές θέτουν το ζήτημα της νεοελληνικής επαρχίας, που είναι απ’ ό,τι φαίνεται όλη η νεοελληνική κοινωνία. Εντούτοις, το ότι ο κυρ Νίκος δεν τολμά να είναι πιο σαφής, και αυτό κάτι λέει. Φανερώνει τα όρια της κριτικής της κοινωνίας μέχρι τώρα.
Ας μπούμε σε ακόμα πιο βαθιά νερά. Άπατα. Το ζήτημα που θέτουν οι τραγουδοποιοί ποιητές είναι η ελευθερία του έρωτα. Ως προς τον έρωτα όμως ούτε ο Αριστοτέλης είναι τόσο θερμός.[9] Ενώ στοχαστές του ύψους της Χάννας Άρεντ και του Κορνήλιου Καστοριάδη δεν τον αγγίζουν καν. Παράξενο μεν. Αληθέστατο δε. Να τα τεράστια ερωτηματικά, ανυποψίαστα στο ξεκίνημα, που άνοιξε η ανάλυση του περίτεχνου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου. (Και αφήνω για την ώρα τη γνώμη που έχω για το σύνολο του έργου του. Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα.)
Έχω από καιρό διατυπώσει τούτη την άποψη. Αν γραφτεί η ανθρώπινη ιστορία από την οπτική γωνία του έρωτα, όλα αλλάζουν. Η ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, των ανθρώπινων κοινωνιών, δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, είναι μια τρομαχτική δεινή πολυμορφία θρησκειών, οικογενειών, εκπαίδευσης, παιδείας, εργασίας, έρωτα, φιλίας, δημιουργίας καλλιτεχνικής και στοχαστικής, και πολλών άλλων πραγμάτων. Ο έρωτας, το χαϊδεμένο παιδί της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι το ξεχασμένο, απωθημένο στην ουσία, θέμα της ιστορίας, και όλων των ανθρωπιστικών σπουδών.
Λαϊκό τραγούδι
Το ταξίδι με αφετηρία την ανάλυση ενός λαϊκού τραγουδιού, φτάνει προσωρινά στο τέλος του. Λαϊκό τραγούδι, νεοελληνικό κοινωνικό τραγούδι· να κάτι κοινό με το δήμον των Αθηναίων. Η πράξη των εραστών Αρμόδιου και Αριστογείτονα, έγινε έμπνευση για σκόλια, δημώδη άσματα των αρχαίων Αθηναίων. Κι είναι πολύ ενδεικτικό ότι ο δημιουργός των τραγουδιών αυτών, το ανώνυμο συλλογικό, εμπνέεται διότι θεωρεί την πράξη τους τυραννοκτονία, πράξη πολιτική υπέρ της ισονομίας.
Εν μύρτου κλαδί το ξίφος φορήσω Μέσα σε κλωνάρι μυρτιάς θα κρατώ το ξίφος μου
ώσπερ Αρμόδιος κ’ Αριστογείτων όπως ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτονας
ότε τον τύραννον κτανέτην όταν σκότωσαν τον τύραννο
ισονόμους τ’ Αθήνας εποιησάτην κι έφεραν την ισονομία στην Αθήνα
Η φιλολογία για τους στίχους αυτούς είναι ατελεύτητη.[10] Ο Αριστοφάνης, πέρα από την παραπομπή λίγες σελίδες παραπάνω, τους αναφέρει και στις κωμωδίες του : Αχαρνείς, στίχοι 980 και 1093, και Σφήκες, στίχοι 1225-1226. Δεν θα γράψω για την ισονομία, η οποία θεωρείται η αρχική ονομασία της δημοκρατίας, και κάτι υπέρτερο από αυτή, διότι δεν περιέχει τις έννοιες άρχω και κρατώ, που δίνουν μοναρχία, ολιγαρχία, και δημοκρατία. Η παρατήρηση αυτή δίνει το δικαίωμα στην Χάννα Άρεντ να υποστηρίξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήξεραν τη διαίρεση κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, την οποία εισήγαγαν στην πολιτική σκέψη ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, αντιγράφοντας την οργάνωση του οίκου. Έχω γράψει αλλού για τη γόνιμη αυτή ιδέα της μεγάλης πολιτικής στοχάστριας. Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται πολλή συζήτηση. Κάνει οπωσδήποτε σοβαρό λάθος ως προς τον Πλάτωνα, και σοβαρότατο ως προς τον Αριστοτέλη ο οποίος, από τις πρώτες κιόλας φράσεις των Πολιτικών του, αναφέρει σαφέστατα τη διάκριση οίκου και πόλεως. Αναφέρω μόνο την κατάληξή μου. Η σκέψη της Χάννας Άρεντ μας ωθεί να σκεφτούμε τη δυνατότητα μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση. Όχι ακυβέρνητης, και χωρίς αυτό που ο Καστοριάδης ονόμασε ρητή εξουσία, ύπαρξη δηλαδή ρητή νόμων. Αλλά χωρίς αυτό που λέμε πολύ απλά και φυσικά σήμερα κυβέρνηση, λες και είναι ασυζητητί το άπαν της πολιτικής. Χωρίς μια συγκεντρωτική κεντρική «εξουσία», μικρού αριθμού ανθρώπων με έναν επικεφαλής, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ασκούν αυτή την αντιδημοκρατική εξουσία βάσει λαϊκής εντολής.
Θα γράψω όμως μόνο μια ευτράπελη ερμηνεία του πρώτου στίχου, για να τελειώσουμε με γέλιο. Επειδή, κατά τας γραφάς, οι τυραννοκτόνοι δεν έφεραν ξίφος, αλλά εγχειρίδιον (Θουκυδίδης). (Στιλέτο, θα λέγαμε σήμερα. Που δεν θα χρειαζόταν ελατήριο αφού … το ελατήριο ήταν ερωτικό.) Το ξίφος άλλωστε δεν χωρά, για να κρυφτεί, σε κλαδί μύρτου. Επειδή οι λέξεις σκίφος, ξίφος, σημαίνουν επίσης το ανδρικό όργανο, και η λέξη μύρτος το γυναικείο αιδοίο[11]. Επειδή, τέλος, ο χρόνος του ρήματος φέρω (φορήσω), σε αυτόν το στίχο, σημαίνει θα φέρω συχνά ή συνήθως, επανάληψη και συνήθεια. Για όλους αυτούς τους λόγους, σοφοί αναλυτές σκέφτηκαν ότι ο στίχος αυτός σημαίνει συμβολικά, αλληγορικά, την (ετεροφυλόφιλη) ερωτική πράξη.
Εν μύρτου κλαδί το ξίφος φορήσω Μέσα στο μύρτο κρύβεται συχνά το πουλί μου.
Έχω γράψει ότι η κρατική ιδεολογία της «ιστορικής συνέχειας» καταργεί στην ουσία την αρχαιοελληνική δημιουργία.[12] Μας λένε συνεχώς ότι το λαϊκό τραγούδι έχει ως βάση τη βυζαντινή μουσική. Ξένοι μελετητές, πολύ πιο αντικειμενικοί και αμερόληπτοι, καλύτερα ενημερωμένοι, σκέφτονται το αντίθετο. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι οι ρίζες του είναι πολύ πιο βαθιές.[13] Ωστόσο, το νεοελληνικό λαϊκό και βαθιά κριτικό κοινωνικό τραγούδι, είναι πρωτότυπη αυθεντική δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνίας· τραγούδι των πόλεων, με παλιές ρίζες και αφετηρίες, που εμφανίζεται ας πούμε κατά την αρχή του εικοστού αιώνα. Ένα τέτοιο τραγούδι αναλύσαμε. Και έπεται συνέχεια. Για να δούμε επιτέλους τι πραγματικά δημιούργησε το έξοχο η νεοελληνική κοινωνία στα 200 χρόνια από τη δημιουργία της. Τι δημιούργησαν κυρίως οι απλοί άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, συνυφαίνοντας τις αντιφάσεις της ζωής με το φιλότιμο και το γλέντι.
Επίλογος
Νεο-ελληνική κοινωνία ! Ένα ψέμα. Αφού το ελληνική είναι προβληματικό, το νεο- είναι το απόλυτο ψέμα. Και το ελληνική είναι προβληματικό, διότι στην ουσία είναι ελληνο-χριστανική, δηλαδή επακριβώς χριστιανική. Η χριστιανοσύνη ως στοιχείο «εθνικής ταυτότητας» υπερέχει, «διακυβερνά τα της ψυχής άπαντα».
Τι θα σήμαινε άλλωστε χωρίς ψέμα νέα ελληνική κοινωνία ; Nέα ελληνική κοινωνία, αν σημαίνει κάτι θα μπορούσε να είναι μια κοινωνία που δεν φυλακίζεται στο παρελθόν της, και μάλιστα με διπλοσφράγιστες πόρτες. Μια κοινωνία πολιτική, ούτε αρχαιόπληκτη ούτε βυζαντινοκρατούμενη χριστιανικής ορθοδοξίας. Μια κοινωνία που έχει μια άλλη σχέση με το παρελθόν, σχέση ελευθερίας, και όχι τυφλής υποταγής που είναι η θρησκευτική ετερονομία. Μια νέα κοινωνία, νέα δημιουργία.
Χωρίς να πέφτουμε στον μονισμό, στο μόνο αίτιο ή στον μοναδικό παράγοντα, καθοριστικά στοιχεία υπάρχουν στην ιστορία. Στοιχεία-επιλογές που συνενώνουν πολλούς παράγοντες και έχουν πολλές συνέπειες. Το καθοριστικό στοιχείο υπήρξε ο ιστορικός συμβιβασμός της κατασκευής της «εθνικής ταυτότητας» της κοινωνίας μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους ως σύνθεση του «ελληνισμού» και ταυτοχρόνως του «χριστιανισμού» : Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών ![14]
Σας καθησυχάζω, δεν προτείνω ν’ αλλάξουμε όνομα, μόνο μυαλά. Ούτε προτείνω την αρχαία Ελλάδα ως μόνη αναφορά. Σκέφτομαι όμως ότι θα ήταν δυνατόν να έχουμε θέσει το ερώτημα : τι είμαστε εμείς σήμερα. Ποτέ δεν είναι αργά· μπορούμε πάντα να το επιχειρήσουμε. Και ίσως να είχαμε απαντήσει ότι είμαστε ένας πολιτικός λαός, με γλώσσα δημοτική και δημοκρατικούς θεσμούς. Όχι ! πρέπει να ξεχάσουμε την κατηγορία «λαός», διότι είναι φυλετική[15]. Το διατυπώνω καλύτερα. Θέλουμε να είμαστε μια πολιτική κοινωνία με δημοκρατικούς θεσμούς.
Η θρησκεία ελεύθερη, οι θρησκείες ελεύθερες, στην πολιτική κοινωνία των δημοκρατικών θεσμών. Και η θεσμισμένη Εκκλησία, η Εκκλησία της Ελλάδος, στο ρόλο της. Χωρίς όμως την παρανοϊκή ιδέα της αναγνώρισης της θρησκείας της Ανατολικής Ορθοδόξου Θρησκείας του Χριστού ως συστατικού στοιχείου αυτού που ονομάζουν εθνική ταυτότητα.
Στην Ελλάδα, έχουμε κάτι περισσότερο από θρησκεία (θεσμισμένη θρησκεία) και από Εκκλησία (θεσμισμένη ως Εκκλησία της Ελλάδος). Έχουμε, δηλαδή, κάτι περισσότερο από επίσημη θρησκεία (ή επικρατούσα θρησκεία κατά τη διατύπωση του Συντάγματος). Κάτι περισσότερο ακόμα και από μοναδική θρησκεία. Στην Ελλάδα έχουμε μία συγκεκριμένη θρησκεία, για την ακρίβεια ένα συγκεκριμένο δόγμα, που ονομάστηκε γενικώς Ορθοδοξία, το οποίο διεκδικεί και προφανώς πέτυχε πλήρως ν’ αποτελεί στοιχείο θεμελιώδες και ομοούσιο της «εθνικής ταυτότητας». Επαναλαμβάνω, το σύνθημα της δικτατορίας, λέγει όλη την αλήθεια : Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.
Η σκέψη έρχεται αμέσως· αυτό που έγραψα παραπάνω, στη σημείωση 13, για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, είναι ανεπαρκές. Αν θέλουμε να γίνουμε πολιτική κοινωνία και δημοκρατική, ελεύθερων πολιτών, δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η σαφέστατα ολοκληρωτική συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας ως προς τη θρησκεία.
Αυτό σήμερα είναι δυνατόν. Και όμως λένε ακόμα οι πολλοί όχι, συμμετέχοντας στην απάτη της κατασκευασμένης ταυτότητας. Δεν γνωρίζω αν είναι οι περισσότεροι, διότι ποτέ δεν συζητήθηκε ουσιαστικά το ζήτημα αυτό. Ξέρω, ανεπαρκώς όμως, την υπόθεση της αστυνομικής ταυτότητας.[16]
Η «ταυτότητά» μας, να μην είναι ούτε αρχαιοπληξία εθνικιστική («Εμείς οι Έλληνες είμαστε οι πιο σπουδαίοι στον πλανήτη γη.»), ούτε θρησκευτική («Ο Έλλην είναι χριστιανός ορθόδοξος.»). Να είναι απλώς πολιτική· θεμελιωμένη σε διακηρυγμένες αρχές, με ισχυρότατο θεμέλιο το αχώριστο δίπολο ελευθερία-ισότητα. Αρχές : αστείρευτες πηγές έμπνευσης και δημιουργίας· για να συμπληρώνεται πάντοτε το ερώτημα : ποιοι είμαστε ; με το αξεχώριστο και πού πάμε ;[17] Αυτό το απλό προτείνω. Είναι σήμερα δυνατόν.
Νεο-ελληνική γλώσσα ! (Είναι επίσημη διά νόμου η ονομασία αυτή. Νόμος 309/1976.) Ελληνική μεν, νέα δε ! Δηλαδή, τι ; Τίποτα ! Ψέμα ! Και υποκρισία !
Αναλύω πώς αντιμετωπίζω το ζήτημα της γλώσσας στο κείμενό μου, το οποίο αναφέρω στη σημείωση 2. Για να εξηγήσω όμως το νόημα αυτών των «θαυμαστικών» φράσεων αυθόρμητης γραφής, αρκούμαι στα παρακάτω. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια νεοελληνική γλώσσα, συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, αυτό δεν αρκεί καθόλου για να φτιάξει «εθνική ταυτότητα»· μέσα στην αέναη κίνηση της κοινωνίας, χωρίς την ακινησία της «ταυτότητας» και την υπεροψία του «εθνικού», η έννοια αυτή διατυπώνεται δυναμικά με τη φράση : ποιοι είμαστε και πού πάμε. Διότι η γλώσσα είναι φορέας σημασιών. Με ποια «γλώσσα», λοιπόν, θα μιλήσουμε, δηλαδή με ποιες σημασίες ; Με την αττική (της φιλοκαλίας, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας), με την ευαγγελική (της θεοκρατικής αυτοκρατορίας), ή με αυτή του Ανωνύμου του Έλληνος ;[18]
Τίποτα ! Ψέμα ! Και υποκρισία ! Έτσι οικοδομήθηκε και οικοδομείται η κοινωνία και η ζωή μας σε αυτή !
Αχ, για τα ήθη δεν μιλάμε … εκτός και αν πρόκειται για τα ήθη των άλλων ! Χωριό η νεοελληνική κοινωνία, ένα ψέμα. Τι την ψάχνεις, τη δουλειά, γιατί πήγε στη φυλακή ; Αφού κανείς δεν θέλει να μιλήσει για το φονικό. Και κανείς συγγενής – οικογένεια, η άλλη μιζέρια – να πει δεν βρήκε λέξη. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει, ενώ όλοι ξέρουν. Υποκρισία κοινωνική απαίσια και σιωπή ενοχής. Αν ήταν στο διπλανό σπίτι, ή στο διπλανό χωριό, όλοι θα μιλούσαν και θα ’ριχναν πέτρες.[19]
Η μίζερη ζωή της ελληνικής επαρχίας, ακόμα σήμερα που μιλάμε. Πώς να ζήσουν και να προκόψουν σε αυτή οι νέοι ; Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της Νέας Ελλάδος στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Η νέα αττική τραγωδία, ή ιλαροτραγωδία. Η νέα Αττική Οδός.
Και όμως, έχει πλοίο για σε, έχει οδό. Το ερώτημα ποιοι είμαστε και πού πάμε, είναι ανοικτό.
νίκος ηλιόπουλος
Παρίσι, Ιούλιος 2020 – Απρίλιος 2021
[1] Βρίσκομαι σε περίσκεψη για τον γενικό τίτλο που οφείλω να δώσω στο νεοελληνικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει η ονομασία αυτή να συμπυκνώνει όσο γίνεται πιο πιστά τις απόψεις που διαμόρφωσα και υποστηρίζω μετά τη μακρόχρονη και ατέλειωτη έρευνά μου για το τραγούδι αυτό. Τι πάθος ατελείωτο ! Δεν σας κρύβω ότι ταλαντεύτηκα αν θ’ αφαιρέσω τον όρο λαϊκό, όχι τίποτε άλλο, μα για να το διευρύνω και να το απλώσω. Να το αποκαθαίρω επίσης από κάθε λαϊκισμό, ηθελημένο ή αθέλητο. Νεοελληνικό είναι από τη χρονολογική άποψη το τραγούδι αυτό. Το κύριο χαρακτηριστικό του, όμως, από την άποψη του περιεχομένου του, είναι ο κριτικός κοινωνικός του χαρακτήρας. Άρα ένας τίτλος όπως νεοελληνικό κοινωνικό τραγούδι, δεν θα ήταν άσχημος. Έτσι το λαϊκό, που αναφέρεται κυρίως στην προέλευση των δημιουργών του και στους ανθρώπους που το αγάπησαν, διευρύνεται με την ανάδειξη του καθολικού εύρους της εξαίσιας αυτής νεοελληνικής δημιουργίας· αγκάλιασε την κοινωνία και τραγούδησαν μαζί τα λάθη και τα πάθη τους. Τι πάθος ατελείωτο που είναι η κοινωνία.
[2]. Παραπέμπω στο κείμενό μου, «Ας επινοήσουμε ξανά τον έρωτα», που δημοσιεύτηκε στο συλλογικό βιβλίο Δώδεκα ερωτικές διαδρομές, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Πηγή, Μάρτος 2016, και υπάρχει στην ιστοσελίδα μου Δημοκρατική σκέψη : nicosiliopoulos.blogspot.com
[3]. Είναι το θέμα που εξετάζω στο κείμενό μου Το εθνικιστικό φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας.
[4]. Έψαξα, για πρώτη φορά ομολογώ, για βιβλία τα οποία ν’ αναφέρονται στην ιστορία της ιδιωτικής ζωής στη νεοελληνική κοινωνία – είδος που ανθεί στη Γαλλία. Για την ώρα δεν βρήκα.
[5]. Παραθέτω ενδεικτικά ένα βιβλίο του. Προς το παρόν Κείμενα για τα σύγχρονα ήθη, Πλέθρον, 1990.
[6]. Στη Γαλλία, έγκυρες κοινωνιολογικές έρευνες, αλλά και η ίδια η πραγματικότητα, μαρτυρούν ότι, στις περιπτώσεις βιασμών ανηλίκων, οι βιαστές είναι στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος των θυμάτων.
[7]. Πλάτωνος Συμπόσιον Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της «Eστίας», πρώτη έκδοση 1934, εικοστή τέταρτη έκδοση 2012, σελίδα 50, σημείωση 1.
[8]. Αρκεί και μόνο η Εισαγωγή του, 255 σελίδων, στο βιβλίο Πλάτωνος Συμπόσιον, το οποίο αναφέρω στη σημείωση 6.
[9]. Βλέπε, στο βιβλίο μου Προς μια αυτόνομη κοινωνία, σελίδα 55 και σημείωση 57.
[10]. Ας μου επιτραπεί να σας γνωρίσω τούτο το βιβλίο της μεγάλης συγγραφέως. Marguerite Yourcenar, La Couronne et la Lyre. Poèmes traduits du grec, Paris, Gallimard, 1979.
[11]. Μια σύγχρονη ποιητική ονομασία του, βρίσκουμε στους παρακάτω υπέροχους στίχους, από την Αμοργό, του Νίκου Γκάτσου που μελοποίησε και τραγουδά ο Μάνος Χατζιδάκις : Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη / Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι / Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της.
[12]. Βλέπε, στο βιβλίο μου Άλλες στάσεις ζωής, σελίδες 76-84.
[13]. Η ενημέρωσή μου προέρχεται από συνεχείς έρευνες στο διαδίκτυο, δεδομένου ότι οι ερευνητές της αρχαίας ελληνικής μουσικής ανακαλύπτουν συνεχώς νέα στοιχεία.
[14]. Αυτό, γύρω στα 1900, ως συμβολική χρονολογία, είχε λήξει. Και αυτό οδήγησε, συν τοις άλλοις, στη λεγόμενη Μικρασιατική καταστροφή. Και στην ήττα της Μεγάλης Ιδέας, όχι όμως στην υπέρβαση της μεγάλης ιδέας για τον εαυτόν μας. Μου αναφέρουν φίλοι το 1941-1944 και τον εμφύλιο. Εκεί παίχτηκαν άλλα πράγματα. Όχι η εθνική μας «ταυτότητα». Καλύτερα να μην τα αναφέρουμε. Ολοκληρωτική κοινωνία, δορυφορική ή όχι. Πριν σαράντα χρόνια, υπήρξε η είσοδος στην τότε ΕΟΚ, που εξελίχτηκε σε Ευρωπαϊκή ένωση. Εφόσον ούτε αυτή η ένταξη δεν οδήγησε στον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, να δούμε τι επιτέλους θα οδηγήσει σε αυτόν.
[15]. Σκέφτομαι πάντοτε την περίφημη και ημαρτημένη διατύπωση του Καστοριάδη : «η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.», και θέτω πάντα το ερώτημα : ποιος είναι επιτέλους αυτός ο «λαός» ; Ποια είναι αυτή η ατελείωτη και ανεξάντλητη κατηγορία πολιτικής σκέψης, «λαός» ; Τελείωσε η πολιτική του ζωή, εδώ και 2425 συναπτά έτη, αλλά αυτός συνεχίζει να υπάρχει. Ως τι ; Αν δεν αποτελεί πολιτική οντότητα, ούτε καν πολιτισμική παρά τους μύθους της ιστορικής συνέχειας, τότε το μόνο που μένει ως «λαός» είναι η φυλετική οντότητα. Όπερ άτοπον. Στην περαιτέρω ανάλυσή του μετά την παραπάνω διατύπωση, ο Καστοριάδης σκέφτεται με όρους ανελευθερίας του «ελληνικού λαού», επειδή ζούσε υπό ξένες κατοχές. Θέση τελείως διαφορετική από την ιδεολογία της ιστορικής συνέχειας, θέση όμως επίσης τελείως προβληματική. Η ιδεολογία βλέπει αρχαιοελληνικό ελληνικό λαό, βυζαντινό χριστιανικό λαό, τουρκοκρατημένο χριστιανικό λαό· και νεοελληνικό λαό, χριστιανικό και ορθόδοξο και αυτόν. Μία ψυχή, ένα δαιμόνιον, μία γλώσσα, ένα πνεύμα (αντίστασης, λέγει ο Νίκος Σβορώνος), ένας ελληνισμός. Ο μεγάλος στοχαστής βλέπει έναν κατακτημένο λαό, δίχως πολιτική ζωή επιπλέον. Τι είναι επιτέλους αυτός ο «λαός» ; Ποιες φαντασιακές σημασίες τον συνέχουν στην κοινωνική του ζωή ;, για να θέσουμε το ερώτημα που επιβάλλει η ίδια η θεωρία του Καστοριάδη. Δεν μένει παρά η φαντασιακή σημασία της οντότητας «Γένος» (ή Φυλή ή αναχρονιστικά Έθνος), οντότητας κενής περιεχομένου ή – το ίδιο είναι – αλλοπρόσαλλου περιεχομένου. «Λαός-Γένος», ο αυτός το 404 π.Χ, «Λαός-Έθνος ή Φυλή», ο αυτός το 2021. Για την φράση που παρέθεσα παραπάνω, βλέπε στο βιβλίο, Του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδόσεις Πόλις, 2001, σελίδα 25.
[16]. Είχα γράψει τότε ένα κείμενο· θα υπάρχει στα χαρτιά μου. Το βρήκα μετά πολύ ψάξιμο. Το παραθέτω στο παράρτημα με μια μικρή συμπλήρωση.
[17]. Έχω βάλει πάντα τη λέξη ταυτότητα μέσα σε εισαγωγικά για αυτόν ακριβώς το λόγο· ταυτότητα είναι κάτι στατικό και αναλλοίωτο, όπως περίπου η αστυνομική ταυτότητα (έτος γεννήσεως, τόπος γεννήσεως, φύλο άρρεν ή θήλυ, ιθαγένεια ελληνική· και πριν λίγα χρόνια θρήσκευμα : χριστιανός ορθόδοξος). Η αέναη κίνηση της κοινωνίας μάς ενδιαφέρει, και οι δημιουργίες της· και μας οδηγούν σε μια κοινωνία που έχει ως «ταυτότητα» να μην έχει ταυτότητα.
[18]. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, εν Ιταλία 1806.
[19]. Για όλα, σχεδόν, τα κουσούρια της νεοελληνικής κοινωνίας, έχουν μιλήσει. Ποιος θα μιλήσει για το κουτσομπολιό ; Μορφή (πανανθρώπινη ;) σκληρού κοινωνικού ελέγχου, κακόβουλος και συχνά συκοφαντικός σχολιασμός των πράξεων και της συμπεριφοράς τρίτων. Με παρηγορεί ακόμα μια φορά το υπέροχο λαϊκό τραγούδι Ντουνιά ανακριτή, του Απόστολου Χατζηχρήστου.
όλα τα σφάζεις»
Μάνος Ελευθερίου, 2015,
τραγούδι Στη χώρα των αθώων,
μουσική Μίλτος Πασχαλίδης, 2020.
https://www.youtube.com/watch?v=DpA43VOJejA
Ο Γιάννης ο φονιάς ή Ο έρωτας στη νεοελληνική επαρχία
Ο Γιάννης ο φονιάς, (συλλαβές 6)
παιδί μιας Πατρινιάς (συλλαβές 6)
κι ενός Μεσολογγίτη, (συλλαβές 7)
προχτές την Κυριακή, (συλλαβές 6)
μετά τη φυλακή (συλλαβές 6)
επέρασ’ απ’ το σπίτι. (συλλαβές 7)
Του βγάλαμε γλυκό, (συλλαβές 6)
του βγάλαμε και μέντα, (συλλαβές 7)
μα για το φονικό (συλλαβές 6)
δεν είπαμε κουβέντα. (συλλαβές 7)
Μονάχα το Φροσί, (συλλαβές 6)
με δάκρυ θαλασσί (συλλαβές 6)
στα μάτια τα μεγάλα, (συλλαβές 7)
του φίλησε βουβά (συλλαβές 6)
τα χέρια τ’ ακριβά (συλλαβές 6)
και βγήκε από τη σάλα. (συλλαβές 8)
Δεν μπόρεσε κανείς (συλλαβές 6)
τον πόνο της ν’ αντέξει (συλλαβές 7)
κι ούτ’ ένας συγγενής (συλλαβές 6)
να πει δεν βρήκε λέξη. (συλλαβές 7)
Κι ο Γιάννης ο φονιάς (συλλαβές 6)
στην άκρη της γωνιάς (συλλαβές 6)
με του καημού τ’ αγκάθι, (συλλαβές 8)
θυμήθηκε ξανά (συλλαβές 6)
φεγγάρια μακρινά (συλλαβές 6)
και τ’ όνειρο που εχάθη. (συλλαβές 8)
Ομοιοκαταληξία άψογη. Ποίημα τραγούδι. Χασάπικο.
Πρωτοτυπία : δύο διαφορετικά ρεφραίν.
Το ποίημα είναι αφήγηση· όπως πολλά ποιήματα στο λαϊκό τραγούδι.
Ο αφηγητής ή η αφηγήτρια μιλά σε πληθυντικό (του βγάλαμε …) που εμπερικλείει όλους τους παρευρισκόμενους συγγενείς στην ίδια ευθύνη, στην ίδια ενοχή, την απολύτως ανομολόγητη όμως : «Τι άλλο θέλετε ; Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα.» Μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα. «Μη ζητάτε πολλά.» Ατμόσφαιρα ένοχης σιωπής. Τρομερής υποκρισίας που εξαγοράζεται μ’ ένα κέρασμα. (Φίλεμα το έλεγε η μάννα μου, όταν γινότανε στο σπίτι. «Τι να σε φιλέψω ;», ρωτούσε έναν επισκέπτη.)
Μόνο το Φροσί «μιλά»· με δάκρυ μόνο και φιλί, όμως. Η χειρονομία είναι τόσο σπαραχτική, που οι συγγενείς χύνουν και αυτοί δάκρυα (;). Αναγνωρίζουν τον αβάσταχτο και δίκαιο πόνο της. Η ένοχη υποκρισία τους υπερτερεί όμως ακόμα. Κατανικά τα πάντα. Κανείς συγγενής δεν βρήκε έστω μια λέξη να πει, ούτε καν έναν παρηγορητικό ή καθαρτικό λόγο, λες και τα καθόριζε όλα ο σιδερένιος νόμος μιας σάπιας ηθικής. Ηθική της σιωπής της μίζερης επαρχίας.
Με την ευκαιρία μιας ενημέρωσης που μου έστειλε ο φίλος μου ο Γιάννης, στην οποία αναφέρεται ότι το ποίημα αυτό του Νίκου Γκάτσου στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, αποφάσισα να γράψω επιτέλους ένα μικρό δοκίμιο για αυτό το τραγούδι το οποίο σκέφτομαι χρόνια πολλά. Το μικρό δοκίμιο αφιερώνεται στον Γιάννη.
Απάντησα αμέσως στον φίλο μου ότι, ακόμα κι αν είναι αλήθεια πως το ποίημα στηρίζεται σε συμβάν του αστυνομικού δελτίου, τούτο δεν έχει να μας πει πολλά για το «συνωμοτικό» τραγούδι του κυρ Νίκου. Σε συνέντευξή του, ο Μανώλης Μητσιάς λέγει ότι «πήρε φόρα» να τραγουδήσει δυνατά, «με δύναμη», ένα χασάπικο, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις του απάντησε : Όχι, θα το πεις συνωμοτικά. Και συμφώνησε, «αφού ακούμε πράγματι για κάποιον φονιά, αλλά δεν ξέρουμε ποιος είναι», όπως είπε.
Κατά τη γνώμη μου, όμως, το κύριο στοιχείο που δεν ξέρουμε, και η φαντασία μας μπορεί άνετα να φτερουγίσει ως προς αυτό όπου αυτή θέλει, είναι ο λόγος, η αιτία, του φονικού. Από τη μεριά μου, χρόνια πάσχιζα να καταλάβω περί τίνος ακριβώς πρόκειται, και τι θέλει να μας πει ο Νίκος Γκάτσος με το ποίημά του αυτό. Έφτιαξα μια δική μου εκδοχή, την οποία θ’ αναφέρω στη συνέχεια, αλλά θα επιδιώξω τώρα να ψάξω βαθύτερα, μήπως καταλάβουμε τους συμβολισμούς του μεγάλου ποιητή του νεοελληνικού λαϊκού[1] τραγουδιού, ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς.
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη
Πρώτοι στίχοι. Καταρχάς, δεν μπορεί να ’ναι τυχαίο το ότι ο ποιητής διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να παρουσιάσει την ταυτότητα του Γιάννη. Ευθύς εξαρχής.
Ποιος είναι γυιος ενός Μεσολογγίτη και μιας Πατρινιάς ;
Ε ! λοιπόν, θα μπορούσε να είναι ο Κωστής Παλαμάς.
Μα αυτό βόλευε το μέτρο και η ομοιοκαταληξία, θ’ απαντήσει κάποιος.
Ένσταση όχι και τόσο πειστική. Διότι ο κυρ Νίκος θα μπορούσε να γράψει :
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί Φιλιατρινιάς κι ενός Μεσοχωρίτη.
Κατά το ήμισυ, είμαι εγώ. Μόνο που με λένε Νίκο, όπως και τον Γκάτσο. Είναι απολύτως τυχαίο εξάλλου το ότι ο Κωστής Παλαμάς κι εγώ έχουμε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία : 13 Ιανουαρίου (1859, 1952).
Αν η υπόθεση, που θα παραμένει πάντα υπόθεση, στέκει, αν δηλαδή υπάρχει έμμεση αναφορά στον Κωστή Παλαμά, ας ψάξουμε να βρούμε το συμβολικό φονικό που έκανε, και ποια σχέση έχει αυτό με όλο το ποίημα. Πεδίον δόξης λαμπρόν ! Στο ποίημα Ο Τάφος, ο Κωστής Παλαμάς, αν κατάλαβα καλά, χαρακτηρίζει τον εαυτό του φονιά, διότι έφερε τον γυιο του στη ζωή για να … πεθάνει (στίχοι 349-360). Έστω και ποιητική αδεία, λίγο τραβηγμένο από τα μαλλιά.
Σε κάθε περίπτωση, ο ποιητής Νίκος Γκάτσος κρίνει σκόπιμο να μας δώσει το γενεαλογικό δέντρο κατά κάποιο τρόπο του φονιά, για να προσδιορίσει κυρίως έτσι τον τόπο κατοικίας του. Μάλλον το Μεσολόγγι και την ευρύτερη περιοχή.
προχτές την Κυριακή, μετά τη φυλακή, επέρασ’ απ’ το σπίτι
Ο Γιάννης πήγε φυλακή, έκανε φυλακή. Πλήρωσε. Το «μετά τη φυλακή» σημαίνει ότι απολύθηκε ακριβώς την ίδια μέρα ; Και η Κυριακή τι δουλειά έχει στο στίχο ; Από ποιο σπίτι πέρασε ;
Γράφω έχοντας κατά νου μια υποθετική εκδοχή πραγματικών συμβάντων, αλλά όπως ήδη είπα δεν μας φωτίζουν πολύ για τις προθέσεις του ποιητή.
Μετά τη φυλακή, μπορεί να σημαίνει ότι βγήκε μέσα στη βδομάδα, και διάλεξε να πάει στο σπίτι την Κυριακή που γίνονται συνήθως οι επισκέψεις. Αρχίζω να «υποψιάζομαι» ότι για τον ποιητή το θέμα είναι η μιζέρια της μονότονης ζωής που υποτίθεται πως διακόπτεται την πιο μονότονη και πιο συμβατική μέρα, την Κυριακή. Που είναι έτσι και η πιο μελαγχολική. Όλοι είναι μαζί !
Πάντως δεν πήγε στο σπίτι του, διότι πέρασε από σπίτι, και τον κέρασαν. Μάλλον ήταν το σπίτι του Φροσί. Και το Φροσί, ποια είναι ; Τι του είναι ;
του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα : από την παροιμιώδη αυτή φράση κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι.
Μιλά – αφηγείται – στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού μάλλον γυναίκα του σπιτιού. Όχι μόνο διότι η γυναίκα σερβίρει το φίλεμα, αλλά κυρίως διότι η γυναίκα διευθύνει τον οίκον επί των ηθών – την παντρειά παραδείγματος χάριν. Είναι η μητέρα του Φροσί ;
Η μιζέρια της επαρχίας. Σε κερνάνε γλυκό (του κουταλιού) και μέντα. Συμβατικότητα πνιγερή μέσα στην υποχρέωση να γίνει, και να γίνει πανομοιότυπα. Στυλ και ντεκόρ του ποιητή, για να πει το κύριο, το αποφασιστικό, τη δεύτερη, τη μεγάλη συμβατικότητα των ηθών της επαρχίας, γενικά αλλά και ειδικά. Δεν λέμε κουβέντα για ένα πράγμα, όχι διότι δεν έχουμε κάτι, και πολλά, να πούμε, αλλά διότι δεν θέλουμε να κακοκαρδίσουμε κανέναν, θέλουμε να τα έχουμε καλά με όλους, θύτες και θύματα. Μα δεν λέμε τίποτα επίσης διότι δεν έχουμε να πούμε κάτι που να έχει κάποιο νόημα, να συναντά κάπως τον κοινό νου, την κοινή λογική. Κυρίως όταν πρόκειται για ζήτημα, για γεγονός, που αγγίζει τα ήθη. Ε ! τότε η σιωπή κόβει φλέβες.
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα : από τη φράση κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται και το τοπίο μέσα στο οποίο κρέμεται. Αυτό που μόλις είπα ήθη, δεν είναι άλλο από τον έρωτα. Τοπίο όμορφο όταν φιλεύεις, απαγορευμένος τόπος όταν βγάζεις γλυκό και μέντα.
Το γρήγορο πέρασμα στην πραγματική ηρωίδα του ποιήματος, μας αφήνει να σκεφτούμε ότι δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου. Βουβαμάρα της αμηχανίας και της απύθμενης συμβατικότητας αιδημοσύνης. Του χωριού και της μικρής μας πόλης.
Μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα, του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα
Η πιο όμορφη στροφή-στιγμή του ποιήματος. Μεγάλα γαλάζια μάτια, δακρυσμένα, βουρκωμένα, που δίνουν το χρώμα τους ακόμα και στα δάκρυα. Το Φροσί ήταν στη βουβή σάλα. Δεν μίλησε, φίλησε. Τα χέρια τ’ ακριβά ! Αυτά του φονικού και αυτά της δικαίωσης του φονικού, τα χέρια του έρωτά της, ίσως. Το Φροσί βγήκε από τη σάλα, για να κλάψει ίσως πολύ. Το δάκρυ της ήταν ήδη μιλιά με άφθαστο νόημα μέσα στην αμήχανη και ένοχη βουβαμάρα, την α-νόητη, δίχως νόημα. Το φιλί της, επίσης. Το κλάμα της, θα ήταν ίσως υποταγή, λύγισμα. Να ζητάει το αυτονόητο ; Να την αφήσουν οι συγγενείς να ζήσει – παρ’ όλ’ αυτά – τον έρωτά της με τον Γιάννη. Κι ας είναι Ο Γιάννης ο φονιάς αυτός, κι αυτή η «ατιμασμένη».
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει κι ούτ’ ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα, στο πρώτο ρεφραίν. Κι ούτ’ ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη, στο δεύτερο. Από την παροιμιώδη φράση της απερίγραπτης υποκρισίας, στην φράση-στιγμή της αδυσώπητης αναλγησίας. Κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι, και κρεμάται επί γλώσσας ξύλου.
Τι σημαίνει : δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει ; Μήπως το «ν’ αντέξει» σημαίνει εδώ να νιώσει, να καταλάβει ; Μα, ήξεραν ότι πονά πολύ. Και τι έκαναν, έβαλαν κι αυτοί τα κλάματα ; Ή το «δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει», δηλώνει πως αυτός ο πόνος τους έκανε άφωνους ; Διότι δεν είχαν λύση ; Καταλάβαιναν τη φρικτή αδικία που κάνουν στο Φροσί και τον Γιάννη ; Όχι ! Ο στίχος είναι πιο δυνατός, και πρέπει μάλλον να διαβαστεί έτσι : παρόλο που όλοι οι συγγενείς ήξεραν τον αβάσταχτο πόνο της, ούτε ένας από αυτούς δεν βρήκε λέξη καμιά να πει, διότι αυτό που είχε συμβεί στο Φροσί ήταν ανείπωτο. Όλοι οι συγγενείς – μόνο συγγενείς του Φροσί υπήρχαν στη σάλα – τήρησαν τον απαίσιο νόμο της σιωπής, ενώπιον του μόνου μη συγγενή που ήταν ένας επισκέπτης, Ο Γιάννης ο φονιάς. Κατευθυνόμαστε προς την υπόθεση ότι συγγενής είναι αυτός που έκανε το μεγάλο κακό στο Φροσί, και στον Γιάννη, και το κακό αυτό είναι ανομολόγητο.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη
Έξοδος, χωρίς κάθαρση.
Ας παρατηρήσουμε τούτο : ο πρώτος στίχος του ποιήματος είναι επίσης και ο πρώτος στίχος της τελευταίας στροφής, με την ενδεικτική προσθήκη του καταληκτικού «κι». Εντέλει, μας λέει ο ποιητής, ο Γιάννης καταδικάστηκε για πάντα να φέρει τον τίτλο του φονιά.
Γιατί το όνειρο εχάθη ; Και ποιο ήταν ;
Εχάθη επειδή οι βουβαμένοι συγγενείς δεν βρήκαν λέξη συγγνώμης ; Επειδή πρόδωσαν τον έρωτα του Γιάννη για το Φροσί, και τον έρωτα που είχε το Φροσί για τον Γιάννη ; Ο έρωτας ίσως ήταν το όνειρο. Επειδή, όπως ο τίτλος του τραγουδιού το λέει, στο μίζερο χωριό της νεοελληνικής επαρχίας η ρετσινιά μένει για πάντα και δεν σβήνεται με τίποτα ; Επειδή δεν υπάρχει πια ο Γιάννης, αλλά υπάρχει μόνο Ο Γιάννης ο φονιάς ; Μα, καθώς το ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής η «εκπρόσωπος» των συγγενών, γιατί «για το φονικό, δεν είπαμε κουβέντα» ;
Το φονικό, δηλαδή ποιον και γιατί σκότωσε ο Γιάννης, δεν ξεκαθαρίστηκε καθόλου.
Γιατί να μην υποθέσουμε ότι το φονικό που έκανε ο Γιάννης ήταν επανάσταση για τα ήθη του χωριού ; Τα απαράδεκτα ήθη της ανήθικης υποκρισίας.
Γράφω τώρα την αρχική δική μου πραγματολογική εκδοχή, η οποία βέβαια και αυτή πλάσμα της φαντασίας μου είναι και τίποτε άλλο. Σκεφτόμουν ότι ο Γιάννης φόνευσε αυτόν που βίασε το Φροσί. Και το όνειρο εχάθη τελικά γι’ αυτόν το λόγο. Κάτι χάθηκε στον έρωτα του Γιάννη προς το Φροσί, και του Φροσί προς τον Γιάννη. Τι ;
Μελετώντας πάλι όλο το ποίημα και την τελευταία στροφή, νομίζω ότι όλα κρέμονται από αυτή τη βαριά επαρχιώτικη μίζερη και ένοχη σιωπή της σάλας και των συγγενών. Το όνειρο χάνεται μέσα σε αυτή τη σάλα για τον Γιάννη. Το Φροσί του φίλησε τ’ ακριβά χέρια, απόδειξη ότι τον αγαπά και τον θέλει ακόμα. Κανένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη παρότι ήξεραν και είδαν τον αβάσταχτο ακόμα και από αυτούς πόνο του Φροσί. Δεν ήταν όμως ο μόνος λόγος αυτής της αναλγησίας τους η ρετσινιά του Γιάννη ! Ήταν κάτι πιο βαθύ και πρόστυχο. Διπλά πρόστυχο. Ο βιαστής δεν καταδικάζεται στα μάτια τους· μπορεί άλλωστε να ήταν μέλος της οικογένειάς τους. Κι αν γίνουμε ακόμα πιο τολμηροί, καθόλου εξωπραγματικοί ή εξωκοινωνικοί, μπορούμε να υποθέσουμε το ανυπόθετο, το ανομολόγητο, ότι δηλαδή ο βιαστής του Φροσί ήταν ο ίδιος ο πατέρας της. Άρα το φονικό του Γιάννη δεν συγχωρείται. Μετά, το Φροσί είναι η βιασμένη ! Ένοχη και αυτή στα μάτια τους. Δεν την θέλουν ευτυχισμένη. Δεν θέλουν ν’ ανθίσει ο έρωτας του Γιάννη για το Φροσί και ο έρωτας που έχει το Φροσί για τον Γιάννη. Τον μάραναν αυτοί αφού θεωρούν τον Γιάννη φονιά για πάντα.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη.
Τι υποδηλώνουν τα μακρινά φεγγάρια που ξαναθυμάται ο Γιάννης ; Μήπως τις βόλτες του καλοκαιριού με την ερωμένη του, τα κρυφά βράδια των ερώτων τους ; Και μήπως ούτε και αυτό δεν θέλουν ν’ αποδεχτούν τα σκουριασμένα μυαλά των συγγενών της σάλας ; Πώς έβγαινε μαζί του το Φροσί αφού δεν ήταν παντρεμένοι ; Σίγουρα κάποιοι του χωριού θα την είχαν δει, και τι θα έλεγαν για το … τσουλί ; Μήπως, ακόμα και ο βιασμός της έχει σχέση με αυτό ; Πολύ γνωστή ιστορία των μικρο-κοινωνιών της μαύρης συντήρησης : αυτή που βγαίνει με τον εραστή της είναι η εύκολη.
Του καημού τ’ αγκάθι είναι τ’ όνειρο που εχάθη.
Αυτό το ποίημα – όπως τελικά κάθε έργο τέχνης – οφείλουμε να το «κατανοήσουμε» υπεράνω κάθε πραγματολογίας. Αν υπάρχει κάτι «πραγματικό» στο ποίημα του κυρ Νίκου, αυτό είναι ο έρωτας ! Ποιος έρωτας ; Αυτός του βιασμού, ο μισερός ! Κι αυτός της βιασύνης, ο ανθοφόρος ! Που τον μάρανε ο πρώτος !
Το βαθύ θέμα είναι διπλό : ο έρωτας στην επαρχία.
Η «επικαιρότητα» μ’ εγκαλεί ωστόσο. Αν ο βιασμός ήταν «αιμομικτικός», η ηθική της σιωπής της μίζερης επαρχίας, επιβιώνει ώς σήμερα στο Παρίσι. Και σίγουρα σε όλη τη Γαλλία, και όχι μόνο στα κλειστά, συντεχνιακά, επαρχιωτικο-πρωτευουσιάνικα κυκλώματα των «ελίτ». Η διαφορά σήμερα στη Γαλλία, και στην Ελλάδα, έγκειται στο γεγονός ότι οι πράξεις οι λεγόμενες «άσκησης σεξουαλικής βίας», βλέπουν το φως της δημοσιότητας, καταγγέλλονται, καταδικάζονται, και επισύρουν την παρέμβαση της δικαιοσύνης. Δηλώνω κατηγορηματικά ότι, στη Γαλλία τουλάχιστον όπου ξέρω πολύ καλά την κοινωνική κατάσταση, τα φαινόμενα αυτά δεν είναι καθόλου νέα. Η απίστευτα εκτεταμένη βία εναντίον των γυναικών, π.χ., έχει καταγγελθεί ήδη από το 2000. Πράγμα που σημαίνει, όμως – και έχω ανάγκη να τονίσω αυτή τη σκέψη –, ότι ούτε η δημοσιότητα ούτε η θέσμιση (ψήφιση νόμων, παρέμβαση της δικαιοσύνης), οπωσδήποτε αναγκαίες, δεν αντιμετωπίζουν το βάθος του προβλήματος. Διότι το βάθος του προβλήματος, και η ουσία του, είναι το ισχύον ερωτικο-σεξουαλικό κοινωνικό φαντασιακό. Η ριζική μεταβολή του, αποτελεί θέμα μιας άλλης συζήτησης.[2]
Μικρή σημείωση για τη νεοελληνική κοινωνία
Ο τεράστιος και πρωτότυπος αναλυτής της νεοελληνικής κοινωνίας, ο αχώριστος φίλος του ποιητή, ο Μάνος Χατζιδάκις, έπιασε το συνωμοτικό. Όχι όμως το υποκριτικό και το κυνικό. Η «συνωμοσία σιωπής» της σάλας είναι οικογενειακή υπόθεση. Η υποκρισία και η κυνικότητα είναι κοινωνική.
Το ποίημα το πιο αριστοτεχνικό του κυρ Νίκου είναι και το πιο μοναδικό· άψογη μορφή που συναντά βαθύ περιεχόμενο.
«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα / … μάννα μου Ελλάς», έχει γράψει. Ψεύτικα λόγια : τα αρχαία στολίδια, τα αρχαία λούσα, τα αρχαία κάλλη, για να κρύβουν τη γύμνια του παρόντος. Είμαστε «στις αρένες του κόσμου». Και κουβαλάμε το ψέμα της νεοελληνικής εθνικής-εθνικιστικής ιδεολογίας. Στο ποίημα Ο Γιάννης ο φονιάς, ο Νίκος Γκάτσος λέγει κάτι άλλο – κι ας μην αρέσει στον Μαρξ. Τα ήθη της ιδιωτικής σφαίρας αποτελούν καίριο ζήτημα της νεοελληνικής κοινωνίας. Το είχε πει ο Μοντεσκιέ, για κάθε κοινωνία. Τα ήθη που αντιστέκονται σε κάθε πολιτική ιδεολογία και σε κάθε τρόπο παραγωγής. Είμαστε στις σάλες της οικογενειακής υποκρισίας. Δεν θα ήταν άστοχο να σκεφτούμε ότι το αρχαίο φτιασίδι, ψέμα φτιασιδωτό της δημόσιας σφαίρας, συναντά την ένοχη σιωπή απόκρυψης της αλήθειας μέσα στην ιδιωτική σάλα. «Ελλάδα, Ελλάδα, μάννα του καημού». Φροσί δάκρυ θαλασσί.
Υπήρξε κάτι αντίστοιχο στην αρχαία Ελλάδα ;
Κάποιος θα μπορούσε να μου πει : – «Αρχαία Ελλάδα, αχ ! αυτή είναι παλιά, πάλιωσε, γιατί μας την αναφέρεις ; ». – Αφού, με αυτή ζείτε, αυτή σας φουσκώνει τα στήθη από υπερηφάνεια, το μυαλό με άγνοια και τη ψυχή με διχασμό, θα του απαντούσα ευθέως. Τέλος πάντων.[3]
Ίσως κάτι αντίστοιχο υπήρξε. Είναι η δολοφονία από τους εραστές Αρμόδιο και Αριστογείτονα του Ίππαρχου, γυιου του τυράννου Πεισίστρατου. Θεωρήθηκε και υμνήθηκε και τραγουδήθηκε ως τυραννοκτονία, ήταν ωστόσο ένα πιο σύνθετο γεγονός. Διότι είχε υπάρξει ερωτική αντιζηλία, αλλά και καταφρονητική συμπεριφορά εκ μέρους των τυράννων προς τους τυραννοκτόνους. Αναντίρρητα, ερωτικό και ταυτόχρονα πολιτικό γεγονός.
Μα υπάρχει ένας Αριστοτέλης για να μας μιλήσει για αυτό. Και πριν ένας Ηρόδοτος κι ένας Θουκυδίδης. Στη Νέα Ελλάδα, ούτε Αριστοτέλης, ούτε κανείς άλλος για να μας πει κάτι το ουσιαστικό για τα ήθη της ιδιωτικής ζωής.[4] Βεβαίως, πριν τον Αριστοτέλη, υπάρχει η αττική τραγωδία. Αυτή τα λέει όλα. Δεν κρύβει τίποτα. Σοφοκλέους, Οιδίπους τύραννος, Αντιγόνη. Δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση με την ηθογραφική πεζογραφία της Νέας Ελλάδος ή και με την κορυφογραμμή των μυθιστοριογράφων, Βιζυηνός, Ροΐδης, Παπαδιαμάντης, Ταχτσής, Τσίρκας, Κουμανταρέας, Θέμελης. Ούτε με την κοινωνιολογία της καθημερινότητας του μοναχικού όσο και φιλότιμου Βασίλη Καραποστόλη.[5]
Έστω και με αυτό το ασύγκριτο μέτρο, το σιβυλλικό ποίημα του Νίκου Γκάτσου έχει κάτι να μας πει.
Οι παραπάνω γραμμές, με αφετηρία το ερώτημα αν υπήρξε κάτι αντίστοιχο στην αρχαία Ελλάδα, γράφτηκαν αυθόρμητα κατά την πρώτη γραφή της ανάλυσης του ποιήματος. Αφού ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη νεοελληνική κοινωνία σύγκριση δεν είναι δυνατή, ομολογώ ότι αναρωτιέμαι τώρα πώς οδηγήθηκα έστω και αυθόρμητα σε μια τέτοια σύγκριση. Σύγκριση πιο συγκεκριμένα του φονικού της νεοελληνικής επαρχίας με τον φόνο στην πόλιν των Αθηναίων. Αποσαφηνίζω ότι η αντιστοιχία που αναζητούσα με το ερώτημά μου είχε ως κριτήριο την ανάδυση ή μη μιας δημόσιας συζήτησης για γεγονότα τα οποία συνήθως καλύπτει σιωπή υποκρισίας όταν αφορούν τα ήθη, και κυρίως τον έρωτα. Στην αναζήτηση αντιστοιχίας οδηγήθηκα ίσως από το βάθος τραγωδίας που έχουν και τα δύο γεγονότα. Και το βάθος τραγωδίας του φονικού της επαρχίας, το δημιουργούσε η τολμηρή υπόθεσή μου ότι ο βιαστής του Φροσί, τον οποίον σκότωσε ο Γιάννης, ο ερωμένος της, ήταν ο ίδιος ο πατέρας της.[6] Για να πατήσουμε γερά στην πραγματικότητα, ας πούμε τούτο. Κατά κάποιο τρόπο, ο Γιάννης έκανε το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Άκης Πάνου !
Πριν προχωρήσω στη συζήτηση μιας ενδεχόμενης αντιστοιχίας των δύο γεγονότων, του φονικού της νεοελληνικής επαρχίας και του φόνου στην πόλιν των Αθηναίων, αντιγράφω την πιο συνθετική και λιγόλογη παρουσίαση που βρήκα όσον αφορά το γεγονός στην πόλιν των Αθηναίων. Και το κάνω διότι προέρχεται από μια μεγάλη πένα. Την πένα του άφθαστου Ιωάννου Συκουτρή:
«Ο Αριστογείτων ήτον εραστής του Αρμοδίου, τον οποίον είχεν ερωτευθή και ο Ίππαρχος, ο δε Αρμόδιος είχεν ερεθισθή κατά του Ιππάρχου, διότι προσέλαβε την αδελφήν του. Αυτή, όχι η θρυλουμένη ελευθεροφροσύνη, ήτον η αφορμή της δολοφονίας του Ιππάρχου το 514, η οποία δεν εσήμαινε διόλου και την κατάλυσιν των Πεισιστρατιδών. Τους τυράννους εξεδίωξαν εκ των Αθηνών, όπως και από την άλλην Ελλάδα, οι Σπαρτιάται, συμμαχούντες με την επιχώριον αριστοκρατίαν. Αυτά τ’ απέδειξε τετραγωνικώτατα ο Θουκυδίδης 6, 54. Αλλ’ η επιστήμη δεν κατώρθωσε να εκβάλη από τας καρδίας των ανθρώπων ένα θρύλον, ο οποίος εξυμνεί το πανεύμορφον αίσθημα μιας φιλίας πιστής ως τον θάνατον, και τον οποίον απηθανάτισεν η λαϊκή ποίησις και η τέχνη η πλαστική εις τα συμπλέγματα του Αντήνορος και κατόπιν του Κριτίου και του Νησιώτου.[7]…»
Θα δώσω στη συνέχεια τις παραπομπές των έργων πέντε σημαντικών συγγραφέων που έχουν αναφέρει το γεγονός του φόνου του Ίππαρχου. Ο φόνος γίνεται το 514 προ της περιόδου μας, όπως γράφουν στα γαλλικά αυτοί που δεν θέλουν να γράψουν προ Χριστού. Δίνω και τις χρονολογίες του βίου των συγγραφέων αυτών, ώστε να φαίνεται η χρονική απόσταση της γραφής τους από το γεγονός.
Ηρόδοτος (γύρω 484 με 425), Ιστορίαι, Βιβλίο 5, 55-65, και Βιβλίο 6, 123.
Θουκυδίδης (460–γύρω 400-395), Ξυγγραφή, Βιβλίο 6, 54-59 και Βιβλίο 1, 20.
Αριστοφάνης (γύρω 450-445 με 385), Λυσιστράτη, στίχοι 630-635.
Πλάτων (428/427–348/337), Συμπόσιον, 182c.
Αριστοτέλης (384–322), Τα πολιτικά, Βιβλίο 5, 1311a 35, Αθηναίων Πολιτεία, 18, 2-6.
Ο απαιτητικός αναγνώστης, θα κάνει τον κόπο να διαβάσει τι υποστηρίζει κάθε συγγραφέας. Θα συνθέσω τα επίμαχα σημεία που αναδεικνύονται από τις απόψεις τους, και θα γράψω τη δική μου γνώμη.
Δύο είναι τα ερωτήματα που τίθενται. Πρώτον. Υπήρξε τυραννοκτονία ή πράξη ερωτικής αντιζηλίας ; Πράξη πολιτική ή πράξη προσωπικής αντιδικίας ;
Δεύτερον και επακόλουθο ερώτημα. Η πράξη αυτή συνετέλεσε στην κατάλυση της τυραννίας των γιων του Πεισίστρατου ή όχι ;
Τα δύο ερωτήματα συνδέονται, στο βαθμό που οι συγγραφείς συνδέουν την αρνητική τους απάντηση στο δεύτερο ερώτημα με την άποψη – απάντηση στο πρώτο ερώτημα – ότι η δολοφονία του Ίππαρχου υπήρξε πράξη ερωτικής αντιζηλίας. Χωρίς να επιδιώκουν την απαξίωση της ερωτικής σχέσης του Αριστογείτονα και του Αρμόδιου, υποβιβάζουν κατά κάποιο τρόπο τα κίνητρα της πράξης τους, σε προσωπικά. Τα δύο ερωτήματα όμως μπορούν να θεωρηθούν και ως ανεξάρτητα, και αυτός είναι ο δρόμος της δικής μου σκέψης.
Καταρχάς, η πράξη του φόνου του Ίππαρχου, είχε ομαδική οργάνωση. Και ο στόχος ήταν μάλλον να φονευθούν και ο Ίππαρχος και ο Ιππίας. Δεύτερον, ερωτική αντιζηλία και προσβολή της αδελφής του Αρμόδιου υπήρξαν. Τα αντικειμενικά αυτά γεγονότα, δεν μειώνουν ούτε την πράξη ούτε τη σχέση των δύο εραστών. Αλλά ούτε κριτήριο της αξίας της πράξης τους μπορεί να είναι το κίνητρό της, ως απόδειξη εκ των υστέρων ότι δεν κατέλυσε την τυραννία. Θα μπορούσε η πράξη να ήταν «αμιγώς πολιτική» και όμως να μην είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την κατάλυση της τυραννίας. (Τι μπορεί να είναι αμιγώς πολιτικό ή αμιγώς οτιδήποτε άλλο, στα ανθρώπινα, δεν ξέρω.) Τέλος, οι συγγραφείς που αμφισβητούν την τυραννοκτονία, στοχαστές τόσο μεγάλοι όσο ο Αριστοτέλης ο πιο μεγάλος ίσως πολιτικός δημοκρατικός στοχαστής όλων των εποχών, ξεχνούν τούτο το πολιτικό και αναντίρρητο : ο Ίππαρχος και ο Ιππίας είχαν εξουσία. Τυραννική ή ηπιότερη, λίγο ενδιαφέρει. Ενώ ο Αριστογείτων και ο Αρμόδιος δεν ήταν παρά απλοί πολίτες.
Άρα, κατ’ εμέ, η πράξη τους πολιτική με την ευρεία έννοια είναι. Ωστόσο, αν ο Αριστοτέλης κυρίως, ο τελευταίος των σημαντικών συγγραφέων που γράφει για το γεγονός, έχοντας διαβάσει προφανώς όλους τους προηγούμενους, παρουσιάζει τα πραγματικά κίνητρα, προσωπικά κατ’ αυτόν, των δύο πρωταγωνιστών της πράξης στο κατεξοχήν έργο του πολιτικής σκέψης, Τα πολιτικά, κινείται από την ανάγκη να δείξει τις συνέπειες της τυραννίας ως πολιτεύματος. Δηλαδή, μέσα σε αυτό το πολίτευμα θέλει να πει, είναι δυνατόν οι άνθρωποι να εξεγείρονται και για «προσωπικούς» λόγους. Και στο χωρίο των Πολιτικών, για το οποίο έδωσα την παραπομπή παραπάνω, ο Αριστοτέλης παραθέτει πραγματικά γεγονότα τέτοιου χαρακτήρα που συνέβησαν και σε άλλες πόλεις τυραννικής διακυβέρνησης.
Οι σύγχρονοι αναλυτές και μεταφραστές οι οποίοι βλέπουν στα γραπτά του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη την επιδίωξη ν’ ανασκευάσουν το μύθο ή το θρύλο των τυραννοκτόνων, κάνουν λάθος. Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δύο συγγραφέων έγκειται απλώς στο να επισημάνουν την πραγματική διάσταση της δολοφονίας του Ίππαρχου, η οποία δεν ήταν ίσως αυτή που της έδωσε ο θρύλος. Ωστόσο, ούτε η «τετραγωνικώτατη» απόδειξη του Θουκυδίδη ούτε και η επιστήμη, όπως τις βλέπει ο Συκουτρής, δεν θα μπορούσαν ν’ απαντήσουν στις αιτίες τέτοιων δημιουργιών του ανώνυμου συλλογικού. Η «θρυλουμένη ελευθεροφροσύνη», αποτελεί μια τέτοια δημιουργία. Θέλω επιπλέον να πω στον μεγάλο Ιωάννη Συκουτρή ότι δεν υπάρχει pure ελευθεροφροσύνη (pure, σημαίνει εδώ καθαρή, μη αναμεμειγμένη με τίποτε άλλο, αφηρημένη, ιδεατή). Ο καθείς διεκδικεί την ελευθερία του σε κρίσιμες σφαίρες της ζωής του· έστω και της ζωής του της «στενά» προσωπικής. Αλλιώς, η πολιτική είναι pure, αιθέρια, διεκδίκηση … της εξουσίας. Των χειμερινών ανακτόρων.
Τέλος, εξαιρουμένου απολύτως του Συκουτρή, όπως το βλέπουμε από το χωρίο που παρέθεσα και όπως το ξέρουμε από το έργο του[8], βλέπουμε καθαρά στους σύγχρονους ερμηνευτές και μεταφραστές αυτό που θα λέγαμε σήμερα ομοφοβία, ενώ ούτε ίχνος από κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στους αρχαίους συγγραφείς. Το στυλ των σύγχρονων αναλυτών, για να το διατυπώσω με απλά λόγια, είναι το εξής : «Έλα μωρέ, από ερωτική αντιζηλία σκότωσαν τον Ίππαρχο, και όχι επειδή ήταν τύραννος.» Τυραννοκτονία ή όχι, ο νεκρός ήταν ωστόσο τύραννος.
Και πριν ολοκληρώσουμε φτάνουμε ώς τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Στο βιβλίο του, Η Πόλις και οι νόμοι, αναλύοντας τη φιλίαν ως κύριο στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων στην αρχαία Ελλάδα, και τύπο σχέσης που μπορεί να ευδοκιμήσει και ν’ αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα, γράφει : «Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί ν’ ανεχθεί τη φιλίαν. […] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις για τυραννοκτόνους φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στην πολύ γνωστή περίπτωση του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα», σελίδες 266-267. Όλα, σχεδόν, τα λέγει εδώ ο μεγάλος στοχαστής, μόνο ένα αποσιωπά, πολύ σημαντικό και κρίσιμο, το γεγονός ότι ο «Αριστογείτων ήτον εραστής του Αρμοδίου», όπως έγραφε από το 1934 τουλάχιστον ο Συκουτρής, του οποίου ο Καστοριάδης είχε παρακολουθήσει τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Φύλλο συκής η λέξη φίλοι στην πένα του μεγάλου στοχαστή, για να μη γράψει εραστές. Θα επανέλθω με λίγα λόγια παρακάτω.
Μετά την ανάλυση του γεγονότος στην πόλιν των Αθηναίων, το ερώτημα τίθεται τώρα αυστηρά και όχι αυθόρμητα. Υπάρχει σύγκριση, δηλαδή είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση, και να βρεθούν αντιστοιχίες, ανάμεσα στους δύο φόνους ;
Το φονικό της επαρχίας, θαμμένο στη σιωπή και στην υποκρισία, δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν αποτέλεσε, δημόσιο γεγονός. Έγκλημα υπήρξε, διότι υπάρχει Ο Γιάννης ο φονιάς. Στα ψιλά του αστυνομικού δελτίου των εφημερίδων θα πέρασε, όπως και η συνέχειά του, η δίκη του Γιάννη. Κάποιος κόσμος, όχι απαραίτητα οι αναγνώστες των εφημερίδων, θα έμαθε ποιον σκότωσε ο Γιάννης και γιατί. Μα ώς εκεί· η ιστορία αυτή, οικογενειακής τραγωδίας, κλείνει εδώ. Τάφος σιωπής την σαπίζει. Το φονικό της επαρχίας, δεν είναι ούτε πολιτικό γεγονός, με τη στενή τουλάχιστον έννοια. Με βάση τα παραπάνω, σύγκριση των δύο φόνων, δεν είναι δυνατόν να γίνει.
Και όμως ! Υπάρχει αναμφίβολα ένα στοιχείο που αναδύεται αναπάντεχα κάποια χρόνια μετά. Είναι το ποίημα του Νίκου Γκάτσου, που έγινε τραγούδι από έναν Μάνο Χατζιδάκι, και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο Αθανασία, του 1976. Είναι το ποίημα που μας έδωσε το ωραίο ταξίδι της ανάλυσής του.
Ακόμα κι αν είχε στο νου του ένα πραγματικό γεγονός, ο Νίκος Γκάτσος με το ποίημα τραγούδι Ο Γιάννης ο φονιάς, το οποίο καλλιτεχνεί από την αρχή μέχρι το τέλος ως αινιγματικό και «συνωμοτικό», αναδεικνύει ένα δημόσιο, πολιτικό, και τελικά πλήρως κοινωνικό ζήτημα. Ελπίζω να το έδειξα με την ανάλυσή μου. Είναι το βαθύ θέμα του έρωτα στη μίζερη ζωή της νεοελληνικής επαρχίας.
(Σαράντα χρόνια μετά – 1975 ας πούμε ο Νίκος Γκάτσος, 2015 ένας άλλος ποιητής του τραγουδιού – ο Μάνος Ελευθερίου, αναδεικνύει σπαραχτικά το ίδιο ζήτημα. Διαβάστε σας παρακαλώ το ποίημα Στη χώρα των αθώων. Εμπνευσμένο από πραγματικό γεγονός, κατά την ίδια την ομολογία του ποιητή. Για το πραγματικό γεγονός γράφω στο πρώτο κείμενο του μικρού παραρτήματος που ακολουθεί.)
Αρχίζω να διαμορφώνω την απάντησή μου στο ερώτημα που έθεσα στην κορυφή αυτών των γραμμών. Μέσα στην πνιγηρή άπνοια κριτικής κοινωνικής σκέψης στη Νέα Ελλάδα, σε φοβερή αντίθεση με την αρχαιοελληνική δημιουργία, υπάρχουν ποιητές που έχουν κάτι να μας πουν. Δεν υπάρχει κανείς Αριστοτέλης, ούτε θα υπάρξει μάλλον στο μέλλον, υπάρχουν όμως ποιητές δεμένοι με το τραγούδι, που είναι η πιο έξοχη καλλιτεχνική και στοχαστική δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνίας. Αυτοί οι τραγουδοποιοί ποιητές θέτουν το ζήτημα της νεοελληνικής επαρχίας, που είναι απ’ ό,τι φαίνεται όλη η νεοελληνική κοινωνία. Εντούτοις, το ότι ο κυρ Νίκος δεν τολμά να είναι πιο σαφής, και αυτό κάτι λέει. Φανερώνει τα όρια της κριτικής της κοινωνίας μέχρι τώρα.
Ας μπούμε σε ακόμα πιο βαθιά νερά. Άπατα. Το ζήτημα που θέτουν οι τραγουδοποιοί ποιητές είναι η ελευθερία του έρωτα. Ως προς τον έρωτα όμως ούτε ο Αριστοτέλης είναι τόσο θερμός.[9] Ενώ στοχαστές του ύψους της Χάννας Άρεντ και του Κορνήλιου Καστοριάδη δεν τον αγγίζουν καν. Παράξενο μεν. Αληθέστατο δε. Να τα τεράστια ερωτηματικά, ανυποψίαστα στο ξεκίνημα, που άνοιξε η ανάλυση του περίτεχνου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου. (Και αφήνω για την ώρα τη γνώμη που έχω για το σύνολο του έργου του. Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα.)
Έχω από καιρό διατυπώσει τούτη την άποψη. Αν γραφτεί η ανθρώπινη ιστορία από την οπτική γωνία του έρωτα, όλα αλλάζουν. Η ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, των ανθρώπινων κοινωνιών, δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, είναι μια τρομαχτική δεινή πολυμορφία θρησκειών, οικογενειών, εκπαίδευσης, παιδείας, εργασίας, έρωτα, φιλίας, δημιουργίας καλλιτεχνικής και στοχαστικής, και πολλών άλλων πραγμάτων. Ο έρωτας, το χαϊδεμένο παιδί της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι το ξεχασμένο, απωθημένο στην ουσία, θέμα της ιστορίας, και όλων των ανθρωπιστικών σπουδών.
Λαϊκό τραγούδι
Το ταξίδι με αφετηρία την ανάλυση ενός λαϊκού τραγουδιού, φτάνει προσωρινά στο τέλος του. Λαϊκό τραγούδι, νεοελληνικό κοινωνικό τραγούδι· να κάτι κοινό με το δήμον των Αθηναίων. Η πράξη των εραστών Αρμόδιου και Αριστογείτονα, έγινε έμπνευση για σκόλια, δημώδη άσματα των αρχαίων Αθηναίων. Κι είναι πολύ ενδεικτικό ότι ο δημιουργός των τραγουδιών αυτών, το ανώνυμο συλλογικό, εμπνέεται διότι θεωρεί την πράξη τους τυραννοκτονία, πράξη πολιτική υπέρ της ισονομίας.
Εν μύρτου κλαδί το ξίφος φορήσω Μέσα σε κλωνάρι μυρτιάς θα κρατώ το ξίφος μου
ώσπερ Αρμόδιος κ’ Αριστογείτων όπως ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτονας
ότε τον τύραννον κτανέτην όταν σκότωσαν τον τύραννο
ισονόμους τ’ Αθήνας εποιησάτην κι έφεραν την ισονομία στην Αθήνα
Η φιλολογία για τους στίχους αυτούς είναι ατελεύτητη.[10] Ο Αριστοφάνης, πέρα από την παραπομπή λίγες σελίδες παραπάνω, τους αναφέρει και στις κωμωδίες του : Αχαρνείς, στίχοι 980 και 1093, και Σφήκες, στίχοι 1225-1226. Δεν θα γράψω για την ισονομία, η οποία θεωρείται η αρχική ονομασία της δημοκρατίας, και κάτι υπέρτερο από αυτή, διότι δεν περιέχει τις έννοιες άρχω και κρατώ, που δίνουν μοναρχία, ολιγαρχία, και δημοκρατία. Η παρατήρηση αυτή δίνει το δικαίωμα στην Χάννα Άρεντ να υποστηρίξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήξεραν τη διαίρεση κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, την οποία εισήγαγαν στην πολιτική σκέψη ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, αντιγράφοντας την οργάνωση του οίκου. Έχω γράψει αλλού για τη γόνιμη αυτή ιδέα της μεγάλης πολιτικής στοχάστριας. Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται πολλή συζήτηση. Κάνει οπωσδήποτε σοβαρό λάθος ως προς τον Πλάτωνα, και σοβαρότατο ως προς τον Αριστοτέλη ο οποίος, από τις πρώτες κιόλας φράσεις των Πολιτικών του, αναφέρει σαφέστατα τη διάκριση οίκου και πόλεως. Αναφέρω μόνο την κατάληξή μου. Η σκέψη της Χάννας Άρεντ μας ωθεί να σκεφτούμε τη δυνατότητα μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση. Όχι ακυβέρνητης, και χωρίς αυτό που ο Καστοριάδης ονόμασε ρητή εξουσία, ύπαρξη δηλαδή ρητή νόμων. Αλλά χωρίς αυτό που λέμε πολύ απλά και φυσικά σήμερα κυβέρνηση, λες και είναι ασυζητητί το άπαν της πολιτικής. Χωρίς μια συγκεντρωτική κεντρική «εξουσία», μικρού αριθμού ανθρώπων με έναν επικεφαλής, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ασκούν αυτή την αντιδημοκρατική εξουσία βάσει λαϊκής εντολής.
Θα γράψω όμως μόνο μια ευτράπελη ερμηνεία του πρώτου στίχου, για να τελειώσουμε με γέλιο. Επειδή, κατά τας γραφάς, οι τυραννοκτόνοι δεν έφεραν ξίφος, αλλά εγχειρίδιον (Θουκυδίδης). (Στιλέτο, θα λέγαμε σήμερα. Που δεν θα χρειαζόταν ελατήριο αφού … το ελατήριο ήταν ερωτικό.) Το ξίφος άλλωστε δεν χωρά, για να κρυφτεί, σε κλαδί μύρτου. Επειδή οι λέξεις σκίφος, ξίφος, σημαίνουν επίσης το ανδρικό όργανο, και η λέξη μύρτος το γυναικείο αιδοίο[11]. Επειδή, τέλος, ο χρόνος του ρήματος φέρω (φορήσω), σε αυτόν το στίχο, σημαίνει θα φέρω συχνά ή συνήθως, επανάληψη και συνήθεια. Για όλους αυτούς τους λόγους, σοφοί αναλυτές σκέφτηκαν ότι ο στίχος αυτός σημαίνει συμβολικά, αλληγορικά, την (ετεροφυλόφιλη) ερωτική πράξη.
Εν μύρτου κλαδί το ξίφος φορήσω Μέσα στο μύρτο κρύβεται συχνά το πουλί μου.
Έχω γράψει ότι η κρατική ιδεολογία της «ιστορικής συνέχειας» καταργεί στην ουσία την αρχαιοελληνική δημιουργία.[12] Μας λένε συνεχώς ότι το λαϊκό τραγούδι έχει ως βάση τη βυζαντινή μουσική. Ξένοι μελετητές, πολύ πιο αντικειμενικοί και αμερόληπτοι, καλύτερα ενημερωμένοι, σκέφτονται το αντίθετο. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι οι ρίζες του είναι πολύ πιο βαθιές.[13] Ωστόσο, το νεοελληνικό λαϊκό και βαθιά κριτικό κοινωνικό τραγούδι, είναι πρωτότυπη αυθεντική δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνίας· τραγούδι των πόλεων, με παλιές ρίζες και αφετηρίες, που εμφανίζεται ας πούμε κατά την αρχή του εικοστού αιώνα. Ένα τέτοιο τραγούδι αναλύσαμε. Και έπεται συνέχεια. Για να δούμε επιτέλους τι πραγματικά δημιούργησε το έξοχο η νεοελληνική κοινωνία στα 200 χρόνια από τη δημιουργία της. Τι δημιούργησαν κυρίως οι απλοί άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, συνυφαίνοντας τις αντιφάσεις της ζωής με το φιλότιμο και το γλέντι.
Επίλογος
Νεο-ελληνική κοινωνία ! Ένα ψέμα. Αφού το ελληνική είναι προβληματικό, το νεο- είναι το απόλυτο ψέμα. Και το ελληνική είναι προβληματικό, διότι στην ουσία είναι ελληνο-χριστανική, δηλαδή επακριβώς χριστιανική. Η χριστιανοσύνη ως στοιχείο «εθνικής ταυτότητας» υπερέχει, «διακυβερνά τα της ψυχής άπαντα».
Τι θα σήμαινε άλλωστε χωρίς ψέμα νέα ελληνική κοινωνία ; Nέα ελληνική κοινωνία, αν σημαίνει κάτι θα μπορούσε να είναι μια κοινωνία που δεν φυλακίζεται στο παρελθόν της, και μάλιστα με διπλοσφράγιστες πόρτες. Μια κοινωνία πολιτική, ούτε αρχαιόπληκτη ούτε βυζαντινοκρατούμενη χριστιανικής ορθοδοξίας. Μια κοινωνία που έχει μια άλλη σχέση με το παρελθόν, σχέση ελευθερίας, και όχι τυφλής υποταγής που είναι η θρησκευτική ετερονομία. Μια νέα κοινωνία, νέα δημιουργία.
Χωρίς να πέφτουμε στον μονισμό, στο μόνο αίτιο ή στον μοναδικό παράγοντα, καθοριστικά στοιχεία υπάρχουν στην ιστορία. Στοιχεία-επιλογές που συνενώνουν πολλούς παράγοντες και έχουν πολλές συνέπειες. Το καθοριστικό στοιχείο υπήρξε ο ιστορικός συμβιβασμός της κατασκευής της «εθνικής ταυτότητας» της κοινωνίας μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους ως σύνθεση του «ελληνισμού» και ταυτοχρόνως του «χριστιανισμού» : Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών ![14]
Σας καθησυχάζω, δεν προτείνω ν’ αλλάξουμε όνομα, μόνο μυαλά. Ούτε προτείνω την αρχαία Ελλάδα ως μόνη αναφορά. Σκέφτομαι όμως ότι θα ήταν δυνατόν να έχουμε θέσει το ερώτημα : τι είμαστε εμείς σήμερα. Ποτέ δεν είναι αργά· μπορούμε πάντα να το επιχειρήσουμε. Και ίσως να είχαμε απαντήσει ότι είμαστε ένας πολιτικός λαός, με γλώσσα δημοτική και δημοκρατικούς θεσμούς. Όχι ! πρέπει να ξεχάσουμε την κατηγορία «λαός», διότι είναι φυλετική[15]. Το διατυπώνω καλύτερα. Θέλουμε να είμαστε μια πολιτική κοινωνία με δημοκρατικούς θεσμούς.
Η θρησκεία ελεύθερη, οι θρησκείες ελεύθερες, στην πολιτική κοινωνία των δημοκρατικών θεσμών. Και η θεσμισμένη Εκκλησία, η Εκκλησία της Ελλάδος, στο ρόλο της. Χωρίς όμως την παρανοϊκή ιδέα της αναγνώρισης της θρησκείας της Ανατολικής Ορθοδόξου Θρησκείας του Χριστού ως συστατικού στοιχείου αυτού που ονομάζουν εθνική ταυτότητα.
Στην Ελλάδα, έχουμε κάτι περισσότερο από θρησκεία (θεσμισμένη θρησκεία) και από Εκκλησία (θεσμισμένη ως Εκκλησία της Ελλάδος). Έχουμε, δηλαδή, κάτι περισσότερο από επίσημη θρησκεία (ή επικρατούσα θρησκεία κατά τη διατύπωση του Συντάγματος). Κάτι περισσότερο ακόμα και από μοναδική θρησκεία. Στην Ελλάδα έχουμε μία συγκεκριμένη θρησκεία, για την ακρίβεια ένα συγκεκριμένο δόγμα, που ονομάστηκε γενικώς Ορθοδοξία, το οποίο διεκδικεί και προφανώς πέτυχε πλήρως ν’ αποτελεί στοιχείο θεμελιώδες και ομοούσιο της «εθνικής ταυτότητας». Επαναλαμβάνω, το σύνθημα της δικτατορίας, λέγει όλη την αλήθεια : Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.
Η σκέψη έρχεται αμέσως· αυτό που έγραψα παραπάνω, στη σημείωση 13, για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, είναι ανεπαρκές. Αν θέλουμε να γίνουμε πολιτική κοινωνία και δημοκρατική, ελεύθερων πολιτών, δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η σαφέστατα ολοκληρωτική συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας ως προς τη θρησκεία.
Αυτό σήμερα είναι δυνατόν. Και όμως λένε ακόμα οι πολλοί όχι, συμμετέχοντας στην απάτη της κατασκευασμένης ταυτότητας. Δεν γνωρίζω αν είναι οι περισσότεροι, διότι ποτέ δεν συζητήθηκε ουσιαστικά το ζήτημα αυτό. Ξέρω, ανεπαρκώς όμως, την υπόθεση της αστυνομικής ταυτότητας.[16]
Η «ταυτότητά» μας, να μην είναι ούτε αρχαιοπληξία εθνικιστική («Εμείς οι Έλληνες είμαστε οι πιο σπουδαίοι στον πλανήτη γη.»), ούτε θρησκευτική («Ο Έλλην είναι χριστιανός ορθόδοξος.»). Να είναι απλώς πολιτική· θεμελιωμένη σε διακηρυγμένες αρχές, με ισχυρότατο θεμέλιο το αχώριστο δίπολο ελευθερία-ισότητα. Αρχές : αστείρευτες πηγές έμπνευσης και δημιουργίας· για να συμπληρώνεται πάντοτε το ερώτημα : ποιοι είμαστε ; με το αξεχώριστο και πού πάμε ;[17] Αυτό το απλό προτείνω. Είναι σήμερα δυνατόν.
Νεο-ελληνική γλώσσα ! (Είναι επίσημη διά νόμου η ονομασία αυτή. Νόμος 309/1976.) Ελληνική μεν, νέα δε ! Δηλαδή, τι ; Τίποτα ! Ψέμα ! Και υποκρισία !
Αναλύω πώς αντιμετωπίζω το ζήτημα της γλώσσας στο κείμενό μου, το οποίο αναφέρω στη σημείωση 2. Για να εξηγήσω όμως το νόημα αυτών των «θαυμαστικών» φράσεων αυθόρμητης γραφής, αρκούμαι στα παρακάτω. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια νεοελληνική γλώσσα, συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, αυτό δεν αρκεί καθόλου για να φτιάξει «εθνική ταυτότητα»· μέσα στην αέναη κίνηση της κοινωνίας, χωρίς την ακινησία της «ταυτότητας» και την υπεροψία του «εθνικού», η έννοια αυτή διατυπώνεται δυναμικά με τη φράση : ποιοι είμαστε και πού πάμε. Διότι η γλώσσα είναι φορέας σημασιών. Με ποια «γλώσσα», λοιπόν, θα μιλήσουμε, δηλαδή με ποιες σημασίες ; Με την αττική (της φιλοκαλίας, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας), με την ευαγγελική (της θεοκρατικής αυτοκρατορίας), ή με αυτή του Ανωνύμου του Έλληνος ;[18]
Τίποτα ! Ψέμα ! Και υποκρισία ! Έτσι οικοδομήθηκε και οικοδομείται η κοινωνία και η ζωή μας σε αυτή !
Αχ, για τα ήθη δεν μιλάμε … εκτός και αν πρόκειται για τα ήθη των άλλων ! Χωριό η νεοελληνική κοινωνία, ένα ψέμα. Τι την ψάχνεις, τη δουλειά, γιατί πήγε στη φυλακή ; Αφού κανείς δεν θέλει να μιλήσει για το φονικό. Και κανείς συγγενής – οικογένεια, η άλλη μιζέρια – να πει δεν βρήκε λέξη. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει, ενώ όλοι ξέρουν. Υποκρισία κοινωνική απαίσια και σιωπή ενοχής. Αν ήταν στο διπλανό σπίτι, ή στο διπλανό χωριό, όλοι θα μιλούσαν και θα ’ριχναν πέτρες.[19]
Η μίζερη ζωή της ελληνικής επαρχίας, ακόμα σήμερα που μιλάμε. Πώς να ζήσουν και να προκόψουν σε αυτή οι νέοι ; Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της Νέας Ελλάδος στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Η νέα αττική τραγωδία, ή ιλαροτραγωδία. Η νέα Αττική Οδός.
Και όμως, έχει πλοίο για σε, έχει οδό. Το ερώτημα ποιοι είμαστε και πού πάμε, είναι ανοικτό.
νίκος ηλιόπουλος
Παρίσι, Ιούλιος 2020 – Απρίλιος 2021
[1] Βρίσκομαι σε περίσκεψη για τον γενικό τίτλο που οφείλω να δώσω στο νεοελληνικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει η ονομασία αυτή να συμπυκνώνει όσο γίνεται πιο πιστά τις απόψεις που διαμόρφωσα και υποστηρίζω μετά τη μακρόχρονη και ατέλειωτη έρευνά μου για το τραγούδι αυτό. Τι πάθος ατελείωτο ! Δεν σας κρύβω ότι ταλαντεύτηκα αν θ’ αφαιρέσω τον όρο λαϊκό, όχι τίποτε άλλο, μα για να το διευρύνω και να το απλώσω. Να το αποκαθαίρω επίσης από κάθε λαϊκισμό, ηθελημένο ή αθέλητο. Νεοελληνικό είναι από τη χρονολογική άποψη το τραγούδι αυτό. Το κύριο χαρακτηριστικό του, όμως, από την άποψη του περιεχομένου του, είναι ο κριτικός κοινωνικός του χαρακτήρας. Άρα ένας τίτλος όπως νεοελληνικό κοινωνικό τραγούδι, δεν θα ήταν άσχημος. Έτσι το λαϊκό, που αναφέρεται κυρίως στην προέλευση των δημιουργών του και στους ανθρώπους που το αγάπησαν, διευρύνεται με την ανάδειξη του καθολικού εύρους της εξαίσιας αυτής νεοελληνικής δημιουργίας· αγκάλιασε την κοινωνία και τραγούδησαν μαζί τα λάθη και τα πάθη τους. Τι πάθος ατελείωτο που είναι η κοινωνία.
[2]. Παραπέμπω στο κείμενό μου, «Ας επινοήσουμε ξανά τον έρωτα», που δημοσιεύτηκε στο συλλογικό βιβλίο Δώδεκα ερωτικές διαδρομές, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Πηγή, Μάρτος 2016, και υπάρχει στην ιστοσελίδα μου Δημοκρατική σκέψη : nicosiliopoulos.blogspot.com
[3]. Είναι το θέμα που εξετάζω στο κείμενό μου Το εθνικιστικό φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας.
[4]. Έψαξα, για πρώτη φορά ομολογώ, για βιβλία τα οποία ν’ αναφέρονται στην ιστορία της ιδιωτικής ζωής στη νεοελληνική κοινωνία – είδος που ανθεί στη Γαλλία. Για την ώρα δεν βρήκα.
[5]. Παραθέτω ενδεικτικά ένα βιβλίο του. Προς το παρόν Κείμενα για τα σύγχρονα ήθη, Πλέθρον, 1990.
[6]. Στη Γαλλία, έγκυρες κοινωνιολογικές έρευνες, αλλά και η ίδια η πραγματικότητα, μαρτυρούν ότι, στις περιπτώσεις βιασμών ανηλίκων, οι βιαστές είναι στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος των θυμάτων.
[7]. Πλάτωνος Συμπόσιον Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της «Eστίας», πρώτη έκδοση 1934, εικοστή τέταρτη έκδοση 2012, σελίδα 50, σημείωση 1.
[8]. Αρκεί και μόνο η Εισαγωγή του, 255 σελίδων, στο βιβλίο Πλάτωνος Συμπόσιον, το οποίο αναφέρω στη σημείωση 6.
[9]. Βλέπε, στο βιβλίο μου Προς μια αυτόνομη κοινωνία, σελίδα 55 και σημείωση 57.
[10]. Ας μου επιτραπεί να σας γνωρίσω τούτο το βιβλίο της μεγάλης συγγραφέως. Marguerite Yourcenar, La Couronne et la Lyre. Poèmes traduits du grec, Paris, Gallimard, 1979.
[11]. Μια σύγχρονη ποιητική ονομασία του, βρίσκουμε στους παρακάτω υπέροχους στίχους, από την Αμοργό, του Νίκου Γκάτσου που μελοποίησε και τραγουδά ο Μάνος Χατζιδάκις : Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη / Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι / Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της.
[12]. Βλέπε, στο βιβλίο μου Άλλες στάσεις ζωής, σελίδες 76-84.
[13]. Η ενημέρωσή μου προέρχεται από συνεχείς έρευνες στο διαδίκτυο, δεδομένου ότι οι ερευνητές της αρχαίας ελληνικής μουσικής ανακαλύπτουν συνεχώς νέα στοιχεία.
[14]. Αυτό, γύρω στα 1900, ως συμβολική χρονολογία, είχε λήξει. Και αυτό οδήγησε, συν τοις άλλοις, στη λεγόμενη Μικρασιατική καταστροφή. Και στην ήττα της Μεγάλης Ιδέας, όχι όμως στην υπέρβαση της μεγάλης ιδέας για τον εαυτόν μας. Μου αναφέρουν φίλοι το 1941-1944 και τον εμφύλιο. Εκεί παίχτηκαν άλλα πράγματα. Όχι η εθνική μας «ταυτότητα». Καλύτερα να μην τα αναφέρουμε. Ολοκληρωτική κοινωνία, δορυφορική ή όχι. Πριν σαράντα χρόνια, υπήρξε η είσοδος στην τότε ΕΟΚ, που εξελίχτηκε σε Ευρωπαϊκή ένωση. Εφόσον ούτε αυτή η ένταξη δεν οδήγησε στον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, να δούμε τι επιτέλους θα οδηγήσει σε αυτόν.
[15]. Σκέφτομαι πάντοτε την περίφημη και ημαρτημένη διατύπωση του Καστοριάδη : «η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.», και θέτω πάντα το ερώτημα : ποιος είναι επιτέλους αυτός ο «λαός» ; Ποια είναι αυτή η ατελείωτη και ανεξάντλητη κατηγορία πολιτικής σκέψης, «λαός» ; Τελείωσε η πολιτική του ζωή, εδώ και 2425 συναπτά έτη, αλλά αυτός συνεχίζει να υπάρχει. Ως τι ; Αν δεν αποτελεί πολιτική οντότητα, ούτε καν πολιτισμική παρά τους μύθους της ιστορικής συνέχειας, τότε το μόνο που μένει ως «λαός» είναι η φυλετική οντότητα. Όπερ άτοπον. Στην περαιτέρω ανάλυσή του μετά την παραπάνω διατύπωση, ο Καστοριάδης σκέφτεται με όρους ανελευθερίας του «ελληνικού λαού», επειδή ζούσε υπό ξένες κατοχές. Θέση τελείως διαφορετική από την ιδεολογία της ιστορικής συνέχειας, θέση όμως επίσης τελείως προβληματική. Η ιδεολογία βλέπει αρχαιοελληνικό ελληνικό λαό, βυζαντινό χριστιανικό λαό, τουρκοκρατημένο χριστιανικό λαό· και νεοελληνικό λαό, χριστιανικό και ορθόδοξο και αυτόν. Μία ψυχή, ένα δαιμόνιον, μία γλώσσα, ένα πνεύμα (αντίστασης, λέγει ο Νίκος Σβορώνος), ένας ελληνισμός. Ο μεγάλος στοχαστής βλέπει έναν κατακτημένο λαό, δίχως πολιτική ζωή επιπλέον. Τι είναι επιτέλους αυτός ο «λαός» ; Ποιες φαντασιακές σημασίες τον συνέχουν στην κοινωνική του ζωή ;, για να θέσουμε το ερώτημα που επιβάλλει η ίδια η θεωρία του Καστοριάδη. Δεν μένει παρά η φαντασιακή σημασία της οντότητας «Γένος» (ή Φυλή ή αναχρονιστικά Έθνος), οντότητας κενής περιεχομένου ή – το ίδιο είναι – αλλοπρόσαλλου περιεχομένου. «Λαός-Γένος», ο αυτός το 404 π.Χ, «Λαός-Έθνος ή Φυλή», ο αυτός το 2021. Για την φράση που παρέθεσα παραπάνω, βλέπε στο βιβλίο, Του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδόσεις Πόλις, 2001, σελίδα 25.
[16]. Είχα γράψει τότε ένα κείμενο· θα υπάρχει στα χαρτιά μου. Το βρήκα μετά πολύ ψάξιμο. Το παραθέτω στο παράρτημα με μια μικρή συμπλήρωση.
[17]. Έχω βάλει πάντα τη λέξη ταυτότητα μέσα σε εισαγωγικά για αυτόν ακριβώς το λόγο· ταυτότητα είναι κάτι στατικό και αναλλοίωτο, όπως περίπου η αστυνομική ταυτότητα (έτος γεννήσεως, τόπος γεννήσεως, φύλο άρρεν ή θήλυ, ιθαγένεια ελληνική· και πριν λίγα χρόνια θρήσκευμα : χριστιανός ορθόδοξος). Η αέναη κίνηση της κοινωνίας μάς ενδιαφέρει, και οι δημιουργίες της· και μας οδηγούν σε μια κοινωνία που έχει ως «ταυτότητα» να μην έχει ταυτότητα.
[18]. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, εν Ιταλία 1806.
[19]. Για όλα, σχεδόν, τα κουσούρια της νεοελληνικής κοινωνίας, έχουν μιλήσει. Ποιος θα μιλήσει για το κουτσομπολιό ; Μορφή (πανανθρώπινη ;) σκληρού κοινωνικού ελέγχου, κακόβουλος και συχνά συκοφαντικός σχολιασμός των πράξεων και της συμπεριφοράς τρίτων. Με παρηγορεί ακόμα μια φορά το υπέροχο λαϊκό τραγούδι Ντουνιά ανακριτή, του Απόστολου Χατζηχρήστου.