Ένα απόσπασμα σε περίληψη από το «Συναίσθημα και Ορθολογικότητα» της Ιωάννας Τσιβάκου, όπου έχουν γίνει κάποια σχόλια και παρατηρήσεις, υποδεικνύοντας την συμπλήρωση του ανθρώπινου και του τεχνολογικού παράγοντα με τον φυσικό παράγοντα. Είναι ένα μοντέλο ορθολογικότητας που μπορεί να αναπτυχθεί στα πλαίσια ενός Προτάγματος και να υπερβεί τον εργαλειακό ή επικοινωνιακό χαρακτήρα της. Ταιριάζει στο μοντέλο της Τοπικοποίησης.
Το έργο[1] της κάθε ομάδας, ως περάτωση των διαδικασιών της, προκύπτει από το σύνολο των αλληλοεπιδράσεων ανάμεσα στους τελεστές που το συγκροτούν. Κάθε αλληλοεπίδραση είναι σχέση αποβλέπουσα σ’ ένα σκοπό μη συμπίπτοντα αναγκαστικά με τον αρχικό σκοπό του έργου.
Ο σκοπός αναφέρεται σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα από την σχεδιασμένη προσπάθεια και συνεργασία των τελεστών του μικρο – εμείς. Ωστόσο μιλώντας για έργο ενδιαφέρει το αποτέλεσμα που διακρίνεται για την μοναδικότητα του, που με την παρουσία του έρχεται και καταλαμβάνει μια ξεχωριστή θέση στο Είναι των πραγμάτων. Πρόκειται μια όχι ex nihilo ανάδυση μιας νέας μορφής αλλά για την εκμαίευση από ένα πλήθος πληροφοριών μιας νέας ερμηνείας, μιας νέας σύνθεσης σημασιών αποθεματοποιημένων στα κοιτάσματα του νοήματος, τα οποία η σκέψη κατόρθωσε να συλλάβει και να συναρθρώσει σε νέα μορφή.
Το έργο είναι χαρακτηριστικό ομάδων ή τομέων έντασης γνώσεως, όπου γνώση και τεχνολογία, σε αγαστή συνεργασία, θεωρούνται οι κύριοι συντελεστές παραγωγής και όχι η εργατική δύναμη[2]. Σε ομάδες έντασης εργασίας το αποτέλεσμα της παραγωγής αφορά ως επί το πλείστον μαζική παραγωγή και δεν θεωρείται έργο[3].
Το έργο ανεξάρτητα από τον σκοπό του υποχρεώνει τις ατομικές στοχεύσεις ή δεξιότητες, που ενεργοποιούνται εντός, σε αναγκαίες συναινέσεις προκειμένου να ολοκληρωθεί. Η κύρια συνιστώσα του έργου είναι η κοινωνική σχέση συναπτόμενη ανάμεσα στα δρώντα υποκείμενα, γι’ αυτό τα μη ανθρώπινα στοιχεία αναφέρονται απλώς ως μέσα χρησιμοποιούμενα κατά βούληση του ανθρώπινου όντος. Όμως πολλοί έρχονται να υποστηρίξουν την συνέλιξη τεχνολογίας και κοινωνίας, εντάσσοντας στην κατηγορία της σχέσης αδιακρίτως υλικούς και άυλους τελεστές, ανθρώπινους και μη ανθρώπινους, όλα συζευγμένα σε αλύσους σχέσεων, μέσω των οποίων δημιουργούνται ενσωματώσεις, που μετασχηματίζουν τις σωματικές – αισθητηριακές, τις συναισθηματικές αλλά και τις ορθολογικές μας αντιλήψεις και κατανοήσεις για το περιβάλλον, άρα και για εμάς τους ίδιους.
Όμως το υβρίδιο, το αναδυόμενο από την σύζευξη ανθρώπου και τεχνολογίας, δεν αποτελείται από ισοσθενείς οντότητες – ανθρώπινες και μη. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ο άνθρωπος διαθέτει μια προ - νοηματική προδιάθεση από ένωση πίστεως και επιθυμίας, προθέσεως και συναισθήματος. Η ικανότητα του υποκειμένου να επεξεργάζεται τα πρωτογενή συναισθήματα του και να τα μετατρέπει σε δυνάμεις κατάλληλες να συνοδεύουν, να εμπλουτίζουν και να τροποποιούν την ορθολογική σκέψη, είναι καθαρώς ανθρώπινο χαρακτηριστικό, που κατά την εικονική φάση του έργου[4], ενεργοποιούνται και κυκλοφορούν ανάμεσα στα μέλη της κοινωνικής σχέσης. Το ίδιο το έργο θέτει τις απαραβίαστες προϋποθέσεις της συνομιλίας , οπότε δεν απαιτείται εκ προοιμίου συμφωνία με κάποια ανυπέρθετη αρχή. Ο διάλογος και η ανταλλαγή επιχειρημάτων επιτρέπει στις προαναφερθείσες ανθρώπινες ιδιότητες να ψάχνουν, στα πλαίσια του έργου, για νέες ερμηνείες ή για νέες συνθέσεις σημασιών ανάμεσα σε επιλεγμένες πληροφορίες[5]. Δεύτερον, τα ανθρώπινα μέλη εμφορούνται όχι μόνο από το τρέχον νόημα της κατάστασης, στην οποία εκούσια εισέρχονται, αλλά με το ότι είναι και φορείς του ιστορικού κοινωνικού νοήματος, του διατηρημένου στα συναισθηματικά άδυτα της συλλογικής συνείδησης, με το οποίο έχουν γαλουχηθεί.
Αν δεν γίνει όμως αποδεκτή η ισοδυναμία ανθρώπινων και μη τελεστών[6], μήπως οι μη ανθρώπινοι καταστούν τελικά ισχυρότεροι; Όντας αυτοί φορείς ενός τυποποιημένου, στεγνού και αλγοριθμικού νοήματος και παρότι συναρθρώνονται με το ανθρώπινο υποκείμενο σε ενσωματώσεις με συγκολλητική ουσία τον διάλογο, δεν δύναται να συμβάλλουν άμεσα σε αυτόν και στην παραγωγή νέου νοήματος, αλλά μόνο έμμεσα. Δεν διαφαίνεται η ικανότητα προικοδότησης τους με έμφυτη ικανότητα για συναισθηματικές σχέσεις ανάμεσα τους και στο ανθρώπινο υποκείμενο ή έστω για λογική ανταπόκριση στις αστάθμητες ανθρώπινες, συναισθηματικές αντιδράσεις. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την έμμεση συμμετοχή τους στον διάλογο, που δεν βασίζεται αναγκαστικά στην προφορικότητα, καθώς αυτός χρησιμοποιεί και την συμβολική γλώσσα των ψηφιακών τεχνολογιών. Η ορθολογικότητα αναδύεται έτσι κατά την εικονική φάση του έργου, η οποία ούσα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την επικοινωνία, αποβλέπει στο δημιούργημα ως τελική μορφή. Αυτήν την ορθολογικότητα την αποκαλούμε εικονική / δημιουργική.
Εν προκειμένω έχουμε δύο[7] ως προς την ουσία τους οντότητες – άνθρωπο και τέχνημα – πράγμα που εμποδίζει την ολοκληρωτική απορρόφηση της μιας από την άλλη. Ωστόσο έχουμε μια συναρμογή από διαφορετικές οντότητες, που ναι μεν δεν ταυτίζονται αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν η μια χωρίς την άλλη. Συνιστούν συναρμογές αλληλοσυνεργασίας, δηλαδή δομικές συζεύξεις.
Όμως κάθε ανθρώπινο δημιούργημα, πέραν των υλικών του μέσων, αξιοποιεί και το νόημα. Όταν το δημιούργημα αναφέρεται σε άυλες οντότητες, οι οποίες συνίστανται από καθαρό νόημα, τότε η σύνδεση τους με την ανθρώπινη συνείδηση υπερβαίνει τα όρια της δομικής σύζευξης. Το δημιούργημα βασίζεται κυρίως στο νόημα που το συνιστά, γι’ αυτό και κατά την περάτωση του, αυτό ανατέλλει στον ορίζοντα της ύπαρξης ως καθαρό πνευματικό ον. Δεν πρόκειται για συνεργασία διαφορετικών στην ουσία τους οντοτήτων - ανθρώπινης συνείδησης και άυλου δημιουργήματος - αλλά για σύνδεση ομοίων οντοτήτων, οπότε η διαπέραση της μιας από την άλλη καθίσταται δυνατή. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες του φαινόμενου της αλληλοδιείσδυσης, όπου δύο συστήματα[8] με το ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταβάλλονται αμοιβαίως.
Μέχρι πρότινος, ο πολιτισμός ή το κυρίαρχο νόημα μιας ιστορικής κοινότητας ήταν παράγων συνενωτικός γύρω από έναν άξονα κοινών πεποιθήσεων και αξιών, λειτουργούσε συνεκτικά εντός του κάθε Εμείς. Η έμφαση ωστόσο στην επεξεργασία της πληροφορίας οδήγησε τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς στην άποψη ότι ο πολιτισμός είναι ένα ρευστό πράγμα, μια κουλτούρα διαμορφωμένη από πολλαπλά, ανομοιογενή συχνά ρεύματα γούστου, ιδεών και πεποιθήσεων, τα οποία αξιοποιούνται κατά το δοκούν από τα δρώντα υποκείμενα για να ερμηνεύουν την δράση τους. Βάσει αυτού του μετανεωτερικού τρόπου προσέγγισης, οι σημασίες που επιλέγουν τα δρώντα άτομα για τις ερμηνείες, τις πεποιθήσεις και συμπεριφορές τους, μεταφέρονται μέσα σε κάθε οργανωμένο πλαίσιο δράσης με αποτέλεσμα την διαμόρφωση ειδικών μορφών κουλτούρας. Η θεώρηση αυτή παραγνωρίζει τους περιορισμούς κάτω από τους οποίους λειτουργεί και αποφασίζει το δρών υποκείμενο, και αυτοί συνίστανται στην επίπτωση, που έχουν επί του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου οι οργανωσιακές δομές και λειτουργίες.
Έτσι η ερμηνευτική αυτή καλώς απομακρύνεται από τον ισχύοντα μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες πολιτισμικό ντετερμινισμό, όπου οι δομές καθόριζαν σχεδόν εξ ολοκλήρου το υποκείμενο. Όμως η αγνόηση κάθε δομικής επιρροής, ουσιαστικά η αγνόηση της εργαλειακής ορθολογικότητας του ίδιου του μικρο – εμείς, οδηγεί σε ένα υποκείμενο με λόγο ανοργάνωτο, ασύντακτο, διεπόμενο από τυχαιότητα καθώς προσπαθεί να παρακολουθήσει την δυναμική της κατάστασης.
Η κοινωνιολογική θεωρία του 20ου αιώνα στην προσπάθεια της να συλλάβει την ρευστότητα της δράσης και των κοινωνικών σχέσεων, άρα την μεταβλητότητα του εγώ και του άλλου – χωρίς όμως στο βάθος να αναμετράται με την τεχνολογία – άνοιξε τον δρόμο στις μετανεωτερικές προσεγγίσεις απορρίπτοντας στην ουσία τις παλιές διακρίσεις ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο. Ο μη υποβιβασμός των τεχνολογικών τελεστών[9] σε εργαλειακό μέσον και η αντιμετώπιση τους ως ανισοδύναμων συν - δημιουργών θα συντελούσε στην δημιουργική συν - εξέλιξη και των δύο – ανθρώπινων και τεχνολογικών τελεστών – κατά τις διαδικασίες του έργου, καθώς δεν θα παρεμπόδιζε την εκφραστική δυναμική του συναισθήματος. Μια ορθολογικότητα αυτού του είδους αφ’ ενός θα αποδείκνυε σεβασμό του ανθρώπου προς τα δημιουργήματα του και αφ’ ετέρου θα τα ενέπλεκε σ’ ένα πλαίσιο συνομιλίας, όπου η θέση τους, όπως και αυτή του έργου, θα ήταν εκ των προτέρων απαραβίαστη. Όσο τα παράγωγα της τεχνολογίας αντιμετωπίζονται από μια εργαλειακή ορθολογικότητα ως μέσα υπερισχύοντα των σκοπών, όπως συμβαίνει στην νεωτερικότητα, τόσο έρχονται να επιβληθούν επί του έργου και τελικά επί του ανθρώπου. Επομένως δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στην μεταχείριση τους, αλλά στην ανακάλυψη του νοήματος, που μας δένει μαζί τους, εν τέλει στην ανακάλυψη του νοήματος εντός του οποίου διαπλάθεται σήμερα η ανθρωπινότητα μας.
Για να κατανοηθεί η αλληλοδιείσδυση του μικρο- με το μάκρο- εμείς θα πρέπει να γίνει αποδεκτό πως το ισχύον στην κοινωνία πολιτισμικό πρότυπο εισάγεται και στα μικρο – εμείς της εργασίας, τροποποιημένο αναλόγως των ατομικών βλέψεων και πρωτοβουλιών. Στο πεδίο της αλληλοδιείσδυσης μεταξύ οργανωσιακής κουλτούρας του μικρο – εμείς και του πολιτισμικού υποβάθρου των θεσμών, δηλαδή των μακρο – εμείς, δηλαδή μεταξύ μιας επικοινωνιακής και μιας εργαλειακής - θεσμικής ορθολογικότητας, δημιουργείται το εικονικό πεδίο του έργου. Επί αυτού του πεδίου οι τελεστές (ανθρώπινοι ή μη) παρά την οντολογική ανισότητα τους, υπό την πίεση της αναγκαιότητας που ασκεί η δημιουργία του έργου, προχωρούν στην νέου τύπου ορθολογικότητα, την εικονική / δημιουργική.
Με την εισβολή στο εικονικό πεδίο του έργου απρόσμενων πληροφοριακών δεδομένων[10] σπάει η ροή της επανάληψης και της στασιμότητας, δημιουργώντας ένα αιφνίδιο κενό, που το μικρο -εμείς είτε θα το απορροφήσει, είτε θα εξαναγκαστεί να το αντιμετωπίσει, αλλάζοντας την συμπεριφορά του και πιθανώς την θέση του, ακόμα και προσφεύγοντας στην βοήθεια του μακρο – εμείς εντός του οποίου δραστηριοποιείται και με την δική του θεσμική ισχύ και νομιμοποίηση το προστατεύει. Έτσι ξεπερνώντας την εντροπία του θα αναθεωρήσει την δρομολογημένη δράση του.
Η ροή των νέων απρόσμενων πληροφοριακών δεομένων, υπό την μορφή ενός συμβάντος[11], δεν είναι παρά καινούργιες μορφές ζωής δημιουργημένες έξαφνα από την διάχυση της πληροφορίας, διαταράσσουν την γραμμικότητα του ιστορικού χρόνου, καθώς μια νέα μη γραμμική λογική παίρνει τα πρωτεία, οδηγώντας την κάθε τυπική οργάνωση (κάθε μικρο – εμείς) από την τάξη σε μια χαοτική κατάσταση. Εκεί θα κυοφορηθεί και θα καταστεί δυνατή η άνθιση της δημιουργίας, όπου το απρόσμενο πληροφορικό δεδομένο θα έλθει στην παρουσία προκαλώντας μια φωτοβολίδα εντός κάποιου ατομικού νου, που θα εκλύσει ταυτόχρονα γνωστική και συναισθηματική ενέργεια, με περιεχόμενο δημιουργικό, ικανό να αλλάξει τα υφιστάμενα, έως ότου και το τελευταίο, με την σειρά του, θα απορροφηθεί από την οδόστρωση της επανάληψης και της θεσμικής τάξης συνεχίζοντας έτσι την ανώμαλη, απρόσμενα διακοπτόμενη σκυταλοδρομία της ιστορικής μεταβλητότητας. Μιλάμε έτσι για δημιουργία. Αφ’ ης στιγμής το νέο δημιούργημα θα εμπεδωθεί, έρχεται να εμπλουτίσει με το νόημα του και το νόημα του μακρο – εμείς, αυτού στο οποίο ανήκει το μικρο – εμείς (εξ ου μιλάμε και για αλληλοδιείσδυση).
Με την ψηφιακή τεχνολογία, τέτοια συμβάντα έγιναν πληροφοριακοί ψίθυροι[12], που τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας διασκορπίζουν στο άπειρο, φορτώνουν σε ένα «σύννεφο» (cloud), δηλαδή σε μια αυτόματη on line αποθήκευση που έχουν δημιουργήσει ψηφιακοί servers. Από εκεί, ως ζιζάνια, οι πληροφοριακοί ψίθυροι εισέρχονται στο κύκλωμα της επικοινωνίας, στην επεξεργασία του έργου, την διακόπτουν ή την συνεχίζουν από το σημείο που αυτοί θέλουν, μέχρις ότου τα δρώντα υποκείμενα επηρεαστούν από τους θορύβους, αναδιαμορφώσουν συναίσθημα και νόημα, επιτεθούν ή υποταχθούν στις κελεύσεις της ψηφιακότητας ή έως ότου καταφέρουν να εγκλείσουν τα ψηφιακά ζιζάνια σε στεγανές αποθήκες.
Με βάση την πιο πάνω ανάλυση για να τροποποιηθεί το κοινωνικό απόθεμα του νοήματος, το πολιτισμικό πρότυπο της κοινωνίας, απαιτείται η τελευταία να διαθέτει ήδη ένα απόθεμα σημασιών ικανό να απορροφά πληροφορίες από το περιβάλλον, να τις επεξεργάζεται και να τις αναπαράγει. Αν το πρότυπο αυτό λειτουργεί ως κλειστό και δεν επιτρέπει τα μέλη της να στραφούν στην ετερότητα, κανείς νους δεν θα μπορέσει να προτείνει μια νέα σύνθεση ή μια νέα δυνατότητα.
Το γεννημένο και με την σειρά του γενεσιουργό δημιούργημα δεν λαμβάνει χώρα σε μια έρημο, παρά σε συνεχή διάλογο του εγώ με τον άλλον, αρχικά εντός του κύκλου του μικρο – εμείς, που φιλοξενεί την σχέση, με δυνατότητες, ωστόσο, εξαπλώσεως αυτού του διαλόγου και στο μακρινό άλλον, τον σχετιζόμενο πληροφοριακά με το έργο. Η γέννηση προϋποθέτει τον άλλον και υπό αυτή την έννοια αναφερόμαστε στην επικοινωνιακή φύση της δημιουργίας. Η γέννηση τελεί υπό την προοπτική της αμετάκλητης φθοράς, όταν το πέρας της ζωτικής ενέργειας ελλοχεύει σε κάθε έκφανση της, η άνοιξη της δημιουργίας υπό την μορφή ενός εκτυφλωτικού επικοινωνιακού συμβάντος είναι για τον άνθρωπο το φάρμακο κατά της λήθης και της διαφυγής του από την παντοδυναμία του αιώνιου κύκλου ζωής και θανάτου. Μέσα σε αυτό το σύστημα η εικονική / δημιουργική ορθολογικότητα θα υλοποιηθεί δίνοντας διέξοδο, χωρίς να φοβάται, στην αυθορμησία του συναισθήματος.
Κάθε συμμέτοχος στο έργο μπορεί, από το ένα μέρος, να λειτουργεί μέσα στην κανονιστική τάξη του μικρο – εμείς, και από το άλλο, να διατηρεί ανέπαφο ένα τμήμα της συνείδησης του, εκείνο όπου το συναίσθημα και η επιθυμία λειτουργούν παρωθητικά για να προσεγγίσουν το συναίσθημα και την επιθυμία του άλλου. Ο εμπλεκόμενος με το έργο, ως ψυχική οντότητα, έχει απορροφήσει τις σημασίες του κοινωνικού του habitus, έχει ενστερνιστεί ρόλους και καθήκοντα που του υποβάλλουν την κοινωνική του ταυτότητα, έχει ζυμώσει τον εαυτό του σε διαρκή διάλογο με τον άλλον, ώστε αμφότεροι να γίνονται οι φορείς των κοινωνικών αλλαγών, εν τούτοις διατηρεί αλώβητο ένα μέρος της εαυτικής του ταυτότητας.
Η ορθολογικότητα η βασισμένη στο έργο είναι στενά συνυφασμένη με τα επεξεργασμένα συναισθήματα. Ο διάλογος που αναπτύσσεται κατά την εικονική / δημιουργική ορθολογικότητα, προκειμένου να εκφράζει με σαφήνεια τα επιχειρήματα του, δεν απεμπολεί το συναίσθημα, παρά διαποτίζεται από συναίσθημα κα αξίες κοινώς αποδεκτές. Τα συναισθήματα, τα αναδυμένα από την πίστη που ομνύει στο έργο, έχουν περάσει από τα δίκρανα του λογικού ελέγχου. Παρά την μεταβλητότητα και την αστάθεια τους δε εγκαταλείπονται από το ανθρώπινο υποκείμενο – όπως συμβαίνει με τα ανεπεξέργαστα συναισθήματα – αλλά το συνοδεύουν καθ’ όλη την τροχιά του βίου του. Στηρίζουν με τον τρόπο τους το ατομικό εγώ φροντίζοντας για την προσαρμογή του στις σημασίες των άλλων τελεστών, άλλοτε προειδοποιώντας το και άλλοτε βοηθώντας το να συμμετέχει μέσω των σχέσεων που συγκροτεί, είτε ενεργά είτε παθητικά , στις ανταλλαγές και μεταθέσεις των πληροφοριών που τελούνται εντός κάθε έργου, στις επαναλήψεις τους, παραδοχές και απορρίψεις τους. Δραστηριοποιημένος μέσω του έργου ο ατομικός εαυτός εντός ενός κόσμου ελκυστικού και ταυτόχρονα απωθητικού, πότε ελέγξιμου και πότε ανεξέλεγκτου, ενεργοποιεί τις ικανότητες του, την δημιουργικότητα και την ευφυΐα του.
Στάθης Κάζης
[1] Παρατήρηση: Να δούμε εδώ το Έργο ως Πρόταγμα.
[2] Σχόλιο: Και στην περίπτωση της προσφοράς εργατικής δύναμης να δούμε το άτομο, που την προσφέρει ως
φορέα κάποιας γνώσης, βάσει της οποίας προσφέρεται χειρωνακτική εργασία, ως ‘εργατική δύναμη’. Κατά
την υλοποίηση έργου στην σημερινή κοινωνία της γνώσης μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση αυτή.
[3] Σχόλιο: Το έργο νοούμενο ως Πρόταγμα δεν είναι κάτι τέτοιο.
[4] Φάση της σύλληψης, σχεδίασης και επεξεργασίας του έργου, δηλαδή της δημιουργίας του.
[5] αφού οι συμμετέχοντες πιστεύουν, επιθυμούν και προτίθενται να πετύχουν τον σκοπό του έργου.
[6] Σχόλιο: Με τον όρο ‘μη ανθρώπινος τελεστής’ εννοείται εδώ κάποιος τεχνολογικής φύσης τελεστής και όχι
κάποιος μη ανθρώπινος, μη τεχνολογικός παράγοντας, όπως πχ ο φυσικός παράγοντας, που θα μπορούσε
να επέμβει στο Πρόταγμα.
[7] Σχόλιο: Πρέπει εδώ να υποβληθεί η ένσταση για την ύπαρξη και μιας τρίτης: της φυσικής.
[8] Σχόλιο: Η αλληλοδιείσδυση πρέπει να περιλαμβάνει και το σύστημα της φύσης.
[9] Παρατήρηση: Οι τεχνολογικοί τελεστές αποτελούν συσσωρευμένη γνώση.
[10] Σχόλιο: Δεδομένα που εισβάλλουν στο εικονικό πεδίο του έργου προέρχονται και από την φυσική
οντότητα.
[11] Σχόλιο: τέτοιο συμβάν μπορεί να είναι και φυσικό, πχ το λειώσιμο ενός παγόβουνου.
[12] Σχόλιο: τέτοιοι ψίθυροι προέρχονται και από το σύστημα της φύσης.
Το έργο[1] της κάθε ομάδας, ως περάτωση των διαδικασιών της, προκύπτει από το σύνολο των αλληλοεπιδράσεων ανάμεσα στους τελεστές που το συγκροτούν. Κάθε αλληλοεπίδραση είναι σχέση αποβλέπουσα σ’ ένα σκοπό μη συμπίπτοντα αναγκαστικά με τον αρχικό σκοπό του έργου.
Ο σκοπός αναφέρεται σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα από την σχεδιασμένη προσπάθεια και συνεργασία των τελεστών του μικρο – εμείς. Ωστόσο μιλώντας για έργο ενδιαφέρει το αποτέλεσμα που διακρίνεται για την μοναδικότητα του, που με την παρουσία του έρχεται και καταλαμβάνει μια ξεχωριστή θέση στο Είναι των πραγμάτων. Πρόκειται μια όχι ex nihilo ανάδυση μιας νέας μορφής αλλά για την εκμαίευση από ένα πλήθος πληροφοριών μιας νέας ερμηνείας, μιας νέας σύνθεσης σημασιών αποθεματοποιημένων στα κοιτάσματα του νοήματος, τα οποία η σκέψη κατόρθωσε να συλλάβει και να συναρθρώσει σε νέα μορφή.
Το έργο είναι χαρακτηριστικό ομάδων ή τομέων έντασης γνώσεως, όπου γνώση και τεχνολογία, σε αγαστή συνεργασία, θεωρούνται οι κύριοι συντελεστές παραγωγής και όχι η εργατική δύναμη[2]. Σε ομάδες έντασης εργασίας το αποτέλεσμα της παραγωγής αφορά ως επί το πλείστον μαζική παραγωγή και δεν θεωρείται έργο[3].
Το έργο ανεξάρτητα από τον σκοπό του υποχρεώνει τις ατομικές στοχεύσεις ή δεξιότητες, που ενεργοποιούνται εντός, σε αναγκαίες συναινέσεις προκειμένου να ολοκληρωθεί. Η κύρια συνιστώσα του έργου είναι η κοινωνική σχέση συναπτόμενη ανάμεσα στα δρώντα υποκείμενα, γι’ αυτό τα μη ανθρώπινα στοιχεία αναφέρονται απλώς ως μέσα χρησιμοποιούμενα κατά βούληση του ανθρώπινου όντος. Όμως πολλοί έρχονται να υποστηρίξουν την συνέλιξη τεχνολογίας και κοινωνίας, εντάσσοντας στην κατηγορία της σχέσης αδιακρίτως υλικούς και άυλους τελεστές, ανθρώπινους και μη ανθρώπινους, όλα συζευγμένα σε αλύσους σχέσεων, μέσω των οποίων δημιουργούνται ενσωματώσεις, που μετασχηματίζουν τις σωματικές – αισθητηριακές, τις συναισθηματικές αλλά και τις ορθολογικές μας αντιλήψεις και κατανοήσεις για το περιβάλλον, άρα και για εμάς τους ίδιους.
Όμως το υβρίδιο, το αναδυόμενο από την σύζευξη ανθρώπου και τεχνολογίας, δεν αποτελείται από ισοσθενείς οντότητες – ανθρώπινες και μη. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ο άνθρωπος διαθέτει μια προ - νοηματική προδιάθεση από ένωση πίστεως και επιθυμίας, προθέσεως και συναισθήματος. Η ικανότητα του υποκειμένου να επεξεργάζεται τα πρωτογενή συναισθήματα του και να τα μετατρέπει σε δυνάμεις κατάλληλες να συνοδεύουν, να εμπλουτίζουν και να τροποποιούν την ορθολογική σκέψη, είναι καθαρώς ανθρώπινο χαρακτηριστικό, που κατά την εικονική φάση του έργου[4], ενεργοποιούνται και κυκλοφορούν ανάμεσα στα μέλη της κοινωνικής σχέσης. Το ίδιο το έργο θέτει τις απαραβίαστες προϋποθέσεις της συνομιλίας , οπότε δεν απαιτείται εκ προοιμίου συμφωνία με κάποια ανυπέρθετη αρχή. Ο διάλογος και η ανταλλαγή επιχειρημάτων επιτρέπει στις προαναφερθείσες ανθρώπινες ιδιότητες να ψάχνουν, στα πλαίσια του έργου, για νέες ερμηνείες ή για νέες συνθέσεις σημασιών ανάμεσα σε επιλεγμένες πληροφορίες[5]. Δεύτερον, τα ανθρώπινα μέλη εμφορούνται όχι μόνο από το τρέχον νόημα της κατάστασης, στην οποία εκούσια εισέρχονται, αλλά με το ότι είναι και φορείς του ιστορικού κοινωνικού νοήματος, του διατηρημένου στα συναισθηματικά άδυτα της συλλογικής συνείδησης, με το οποίο έχουν γαλουχηθεί.
Αν δεν γίνει όμως αποδεκτή η ισοδυναμία ανθρώπινων και μη τελεστών[6], μήπως οι μη ανθρώπινοι καταστούν τελικά ισχυρότεροι; Όντας αυτοί φορείς ενός τυποποιημένου, στεγνού και αλγοριθμικού νοήματος και παρότι συναρθρώνονται με το ανθρώπινο υποκείμενο σε ενσωματώσεις με συγκολλητική ουσία τον διάλογο, δεν δύναται να συμβάλλουν άμεσα σε αυτόν και στην παραγωγή νέου νοήματος, αλλά μόνο έμμεσα. Δεν διαφαίνεται η ικανότητα προικοδότησης τους με έμφυτη ικανότητα για συναισθηματικές σχέσεις ανάμεσα τους και στο ανθρώπινο υποκείμενο ή έστω για λογική ανταπόκριση στις αστάθμητες ανθρώπινες, συναισθηματικές αντιδράσεις. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την έμμεση συμμετοχή τους στον διάλογο, που δεν βασίζεται αναγκαστικά στην προφορικότητα, καθώς αυτός χρησιμοποιεί και την συμβολική γλώσσα των ψηφιακών τεχνολογιών. Η ορθολογικότητα αναδύεται έτσι κατά την εικονική φάση του έργου, η οποία ούσα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την επικοινωνία, αποβλέπει στο δημιούργημα ως τελική μορφή. Αυτήν την ορθολογικότητα την αποκαλούμε εικονική / δημιουργική.
Εν προκειμένω έχουμε δύο[7] ως προς την ουσία τους οντότητες – άνθρωπο και τέχνημα – πράγμα που εμποδίζει την ολοκληρωτική απορρόφηση της μιας από την άλλη. Ωστόσο έχουμε μια συναρμογή από διαφορετικές οντότητες, που ναι μεν δεν ταυτίζονται αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν η μια χωρίς την άλλη. Συνιστούν συναρμογές αλληλοσυνεργασίας, δηλαδή δομικές συζεύξεις.
Όμως κάθε ανθρώπινο δημιούργημα, πέραν των υλικών του μέσων, αξιοποιεί και το νόημα. Όταν το δημιούργημα αναφέρεται σε άυλες οντότητες, οι οποίες συνίστανται από καθαρό νόημα, τότε η σύνδεση τους με την ανθρώπινη συνείδηση υπερβαίνει τα όρια της δομικής σύζευξης. Το δημιούργημα βασίζεται κυρίως στο νόημα που το συνιστά, γι’ αυτό και κατά την περάτωση του, αυτό ανατέλλει στον ορίζοντα της ύπαρξης ως καθαρό πνευματικό ον. Δεν πρόκειται για συνεργασία διαφορετικών στην ουσία τους οντοτήτων - ανθρώπινης συνείδησης και άυλου δημιουργήματος - αλλά για σύνδεση ομοίων οντοτήτων, οπότε η διαπέραση της μιας από την άλλη καθίσταται δυνατή. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες του φαινόμενου της αλληλοδιείσδυσης, όπου δύο συστήματα[8] με το ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταβάλλονται αμοιβαίως.
Μέχρι πρότινος, ο πολιτισμός ή το κυρίαρχο νόημα μιας ιστορικής κοινότητας ήταν παράγων συνενωτικός γύρω από έναν άξονα κοινών πεποιθήσεων και αξιών, λειτουργούσε συνεκτικά εντός του κάθε Εμείς. Η έμφαση ωστόσο στην επεξεργασία της πληροφορίας οδήγησε τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς στην άποψη ότι ο πολιτισμός είναι ένα ρευστό πράγμα, μια κουλτούρα διαμορφωμένη από πολλαπλά, ανομοιογενή συχνά ρεύματα γούστου, ιδεών και πεποιθήσεων, τα οποία αξιοποιούνται κατά το δοκούν από τα δρώντα υποκείμενα για να ερμηνεύουν την δράση τους. Βάσει αυτού του μετανεωτερικού τρόπου προσέγγισης, οι σημασίες που επιλέγουν τα δρώντα άτομα για τις ερμηνείες, τις πεποιθήσεις και συμπεριφορές τους, μεταφέρονται μέσα σε κάθε οργανωμένο πλαίσιο δράσης με αποτέλεσμα την διαμόρφωση ειδικών μορφών κουλτούρας. Η θεώρηση αυτή παραγνωρίζει τους περιορισμούς κάτω από τους οποίους λειτουργεί και αποφασίζει το δρών υποκείμενο, και αυτοί συνίστανται στην επίπτωση, που έχουν επί του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου οι οργανωσιακές δομές και λειτουργίες.
Έτσι η ερμηνευτική αυτή καλώς απομακρύνεται από τον ισχύοντα μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες πολιτισμικό ντετερμινισμό, όπου οι δομές καθόριζαν σχεδόν εξ ολοκλήρου το υποκείμενο. Όμως η αγνόηση κάθε δομικής επιρροής, ουσιαστικά η αγνόηση της εργαλειακής ορθολογικότητας του ίδιου του μικρο – εμείς, οδηγεί σε ένα υποκείμενο με λόγο ανοργάνωτο, ασύντακτο, διεπόμενο από τυχαιότητα καθώς προσπαθεί να παρακολουθήσει την δυναμική της κατάστασης.
Η κοινωνιολογική θεωρία του 20ου αιώνα στην προσπάθεια της να συλλάβει την ρευστότητα της δράσης και των κοινωνικών σχέσεων, άρα την μεταβλητότητα του εγώ και του άλλου – χωρίς όμως στο βάθος να αναμετράται με την τεχνολογία – άνοιξε τον δρόμο στις μετανεωτερικές προσεγγίσεις απορρίπτοντας στην ουσία τις παλιές διακρίσεις ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο. Ο μη υποβιβασμός των τεχνολογικών τελεστών[9] σε εργαλειακό μέσον και η αντιμετώπιση τους ως ανισοδύναμων συν - δημιουργών θα συντελούσε στην δημιουργική συν - εξέλιξη και των δύο – ανθρώπινων και τεχνολογικών τελεστών – κατά τις διαδικασίες του έργου, καθώς δεν θα παρεμπόδιζε την εκφραστική δυναμική του συναισθήματος. Μια ορθολογικότητα αυτού του είδους αφ’ ενός θα αποδείκνυε σεβασμό του ανθρώπου προς τα δημιουργήματα του και αφ’ ετέρου θα τα ενέπλεκε σ’ ένα πλαίσιο συνομιλίας, όπου η θέση τους, όπως και αυτή του έργου, θα ήταν εκ των προτέρων απαραβίαστη. Όσο τα παράγωγα της τεχνολογίας αντιμετωπίζονται από μια εργαλειακή ορθολογικότητα ως μέσα υπερισχύοντα των σκοπών, όπως συμβαίνει στην νεωτερικότητα, τόσο έρχονται να επιβληθούν επί του έργου και τελικά επί του ανθρώπου. Επομένως δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στην μεταχείριση τους, αλλά στην ανακάλυψη του νοήματος, που μας δένει μαζί τους, εν τέλει στην ανακάλυψη του νοήματος εντός του οποίου διαπλάθεται σήμερα η ανθρωπινότητα μας.
Για να κατανοηθεί η αλληλοδιείσδυση του μικρο- με το μάκρο- εμείς θα πρέπει να γίνει αποδεκτό πως το ισχύον στην κοινωνία πολιτισμικό πρότυπο εισάγεται και στα μικρο – εμείς της εργασίας, τροποποιημένο αναλόγως των ατομικών βλέψεων και πρωτοβουλιών. Στο πεδίο της αλληλοδιείσδυσης μεταξύ οργανωσιακής κουλτούρας του μικρο – εμείς και του πολιτισμικού υποβάθρου των θεσμών, δηλαδή των μακρο – εμείς, δηλαδή μεταξύ μιας επικοινωνιακής και μιας εργαλειακής - θεσμικής ορθολογικότητας, δημιουργείται το εικονικό πεδίο του έργου. Επί αυτού του πεδίου οι τελεστές (ανθρώπινοι ή μη) παρά την οντολογική ανισότητα τους, υπό την πίεση της αναγκαιότητας που ασκεί η δημιουργία του έργου, προχωρούν στην νέου τύπου ορθολογικότητα, την εικονική / δημιουργική.
Με την εισβολή στο εικονικό πεδίο του έργου απρόσμενων πληροφοριακών δεδομένων[10] σπάει η ροή της επανάληψης και της στασιμότητας, δημιουργώντας ένα αιφνίδιο κενό, που το μικρο -εμείς είτε θα το απορροφήσει, είτε θα εξαναγκαστεί να το αντιμετωπίσει, αλλάζοντας την συμπεριφορά του και πιθανώς την θέση του, ακόμα και προσφεύγοντας στην βοήθεια του μακρο – εμείς εντός του οποίου δραστηριοποιείται και με την δική του θεσμική ισχύ και νομιμοποίηση το προστατεύει. Έτσι ξεπερνώντας την εντροπία του θα αναθεωρήσει την δρομολογημένη δράση του.
Η ροή των νέων απρόσμενων πληροφοριακών δεομένων, υπό την μορφή ενός συμβάντος[11], δεν είναι παρά καινούργιες μορφές ζωής δημιουργημένες έξαφνα από την διάχυση της πληροφορίας, διαταράσσουν την γραμμικότητα του ιστορικού χρόνου, καθώς μια νέα μη γραμμική λογική παίρνει τα πρωτεία, οδηγώντας την κάθε τυπική οργάνωση (κάθε μικρο – εμείς) από την τάξη σε μια χαοτική κατάσταση. Εκεί θα κυοφορηθεί και θα καταστεί δυνατή η άνθιση της δημιουργίας, όπου το απρόσμενο πληροφορικό δεδομένο θα έλθει στην παρουσία προκαλώντας μια φωτοβολίδα εντός κάποιου ατομικού νου, που θα εκλύσει ταυτόχρονα γνωστική και συναισθηματική ενέργεια, με περιεχόμενο δημιουργικό, ικανό να αλλάξει τα υφιστάμενα, έως ότου και το τελευταίο, με την σειρά του, θα απορροφηθεί από την οδόστρωση της επανάληψης και της θεσμικής τάξης συνεχίζοντας έτσι την ανώμαλη, απρόσμενα διακοπτόμενη σκυταλοδρομία της ιστορικής μεταβλητότητας. Μιλάμε έτσι για δημιουργία. Αφ’ ης στιγμής το νέο δημιούργημα θα εμπεδωθεί, έρχεται να εμπλουτίσει με το νόημα του και το νόημα του μακρο – εμείς, αυτού στο οποίο ανήκει το μικρο – εμείς (εξ ου μιλάμε και για αλληλοδιείσδυση).
Με την ψηφιακή τεχνολογία, τέτοια συμβάντα έγιναν πληροφοριακοί ψίθυροι[12], που τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας διασκορπίζουν στο άπειρο, φορτώνουν σε ένα «σύννεφο» (cloud), δηλαδή σε μια αυτόματη on line αποθήκευση που έχουν δημιουργήσει ψηφιακοί servers. Από εκεί, ως ζιζάνια, οι πληροφοριακοί ψίθυροι εισέρχονται στο κύκλωμα της επικοινωνίας, στην επεξεργασία του έργου, την διακόπτουν ή την συνεχίζουν από το σημείο που αυτοί θέλουν, μέχρις ότου τα δρώντα υποκείμενα επηρεαστούν από τους θορύβους, αναδιαμορφώσουν συναίσθημα και νόημα, επιτεθούν ή υποταχθούν στις κελεύσεις της ψηφιακότητας ή έως ότου καταφέρουν να εγκλείσουν τα ψηφιακά ζιζάνια σε στεγανές αποθήκες.
Με βάση την πιο πάνω ανάλυση για να τροποποιηθεί το κοινωνικό απόθεμα του νοήματος, το πολιτισμικό πρότυπο της κοινωνίας, απαιτείται η τελευταία να διαθέτει ήδη ένα απόθεμα σημασιών ικανό να απορροφά πληροφορίες από το περιβάλλον, να τις επεξεργάζεται και να τις αναπαράγει. Αν το πρότυπο αυτό λειτουργεί ως κλειστό και δεν επιτρέπει τα μέλη της να στραφούν στην ετερότητα, κανείς νους δεν θα μπορέσει να προτείνει μια νέα σύνθεση ή μια νέα δυνατότητα.
Το γεννημένο και με την σειρά του γενεσιουργό δημιούργημα δεν λαμβάνει χώρα σε μια έρημο, παρά σε συνεχή διάλογο του εγώ με τον άλλον, αρχικά εντός του κύκλου του μικρο – εμείς, που φιλοξενεί την σχέση, με δυνατότητες, ωστόσο, εξαπλώσεως αυτού του διαλόγου και στο μακρινό άλλον, τον σχετιζόμενο πληροφοριακά με το έργο. Η γέννηση προϋποθέτει τον άλλον και υπό αυτή την έννοια αναφερόμαστε στην επικοινωνιακή φύση της δημιουργίας. Η γέννηση τελεί υπό την προοπτική της αμετάκλητης φθοράς, όταν το πέρας της ζωτικής ενέργειας ελλοχεύει σε κάθε έκφανση της, η άνοιξη της δημιουργίας υπό την μορφή ενός εκτυφλωτικού επικοινωνιακού συμβάντος είναι για τον άνθρωπο το φάρμακο κατά της λήθης και της διαφυγής του από την παντοδυναμία του αιώνιου κύκλου ζωής και θανάτου. Μέσα σε αυτό το σύστημα η εικονική / δημιουργική ορθολογικότητα θα υλοποιηθεί δίνοντας διέξοδο, χωρίς να φοβάται, στην αυθορμησία του συναισθήματος.
Κάθε συμμέτοχος στο έργο μπορεί, από το ένα μέρος, να λειτουργεί μέσα στην κανονιστική τάξη του μικρο – εμείς, και από το άλλο, να διατηρεί ανέπαφο ένα τμήμα της συνείδησης του, εκείνο όπου το συναίσθημα και η επιθυμία λειτουργούν παρωθητικά για να προσεγγίσουν το συναίσθημα και την επιθυμία του άλλου. Ο εμπλεκόμενος με το έργο, ως ψυχική οντότητα, έχει απορροφήσει τις σημασίες του κοινωνικού του habitus, έχει ενστερνιστεί ρόλους και καθήκοντα που του υποβάλλουν την κοινωνική του ταυτότητα, έχει ζυμώσει τον εαυτό του σε διαρκή διάλογο με τον άλλον, ώστε αμφότεροι να γίνονται οι φορείς των κοινωνικών αλλαγών, εν τούτοις διατηρεί αλώβητο ένα μέρος της εαυτικής του ταυτότητας.
Η ορθολογικότητα η βασισμένη στο έργο είναι στενά συνυφασμένη με τα επεξεργασμένα συναισθήματα. Ο διάλογος που αναπτύσσεται κατά την εικονική / δημιουργική ορθολογικότητα, προκειμένου να εκφράζει με σαφήνεια τα επιχειρήματα του, δεν απεμπολεί το συναίσθημα, παρά διαποτίζεται από συναίσθημα κα αξίες κοινώς αποδεκτές. Τα συναισθήματα, τα αναδυμένα από την πίστη που ομνύει στο έργο, έχουν περάσει από τα δίκρανα του λογικού ελέγχου. Παρά την μεταβλητότητα και την αστάθεια τους δε εγκαταλείπονται από το ανθρώπινο υποκείμενο – όπως συμβαίνει με τα ανεπεξέργαστα συναισθήματα – αλλά το συνοδεύουν καθ’ όλη την τροχιά του βίου του. Στηρίζουν με τον τρόπο τους το ατομικό εγώ φροντίζοντας για την προσαρμογή του στις σημασίες των άλλων τελεστών, άλλοτε προειδοποιώντας το και άλλοτε βοηθώντας το να συμμετέχει μέσω των σχέσεων που συγκροτεί, είτε ενεργά είτε παθητικά , στις ανταλλαγές και μεταθέσεις των πληροφοριών που τελούνται εντός κάθε έργου, στις επαναλήψεις τους, παραδοχές και απορρίψεις τους. Δραστηριοποιημένος μέσω του έργου ο ατομικός εαυτός εντός ενός κόσμου ελκυστικού και ταυτόχρονα απωθητικού, πότε ελέγξιμου και πότε ανεξέλεγκτου, ενεργοποιεί τις ικανότητες του, την δημιουργικότητα και την ευφυΐα του.
Στάθης Κάζης
[1] Παρατήρηση: Να δούμε εδώ το Έργο ως Πρόταγμα.
[2] Σχόλιο: Και στην περίπτωση της προσφοράς εργατικής δύναμης να δούμε το άτομο, που την προσφέρει ως
φορέα κάποιας γνώσης, βάσει της οποίας προσφέρεται χειρωνακτική εργασία, ως ‘εργατική δύναμη’. Κατά
την υλοποίηση έργου στην σημερινή κοινωνία της γνώσης μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση αυτή.
[3] Σχόλιο: Το έργο νοούμενο ως Πρόταγμα δεν είναι κάτι τέτοιο.
[4] Φάση της σύλληψης, σχεδίασης και επεξεργασίας του έργου, δηλαδή της δημιουργίας του.
[5] αφού οι συμμετέχοντες πιστεύουν, επιθυμούν και προτίθενται να πετύχουν τον σκοπό του έργου.
[6] Σχόλιο: Με τον όρο ‘μη ανθρώπινος τελεστής’ εννοείται εδώ κάποιος τεχνολογικής φύσης τελεστής και όχι
κάποιος μη ανθρώπινος, μη τεχνολογικός παράγοντας, όπως πχ ο φυσικός παράγοντας, που θα μπορούσε
να επέμβει στο Πρόταγμα.
[7] Σχόλιο: Πρέπει εδώ να υποβληθεί η ένσταση για την ύπαρξη και μιας τρίτης: της φυσικής.
[8] Σχόλιο: Η αλληλοδιείσδυση πρέπει να περιλαμβάνει και το σύστημα της φύσης.
[9] Παρατήρηση: Οι τεχνολογικοί τελεστές αποτελούν συσσωρευμένη γνώση.
[10] Σχόλιο: Δεδομένα που εισβάλλουν στο εικονικό πεδίο του έργου προέρχονται και από την φυσική
οντότητα.
[11] Σχόλιο: τέτοιο συμβάν μπορεί να είναι και φυσικό, πχ το λειώσιμο ενός παγόβουνου.
[12] Σχόλιο: τέτοιοι ψίθυροι προέρχονται και από το σύστημα της φύσης.