(προδημοσίευση – απόσπασμα από το Editorial του επερχόμενου, 11ου τεύχους του Προτάγματος)
[ … ]
α) Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες…
Ο πρόσφατος, και ξαφνικός, θάνατος του Τζίμη Πανούση μάς προσφέρει μια αφορμή να εμβαθύνουμε σε ορισμένες αναλύσεις μας σχετικά με την ανθρωπολογική παρακμή της νεοελληνικής κοινωνίας, παρακμή που ο ίδιος ο καλλιτέχνης ανέδειξε, σατίρισε και στηλίτευσε όσο κανείς άλλος μέχρι σήμερα. Αν κάτι μάς ωθεί να καταθέσουμε την άποψή μας για το έργο του μεγάλου αποθανόντος, είναι το γεγονός πως όλα μέλη της συντακτικής ομάδας του Προτάγματος τον είχαμε όχι μόνο σε μεγάλη εκτίμηση ως καλλιτέχνη –πράγμα που μπορεί απλά και μόνο να εκφράζει κάποιες προσωπικές προτιμήσεις–, αλλά και βασική μας έμπνευση ως προς τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αναλύουμε τις σημερινές κοινωνίες, τόσο τη νεοελληνική όσο και τις δυτικές. Ουσιαστικά πρόκειται για τον πραγματικό κοινό παρονομαστή των θεωρητικών μας αναφορών. Αναλύσεις μας όπως η κριτική της νεοτεχνολογίας και της κοινωνίας της κατανάλωσης, η κριτική της πολιτικής ορθότητας, η ιδέα περί δημοκρατικής λαϊκότητας κ.ο.κ. προέρχονται εν πολλοίς από τις εμπνεύσεις του Πανούση. Μόνο στη συνέχεια, με τα κατοπινά μας διαβάσματα, βρήκαν μια πιο συνειδητή και συστηματική, σε θεωρητικό επίπεδο, έκφραση μέσω του Καστοριάδη, του Όργουελ, του Μισεά, του Κρίστοφερ Λας, της Σιμόν Βέιλ και μιας σειράς άλλων θεωρητικών αναφορών που εμφανίζονται συχνά πυκνά στις σελίδες του εντύπου μας.
Για τον λόγο αυτό, το κείμενο που δημοσιεύουμε στη μνήμη του μεγάλου καλλιτέχνη (Ν. Μάλλιαρης, «Ο Τζίμης Πανούσης κι ο υπαρκτός σουρεαλισμός») εστιάζει σε δύο αλληλοδιαπλεκόμενα ζητήματα: τη σχέση λόγιου και λαϊκού πολιτισμού, εντός της νεοελληνικής κοινωνίας, αλλά και την τουριστικοποίηση της τελευταίας. Με κίνδυνο να προβάλουμε δικές μας εμμονές στο έργο του Πανούση, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα ζητήματα αυτά αποτελούν βασικά σκέλη του προβληματισμού του αποθανόντος σχετικά με το μέλλον της νεοελληνικής κοινωνίας αλλά και των δυτικών της ομολόγων. Είναι προφανές πως, καθώς το Πρόταγμα είναι πολιτικό κι όχι λογοτεχνικό ή φιλολογικό έντυπο, η προσέγγισή μας είναι πολιτική-κοινωνιολογική, όχι φιλολογική ή μουσικολογική, και γι’ αυτό αντιμετωπίζουμε τον Πανούση περισσότερο ως στοχαστή και θεωρητικό παρά ως καθαρόαιμο καλλιτέχνη.
Ως εκ τούτου, το άρθρο του Ν. Μάλλιαρη –η δημοσίευση του οποίου θα ολοκληρωθεί στο επόμενο τεύχος του Προτάγματος– θα πρέπει να διαβαστεί σε σύνδεση με δύο ακόμα κείμενα που μεταφράζουμε στο τεύχος αυτό και τα οποία, δίχως να σχετίζονται άμεσα με το θέμα του κινούνται γύρω από την κοινή θεματική του τουρισμού και της τουριστικοποίησης ως φαινομένων ουσιαστικά ανθρωπολογικής φύσης.
β) Τουρισμός και εθνικισμός
Ας ξαναπιάσουμε, λόγου χάριν, το Μακεδονικό. Θα διαπιστώσουμε τότε ότι ένα μεγάλο μέρος των περήφανων Μακεδονομάχων και λοιπών ψωμιάδειων Μυρμιδόνων ζουν αποκλειστικά και μόνο από την τουριστική δαπάνη των Σλάβων Ορθόδοξων αδελφών παντός είδους. Η τουριστική βιομηχανία της Βορείου Ελλάδος, με επίκεντρο την καταστροφή της Χαλκιδικής, συνιστά χαρακτηριστική εκδοχή κουτοπόνηρης εθελούσιας αυτο-αποικιοποίησης με σκοπό το εύκολο κέρδος. Είναι λοιπόν οι ίδιοι αυτοί που συστηματικά, εδώ και δεκαετίες, συνεχίζουν να καταστρέφουν την ίδια τους την πατρίδα (τόσο περιβαλλοντικά και χωροταξικά όσο και πολιτιστικά), που ωρύονται σήμερα ότι η αγαπημένη κι ιερή πατρίδα κινδυνεύει επειδή οι γείτονές μας θα ονομάζονται πλέον κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας.
Είναι προφανές όμως, για οποιονδήποτε διατηρεί μια στοιχειώδη διαύγεια, ότι η τουριστικοποίηση της Ελλάδας συνιστά την οριστική καταστροφή της χώρας σε πολιτιστικό επίπεδο, ενώ είναι και πρόξενος μύριων κακών σε κοινωνικό επίπεδο. Διότι, αν μέχρι πριν λίγο καιρό, ο τουρισμός περιοριζόταν σε συγκεκριμένες, λίγο πολύ ζώνες, και αποτελούσε μια βασική μεν αλλά όχι την αποκλειστική βάση της εθνικής οικονομίας, τα τελευταία χρόνια, εξ αιτίας μιας συμπαιγνίας παραγόντων, η κατάσταση έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Λίγο η κρίση, λίγο το Airbnb, λίγο η ποιοτική αναβάθμιση της πρωτεύουσας ως «εναλλακτικού» και χίπστερ προορισμού (λόγω της Ντουκουμέντα και του κέντρου «Σταύρος Νιάρχος», όπως επίσης και του στρατευμένου, φιλομεταναστευτικού no–border και ΜΚΟ τουρισμού), έχουμε φτάσει πλέον η χώρα ν’ αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί σε αυτή τη μαζική εισβολή ξένου πληθυσμού: τα νησιά δεν μπορούν πλέον να σηκώσουν το βάρος της φιλοξενίας τους, οι ντόπιοι αδυνατούν πλέον να βρουν σπίτια σε προσιτά νοίκια, οι υποδομές καταρρέουν, προωθούνται εργασιακές συνθήκες Κίνας κ.ο.κ. Για να μη μιλήσουμε προφανώς για τη βαθύτατη ανθρωπολογική φθορά που προκαλεί η ελαφρά τη καρδία μεταστροφή ενός μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού προς το εύκολο –ή υποτιθέμενα εύκολο χρήμα– του τουριστικού κλάδου[1].
Δυστυχώς όμως ελάχιστες αν όχι ανύπαρκτες είναι οι αναλύσεις που προσπαθούν να φωτίσουν εις βάθος το φαινόμενο. Είναι προφανές ότι η τουριστική εισβολή, η οποία πραγματικά αλλοιώνει τα εντόπια ήθη κι εξαχρειώνει τον πληθυσμό, ελάχιστα απασχολεί τους διάφορους υπερευαίσθητους εθνοπατριώτες θεματοφύλακες της παράδοσης και των ιερών και οσίων της Φυλής, οι οποίοι κατά τα άλλα ανησυχούν μήπως οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες μάς επιβάλουν αλλότρια ήθη και διαδηλώνουν ενάντια στο «ξεπούλημα της πατρίδας μας» με αφορμή το Μακεδονικό. Το γεγονός πως ουδείς δεξιός λαϊκιστής φαίνεται να ενοχλείται από το ξεπούλημα της χώρας στους τουρ οπερέιτορς και τις αεροπορικές εταιρείες δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι, ως συνήθως, η υποκρισία συνιστά τη ραχοκοκαλιά του εθνικιστικού-πατριωτικού-συντηρητικού χώρου· όπως θα δούμε στη συνέχεια του ανά χείρας σημειώματος, ο τουρισμός συνιστά την ιδεώδη κατάληξη κάθε μορφής σύγχρονου εθνικισμού, μιας και πατά στο ιδεολόγημα της πολιτιστικής αυθεντικότητας και στη φτιαχτή και ιστορικά ανυπόστατη αφήγηση περί καταγωγής που υπάρχει πίσω από τον εκάστοτε εθνικισμό, ο οποίος δεν είναι, σε τελική ανάλυση, παρά ένας ρομαντικός φολκλορισμός που μετατρέπει την παράδοση σε αισθητικό αντικείμενο προς κατανάλωση. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου και της οπαδικού τύπου υπεράσπισης της «ανάπτυξης» που συνιστά ουσία των πολιτικών θέσεων των διάφορων «φιλελεύθερων» κι εκσυγχρονιστών, οι μόνοι που έχουν προσπαθήσει ν’ αναλύσουν το φαινόμενο του τουρισμού είναι ορισμένες συνιστώσες της Αριστεράς και της Αναρχίας. Εντούτοις, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση η ματιά παραμένει επιφανειακή κι η εξέταση του θέματος περιορίζεται στο στενά οικονομικό επίπεδο –κι εκεί ακόμα αρκετά περιγραφικά[2].
[…]
[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη κι η περίφημη «γενιά του brain drain», η τεχνοκρατικής παιδείας νεολαία που εγκαταλείπει τη χώρα προκειμένου να αναζητήσει μια καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση στο εξωτερικό, επιλέγει πρώτο-πρώτο τον «τουρισμό-πολιτισμό» στο ερώτημα «σε ποιον τομέα θα θέλατε να δραστηριοποιηθεί η επιχείρησή σας;», κάτι, φυσικά, που ισχύει και για την εγχώρια νεολαία. Βλ. για τα πορίσματα της σχετικής έρευνας: «Έρευνα: Ένα κράτος διαφθοράς και αναξιοκρατίας που διώχνει τα παιδιά του», http://www.huffingtonpost.gr, 8/9/2018.
[2] Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί το 4ο τεύχος του περιοδικού Kaboom με το σχετικό του αφιέρωμα στον τουρισμό.
πηγή
[ … ]
α) Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες…
Ο πρόσφατος, και ξαφνικός, θάνατος του Τζίμη Πανούση μάς προσφέρει μια αφορμή να εμβαθύνουμε σε ορισμένες αναλύσεις μας σχετικά με την ανθρωπολογική παρακμή της νεοελληνικής κοινωνίας, παρακμή που ο ίδιος ο καλλιτέχνης ανέδειξε, σατίρισε και στηλίτευσε όσο κανείς άλλος μέχρι σήμερα. Αν κάτι μάς ωθεί να καταθέσουμε την άποψή μας για το έργο του μεγάλου αποθανόντος, είναι το γεγονός πως όλα μέλη της συντακτικής ομάδας του Προτάγματος τον είχαμε όχι μόνο σε μεγάλη εκτίμηση ως καλλιτέχνη –πράγμα που μπορεί απλά και μόνο να εκφράζει κάποιες προσωπικές προτιμήσεις–, αλλά και βασική μας έμπνευση ως προς τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αναλύουμε τις σημερινές κοινωνίες, τόσο τη νεοελληνική όσο και τις δυτικές. Ουσιαστικά πρόκειται για τον πραγματικό κοινό παρονομαστή των θεωρητικών μας αναφορών. Αναλύσεις μας όπως η κριτική της νεοτεχνολογίας και της κοινωνίας της κατανάλωσης, η κριτική της πολιτικής ορθότητας, η ιδέα περί δημοκρατικής λαϊκότητας κ.ο.κ. προέρχονται εν πολλοίς από τις εμπνεύσεις του Πανούση. Μόνο στη συνέχεια, με τα κατοπινά μας διαβάσματα, βρήκαν μια πιο συνειδητή και συστηματική, σε θεωρητικό επίπεδο, έκφραση μέσω του Καστοριάδη, του Όργουελ, του Μισεά, του Κρίστοφερ Λας, της Σιμόν Βέιλ και μιας σειράς άλλων θεωρητικών αναφορών που εμφανίζονται συχνά πυκνά στις σελίδες του εντύπου μας.
Για τον λόγο αυτό, το κείμενο που δημοσιεύουμε στη μνήμη του μεγάλου καλλιτέχνη (Ν. Μάλλιαρης, «Ο Τζίμης Πανούσης κι ο υπαρκτός σουρεαλισμός») εστιάζει σε δύο αλληλοδιαπλεκόμενα ζητήματα: τη σχέση λόγιου και λαϊκού πολιτισμού, εντός της νεοελληνικής κοινωνίας, αλλά και την τουριστικοποίηση της τελευταίας. Με κίνδυνο να προβάλουμε δικές μας εμμονές στο έργο του Πανούση, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα ζητήματα αυτά αποτελούν βασικά σκέλη του προβληματισμού του αποθανόντος σχετικά με το μέλλον της νεοελληνικής κοινωνίας αλλά και των δυτικών της ομολόγων. Είναι προφανές πως, καθώς το Πρόταγμα είναι πολιτικό κι όχι λογοτεχνικό ή φιλολογικό έντυπο, η προσέγγισή μας είναι πολιτική-κοινωνιολογική, όχι φιλολογική ή μουσικολογική, και γι’ αυτό αντιμετωπίζουμε τον Πανούση περισσότερο ως στοχαστή και θεωρητικό παρά ως καθαρόαιμο καλλιτέχνη.
Ως εκ τούτου, το άρθρο του Ν. Μάλλιαρη –η δημοσίευση του οποίου θα ολοκληρωθεί στο επόμενο τεύχος του Προτάγματος– θα πρέπει να διαβαστεί σε σύνδεση με δύο ακόμα κείμενα που μεταφράζουμε στο τεύχος αυτό και τα οποία, δίχως να σχετίζονται άμεσα με το θέμα του κινούνται γύρω από την κοινή θεματική του τουρισμού και της τουριστικοποίησης ως φαινομένων ουσιαστικά ανθρωπολογικής φύσης.
β) Τουρισμός και εθνικισμός
Ας ξαναπιάσουμε, λόγου χάριν, το Μακεδονικό. Θα διαπιστώσουμε τότε ότι ένα μεγάλο μέρος των περήφανων Μακεδονομάχων και λοιπών ψωμιάδειων Μυρμιδόνων ζουν αποκλειστικά και μόνο από την τουριστική δαπάνη των Σλάβων Ορθόδοξων αδελφών παντός είδους. Η τουριστική βιομηχανία της Βορείου Ελλάδος, με επίκεντρο την καταστροφή της Χαλκιδικής, συνιστά χαρακτηριστική εκδοχή κουτοπόνηρης εθελούσιας αυτο-αποικιοποίησης με σκοπό το εύκολο κέρδος. Είναι λοιπόν οι ίδιοι αυτοί που συστηματικά, εδώ και δεκαετίες, συνεχίζουν να καταστρέφουν την ίδια τους την πατρίδα (τόσο περιβαλλοντικά και χωροταξικά όσο και πολιτιστικά), που ωρύονται σήμερα ότι η αγαπημένη κι ιερή πατρίδα κινδυνεύει επειδή οι γείτονές μας θα ονομάζονται πλέον κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας.
Είναι προφανές όμως, για οποιονδήποτε διατηρεί μια στοιχειώδη διαύγεια, ότι η τουριστικοποίηση της Ελλάδας συνιστά την οριστική καταστροφή της χώρας σε πολιτιστικό επίπεδο, ενώ είναι και πρόξενος μύριων κακών σε κοινωνικό επίπεδο. Διότι, αν μέχρι πριν λίγο καιρό, ο τουρισμός περιοριζόταν σε συγκεκριμένες, λίγο πολύ ζώνες, και αποτελούσε μια βασική μεν αλλά όχι την αποκλειστική βάση της εθνικής οικονομίας, τα τελευταία χρόνια, εξ αιτίας μιας συμπαιγνίας παραγόντων, η κατάσταση έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Λίγο η κρίση, λίγο το Airbnb, λίγο η ποιοτική αναβάθμιση της πρωτεύουσας ως «εναλλακτικού» και χίπστερ προορισμού (λόγω της Ντουκουμέντα και του κέντρου «Σταύρος Νιάρχος», όπως επίσης και του στρατευμένου, φιλομεταναστευτικού no–border και ΜΚΟ τουρισμού), έχουμε φτάσει πλέον η χώρα ν’ αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί σε αυτή τη μαζική εισβολή ξένου πληθυσμού: τα νησιά δεν μπορούν πλέον να σηκώσουν το βάρος της φιλοξενίας τους, οι ντόπιοι αδυνατούν πλέον να βρουν σπίτια σε προσιτά νοίκια, οι υποδομές καταρρέουν, προωθούνται εργασιακές συνθήκες Κίνας κ.ο.κ. Για να μη μιλήσουμε προφανώς για τη βαθύτατη ανθρωπολογική φθορά που προκαλεί η ελαφρά τη καρδία μεταστροφή ενός μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού προς το εύκολο –ή υποτιθέμενα εύκολο χρήμα– του τουριστικού κλάδου[1].
Δυστυχώς όμως ελάχιστες αν όχι ανύπαρκτες είναι οι αναλύσεις που προσπαθούν να φωτίσουν εις βάθος το φαινόμενο. Είναι προφανές ότι η τουριστική εισβολή, η οποία πραγματικά αλλοιώνει τα εντόπια ήθη κι εξαχρειώνει τον πληθυσμό, ελάχιστα απασχολεί τους διάφορους υπερευαίσθητους εθνοπατριώτες θεματοφύλακες της παράδοσης και των ιερών και οσίων της Φυλής, οι οποίοι κατά τα άλλα ανησυχούν μήπως οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες μάς επιβάλουν αλλότρια ήθη και διαδηλώνουν ενάντια στο «ξεπούλημα της πατρίδας μας» με αφορμή το Μακεδονικό. Το γεγονός πως ουδείς δεξιός λαϊκιστής φαίνεται να ενοχλείται από το ξεπούλημα της χώρας στους τουρ οπερέιτορς και τις αεροπορικές εταιρείες δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι, ως συνήθως, η υποκρισία συνιστά τη ραχοκοκαλιά του εθνικιστικού-πατριωτικού-συντηρητικού χώρου· όπως θα δούμε στη συνέχεια του ανά χείρας σημειώματος, ο τουρισμός συνιστά την ιδεώδη κατάληξη κάθε μορφής σύγχρονου εθνικισμού, μιας και πατά στο ιδεολόγημα της πολιτιστικής αυθεντικότητας και στη φτιαχτή και ιστορικά ανυπόστατη αφήγηση περί καταγωγής που υπάρχει πίσω από τον εκάστοτε εθνικισμό, ο οποίος δεν είναι, σε τελική ανάλυση, παρά ένας ρομαντικός φολκλορισμός που μετατρέπει την παράδοση σε αισθητικό αντικείμενο προς κατανάλωση. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου και της οπαδικού τύπου υπεράσπισης της «ανάπτυξης» που συνιστά ουσία των πολιτικών θέσεων των διάφορων «φιλελεύθερων» κι εκσυγχρονιστών, οι μόνοι που έχουν προσπαθήσει ν’ αναλύσουν το φαινόμενο του τουρισμού είναι ορισμένες συνιστώσες της Αριστεράς και της Αναρχίας. Εντούτοις, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση η ματιά παραμένει επιφανειακή κι η εξέταση του θέματος περιορίζεται στο στενά οικονομικό επίπεδο –κι εκεί ακόμα αρκετά περιγραφικά[2].
[…]
[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη κι η περίφημη «γενιά του brain drain», η τεχνοκρατικής παιδείας νεολαία που εγκαταλείπει τη χώρα προκειμένου να αναζητήσει μια καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση στο εξωτερικό, επιλέγει πρώτο-πρώτο τον «τουρισμό-πολιτισμό» στο ερώτημα «σε ποιον τομέα θα θέλατε να δραστηριοποιηθεί η επιχείρησή σας;», κάτι, φυσικά, που ισχύει και για την εγχώρια νεολαία. Βλ. για τα πορίσματα της σχετικής έρευνας: «Έρευνα: Ένα κράτος διαφθοράς και αναξιοκρατίας που διώχνει τα παιδιά του», http://www.huffingtonpost.gr, 8/9/2018.
[2] Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί το 4ο τεύχος του περιοδικού Kaboom με το σχετικό του αφιέρωμα στον τουρισμό.
πηγή