Serge Latouche a
a University of Paris-Sud, France
Το κείμενο αυτό του Serge Latouche γράφτηκε ως χαιρετισμός στην πρώτη έκδοση στα αγγλικά κειμένων για την αποανάπτυξη. Το πρώτο μέρος του κειμένου συζητά αν ο αγγλικός όρος degrowth είναι δόκιμος για να αποδώσει το γαλλικό décroissance. Αν και η συζήτηση αυτή είναι παρωχημένη αφού το degrowth έχει πλέον καθιερωθεί στην επιστημονική βιβλιογραφία και στην σχετική συζήτηση στα αγγλικά, θεωρήσαμε δόκιμο να συμπεριλάβουμε το κείμενο στην έκδοσή μας μιας και πραγματεύεται το νόημα της έννοιας πίσω από τη λέξη, και τις δυσκολίες για να εκφραστεί αυτή σε διαφορετικές γλώσσες. Τις ίδιες δυσκολίες φυσικά αντιμετωπίσαμε και στα ελληνικά, όπου η πιστή μετάφραση του όρου décroissance θα ήταν απομεγέθυνση και όχι αποανάπτυξη. Προτιμούμε όμως τον τελευταίο όρο γιατί είναι πολύ πιο εγγύς στο πνεύμα της décroissance κατά τον Latouche, σκοπός της οποίας είναι να προκαλέσει. Ο τεχνικός όρος «μεγέθυνση» δεν συναντάται στην καθομιλουμένη στα ελληνικά και ένα κάλεσμα για απομεγέθυνση θα προκαλούσε πολύ μικρό ενδιαφέρον. Επίσης όπως εξηγεί ο Latouche η θεωρία της αποανάπτυξης έχει τις ρίζες της στην κριτική της ιδέας και της ιδεολογίας της ανάπτυξης (development) αυτής καθεαυτής και πέρα από τον στενότερο όρο της μεγέθυνσης (growth). Σύμφωνα με τον Λατούς οι δύο έννοιες είναι πλέον συνυφασμένες, πόσο μάλλον στα ελληνικά όπου είναι ταυτόσημες στην καθομιλουμένη. Υπό αυτό το πρίσμα ο όρος αποανάπτυξη στα ελληνικά είναι ο πλέον κατάλληλος αφού συνδέει την άρνηση της ανάπτυξης με Α κεφαλαίο και την άρνηση της μεγέθυνσης. Το ότι ο όρος μπορεί να φαντάζει σε κάποιους αρνητικός δεν αποτελεί πρόβλημα. Αντιθέτως, είναι πρόθεση μας να προκαλέσουμε αρνούμενοι αυτό που πιστεύουμε ότι βρίσκεται στη ρίζα του προβλήματος.
Εισαγωγικό
Η δημοσίευση των πρακτικών του διεθνούς συνεδρίου για την αποανάπτυξη, τον Απρίλιο του 2008 στο Παρίσι, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη συλλογή κειμένων ανάλυσης επί του θέματος στα αγγλικά. Παρόλο που το ζήτημα της αποανάπτυξης μας απασχολεί εδώ και καιρό, ο όρος μόλις πρόσφατα εισήχθη σε οικονομικές και κοινωνικές συζητήσεις. Οι ιδέες όμως που τον συνοδεύουν έχουν σχετικά μακρά ιστορία. Η έκφραση απoανάπτυξη δεν απαντάται ως τέτοια, σε κανένα λεξικό κοινωνικών επιστημών πριν από το 2006. Παρόλα αυτά, στα ίδια λεξικά μπορεί κανείς να βρει καταχωρήσεις για σχετικά ζητήματα, όπως η μηδενική ανάπτυξη, η αειφόρος ανάπτυξη, και φυσικά η σταθερή κατάσταση (steady-state). Ενώ η μετάφραση του γαλλικού décroissance στο αγγλικό degrowth είναι συζητήσιμη το πρόγραμμα το οποίο εκφράζει η λέξη αυτή τυγχάνει ήδη μιας μακράς ιστορίας.
1. Ένα αμφιλεγόμενo σλόγκαν
Ας ξεκαθαρίσoυμε πρώτα ότι η απoανάπτυξη δεν είναι απλώς μια γενική ιδέα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μια ιδέα συμμετρική πρoς την ανάπτυξη. Είναι ένας πoλιτικός όρoς, με θεωρητικές υπoδηλώσεις και ένα ßασικό στό- χo: μας καλεί να εγκαταλείψoυμε την ιδέα της ανάπτυξης για την ανάπτυξη. Αυτή είναι μια ανόητη αυτoαναφoρά, η oπoία πρoωθεί την ακόρεστη αναζήτηση κέρδoυς από τoυς κεφαλαιoύχoυς, και της oπoίας τα απoτελέσματα έχoυν απoδειχθεί καταστρoφικά για τo περιßάλλoν. Η απoανάπτυξη είναι κάτι σαν τoν α-θεϊσμό, διότι oυσιαστικά απoανάπτυξη σημαίνει εγκατάλειψη μιας θρησκείας, της θρησκείας της oικoνoμίας, της ανάπτυξης, της προό- δQυ και της εξέλιξης. Ως σύνθημα, o όρoς décroissance (απQανάπτυξη) είναι μια ευτυχής ρητoρική ανακάλυψη, γιατί η σημασία τoυ δεν είναι απόλυτα αρνητική, ιδιαίτερα στα γαλλικά. Στα γαλλικά θα μπoρoύσε να χρησιμοποιηθεί ως όρoς και για τη μείωση της έντασης ενός καταστρoφικoύ φαινομέ- VQυ - μιας πλημμύρας για παράδειγμα. Εξίσoυ καλά λειτουργεί και σε άλλες λατινικές γλώσσες: decrescita (ιταλικά), decrecimiento (ισπανικά), decreixement (καταλανικά). Η σημασία είναι η ίδια, και οι υπoδηλώσεις πα- ρόμQιες: για τη μη-ανάπτυξη (de-croissance), χρειάζεται η μη-πίστη (de- croire), έννοιες που συνυπάρχουν στον ίδιο όρο, και στις τέσσερις λατινικές γλώσσες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Από την άλλη, η μετάφραση του όρου στις γερμανικές γλώσσες, παρουσιάζει μεγάλα πρoßλήματα. Η δυσκολία στη μετάφραση του γαλλικού όρου décroissance στα αγγλικά είναι η ίδια, μέχρι ενός ßαθμoύ, με τη δυσκολία να μεταφράσουμε τη λέξη ανάπτυξη ή εξέλιξη στις αφρικανικές γλώσσες. Είναι αποκαλυπτική της κυριαρχίας της ιδέας του οικονομισμού στο αγγλοσαξονικό φαντασιακό.
Η μετάφραση του γαλλικού όρου décroissance δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά συμßoλική ενός παραδειγματικού χάσματος. O φίλος μου Michael Singleton, Άγγλος ανθρωπολόγος, καθηγητής στη Louvain-la-neuve, και καλός γνώστης του θέματος γράφει: «Έψαξα πολύ στο λεξικό Roget's Thesaurus, αλλά τα ονόματα που ßρήκα δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό το 'ήρεμο, χαλαρό, λάσκα’, που εκφράζει η λέξη décroissance. Η λέξη ελάττωση (decrease) υπάρχει, αλλά είναι υπερßoλικά ουσιοκρατική (αφορά το προϊόν περισσότερο παρά τη διαδικασία) για να συλλάßει το νόημα. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν όροι όπως μείωση, ελάττωση, μετρίαση (decreasing, diminishing, moderating) θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι. Ανάπτυξη, λοιπόν, ή όχι ανάπτυξη, ιδού η απορία! «Μετριασμένη/ελεγχόμενη ανάπτυξη»; Κάποιος θα μπορούσε να αφήσει απλώς το γαλλικό décroissance στο κείμενο, με μια επεξήγηση του όρου σε υποσημείωση. Διερωτώμαι εάν η καλύτερη μετάφραση δεν θα ήταν «ελαττούμενη ανάπτυξη» (decreasing growth), από τη στιγμή που η συγκεκριμένη φράση έχει το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα παθητική (ανάπτυξη που ελαττώνεται) και ενεργητική (ελαττώνουμε την ανάπτυξη). Εδώ το «ελαττούμενη» θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε ένα πρόγραμμα κοινωνικής υφής, ή καλύτερα σε ένα αληθινά κοινωνικό πρόγραμμα. Αν κάποιος βέβαια θέλει να βγάλει ένα τελικό συμπέρασμα από όλα αυτά, η έκφραση «ελαττούμενη ανάπτυξη» είναι αδιαμφισβήτητα λίγο βαρύτερη απ’ ότι ο όρος αποανάπτυξη, αλλά όπως και να ’χει, σημαίνει αυτό που θέλουμε να πούμε. Χωρίς να θέλω να εισέλθω σε υπερβολικά σημασιολογικές συζητήσεις, πρέπει να αναφέρω ότι ο Ολλανδός Willem Hoogendijk, σε ένα βιβλίο του γραμμένο στα αγγλικά, «Η οικονομική επανάσταση: προς ένα βιώσιμο μέλλον, ελευθερώνοντας την οικονομία από το κυνήγι του χρήματος» (The economic revolution: towards a sustainable future by freeing the economy from money making) [2], έφτιαξε μια ουσιαστική θεωρία οικονομικής ύφεσης, αξιοποιώντας τις λέξεις συρρικνούμενο και συρρίκνωση.
Ο όρος décroissance χρησιμοποιήθηκε στα γαλλικά, ως τίτλος μιας συλλογής κειμένων του Nicholas Georgescu-Roegen πάνω στην εντροπία, την οικολογία και την οικονομία [3]. Παρόλα αυτά, ο όρος decline που χρησιμοποιήθηκε από τον Nicholas Georgescu-Roegen μοιάζει ανεπαρκής: δεν φαίνεται να μεταφέρει αυτό που κατανοούμε εμείς ως αποανάπτυξη (décroissance), τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ ότι η λέξη ελάττωση (decrease), η οποία προ- τείνεται από άλλους. Οι νεολογισμοί ungrowth, degrowth, dedevelopment είναι λιγότερο χρήσιμοι. Στα γερμανικά οι Schrumpfung (συρρίκνωση) ή Minuswachstum (μείων ανάπτυξη) είναι επίσης προβληματικοί. Στα αγγλικά, όσοι επιλέγουν να μείνουν στα απλά, χρησιμοποιούν τον όρο downshifting ο οποίος φαίνεται να μεταφράζει την υποκειμενική κλίση σωστά, ενώ το counter-growth (αντι-ανάπτυξη), προτεινόμενο από άλλους, μεταφράζει την αντικειμενική μας στάση απέναντι στην ανάπτυξη. Το πρόθεμα Ent (De- στα γερμανικά), σύμφωνα με τον François Schneider, μπορεί επίσης να προστεθεί στα γερμανικά, στο Wachstum (ανάπτυξη). Στις αγγλοσαξονικές χώρες μιλάει κανείς για μη-οικονομική ανάπτυξη (uneconomic growth), ανάπτυξη δηλαδή με αρνητικά αποτελέσματα. Κάποιοι προτείνουν μια δυναμική και θετική έννοια της καθόδου (wa_y down, powerdown, τίτλος ενός βιβλίου του Richard Heinberg, το οποίο προωθεί ένα μήνυμα παρόμοιο με αυτό της απο- ανάπτυξης). Άλλοι πάλι έχουν προτείνει ως μετάφραση τις λέξεις συστολή (contraction) και αποκλιμάκωση (downscaling).
Η τελευταία μεγάλη κοινωνία της Δυτικής ανάπτυξης, η Ιαπωνία, είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Παραθέτω ό,τι μου γράφει ο Ιάπωνας μεταφραστής μου: «παρουσιάζοντας το πρόγραμμα της αποανάπτυξης, χρησιμοποιώ τη λέξη decrescendo (προφέρεται το ίδιο όπως στα γαλλικά και στα ιταλικά).
Στην Ιαπωνία, η λέξη decrescendo, γνωστή από το πεδίο της μουσικής, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μετάφραση του degrowth, γιατί διατηρεί το μήνυμα του όρου. Ακόμα ένα πλεονέκτημα είναι ότι η λέξη δεν υποδηλώνει την ανάπτυξη όπως η ιαπωνική λέξη Seichou. Στα ιαπωνικά υπάρχει ποικιλία λεξιλογίου, ώστε να δηλωθεί η ιδέα μιας άλλης ανάπτυξης, αλλά όλες εντάσσονται στο εννοιολογικό πλέγμα του κυρίαρχου οικονομισμού - τέτοια παραδείγματα είναι οι λέξεις: datsu-Seichou (αρνητική ανάπτυξη), jizokukanouna-Seichou (σταθερή ανάπτυξη), ningenno-tameno-Seichou (ανθρώπινη ανάπτυξη). Νομίζω η λέξη decrescendo καθιστά δυνατή τη διάκριση του προγράμματος της αποανάπτυξης από προγράμματα άλλης οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς να επιφέρει εννοιολογική σύγχυση».
Για τις μη-δυτικές χώρες, το πρόβλημα είναι απλούστερο: η μετα-ανάπτυξη (post development) και η κριτική περί ανάπτυξης (development) που θεμε- λιωδώς αμφισβητούν το δυτικό μοντέλο δεν μπορούν να τεθούν στη βάση της αποανάπτυξης ως απομεγέθυνση. Αυτό θα ήταν παράλογο. Δεν υπάρχει έλλειψη όρων που να εκφράζουν εναλλακτικά οράματα του ευ ζην ανάλογα με την κάθε κουλτούρα. Αν πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί ένα όνομα σε αυτή τη διαδικασία αναζήτησης γηγενών οραμάτων, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα από τα: umran από τον Ibn Kaldûn, swadeshi-sarvodaya από τον Gandhi (που σημαίνει βελτιώνοντας τις κοινωνικές συνθήκες για όλους), bamtaare (ευημερία για όλους) από τον Toucouleurs, ή Fidnaa/Gabbina (ακτινοβολία ενός καλοαναθρεμμένου και ξέγνοιαστου ατόμου), όπως λένε οι Borana της Αιθιοπίας. Το σημαντικό είναι ο διαχωρισμός από την κοινωνία της καταστροφής, που διαιωνίζεται κάτω από το λάβαρο της ανάπτυξης ή της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτές οι αυθεντικές εκδηλώσεις, που μπορεί κανείς να βρει δεξιά κι αριστερά, σημαδεύουν τις αρχές μιας συνειδητοποίησης. Φέρνουν την ελπίδα για μια μετα-αναπτυξιακή εποχή.
Αν λοιπόν η τέλεια, κυριολεκτική μετάφραση του όρου décroissance είναι αδύνατη, ίσως τελικά αυτό δεν είναι καν πρόβλημα. Η μετα-ανάπτυξη ούτως ή άλλως δομείται σε πληθυντικό αριθμό. Κάθε κοινωνία, κάθε κουλτούρα, πρέπει να αφήσει στην άκρη τον απολυταρχικό παραγωγισμό, με τον δικό της τρόπο και να αντιπαραβάλει στον μονοδιάστατο homo economicus, μια ταυτότητα που προωθεί την ποικιλομορφία στις ρίζες και στις παραδόσεις της.
2. Ιστορικό της διαδικασίας
Η διαδικασία της δημιουργίας μιας αυτόνομης και λιτής κοινωνίας που κρύβεται πίσω από το σλόγκαν της αποανάπτυξης δεν γεννήθηκε χθες. «Έχουμε την πεποίθηση», γράφουν οι συγγραφείς της έκθεσης της Λέσχης της Ρώμης, το 1972, «ότι η αφύπνισή μας όσον αφορά τα όρια των φυσικών πόρων του πλανήτη και του τραγικού αντίκτυπου που έχει η αλόγιστη εκμετάλλευσή τους είναι αναγκαίος όρος για να προκύψουν νέα μοντέλα σκέψης, που θα οδηγήσουν σε μια θεμελιώδη αναθεώρηση, τόσο της συμπεριφοράς των ανθρώπων, αλλά και της δομής της σημερινής κοινωνίας στην ολότητά της» [5]. Η αποτυχία της ανάπτυξης στον Νότο και η απώλεια ενός πλαισίου αναφοράς στον Βορρά, έχει οδηγήσει αρκετούς στοχαστές στην αμφισβήτηση της καταναλωτικής κοινωνίας και των ψευδαισθητικών της θεμελίων, όπως η πρόοδος, η επιστήμη και η τεχνολογία. Το πρόγραμμα της αποανάπτυξης, συνεπώς, έχει διπλή πατρότητα. Μορφοποιήθηκε από τη μια μέσα στη διαδικασία αφύπνισης για την οικολογική κρίση, και από την άλλη στοιχειοθε- τήθηκε από τη σχολή της κριτικής της τεχνολογίας και της ανάπτυξης στον “Τρίτο Κόσμο”.
Αποανάπτυξη και βιοοικονομία
Το 1972, ο Γάλλος René Dubos, εμπνευστής της διάσκεψης της Στοκχόλμης, η οποία σηματοδότησε το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για το παγκόσμιο περιβάλλον, δημοσίευσε ένα έργο, με τίτλο «Έχουμε μόνο μία γη» (We have only one earth). Τον ίδιο χρόνο ο Sicco Mansholt, τότε Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έγραψε μια δημόσια επιστολή στον Πρόεδρο της Επιτροπής, Franco-Maria Malfatti, προτείνοντάς του να σκεφτεί το ενδεχόμενο παύσης της ανάπτυξης! Όταν έγινε Πρόεδρος της Επιτροπής ο ίδιος, ο Sicco Mansholt, επανέλαβε την έκκλησή του: «Για μας, στον βιομηχανοποιη- μένο κόσμο, μια μείωση στο επίπεδο των υλικών αγαθών, έχει γίνει πια αναγκαιότητα - πράγμα που δεν προϋποθέτει μηδενική ανάπτυξη, αλλά αρνητική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη είναι μόνο ένας πολιτικός στόχος, ο οποίος εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων που κυριαρχούν» [6]. Η διαίσθηση των ορίων της οικονομικής ανάπτυξης, φτάνει πίσω στον Thomas Robert Malthus (18ος αιώνας), αλλά βρίσκει την επιστημονική της βάση στον Sadi Carnot, και τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Ανάμεσα στους πρωτοπόρους πρέπει να αναφέρουμε και τον Sergei Podolinsky: ένα συγγραφέα των οικονομικών της ενέργειας, ο οποίος προσπάθησε να συμφιλιώσει τον σοσιαλισμό με το περιβάλλον την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς [7]. Ήταν πάντως στην δεκαετία του 1970 που τέθηκε ξεκάθαρα η οικολογική ερώτηση μέσα σε οικονομικό πλαίσιο, και ειδικότερα, από τον σπουδαίο Ρουμάνο μαθηματικό, φυσικό και οικονομολόγο, Nicholas Georgescu-Roegen.
Υιοθετώντας το μοντέλο της παραδοσιακής Νευτωνικής μηχανικής, ο Geor- gescu-Roegen παρατήρησε ότι τα οικονομικά δεν λαμβάνουν υπόψη τους την μη-αναστρεψιμότητα του χρόνου. Τα οικονομικά μοντέλα αναπαριστούν ένα μηχανικό και αναστρέψιμο χρόνο. Αγνοούν την εντροπία, δηλαδή τη μη- αναστρεψιμότητα της ύλης και της ενέργειας η οποία έχει χρησιμοποιηθεί. Αφαιρώντας στη θεωρία τη γη από τις λειτουργίες παραγωγής, γύρω στα 1880, τα οικονομικά διέρρηξαν τον ύστατο δεσμό της οικονομίας με τη φύση. Οποιαδήποτε αναφορά στην βιοφυσική βάση εξαφανίστηκε από την οικονομία και η οικονομική παραγωγή, όπως ορίστηκε από τους περισσότερους νεοκλασικούς θεωρητικούς, δεν λαμβάνει υπόψη της όρια οικολογικού χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα είναι η ασυλλόγιστη σπατάλη σπάνιων φυσικών πόρων και η υπο-χρησιμοποίηση της άφθονης ηλιακής ενέργειας. Όπως γράφει ο Nicholas Georgescu-Roegen, τα απόβλητα και η ρύπανση που παράγονται από την οικονομική δραστηριότητα δεν υπολογίζονται στις θεωρητικές εξισώσεις οι οποίες περιγράφουν τη διαδικασία παραγωγής. Αν αυτό συνέβαινε, θα γινόταν φανερή η αδυνατότητα της συνεχούς ανάπτυξης σε ένα πεπερασμένο κόσμο, και η ανάγκη να δημιουργήσουμε μια βιοοικονομία, δηλαδή να σκεφτούμε την οικονομία εντός των ορίων της βιοσφαίρας. Ο Georgescu-Roegen απορρίπτει τον μηχανικό χαρακτήρα του νεοκλασικού οράματος και την έννοια της σταθερής ανάπτυξης που διέπει τα μοντέλα του. Θεωρεί ότι θα ήταν φρόνιμο να οργανωθεί μια αληθινή ελάττωση της εκμετάλλευσης των αποθεμάτων του πλανήτη με μια στροφή σε ανανεώσιμες ροές, όπως η ηλιακή ενέργεια.
Αποανάπτυξη (degrowth) και μετα-ανάπτυξη (post-development)
Για περισσότερα από σαράντα χρόνια, μία μικρή αντι-αναπτυξιακή ή μετα- αναπτυξιακή "Διεθνής”, συνδεδεμένη με τους Ivan Illich, Jacques Ellul και François Partant, ανέλυσε και κατήγγειλε τις αδικίες στο όνομα της ανάπτυξης, ειδικότερα την εκμετάλλευση του Νότου από τον Βορρά [8]. Αυτή η κριτική άγγιξε μια ιστορική εναλλακτική: την αυτο-οργάνωση των πρώτων αυτοχθόνων κοινωνιών/οικονομιών. Ομολογουμένως, βέβαια, αντιμετώπισε με ενδιαφέρον και τις εναλλακτικές πρωτοβουλίες στον Βορρά (π.χ. την αλληλέγγυα οικονομία), τα τοπικά ανταλλακτικά συστήματα και τα δίκτυα εναλλακτικών πρακτικών αλληλεγγύης, κτλ., χωρίς ωστόσο να προσφέρει μια κοινωνική εναλλακτική πρόταση. Η ξαφνική επιτυχία του κηρύγματός μας, ειδικότερα λόγω της περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά και λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, μας οδήγησε στο να ξανασκε- φτούμε το πώς μπορούμε να το συσχετίσουμε με τις κοινωνίες του Βορρά. Η ανάπτυξη αποτελεί σοβαρή απειλή, τόσο για τον Βορρά όσο και για τον Νότο, αφού ο κίνδυνος από την αέναη μεγέθυνση είναι κίνδυνος για ολόκληρο τον πλανήτη. Η αποανάπτυξη δεν είναι η εναλλακτική λύση, αλλά σίγουρα προσφέρεται ως μια εστία εναλλακτικών ιδεών, ως ένας νέος χώρος για δημιουργικότητα, απαλλαγμένος από το βαρύ στρώμα του οικονομικού α- πολυταρχισμού.
Ο θεωρητικός στοχασμός πάνω στο ζήτημα της μετα-ανάπτυξης, ο οποίος διαπότισε τη Γαλλία υπογείως ανάμεσα στα έτη 1972 (την εποχή των Nicholas Georgescu-Roegen, Ivan Illich και André Gorz) και 2002 (τον χρόνο του συνεδρίου της UNESCO - Ξεκάνετε την Ανάπτυξη, Ξαναφτιάξτε τον Κόσμο) είχε προβλέψει καθαρά την κρίση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και είχε προτείνει μια θετική έξοδο από αυτήν: την διαμόρφωση μιας δημοκρατικής και οικολογικά αυτόνομης κοινωνίας, μιας κοινωνίας της αποανάπτυξης. Η κρίση, που όντως προβλέφθηκε και καταγγέλθηκε, δεν ήταν μόνο χρηματική, οικονομική, κοινωνική ή οικολογική. Ήταν κρίση του ίδιου του πολιτισμού μας.
3. Πρόγραμμα και πολιτική στόχευση
Η κατασκευή μιας κοινωνίας αποανάπτυξης, σίγουρα πρέπει να περάσει μέσα από την απομυθοποίηση του ΑΕΠ (δείκτης-φετίχ για τον μοντέρνο τρόπο ζωής), τον συνεχή αγώνα ενάντια στις αρνητικές επιπτώσεις της ανάπτυξης, και τη σταδιακή δημιουργία κύκλων αλληλεγγύης και εθελούσιας απλότητας. Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να συγκεκριμενοποιήσουμε το περίγραμμα αυτού που θα μπορούσε να γίνει η κοινωνία της αποανάπτυξης.
Αποανάπτυξη και μέτρηση της ευημερίας
Παραμένοντας στη γραμμή του Jean Baptiste Say, ο οποίος όρισε την ευτυχία ως κατανάλωση, ο Ian Tinbergen κάποτε πρότεινε απλά και καθαρά, να μετονομάσουμε το ΑΕΠ σε ΑΕΕ (Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία). Είναι εύκολο να απομυθοποιήσει κανείς το ΑΕΠ και να δείξει ότι μετρά ουσιαστικά, και ατε- λώς, μόνο την υλική αφθονία. Ο Robert E. Lane, στο θαυμάσιό του βιβλίο, «Η απώλεια της ευτυχίας στις Δημοκρατίες της Αγοράς» [9], αναφέρει διεξοδικά όλες τις πιθανές θεωρίες και τους δείκτες που θα μπορούσαν να μετρήσουν πολύ καλύτερα την πρόοδο της προσωπικής ευτυχίας (ευημερίας) στις δημοκρατικές κοινωνίες. Το συμπέρασμά του είναι ότι η αύξηση στο υλικό επίπεδο της ζωής στις ΗΠΑ, συνοδεύεται από μια αδιαμφισβήτητη πτώση στην ουσιαστική ευτυχία, για την πλειοψηφία των Αμερικανών, κυρίως λό- γω της υποβάθμισης των ανθρώπινων σχέσεων (αυτό που ο Lane αποκαλεί συντροφικότητα) [10]. Οι γνωστοί δείκτες ευημερίας, όπως ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (IHD), ο Δείκτης Γνήσιας Προόδου του Herman Daly (GPI), ο Δείκτης Κοινωνικής Υγείας του Robert Putnam (ISS), ή το πράσινο ΑΕΠ αφαιρούν από το ΑΕΠ τις δαπάνες οι οποίες αφορούν επενδύσεις για την διόρθωση ζημιών, όπως η μόλυνση του νερού και του αέρα, η ηχητική ρύπανση, η αναγκαστική μετανάστευση, τα τροχαία ατυχήματα, η εγκληματικότητα, η απώλεια των υγροτόπων και άλλων μη-ανανεώσιμων πόρων. Αν κάποιος συσχετίσει με γραφικές παραστάσεις το ΑΕΠ και τον δείκτη Γνήσιας Προόδου ή Κοινωνικής Υγείας, βλέπει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στις ΗΠΑ οι τάσεις τους αποκλίνουν. Ενώ το ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνεται, οι άλλοι δύο δείκτες σημειώνουν πτώση. Η ευημερία μειώνεται τη στιγμή που η υλική ευμάρεια αυξάνεται [11]. Όπως έγραψε ο Patrick Viveret, τα δήθεν οικονομικά της ευημερίας είναι τελικά μόνον τα οικονομικά της υλικής αφθονίας. «Τη μέρα που θα μετρήσουμε την καταστροφή μας με το περιβόητο ΑΕΠ», σημειώνει ο Bernard Maris, θα καταλάβουμε πιθανότατα και πόσο φτωχοί είμαστε [12].
Η ουσία της αποανάπτυξης
Προφανώς, δεν πρόκειται για μια αντίστροφη καρικατούρα, ένα κήρυγμα αποανάπτυξης για την αποανάπτυξη. Η διαδικασία της αποανάπτυξης δεν είναι μια διαδικασία αρνητικής ανάπτυξης - αυτό θα ήταν ένα οξύμωρο αποτέλεσμα της κυριαρχίας του φαντασιακού μας από την ιδέα της ανάπτυξης [13]. Είναι γνωστό ότι ακόμα και η πιο ανεπαίσθητη μείωση της ανάπτυξης γεμίζει τις κοινωνίες μας με άγχος, λόγω της ανεργίας και της εγκατάλειψης προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής τα οποία εξασφαλίζουν έναν ελάχιστο βαθμό ποιότητας στη ζωή μας. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος τι καταστροφή φέρνει η αρνητική ανάπτυξη! Όπως ακριβώς δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια κοινωνία εργατών χωρίς εργασία, δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάτι χειρότερο από μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη. Αυτό είναι που καταδικάζει τη θεσμική αριστερά στον σοσιαλ- φιλελευθερισμό, η αδυναμία να τολμήσει να αφήσει ελεύθερο το φαντασια- κό, πέρα από το πλαίσιο της ανάπτυξης. Η αποανάπτυξη, είναι δυνατή μόνο μέσα σε μια κοινωνία αποανάπτυξης.
Αποανάπτυξη και σταθερή κατάσταση
Αν και η αποανάπτυξη δεν είναι μια επανάληψη της παλιάς κλασικής θεωρίας της σταθερής κατάστασης (steady state), στον John Stuart Mill απαντάται μια ηθική σταθερότητας, η οποία μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της ιδέας της αποανάπτυξης. Γράφει ο Mill: «όταν η ανθρωπότητα θα καθοδηγείται από καλούς θεσμούς και με συνετή προφύλαξη, μόνον τότε οι κατακτήσεις, που έγιναν πάνω στη φύση -χάρη στην ευφυΐα και στο όραμα των επιστημόνων-, θα γίνουν κοινή περιουσία του ανθρώπινου είδους και το μέσο για την πρόοδο όλων μας». Όπως προτείνουν οι Lahsen Abdelmalki και Patrick Mundler, υπάρχει στον Mill μια ιδεολογική συγγένεια με την έννοια της εθελούσιας λιτότητας, την οποία εισήγαγαν συγγραφείς όπως οι Ivan Illich και Andre Gorz, δηλαδή η έννοια μιας κοινωνίας στην οποία οι ανάγκες και ο χρόνος εργασίας έχουν μειωθεί, αλλά η κοινωνική ζωή γίνεται πλουσιότερη, διότι είναι περισσότερο συντροφική, συμποσιακή και εύθυμη [14]. Ο πληθυσμός και το κεφάλαιο, γράφει ο J. S. Mill, είναι τα μόνα πράγματα που πρέπει να παραμείνουν σταθερά σε ένα καθεστώς ισορροπίας. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, που δεν περιλαμβάνουν αλόγιστη, αναντικατάστατη υλική σπατάλη, ή που δεν υποβαθμίζουν το περιβάλλον με ανεπανόρθωτο τρόπο, μπορούν να διαιωνίζονται επ’ άπειρον. Συγκεκριμένα, εκείνες οι δραστηριότητες που θεωρούνται οι πιο επιθυμητές και οι πιο χρήσιμες, όπως η εκπαίδευση, οι τέχνες, η θρησκεία, η έρευνα, η άθληση και οι ανθρώπινες σχέσεις, μπορούν να ανθίζουν».
Παρόλα αυτά, για τον Mill η θεωρία της σταθερής κατάστασης, εκφράζει την ιδέα ότι μεγαλώνοντας, μέσω της ίδιας της δυναμικής του, ο καπιταλισμός θα προκαλέσει σταδιακά την άνοδο μιας κοινωνίας με αξίες σεβασμού για τον άνθρωπο και τη φύση. Λόγω του ότι το σχήμα του Mill παραμένει σχήμα καπιταλιστικό, το έργο του προβλήθηκε από τους υποστηρικτές της αειφόρου ανάπτυξης. Όπως και να ’χει, εμείς πιστεύουμε ότι τίποτα άλλο από μια ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα, τον καταναλωτισμό και τον παραγωγι- σμό του, μπορεί να μας γλιτώσει από την καταστροφή.
Η διαδικασία για να χτιστούν αυτόνομες, λιτές και συμποσιακές κοινωνίες, προκύπτει με διαφορετικές μορφές στον Βορρά και στον Νότο. Στον Νότο, η αποανάπτυξη του οικολογικού αποτυπώματος δεν είναι απαραίτητη, ούτε καν επιθυμητή. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να χτιστεί μια κοινωνία ανάπτυξης και εκεί, ή αν υπάρχει ήδη, να μείνει ως έχει. Όμως στον Βορρά, η οικολογικού χαρακτήρα αποανάπτυξη όπως και η μείωση του ΑΕΠ, είναι απαραίτητη. Φυσικά αυτός δεν είναι ο κυρίαρχος στόχος μιας κοινωνίας μετά την ανάπτυξη, ούτε καν το όραμα για έναν άλλο κόσμο. Είναι απλά μια αναγκαιότητα η οποία προκύπτει μέσα από την ανάγκη μας για επιβίωση. Καλό θα ήταν να μετατρέψουμε την αναγκαιότητα σε αρετή και να τη διαμορφώσουμε ως διαδικασία ωφέλιμη για εμάς.
Αρχικά και κατά προσέγγιση, μπορούμε να συλλάβουμε την πολιτική της αποανάπτυξης ως αναστροφή της σχέσης ανάμεσα στην ευημερία και το ΑΕΠ, δηλαδή αύξηση της ευημερίας με μείωση του ΑΕΠ. Μια προσπάθεια αποδέσμευσης και αποσύνδεσης της ανόδου της ευημερίας από την στατιστική άνοδο στην υλική παραγωγή - με άλλα λόγια η ελάττωση στο έχειν, για την καλυτέρευση του είναι.
Μια πολιτική αποανάπτυξης θα μπορούσε σε πρώτο στάδιο να αφορά τη μείωση των αρνητικών συνεπειών της ανάπτυξης, τα οποία ποικίλουν (από αυτοκινητικά δυστυχήματα μέχρι έξοδα για αγχολυτικά), την επανεξέταση του όγκου μεταφοράς ανθρώπων και αγαθών ανά τον πλανήτη, συνυπολογίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (επομένως, με μια τοπι- κοποίηση της οικονομίας), τον περιορισμό των αντιαισθητικών και ζημιογόνων διαφημίσεων, και τον έλεγχο της αυξανόμενης αχρηστίας των προϊόντων και των νέων γκάτζετ. Όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν αφετηρίες και στόχους για αποανάπτυξη στην υλική παραγωγή. Οι μόνες επιπτώσεις στον τρόπο ζωής μας, θα είναι η άνοδος της ποιότητάς της. Κάποιος θα μπορούσε να συνοψίσει όλη αυτή τη διαδικασία σε ένα πρόγραμμα οκτώ αλλαγών: επαναξιολόγηση, επαναεννοιολογικοποίηση, αναδόμηση, αναδιανομή, επανεντοπισμός, μείωση, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση. Αυτές οι οκτώ αλληλεξαρτώμενες διαδικασίες, μπορούν να σχηματίσουν έναν κύκλο ήρεμης, συμποσιακής και βιώσιμης αποανάπτυξης [16].
4. Συμπέρασμα
Λόγω της ποικιλίας των πηγών και των απόψεων, οι εισηγήσεις γύρω από την αποανάπτυξη δεν διέπονται πάντα από τον ίδιο βαθμό ριζοσπαστικο- ποίησης. Οι αναλύσεις των θιασωτών της αποανάπτυξης, ή αυτών που αντι- τείνονται στην ανάπτυξη, διαφέρουν πάντως σημαντικά από τις αναλύσεις και τις θέσεις άλλων κριτών της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (όσων δηλαδή επιθυμούν μια μεταλλαγή της παγκοσμιοποίησης ή την οικονομία της αλληλεγγύης). Μπορεί οι τελευταίοι να τοποθετούν σωστά το πρόβλημα στον νεο-φιλελευθερισμό (ή όπως τον αποκάλεσε ο Karl Polanyi, «την επίσημη οικονομία»), αλλά παραβλέπουν την καρδιά του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από την λογική της ανάπτυξης, κοινή σε νεοφιλελεύθερες και μη κοινωνίες.
Το ζήτημα δεν είναι η αντικατάσταση μιας κακής οικονομίας με μια καλή, ή μιας κακής ανάπτυξης με μια καλή ανάπτυξη, πράσινη, κοινωνική, δίκαιη, με μια γερή δόση ρυθμίσεων. Δεν είναι ούτε καν ένα υβρίδιο που θα ενσωματώσει εν μέρει τη λογική της δωρεάς και της αλληλεγγύης. Το ζητούμενο εδώ είναι ένα: να εξέλθουμε απλώς από την οικονομία. Αυτή η πρόταση βέβαια, της εξόδου από την οικονομία είναι γενικά παρεξηγήσιμη. Είναι δύσκολο για τους σύγχρονούς μας να κατανοήσουν ότι η οικονομία είναι ένα άλλο είδος θρησκείας. Όταν λέμε αποανάπτυξη είναι όπως όταν λέμε άθεος. Ασφαλώς, όπως κάθε ανθρώπινη κοινωνία, έτσι και μια κοινωνία αποανά- πτυξης θα πρέπει να οργανώσει την παραγωγή, προκειμένου να επιβιώσει, και για αυτόν τον σκοπό να χρησιμοποιεί συνετά τους φυσικούς πόρους, καταναλώνοντάς τους σε ήπιο βαθμό. Έτσι όπως έκαναν οι κοινωνίες της αφθονίας στην παλαιολιθική εποχή, τις οποίες περιγράφει ο Marshall Salhins, και οι οποίες ποτέ δεν εισήλθαν στην οικονομία [17]. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να τελεστεί μέσα στον σιδερένιο κορσέ της οικονομικής λιτότητας, με οικονομικούς υπολογισμούς. Δεν θα την φέρει ποτέ ο homo economicus. Οι φαντασιακές βάσεις των οικονομικών θεσμίσεων πρέπει να τεθούν σε ριζική αμφισβήτηση. Η εθελούσια λιτή ζωή καθιστά δυνατή την κατασκευή μιας κοινωνίας πραγματικής αφθονίας, στη βάση αυτού που ο Ivan Illich χαρακτήρισε ως «έναν τρόπο ζωής σε μια μεταβιομηχανική οικονομία, μέσα στην οποία οι άνθρωποι πετυχαίνουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την αγορά, προστατεύοντας - με πολιτική δράση - ένα δίκτυο υποδομών, στο οποίο η τεχνολογία χρησιμεύει πρώτα από όλα για την κάλυψη πρακτικών αξιών. Αξιών τις οποίες δεν έχουν ποσοτικοποιήσει ούτε θα μπορέσουν να ποσοτικοποιήσουν ποτέ οι επαγγελματίες κατασκευαστές αναγκών» [18].
Αναφορές
[1] Για παράδειγμα το λεξικό των κοινωνικών επιστημών των Beitone και Alii, δημοσιευμένο από τον Dalloz το 1995. Υπάρχει, ωστόσο, ακόμα μια καταχώριση του όρου décroissance, στο λεξικό των κοινωνικών επιστημών, PUF (Paris 2006) και στο λεξικό του ATTAC.
[2] Hoogendijk, W., 1991, The economic revolution (Η οικονομική επανάσταση), Jan van Arkel, Utrecht.
[3] La décroissance, 1994, εισαγωγή και μετάφραση: Grinevald, Jacques, Rens, Ivo, Sang de la terre.
[4] Dahl, Gudrun, Megerssa, Gemtchu, 1997, "The spiral of the Ram's horn: Boran concepts of development”, εισαγωγή: Rahnema, Majid, Bawtree, Victoria (εκδότες), The post-development reader (Αναγνωστικό της μετα-ανάπτυξης), Zbooks, σ. 52 και εξής.
[5] Meadows, D.H., Meadows, D.L., Randers, J., Behrens, W., 1972, The limits to growth. A report for The Club of Rome's Project on the predicament of mankind. (Τα όρια της ανάπτυξης. Μια αναφορά για το πρόγραμμα της Λέσχης της Ρώμης πάνω στη δύσκολη θέση της ανθρωπότητας), Universe Books, New York.
[6] Mansholt, Sicco, 1974, La crise (Η κρίση), Stock, σ. 166-167. Τον ίδιο χρόνο, ο René Dumont ανακοίνωσε: «Όχι! Η αέναη ανάπτυξη είναι αδύνατη. Αν συνεχίσουμε με τον ίδιο βαθμό επέκτασης του πληθυσμού και της βιομηχανικής παραγωγής, μέχρι τον επόμενο αιώνα θα έχουμε οδηγηθεί στο τέλος του πολιτισμού μας»: Dumont, René, 1974, À vous de choisir, L'écologie ou la mort, (Σε εσάς εναπόκειται: οικολογία ή θάνατος), Pauvert.
[7] Sergeï Podolinsky (1850-1891): Ουκρανός αριστοκράτης, εξόριστος στη Γαλλία, ο οποίος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να καταστήσει γνωστή στο Μαρξ την κριτική περί οικολογίας. Βλ. Martinez Alier, Joan, Naredo, J.S., 1982, A Marxist precursor to energy economics: Podolinsky (Ένας μαρξιστής πρόδρομος της ενεργειακής οικονομίας: Ποντολίνσκι) Peasant Studies 9.
[8] Εξέδωσαν το The development dictionary (Το λεξικό της ανάπτυξης), Zed Books, London 1992. Γαλλική μετάφραση παρουσιάζεται από τον εκδοτικό Parangon, στη Λυόν, με τον τίτλο Dictionnaire des mots toxiques.
[9] Yale University Press, 2000.
[10] Michea, 2003, Orwell éducateur, Climats, 160.
[11] Δύο Σουηδοί ερευνητές, οι Jackson και Stymne, βρήκαν τα ίδια αποτελέσματα με αυτά του H. Daly για Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία και Σουηδία.
[12] Maris, Bernard, 2003,Antimanuel d'économie, éditions Bréal, Les fourmis 1, 290.
[13] Που κυριολεκτικά σημαίνει: «advance while retreating» (προχωρώ καθώς υποχωρώ).
[14] Εισηγμένο από τον Franck-Dominique Vivien, Jalons pour une histoire de la notion de développement durable (Ορόσημα για μια ιστορία της βιώσιμης ανάπτυξης), "Mondes en développement Νο 121", 2003/1, σ. 3.
[15] Principes d'économie politique (Αρχές οικονομικής πολιτικής), 1953, Dalloz, 297.
[16] Κάποιος θα μπορούσε να εντάξει σε αυτή τη λίστα κι άλλες έννοιες όπως: ριζο- σπαστικοποίηση, μετατροπή, μετασχηματισμός, αναδιατύπωση κλπ., αλλά όλες αυτές συμπεριλαμβάνονται ήδη στον κατάλογο των οκτώ στόχων. Βλ. σχετικά το δικό μας Petit traité de la décroissance sereine (Μικρή πραγματεία πάνω στην αποανάπτυ- ξη), Mille et une nuits, Paris, 2007.
[17] Salhins, Marshall, 1974, Stone age economics (Παλαιολιθικά οικονομικά), Tavistock, London.
[18] Illich, Ivan, 1977, Le chômage créateur (Ο δημιουργός της ανεργίας), Le Seuil, σ. 87-88.
a University of Paris-Sud, France
Το κείμενο αυτό του Serge Latouche γράφτηκε ως χαιρετισμός στην πρώτη έκδοση στα αγγλικά κειμένων για την αποανάπτυξη. Το πρώτο μέρος του κειμένου συζητά αν ο αγγλικός όρος degrowth είναι δόκιμος για να αποδώσει το γαλλικό décroissance. Αν και η συζήτηση αυτή είναι παρωχημένη αφού το degrowth έχει πλέον καθιερωθεί στην επιστημονική βιβλιογραφία και στην σχετική συζήτηση στα αγγλικά, θεωρήσαμε δόκιμο να συμπεριλάβουμε το κείμενο στην έκδοσή μας μιας και πραγματεύεται το νόημα της έννοιας πίσω από τη λέξη, και τις δυσκολίες για να εκφραστεί αυτή σε διαφορετικές γλώσσες. Τις ίδιες δυσκολίες φυσικά αντιμετωπίσαμε και στα ελληνικά, όπου η πιστή μετάφραση του όρου décroissance θα ήταν απομεγέθυνση και όχι αποανάπτυξη. Προτιμούμε όμως τον τελευταίο όρο γιατί είναι πολύ πιο εγγύς στο πνεύμα της décroissance κατά τον Latouche, σκοπός της οποίας είναι να προκαλέσει. Ο τεχνικός όρος «μεγέθυνση» δεν συναντάται στην καθομιλουμένη στα ελληνικά και ένα κάλεσμα για απομεγέθυνση θα προκαλούσε πολύ μικρό ενδιαφέρον. Επίσης όπως εξηγεί ο Latouche η θεωρία της αποανάπτυξης έχει τις ρίζες της στην κριτική της ιδέας και της ιδεολογίας της ανάπτυξης (development) αυτής καθεαυτής και πέρα από τον στενότερο όρο της μεγέθυνσης (growth). Σύμφωνα με τον Λατούς οι δύο έννοιες είναι πλέον συνυφασμένες, πόσο μάλλον στα ελληνικά όπου είναι ταυτόσημες στην καθομιλουμένη. Υπό αυτό το πρίσμα ο όρος αποανάπτυξη στα ελληνικά είναι ο πλέον κατάλληλος αφού συνδέει την άρνηση της ανάπτυξης με Α κεφαλαίο και την άρνηση της μεγέθυνσης. Το ότι ο όρος μπορεί να φαντάζει σε κάποιους αρνητικός δεν αποτελεί πρόβλημα. Αντιθέτως, είναι πρόθεση μας να προκαλέσουμε αρνούμενοι αυτό που πιστεύουμε ότι βρίσκεται στη ρίζα του προβλήματος.
Εισαγωγικό
Η δημοσίευση των πρακτικών του διεθνούς συνεδρίου για την αποανάπτυξη, τον Απρίλιο του 2008 στο Παρίσι, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη συλλογή κειμένων ανάλυσης επί του θέματος στα αγγλικά. Παρόλο που το ζήτημα της αποανάπτυξης μας απασχολεί εδώ και καιρό, ο όρος μόλις πρόσφατα εισήχθη σε οικονομικές και κοινωνικές συζητήσεις. Οι ιδέες όμως που τον συνοδεύουν έχουν σχετικά μακρά ιστορία. Η έκφραση απoανάπτυξη δεν απαντάται ως τέτοια, σε κανένα λεξικό κοινωνικών επιστημών πριν από το 2006. Παρόλα αυτά, στα ίδια λεξικά μπορεί κανείς να βρει καταχωρήσεις για σχετικά ζητήματα, όπως η μηδενική ανάπτυξη, η αειφόρος ανάπτυξη, και φυσικά η σταθερή κατάσταση (steady-state). Ενώ η μετάφραση του γαλλικού décroissance στο αγγλικό degrowth είναι συζητήσιμη το πρόγραμμα το οποίο εκφράζει η λέξη αυτή τυγχάνει ήδη μιας μακράς ιστορίας.
1. Ένα αμφιλεγόμενo σλόγκαν
Ας ξεκαθαρίσoυμε πρώτα ότι η απoανάπτυξη δεν είναι απλώς μια γενική ιδέα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μια ιδέα συμμετρική πρoς την ανάπτυξη. Είναι ένας πoλιτικός όρoς, με θεωρητικές υπoδηλώσεις και ένα ßασικό στό- χo: μας καλεί να εγκαταλείψoυμε την ιδέα της ανάπτυξης για την ανάπτυξη. Αυτή είναι μια ανόητη αυτoαναφoρά, η oπoία πρoωθεί την ακόρεστη αναζήτηση κέρδoυς από τoυς κεφαλαιoύχoυς, και της oπoίας τα απoτελέσματα έχoυν απoδειχθεί καταστρoφικά για τo περιßάλλoν. Η απoανάπτυξη είναι κάτι σαν τoν α-θεϊσμό, διότι oυσιαστικά απoανάπτυξη σημαίνει εγκατάλειψη μιας θρησκείας, της θρησκείας της oικoνoμίας, της ανάπτυξης, της προό- δQυ και της εξέλιξης. Ως σύνθημα, o όρoς décroissance (απQανάπτυξη) είναι μια ευτυχής ρητoρική ανακάλυψη, γιατί η σημασία τoυ δεν είναι απόλυτα αρνητική, ιδιαίτερα στα γαλλικά. Στα γαλλικά θα μπoρoύσε να χρησιμοποιηθεί ως όρoς και για τη μείωση της έντασης ενός καταστρoφικoύ φαινομέ- VQυ - μιας πλημμύρας για παράδειγμα. Εξίσoυ καλά λειτουργεί και σε άλλες λατινικές γλώσσες: decrescita (ιταλικά), decrecimiento (ισπανικά), decreixement (καταλανικά). Η σημασία είναι η ίδια, και οι υπoδηλώσεις πα- ρόμQιες: για τη μη-ανάπτυξη (de-croissance), χρειάζεται η μη-πίστη (de- croire), έννοιες που συνυπάρχουν στον ίδιο όρο, και στις τέσσερις λατινικές γλώσσες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Από την άλλη, η μετάφραση του όρου στις γερμανικές γλώσσες, παρουσιάζει μεγάλα πρoßλήματα. Η δυσκολία στη μετάφραση του γαλλικού όρου décroissance στα αγγλικά είναι η ίδια, μέχρι ενός ßαθμoύ, με τη δυσκολία να μεταφράσουμε τη λέξη ανάπτυξη ή εξέλιξη στις αφρικανικές γλώσσες. Είναι αποκαλυπτική της κυριαρχίας της ιδέας του οικονομισμού στο αγγλοσαξονικό φαντασιακό.
Η μετάφραση του γαλλικού όρου décroissance δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά συμßoλική ενός παραδειγματικού χάσματος. O φίλος μου Michael Singleton, Άγγλος ανθρωπολόγος, καθηγητής στη Louvain-la-neuve, και καλός γνώστης του θέματος γράφει: «Έψαξα πολύ στο λεξικό Roget's Thesaurus, αλλά τα ονόματα που ßρήκα δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό το 'ήρεμο, χαλαρό, λάσκα’, που εκφράζει η λέξη décroissance. Η λέξη ελάττωση (decrease) υπάρχει, αλλά είναι υπερßoλικά ουσιοκρατική (αφορά το προϊόν περισσότερο παρά τη διαδικασία) για να συλλάßει το νόημα. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν όροι όπως μείωση, ελάττωση, μετρίαση (decreasing, diminishing, moderating) θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι. Ανάπτυξη, λοιπόν, ή όχι ανάπτυξη, ιδού η απορία! «Μετριασμένη/ελεγχόμενη ανάπτυξη»; Κάποιος θα μπορούσε να αφήσει απλώς το γαλλικό décroissance στο κείμενο, με μια επεξήγηση του όρου σε υποσημείωση. Διερωτώμαι εάν η καλύτερη μετάφραση δεν θα ήταν «ελαττούμενη ανάπτυξη» (decreasing growth), από τη στιγμή που η συγκεκριμένη φράση έχει το πλεονέκτημα να είναι ταυτόχρονα παθητική (ανάπτυξη που ελαττώνεται) και ενεργητική (ελαττώνουμε την ανάπτυξη). Εδώ το «ελαττούμενη» θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε ένα πρόγραμμα κοινωνικής υφής, ή καλύτερα σε ένα αληθινά κοινωνικό πρόγραμμα. Αν κάποιος βέβαια θέλει να βγάλει ένα τελικό συμπέρασμα από όλα αυτά, η έκφραση «ελαττούμενη ανάπτυξη» είναι αδιαμφισβήτητα λίγο βαρύτερη απ’ ότι ο όρος αποανάπτυξη, αλλά όπως και να ’χει, σημαίνει αυτό που θέλουμε να πούμε. Χωρίς να θέλω να εισέλθω σε υπερβολικά σημασιολογικές συζητήσεις, πρέπει να αναφέρω ότι ο Ολλανδός Willem Hoogendijk, σε ένα βιβλίο του γραμμένο στα αγγλικά, «Η οικονομική επανάσταση: προς ένα βιώσιμο μέλλον, ελευθερώνοντας την οικονομία από το κυνήγι του χρήματος» (The economic revolution: towards a sustainable future by freeing the economy from money making) [2], έφτιαξε μια ουσιαστική θεωρία οικονομικής ύφεσης, αξιοποιώντας τις λέξεις συρρικνούμενο και συρρίκνωση.
Ο όρος décroissance χρησιμοποιήθηκε στα γαλλικά, ως τίτλος μιας συλλογής κειμένων του Nicholas Georgescu-Roegen πάνω στην εντροπία, την οικολογία και την οικονομία [3]. Παρόλα αυτά, ο όρος decline που χρησιμοποιήθηκε από τον Nicholas Georgescu-Roegen μοιάζει ανεπαρκής: δεν φαίνεται να μεταφέρει αυτό που κατανοούμε εμείς ως αποανάπτυξη (décroissance), τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ ότι η λέξη ελάττωση (decrease), η οποία προ- τείνεται από άλλους. Οι νεολογισμοί ungrowth, degrowth, dedevelopment είναι λιγότερο χρήσιμοι. Στα γερμανικά οι Schrumpfung (συρρίκνωση) ή Minuswachstum (μείων ανάπτυξη) είναι επίσης προβληματικοί. Στα αγγλικά, όσοι επιλέγουν να μείνουν στα απλά, χρησιμοποιούν τον όρο downshifting ο οποίος φαίνεται να μεταφράζει την υποκειμενική κλίση σωστά, ενώ το counter-growth (αντι-ανάπτυξη), προτεινόμενο από άλλους, μεταφράζει την αντικειμενική μας στάση απέναντι στην ανάπτυξη. Το πρόθεμα Ent (De- στα γερμανικά), σύμφωνα με τον François Schneider, μπορεί επίσης να προστεθεί στα γερμανικά, στο Wachstum (ανάπτυξη). Στις αγγλοσαξονικές χώρες μιλάει κανείς για μη-οικονομική ανάπτυξη (uneconomic growth), ανάπτυξη δηλαδή με αρνητικά αποτελέσματα. Κάποιοι προτείνουν μια δυναμική και θετική έννοια της καθόδου (wa_y down, powerdown, τίτλος ενός βιβλίου του Richard Heinberg, το οποίο προωθεί ένα μήνυμα παρόμοιο με αυτό της απο- ανάπτυξης). Άλλοι πάλι έχουν προτείνει ως μετάφραση τις λέξεις συστολή (contraction) και αποκλιμάκωση (downscaling).
Η τελευταία μεγάλη κοινωνία της Δυτικής ανάπτυξης, η Ιαπωνία, είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Παραθέτω ό,τι μου γράφει ο Ιάπωνας μεταφραστής μου: «παρουσιάζοντας το πρόγραμμα της αποανάπτυξης, χρησιμοποιώ τη λέξη decrescendo (προφέρεται το ίδιο όπως στα γαλλικά και στα ιταλικά).
Στην Ιαπωνία, η λέξη decrescendo, γνωστή από το πεδίο της μουσικής, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μετάφραση του degrowth, γιατί διατηρεί το μήνυμα του όρου. Ακόμα ένα πλεονέκτημα είναι ότι η λέξη δεν υποδηλώνει την ανάπτυξη όπως η ιαπωνική λέξη Seichou. Στα ιαπωνικά υπάρχει ποικιλία λεξιλογίου, ώστε να δηλωθεί η ιδέα μιας άλλης ανάπτυξης, αλλά όλες εντάσσονται στο εννοιολογικό πλέγμα του κυρίαρχου οικονομισμού - τέτοια παραδείγματα είναι οι λέξεις: datsu-Seichou (αρνητική ανάπτυξη), jizokukanouna-Seichou (σταθερή ανάπτυξη), ningenno-tameno-Seichou (ανθρώπινη ανάπτυξη). Νομίζω η λέξη decrescendo καθιστά δυνατή τη διάκριση του προγράμματος της αποανάπτυξης από προγράμματα άλλης οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς να επιφέρει εννοιολογική σύγχυση».
Για τις μη-δυτικές χώρες, το πρόβλημα είναι απλούστερο: η μετα-ανάπτυξη (post development) και η κριτική περί ανάπτυξης (development) που θεμε- λιωδώς αμφισβητούν το δυτικό μοντέλο δεν μπορούν να τεθούν στη βάση της αποανάπτυξης ως απομεγέθυνση. Αυτό θα ήταν παράλογο. Δεν υπάρχει έλλειψη όρων που να εκφράζουν εναλλακτικά οράματα του ευ ζην ανάλογα με την κάθε κουλτούρα. Αν πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί ένα όνομα σε αυτή τη διαδικασία αναζήτησης γηγενών οραμάτων, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα από τα: umran από τον Ibn Kaldûn, swadeshi-sarvodaya από τον Gandhi (που σημαίνει βελτιώνοντας τις κοινωνικές συνθήκες για όλους), bamtaare (ευημερία για όλους) από τον Toucouleurs, ή Fidnaa/Gabbina (ακτινοβολία ενός καλοαναθρεμμένου και ξέγνοιαστου ατόμου), όπως λένε οι Borana της Αιθιοπίας. Το σημαντικό είναι ο διαχωρισμός από την κοινωνία της καταστροφής, που διαιωνίζεται κάτω από το λάβαρο της ανάπτυξης ή της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Αυτές οι αυθεντικές εκδηλώσεις, που μπορεί κανείς να βρει δεξιά κι αριστερά, σημαδεύουν τις αρχές μιας συνειδητοποίησης. Φέρνουν την ελπίδα για μια μετα-αναπτυξιακή εποχή.
Αν λοιπόν η τέλεια, κυριολεκτική μετάφραση του όρου décroissance είναι αδύνατη, ίσως τελικά αυτό δεν είναι καν πρόβλημα. Η μετα-ανάπτυξη ούτως ή άλλως δομείται σε πληθυντικό αριθμό. Κάθε κοινωνία, κάθε κουλτούρα, πρέπει να αφήσει στην άκρη τον απολυταρχικό παραγωγισμό, με τον δικό της τρόπο και να αντιπαραβάλει στον μονοδιάστατο homo economicus, μια ταυτότητα που προωθεί την ποικιλομορφία στις ρίζες και στις παραδόσεις της.
2. Ιστορικό της διαδικασίας
Η διαδικασία της δημιουργίας μιας αυτόνομης και λιτής κοινωνίας που κρύβεται πίσω από το σλόγκαν της αποανάπτυξης δεν γεννήθηκε χθες. «Έχουμε την πεποίθηση», γράφουν οι συγγραφείς της έκθεσης της Λέσχης της Ρώμης, το 1972, «ότι η αφύπνισή μας όσον αφορά τα όρια των φυσικών πόρων του πλανήτη και του τραγικού αντίκτυπου που έχει η αλόγιστη εκμετάλλευσή τους είναι αναγκαίος όρος για να προκύψουν νέα μοντέλα σκέψης, που θα οδηγήσουν σε μια θεμελιώδη αναθεώρηση, τόσο της συμπεριφοράς των ανθρώπων, αλλά και της δομής της σημερινής κοινωνίας στην ολότητά της» [5]. Η αποτυχία της ανάπτυξης στον Νότο και η απώλεια ενός πλαισίου αναφοράς στον Βορρά, έχει οδηγήσει αρκετούς στοχαστές στην αμφισβήτηση της καταναλωτικής κοινωνίας και των ψευδαισθητικών της θεμελίων, όπως η πρόοδος, η επιστήμη και η τεχνολογία. Το πρόγραμμα της αποανάπτυξης, συνεπώς, έχει διπλή πατρότητα. Μορφοποιήθηκε από τη μια μέσα στη διαδικασία αφύπνισης για την οικολογική κρίση, και από την άλλη στοιχειοθε- τήθηκε από τη σχολή της κριτικής της τεχνολογίας και της ανάπτυξης στον “Τρίτο Κόσμο”.
Αποανάπτυξη και βιοοικονομία
Το 1972, ο Γάλλος René Dubos, εμπνευστής της διάσκεψης της Στοκχόλμης, η οποία σηματοδότησε το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για το παγκόσμιο περιβάλλον, δημοσίευσε ένα έργο, με τίτλο «Έχουμε μόνο μία γη» (We have only one earth). Τον ίδιο χρόνο ο Sicco Mansholt, τότε Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έγραψε μια δημόσια επιστολή στον Πρόεδρο της Επιτροπής, Franco-Maria Malfatti, προτείνοντάς του να σκεφτεί το ενδεχόμενο παύσης της ανάπτυξης! Όταν έγινε Πρόεδρος της Επιτροπής ο ίδιος, ο Sicco Mansholt, επανέλαβε την έκκλησή του: «Για μας, στον βιομηχανοποιη- μένο κόσμο, μια μείωση στο επίπεδο των υλικών αγαθών, έχει γίνει πια αναγκαιότητα - πράγμα που δεν προϋποθέτει μηδενική ανάπτυξη, αλλά αρνητική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη είναι μόνο ένας πολιτικός στόχος, ο οποίος εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων που κυριαρχούν» [6]. Η διαίσθηση των ορίων της οικονομικής ανάπτυξης, φτάνει πίσω στον Thomas Robert Malthus (18ος αιώνας), αλλά βρίσκει την επιστημονική της βάση στον Sadi Carnot, και τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Ανάμεσα στους πρωτοπόρους πρέπει να αναφέρουμε και τον Sergei Podolinsky: ένα συγγραφέα των οικονομικών της ενέργειας, ο οποίος προσπάθησε να συμφιλιώσει τον σοσιαλισμό με το περιβάλλον την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς [7]. Ήταν πάντως στην δεκαετία του 1970 που τέθηκε ξεκάθαρα η οικολογική ερώτηση μέσα σε οικονομικό πλαίσιο, και ειδικότερα, από τον σπουδαίο Ρουμάνο μαθηματικό, φυσικό και οικονομολόγο, Nicholas Georgescu-Roegen.
Υιοθετώντας το μοντέλο της παραδοσιακής Νευτωνικής μηχανικής, ο Geor- gescu-Roegen παρατήρησε ότι τα οικονομικά δεν λαμβάνουν υπόψη τους την μη-αναστρεψιμότητα του χρόνου. Τα οικονομικά μοντέλα αναπαριστούν ένα μηχανικό και αναστρέψιμο χρόνο. Αγνοούν την εντροπία, δηλαδή τη μη- αναστρεψιμότητα της ύλης και της ενέργειας η οποία έχει χρησιμοποιηθεί. Αφαιρώντας στη θεωρία τη γη από τις λειτουργίες παραγωγής, γύρω στα 1880, τα οικονομικά διέρρηξαν τον ύστατο δεσμό της οικονομίας με τη φύση. Οποιαδήποτε αναφορά στην βιοφυσική βάση εξαφανίστηκε από την οικονομία και η οικονομική παραγωγή, όπως ορίστηκε από τους περισσότερους νεοκλασικούς θεωρητικούς, δεν λαμβάνει υπόψη της όρια οικολογικού χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα είναι η ασυλλόγιστη σπατάλη σπάνιων φυσικών πόρων και η υπο-χρησιμοποίηση της άφθονης ηλιακής ενέργειας. Όπως γράφει ο Nicholas Georgescu-Roegen, τα απόβλητα και η ρύπανση που παράγονται από την οικονομική δραστηριότητα δεν υπολογίζονται στις θεωρητικές εξισώσεις οι οποίες περιγράφουν τη διαδικασία παραγωγής. Αν αυτό συνέβαινε, θα γινόταν φανερή η αδυνατότητα της συνεχούς ανάπτυξης σε ένα πεπερασμένο κόσμο, και η ανάγκη να δημιουργήσουμε μια βιοοικονομία, δηλαδή να σκεφτούμε την οικονομία εντός των ορίων της βιοσφαίρας. Ο Georgescu-Roegen απορρίπτει τον μηχανικό χαρακτήρα του νεοκλασικού οράματος και την έννοια της σταθερής ανάπτυξης που διέπει τα μοντέλα του. Θεωρεί ότι θα ήταν φρόνιμο να οργανωθεί μια αληθινή ελάττωση της εκμετάλλευσης των αποθεμάτων του πλανήτη με μια στροφή σε ανανεώσιμες ροές, όπως η ηλιακή ενέργεια.
Αποανάπτυξη (degrowth) και μετα-ανάπτυξη (post-development)
Για περισσότερα από σαράντα χρόνια, μία μικρή αντι-αναπτυξιακή ή μετα- αναπτυξιακή "Διεθνής”, συνδεδεμένη με τους Ivan Illich, Jacques Ellul και François Partant, ανέλυσε και κατήγγειλε τις αδικίες στο όνομα της ανάπτυξης, ειδικότερα την εκμετάλλευση του Νότου από τον Βορρά [8]. Αυτή η κριτική άγγιξε μια ιστορική εναλλακτική: την αυτο-οργάνωση των πρώτων αυτοχθόνων κοινωνιών/οικονομιών. Ομολογουμένως, βέβαια, αντιμετώπισε με ενδιαφέρον και τις εναλλακτικές πρωτοβουλίες στον Βορρά (π.χ. την αλληλέγγυα οικονομία), τα τοπικά ανταλλακτικά συστήματα και τα δίκτυα εναλλακτικών πρακτικών αλληλεγγύης, κτλ., χωρίς ωστόσο να προσφέρει μια κοινωνική εναλλακτική πρόταση. Η ξαφνική επιτυχία του κηρύγματός μας, ειδικότερα λόγω της περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά και λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, μας οδήγησε στο να ξανασκε- φτούμε το πώς μπορούμε να το συσχετίσουμε με τις κοινωνίες του Βορρά. Η ανάπτυξη αποτελεί σοβαρή απειλή, τόσο για τον Βορρά όσο και για τον Νότο, αφού ο κίνδυνος από την αέναη μεγέθυνση είναι κίνδυνος για ολόκληρο τον πλανήτη. Η αποανάπτυξη δεν είναι η εναλλακτική λύση, αλλά σίγουρα προσφέρεται ως μια εστία εναλλακτικών ιδεών, ως ένας νέος χώρος για δημιουργικότητα, απαλλαγμένος από το βαρύ στρώμα του οικονομικού α- πολυταρχισμού.
Ο θεωρητικός στοχασμός πάνω στο ζήτημα της μετα-ανάπτυξης, ο οποίος διαπότισε τη Γαλλία υπογείως ανάμεσα στα έτη 1972 (την εποχή των Nicholas Georgescu-Roegen, Ivan Illich και André Gorz) και 2002 (τον χρόνο του συνεδρίου της UNESCO - Ξεκάνετε την Ανάπτυξη, Ξαναφτιάξτε τον Κόσμο) είχε προβλέψει καθαρά την κρίση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και είχε προτείνει μια θετική έξοδο από αυτήν: την διαμόρφωση μιας δημοκρατικής και οικολογικά αυτόνομης κοινωνίας, μιας κοινωνίας της αποανάπτυξης. Η κρίση, που όντως προβλέφθηκε και καταγγέλθηκε, δεν ήταν μόνο χρηματική, οικονομική, κοινωνική ή οικολογική. Ήταν κρίση του ίδιου του πολιτισμού μας.
3. Πρόγραμμα και πολιτική στόχευση
Η κατασκευή μιας κοινωνίας αποανάπτυξης, σίγουρα πρέπει να περάσει μέσα από την απομυθοποίηση του ΑΕΠ (δείκτης-φετίχ για τον μοντέρνο τρόπο ζωής), τον συνεχή αγώνα ενάντια στις αρνητικές επιπτώσεις της ανάπτυξης, και τη σταδιακή δημιουργία κύκλων αλληλεγγύης και εθελούσιας απλότητας. Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να συγκεκριμενοποιήσουμε το περίγραμμα αυτού που θα μπορούσε να γίνει η κοινωνία της αποανάπτυξης.
Αποανάπτυξη και μέτρηση της ευημερίας
Παραμένοντας στη γραμμή του Jean Baptiste Say, ο οποίος όρισε την ευτυχία ως κατανάλωση, ο Ian Tinbergen κάποτε πρότεινε απλά και καθαρά, να μετονομάσουμε το ΑΕΠ σε ΑΕΕ (Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία). Είναι εύκολο να απομυθοποιήσει κανείς το ΑΕΠ και να δείξει ότι μετρά ουσιαστικά, και ατε- λώς, μόνο την υλική αφθονία. Ο Robert E. Lane, στο θαυμάσιό του βιβλίο, «Η απώλεια της ευτυχίας στις Δημοκρατίες της Αγοράς» [9], αναφέρει διεξοδικά όλες τις πιθανές θεωρίες και τους δείκτες που θα μπορούσαν να μετρήσουν πολύ καλύτερα την πρόοδο της προσωπικής ευτυχίας (ευημερίας) στις δημοκρατικές κοινωνίες. Το συμπέρασμά του είναι ότι η αύξηση στο υλικό επίπεδο της ζωής στις ΗΠΑ, συνοδεύεται από μια αδιαμφισβήτητη πτώση στην ουσιαστική ευτυχία, για την πλειοψηφία των Αμερικανών, κυρίως λό- γω της υποβάθμισης των ανθρώπινων σχέσεων (αυτό που ο Lane αποκαλεί συντροφικότητα) [10]. Οι γνωστοί δείκτες ευημερίας, όπως ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (IHD), ο Δείκτης Γνήσιας Προόδου του Herman Daly (GPI), ο Δείκτης Κοινωνικής Υγείας του Robert Putnam (ISS), ή το πράσινο ΑΕΠ αφαιρούν από το ΑΕΠ τις δαπάνες οι οποίες αφορούν επενδύσεις για την διόρθωση ζημιών, όπως η μόλυνση του νερού και του αέρα, η ηχητική ρύπανση, η αναγκαστική μετανάστευση, τα τροχαία ατυχήματα, η εγκληματικότητα, η απώλεια των υγροτόπων και άλλων μη-ανανεώσιμων πόρων. Αν κάποιος συσχετίσει με γραφικές παραστάσεις το ΑΕΠ και τον δείκτη Γνήσιας Προόδου ή Κοινωνικής Υγείας, βλέπει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στις ΗΠΑ οι τάσεις τους αποκλίνουν. Ενώ το ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνεται, οι άλλοι δύο δείκτες σημειώνουν πτώση. Η ευημερία μειώνεται τη στιγμή που η υλική ευμάρεια αυξάνεται [11]. Όπως έγραψε ο Patrick Viveret, τα δήθεν οικονομικά της ευημερίας είναι τελικά μόνον τα οικονομικά της υλικής αφθονίας. «Τη μέρα που θα μετρήσουμε την καταστροφή μας με το περιβόητο ΑΕΠ», σημειώνει ο Bernard Maris, θα καταλάβουμε πιθανότατα και πόσο φτωχοί είμαστε [12].
Η ουσία της αποανάπτυξης
Προφανώς, δεν πρόκειται για μια αντίστροφη καρικατούρα, ένα κήρυγμα αποανάπτυξης για την αποανάπτυξη. Η διαδικασία της αποανάπτυξης δεν είναι μια διαδικασία αρνητικής ανάπτυξης - αυτό θα ήταν ένα οξύμωρο αποτέλεσμα της κυριαρχίας του φαντασιακού μας από την ιδέα της ανάπτυξης [13]. Είναι γνωστό ότι ακόμα και η πιο ανεπαίσθητη μείωση της ανάπτυξης γεμίζει τις κοινωνίες μας με άγχος, λόγω της ανεργίας και της εγκατάλειψης προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής τα οποία εξασφαλίζουν έναν ελάχιστο βαθμό ποιότητας στη ζωή μας. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος τι καταστροφή φέρνει η αρνητική ανάπτυξη! Όπως ακριβώς δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια κοινωνία εργατών χωρίς εργασία, δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάτι χειρότερο από μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη. Αυτό είναι που καταδικάζει τη θεσμική αριστερά στον σοσιαλ- φιλελευθερισμό, η αδυναμία να τολμήσει να αφήσει ελεύθερο το φαντασια- κό, πέρα από το πλαίσιο της ανάπτυξης. Η αποανάπτυξη, είναι δυνατή μόνο μέσα σε μια κοινωνία αποανάπτυξης.
Αποανάπτυξη και σταθερή κατάσταση
Αν και η αποανάπτυξη δεν είναι μια επανάληψη της παλιάς κλασικής θεωρίας της σταθερής κατάστασης (steady state), στον John Stuart Mill απαντάται μια ηθική σταθερότητας, η οποία μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της ιδέας της αποανάπτυξης. Γράφει ο Mill: «όταν η ανθρωπότητα θα καθοδηγείται από καλούς θεσμούς και με συνετή προφύλαξη, μόνον τότε οι κατακτήσεις, που έγιναν πάνω στη φύση -χάρη στην ευφυΐα και στο όραμα των επιστημόνων-, θα γίνουν κοινή περιουσία του ανθρώπινου είδους και το μέσο για την πρόοδο όλων μας». Όπως προτείνουν οι Lahsen Abdelmalki και Patrick Mundler, υπάρχει στον Mill μια ιδεολογική συγγένεια με την έννοια της εθελούσιας λιτότητας, την οποία εισήγαγαν συγγραφείς όπως οι Ivan Illich και Andre Gorz, δηλαδή η έννοια μιας κοινωνίας στην οποία οι ανάγκες και ο χρόνος εργασίας έχουν μειωθεί, αλλά η κοινωνική ζωή γίνεται πλουσιότερη, διότι είναι περισσότερο συντροφική, συμποσιακή και εύθυμη [14]. Ο πληθυσμός και το κεφάλαιο, γράφει ο J. S. Mill, είναι τα μόνα πράγματα που πρέπει να παραμείνουν σταθερά σε ένα καθεστώς ισορροπίας. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, που δεν περιλαμβάνουν αλόγιστη, αναντικατάστατη υλική σπατάλη, ή που δεν υποβαθμίζουν το περιβάλλον με ανεπανόρθωτο τρόπο, μπορούν να διαιωνίζονται επ’ άπειρον. Συγκεκριμένα, εκείνες οι δραστηριότητες που θεωρούνται οι πιο επιθυμητές και οι πιο χρήσιμες, όπως η εκπαίδευση, οι τέχνες, η θρησκεία, η έρευνα, η άθληση και οι ανθρώπινες σχέσεις, μπορούν να ανθίζουν».
Παρόλα αυτά, για τον Mill η θεωρία της σταθερής κατάστασης, εκφράζει την ιδέα ότι μεγαλώνοντας, μέσω της ίδιας της δυναμικής του, ο καπιταλισμός θα προκαλέσει σταδιακά την άνοδο μιας κοινωνίας με αξίες σεβασμού για τον άνθρωπο και τη φύση. Λόγω του ότι το σχήμα του Mill παραμένει σχήμα καπιταλιστικό, το έργο του προβλήθηκε από τους υποστηρικτές της αειφόρου ανάπτυξης. Όπως και να ’χει, εμείς πιστεύουμε ότι τίποτα άλλο από μια ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα, τον καταναλωτισμό και τον παραγωγι- σμό του, μπορεί να μας γλιτώσει από την καταστροφή.
Η διαδικασία για να χτιστούν αυτόνομες, λιτές και συμποσιακές κοινωνίες, προκύπτει με διαφορετικές μορφές στον Βορρά και στον Νότο. Στον Νότο, η αποανάπτυξη του οικολογικού αποτυπώματος δεν είναι απαραίτητη, ούτε καν επιθυμητή. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να χτιστεί μια κοινωνία ανάπτυξης και εκεί, ή αν υπάρχει ήδη, να μείνει ως έχει. Όμως στον Βορρά, η οικολογικού χαρακτήρα αποανάπτυξη όπως και η μείωση του ΑΕΠ, είναι απαραίτητη. Φυσικά αυτός δεν είναι ο κυρίαρχος στόχος μιας κοινωνίας μετά την ανάπτυξη, ούτε καν το όραμα για έναν άλλο κόσμο. Είναι απλά μια αναγκαιότητα η οποία προκύπτει μέσα από την ανάγκη μας για επιβίωση. Καλό θα ήταν να μετατρέψουμε την αναγκαιότητα σε αρετή και να τη διαμορφώσουμε ως διαδικασία ωφέλιμη για εμάς.
Αρχικά και κατά προσέγγιση, μπορούμε να συλλάβουμε την πολιτική της αποανάπτυξης ως αναστροφή της σχέσης ανάμεσα στην ευημερία και το ΑΕΠ, δηλαδή αύξηση της ευημερίας με μείωση του ΑΕΠ. Μια προσπάθεια αποδέσμευσης και αποσύνδεσης της ανόδου της ευημερίας από την στατιστική άνοδο στην υλική παραγωγή - με άλλα λόγια η ελάττωση στο έχειν, για την καλυτέρευση του είναι.
Μια πολιτική αποανάπτυξης θα μπορούσε σε πρώτο στάδιο να αφορά τη μείωση των αρνητικών συνεπειών της ανάπτυξης, τα οποία ποικίλουν (από αυτοκινητικά δυστυχήματα μέχρι έξοδα για αγχολυτικά), την επανεξέταση του όγκου μεταφοράς ανθρώπων και αγαθών ανά τον πλανήτη, συνυπολογίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (επομένως, με μια τοπι- κοποίηση της οικονομίας), τον περιορισμό των αντιαισθητικών και ζημιογόνων διαφημίσεων, και τον έλεγχο της αυξανόμενης αχρηστίας των προϊόντων και των νέων γκάτζετ. Όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν αφετηρίες και στόχους για αποανάπτυξη στην υλική παραγωγή. Οι μόνες επιπτώσεις στον τρόπο ζωής μας, θα είναι η άνοδος της ποιότητάς της. Κάποιος θα μπορούσε να συνοψίσει όλη αυτή τη διαδικασία σε ένα πρόγραμμα οκτώ αλλαγών: επαναξιολόγηση, επαναεννοιολογικοποίηση, αναδόμηση, αναδιανομή, επανεντοπισμός, μείωση, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση. Αυτές οι οκτώ αλληλεξαρτώμενες διαδικασίες, μπορούν να σχηματίσουν έναν κύκλο ήρεμης, συμποσιακής και βιώσιμης αποανάπτυξης [16].
4. Συμπέρασμα
Λόγω της ποικιλίας των πηγών και των απόψεων, οι εισηγήσεις γύρω από την αποανάπτυξη δεν διέπονται πάντα από τον ίδιο βαθμό ριζοσπαστικο- ποίησης. Οι αναλύσεις των θιασωτών της αποανάπτυξης, ή αυτών που αντι- τείνονται στην ανάπτυξη, διαφέρουν πάντως σημαντικά από τις αναλύσεις και τις θέσεις άλλων κριτών της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (όσων δηλαδή επιθυμούν μια μεταλλαγή της παγκοσμιοποίησης ή την οικονομία της αλληλεγγύης). Μπορεί οι τελευταίοι να τοποθετούν σωστά το πρόβλημα στον νεο-φιλελευθερισμό (ή όπως τον αποκάλεσε ο Karl Polanyi, «την επίσημη οικονομία»), αλλά παραβλέπουν την καρδιά του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από την λογική της ανάπτυξης, κοινή σε νεοφιλελεύθερες και μη κοινωνίες.
Το ζήτημα δεν είναι η αντικατάσταση μιας κακής οικονομίας με μια καλή, ή μιας κακής ανάπτυξης με μια καλή ανάπτυξη, πράσινη, κοινωνική, δίκαιη, με μια γερή δόση ρυθμίσεων. Δεν είναι ούτε καν ένα υβρίδιο που θα ενσωματώσει εν μέρει τη λογική της δωρεάς και της αλληλεγγύης. Το ζητούμενο εδώ είναι ένα: να εξέλθουμε απλώς από την οικονομία. Αυτή η πρόταση βέβαια, της εξόδου από την οικονομία είναι γενικά παρεξηγήσιμη. Είναι δύσκολο για τους σύγχρονούς μας να κατανοήσουν ότι η οικονομία είναι ένα άλλο είδος θρησκείας. Όταν λέμε αποανάπτυξη είναι όπως όταν λέμε άθεος. Ασφαλώς, όπως κάθε ανθρώπινη κοινωνία, έτσι και μια κοινωνία αποανά- πτυξης θα πρέπει να οργανώσει την παραγωγή, προκειμένου να επιβιώσει, και για αυτόν τον σκοπό να χρησιμοποιεί συνετά τους φυσικούς πόρους, καταναλώνοντάς τους σε ήπιο βαθμό. Έτσι όπως έκαναν οι κοινωνίες της αφθονίας στην παλαιολιθική εποχή, τις οποίες περιγράφει ο Marshall Salhins, και οι οποίες ποτέ δεν εισήλθαν στην οικονομία [17]. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να τελεστεί μέσα στον σιδερένιο κορσέ της οικονομικής λιτότητας, με οικονομικούς υπολογισμούς. Δεν θα την φέρει ποτέ ο homo economicus. Οι φαντασιακές βάσεις των οικονομικών θεσμίσεων πρέπει να τεθούν σε ριζική αμφισβήτηση. Η εθελούσια λιτή ζωή καθιστά δυνατή την κατασκευή μιας κοινωνίας πραγματικής αφθονίας, στη βάση αυτού που ο Ivan Illich χαρακτήρισε ως «έναν τρόπο ζωής σε μια μεταβιομηχανική οικονομία, μέσα στην οποία οι άνθρωποι πετυχαίνουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την αγορά, προστατεύοντας - με πολιτική δράση - ένα δίκτυο υποδομών, στο οποίο η τεχνολογία χρησιμεύει πρώτα από όλα για την κάλυψη πρακτικών αξιών. Αξιών τις οποίες δεν έχουν ποσοτικοποιήσει ούτε θα μπορέσουν να ποσοτικοποιήσουν ποτέ οι επαγγελματίες κατασκευαστές αναγκών» [18].
Αναφορές
[1] Για παράδειγμα το λεξικό των κοινωνικών επιστημών των Beitone και Alii, δημοσιευμένο από τον Dalloz το 1995. Υπάρχει, ωστόσο, ακόμα μια καταχώριση του όρου décroissance, στο λεξικό των κοινωνικών επιστημών, PUF (Paris 2006) και στο λεξικό του ATTAC.
[2] Hoogendijk, W., 1991, The economic revolution (Η οικονομική επανάσταση), Jan van Arkel, Utrecht.
[3] La décroissance, 1994, εισαγωγή και μετάφραση: Grinevald, Jacques, Rens, Ivo, Sang de la terre.
[4] Dahl, Gudrun, Megerssa, Gemtchu, 1997, "The spiral of the Ram's horn: Boran concepts of development”, εισαγωγή: Rahnema, Majid, Bawtree, Victoria (εκδότες), The post-development reader (Αναγνωστικό της μετα-ανάπτυξης), Zbooks, σ. 52 και εξής.
[5] Meadows, D.H., Meadows, D.L., Randers, J., Behrens, W., 1972, The limits to growth. A report for The Club of Rome's Project on the predicament of mankind. (Τα όρια της ανάπτυξης. Μια αναφορά για το πρόγραμμα της Λέσχης της Ρώμης πάνω στη δύσκολη θέση της ανθρωπότητας), Universe Books, New York.
[6] Mansholt, Sicco, 1974, La crise (Η κρίση), Stock, σ. 166-167. Τον ίδιο χρόνο, ο René Dumont ανακοίνωσε: «Όχι! Η αέναη ανάπτυξη είναι αδύνατη. Αν συνεχίσουμε με τον ίδιο βαθμό επέκτασης του πληθυσμού και της βιομηχανικής παραγωγής, μέχρι τον επόμενο αιώνα θα έχουμε οδηγηθεί στο τέλος του πολιτισμού μας»: Dumont, René, 1974, À vous de choisir, L'écologie ou la mort, (Σε εσάς εναπόκειται: οικολογία ή θάνατος), Pauvert.
[7] Sergeï Podolinsky (1850-1891): Ουκρανός αριστοκράτης, εξόριστος στη Γαλλία, ο οποίος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να καταστήσει γνωστή στο Μαρξ την κριτική περί οικολογίας. Βλ. Martinez Alier, Joan, Naredo, J.S., 1982, A Marxist precursor to energy economics: Podolinsky (Ένας μαρξιστής πρόδρομος της ενεργειακής οικονομίας: Ποντολίνσκι) Peasant Studies 9.
[8] Εξέδωσαν το The development dictionary (Το λεξικό της ανάπτυξης), Zed Books, London 1992. Γαλλική μετάφραση παρουσιάζεται από τον εκδοτικό Parangon, στη Λυόν, με τον τίτλο Dictionnaire des mots toxiques.
[9] Yale University Press, 2000.
[10] Michea, 2003, Orwell éducateur, Climats, 160.
[11] Δύο Σουηδοί ερευνητές, οι Jackson και Stymne, βρήκαν τα ίδια αποτελέσματα με αυτά του H. Daly για Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία και Σουηδία.
[12] Maris, Bernard, 2003,Antimanuel d'économie, éditions Bréal, Les fourmis 1, 290.
[13] Που κυριολεκτικά σημαίνει: «advance while retreating» (προχωρώ καθώς υποχωρώ).
[14] Εισηγμένο από τον Franck-Dominique Vivien, Jalons pour une histoire de la notion de développement durable (Ορόσημα για μια ιστορία της βιώσιμης ανάπτυξης), "Mondes en développement Νο 121", 2003/1, σ. 3.
[15] Principes d'économie politique (Αρχές οικονομικής πολιτικής), 1953, Dalloz, 297.
[16] Κάποιος θα μπορούσε να εντάξει σε αυτή τη λίστα κι άλλες έννοιες όπως: ριζο- σπαστικοποίηση, μετατροπή, μετασχηματισμός, αναδιατύπωση κλπ., αλλά όλες αυτές συμπεριλαμβάνονται ήδη στον κατάλογο των οκτώ στόχων. Βλ. σχετικά το δικό μας Petit traité de la décroissance sereine (Μικρή πραγματεία πάνω στην αποανάπτυ- ξη), Mille et une nuits, Paris, 2007.
[17] Salhins, Marshall, 1974, Stone age economics (Παλαιολιθικά οικονομικά), Tavistock, London.
[18] Illich, Ivan, 1977, Le chômage créateur (Ο δημιουργός της ανεργίας), Le Seuil, σ. 87-88.