Ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ(Τιβεριάδα): βυζαντινό μωσαϊκό του 5ου αιώνα
Οι ιστορικές συνθήκες που γέννησαν τον Ιησού
Μετά το θάνατο του Ηρώδη Α', ο ένας από τους τρεις γιούς του, ο Ηρώδης Αντίπας, κληρονόμησε την υποτελή στη Ρώμη περιοχή της Γαλιλαίας. Χωρίς τον Ηρώδη Αντίπα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε την ιστορία του Ιησού.
Στην Γαλιλαία, που είχε εύφορα εδάφη ζούσαν αγρότες και εργαζόμενοι, ενώ στην Ιουδαία, που ήταν μια άγονη γη ζούσαν οι λόγιοι και το ιερατείο. Η πολιτική του Αντίπα(περίοδος: 4 π.Χ-39 μ.Χ) αναδιαμόρφωσε τις κοινωνικοοικονομικές δομές της Γαλιλαίας και είχε ως αποτέλεσμα, μια άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη, ένα είδος αρχαίας οικονομίας της αγοράς, προκαλώντας πολιτική σταθερότητα, αλλά επίσης και κοινωνική αδικία και δυστυχία. Οι δύο αντιφατικές εξελίξεις είχαν αντίκτυπο στη ζωή του Ιησού και στην ομάδα των οπαδών που σχηματίσθηκε και τον ακολουθούσε.
Η ιστορική έρευνα για τον Ιησού, που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970, έδωσε προτεραιότητα όχι στη θεολογική, αλλά στην κοινωνική ερμηνεία και προσπάθησε να κατανοήσει τον Ιησού, σαν ιστορικό πρόσωπο, κάτω από το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής του.
Τα ευρήματα της έρευνας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική του Αντίπα είχε σαν αποτέλεσμα να κυριαρχήσει ένα κάποιο είδος αρχαίου καπιταλισμού στην αγροτική Γαλιλαία. Επικράτησε η επιδίωξη του κέρδους και η αύξησή του στην καθημερινή ζωή των αγροτών, των αλιέων και των τεχνιτών.
Η Ρώμη διόριζε τους τοπικούς άρχοντες για να εισπράττουν φόρο υποτελείας από τους υπηκόους τους. Έπρεπε να πληρώνουν πολλούς άμεσους και έμμεσους φόρους που ήταν συντριπτικοί και τους συνέθλιβαν: φόρο ακίνητης περιουσίας, εμπορικών συναλλαγών και επιχειρήσεων, κεφαλικό φόρο ο οποίος περιλάμβανε επίσης τα βοοειδή και τους σκλάβους, φόρο ναών, οδών και γεφυρών. Το ποσοστό των φόρων την εποχή εκείνη εκτιμήθηκε στο 50% του «εγχώριου προϊόντος».
Οι πολυμελείς συνήθως τότε οικογένειες αναγκάζονταν να δουλεύουν και να παράγουν όλο και περισσότερο για να καλύψουν τους φόρους και μόλις που κατόρθωναν να επιβιώνουν. Εάν υπήρχαν και κακές συγκομιδές, γρήγορα έπεφταν στα χρέη και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν. "Ο φαύλος κύκλος της φτώχειας ήταν προδιαγεγραμμένος", σύμφωνα με τον Martin Ebner, καθηγητή της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Μίνστερ. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών –κυρίως αγροτών και ιδιοκτητών γης-διευρύνθηκε και από τη νέα οικονομία του χρήματος (τόκοι χρεών) που παρήγαγε ολοένα και περισσότερους χαμένους.
Οι Ρωμαίοι ηγεμόνες επέβαλαν την μίσθωση της γης, πράγμα που έφερε τη ρήξη με την παράδοση της αυτάρκειας για τους αγρότες- το 90% των κατοίκων της Γαλιλαίας ασχολούνταν τότε με τη γεωργία-που έπρεπε πλέον για να ανταπεξέλθουν να παράγουν όλο και περισσότερες ελιές, σιτηρά, κρασί και ψάρια. Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι την εποχή του Ιησού, το 97% της γης στη Γαλιλαία ήταν καλλιεργήσιμη και έτσι η αύξηση της παραγωγής ήταν μεγάλη με πλεονάσματα. Έτσι οικοδομήθηκε μια κοινωνία τριών κοινωνικών στρωμάτων: του ανώτερου που το αποτελούσαν οι ιδιοκτήτες, του μεσαίου των υπηρεσιών όπως οι τεχνίτες ή οι εργάτες και το κατώτερο το οποίο αποτελούσαν οι ποιμένες, οι ζητιάνοι, οι κάθε λογής φτωχοί και αποκλεισμένοι. Δημιουργήθηκαν δηλαδή συνθήκες βίας, διαμαρτυρίας και εξέγερσης, σε μια περιοχή σχετικά ήρεμη μέχρι τότε, αφού δεν υπήρχαν καν Ρωμαίοι στρατιώτες στη Γαλιλαία.
Το νέο ήθος της Κοινότητας
Η εξαθλίωση ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού και οι αντιθέσεις είχαν αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε οι ψαράδες και οι αγρότες της Άνω Γαλιλαίας ποθούσαν τη σωτηρία-ψυχής και σώματος-με της έλευση του Μεσσία, που τους υπόσχονταν οι προφήτες. Ο τελευταίος από αυτούς, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής-που αποκήρυσσε μεν το μίσος και την πολιτική αναταραχή, αλλά προκαλούσε με τα κηρύγματά του- συνελήφθη και θανατώθηκε κατ΄ εντολήν του Ηρώδη Αντίπα. Τότε ξεκίνησε ο Ιησούς-που είχε βαφτιστεί από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη- τη δημόσια δραστηριότητά του. Το κίνημα που εμφανίστηκε στο όνομά του βρήκε γρήγορα ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές.
Εμφανίστηκε -στη δύσκολη για τους περισσότερους περίοδο- κάποιος που με ακλόνητη αυτοπεποίθηση και αποστολική συνείδηση διακήρυττε τη σωτηρία τους, διεκδικώντας την πληρεξουσιότητα του Θεού. Αυτό ήταν μεγάλη ύβρις και πρόκληση για τους κύκλους του ιερατείου, αλλά δεν ενοχλούσε στην αρχή την πολιτική εξουσία του Αντίπα. Αυτά που έλεγε το κίνημα ήταν περισσότερο ηθικής φύσεως παρά πολιτικής. Επεδίωκε μια κοινωνία ίσων, στην οποία η ισότητα δεν θα ήταν κυρίως υλική(«Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων τροφάς ομοίως»), αλλά απέναντι στο Θεό. Οι ιεραρχικές εξουσιαστικές σχέσεις και εξαρτήσεις δεν είχαν θέση σε αυτήν την Βασιλεία (του Θεού).
Δεν επρόκειτο βέβαια για ένα κοινωνικό ή πολιτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Δεν έκανε πολιτική προπαγάνδα, απλά διέδιδε κανόνες συμπεριφοράς και διατύπωνε τις αρχές ενός νέου ήθους: του ήθους της Κοινότητας. Αυτό το ήθος διατηρήθηκε και στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά, από τους μαθητές και οπαδούς του, αποτελώντας το κίνημα της νέας θρησκείας του Χριστιανισμού.
«Το κίνημα του Ιησού δεν είχε συγκεντρώσει τους φτωχότερους των φτωχών για να ξεκινήσει μια κοινωνική επανάσταση», κατά τον Jens Schröter, καθηγητή Θεολογίας στο πανεπιστήμιο Humboldt- του Βερολίνου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την αρχή του το κίνημα του Ιησού ήταν μάλλον της «μεσαίας τάξης» σε μια περίοδο μεγάλης έλλειψης πνευματικού προσανατολισμού. Οι τέσσερις από τους δώδεκα πρώτους μαθητές ήταν- θα λέγαμε σήμερα- ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων. Οι αδελφοί Σίμων και Ανδρέας ψαράδες, οι αδελφοί Ιάκωβος και Ιωάννης προέρχονταν από μια οικογένεια επιχειρηματιών, του Ζεβεδαίου που απασχολούσε πολλούς εργάτες.
Το έργο του Ιησού ήταν μάλλον μια έκφραση της πνευματικής και κοινωνικής κρίσης της εποχής του, διεκδικώντας μια πιθανή απάντηση σε αυτήν την κρίση και προτείνοντας μια εντελώς διαφορετική κοινωνία χωρίς ιεραρχία, διαπνεόμενη από αλληλεγγύη και αμοιβαία βοήθεια, από τη συνεργασία και τη κοινοβιακή ζωή, το μοίρασμα, τον ασκητισμό στα λιγότερα . Κάτι τέτοιο όμως ήταν εντελώς έξω από τα πλαίσια του καθεστώτος των Ρωμαίων και των εβραϊκών αρχών, που συνεργάσθηκαν για να μην έχει μακροπρόθεσμα ένα καλό τέλος. Από ιουδαϊκής απόψεως είχε κακό τέλος ο Ιησούς και απέτυχε ως Μεσσίας με τον θάνατό του, αφού μαζί του πεθαίνει και η ελπίδα για τη σωτηρία. Οι Ρωμαίοι παρέμειναν κυρίαρχοι κατακτητές και ο λαός συνέχιζε να βρίσκεται σε σύγχυση.
Η νέα θρησκεία
Ο Ιησούς ενώ απέτυχε ως Μεσσίας των Ιουδαίων, δεν απέτυχε από χριστιανικής απόψεως, αφού από τους οπαδούς του Χριστού θεωρήθηκε- λίγο αργότερα- ότι πέθανε «δι᾽ ημάς τούς ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Και αυτό ήταν κάτι νέο, μια εντελώς διαφορετική αντίληψη σε σχέση με τα ιουδαϊκά κείμενα μέχρι τότε. Ήταν ένας νέος δρόμος ιδεών. Η ιστορία του χαρισματικού Ιησού του Ναζωραίου δεν τελείωσε με την Σταύρωση, διότι σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη και τη διδασκαλία του Παύλου για την Ανάστασή του: «Ει Χριστός ούκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών, έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών». Πρόκειται δηλαδή για τη «μετάφραση» του Ιουδαϊσμού σε νέα θρησκεία, αυτή του Χριστιανισμού, και για την έναρξη μιας «νέας εποχής» στον χώρο της Μεσογείου, μετά την ελληνιστική και ρωμαϊκή.
Οι πρωτοχριστιανικές κοινότητες με τις πρωτοχριστιανικές ιδέες που διαδόθηκαν στον ελληνόφωνο τότε κόσμο: του κοινοτισμού, της ισότητας, της αλληλοβοήθειας, του κοινόβιου, ενός καλύτερου αναμενόμενου κόσμου συνδεδεμένου με τον ασκητισμό στα εγκόσμια- με τον αντικαταναλωτισμό θα λέγαμε σήμερα-και με τον «ουράνιο παράδεισο, αποτέλεσαν παράδειγμα κοινοτικής κοινωνικής οργάνωσης. Η πρωτοχριστιανική «εκκλησία των πιστών» προήλθε από την ανάμνηση της «εκκλησίας του Δήμου» και λειτουργούσε με βάση την άμεση δημοκρατία, ενώ τα πλούσια μέλη της αναλάμβαναν τον ρόλο των «χορηγών» -της κλασσικής ελληνικής περιόδου-προς τις κοινότητές τους.
Αργότερα βέβαια, όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη κρατική θρησκεία και η εκκλησία ένας μηχανισμός ελέγχου των πιστών-υπηκόων των αυτοκρατόρων στη Δύση και το Βυζάντιο, ο «πρωτοχριστιανικός κοινοτισμός» συρρικνώθηκε στην απλή συμμετοχή των πιστών στις λειτουργίες και τα μυστήρια που οργάνωναν οι ιερείς και προωθούσαν οι επίσκοποι, οι πατριάρχες και οι πάπες, και έτσι, η εκκλησία των πιστών μετατράπηκε σε «ποίμνιο» ετεροκαθοριζόμενο και ελεγχόμενο από τους παραπάνω. Τελικά, αντί να έχουμε, για παράδειγμα, απελευθέρωση των σκλάβων στην αναμενόμενη από τους πρωτοχριστιανούς νέα κοινωνία της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αγάπης, είχαμε μετατροπή τους σε κολλήγους στα φέουδα των φεουδαρχών του Μεσαίωνα.
Οι ιστορικές συνθήκες που γέννησαν τον Ιησού
Μετά το θάνατο του Ηρώδη Α', ο ένας από τους τρεις γιούς του, ο Ηρώδης Αντίπας, κληρονόμησε την υποτελή στη Ρώμη περιοχή της Γαλιλαίας. Χωρίς τον Ηρώδη Αντίπα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε την ιστορία του Ιησού.
Στην Γαλιλαία, που είχε εύφορα εδάφη ζούσαν αγρότες και εργαζόμενοι, ενώ στην Ιουδαία, που ήταν μια άγονη γη ζούσαν οι λόγιοι και το ιερατείο. Η πολιτική του Αντίπα(περίοδος: 4 π.Χ-39 μ.Χ) αναδιαμόρφωσε τις κοινωνικοοικονομικές δομές της Γαλιλαίας και είχε ως αποτέλεσμα, μια άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη, ένα είδος αρχαίας οικονομίας της αγοράς, προκαλώντας πολιτική σταθερότητα, αλλά επίσης και κοινωνική αδικία και δυστυχία. Οι δύο αντιφατικές εξελίξεις είχαν αντίκτυπο στη ζωή του Ιησού και στην ομάδα των οπαδών που σχηματίσθηκε και τον ακολουθούσε.
Η ιστορική έρευνα για τον Ιησού, που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970, έδωσε προτεραιότητα όχι στη θεολογική, αλλά στην κοινωνική ερμηνεία και προσπάθησε να κατανοήσει τον Ιησού, σαν ιστορικό πρόσωπο, κάτω από το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής του.
Τα ευρήματα της έρευνας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική του Αντίπα είχε σαν αποτέλεσμα να κυριαρχήσει ένα κάποιο είδος αρχαίου καπιταλισμού στην αγροτική Γαλιλαία. Επικράτησε η επιδίωξη του κέρδους και η αύξησή του στην καθημερινή ζωή των αγροτών, των αλιέων και των τεχνιτών.
Η Ρώμη διόριζε τους τοπικούς άρχοντες για να εισπράττουν φόρο υποτελείας από τους υπηκόους τους. Έπρεπε να πληρώνουν πολλούς άμεσους και έμμεσους φόρους που ήταν συντριπτικοί και τους συνέθλιβαν: φόρο ακίνητης περιουσίας, εμπορικών συναλλαγών και επιχειρήσεων, κεφαλικό φόρο ο οποίος περιλάμβανε επίσης τα βοοειδή και τους σκλάβους, φόρο ναών, οδών και γεφυρών. Το ποσοστό των φόρων την εποχή εκείνη εκτιμήθηκε στο 50% του «εγχώριου προϊόντος».
Οι πολυμελείς συνήθως τότε οικογένειες αναγκάζονταν να δουλεύουν και να παράγουν όλο και περισσότερο για να καλύψουν τους φόρους και μόλις που κατόρθωναν να επιβιώνουν. Εάν υπήρχαν και κακές συγκομιδές, γρήγορα έπεφταν στα χρέη και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν. "Ο φαύλος κύκλος της φτώχειας ήταν προδιαγεγραμμένος", σύμφωνα με τον Martin Ebner, καθηγητή της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Μίνστερ. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών –κυρίως αγροτών και ιδιοκτητών γης-διευρύνθηκε και από τη νέα οικονομία του χρήματος (τόκοι χρεών) που παρήγαγε ολοένα και περισσότερους χαμένους.
Οι Ρωμαίοι ηγεμόνες επέβαλαν την μίσθωση της γης, πράγμα που έφερε τη ρήξη με την παράδοση της αυτάρκειας για τους αγρότες- το 90% των κατοίκων της Γαλιλαίας ασχολούνταν τότε με τη γεωργία-που έπρεπε πλέον για να ανταπεξέλθουν να παράγουν όλο και περισσότερες ελιές, σιτηρά, κρασί και ψάρια. Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι την εποχή του Ιησού, το 97% της γης στη Γαλιλαία ήταν καλλιεργήσιμη και έτσι η αύξηση της παραγωγής ήταν μεγάλη με πλεονάσματα. Έτσι οικοδομήθηκε μια κοινωνία τριών κοινωνικών στρωμάτων: του ανώτερου που το αποτελούσαν οι ιδιοκτήτες, του μεσαίου των υπηρεσιών όπως οι τεχνίτες ή οι εργάτες και το κατώτερο το οποίο αποτελούσαν οι ποιμένες, οι ζητιάνοι, οι κάθε λογής φτωχοί και αποκλεισμένοι. Δημιουργήθηκαν δηλαδή συνθήκες βίας, διαμαρτυρίας και εξέγερσης, σε μια περιοχή σχετικά ήρεμη μέχρι τότε, αφού δεν υπήρχαν καν Ρωμαίοι στρατιώτες στη Γαλιλαία.
Το νέο ήθος της Κοινότητας
Η εξαθλίωση ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού και οι αντιθέσεις είχαν αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε οι ψαράδες και οι αγρότες της Άνω Γαλιλαίας ποθούσαν τη σωτηρία-ψυχής και σώματος-με της έλευση του Μεσσία, που τους υπόσχονταν οι προφήτες. Ο τελευταίος από αυτούς, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής-που αποκήρυσσε μεν το μίσος και την πολιτική αναταραχή, αλλά προκαλούσε με τα κηρύγματά του- συνελήφθη και θανατώθηκε κατ΄ εντολήν του Ηρώδη Αντίπα. Τότε ξεκίνησε ο Ιησούς-που είχε βαφτιστεί από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη- τη δημόσια δραστηριότητά του. Το κίνημα που εμφανίστηκε στο όνομά του βρήκε γρήγορα ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές.
Εμφανίστηκε -στη δύσκολη για τους περισσότερους περίοδο- κάποιος που με ακλόνητη αυτοπεποίθηση και αποστολική συνείδηση διακήρυττε τη σωτηρία τους, διεκδικώντας την πληρεξουσιότητα του Θεού. Αυτό ήταν μεγάλη ύβρις και πρόκληση για τους κύκλους του ιερατείου, αλλά δεν ενοχλούσε στην αρχή την πολιτική εξουσία του Αντίπα. Αυτά που έλεγε το κίνημα ήταν περισσότερο ηθικής φύσεως παρά πολιτικής. Επεδίωκε μια κοινωνία ίσων, στην οποία η ισότητα δεν θα ήταν κυρίως υλική(«Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων τροφάς ομοίως»), αλλά απέναντι στο Θεό. Οι ιεραρχικές εξουσιαστικές σχέσεις και εξαρτήσεις δεν είχαν θέση σε αυτήν την Βασιλεία (του Θεού).
Δεν επρόκειτο βέβαια για ένα κοινωνικό ή πολιτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Δεν έκανε πολιτική προπαγάνδα, απλά διέδιδε κανόνες συμπεριφοράς και διατύπωνε τις αρχές ενός νέου ήθους: του ήθους της Κοινότητας. Αυτό το ήθος διατηρήθηκε και στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά, από τους μαθητές και οπαδούς του, αποτελώντας το κίνημα της νέας θρησκείας του Χριστιανισμού.
«Το κίνημα του Ιησού δεν είχε συγκεντρώσει τους φτωχότερους των φτωχών για να ξεκινήσει μια κοινωνική επανάσταση», κατά τον Jens Schröter, καθηγητή Θεολογίας στο πανεπιστήμιο Humboldt- του Βερολίνου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την αρχή του το κίνημα του Ιησού ήταν μάλλον της «μεσαίας τάξης» σε μια περίοδο μεγάλης έλλειψης πνευματικού προσανατολισμού. Οι τέσσερις από τους δώδεκα πρώτους μαθητές ήταν- θα λέγαμε σήμερα- ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων. Οι αδελφοί Σίμων και Ανδρέας ψαράδες, οι αδελφοί Ιάκωβος και Ιωάννης προέρχονταν από μια οικογένεια επιχειρηματιών, του Ζεβεδαίου που απασχολούσε πολλούς εργάτες.
Το έργο του Ιησού ήταν μάλλον μια έκφραση της πνευματικής και κοινωνικής κρίσης της εποχής του, διεκδικώντας μια πιθανή απάντηση σε αυτήν την κρίση και προτείνοντας μια εντελώς διαφορετική κοινωνία χωρίς ιεραρχία, διαπνεόμενη από αλληλεγγύη και αμοιβαία βοήθεια, από τη συνεργασία και τη κοινοβιακή ζωή, το μοίρασμα, τον ασκητισμό στα λιγότερα . Κάτι τέτοιο όμως ήταν εντελώς έξω από τα πλαίσια του καθεστώτος των Ρωμαίων και των εβραϊκών αρχών, που συνεργάσθηκαν για να μην έχει μακροπρόθεσμα ένα καλό τέλος. Από ιουδαϊκής απόψεως είχε κακό τέλος ο Ιησούς και απέτυχε ως Μεσσίας με τον θάνατό του, αφού μαζί του πεθαίνει και η ελπίδα για τη σωτηρία. Οι Ρωμαίοι παρέμειναν κυρίαρχοι κατακτητές και ο λαός συνέχιζε να βρίσκεται σε σύγχυση.
Η νέα θρησκεία
Ο Ιησούς ενώ απέτυχε ως Μεσσίας των Ιουδαίων, δεν απέτυχε από χριστιανικής απόψεως, αφού από τους οπαδούς του Χριστού θεωρήθηκε- λίγο αργότερα- ότι πέθανε «δι᾽ ημάς τούς ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Και αυτό ήταν κάτι νέο, μια εντελώς διαφορετική αντίληψη σε σχέση με τα ιουδαϊκά κείμενα μέχρι τότε. Ήταν ένας νέος δρόμος ιδεών. Η ιστορία του χαρισματικού Ιησού του Ναζωραίου δεν τελείωσε με την Σταύρωση, διότι σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη και τη διδασκαλία του Παύλου για την Ανάστασή του: «Ει Χριστός ούκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών, έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών». Πρόκειται δηλαδή για τη «μετάφραση» του Ιουδαϊσμού σε νέα θρησκεία, αυτή του Χριστιανισμού, και για την έναρξη μιας «νέας εποχής» στον χώρο της Μεσογείου, μετά την ελληνιστική και ρωμαϊκή.
Οι πρωτοχριστιανικές κοινότητες με τις πρωτοχριστιανικές ιδέες που διαδόθηκαν στον ελληνόφωνο τότε κόσμο: του κοινοτισμού, της ισότητας, της αλληλοβοήθειας, του κοινόβιου, ενός καλύτερου αναμενόμενου κόσμου συνδεδεμένου με τον ασκητισμό στα εγκόσμια- με τον αντικαταναλωτισμό θα λέγαμε σήμερα-και με τον «ουράνιο παράδεισο, αποτέλεσαν παράδειγμα κοινοτικής κοινωνικής οργάνωσης. Η πρωτοχριστιανική «εκκλησία των πιστών» προήλθε από την ανάμνηση της «εκκλησίας του Δήμου» και λειτουργούσε με βάση την άμεση δημοκρατία, ενώ τα πλούσια μέλη της αναλάμβαναν τον ρόλο των «χορηγών» -της κλασσικής ελληνικής περιόδου-προς τις κοινότητές τους.
Αργότερα βέβαια, όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη κρατική θρησκεία και η εκκλησία ένας μηχανισμός ελέγχου των πιστών-υπηκόων των αυτοκρατόρων στη Δύση και το Βυζάντιο, ο «πρωτοχριστιανικός κοινοτισμός» συρρικνώθηκε στην απλή συμμετοχή των πιστών στις λειτουργίες και τα μυστήρια που οργάνωναν οι ιερείς και προωθούσαν οι επίσκοποι, οι πατριάρχες και οι πάπες, και έτσι, η εκκλησία των πιστών μετατράπηκε σε «ποίμνιο» ετεροκαθοριζόμενο και ελεγχόμενο από τους παραπάνω. Τελικά, αντί να έχουμε, για παράδειγμα, απελευθέρωση των σκλάβων στην αναμενόμενη από τους πρωτοχριστιανούς νέα κοινωνία της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αγάπης, είχαμε μετατροπή τους σε κολλήγους στα φέουδα των φεουδαρχών του Μεσαίωνα.
Η Ιερουσαλήμ της εποχής του Ιησού ήταν εβραϊκή πόλη προσκυνήματος, ο ναός που κυριαρχούσε το κέντρο της - και πηγή ευημερίας.