Φωτογραφία: Θοδωρής Αθανασιάδης / www.viewsofgreece.com
Μπορεί τουριστική ανάπτυξη, ήπιες υπαίθριες αθλητικές δραστηριότητες, αγροτικές ασχολίες και άγρια ζωή να συνυπάρξουν;
Οποιος έχει περπατήσει στο «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» που έχει χαράξει η Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Αγρια Ζωή και τη Φύση «Καλλιστώ» στο Κεντρικό Ζαγόρι, στην καρδιά της προστατευόμενης περιοχής του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να δώσει μια αισιόδοξη, καταφατική απάντηση.
Συμβίωση αιώνων
Στον περιορισμένο ελλαδικό χώρο η άγρια φύση ποτέ δεν ήταν απόμακρη από τον άνθρωπο και τις ασχολίες του. Καθώς η εκτατική κτηνοτροφία και η περιορισμένη ορεινή γεωργία αλληλεπιδρούσαν για αιώνες διαμορφώνοντας το ορεινό τοπίο, η άγρια ζωή έμαθε από ανάγκη να συνυπάρχει με αυτές τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες.
Ετσι λοιπόν, στο πλαίσιο αναζήτησης τροφής, τα άγρια ζώα πάντα διασταυρώνονταν με τον αγρότη, τον ξωμάχο, τον κτηνοτρόφο, αλλά και τον κάτοικο του χωριού. Βέβαια, η αντιπαλότητα, κυρίως προς τα χαρακτηριζόμενα ως «επιβλαβή» είδη, όπως ο λύκος, το
κουνάβι, η αλεπού, η αρκούδα, το τσακάλι, υπήρχε ανέκαθεν. Ομως πες από ένστικτο, από φόβο, από σεβασμό, από δεισιδαιμονία, ο άνθρωπος της ελληνικής υπαίθρου συμπορεύτηκε σχετικά ομαλά για χιλιετίες με την άγρια ζωή.
Οπου υπήρχε κοπάδι προβάτων, πάντα, κάπου εκεί κοντά, υπήρχαν λύκοι, αλλά και θαρραλέα τσοπανόσκυλα που προστάτευαν το ζωικό κεφάλαιο.
Τα κοτέτσια το βράδυ συχνά δέχονταν τις επιδρομές της αλεπούς και του κουναβιού, ο χωρικός όμως είχε τον τρόπο να προφυλάσσει το βιος του.
Οσο οι ανθρώπινες κοινωνίες έπαιρναν από τη φύση το πλεόνασμά της, η συμπόρευσή τους με την άγρια ζωή συνεχιζόταν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Η φύση σε διωγμό
Από τα μέσα του 20ού αιώνα άδειασαν σιγά σιγά τα χωριά -κυρίως τα ορεινά-, οι άνθρωποι κλείστηκαν στις πόλεις και ξέκοψαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τη φύση και τις διαδικασίες της.
Το πλαίσιο που καθόριζε τη συνύπαρξη της άγριας ζωής και των ορεινών ανθρώπινων κοινοτήτων και είχε διαμορφωθεί με τη σοφία αιώνων πλέον αποσαθρώθηκε.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η άγρια ζωή δέχτηκε έναν ανηλεή διωγμό, κυρίως από αστούς διώκτες που έρχονταν στο χωριό τους το Σαββατοκύριακο και κυνηγούσαν για διασκέδαση και όχι για τροφή, από κατασκευαστικές εταιρείες που λογάριαζαν μόνο το κέρδος, από μικροπολιτικά συμφέροντα που θεωρούσαν πως με τις εκτροπές και τα μπαζώματα των ποταμών, τις αποψιλώσεις οικοτόπων, τις αποξηράνσεις υγροτόπων και τις άσκοπες διανοίξεις δρόμων θα κέρδιζαν ψήφους. Εξαιρετικά βαρύνουσας σημασίας ήταν η μεγάλης έκτασης αποδάσωση που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Την περίοδο αυτή οι πληθυσμοί των μεγάλων θηλαστικών όπως η αρκούδα, ο λύκος, το ελάφι, το ζαρκάδι, το αγριόγιδο, το τσακάλι συρρικνώθηκαν, φτάνοντας στα όρια της βιολογικής εξαφάνισης.
Τα ζώα από ένστικτο αποτραβήχτηκαν σε πιο απρόσιτους τόπους. Εκεί δημιουργήθηκαν μικροί θύλακες που κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανή τη βιοποικιλότητα στον ορεινό ελλαδικό όγκο, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη (κυρίως τη δυτική).
Ενα τέτοιος σημαντικός θύλακας άγριας ζωής, όπως και στο παρελθόν έχουμε γράψει, είναι το Εθνικό Πάρκο Β. Πίνδου.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, με τα επιστημονικά εργαλεία που πλέον κατέχει για τη μελέτη των οικοσυστημάτων και την αλληλεπίδρασή τους με τον άνθρωπο, θα πρέπει να αναζητήσει τη «χαμένη σοφία της συνύπαρξης» και να επαναπροσδιορίσει το πλαίσιο που θα καθορίζει στο μέλλον, τις σχέσεις μας με τη φύση και την άγρια ζωή.
Εδώ λοιπόν στο Εθνικό Πάρκο Β. Πίνδου, πολύ κοντά στα χωριά του Κεντρικού Ζαγοριού Μονοδένδρι, Δίλοφο, Κουκούλι, Βίτσα, που κουβαλούν στις πέτρες τους το βάρος μια τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς, σε τόπους που δεν έχουν αλώσει οι σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι και δεν προξενούν όχληση άλλες έντονες ανθρωποκεντρικές δραστηριότητες, περπατάμε σε ένα από τα ομορφότερα μονοπάτια των ελληνικών βουνών.
Με την πάροδο του χρόνου τα χωριά του Κεντρικού Ζαγοριού Μονοδένδρι και Βίτσα έχουν αναπτυχθεί σε τουριστικά θέρετρα, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αυθεντική αρχιτεκτονική τους προσωπικότητα και την πέτρινη γοητεία τους.
Από τη Βίτσα ξεκινά το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» ακολουθώντας την καθοδική πορεία της «Σκάλας Της Βίτσας».
Από το Μονοδένδρι θα ανηφορίσετε για τη θέση «Οξιά», απ’ όπου η θέα στο χάσμα του φαραγγιού του Βίκου είναι απίστευτη. Από το κέντρο του χωριού, ακολουθώντας το φαρδύ καλντερίμι, θα βρεθείτε σε 15 λεπτά στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής -κτίσμα του 1412- που βρίσκεται γαντζωμένο στα ακρινά βράχια του Βίκου.
Το Δίλοφο θεωρείται από τα ομορφότερα χωριά του Ζαγοριού και τα τελευταία χρόνια άρχισε πάλι να ζωντανεύει, έστω και πρόσκαιρα, μετά την αναπαλαίωση κάποιων αρχοντικών που εκτελούν πλέον χρέη ξενώνα.
Σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο βρίσκονται τα χωριά Κήποι και Κουκούλι. Η περιοχή κατοικήθηκε για πρώτη φορά γύρω στα 1430. Το Κουκούλι διατηρεί στο ακέραιο την παραδοσιακή του φυσιογνωμία και προδιαθέτει για σύντομες περιπλανήσεις στα πέτρινα καλντερίμια του. Στο κέντρο του χωριού ξεχωρίζει η εκκλησία του Αγ. Μηνά του Αιγύπτιου, κτίσμα του 1778.
Από τα πολλά γεφύρια της περιοχής, ενδεικτικά αναφέρουμε το μεγάλο μονότοξο γεφύρι του Νούτσου ή του Κόκκορη, που βρίσκεται πάνω στον δρόμο για Τσεπέλοβο, κοντά στη διασταύρωση για Κήπους. Το τρίτοξο και πασίγνωστο πλέον γεφύρι του Πλακίδα ή Καλογερικό θα το εντοπίσετε κοντά στη διασταύρωση για Κουκούλι.
Λίγο πριν φτάσετε στους Κήπους, στο φαράγγι Βικάκι, θα δείτε το ομώνυμο μονότοξο γεφύρι και ακολουθεί το γεφύρι του Μύλου στον δρόμο που οδηγεί από Κήπους για Νεγάδες. Τέλος, το γεφύρι του Μίσσιου είναι έξω από την πορεία των σύγχρονων δρόμων, καθώς βρίσκεται πάνω στο προτεινόμενο για πεζοπορία «Μονοπάτι της Συνύπαρξης».
Η «Καλλιστώ» και οι δράσεις της
Η Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Αγρια Ζωή και τη Φύση «Καλλιστώ» δημιουργήθηκε το 2004 στη Θεσσαλονίκη από επιστήμονες εξειδικευμένους στα περιβαλλοντικά θέματα.
Κύριοι σκοποί της οργάνωσης είναι η μελέτη, προστασία και διαχείριση των πληθυσμών και των βιοτόπων των μεγάλων και απειλουμένων σαρκοφάγων, οι δράσεις για τη διατήρηση των πληθυσμών τους και παράλληλα η βελτίωση των συνθηκών συνύπαρξης ανθρώπου και άγριας ζωής.
Η «Καλλιστώ» επιπλέον παρεμβαίνει όπου είναι αναγκαίο για να εξουδετερώσει ή να ελαχιστοποιήσει τις ζημιές που προκαλεί στο φυσικό περιβάλλον η κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων.
Είναι μια από τις ελάχιστες περιβαλλοντικές οργανώσεις της χώρας που διαθέτει Ομάδα Αμεσης Επέμβασης για την Αρκούδα (Bear Emergency Team-BET), η οποία επεμβαίνει κάθε φορά που κάποιο άγριο ζώο βρίσκεται σε κίνδυνο.
Ταυτόχρονα αναπτύσσει συνεργασίες με άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο και προωθεί την εθελοντική εργασία και τα προγράμματα εκπαίδευσης με στόχο την ενημέρωση, ενεργοποίηση και συμμετοχή των πολιτών στις προσπάθειες διατήρησης του περιβάλλοντος. Τηλέφωνο επικοινωνίας 2310 252530.
Το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης»
Στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου προγράμματος με τίτλο «Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Ενημέρωσης στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου», που υλοποιήθηκε στο Κεντρικό Ζαγόρι από την Περιβαλλοντική Οργάνωση «Καλλιστώ» την περίοδο Σεπτέμβριος 2016-Σεπτέμβριος 2017, με δωρεά του Ιδρύματος Στ. Νιάρχος, χαράχτηκε, σηματοδοτήθηκε και οριοθετήθηκε το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης».
Εδώ, ζωντανά, στο πεδίο πλέον και όχι σε κάποια αποστειρωμένη αίθουσα, οι μαθητές, περπατώντας το μονοπάτι, αναζήτησαν ίχνη, γνώσεις και μαρτυρίες, υπό τη μορφή υπαίθριου παιχνιδιού, με σκοπό να ανασυγκροτήσουν και να κατανοήσουν το περίπλοκο παζλ της συνύπαρξης των τοπικών κοινοτήτων με την άγρια ζωή. Το πρόγραμμα είχε επιτυχία και ο ενθουσιασμός των συμμετεχόντων μαθητών ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» ξεκινά από το χωριό Βίτσα, κατηφορίζει την περίφημη «Σκάλα Βίτσας», γνωστή και ως «Σκάλα της Αλέξαινας», ώς το Φαράγγι του Βίκου, περνά το πανέμορφο γεφύρι του Μίσσιου, διατρέχει την κοίτη του Ξεροπόταμου και καταλήγει στο γεφύρι του Κόκκορη, κοντά στο χωριό Κουκούλι.Η διαδρομή αυτή, που αγγίζει σε μήκος τα 3,9 χιλιόμετρα (περίπου 90 λεπτά), έχει ήπιες κλίσεις, με εξαίρεση ίσως το πρώτο μέρος του μονοπατιού που είναι αρκετά κατηφορικό και διατρέχει ένα ενδιαφέρον γεωλογικό τοπίο που το καλύπτουν δάση δρυός και γαύρου, καταπράσινα ξέφωτα, λησμονημένα χωραφάκια, παλιοί οπωρώνες και εγκαταλειμμένα αλώνια.
Το πολύμορφο αυτό πεδίο αποτελεί θαυμάσιο ενδιαίτημα για την καφέ αρκούδα και τον λύκο, αλλά και για δεκάδες άλλα μικρότερα είδη θηλαστικών. Σε όλο το μήκος της διαδρομής υπάρχει πυκνή σήμανση και στις διασταυρώσεις διευκρινιστικές πινακίδες. Το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» είναι ασφαλές για κάθε περιπατητή ανεξαρτήτως ηλικίας, αρκεί αυτός να διαθέτει σχετικά καλή φυσική κατάσταση, κατάλληλα παπούτσια και ένα ελαφρύ σακίδιο με όλα τα σχετικά (νερό, κουτί Α’ Βοηθειών κ.λπ.).
Αν και σε πολλά σημεία οι περιπατητές θα δουν χνάρια άγριων ζωών, οι συναντήσεις με αυτά είναι εξαιρετικά σπάνιες. Μάλλον πιο συχνές είναι οι διασταυρώσεις με τσοπανόσκυλα και σε αυτήν την περίπτωση δεν χρειάζεται πανικός. Αποφεύγονται οι βίαιες ενέργειες και ο περιπατητής φροντίζει να απομακρυνθεί διακριτικά από το παρακείμενο κοπάδι ζώων ή να καλέσει τον βοσκό που θα βρίσκεται κάπου κοντά.
πηγή
Μπορεί τουριστική ανάπτυξη, ήπιες υπαίθριες αθλητικές δραστηριότητες, αγροτικές ασχολίες και άγρια ζωή να συνυπάρξουν;
Οποιος έχει περπατήσει στο «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» που έχει χαράξει η Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Αγρια Ζωή και τη Φύση «Καλλιστώ» στο Κεντρικό Ζαγόρι, στην καρδιά της προστατευόμενης περιοχής του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να δώσει μια αισιόδοξη, καταφατική απάντηση.
Συμβίωση αιώνων
Στον περιορισμένο ελλαδικό χώρο η άγρια φύση ποτέ δεν ήταν απόμακρη από τον άνθρωπο και τις ασχολίες του. Καθώς η εκτατική κτηνοτροφία και η περιορισμένη ορεινή γεωργία αλληλεπιδρούσαν για αιώνες διαμορφώνοντας το ορεινό τοπίο, η άγρια ζωή έμαθε από ανάγκη να συνυπάρχει με αυτές τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες.
Ετσι λοιπόν, στο πλαίσιο αναζήτησης τροφής, τα άγρια ζώα πάντα διασταυρώνονταν με τον αγρότη, τον ξωμάχο, τον κτηνοτρόφο, αλλά και τον κάτοικο του χωριού. Βέβαια, η αντιπαλότητα, κυρίως προς τα χαρακτηριζόμενα ως «επιβλαβή» είδη, όπως ο λύκος, το
κουνάβι, η αλεπού, η αρκούδα, το τσακάλι, υπήρχε ανέκαθεν. Ομως πες από ένστικτο, από φόβο, από σεβασμό, από δεισιδαιμονία, ο άνθρωπος της ελληνικής υπαίθρου συμπορεύτηκε σχετικά ομαλά για χιλιετίες με την άγρια ζωή.
Οπου υπήρχε κοπάδι προβάτων, πάντα, κάπου εκεί κοντά, υπήρχαν λύκοι, αλλά και θαρραλέα τσοπανόσκυλα που προστάτευαν το ζωικό κεφάλαιο.
Τα κοτέτσια το βράδυ συχνά δέχονταν τις επιδρομές της αλεπούς και του κουναβιού, ο χωρικός όμως είχε τον τρόπο να προφυλάσσει το βιος του.
Οσο οι ανθρώπινες κοινωνίες έπαιρναν από τη φύση το πλεόνασμά της, η συμπόρευσή τους με την άγρια ζωή συνεχιζόταν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Η φύση σε διωγμό
Από τα μέσα του 20ού αιώνα άδειασαν σιγά σιγά τα χωριά -κυρίως τα ορεινά-, οι άνθρωποι κλείστηκαν στις πόλεις και ξέκοψαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τη φύση και τις διαδικασίες της.
Το πλαίσιο που καθόριζε τη συνύπαρξη της άγριας ζωής και των ορεινών ανθρώπινων κοινοτήτων και είχε διαμορφωθεί με τη σοφία αιώνων πλέον αποσαθρώθηκε.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η άγρια ζωή δέχτηκε έναν ανηλεή διωγμό, κυρίως από αστούς διώκτες που έρχονταν στο χωριό τους το Σαββατοκύριακο και κυνηγούσαν για διασκέδαση και όχι για τροφή, από κατασκευαστικές εταιρείες που λογάριαζαν μόνο το κέρδος, από μικροπολιτικά συμφέροντα που θεωρούσαν πως με τις εκτροπές και τα μπαζώματα των ποταμών, τις αποψιλώσεις οικοτόπων, τις αποξηράνσεις υγροτόπων και τις άσκοπες διανοίξεις δρόμων θα κέρδιζαν ψήφους. Εξαιρετικά βαρύνουσας σημασίας ήταν η μεγάλης έκτασης αποδάσωση που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Την περίοδο αυτή οι πληθυσμοί των μεγάλων θηλαστικών όπως η αρκούδα, ο λύκος, το ελάφι, το ζαρκάδι, το αγριόγιδο, το τσακάλι συρρικνώθηκαν, φτάνοντας στα όρια της βιολογικής εξαφάνισης.
Τα ζώα από ένστικτο αποτραβήχτηκαν σε πιο απρόσιτους τόπους. Εκεί δημιουργήθηκαν μικροί θύλακες που κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανή τη βιοποικιλότητα στον ορεινό ελλαδικό όγκο, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη (κυρίως τη δυτική).
Ενα τέτοιος σημαντικός θύλακας άγριας ζωής, όπως και στο παρελθόν έχουμε γράψει, είναι το Εθνικό Πάρκο Β. Πίνδου.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, με τα επιστημονικά εργαλεία που πλέον κατέχει για τη μελέτη των οικοσυστημάτων και την αλληλεπίδρασή τους με τον άνθρωπο, θα πρέπει να αναζητήσει τη «χαμένη σοφία της συνύπαρξης» και να επαναπροσδιορίσει το πλαίσιο που θα καθορίζει στο μέλλον, τις σχέσεις μας με τη φύση και την άγρια ζωή.
Εδώ λοιπόν στο Εθνικό Πάρκο Β. Πίνδου, πολύ κοντά στα χωριά του Κεντρικού Ζαγοριού Μονοδένδρι, Δίλοφο, Κουκούλι, Βίτσα, που κουβαλούν στις πέτρες τους το βάρος μια τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς, σε τόπους που δεν έχουν αλώσει οι σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι και δεν προξενούν όχληση άλλες έντονες ανθρωποκεντρικές δραστηριότητες, περπατάμε σε ένα από τα ομορφότερα μονοπάτια των ελληνικών βουνών.
Με την πάροδο του χρόνου τα χωριά του Κεντρικού Ζαγοριού Μονοδένδρι και Βίτσα έχουν αναπτυχθεί σε τουριστικά θέρετρα, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αυθεντική αρχιτεκτονική τους προσωπικότητα και την πέτρινη γοητεία τους.
Από τη Βίτσα ξεκινά το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» ακολουθώντας την καθοδική πορεία της «Σκάλας Της Βίτσας».
Από το Μονοδένδρι θα ανηφορίσετε για τη θέση «Οξιά», απ’ όπου η θέα στο χάσμα του φαραγγιού του Βίκου είναι απίστευτη. Από το κέντρο του χωριού, ακολουθώντας το φαρδύ καλντερίμι, θα βρεθείτε σε 15 λεπτά στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής -κτίσμα του 1412- που βρίσκεται γαντζωμένο στα ακρινά βράχια του Βίκου.
Το Δίλοφο θεωρείται από τα ομορφότερα χωριά του Ζαγοριού και τα τελευταία χρόνια άρχισε πάλι να ζωντανεύει, έστω και πρόσκαιρα, μετά την αναπαλαίωση κάποιων αρχοντικών που εκτελούν πλέον χρέη ξενώνα.
Σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο βρίσκονται τα χωριά Κήποι και Κουκούλι. Η περιοχή κατοικήθηκε για πρώτη φορά γύρω στα 1430. Το Κουκούλι διατηρεί στο ακέραιο την παραδοσιακή του φυσιογνωμία και προδιαθέτει για σύντομες περιπλανήσεις στα πέτρινα καλντερίμια του. Στο κέντρο του χωριού ξεχωρίζει η εκκλησία του Αγ. Μηνά του Αιγύπτιου, κτίσμα του 1778.
Από τα πολλά γεφύρια της περιοχής, ενδεικτικά αναφέρουμε το μεγάλο μονότοξο γεφύρι του Νούτσου ή του Κόκκορη, που βρίσκεται πάνω στον δρόμο για Τσεπέλοβο, κοντά στη διασταύρωση για Κήπους. Το τρίτοξο και πασίγνωστο πλέον γεφύρι του Πλακίδα ή Καλογερικό θα το εντοπίσετε κοντά στη διασταύρωση για Κουκούλι.
Λίγο πριν φτάσετε στους Κήπους, στο φαράγγι Βικάκι, θα δείτε το ομώνυμο μονότοξο γεφύρι και ακολουθεί το γεφύρι του Μύλου στον δρόμο που οδηγεί από Κήπους για Νεγάδες. Τέλος, το γεφύρι του Μίσσιου είναι έξω από την πορεία των σύγχρονων δρόμων, καθώς βρίσκεται πάνω στο προτεινόμενο για πεζοπορία «Μονοπάτι της Συνύπαρξης».
Η «Καλλιστώ» και οι δράσεις της
Η Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Αγρια Ζωή και τη Φύση «Καλλιστώ» δημιουργήθηκε το 2004 στη Θεσσαλονίκη από επιστήμονες εξειδικευμένους στα περιβαλλοντικά θέματα.
Κύριοι σκοποί της οργάνωσης είναι η μελέτη, προστασία και διαχείριση των πληθυσμών και των βιοτόπων των μεγάλων και απειλουμένων σαρκοφάγων, οι δράσεις για τη διατήρηση των πληθυσμών τους και παράλληλα η βελτίωση των συνθηκών συνύπαρξης ανθρώπου και άγριας ζωής.
Η «Καλλιστώ» επιπλέον παρεμβαίνει όπου είναι αναγκαίο για να εξουδετερώσει ή να ελαχιστοποιήσει τις ζημιές που προκαλεί στο φυσικό περιβάλλον η κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων.
Είναι μια από τις ελάχιστες περιβαλλοντικές οργανώσεις της χώρας που διαθέτει Ομάδα Αμεσης Επέμβασης για την Αρκούδα (Bear Emergency Team-BET), η οποία επεμβαίνει κάθε φορά που κάποιο άγριο ζώο βρίσκεται σε κίνδυνο.
Ταυτόχρονα αναπτύσσει συνεργασίες με άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο και προωθεί την εθελοντική εργασία και τα προγράμματα εκπαίδευσης με στόχο την ενημέρωση, ενεργοποίηση και συμμετοχή των πολιτών στις προσπάθειες διατήρησης του περιβάλλοντος. Τηλέφωνο επικοινωνίας 2310 252530.
Το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης»
Στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου προγράμματος με τίτλο «Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Ενημέρωσης στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου», που υλοποιήθηκε στο Κεντρικό Ζαγόρι από την Περιβαλλοντική Οργάνωση «Καλλιστώ» την περίοδο Σεπτέμβριος 2016-Σεπτέμβριος 2017, με δωρεά του Ιδρύματος Στ. Νιάρχος, χαράχτηκε, σηματοδοτήθηκε και οριοθετήθηκε το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης».
Εδώ, ζωντανά, στο πεδίο πλέον και όχι σε κάποια αποστειρωμένη αίθουσα, οι μαθητές, περπατώντας το μονοπάτι, αναζήτησαν ίχνη, γνώσεις και μαρτυρίες, υπό τη μορφή υπαίθριου παιχνιδιού, με σκοπό να ανασυγκροτήσουν και να κατανοήσουν το περίπλοκο παζλ της συνύπαρξης των τοπικών κοινοτήτων με την άγρια ζωή. Το πρόγραμμα είχε επιτυχία και ο ενθουσιασμός των συμμετεχόντων μαθητών ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» ξεκινά από το χωριό Βίτσα, κατηφορίζει την περίφημη «Σκάλα Βίτσας», γνωστή και ως «Σκάλα της Αλέξαινας», ώς το Φαράγγι του Βίκου, περνά το πανέμορφο γεφύρι του Μίσσιου, διατρέχει την κοίτη του Ξεροπόταμου και καταλήγει στο γεφύρι του Κόκκορη, κοντά στο χωριό Κουκούλι.Η διαδρομή αυτή, που αγγίζει σε μήκος τα 3,9 χιλιόμετρα (περίπου 90 λεπτά), έχει ήπιες κλίσεις, με εξαίρεση ίσως το πρώτο μέρος του μονοπατιού που είναι αρκετά κατηφορικό και διατρέχει ένα ενδιαφέρον γεωλογικό τοπίο που το καλύπτουν δάση δρυός και γαύρου, καταπράσινα ξέφωτα, λησμονημένα χωραφάκια, παλιοί οπωρώνες και εγκαταλειμμένα αλώνια.
Το πολύμορφο αυτό πεδίο αποτελεί θαυμάσιο ενδιαίτημα για την καφέ αρκούδα και τον λύκο, αλλά και για δεκάδες άλλα μικρότερα είδη θηλαστικών. Σε όλο το μήκος της διαδρομής υπάρχει πυκνή σήμανση και στις διασταυρώσεις διευκρινιστικές πινακίδες. Το «Μονοπάτι της Συνύπαρξης» είναι ασφαλές για κάθε περιπατητή ανεξαρτήτως ηλικίας, αρκεί αυτός να διαθέτει σχετικά καλή φυσική κατάσταση, κατάλληλα παπούτσια και ένα ελαφρύ σακίδιο με όλα τα σχετικά (νερό, κουτί Α’ Βοηθειών κ.λπ.).
Αν και σε πολλά σημεία οι περιπατητές θα δουν χνάρια άγριων ζωών, οι συναντήσεις με αυτά είναι εξαιρετικά σπάνιες. Μάλλον πιο συχνές είναι οι διασταυρώσεις με τσοπανόσκυλα και σε αυτήν την περίπτωση δεν χρειάζεται πανικός. Αποφεύγονται οι βίαιες ενέργειες και ο περιπατητής φροντίζει να απομακρυνθεί διακριτικά από το παρακείμενο κοπάδι ζώων ή να καλέσει τον βοσκό που θα βρίσκεται κάπου κοντά.
πηγή