Γιώργος Σταματόπουλος
Υποβαθμίστηκε -έλεγε ο Κικίλιας σε τηλεοπτικό κανάλι- ο πατριωτισμός των Ελλήνων, η θρησκεία εξευτελίστηκε, όπως και η ιστορία, οι πρόγονοι... και άλλα δακρύβρεχτα. Πατριωτισμό λέγοντας, εννοεί προφανώς την ιδεοληψία, τον φανατισμό, διότι λίγοι Ελληνες γνωρίζουμε την Ιστορία την ελληνική, έστω ως μέρος της παγκόσμιας.
Δεν λέω, ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη να έχει ρίζες, αλλά αυτές πλέον είναι ξεχασμένες -μόνο θυμικά ανασύρονται. Ούτε τους τρόπους των Ελλήνων γνωρίζουμε [ήθος, αρετή, δικαιοσύνη, αμφισβήτηση] ούτε καν τη γλώσσα τους ή τη θρησκεία τους.
Ποιος διαβάζει αρχαία ελληνικά και ποιος πιστεύει στους δώδεκα θεούς; Πιστεύουμε σε ξενόφερτο θεό. Τι δουλειά έχει αυτός ο Θεός, που μισεί το ανθρώπινο σώμα, με την ελληνική λογοτεχνία και γλυπτική, με την ελεύθερη βούληση και τη δημοκρατική εξάπλωση του είδους; Δεν πάμε -μάλλον δεν είμαστε- καλά. Ποια είναι η πνευματική αφύπνισή μας ως Ελλήνων μέσα στη νέα πραγματικότητα;
Ουρλιάζουμε τάχα για τον Ελληνισμό [Μακεδονία και λοιπά], έχοντας αντικαταστήσει, φρικιαστικά, τον Αριστοτέλη π.χ., με τον Προφήτη Ησαΐα [τον κάθε προφήτη]. Μακεδόνας, από τα Στάγειρα, ήταν, αλλά ποιος το θυμάται; Δεν γίναμε άνθρωποι από τους χριστιανούς, αλλά από τους Ελληνες ποιητές και φιλοσόφους. Το έχουμε (;) αυτό υπόψη.
Μην παρεξηγούμεθα. Η αρχαία ελληνική και οι δώδεκα θεοί ήσαν το έναυσμα μόνο, ο σπόρος για να καλλιεργηθεί ο πολιτισμός και να εξελιχθεί πνευματικά ο άνθρωπος· τη δουλειά τους την έκαναν -αυτό δεν σημαίνει προσκόλληση στην τότε λάμψη τους. Αλλά είπαμε: αυτά διαμόρφωσαν τον δυτικό [παγκόσμιο] πολιτισμό, όχι τα χριστιανικά και πάσης θρησκείας δόγματα.
Να κάνει κήρυγμα ο Κικίλιας [α, και ο Ψαριανός] για πατρίδες και προγόνους φαντάζει αστείο, όπως και οι πλείστοι, που έχουν θρονιαστεί στα βουλευτικά έδρανα. Πότε έδωσε εξετάσεις κανείς [και σε ποιον;] ώστε να αποδειχτεί η επάρκειά του ως Ελληνα; Μη εική περί των μεγίστων συμβαλλώμεθα (να μη λέμε -ελευθέρως μεταφράζοντες τον λόγο του Ηράκλειτου- ανοησίες για τα σπουδαία, ό,τι να ’ναι δηλαδή).
Για να φτάσει κάποιος να κομπάζει ότι είναι Ελληνας [ή Μακεδόνας], οφείλει να έχει κατακτήσει αυτό το δικαίωμα. Να μπορεί να μιλάει ελληνικά και να μπορεί να σκέφτεται ελληνικά [με ελληνικό τρόπο, εννοείται]· να χορεύει επίσης και να τραγουδά με ελληνικό τρόπο. Ο τρόπος απουσιάζει [η αναπλασμένη γνώση] και όχι η πίστη, η ελευθερία, όχι η μίμηση και η υπακοή.
Ας μην το φανερώνουμε ότι είμαστε χώρα φανατικών και αγράμματων, ότι ρέπουμε σε εμφυλίους [αν και το τελευταίο δεν μπορούμε να το αρνιόμαστε -με εμφυλίους φτάσαμε ώς εδώ, πώς να το κρύψωμεν;]. Οποιος γίνεται τελάλης του πατριωτισμού του, καλείται και να το αποδείξει· όχι κραυγάζοντας ή σταυροκοπούμενος, αλλά μιλώντας και χορεύοντας ελληνικά -ή μακεδονικά. Λοιπόν: άλλα λόγια, ν’ αγαπιόμαστε ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι (Αντιφών): μη τα παλίγκοια λέγωμεν, λεγέσθω τα πάντων επιτηδειότατα (ας μη μιλήσουμε για δυσάρεστα πράγματα, ας πούμε για τα πιο ευχάριστα).
Υποβαθμίστηκε -έλεγε ο Κικίλιας σε τηλεοπτικό κανάλι- ο πατριωτισμός των Ελλήνων, η θρησκεία εξευτελίστηκε, όπως και η ιστορία, οι πρόγονοι... και άλλα δακρύβρεχτα. Πατριωτισμό λέγοντας, εννοεί προφανώς την ιδεοληψία, τον φανατισμό, διότι λίγοι Ελληνες γνωρίζουμε την Ιστορία την ελληνική, έστω ως μέρος της παγκόσμιας.
Δεν λέω, ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη να έχει ρίζες, αλλά αυτές πλέον είναι ξεχασμένες -μόνο θυμικά ανασύρονται. Ούτε τους τρόπους των Ελλήνων γνωρίζουμε [ήθος, αρετή, δικαιοσύνη, αμφισβήτηση] ούτε καν τη γλώσσα τους ή τη θρησκεία τους.
Ποιος διαβάζει αρχαία ελληνικά και ποιος πιστεύει στους δώδεκα θεούς; Πιστεύουμε σε ξενόφερτο θεό. Τι δουλειά έχει αυτός ο Θεός, που μισεί το ανθρώπινο σώμα, με την ελληνική λογοτεχνία και γλυπτική, με την ελεύθερη βούληση και τη δημοκρατική εξάπλωση του είδους; Δεν πάμε -μάλλον δεν είμαστε- καλά. Ποια είναι η πνευματική αφύπνισή μας ως Ελλήνων μέσα στη νέα πραγματικότητα;
Ουρλιάζουμε τάχα για τον Ελληνισμό [Μακεδονία και λοιπά], έχοντας αντικαταστήσει, φρικιαστικά, τον Αριστοτέλη π.χ., με τον Προφήτη Ησαΐα [τον κάθε προφήτη]. Μακεδόνας, από τα Στάγειρα, ήταν, αλλά ποιος το θυμάται; Δεν γίναμε άνθρωποι από τους χριστιανούς, αλλά από τους Ελληνες ποιητές και φιλοσόφους. Το έχουμε (;) αυτό υπόψη.
Μην παρεξηγούμεθα. Η αρχαία ελληνική και οι δώδεκα θεοί ήσαν το έναυσμα μόνο, ο σπόρος για να καλλιεργηθεί ο πολιτισμός και να εξελιχθεί πνευματικά ο άνθρωπος· τη δουλειά τους την έκαναν -αυτό δεν σημαίνει προσκόλληση στην τότε λάμψη τους. Αλλά είπαμε: αυτά διαμόρφωσαν τον δυτικό [παγκόσμιο] πολιτισμό, όχι τα χριστιανικά και πάσης θρησκείας δόγματα.
Να κάνει κήρυγμα ο Κικίλιας [α, και ο Ψαριανός] για πατρίδες και προγόνους φαντάζει αστείο, όπως και οι πλείστοι, που έχουν θρονιαστεί στα βουλευτικά έδρανα. Πότε έδωσε εξετάσεις κανείς [και σε ποιον;] ώστε να αποδειχτεί η επάρκειά του ως Ελληνα; Μη εική περί των μεγίστων συμβαλλώμεθα (να μη λέμε -ελευθέρως μεταφράζοντες τον λόγο του Ηράκλειτου- ανοησίες για τα σπουδαία, ό,τι να ’ναι δηλαδή).
Για να φτάσει κάποιος να κομπάζει ότι είναι Ελληνας [ή Μακεδόνας], οφείλει να έχει κατακτήσει αυτό το δικαίωμα. Να μπορεί να μιλάει ελληνικά και να μπορεί να σκέφτεται ελληνικά [με ελληνικό τρόπο, εννοείται]· να χορεύει επίσης και να τραγουδά με ελληνικό τρόπο. Ο τρόπος απουσιάζει [η αναπλασμένη γνώση] και όχι η πίστη, η ελευθερία, όχι η μίμηση και η υπακοή.
Ας μην το φανερώνουμε ότι είμαστε χώρα φανατικών και αγράμματων, ότι ρέπουμε σε εμφυλίους [αν και το τελευταίο δεν μπορούμε να το αρνιόμαστε -με εμφυλίους φτάσαμε ώς εδώ, πώς να το κρύψωμεν;]. Οποιος γίνεται τελάλης του πατριωτισμού του, καλείται και να το αποδείξει· όχι κραυγάζοντας ή σταυροκοπούμενος, αλλά μιλώντας και χορεύοντας ελληνικά -ή μακεδονικά. Λοιπόν: άλλα λόγια, ν’ αγαπιόμαστε ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι (Αντιφών): μη τα παλίγκοια λέγωμεν, λεγέσθω τα πάντων επιτηδειότατα (ας μη μιλήσουμε για δυσάρεστα πράγματα, ας πούμε για τα πιο ευχάριστα).