Το πραγματικό πρόβλημα είναι πολιτικό
1. Αν τρία εκατομμύρια Έλληνες πολίτες – περίπου το μισό του εκλογικού σώματος – υπέγραψαν το αίτημα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας, το στοιχείο και μόνον αυτό, σε μια λογική δημοκρατικής ευαισθησίας που πάντα πρέπει να υπάρχει, θέτει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκεντρώθηκαν οι υπογραφές, η ίδια η νομιμότητα της ενέργειας και πολλά άλλα ζητήματα γύρω από τη διαδικασία συγκέντρωσης των υπογραφών, όλα αυτά μπορούν να συζητηθούν. Αλλά, αν δεν θέλουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα από νομικίστικη και μόνο σκοπιά, τίθεται επί τάπητος το τεράστιο πρόβλημα των ιδεών που θα ’πρεπε να συγκρούονται, και μάλλον δεν συγκρούονται όπως θα ’πρεπε, στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
2. Ένα άλλο ενισχυτικό στοιχείο της άποψης, που θέλουμε εν συντομία να παρουσιάσουμε εδώ, αποτελεί το μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ζήτημα απασχολεί την ελληνική κοινωνία και τη κοινή γνώμη. Μια κυβέρνηση που φέρεται, αυτοπροβάλλεται και τελικά, με βάση το ισχύον πολιτικό σύστημα, είναι νόμιμη, μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων που αρθρογραφούν, μια μεγάλη μερίδα του δημοσιογραφικού κόσμου, κλπ., δεν κατάφεραν φαίνεται μέχρι τώρα να δώσουν λύση σ’ ένα πρόβλημα, που παρότι μοιάζει τελείως δευτερεύον και ακόμα τυπικό, αγγίζει το κρίσιμο ζήτημα της «ταυτότητας» της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας.
3. Επειδή δεν πρόκειται εδώ για δοκίμιο, πρέπει να ειπωθεί ωμά, περιληπτικά, καθαρά : το ζήτημα ενός ριζικού μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας σ’ έναν κρίσιμο τομέα, που αφορά την ίδια την «ταυτότητά» της, έχει τεθεί. Και όμως, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν οι δυνάμεις, οι ιδέες, και οι άνθρωποι, που θα επιχειρούσαν τη λύση του προβλήματος μια για πάντα.
Η κρισιμότητα του ζητήματος έγκειται στη διακήρυξη των παρακάτω ιδεών.
α) Ελληνισμός (ελληνικότητα, και όλα τα συναφή) δεν μπορεί να υπάρξει ως έννοια διαχρονικής συνέχειας με μια κληρονομιά που ούτε ανήκει – τρόπος του λέγειν – αποκλειστικά στους σύγχρονους Έλληνες, ούτε μπορεί να αποτελέσει το κύριο βάθρο της «ταυτότητάς» τους. Η αρχαία ελληνική δημιουργία είναι έργο των αρχαίων Ελλήνων. Οι Νεοέλληνες – όπως και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι και όλοι ανεξαρτήτως οι λαοί – το μόνο που έχουν και μπορούν να κάνουν είναι να δουν τι θετικό μπορούν να πάρουν από αυτή την κληρονομιά, αλλά κυρίως να δουν τι δημιούργησαν αυτοί από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ώς σήμερα, τι δημιουργούν σήμερα, και τι θα δημιουργήσουν στο μέλλον.
β) Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να αποτελεί ούτε στοιχείο του μυθικού ελληνισμού, ούτε στοιχείο «ταυτότητας» των Νεοελλήνων. Αποτελεί μια συνιστώσα του Χριστιανισμού, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιβληθεί ως μοναδικό στοιχείο νοήματος ζωής για έναν λαό σήμερα.
γ) Πάνω από εκατό χρόνια, η νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται δέσμια ενός ιδεολογικού ρεύματος που επικράτησε και έγινε κρατική ιδεολογία. Πρόκειται για μια ιδεολογία καθαρά ρατσιστικού, εθνικιστικού χαρακτήρα : Είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, μοναδικοί κληρονόμοι του έργου τους. Είμαστε ο περιούσιος λαός του χριστιανικού Θεού, μοναδικοί κληρονόμοι του Βυζαντίου. Είμαστε μια φυλή που διασχίζει τους αιώνες χάρη στο ελληνικό αίμα, την ελληνική ψυχή και τα ελληνικά χρωμοσώματα. Όλα αυτά τα ανομοιογενή στοιχεία κατάφερε να συνενώσει η κρατική ιδεολογία, ολοφάνερος σοβινιστικός μύθος, που φέρει την αντιφατική ονομασία ελληνοχριστιανικός πολιτισμός.
4. Και όμως, πάντοτε ήταν, και κυρίως τώρα είναι δυνατόν να χαραχθεί μια άλλη προοπτική που θα βγάλει την Ελλάδα από την κρατική ιδεολογία και από μια σχιζοφρενή σύνθεση ανομοιογενών στοιχείων. Είναι η δημοκρατική συζήτηση επί της ουσίας του ζητήματος της νεοελληνικής «ταυτότητας».
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ζήτημα αυτό θέτει ως πρόταγμα τον ριζικό μετασχηματισμό των νοοτροπιών. Σε όσους όμως, και φαίνεται ότι είναι μια μεγάλη πλειοψηφία, αρχίσουν να σχίζουν τα ιμάτιά τους και να επισείουν το σκιάχτρο του εθνικού διχασμού και τα παρόμοια, υπάρχουν επιχειρήματα για να αντιταχθούν. Τα συνθέτω ως εξής.
Η «ταυτότητα» ενός σύγχρονου λαού δεν μπορεί να οικοδομείται στο παρελθόν, στην προγονοπληξία και στη θρησκεία. Αλλά σε αρχές, που άλλωστε ο ίδιος κατάκτησε ή μπορεί να κατακτήσει, όπως η ελευθερία, η ισότητα και η δημοκρατία, τα δικαιώματα του κάθε πολίτη, η συμμετοχή στα κοινά.
Έλληνας δεν μπορεί να είναι σήμερα μόνο όποιος κομπορρημονεί επισείοντας δημιουργίες άλλων εποχών και άλλου τύπου ανθρώπων. Έλληνας δεν μπορεί να ταυτίζεται με το Χριστιανός και Ορθόδοξος. Έλληνας δεν μπορεί να είναι μόνο όποιος εθελοτυφλεί και υποδουλώνεται σ’ ένα σκοταδιστικό νόημα ζωής.
Έλληνας μπορεί να είναι ο πολίτης, που σέβεται την ατομική και συλλογική ελευθερία, που είναι δημοκρατικός σε κάθε ενέργεια της ζωής του, που μπορεί να έχει όποιες ιδέες θέλει στον λεγόμενο μεταφυσικό τομέα, αλλά που οφείλει να αφήνει όλους τους άλλους να έχουν τις δικές τους ιδέες ελευθερίας.
Έλληνας, τέλος, μπορεί να είναι αυτός που επωμίζεται τις ευθύνες του και αναγνωρίζει τη συμβολή του στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας, στην κουλτούρα της, στις θετικές και αρνητικές δημιουργίες της. Έλληνας είναι αυτός που μπορεί να δεχθεί επιτέλους ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός όπως όλοι οι άλλοι, των οποίων οφείλει να σέβεται την ιστορία, τα δικαιώματα, την κουλτούρα, θεωρώντας τους ίσους μέσα στη διαφορετικότητα.
Αλλιώς, με τη σημερινή εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, φαίνεται να υπεισέρχονται στοιχεία ενός νέου ολοκληρωτισμού.
νίκος ηλιόπουλος
Πεταλίδι Μεσσηνίας, 26 Αυγούστου 2001
Συμπλήρωση 20 χρόνια μετά
«Α ! Κατάλαβα. Δεν είναι Έλληνας.»
Αναρωτιόμουν γιατί έγραψα την τελευταία φράση. Και θυμήθηκα γιατί.
Πρέπει να ήταν Ιανουάριος του 1999. Παραμονή των Φώτων. Καθόμουν πρωί στην αυλή ενός καφενείου στις Κιτριές της Μεσσηνιακής Μάνης. Με μια φίλη.
Βλέπω να μπαίνει στην αυλή ένας παπάς για να μας αγιάσει, σύμφωνα με το έθιμο της ημέρας, ραντίζοντάς μας με το θαυματουργό νερό – της βρύσης.
Λέγω ήρεμα στη φίλη μου ότι δεν θα δεχτώ, αυτή ας κάνει ό,τι θέλει.
Πλησιάζει στο τραπέζι μας ο πάπαρδος – έτσι τους έλεγε η μάννα μου, πιστή αλλά όχι θεούσα· θεομπαίχτες τους έλεγε ο πατέρας μου. Μένω ακίνητος, αδιάφορος και απαθής. Ραντίζει τη φίλη μου, και κατευθύνεται προς εμένα. Πριν προλάβω να πω ήρεμα ότι δεν θέλω, το λέει η φίλη μου. Και ο παπάς απαντά :
«Α ! Κατάλαβα. Δεν είναι Έλληνας.»
Η κόψη της σιωπής μου προς απάντησή του.
Σκοτίστηκα για την κουβέντα του παπά. Τι να του πω ; Ότι τυχαίνει να είμαι βέρος Καλαματιανός, «πάππου προς πάππου», και κατά το ένα δέκατο Πατρινός ; Αφού νιώθω ευρωπαίος πολίτης, και δηλώνω πολίτης του κόσμου εκ βαθιάς πεποιθήσεως. Κάτοικος Παρισιού το μισό της ζωής μου, 35 χρόνια.
Αλλά, όποιος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει η λογική στην οποία βασίζεται η φράση του παπά, δεν έχει καταλάβει τίποτα από την ανθρώπινη ιστορία και κυρίως από την ιστορία του δεινού 20ου αιώνα.
Και τον καλώ να σκεφτεί πολύ. Τον καλώ να σκεφτεί πάλι !
νίκος
Παρίσι, 4 Απριλίου 2021
1. Αν τρία εκατομμύρια Έλληνες πολίτες – περίπου το μισό του εκλογικού σώματος – υπέγραψαν το αίτημα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας, το στοιχείο και μόνον αυτό, σε μια λογική δημοκρατικής ευαισθησίας που πάντα πρέπει να υπάρχει, θέτει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκεντρώθηκαν οι υπογραφές, η ίδια η νομιμότητα της ενέργειας και πολλά άλλα ζητήματα γύρω από τη διαδικασία συγκέντρωσης των υπογραφών, όλα αυτά μπορούν να συζητηθούν. Αλλά, αν δεν θέλουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα από νομικίστικη και μόνο σκοπιά, τίθεται επί τάπητος το τεράστιο πρόβλημα των ιδεών που θα ’πρεπε να συγκρούονται, και μάλλον δεν συγκρούονται όπως θα ’πρεπε, στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
2. Ένα άλλο ενισχυτικό στοιχείο της άποψης, που θέλουμε εν συντομία να παρουσιάσουμε εδώ, αποτελεί το μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ζήτημα απασχολεί την ελληνική κοινωνία και τη κοινή γνώμη. Μια κυβέρνηση που φέρεται, αυτοπροβάλλεται και τελικά, με βάση το ισχύον πολιτικό σύστημα, είναι νόμιμη, μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων που αρθρογραφούν, μια μεγάλη μερίδα του δημοσιογραφικού κόσμου, κλπ., δεν κατάφεραν φαίνεται μέχρι τώρα να δώσουν λύση σ’ ένα πρόβλημα, που παρότι μοιάζει τελείως δευτερεύον και ακόμα τυπικό, αγγίζει το κρίσιμο ζήτημα της «ταυτότητας» της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας.
3. Επειδή δεν πρόκειται εδώ για δοκίμιο, πρέπει να ειπωθεί ωμά, περιληπτικά, καθαρά : το ζήτημα ενός ριζικού μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας σ’ έναν κρίσιμο τομέα, που αφορά την ίδια την «ταυτότητά» της, έχει τεθεί. Και όμως, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν οι δυνάμεις, οι ιδέες, και οι άνθρωποι, που θα επιχειρούσαν τη λύση του προβλήματος μια για πάντα.
Η κρισιμότητα του ζητήματος έγκειται στη διακήρυξη των παρακάτω ιδεών.
α) Ελληνισμός (ελληνικότητα, και όλα τα συναφή) δεν μπορεί να υπάρξει ως έννοια διαχρονικής συνέχειας με μια κληρονομιά που ούτε ανήκει – τρόπος του λέγειν – αποκλειστικά στους σύγχρονους Έλληνες, ούτε μπορεί να αποτελέσει το κύριο βάθρο της «ταυτότητάς» τους. Η αρχαία ελληνική δημιουργία είναι έργο των αρχαίων Ελλήνων. Οι Νεοέλληνες – όπως και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι και όλοι ανεξαρτήτως οι λαοί – το μόνο που έχουν και μπορούν να κάνουν είναι να δουν τι θετικό μπορούν να πάρουν από αυτή την κληρονομιά, αλλά κυρίως να δουν τι δημιούργησαν αυτοί από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ώς σήμερα, τι δημιουργούν σήμερα, και τι θα δημιουργήσουν στο μέλλον.
β) Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να αποτελεί ούτε στοιχείο του μυθικού ελληνισμού, ούτε στοιχείο «ταυτότητας» των Νεοελλήνων. Αποτελεί μια συνιστώσα του Χριστιανισμού, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιβληθεί ως μοναδικό στοιχείο νοήματος ζωής για έναν λαό σήμερα.
γ) Πάνω από εκατό χρόνια, η νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται δέσμια ενός ιδεολογικού ρεύματος που επικράτησε και έγινε κρατική ιδεολογία. Πρόκειται για μια ιδεολογία καθαρά ρατσιστικού, εθνικιστικού χαρακτήρα : Είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, μοναδικοί κληρονόμοι του έργου τους. Είμαστε ο περιούσιος λαός του χριστιανικού Θεού, μοναδικοί κληρονόμοι του Βυζαντίου. Είμαστε μια φυλή που διασχίζει τους αιώνες χάρη στο ελληνικό αίμα, την ελληνική ψυχή και τα ελληνικά χρωμοσώματα. Όλα αυτά τα ανομοιογενή στοιχεία κατάφερε να συνενώσει η κρατική ιδεολογία, ολοφάνερος σοβινιστικός μύθος, που φέρει την αντιφατική ονομασία ελληνοχριστιανικός πολιτισμός.
4. Και όμως, πάντοτε ήταν, και κυρίως τώρα είναι δυνατόν να χαραχθεί μια άλλη προοπτική που θα βγάλει την Ελλάδα από την κρατική ιδεολογία και από μια σχιζοφρενή σύνθεση ανομοιογενών στοιχείων. Είναι η δημοκρατική συζήτηση επί της ουσίας του ζητήματος της νεοελληνικής «ταυτότητας».
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ζήτημα αυτό θέτει ως πρόταγμα τον ριζικό μετασχηματισμό των νοοτροπιών. Σε όσους όμως, και φαίνεται ότι είναι μια μεγάλη πλειοψηφία, αρχίσουν να σχίζουν τα ιμάτιά τους και να επισείουν το σκιάχτρο του εθνικού διχασμού και τα παρόμοια, υπάρχουν επιχειρήματα για να αντιταχθούν. Τα συνθέτω ως εξής.
Η «ταυτότητα» ενός σύγχρονου λαού δεν μπορεί να οικοδομείται στο παρελθόν, στην προγονοπληξία και στη θρησκεία. Αλλά σε αρχές, που άλλωστε ο ίδιος κατάκτησε ή μπορεί να κατακτήσει, όπως η ελευθερία, η ισότητα και η δημοκρατία, τα δικαιώματα του κάθε πολίτη, η συμμετοχή στα κοινά.
Έλληνας δεν μπορεί να είναι σήμερα μόνο όποιος κομπορρημονεί επισείοντας δημιουργίες άλλων εποχών και άλλου τύπου ανθρώπων. Έλληνας δεν μπορεί να ταυτίζεται με το Χριστιανός και Ορθόδοξος. Έλληνας δεν μπορεί να είναι μόνο όποιος εθελοτυφλεί και υποδουλώνεται σ’ ένα σκοταδιστικό νόημα ζωής.
Έλληνας μπορεί να είναι ο πολίτης, που σέβεται την ατομική και συλλογική ελευθερία, που είναι δημοκρατικός σε κάθε ενέργεια της ζωής του, που μπορεί να έχει όποιες ιδέες θέλει στον λεγόμενο μεταφυσικό τομέα, αλλά που οφείλει να αφήνει όλους τους άλλους να έχουν τις δικές τους ιδέες ελευθερίας.
Έλληνας, τέλος, μπορεί να είναι αυτός που επωμίζεται τις ευθύνες του και αναγνωρίζει τη συμβολή του στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας, στην κουλτούρα της, στις θετικές και αρνητικές δημιουργίες της. Έλληνας είναι αυτός που μπορεί να δεχθεί επιτέλους ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός όπως όλοι οι άλλοι, των οποίων οφείλει να σέβεται την ιστορία, τα δικαιώματα, την κουλτούρα, θεωρώντας τους ίσους μέσα στη διαφορετικότητα.
Αλλιώς, με τη σημερινή εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, φαίνεται να υπεισέρχονται στοιχεία ενός νέου ολοκληρωτισμού.
νίκος ηλιόπουλος
Πεταλίδι Μεσσηνίας, 26 Αυγούστου 2001
Συμπλήρωση 20 χρόνια μετά
«Α ! Κατάλαβα. Δεν είναι Έλληνας.»
Αναρωτιόμουν γιατί έγραψα την τελευταία φράση. Και θυμήθηκα γιατί.
Πρέπει να ήταν Ιανουάριος του 1999. Παραμονή των Φώτων. Καθόμουν πρωί στην αυλή ενός καφενείου στις Κιτριές της Μεσσηνιακής Μάνης. Με μια φίλη.
Βλέπω να μπαίνει στην αυλή ένας παπάς για να μας αγιάσει, σύμφωνα με το έθιμο της ημέρας, ραντίζοντάς μας με το θαυματουργό νερό – της βρύσης.
Λέγω ήρεμα στη φίλη μου ότι δεν θα δεχτώ, αυτή ας κάνει ό,τι θέλει.
Πλησιάζει στο τραπέζι μας ο πάπαρδος – έτσι τους έλεγε η μάννα μου, πιστή αλλά όχι θεούσα· θεομπαίχτες τους έλεγε ο πατέρας μου. Μένω ακίνητος, αδιάφορος και απαθής. Ραντίζει τη φίλη μου, και κατευθύνεται προς εμένα. Πριν προλάβω να πω ήρεμα ότι δεν θέλω, το λέει η φίλη μου. Και ο παπάς απαντά :
«Α ! Κατάλαβα. Δεν είναι Έλληνας.»
Η κόψη της σιωπής μου προς απάντησή του.
Σκοτίστηκα για την κουβέντα του παπά. Τι να του πω ; Ότι τυχαίνει να είμαι βέρος Καλαματιανός, «πάππου προς πάππου», και κατά το ένα δέκατο Πατρινός ; Αφού νιώθω ευρωπαίος πολίτης, και δηλώνω πολίτης του κόσμου εκ βαθιάς πεποιθήσεως. Κάτοικος Παρισιού το μισό της ζωής μου, 35 χρόνια.
Αλλά, όποιος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει η λογική στην οποία βασίζεται η φράση του παπά, δεν έχει καταλάβει τίποτα από την ανθρώπινη ιστορία και κυρίως από την ιστορία του δεινού 20ου αιώνα.
Και τον καλώ να σκεφτεί πολύ. Τον καλώ να σκεφτεί πάλι !
νίκος
Παρίσι, 4 Απριλίου 2021