του οικονομολόγου Παναγιώτη (Τάκη) Κ. Μυλωνά
Προσπερνούσε -δήθεν- «άβρεχτη» η πολιτική μας ηγεσία, τον «πακτωλό» των 200 δισ. ευρώ, περίπου (σε τιμές, με ισοτιμίες των ετών εκταμίευσης τους, για την Ελλάδα), τα οποία εισέρρευσαν στη χώρα, από τις Κοινοτικές Ενισχύσεις της Ε.Ε. και τα οποία, κατά πλειονότητα, «σπαταλήθηκαν», κυρίως, με τα τρία Κ.Π.Σ. (Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, γνωστά και ως «πακέτα Ντελόρ», για τα δύο πρώτα).
Και αυτά, μόνο για την 35ετία 1981-2014, για την οποία έχουμε διαθέσιμα στοιχεία. Ενώ, αυτή η ίδια πολιτική ηγεσία, είναι η -κυρίως- υπεύθυνη, για το γεγονός ότι τα ελληνικά χέρια, που εισέπραξαν τα κονδύλια αυτά, από την Ε.Ε., ήταν «τρύπια» και λερωμένα, με «αμαρτίες» που δεν θα πρέπει να τις «ξεπλένει» ούτε κι ο «καταρράκτης» των δεινών που επισώρευσε η αιμοβόρα οικονομική κρίση που ακολούθησε, με το Δημοσιονομικό έλλειμμα ρεκόρ, όλων των εποχών. Καθώς και τα «Μνημόνια» που μας ακολούθησαν και μας οδήγησαν σε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση, και σε ένα διαρκές φλερτ και με την επίσημη χρεοκοπία και χωρίς ορατό τέλος, ακόμα και τώρα.
Ο πακτωλός των δισεκατομμυρίων
Ειδικότερα, μέσα στα 35 αυτά χρόνια, από το 1981, έως και το 2014, η χώρα μας έλαβε, απ’ την Ε.Ο.Κ, αρχικά και την Ε.Ε, στη συνέχεια, κοινοτικές οικονομικές ενισχύσεις, σχεδόν 200 δις ευρώ (σύμφωνα και με τις σχετικές δηλώσεις του Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ε.Ε. στην Ελλάδα, του κ. Πάνου Καρβούνη). Στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνονται, κυρίως, οι ενισχύσεις αγροτικής παραγωγής, οι οποίες, μόνο από το 2000, έως το 2014, απορρόφησαν πάνω από 40 δις ευρώ.
Και για τους άλλους κλάδους ή τομείς, τα εξής. Με τα λεγόμενα «Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα» (Μ.Ο.Π.), 1985-΄89, εισέρρευσαν 2,576 δις ECU. Με το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (Κ.Π.Σ.), 1989-1993, 7,193 δις ECU. Με το Β΄ Κ.Π.Σ., 1994-1999, 13,98 δις ECU, Με το Γ΄ Κ.Π.Σ., 2000-2006, 22,7 δις ευρώ και με το ΕΣΠΑ, 2007 – 2014, 24,3 δις ευρώ. Και συνολικά σε αυτά, 70,76 δις ECU ή ευρώ, χωρίς όμως και τον συνυπολογισμό των αγροτικών επιδοτήσεων σε αυτά, με τη συμπερίληψη των οποίων, φτάνουμε στα 200 δις ευρώ, για την προαναφερθείσα περίοδο.
Τα κονδύλια αυτά, λοιπόν, της Ε.Ο.Κ. ή/και Ε.Ε., αφορούσαν, ως γνωστό -κατά τάξη μεγέθους- κυρίως: α) στην Κ.Α.Π. (Κοινή Αγροτική Πολιτική), δηλαδή, τις «Αγροτικές Επιδοτήσεις», για την ενίσχυση και την αναδιάρθρωση της γεωργικής μας παραγωγής, οι οποίες ανήλθαν σε πάνω από 120 δισ. Ευρώ, β) στα μεγάλα έργα για την ανάπτυξη των υποδομών της χώρας μας και γ) στα προγράμματα «Επαγγελματικής Εκπαίδευσης» & «Επαγγελματικής Κατάρτισης» & «Επανακατάρτισης», για την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής.
Απ’ τα τελευταία αυτά, μεγάλο ποσοστό τους μεταβλήθηκε σε «σεμινάρια εκπαίδευσης και κατάρτισης, για την παραποίηση, την υπεξαίρεση και τη διαφθορά, των εκπαιδευτών, των εκπαιδευόμενων και των συντονιστών τους», στο διεξαχθέν «ομαδικό πάρτι» της διασπάθισης των κοινοτικών κονδυλίων, που στήθηκε, για 30 και πλέον χρόνια. Ειδικά για τα σεμινάρια αυτά, είχα και προσωπική -άμεση- γνώση & εμπειρία, από το 1995. Σχετική καταγγελία και υπηρεσιακή αναφορά μου (τη χρονιά αυτή, για ορισμένα «εικονικά σεμινάρια», προϋπολογισμού περί τα 200 εκατ. δραχμ., συγχρηματοδοτημένων από τα προγράμματα της τότε Ε.Ο.Κ., που διεξήχθησαν από το τότε «Ε.Ι.Ν.» στο οποίο υπηρετούσα), είχε προκαλέσει μεγάλη ταραχή στους διοικούντες, τότε και αφάνταστες περιπέτειες και ταλαιπωρία, σε εμένα.
Προκάλεσε, επίσης -ύστερα και από μια εξευτελιστική, για δημοκρατική χώρα, πειθαρχική διαδικασία σε βάρος μου- την ομόφωνη Απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Ι.Ν., για την οριστική απόλυσή μου, από τον οργανισμό αυτό, ως εργαζόμενου!!! Η πλήρης επιβεβαίωση των καταγγελιών μου αυτών, που ακολούθησε, λίγους μήνες αργότερα, ήρθε από το αρμόδιο «Διϋπουργικό όργανο, υπό το Γ.Λ.Κ.», που επιλήφθηκε και εξέδωσε το σχετικό «πόρισμά» του, επί των καταγγελιών μου. Το δε «πόρισμα» αυτό, ήταν εκείνο που αποσόβησε -μετά και από αρκετές άλλες προσωπικές περιπέτειες μου, ως συνέπεια των καταγγελιών μου αυτών- την μη εκτέλεση της προαναφερθείσας αυτής απόλυσής μου. Αλλά συνέβαλε και στην επιλογή μου, στη συνέχεια -από τον τότε Υπουργό Εργασίας κ. Στ. Τζουμάκα- ως Πρόεδρος-Διοικητής του -νεοσύστατου τότε- «Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης» (το σημερινό Ε.ΚΕ.ΠΙ.Σ., που είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία των Κ.Ε.Κ.). Από τις εμπειρίες που είχα και εκεί και για διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών, μπόρεσα να αντιληφθώ την έκταση και να εμπλακώ και πάλι, στην καταπολέμηση της σήψης και της πολυπλόκαμης διαπλοκής, μέσα από την καταδολίευση των κονδυλίων της τότε Ε.Ο.Κ.
Η διασπάθιση των κονδυλίων
Ωστόσο, με τα κονδύλια αυτά της Ε.Ε., έγιναν πολλά, κυρίως μεγάλα, έργα. Αυτά τα οποία μεταμόρφωσαν, πράγματι, την εικόνα της χώρας μας, μα αναβάθμισαν μόνο οριακά τις αναπτυξιακές της δυνατότητες. Αρκετά απ΄ τα ποσά που δαπανήθηκαν για τέτοια έργα, όμως, ήταν πολύ μεγαλύτερα του πραγματικού τους κόστους, καθώς και του πραγματικού μεγέθους της αξίας αυτών των «σεμιναρίων-μαϊμού, της επαγγελματικής κατάρτισης και επανακατάρτισης των εργαζομένων», τα οποία και διασπαθίστηκαν, ασύστολα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων διεξαγωγής τους.
Συνεπώς. Εξ αιτίας του πρόχειρου σχεδιασμού τους, των κακών πρακτικών διαχείρισης των κονδυλίων αυτών, όχι μόνο αυτά, δεν κατευθύνθηκαν σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού, οι οποίες θα άλλαζαν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αλλά διοχετεύθηκαν στην κατανάλωση και την διασπάθιση τους. Και τελικά, οδήγησαν, αντί στην οικονομική και παραγωγική ευμάρεια κι αειφορία, στην οικονομική μας αιμορραγία και την παραγωγική συρρίκνωση και υποχώρηση, έως και σε κατάρρευση, σε ορισμένους τομείς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, ενώ δαπανήθηκαν πολλά δις ευρώ, για το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, σήμερα έχουμε, σε λειτουργία, εκσυγχρονισμένο μεν, αλλά μικρότερο σιδηροδρομικό δίκτυο, από εκείνο που είχαμε προ της εποχής των ενισχύσεων της Ε.Ε..
Με τον τρόπο που έγινε η διαχείριση των κονδυλίων αυτών, κατέληξε, τις περισσότερες φορές, σε μια τέτοια καταλήστευση των κοινοτικών πόρων, όπου το μεγαλύτερο μέρος αυτών, να επιστρέφει, στο τέλος της διαδικασίας εκτέλεσης των προγραμμάτων, στον πλούσιο Βορρά, μέσω των ανατιθέμενων έργων, συμβάσεων, προμηθειών εξοπλισμού κ.λπ.. Πολλές δε, από τις επιδοτήσεις στον αγροτικό τομέα, πέρναγαν σε χέρια των επιτηδείων και μεσαζόντων. Με αποτέλεσμα, να υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας. Και με περαιτέρω συνέπεια, το «αγροτικό διατροφικό μας ισοζύγιο» να καταστεί περισσότερο αρνητικό από πριν και απαράδεκτα ελλειμματικό, πλέον. Όταν μάλιστα, η εγχώρια γεωργική παραγωγή και κτηνοτροφία, καλύπτει μόλις το 30%, το πολύ, απ’ το σύνολο των διατροφικών μας αναγκών, σε προϊόντα παραγωγής του πρωτογενούς μας τομέα.
Και όλα αυτά, όταν, επίσης, οι στατιστικές τις Eurostat κ.λπ., έδειχναν ότι η χώρα μας, ήταν, ισοσταθμικά, η περισσότερο ευνοημένη χώρα, απ’ τις υπόλοιπες, της Ε.Ε., σε όρους «καθαρού δημοσιονομικού οφέλους». Δηλαδή, η χώρα μας, υπερείχε χαρακτηριστικά, στις καθαρές εισροές της, από την Ε.Ε., μείον τις συνεισφορές της στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό. Ενδεικτικά επίσης αναφέρουμε ότι: Μόνο για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.) και μόνο για την περίοδο, 2007-2010, έφτασε και μας ξεπέρασε, μια φορά, η Ιρλανδία, σε επιδοτήσεις ανά κάτοικο, με 354 ευρώ, έναντι 287 ευρώ για την Ελλάδα και 201 ευρώ, για τη Δανία κ.ο.κ..
Και ενώ είμαστε από τους πλέον ωφελημένους, από πλευράς εισπράξεων από την κοινότητα, καταντήσαμε να είμαστε και «πρωταθλητές» στην κακοδιαχείριση τους. Κι εντελώς ασυναγώνιστοι, στις ποινές, από την επιβολή των προβλεπόμενων ρητρών, για επιστροφή των κοινοτικών πόρων, στις περιπτώσεις που διαπιστώνοταν η κακοδιαχείρισή τους…
Το Ισοζύγιο Χρηματικών Εισροών-Εκροών
Οι παραπάνω παρακμιακές διαχειριστικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν συχνά, στην υποτιθέμενη υλοποίηση των σχετικών αυτών κοινοτικών προγραμμάτων, της Ε.Ε., εξέτρεψαν, ως κι αυτά τα «κονδύλια» για την ανάπτυξη, σε «ιμάντες χρηματοδότησης άλλων εξόδων. Όπως ακόμα και για “δημόσιες σχέσεις”, στην εκλογική πελατεία», πολλών απ’ την πολιτική μας ηγεσία. Τα παραπάνω, όμως, δεν έβλαψαν καν τους «κουτόφραγκους», όπως -εντελώς εσφαλμένα- τους θεωρούν μερικοί. Δεν αφορούσαν, επίσης, ούτε μόνο το ηθικοπλαστικό μέρος του πράγματος. Μήτε, μόνο, ότι χάθηκε το «τρένο της ανάπτυξης» για τη χώρα, την έλευση του οποίου, επεδίωξαν πάντοτε, οι κοινοτικές αυτές ενισχύσεις. Το κυριότερο κι άμεσα αρνητικό αποτέλεσμα, του είδους της διαχείρισης των κοινοτικών αυτών ενισχύσεων που επικράτησε, ήταν το ακόλουθο: Ήταν, η πραγματική αντιστροφή, στο ίδιο το πρόσημο του «Ισοζυγίου Χρηματικών Εισροών-Εκροών», της Ελλάδας με την Ε.Ε.. Ένα «Ισοζύγιο, Εισροών-Εκροών», το οποίο, από έντονα πλεονασματικό, μεταβλήθηκε σε έντονα ελλειμματικό «Ισοζύγιο», κατά την υλοποίησή του. Κι αυτό ήταν μαθηματικά εντελώς αναπόφευκτο. Αφού, όταν το «Ισοζύγιο Χρηματικών Εισροών-Εκροών», εμφάνιζε πλεόνασμα, σε Ευρώ (τουλάχιστον 60%, αφού οι «Εισροές» μας υπερείχαν -κατά 60%- των «Εκροών» μας, ως «εισφορές» μας στην Ε.Ε.), για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν απεικόνιζε την πραγματικότητα.
Αλλά -το αποτέλεσμα αυτό- ήταν μόνο εικονικό. Έτσι που, το πλεόνασμα το οποίο εμφανιζόταν, ήταν, από απλά «λογιστικό», έως και καθόλου πραγματικό. Ιδίως όταν, οι μισές, τουλάχιστον, από τις «εισροές» του «Ισοζυγίου» αυτού, χάνονταν στις τσέπες των επιτηδείων και στη συνέχεια κατέληγαν, είτε σε καταθέσεις στις τράπεζες του εξωτερικού, είτε στην κατανάλωση εισαγόμενων πολυτελών καταναλωτικών προϊόντων, είτε ακόμα και σε αυξημένο εξερχόμενο τουρισμό. Έτσι ώστε, να εξατμίζεται και να εκμηδενίζεται, στην πραγματικότητα και ο «πολλαπλασιαστής της ανάπτυξης», τον οποίον -υποτίθεται- επεδίωκαν, πάντοτε, οι κοινοτικές αυτές ενισχύσεις. (Επαληθεύεται έτσι και η λαϊκή ρήση που λέει: «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα»).
Και για την ακρίβεια, το «Χρηματικό Ισοζύγιό» μας με την Ε.Ε., «μεταλλασσόταν», από πλεονασματικό, σε ελλειμματικό, τουλάχιστον σε ποσοστό: [-39%].
Και να πως: η μεταμόρφωση και η ανατροπή αυτή, του «Ισοζυγίου Χρηματικών Εισροών-Εκροών, της Ελλάδας, με την Ε.Ε.», από πλεονασματικό, σε ελλειμματικό, είναι υποεκτιμημένη, σε πρώτη εκτίμηση, για τον εξής σπουδαίο κι ευρύτερα, γνωστό λόγο, ότι: Οι «Εισροές» μας από την Ε.Ε., δεν αφορούσαν το συνολικό προϋπολογισμό & των κοινοτικών προγραμμάτων ή έργων. Αλλά αφορούσαν, δηλαδή, μόνο τη συμμετοχή της Ε.Ε. στα συγχρηματοδοτούμενα αυτά έργα. Η οποία, διακυμαίνεται, μεσοσταθμικά, περί το: 65% του συνολικού κόστους του προϋπολογισμού αυτών των προγραμμάτων ή έργων. Άλλωστε, ήταν γνωστό πως, το 35% -μεσοσταθμικά- των προγραμμάτων αυτών της Ε.Ε., υποστηριζόταν ή/και προαπαιτούσε -ως Εθνική μας συμμετοχή- την αντίστοιχη οικονομική συνεισφορά της χώρας μας στα προγράμματα αυτά.
Το πραγματικό όφελος της Ελλάδας από τα κονδύλια
Η διαχείριση δε του συνολικού προϋπολογισμού των έργων αυτών, γινόταν με την «ικανότητα» και την «ευσέβεια», την οποία επέδειξαν κι οι διαχειριστές των κονδυλίων αυτών στα καθαρώς τα κοινοτικά κονδύλια.
Ωστόσο, για να αποτιμήσει κανείς επακριβώς, την προαναφερόμενη αυτή παράμετρο, δεν μπορεί να το κάνει χωρίς τα αριθμητικά της δεδομένα. Όπως είναι κι αυτά, τα αριθμητικά δεδομένα που θα ακολουθήσουν κι εδώ. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο των δεδομένων αυτών, είναι ότι: το -αρχικά- πλεονασματικό «Ισοζύγιο», της χώρας μας, με την Ε.Ε., μεταβάλλονταν σε ένα εκκρεμές: από +60%, θετικό και πλεονασματικό, σε έως και -63%, αρνητικό κι ελλειμματικό, τελικά. Γιατί;;;
Γιατί, όπως αποδεικνύουν κι οι αριθμητικοί μας υπολογισμοί, ενώ με τις εισφορές μας στο σύστημα («εκροές», για τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε.) των 100 χρηματικών μονάδων (Χ.Μ.), εξασφαλίζαμε κοινοτικά κονδύλια (από «εισροές μας, από Ε.Ε.»), ύψους 160 Χ.Μ.. Μα, ο συνολικός προϋπολογισμός των έργων αυτών ή των προγραμμάτων, που έπρεπε να εκτελεστούν, ανέβαινε στο ύψος των: 246,15 Χ.Μ. [ή 160 Χ.Μ. Χ (100/65) = 246,15 Χ.Μ.]. Και συνεπώς, σε κάθε Κοινοτικό πρόγραμμα, προϋπολογισμού, π.χ. 246,15 Χ.Μ., η πραγματική εθνική συμμετοχή μας δεν ήταν μόνο το 35% αυτού (δηλαδή, 86,15 Χ.Μ.. -ή 246,15 Χ.Μ. Χ 35%-), αλλά ήταν προσαυξημένη και με τις αρχικές 100 Χ.Μ., της βασικής συμμετοχής της χώρας μας, από τις εισροές της στο κοινοτικό Προϋπολογισμό της Ε.Ε..
Και από τον προϋπολογισμό, λοιπόν, των συνολικών αυτών έργων και προγραμμάτων, για κάθε 246,15 Χ.Μ., συνολικού προϋπολογισμού των προγραμμάτων, οι 186,15 Χ.Μ. (ή το 75,62% του προϋπολογισμού τους), ήταν η πραγματική εθνική μας συμμετοχή. Έτσι, λοιπόν, η εκτιμούμενη -κατά μέσο όρο- ενδεχόμενη απώλεια, του 50%, του προϋπολογισμού των προγραμμάτων αυτών -λόγω της κακοδιαχείρισης τους- θα απομείωνε και την αντικειμενική αξία των ευρωπαϊκών αυτών έργων και προγραμμάτων -της Ε.Ε.- στο μισό. Έργα, δηλαδή, ισάξια και ισοδύναμα, με: 123,1 Χ.Μ. [ή 246,15 Χ.Μ./ 2 = 123,1 Χ.Μ.]. Κι ενώ, για τα έργα και τα προγράμματα αυτά, είχαμε εισφέρει 186,15 Χ.Μ., αποκομίσαμε προϊόντα των έργων αυτών, «αντικειμενικής αξίας» μόλις, 123,1 Χ.Μ.. Κι επομένως, είχαμε μια πραγματική υστέρηση της ανταπόδοσης και της αντιπαροχής αυτής και από την εθνική μας και μόνο δαπάνη. Και το πραγματικό «Ισοζύγιο Χρηματικών Εισροών-Εκροών» μας, με την Ε.Ε., από πλεονασματικό με +60%, κατέληγε σε ελλειμματικό, με -63,1 Χ.Μ. ή -33,87% των διατεθέντων εθνικών πόρων ή- 39,44% των κοινοτικών συμμετοχών της Ε.Ε.. Ή -σε απόλυτα μεγέθη- αντίστοιχη απώλεια, 78,9 δισ. ευρώ των κοινοτικών εισροών, των 200 δις ευρώ, όπως ήδη προείπαμε, για την 35ετία 1981-2014!!!
Τα σχετικά παραδείγματα, για τις σημειωθείσες καταδολιεύσεις της κακοδιαχείρισης των κοινοτικών ενισχύσεων της Ε.Ε., αφθονούν. Εντυπωσιακά χαρακτηριστικό -αν κι απλώς ενδεικτικό- είναι, π.χ. το απερίγραπτο πλιάτσικο που σημειώθηκε στο «πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου» (που έγινε ευρύτατα γνωστό κι από το σύνθημα: «το μεγαλύτερο από τα μεγάλα έργα!!!»). Στο οποίο, ενώ δαπανήθηκαν -από το 1996 έως το 2002- τα διπλάσια χρήματα του αρχικού προϋπολογισμού του, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κι εγκαταλείφθηκε έκτοτε.
Είναι γνωστή, επίσης, η κατάληξη κι ο τραγέλαφος του προγράμματος κατασκευής των «λιμνοδεξαμενών», σε διάφορες περιοχές της χώρας. Με το πρόγραμμα αυτό, θα κατασκευάζονταν «λιμνοδεξαμενές» με κοινοτικά χρήματα. Ο προϋπολογισμός τους όμως αυτός, ενώ αναθεωρήθηκε αυξητικά, πολλές φορές, στο τέλος, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Είτε γιατί, οι «λιμνοδεξαμενές» αυτές, δεν λειτούργησαν ποτέ. Είτε επειδή υπήρξαν κατασκευαστικές αστοχίες, ή γιατί έλλειπαν οι συμπληρωματικές μονάδες περισυλλογής κι επεξεργασίας του νερού. Είτε επειδή, επίσης, δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συμπληρωματικές υποδομές που απαιτούνταν και θα καθιστούσαν τις «λιμνοδεξαμενές» αυτές λειτουργικές και -ανεξαρτήτως του κόστους τους- πλήρως αξιοποιήσιμες. Πασίγνωστα είναι, εξ άλλου και τα «πανωγραψίματα», με την καταδολίευση των γεωργικών κοινοτικών ενισχύσεων, στην ελαιοπαραγωγή, στην ζωική παραγωγή, καθώς και στην παραγωγή βάμβακος (Παραγωγή βάμβακος, για την οποία -ως Πρόεδρος και Διοικητής του «Οργανισμού Βάμβακος» επί μια τριετία- έδωσα πραγματική μάχη, μάχη ζωής, κυριολεκτικά. Για την απόκρουση των καταδολιεύσεων αυτών, των κοινοτικών ενισχύσεων στο βαμβάκι. Και η οποία, παρ’ ότι σημείωσε -στην περίοδο της δικής μου θητείας εκεί- τις υψηλότερες τιμές παραγωγού, στο σύσπορο βαμβάκι και στις τρεις χρονιές της δικής μου θητείας -λόγω του αποφασιστικού χτυπήματος των ατασθαλιών στη διαχείριση των κοινοτικών επιδοτήσεων στην παραγωγή βάμβακος στη χώρα- μου προκάλεσε, ωστόσο, δικαστικές εμπλοκές μου που διήρκεσαν επί μια δεκαετία, τουλάχιστον και μεγάλο προσωπικό άλγος).
Αλλά και στα δημητριακά, ανάλογη εικόνα. Αναλογίες, επίσης, παρουσίασε και ο τρόπος που υλοποιήθηκε το πρόγραμμα ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού των αλιευτικών σκαφών, «πραγματικών και ζωγραφιστών». Τρανταχτό, ανάμεσα σε άλλα,, είναι και το παράδειγμα, με τη διανομή των 800 εκατ. ευρώ, από τον ΕΛ.Γ.Α., το 2008, για κάποιες μη δικαιολογημένες «αποζημιώσεις στη γεωργική παραγωγή», κυρίως της Θεσσαλίας, από Υπουργό που πολιτευόταν σε Θεσσαλικό Νομό. Οι «αποζημιώσεις» όμως αυτές βάρυναν το Δημόσιο, καθώς δεν έγιναν τελικά αποδεκτές από τα όργανα της Ε.Ε… Στο ποσό αυτό βέβαια, πρέπει να προστεθεί και το ποσό του καταλογισμού του σχετικού προστίμου για τη χώρα μας, που περιλαμβάνεται στις προβλεπόμενες κυρώσεις των κοινοτικών «Οδηγιών» της Ε.Ε, για ανάλογες περιπτώσεις.
Στην διασπάθιση αυτή των κοινοτικών ενισχύσεων, πρέπει να ομολογήσουμε ότι, συνέπραξαν κι ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, καθώς και αναγνωρισμένοι θεσμοί της κοινωνίας μας. Δεν υπήρξε τομέας δραστηριότητας ή υποδυόμενος κοινωνικό λειτούργημα, που δεν «έβαλε το δάκτυλο στο μέλι…», για τα κονδύλια αυτά της Ε.Ε.. Ενώ, η λειτουργία του ελέγχου, από το «Ολοκληρωμένο Σχέδιο Διαχείρισης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης», δηλαδή, του «ελέγχου των Κοινοτικών Ενισχύσεων», υπήρξε μια πανελλήνια προσποίηση κι ένα θεατρικό έργο μιας κακής παιδικής παράστασης. Παράστασης στην οποία συμπρωταγωνίστησαν -εκτός από τους εθνικούς μας εργολάβους και προμηθευτές- τόσο τα Πανεπιστήμια και οι Μ.Κ.Ο. (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις), όσο, επίσης, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και οι Ενώσεις των Αγροτικών μας Συνεταιρισμών, βεβαίως.
Συμπέρασμα
Ενώ στην Ελλάδα, τα τελευταία 40 χρόνια, εισέρρευσαν περισσότερα κοινοτικά χρήματα, από όσα εισέρρευσαν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. -αναλογικά του μεγέθους της βέβαια- εμείς, όχι μόνο δεν καταφέραμε να αλλάξουμε το παραγωγικό μας και το αναπτυξιακό μας μοντέλο, όχι μόνο δεν βελτιώσαμε τους δείκτες ευημερίας και το ΑΕΠ -αλλά μόνο πρόσκαιρα και εφήμερα- μα απαξιώσαμε κιόλας κι αυτό το προϋπάρχον υπανάπτυκτο -έως τότε- παραγωγικό μας μοντέλο και έχουμε περιπέσει, πια, στη δίνη ενός «υφεσιακού σπιράλ«, που μας απειλεί ολοένα, ακόμα και με τον αφανισμό μας, ως αποτυχημένης χώρας κι ανίκανης να λειτουργήσει, αξιόπιστα, κρατικής οντότητας. Κι αυτά, «επιτεύχθηκαν», έχοντας ως «όπλα» μας: την αδιαφάνεια, στη λειτουργία του κράτους και των θεσμών, την αναξιοκρατία στη διοίκηση και τη διαχείριση των συλλογικών μας υποθέσεων, τα συνεχιζόμενα ελλείμματα συγκρότησης και εφαρμογής κάποιου σοβαρού κι αξιόπιστου «στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου» και την αδυναμία μας να διαγνώσουμε, εγκαίρως, τις δυσλειτουργίες και να διορθώσουμε, με αποτελεσματικό τρόπο, τα διαπιστωμένα προβλήματα, με αυτοσυνειδησία και εθνική συνεννόηση, στα στοιχειώδη…
πηγή
Προσπερνούσε -δήθεν- «άβρεχτη» η πολιτική μας ηγεσία, τον «πακτωλό» των 200 δισ. ευρώ, περίπου (σε τιμές, με ισοτιμίες των ετών εκταμίευσης τους, για την Ελλάδα), τα οποία εισέρρευσαν στη χώρα, από τις Κοινοτικές Ενισχύσεις της Ε.Ε. και τα οποία, κατά πλειονότητα, «σπαταλήθηκαν», κυρίως, με τα τρία Κ.Π.Σ. (Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, γνωστά και ως «πακέτα Ντελόρ», για τα δύο πρώτα).
Και αυτά, μόνο για την 35ετία 1981-2014, για την οποία έχουμε διαθέσιμα στοιχεία. Ενώ, αυτή η ίδια πολιτική ηγεσία, είναι η -κυρίως- υπεύθυνη, για το γεγονός ότι τα ελληνικά χέρια, που εισέπραξαν τα κονδύλια αυτά, από την Ε.Ε., ήταν «τρύπια» και λερωμένα, με «αμαρτίες» που δεν θα πρέπει να τις «ξεπλένει» ούτε κι ο «καταρράκτης» των δεινών που επισώρευσε η αιμοβόρα οικονομική κρίση που ακολούθησε, με το Δημοσιονομικό έλλειμμα ρεκόρ, όλων των εποχών. Καθώς και τα «Μνημόνια» που μας ακολούθησαν και μας οδήγησαν σε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση, και σε ένα διαρκές φλερτ και με την επίσημη χρεοκοπία και χωρίς ορατό τέλος, ακόμα και τώρα.
Ο πακτωλός των δισεκατομμυρίων
Ειδικότερα, μέσα στα 35 αυτά χρόνια, από το 1981, έως και το 2014, η χώρα μας έλαβε, απ’ την Ε.Ο.Κ, αρχικά και την Ε.Ε, στη συνέχεια, κοινοτικές οικονομικές ενισχύσεις, σχεδόν 200 δις ευρώ (σύμφωνα και με τις σχετικές δηλώσεις του Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ε.Ε. στην Ελλάδα, του κ. Πάνου Καρβούνη). Στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνονται, κυρίως, οι ενισχύσεις αγροτικής παραγωγής, οι οποίες, μόνο από το 2000, έως το 2014, απορρόφησαν πάνω από 40 δις ευρώ.
Και για τους άλλους κλάδους ή τομείς, τα εξής. Με τα λεγόμενα «Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα» (Μ.Ο.Π.), 1985-΄89, εισέρρευσαν 2,576 δις ECU. Με το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (Κ.Π.Σ.), 1989-1993, 7,193 δις ECU. Με το Β΄ Κ.Π.Σ., 1994-1999, 13,98 δις ECU, Με το Γ΄ Κ.Π.Σ., 2000-2006, 22,7 δις ευρώ και με το ΕΣΠΑ, 2007 – 2014, 24,3 δις ευρώ. Και συνολικά σε αυτά, 70,76 δις ECU ή ευρώ, χωρίς όμως και τον συνυπολογισμό των αγροτικών επιδοτήσεων σε αυτά, με τη συμπερίληψη των οποίων, φτάνουμε στα 200 δις ευρώ, για την προαναφερθείσα περίοδο.
Τα κονδύλια αυτά, λοιπόν, της Ε.Ο.Κ. ή/και Ε.Ε., αφορούσαν, ως γνωστό -κατά τάξη μεγέθους- κυρίως: α) στην Κ.Α.Π. (Κοινή Αγροτική Πολιτική), δηλαδή, τις «Αγροτικές Επιδοτήσεις», για την ενίσχυση και την αναδιάρθρωση της γεωργικής μας παραγωγής, οι οποίες ανήλθαν σε πάνω από 120 δισ. Ευρώ, β) στα μεγάλα έργα για την ανάπτυξη των υποδομών της χώρας μας και γ) στα προγράμματα «Επαγγελματικής Εκπαίδευσης» & «Επαγγελματικής Κατάρτισης» & «Επανακατάρτισης», για την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής.
Απ’ τα τελευταία αυτά, μεγάλο ποσοστό τους μεταβλήθηκε σε «σεμινάρια εκπαίδευσης και κατάρτισης, για την παραποίηση, την υπεξαίρεση και τη διαφθορά, των εκπαιδευτών, των εκπαιδευόμενων και των συντονιστών τους», στο διεξαχθέν «ομαδικό πάρτι» της διασπάθισης των κοινοτικών κονδυλίων, που στήθηκε, για 30 και πλέον χρόνια. Ειδικά για τα σεμινάρια αυτά, είχα και προσωπική -άμεση- γνώση & εμπειρία, από το 1995. Σχετική καταγγελία και υπηρεσιακή αναφορά μου (τη χρονιά αυτή, για ορισμένα «εικονικά σεμινάρια», προϋπολογισμού περί τα 200 εκατ. δραχμ., συγχρηματοδοτημένων από τα προγράμματα της τότε Ε.Ο.Κ., που διεξήχθησαν από το τότε «Ε.Ι.Ν.» στο οποίο υπηρετούσα), είχε προκαλέσει μεγάλη ταραχή στους διοικούντες, τότε και αφάνταστες περιπέτειες και ταλαιπωρία, σε εμένα.
Προκάλεσε, επίσης -ύστερα και από μια εξευτελιστική, για δημοκρατική χώρα, πειθαρχική διαδικασία σε βάρος μου- την ομόφωνη Απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Ι.Ν., για την οριστική απόλυσή μου, από τον οργανισμό αυτό, ως εργαζόμενου!!! Η πλήρης επιβεβαίωση των καταγγελιών μου αυτών, που ακολούθησε, λίγους μήνες αργότερα, ήρθε από το αρμόδιο «Διϋπουργικό όργανο, υπό το Γ.Λ.Κ.», που επιλήφθηκε και εξέδωσε το σχετικό «πόρισμά» του, επί των καταγγελιών μου. Το δε «πόρισμα» αυτό, ήταν εκείνο που αποσόβησε -μετά και από αρκετές άλλες προσωπικές περιπέτειες μου, ως συνέπεια των καταγγελιών μου αυτών- την μη εκτέλεση της προαναφερθείσας αυτής απόλυσής μου. Αλλά συνέβαλε και στην επιλογή μου, στη συνέχεια -από τον τότε Υπουργό Εργασίας κ. Στ. Τζουμάκα- ως Πρόεδρος-Διοικητής του -νεοσύστατου τότε- «Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης» (το σημερινό Ε.ΚΕ.ΠΙ.Σ., που είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία των Κ.Ε.Κ.). Από τις εμπειρίες που είχα και εκεί και για διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών, μπόρεσα να αντιληφθώ την έκταση και να εμπλακώ και πάλι, στην καταπολέμηση της σήψης και της πολυπλόκαμης διαπλοκής, μέσα από την καταδολίευση των κονδυλίων της τότε Ε.Ο.Κ.
Η διασπάθιση των κονδυλίων
Ωστόσο, με τα κονδύλια αυτά της Ε.Ε., έγιναν πολλά, κυρίως μεγάλα, έργα. Αυτά τα οποία μεταμόρφωσαν, πράγματι, την εικόνα της χώρας μας, μα αναβάθμισαν μόνο οριακά τις αναπτυξιακές της δυνατότητες. Αρκετά απ΄ τα ποσά που δαπανήθηκαν για τέτοια έργα, όμως, ήταν πολύ μεγαλύτερα του πραγματικού τους κόστους, καθώς και του πραγματικού μεγέθους της αξίας αυτών των «σεμιναρίων-μαϊμού, της επαγγελματικής κατάρτισης και επανακατάρτισης των εργαζομένων», τα οποία και διασπαθίστηκαν, ασύστολα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων διεξαγωγής τους.
Συνεπώς. Εξ αιτίας του πρόχειρου σχεδιασμού τους, των κακών πρακτικών διαχείρισης των κονδυλίων αυτών, όχι μόνο αυτά, δεν κατευθύνθηκαν σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού, οι οποίες θα άλλαζαν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αλλά διοχετεύθηκαν στην κατανάλωση και την διασπάθιση τους. Και τελικά, οδήγησαν, αντί στην οικονομική και παραγωγική ευμάρεια κι αειφορία, στην οικονομική μας αιμορραγία και την παραγωγική συρρίκνωση και υποχώρηση, έως και σε κατάρρευση, σε ορισμένους τομείς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, ενώ δαπανήθηκαν πολλά δις ευρώ, για το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, σήμερα έχουμε, σε λειτουργία, εκσυγχρονισμένο μεν, αλλά μικρότερο σιδηροδρομικό δίκτυο, από εκείνο που είχαμε προ της εποχής των ενισχύσεων της Ε.Ε..
Με τον τρόπο που έγινε η διαχείριση των κονδυλίων αυτών, κατέληξε, τις περισσότερες φορές, σε μια τέτοια καταλήστευση των κοινοτικών πόρων, όπου το μεγαλύτερο μέρος αυτών, να επιστρέφει, στο τέλος της διαδικασίας εκτέλεσης των προγραμμάτων, στον πλούσιο Βορρά, μέσω των ανατιθέμενων έργων, συμβάσεων, προμηθειών εξοπλισμού κ.λπ.. Πολλές δε, από τις επιδοτήσεις στον αγροτικό τομέα, πέρναγαν σε χέρια των επιτηδείων και μεσαζόντων. Με αποτέλεσμα, να υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας. Και με περαιτέρω συνέπεια, το «αγροτικό διατροφικό μας ισοζύγιο» να καταστεί περισσότερο αρνητικό από πριν και απαράδεκτα ελλειμματικό, πλέον. Όταν μάλιστα, η εγχώρια γεωργική παραγωγή και κτηνοτροφία, καλύπτει μόλις το 30%, το πολύ, απ’ το σύνολο των διατροφικών μας αναγκών, σε προϊόντα παραγωγής του πρωτογενούς μας τομέα.
Και όλα αυτά, όταν, επίσης, οι στατιστικές τις Eurostat κ.λπ., έδειχναν ότι η χώρα μας, ήταν, ισοσταθμικά, η περισσότερο ευνοημένη χώρα, απ’ τις υπόλοιπες, της Ε.Ε., σε όρους «καθαρού δημοσιονομικού οφέλους». Δηλαδή, η χώρα μας, υπερείχε χαρακτηριστικά, στις καθαρές εισροές της, από την Ε.Ε., μείον τις συνεισφορές της στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό. Ενδεικτικά επίσης αναφέρουμε ότι: Μόνο για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.) και μόνο για την περίοδο, 2007-2010, έφτασε και μας ξεπέρασε, μια φορά, η Ιρλανδία, σε επιδοτήσεις ανά κάτοικο, με 354 ευρώ, έναντι 287 ευρώ για την Ελλάδα και 201 ευρώ, για τη Δανία κ.ο.κ..
Και ενώ είμαστε από τους πλέον ωφελημένους, από πλευράς εισπράξεων από την κοινότητα, καταντήσαμε να είμαστε και «πρωταθλητές» στην κακοδιαχείριση τους. Κι εντελώς ασυναγώνιστοι, στις ποινές, από την επιβολή των προβλεπόμενων ρητρών, για επιστροφή των κοινοτικών πόρων, στις περιπτώσεις που διαπιστώνοταν η κακοδιαχείρισή τους…
Το Ισοζύγιο Χρηματικών Εισροών-Εκροών
Οι παραπάνω παρακμιακές διαχειριστικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν συχνά, στην υποτιθέμενη υλοποίηση των σχετικών αυτών κοινοτικών προγραμμάτων, της Ε.Ε., εξέτρεψαν, ως κι αυτά τα «κονδύλια» για την ανάπτυξη, σε «ιμάντες χρηματοδότησης άλλων εξόδων. Όπως ακόμα και για “δημόσιες σχέσεις”, στην εκλογική πελατεία», πολλών απ’ την πολιτική μας ηγεσία. Τα παραπάνω, όμως, δεν έβλαψαν καν τους «κουτόφραγκους», όπως -εντελώς εσφαλμένα- τους θεωρούν μερικοί. Δεν αφορούσαν, επίσης, ούτε μόνο το ηθικοπλαστικό μέρος του πράγματος. Μήτε, μόνο, ότι χάθηκε το «τρένο της ανάπτυξης» για τη χώρα, την έλευση του οποίου, επεδίωξαν πάντοτε, οι κοινοτικές αυτές ενισχύσεις. Το κυριότερο κι άμεσα αρνητικό αποτέλεσμα, του είδους της διαχείρισης των κοινοτικών αυτών ενισχύσεων που επικράτησε, ήταν το ακόλουθο: Ήταν, η πραγματική αντιστροφή, στο ίδιο το πρόσημο του «Ισοζυγίου Χρηματικών Εισροών-Εκροών», της Ελλάδας με την Ε.Ε.. Ένα «Ισοζύγιο, Εισροών-Εκροών», το οποίο, από έντονα πλεονασματικό, μεταβλήθηκε σε έντονα ελλειμματικό «Ισοζύγιο», κατά την υλοποίησή του. Κι αυτό ήταν μαθηματικά εντελώς αναπόφευκτο. Αφού, όταν το «Ισοζύγιο Χρηματικών Εισροών-Εκροών», εμφάνιζε πλεόνασμα, σε Ευρώ (τουλάχιστον 60%, αφού οι «Εισροές» μας υπερείχαν -κατά 60%- των «Εκροών» μας, ως «εισφορές» μας στην Ε.Ε.), για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν απεικόνιζε την πραγματικότητα.
Αλλά -το αποτέλεσμα αυτό- ήταν μόνο εικονικό. Έτσι που, το πλεόνασμα το οποίο εμφανιζόταν, ήταν, από απλά «λογιστικό», έως και καθόλου πραγματικό. Ιδίως όταν, οι μισές, τουλάχιστον, από τις «εισροές» του «Ισοζυγίου» αυτού, χάνονταν στις τσέπες των επιτηδείων και στη συνέχεια κατέληγαν, είτε σε καταθέσεις στις τράπεζες του εξωτερικού, είτε στην κατανάλωση εισαγόμενων πολυτελών καταναλωτικών προϊόντων, είτε ακόμα και σε αυξημένο εξερχόμενο τουρισμό. Έτσι ώστε, να εξατμίζεται και να εκμηδενίζεται, στην πραγματικότητα και ο «πολλαπλασιαστής της ανάπτυξης», τον οποίον -υποτίθεται- επεδίωκαν, πάντοτε, οι κοινοτικές αυτές ενισχύσεις. (Επαληθεύεται έτσι και η λαϊκή ρήση που λέει: «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα»).
Και για την ακρίβεια, το «Χρηματικό Ισοζύγιό» μας με την Ε.Ε., «μεταλλασσόταν», από πλεονασματικό, σε ελλειμματικό, τουλάχιστον σε ποσοστό: [-39%].
Και να πως: η μεταμόρφωση και η ανατροπή αυτή, του «Ισοζυγίου Χρηματικών Εισροών-Εκροών, της Ελλάδας, με την Ε.Ε.», από πλεονασματικό, σε ελλειμματικό, είναι υποεκτιμημένη, σε πρώτη εκτίμηση, για τον εξής σπουδαίο κι ευρύτερα, γνωστό λόγο, ότι: Οι «Εισροές» μας από την Ε.Ε., δεν αφορούσαν το συνολικό προϋπολογισμό & των κοινοτικών προγραμμάτων ή έργων. Αλλά αφορούσαν, δηλαδή, μόνο τη συμμετοχή της Ε.Ε. στα συγχρηματοδοτούμενα αυτά έργα. Η οποία, διακυμαίνεται, μεσοσταθμικά, περί το: 65% του συνολικού κόστους του προϋπολογισμού αυτών των προγραμμάτων ή έργων. Άλλωστε, ήταν γνωστό πως, το 35% -μεσοσταθμικά- των προγραμμάτων αυτών της Ε.Ε., υποστηριζόταν ή/και προαπαιτούσε -ως Εθνική μας συμμετοχή- την αντίστοιχη οικονομική συνεισφορά της χώρας μας στα προγράμματα αυτά.
Το πραγματικό όφελος της Ελλάδας από τα κονδύλια
Η διαχείριση δε του συνολικού προϋπολογισμού των έργων αυτών, γινόταν με την «ικανότητα» και την «ευσέβεια», την οποία επέδειξαν κι οι διαχειριστές των κονδυλίων αυτών στα καθαρώς τα κοινοτικά κονδύλια.
Ωστόσο, για να αποτιμήσει κανείς επακριβώς, την προαναφερόμενη αυτή παράμετρο, δεν μπορεί να το κάνει χωρίς τα αριθμητικά της δεδομένα. Όπως είναι κι αυτά, τα αριθμητικά δεδομένα που θα ακολουθήσουν κι εδώ. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο των δεδομένων αυτών, είναι ότι: το -αρχικά- πλεονασματικό «Ισοζύγιο», της χώρας μας, με την Ε.Ε., μεταβάλλονταν σε ένα εκκρεμές: από +60%, θετικό και πλεονασματικό, σε έως και -63%, αρνητικό κι ελλειμματικό, τελικά. Γιατί;;;
Γιατί, όπως αποδεικνύουν κι οι αριθμητικοί μας υπολογισμοί, ενώ με τις εισφορές μας στο σύστημα («εκροές», για τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε.) των 100 χρηματικών μονάδων (Χ.Μ.), εξασφαλίζαμε κοινοτικά κονδύλια (από «εισροές μας, από Ε.Ε.»), ύψους 160 Χ.Μ.. Μα, ο συνολικός προϋπολογισμός των έργων αυτών ή των προγραμμάτων, που έπρεπε να εκτελεστούν, ανέβαινε στο ύψος των: 246,15 Χ.Μ. [ή 160 Χ.Μ. Χ (100/65) = 246,15 Χ.Μ.]. Και συνεπώς, σε κάθε Κοινοτικό πρόγραμμα, προϋπολογισμού, π.χ. 246,15 Χ.Μ., η πραγματική εθνική συμμετοχή μας δεν ήταν μόνο το 35% αυτού (δηλαδή, 86,15 Χ.Μ.. -ή 246,15 Χ.Μ. Χ 35%-), αλλά ήταν προσαυξημένη και με τις αρχικές 100 Χ.Μ., της βασικής συμμετοχής της χώρας μας, από τις εισροές της στο κοινοτικό Προϋπολογισμό της Ε.Ε..
Και από τον προϋπολογισμό, λοιπόν, των συνολικών αυτών έργων και προγραμμάτων, για κάθε 246,15 Χ.Μ., συνολικού προϋπολογισμού των προγραμμάτων, οι 186,15 Χ.Μ. (ή το 75,62% του προϋπολογισμού τους), ήταν η πραγματική εθνική μας συμμετοχή. Έτσι, λοιπόν, η εκτιμούμενη -κατά μέσο όρο- ενδεχόμενη απώλεια, του 50%, του προϋπολογισμού των προγραμμάτων αυτών -λόγω της κακοδιαχείρισης τους- θα απομείωνε και την αντικειμενική αξία των ευρωπαϊκών αυτών έργων και προγραμμάτων -της Ε.Ε.- στο μισό. Έργα, δηλαδή, ισάξια και ισοδύναμα, με: 123,1 Χ.Μ. [ή 246,15 Χ.Μ./ 2 = 123,1 Χ.Μ.]. Κι ενώ, για τα έργα και τα προγράμματα αυτά, είχαμε εισφέρει 186,15 Χ.Μ., αποκομίσαμε προϊόντα των έργων αυτών, «αντικειμενικής αξίας» μόλις, 123,1 Χ.Μ.. Κι επομένως, είχαμε μια πραγματική υστέρηση της ανταπόδοσης και της αντιπαροχής αυτής και από την εθνική μας και μόνο δαπάνη. Και το πραγματικό «Ισοζύγιο Χρηματικών Εισροών-Εκροών» μας, με την Ε.Ε., από πλεονασματικό με +60%, κατέληγε σε ελλειμματικό, με -63,1 Χ.Μ. ή -33,87% των διατεθέντων εθνικών πόρων ή- 39,44% των κοινοτικών συμμετοχών της Ε.Ε.. Ή -σε απόλυτα μεγέθη- αντίστοιχη απώλεια, 78,9 δισ. ευρώ των κοινοτικών εισροών, των 200 δις ευρώ, όπως ήδη προείπαμε, για την 35ετία 1981-2014!!!
Τα σχετικά παραδείγματα, για τις σημειωθείσες καταδολιεύσεις της κακοδιαχείρισης των κοινοτικών ενισχύσεων της Ε.Ε., αφθονούν. Εντυπωσιακά χαρακτηριστικό -αν κι απλώς ενδεικτικό- είναι, π.χ. το απερίγραπτο πλιάτσικο που σημειώθηκε στο «πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου» (που έγινε ευρύτατα γνωστό κι από το σύνθημα: «το μεγαλύτερο από τα μεγάλα έργα!!!»). Στο οποίο, ενώ δαπανήθηκαν -από το 1996 έως το 2002- τα διπλάσια χρήματα του αρχικού προϋπολογισμού του, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κι εγκαταλείφθηκε έκτοτε.
Είναι γνωστή, επίσης, η κατάληξη κι ο τραγέλαφος του προγράμματος κατασκευής των «λιμνοδεξαμενών», σε διάφορες περιοχές της χώρας. Με το πρόγραμμα αυτό, θα κατασκευάζονταν «λιμνοδεξαμενές» με κοινοτικά χρήματα. Ο προϋπολογισμός τους όμως αυτός, ενώ αναθεωρήθηκε αυξητικά, πολλές φορές, στο τέλος, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Είτε γιατί, οι «λιμνοδεξαμενές» αυτές, δεν λειτούργησαν ποτέ. Είτε επειδή υπήρξαν κατασκευαστικές αστοχίες, ή γιατί έλλειπαν οι συμπληρωματικές μονάδες περισυλλογής κι επεξεργασίας του νερού. Είτε επειδή, επίσης, δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συμπληρωματικές υποδομές που απαιτούνταν και θα καθιστούσαν τις «λιμνοδεξαμενές» αυτές λειτουργικές και -ανεξαρτήτως του κόστους τους- πλήρως αξιοποιήσιμες. Πασίγνωστα είναι, εξ άλλου και τα «πανωγραψίματα», με την καταδολίευση των γεωργικών κοινοτικών ενισχύσεων, στην ελαιοπαραγωγή, στην ζωική παραγωγή, καθώς και στην παραγωγή βάμβακος (Παραγωγή βάμβακος, για την οποία -ως Πρόεδρος και Διοικητής του «Οργανισμού Βάμβακος» επί μια τριετία- έδωσα πραγματική μάχη, μάχη ζωής, κυριολεκτικά. Για την απόκρουση των καταδολιεύσεων αυτών, των κοινοτικών ενισχύσεων στο βαμβάκι. Και η οποία, παρ’ ότι σημείωσε -στην περίοδο της δικής μου θητείας εκεί- τις υψηλότερες τιμές παραγωγού, στο σύσπορο βαμβάκι και στις τρεις χρονιές της δικής μου θητείας -λόγω του αποφασιστικού χτυπήματος των ατασθαλιών στη διαχείριση των κοινοτικών επιδοτήσεων στην παραγωγή βάμβακος στη χώρα- μου προκάλεσε, ωστόσο, δικαστικές εμπλοκές μου που διήρκεσαν επί μια δεκαετία, τουλάχιστον και μεγάλο προσωπικό άλγος).
Αλλά και στα δημητριακά, ανάλογη εικόνα. Αναλογίες, επίσης, παρουσίασε και ο τρόπος που υλοποιήθηκε το πρόγραμμα ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού των αλιευτικών σκαφών, «πραγματικών και ζωγραφιστών». Τρανταχτό, ανάμεσα σε άλλα,, είναι και το παράδειγμα, με τη διανομή των 800 εκατ. ευρώ, από τον ΕΛ.Γ.Α., το 2008, για κάποιες μη δικαιολογημένες «αποζημιώσεις στη γεωργική παραγωγή», κυρίως της Θεσσαλίας, από Υπουργό που πολιτευόταν σε Θεσσαλικό Νομό. Οι «αποζημιώσεις» όμως αυτές βάρυναν το Δημόσιο, καθώς δεν έγιναν τελικά αποδεκτές από τα όργανα της Ε.Ε… Στο ποσό αυτό βέβαια, πρέπει να προστεθεί και το ποσό του καταλογισμού του σχετικού προστίμου για τη χώρα μας, που περιλαμβάνεται στις προβλεπόμενες κυρώσεις των κοινοτικών «Οδηγιών» της Ε.Ε, για ανάλογες περιπτώσεις.
Στην διασπάθιση αυτή των κοινοτικών ενισχύσεων, πρέπει να ομολογήσουμε ότι, συνέπραξαν κι ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, καθώς και αναγνωρισμένοι θεσμοί της κοινωνίας μας. Δεν υπήρξε τομέας δραστηριότητας ή υποδυόμενος κοινωνικό λειτούργημα, που δεν «έβαλε το δάκτυλο στο μέλι…», για τα κονδύλια αυτά της Ε.Ε.. Ενώ, η λειτουργία του ελέγχου, από το «Ολοκληρωμένο Σχέδιο Διαχείρισης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης», δηλαδή, του «ελέγχου των Κοινοτικών Ενισχύσεων», υπήρξε μια πανελλήνια προσποίηση κι ένα θεατρικό έργο μιας κακής παιδικής παράστασης. Παράστασης στην οποία συμπρωταγωνίστησαν -εκτός από τους εθνικούς μας εργολάβους και προμηθευτές- τόσο τα Πανεπιστήμια και οι Μ.Κ.Ο. (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις), όσο, επίσης, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και οι Ενώσεις των Αγροτικών μας Συνεταιρισμών, βεβαίως.
Συμπέρασμα
Ενώ στην Ελλάδα, τα τελευταία 40 χρόνια, εισέρρευσαν περισσότερα κοινοτικά χρήματα, από όσα εισέρρευσαν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. -αναλογικά του μεγέθους της βέβαια- εμείς, όχι μόνο δεν καταφέραμε να αλλάξουμε το παραγωγικό μας και το αναπτυξιακό μας μοντέλο, όχι μόνο δεν βελτιώσαμε τους δείκτες ευημερίας και το ΑΕΠ -αλλά μόνο πρόσκαιρα και εφήμερα- μα απαξιώσαμε κιόλας κι αυτό το προϋπάρχον υπανάπτυκτο -έως τότε- παραγωγικό μας μοντέλο και έχουμε περιπέσει, πια, στη δίνη ενός «υφεσιακού σπιράλ«, που μας απειλεί ολοένα, ακόμα και με τον αφανισμό μας, ως αποτυχημένης χώρας κι ανίκανης να λειτουργήσει, αξιόπιστα, κρατικής οντότητας. Κι αυτά, «επιτεύχθηκαν», έχοντας ως «όπλα» μας: την αδιαφάνεια, στη λειτουργία του κράτους και των θεσμών, την αναξιοκρατία στη διοίκηση και τη διαχείριση των συλλογικών μας υποθέσεων, τα συνεχιζόμενα ελλείμματα συγκρότησης και εφαρμογής κάποιου σοβαρού κι αξιόπιστου «στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου» και την αδυναμία μας να διαγνώσουμε, εγκαίρως, τις δυσλειτουργίες και να διορθώσουμε, με αποτελεσματικό τρόπο, τα διαπιστωμένα προβλήματα, με αυτοσυνειδησία και εθνική συνεννόηση, στα στοιχειώδη…
πηγή