Οι κυρίαρχες σήμερα οικονομικές-πολιτικές ελίτ στηρίζονται στην ουτοπία ότι το «μαγικό ραβδί» της αγοράς και η περισσότερη επιστήμη-τεχνολογία θα μας λύσουν τα προβλήματα και στον αγροδιατροφικό τομέα, μέσα από την καλλιέργεια και εκτροφή βελτιωμένων (υβριδίων) και γενετικά τροποποιημένων (μεταλλαγμένων) ποικιλιών και ρατσών, καθώς και από τη βιομηχανική παραγωγή «σούπερ τροφών» ή την εργαστηριακή παραγωγωγή ζωικών προϊόντων και κρέατος από αντίστοιχες εταιρείες[1]. Αντίθετα, η πλειοψηφία των «από κάτω» δε μπορεί παρά να στηριχθεί στη συνεργασία των αγροτικών κοινοτήτων για την παραγωγή αρκετής και υγιεινής τροφής, αν θέλει να επιδιώξει την ευζωία της σε ένα καλύτερο κόσμο.
Είναι σήμερα κατανοητό ότι τα ανθρώπινα σώματα χρειάζονται ενέργεια για την ανάπτυξη και συντήρησή τους. Αλλά όχι μόνο. Oι διατροφολόγοι λένε ότι εκτός από ενέργεια χρειάζονται και «λάδωμα» για τις διάφορες λειτουργίες τους (χρειάζονται π.χ. ουσίες που δρουν σαν μεσάζοντες σε διάφορους μεταβολικούς κύκλους και διαδρομές), καθώς και διάφορα «δομικά υλικά» για να «κτίζουν» ή να «ανακαινίζουν» τη σάρκα. Όλα αυτά εξασφαλίζονται από τη κατανάλωση της τροφής[2], από τα συστατικά που την απαρτίζουν.
Τα απαραίτητα συστατικά της τροφής είναι: υδατάνθρακες, λίπη, πρωτεΐνες-τα λεγόμενα «μακροθρεπτικά» συστατικά- και επίσης μέταλλα, βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία-τα λεγόμενα «μικροθρεπτικά» συστατικά. Οι άνθρωποι χρειάζονται κατά Μ.Ο. περίπου 2700 θερμίδες, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων. Το διατροφικό μοντέλο των πλουσίων δυτικών περιέχει πολύ κρέας, άρα πολλά λίπη. Συνήθως εξασφαλίζουν το 40% των θερμίδων τους από το λίπος. Τα πολλά λίπη όμως επιφυλάσσουν όχι μόνο μεγάλο βάρος, αλλά και πολλά είδη καρκίνων και καρδιακά νοσήματα (στεφανιαία κυρίως). Η ιδανική δίαιτα θα ήταν αν εξασφαλίζαμε γύρω στο 20% των θερμίδων από λίπη[3]
Οι πρωτεΐνες είναι –μαζί με το νερό-κύριο συστατικό του σώματος (στους μυς, στις μεμβράνες, ερυθρά αιμοσφαίρια, αντισώματα, ορμόνες, ένζυμα κ.λπ). Παλιότερα στη Δύση-Βορρά κυριαρχούσε η άποψη ότι χρειαζόμαστε καθημερινά μεγάλες ποσότητες ζωικών πρωτεϊνών για να είμαστε υγιείς (δίαιτα με 12-15% πρωτεϊνη). Σήμερα μελέτες δείχνουν ότι το καλύτερο είναι μια δίαιτα με λιγότερο από 5% πρωτεϊνη[4] και αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι μπορούν να πάρουν την απαραίτητη για αυτούς πρωτεϊνη από τα δημητριακά και τα όσπρια, πράγμα που έκαναν μέχρι τώρα μόνο οι χορτοφάγοι (αποδεδειγμένα πιο υγιείς σε σχέση με τους ευτραφείς υπέρβαρους αυτού του κόσμου). Φυσικά τα ζωικά προϊόντα μας εξασφαλίζουν και κάποια απαραίτητα συστατικά όπως τα βασικά μέταλλα ασβέστιο και ψευδάργυρο, που δεν υπάρχουν σε ικανές ποσότητες στα φυτικά αντίστοιχα. Δεν θα πρέπει να τα διαγράψουμε εντελώς από τη καθημερινή μας δίαιτα, αλλά δεν χρειάζεται να στηρίζουμε τη δίαιτά μας κύρια στα ζωικά προϊόντα.
Αυτό θα έχει επιπτώσεις για τη μελλοντική «φωτισμένη» γεωργία: θα πρέπει να σταματήσει η σημερινή επιμονή στην εντατική κτηνοτροφία και η μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της, ώστε να είναι δυνατόν να διατρέφεται ο παγκόσμιος πληθυσμός πλουσιοπάροχα με σιτηρά και όσπρια. Τα ζώα να είναι ενταγμένα με ισορροπία σε ολοκληρωμένα αγροκτήματα και τα ζωικά προϊόντα να είναι συμπληρωματικά στην ανθρώπινη διατροφή. Από την άλλη θα χρειασθεί να επανέλθει στην πραχτική των αγροτικών κοινοτήτων η καλλιέργεια των ντόπιων εγκλιματισμένων ποικιλιών, που δεν χρειάζονται πολλές εξωτερικές εισροές και αντέχουν καλύτερα στις ντόπιες συνθήκες κλίματος και εδάφους, καθώς αντίστοιχα και η εκτροφή των ντόπιων ρατσών ζώων και πουλερικών[5].
Σε παγκόσμιο επίπεδο: η υπάρχουσα παραγωγή τροφίμων μπορεί να θρέψει με τροφή 2700 θερμίδων ημερησίως, 12 δισεκατομ. ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να πεινάει κανείς, δεδομένου ότι είμαστε προς το παρόν περίπου 7 δις. Όμως 40 εκατομ. πεθαίνουν από πείνα κάθε χρόνο και κάπου 850 εκατομ. υποφέρουν από υποσιτισμό, εκ των οποίων το 34% (Αφρικανοί) ζουν με κάτω από 300 θερμίδες την ημέρα. Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι της παραγωγής, που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, αλλά της διανομής της τροφής και του εισοδήματος (φτώχεια) και άρα κοινωνικοπολιτικό και παίρνει διαφορετική μορφή, ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή.
Ανθρώπινο γάλα-Ζωϊκό γάλα
Η αποτυχία του θηλασμού στην Ελλάδα είναι σύμπτωμα κοινωνικής παθολογίας, με κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές – και, φυσικά, οικονομικές αιτίες. Το μητρικό γάλα έχει προσαρμοστεί στις ανθρώπινες ανάγκες μέσα από χιλιάδες χρόνια εξέλιξης. Δε μπορεί η αγελάδα να αντικαταστήσει τη μητέρα! Το αγελαδινό γάλα έχει πολύ αλάτι και πάρα πολλές πρωτεΐνες, γιατί το μοσχαράκι χρειάζεται να αναπτύξει γρήγορα τους μυς του, όντας σχετικά ώριμος οργανισμός, με ώριμους νεφρούς, στομάχι και συκώτι. Αντίθετα τα μωρά των ανθρώπων είναι από τα πιο «ανώριμα» νεογέννητα στη φύση και εξαρτώνται πολύ από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν. Η επίδρασή του στη διαδικασία ενηλικίωσης είναι μεγάλη και κρίσιμη. Ο εγκέφαλος στα πρώτα χρόνια της ζωής αναπτύσσεται ραγδαία και μορφοποιείται υπό την επίδραση των πλούσιων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος (νευρικές διασυνδέσεις κυττάρων, μυελινοποίηση, κτλ.). Το ανθρώπινο γάλα είναι το πιο γλυκό από οποιοδήποτε άλλο γάλα θηλαστικού και περιέχει πολλή λακτόζη, η οποία είναι απαραίτητη ως καύσιμο για τον εγκέφαλο των βρεφών μας. Πρέπει να μη φέρνει υπερβολικό ύπνο στο μωρό, ώστε να μπορέσει να δεθεί με τη μητέρα του και να εξερευνήσει γρήγορα τον κόσμο γύρω του. Έτσι μεγαλύτερα ποσά ωφέλιμων λιπαρών και χοληστερίνης -συγκριτικά με το αγελαδινό γάλα- δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη. Το γάλα της μαμάς είναι φιλικό για τα ανώριμα όργανα του μωρού, το έντερο, το συκώτι, τους νεφρούς. Περιέχει τις απαραίτητες ουσίες στην κατάλληλη αναλογία, ώστε να χρησιμοποιείται στο έπακρο χωρίς να προκύπτουν πολλά «απόβλητα» στον οργανισμό του μωρού.
Οι Γαλακτοβιομηχανίες όμως στην ύστερη νεωτερικότητα, οδήγησαν τον «άνθρωπο καταναλωτή», από τα γενοφάσκια του, στην κατανάλωση επεξεργασμένου γάλακτος, ιδίως στη Δύση και τον Βορρά. Και η κατανάλωση ζωικού γάλακτος είναι αυξητική, για λόγους «ανάπτυξης» και αύξησης των κερδών. Από έρευνες (π.χ για το 2010) προκύπτει ότι από τα 20 δις δολάρια που είναι ο τζίρος για βρεφικές τροφές, τα 2/3 προέρχονται από βρεφικά γάλατα. Η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως με πωλήσεις πάνω από 2 δις ετησίως[6].
Οι προσδοκίες του κλάδου είναι να ξεπεράσουν τα 80 δις το χρόνο. Τα περιθώρια αύξησης κερδών είναι μεγάλα, και προσπαθούν με συστηματική προπαγάνδα να απομακρύνουν τις γυναίκες από το θηλασμό. Στην προσπάθειά τους αυτή βρίσκουν ως σημαντικό σύμμαχο τους γιατρούς, τα νοσοκομεία και τα συστήματα υγείας.
Η εξάρτηση των βρεφών από το επεξεργασμένο γάλα αγελάδας έχει και οικολογικές επιπτώσεις:
Πέρα από τα θέματα υγείας, ενώ το μητρικό γάλα είναι μια «ανανεώσιμη πηγή ενέργειας», τα όλο και περισσότερα κουτιά τεχνητού γάλακτος που καταναλώνονται σημαίνουν περισσότερη αποψίλωση των δασών, διάβρωση των εδαφών, ρύπανση από διοξίνες και άλλες τοξίνες, κλιματικές αλλαγές και σπατάλη πόρων. Για κάθε κουτί γάλακτος σε σκόνη που παράγεται, καταναλώνεται ενέργεια στη διαδικασία της επεξεργασίας και της παραγωγής, διανύονται χιλιάδες χιλιόμετρα για τη διεθνή μεταφορά τους, καταναλώνεται ενέργεια και νερό στο σπίτι για το καθάρισμα των συσκευών και την προετοιμασία του μπουκαλιού και παράγονται σκουπίδια από μέταλλο, πλαστικό και χαρτί.
Ένα άλλο σημαντικό που πρέπει να τονισθεί είναι η κατανάλωση γάλακτος από τους ενήλικες. Οι εταιρείες έχουν καταφέρει να πιστέψουμε ότι και σαν ενήλικες μας είναι απαραίτητο το γάλα από τα ζώα. Για τους περισσότερους ανθρώπους, υπάρχει δυσανεξία στη λακτόζη που επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου λόγω της έλλειψης ενός ενζύμου, της λακτάσης. Μετά το 2ο έτος της ηλικίας, το σώμα αρχίζει να παράγει πολύ λιγότερη λακτάση. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι μπορεί να μην παρουσιάσουν συμπτώματα, παρά όταν μεγαλώσουν.
Όλα τα νήπια και τα παιδιά έχουν τα ένζυμα της λακτάσης. Γιαυτό οι γιατροί πίστευαν ότι αυτά τα ένζυμα υπήρχαν σε όλους σχεδόν τους ενήλικες. Όταν έγιναν έρευνες σε ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, σχετικά με την πεπτική τους ικανότητα στη λακτόζη, τα αποτελέσματα απέδειξαν πόσο λανθασμένη ήταν αυτή η άποψη. Γενικά, το 75% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού, χάνουν τα ένζυμα της λακτάσης μετά τον απογαλακτισμό.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτούς που παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη, να αναγκάζουν τους εαυτούς τους να πίνουν γάλα, ακόμα και αν αυτό περιέχει μειωμένα ποσοστά λακτόζης (υπάρχει τέτοιο στο εμπόριο, σαν «λύση» στη δυσανεξία στη λακτόζη), γιατί δε λύνει το πρόβλημα, καθώς το άτομο μπορεί να συνεχίσει να υποφέρει από πεπτικές ενοχλήσεις.
Είναι εκπληκτικό, αλλά η κατανάλωση γάλακτος δε φαίνεται καν να προλαμβάνει την ανάπτυξη οστεοπόρωσης, που είναι ο κυριότερος λόγος κατανάλωσής του. Επιστημονικές μελέτες αποκαλύπτουν ότι: «Οι πολιτισμοί με μεγάλη κατανάλωση γάλακτος, έχουν τα υψηλότερα ποσοστά οστεοπόρωσης, μια ασθένεια που σπάνια συναντάται σε πολιτισμούς που δεν καταναλώνουν γάλα».
Στην πραγματικότητα το γάλα και τα λοιπά γαλακτοκομικά προϊόντα, δεν προσφέρουν κανένα θρεπτικό συστατικό που δεν μπορεί να βρεθεί σε υγιεινότερες μορφές τροφών. Αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο που συνηγορεί υπέρ του ισχυρισμού μας, ότι δηλαδή τα ζωϊκά προϊόντα θα πρέπει να είναι συμπληρωματικά των φυτικών και όχι κύρια για τη διατροφή μας, αν δεν μπορούμε να είμαστε 100% χορτοφάγοι.
Η μελλοντική μας θεωρία για τη διατροφή θα πρέπει να στηριχθεί πάλι στην απλότητα, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το σφιχταγκάλιασμα των ειδικών και των ιθυνόντων κάθε είδους, που ευνοούνται από την πολυπλοκότητα της γνώσης και της κατοχής των αποτελεσμάτων της έρευνας και της «ανάπτυξης». Έχουν γραφεί χιλιάδες εγχειρίδια για τη σωστή και υγιεινή διατροφή. Όλο το περιεχόμενό τους μπορεί να συμπυκνωθεί στην εξής απλή συμβουλή: «πολλά χορταρικά, όσο το δυνατόν λιγότερο κρέας, μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία τροφών». Αυτό είναι το συμπέρασμα: η εμπειρία χιλιάδων χρόνων επιβεβαιώνεται και επιστημονικά. Και το ερώτημα και ζήτημα που μας μπαίνει είναι πως θα παράγουμε αυτή την μεγάλη ποικιλία των τροφών που μας χρειάζονται για την ευζωία μας, προωθώντας την «αποανάπτυξη» της σημερινής εντατικής και βιομηχανοποιημένης γεωργίας-κτηνοτροφίας.
Κτηνοτροφία-ζωοεκτροφή
Κάποια χρήσιμα στοιχεία:
-Το 40% των εδαφών της Γης είναι καλλιεργήσιμα, εκ των οποίων το 1/3 χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζωοτροφών.
-Η κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων αυξάνεται κάθε χρόνο. Από αρχές του 1960: ο παγκόσμιος πληθυσμός 2-πλασιάσθηκε, η κατανάλωση κόκκινου κρέατος 4-πλασιάσθηκε, κρέατος πουλερικών 10-πλασιάσθηκε. Υπολογίζονται σε 60 δις τα ζώα εκτροφής και συμβαίνει κάτι παράδοξο – στα αναπτυγμένα κράτη περίπου 1 δις άτομα πάσχουν από παχυσαρκία και προβλήματα υγείας που συνδέονται με τον τρόπο διατροφής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζει ότι η επιδημία της παχυσαρκίας αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας[7] και η κατανάλωση ζωικών λιπών και κτηνοτροφικών προϊόντων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτό, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες ο ίδιος αριθμός ατόμων πάσχουν από υποσιτισμό.
- Σύμφωνα με τον ΟΗΕ(FAO) η ζωοεκτροφή εκπέμπει το 18% του «ισοδύναμου CO2», σε παγκόσμιο επίπεδο[8]. Για την παραγωγή 1 κιλού βοδινού κρέατος , για παράδειγμα, έχει υπολογισθεί ότι έχουμε εκπομπή 22 κιλών «ισοδύναμου διοξειδίου», 1 κιλού αρνήσιου-κατσικίσιου κρέατος εκπομπή 20 κιλών, ενώ 1 κιλού χοιρινού εκπομπή 7,5 κιλών καθώς και 1 κιλού πουλερικών εκπομπή 5 κιλών «ισοδύναμου CO2». Η παραγωγή αυγών και γάλακτος είναι πιο φιλική για το κλίμα(επειδή τα ζώα χρειάζονται λιγότερη ενέργεια για αυτό): σε 1 κιλό αυγών ή κατσικίσιου-προβατίσιου γάλακτος αντιστοιχούν 3 κιλά εκπομπή «ισοδύναμου CO2», ενώ σε 1 κιλό αγελαδινού αντιστοιχούν μόνο 1,4 κιλά εκπομπών.
-Το 20% των βοσκότοπων έχουν υποβαθμιστεί λόγω της υπερβόσκησης, της διάβρωσης και της ρύπανσης του εδάφους από τα ζωικά απόβλητα, τα αντιβιοτικά, τις ορμόνες, τις χημικές ουσίες από τη βυρσοδεψία, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται για να ψεκαστούν οι καλλιέργειες ζωοτροφών.
- Όσο δε αφορά τους φθίνοντες πλέον υδάτινους πόρους της γης, η κτηνοτροφία χρησιμοποιεί τεράστιες ποσότητες νερού κι είναι ένας σημαντικός παράγοντας ρύπανσης και μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα. Στη Δύση, το μισό από το νερό που καταναλώνεται, πηγαίνει στην εκτροφή.
-Απαιτείται 10-20 φορές περισσότερη ενέργεια για την παραγωγή ζωικών προϊόντων, απ’ότι για την παραγωγή φυτικής τροφής. Ο βαθμός μετατροπής από ζωοτροφή σε τροφή για τον άνθρωπο, κυμαίνεται από 1:30 έως 1:4 ανάλογα με το είδος του ζώου. («Είναι πιο αποδοτικό να τρώμε απευθείας ό,τι καλλιεργούμε, αντί να το αφήσουμε να περάσει πρώτα μέσα από ένα ζώο»). Επίσης περισσότερο έδαφος. Για σύγκριση: για την παραγωγή 1 κιλού κρέατος απαιτείται γη που θα μπορούσε να παράγει 6 κιλά δημητριακά ή 9 κιλά ρύζι ή 12 κιλά όσπρια.
-Επίσης η μαζική-εντατική εκτροφή των εκατομμυρίων ζώων αφανίζει τη ζωή και από τις θάλασσες αφού περίπου το 50% των ψαριών που αλιεύονται χρησιμοποιούνται ως τροφή για τα γουρούνια, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα κοτόπουλα κλπ. Αυτά τα ζώα καταναλώνουν περισσότερους τόνους ψαριών από ότι όλοι οι καρχαρίες, τα δελφίνια και οι φώκιες ολόκληρου του πλανήτη. Έτσι οι πληθυσμοί των ψαριών σταδιακά εξαφανίζονται ενώ οι φάλαινες, οι φώκιες, τα δελφίνια και τα θαλασσοπούλια πεθαίνουν από πείνα.
-Αν οι «αναπτυγμένες» χώρες μειώσουν την κατανάλωση κρέατος, θα μπορούσαμε επιπλέον να αντιμετωπίσουμε σε σημαντικό βαθμό την παγκόσμια πείνα, η οποία σκοτώνει περίπου 6 εκατομμύρια παιδιά κάθε χρόνο. Το 25% του πληθυσμού της γης υποσιτίζεται λόγω κυρίως της χρησιμοποίησης της γης για την παραγωγή ζωοτροφών και της διατροφής των ζώων με δημητριακά και σόγια, όταν αυτά θα μπορούσαν να θρέψουν τον υποσιτιζόμενο κόσμο.
- Χωρίς υπερβολή: ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος με την κατανάλωση της τροφής του, εκτός των άλλων, παίζει και το μέλλον αυτού του πλανήτη «χάρη στη βουλιμία του για χάμπουργκερ»[9].
Στη πραγματικότητα η παγκόσμια ζωοεκτροφή είναι ουσιαστικώς αντιπαραγωγική. Χρειάζεται επομένως μεγάλη αποανάπτυξη στη ζωοεκτροφή και να πάμε σε μια ζωοεκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων. Έτσι θα έχουμε και αποανάπτυξη στη παραγωγή ζωικών προϊόντων, καθώς και στη κατανάλωσή τους:
[1] Βλέπε: «Κρέας Εργαστηρίου, οι εταιρείες έτοιμες να το βάλουν στο πιάτο μας», https://tvxs.gr/news/kosmos/kreas-apo-kyttara-oi-etaireies-etoimes-na-baloyn-sto-piato-mas
[2] «Οι άνθρωποι πια δεν λένε “τρώω” ή “πίνω” αλλά λένε “καταναλώνω”. Όλες οι φυσικές πράξεις και λειτουργίες που κρατούν στη ζωή ένα φυσικό πλάσμα άνθρωπο, έχουν αντικατασταθεί από τον όρο κατανάλωση, λες και είναι ο άνθρωπος πλέον μηχάνημα... Αυτή είναι η μέγιστη ύβρις και ο μέγιστος εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αποδοχή της πλήρους μετάλλαξης του ανθρώπου σε γρανάζι του συστήματος που απομυζεί το οικοσύστημα καταναλώνοντας τους φυσικούς του πόρους αναίσχυντα. Αυτός είναι ο αναίσχυντος σύγχρονος άνθρωπος – καταναλωτής, ο ταυτισμένος με την χυδαιότητα.» Γιάννης Μακριδάκης http://yiannismakridakis.gr/?p=4851
[3] Γιατί το λίπος είναι απαραίτητο όχι μόνο σαν πηγή ενέργειας, αλλά σαν σημαντικό δομικό συστατικό του σώματος, σημαντικότερο από τους υδατάνθρακες. Κυρίως είναι χρήσιμο για τη μεμβράνη των κυττάρων(με τη μορφή «λιπιδίων»), τα μέρη του εγκεφάλου και για τα νεύρα. Όμως σαν δομικό συστατικό των παραπάνω πρέπει να είναι με τη μορφή «βασικών» λιπών (κυρίως του τύπου των «πολυακόρεστων». Τέτοια είναι τα λίπη που προέρχονται από τα φύλλα και τους σπόρους των φυτών, καθώς και από τα ψάρια, ιδίως τα λιπαρά, όπως το σκουμπρί. Αλλά τα ψάρια σε παγκόσμιο επίπεδο είναι τροφή για τους λίγους και λόγω της υπεραλίευσης και της μόλυνσης τα αλιεύματα σπανίζουν πια. Πιο ρεαλιστικό είναι να εξασφαλίζουμε τα βασικά λίπη από τα φυτά.
[4] Και καλύτερα με φυτικές πρωτείνες που παίρνονται από τον συνδυασμό δημητριακών και οσπρίων. Οι άνθρωποι που ακολουθούν παραδοσιακές δίαιτες μπορεί να μη ξέρουν από βιοχημεία, αλλά ξέρουν από τη μακροχρόνια εμπειρία τους ότι δημητριακό και όσπριο είναι ο καλύτερος συνδυασμός στη μαγειρική τους, ώστε να είναι υγιείς. Αποτέλεσμα της μέχρι τώρα κυρίαρχης άποψης για πολλές ζωικές πρωτεϊνες στη διατροφή μας, ήταν τα εντατικά συστήματα ζωοεκτροφής και πτηνοτροφίας με όσο γινόταν πιο πολλά ζώα –πτηνά. Παράλληλα τα δημητριακά, τα όσπρια και η σόγια θεωρούνταν «δεύτερης τάξης» τροφή και προορίζονταν κυρίως για ζωοτροφές. Το αγροδιατροφικό σύστημα χρησιμοποιούσε μέχρι τώρα το 50% της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού και κριθαριού, το 80% του καλαμποκιού και το 90% της σόγιας σαν ζωοτροφές (οι ευρωπαίοι καταναλωτές π.χ. επιδοτούν με 2 ευρώ την ημέρα κάθε εκτρεφόμενη με δημητριακά αγελάδα τους, ενώ πάνω από 2 δις άνθρωποι στον τρίτο κόσμο ζούν με 2 ευρώ την ημέρα).
[5] Σήμερα υπάρχει αναγκαιότητα να καλλιεργηθούν τα «ντυμένα» σιτηρά επειδή αντέχουν σε δυσκολότερες εδαφοκλιματολογικές συνθήκες (ξηρασία, άγονα εδάφη), είναι πολύτιμο γενετικό υλικό για τη μελλοντική γεωργία σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής, ενώ παράλληλα μπορούν να δώσουν προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας (χωρίς βέβαια να τα θεωρούμε και «υπερτροφές», όπως σκόπιμα διαδίδουν κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα εκμεταλλευόμενα τη σύγχυση και τη μόδα των «προϊόντων χωρίς γλουτένη».
Η σύγχρονη διατροφή μας (τα τελευταία 50 χρόνια κυρίως στη Δύση) είναι «υπερφορτωμένη» με γλουτένη, λόγω της παρουσία της παντού σχεδόν(μπαίνει σαν πρόσθετο) και της υπερκατανάλωσης επεξεργασμένων τροφών που στηρίζονται στο ραφιναρισμένο αλεύρι.
[6]Βλέπε: www.strategyr.com/Baby_Foods_and_Infant_Formula_Market_Report.asp
[7] Λόγω των άθλιων και ανθυγιεινών συνθηκών εκτροφής των ζώων, καθώς και των ορμονών ανάπτυξης και πάχυνσης που τους χορηγούνται για την επιτάχυνση της παραγωγής κρέατος και γάλακτος, ένα σημαντικό ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής αντιβιοτικών (περίπου το 50%) χορηγείται στα εκτρεφόμενα ζώα. Όμως παρά την τόσο απλόχερη ιατρική «φροντίδα», ασθένειες και επιδημίες όπως η νόσος των τρελών αγελάδων και των πτηνών, η γρίπη των χοίρων, ο μελιταίος πυρετός, κλπ. ξέσπασαν σκορπώντας τον πανικό. Η αφύσικη τροφή που τρώνε τα εκτρεφόμενα ζώα (ιχθυάλευρα, αλεσμένα κόκκαλα, νύχια, τρίχες κλπ), οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους και η υπερβολική χορήγηση αντιβιοτικών και ορμονών, καθιστούν την κατανάλωση κρέατος εντελώς επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία, ενώ οι απάνθρωπες συνθήκες μεταφοράς τους, αλλά και η ίδια η φρικαλέα διαδικασία σφαγής των ζώων θέτουν ζητήματα βιοηθικής. Η σφαγή, η μεταφορά, η επεξεργασία και το μαγείρεμα θεωρούνται επίσης σημαντικό μέρος κατανάλωσης ενέργειας.
Παρόλα όμως αυτά τα τεράστια «εξωτερικά κόστη», τα ζωικά προϊόντα κοστίζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με το κόστος παραγωγής τους, στη συμβατική οικονομία φυσικά.
[8] Η σχέση μεταξύ του βιομηχανικού συστήματος τροφίμων και της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν φαίνεται συχνά να είναι άμεση, λόγω κυρίως του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται τα στατιστικά στοιχεία. Έχει υπολογισθεί ότι η εκτεταμένη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, η επέκταση της βιομηχανίας κρέατος με επακόλουθο τη καταστροφή των σαβάνων και των δασών του πλανήτη για να αυξηθούν τα βασικά γεωργικά προϊόντα, είναι από κοινού υπεύθυνες για το ένα τρίτο περίπου των αερίων του θερμοκηπίου, που προκαλούν παγκόσμια αλλαγή του κλίματος. Όταν προσθέσουμε όμως σε αυτά και το ποσό της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων, για τη ψύξη και συντήρησή τους, για τη συσκευασία, για τη μεταφορά τους σε όλο τον κόσμο και στη συνέχεια για τη διανομή τους σε σούπερ-μάρκετ, ο ρόλος της βιομηχανίας τροφίμων στη δημιουργία της κλιματικής αλλαγής αυξάνει σημαντικά. Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων μπορεί να είναι υπεύθυνο για το μισό περίπου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον κόσμο.
[9] Singer Peter: Η απελευθέρωση των Ζώων, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη, 2010.
Είναι σήμερα κατανοητό ότι τα ανθρώπινα σώματα χρειάζονται ενέργεια για την ανάπτυξη και συντήρησή τους. Αλλά όχι μόνο. Oι διατροφολόγοι λένε ότι εκτός από ενέργεια χρειάζονται και «λάδωμα» για τις διάφορες λειτουργίες τους (χρειάζονται π.χ. ουσίες που δρουν σαν μεσάζοντες σε διάφορους μεταβολικούς κύκλους και διαδρομές), καθώς και διάφορα «δομικά υλικά» για να «κτίζουν» ή να «ανακαινίζουν» τη σάρκα. Όλα αυτά εξασφαλίζονται από τη κατανάλωση της τροφής[2], από τα συστατικά που την απαρτίζουν.
Τα απαραίτητα συστατικά της τροφής είναι: υδατάνθρακες, λίπη, πρωτεΐνες-τα λεγόμενα «μακροθρεπτικά» συστατικά- και επίσης μέταλλα, βιταμίνες, ανόργανα στοιχεία-τα λεγόμενα «μικροθρεπτικά» συστατικά. Οι άνθρωποι χρειάζονται κατά Μ.Ο. περίπου 2700 θερμίδες, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων. Το διατροφικό μοντέλο των πλουσίων δυτικών περιέχει πολύ κρέας, άρα πολλά λίπη. Συνήθως εξασφαλίζουν το 40% των θερμίδων τους από το λίπος. Τα πολλά λίπη όμως επιφυλάσσουν όχι μόνο μεγάλο βάρος, αλλά και πολλά είδη καρκίνων και καρδιακά νοσήματα (στεφανιαία κυρίως). Η ιδανική δίαιτα θα ήταν αν εξασφαλίζαμε γύρω στο 20% των θερμίδων από λίπη[3]
Οι πρωτεΐνες είναι –μαζί με το νερό-κύριο συστατικό του σώματος (στους μυς, στις μεμβράνες, ερυθρά αιμοσφαίρια, αντισώματα, ορμόνες, ένζυμα κ.λπ). Παλιότερα στη Δύση-Βορρά κυριαρχούσε η άποψη ότι χρειαζόμαστε καθημερινά μεγάλες ποσότητες ζωικών πρωτεϊνών για να είμαστε υγιείς (δίαιτα με 12-15% πρωτεϊνη). Σήμερα μελέτες δείχνουν ότι το καλύτερο είναι μια δίαιτα με λιγότερο από 5% πρωτεϊνη[4] και αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι μπορούν να πάρουν την απαραίτητη για αυτούς πρωτεϊνη από τα δημητριακά και τα όσπρια, πράγμα που έκαναν μέχρι τώρα μόνο οι χορτοφάγοι (αποδεδειγμένα πιο υγιείς σε σχέση με τους ευτραφείς υπέρβαρους αυτού του κόσμου). Φυσικά τα ζωικά προϊόντα μας εξασφαλίζουν και κάποια απαραίτητα συστατικά όπως τα βασικά μέταλλα ασβέστιο και ψευδάργυρο, που δεν υπάρχουν σε ικανές ποσότητες στα φυτικά αντίστοιχα. Δεν θα πρέπει να τα διαγράψουμε εντελώς από τη καθημερινή μας δίαιτα, αλλά δεν χρειάζεται να στηρίζουμε τη δίαιτά μας κύρια στα ζωικά προϊόντα.
Αυτό θα έχει επιπτώσεις για τη μελλοντική «φωτισμένη» γεωργία: θα πρέπει να σταματήσει η σημερινή επιμονή στην εντατική κτηνοτροφία και η μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της, ώστε να είναι δυνατόν να διατρέφεται ο παγκόσμιος πληθυσμός πλουσιοπάροχα με σιτηρά και όσπρια. Τα ζώα να είναι ενταγμένα με ισορροπία σε ολοκληρωμένα αγροκτήματα και τα ζωικά προϊόντα να είναι συμπληρωματικά στην ανθρώπινη διατροφή. Από την άλλη θα χρειασθεί να επανέλθει στην πραχτική των αγροτικών κοινοτήτων η καλλιέργεια των ντόπιων εγκλιματισμένων ποικιλιών, που δεν χρειάζονται πολλές εξωτερικές εισροές και αντέχουν καλύτερα στις ντόπιες συνθήκες κλίματος και εδάφους, καθώς αντίστοιχα και η εκτροφή των ντόπιων ρατσών ζώων και πουλερικών[5].
Σε παγκόσμιο επίπεδο: η υπάρχουσα παραγωγή τροφίμων μπορεί να θρέψει με τροφή 2700 θερμίδων ημερησίως, 12 δισεκατομ. ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να πεινάει κανείς, δεδομένου ότι είμαστε προς το παρόν περίπου 7 δις. Όμως 40 εκατομ. πεθαίνουν από πείνα κάθε χρόνο και κάπου 850 εκατομ. υποφέρουν από υποσιτισμό, εκ των οποίων το 34% (Αφρικανοί) ζουν με κάτω από 300 θερμίδες την ημέρα. Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι της παραγωγής, που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, αλλά της διανομής της τροφής και του εισοδήματος (φτώχεια) και άρα κοινωνικοπολιτικό και παίρνει διαφορετική μορφή, ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή.
Ανθρώπινο γάλα-Ζωϊκό γάλα
Η αποτυχία του θηλασμού στην Ελλάδα είναι σύμπτωμα κοινωνικής παθολογίας, με κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές – και, φυσικά, οικονομικές αιτίες. Το μητρικό γάλα έχει προσαρμοστεί στις ανθρώπινες ανάγκες μέσα από χιλιάδες χρόνια εξέλιξης. Δε μπορεί η αγελάδα να αντικαταστήσει τη μητέρα! Το αγελαδινό γάλα έχει πολύ αλάτι και πάρα πολλές πρωτεΐνες, γιατί το μοσχαράκι χρειάζεται να αναπτύξει γρήγορα τους μυς του, όντας σχετικά ώριμος οργανισμός, με ώριμους νεφρούς, στομάχι και συκώτι. Αντίθετα τα μωρά των ανθρώπων είναι από τα πιο «ανώριμα» νεογέννητα στη φύση και εξαρτώνται πολύ από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν. Η επίδρασή του στη διαδικασία ενηλικίωσης είναι μεγάλη και κρίσιμη. Ο εγκέφαλος στα πρώτα χρόνια της ζωής αναπτύσσεται ραγδαία και μορφοποιείται υπό την επίδραση των πλούσιων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος (νευρικές διασυνδέσεις κυττάρων, μυελινοποίηση, κτλ.). Το ανθρώπινο γάλα είναι το πιο γλυκό από οποιοδήποτε άλλο γάλα θηλαστικού και περιέχει πολλή λακτόζη, η οποία είναι απαραίτητη ως καύσιμο για τον εγκέφαλο των βρεφών μας. Πρέπει να μη φέρνει υπερβολικό ύπνο στο μωρό, ώστε να μπορέσει να δεθεί με τη μητέρα του και να εξερευνήσει γρήγορα τον κόσμο γύρω του. Έτσι μεγαλύτερα ποσά ωφέλιμων λιπαρών και χοληστερίνης -συγκριτικά με το αγελαδινό γάλα- δίνουν ώθηση στην ανάπτυξη. Το γάλα της μαμάς είναι φιλικό για τα ανώριμα όργανα του μωρού, το έντερο, το συκώτι, τους νεφρούς. Περιέχει τις απαραίτητες ουσίες στην κατάλληλη αναλογία, ώστε να χρησιμοποιείται στο έπακρο χωρίς να προκύπτουν πολλά «απόβλητα» στον οργανισμό του μωρού.
Οι Γαλακτοβιομηχανίες όμως στην ύστερη νεωτερικότητα, οδήγησαν τον «άνθρωπο καταναλωτή», από τα γενοφάσκια του, στην κατανάλωση επεξεργασμένου γάλακτος, ιδίως στη Δύση και τον Βορρά. Και η κατανάλωση ζωικού γάλακτος είναι αυξητική, για λόγους «ανάπτυξης» και αύξησης των κερδών. Από έρευνες (π.χ για το 2010) προκύπτει ότι από τα 20 δις δολάρια που είναι ο τζίρος για βρεφικές τροφές, τα 2/3 προέρχονται από βρεφικά γάλατα. Η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως με πωλήσεις πάνω από 2 δις ετησίως[6].
Οι προσδοκίες του κλάδου είναι να ξεπεράσουν τα 80 δις το χρόνο. Τα περιθώρια αύξησης κερδών είναι μεγάλα, και προσπαθούν με συστηματική προπαγάνδα να απομακρύνουν τις γυναίκες από το θηλασμό. Στην προσπάθειά τους αυτή βρίσκουν ως σημαντικό σύμμαχο τους γιατρούς, τα νοσοκομεία και τα συστήματα υγείας.
Η εξάρτηση των βρεφών από το επεξεργασμένο γάλα αγελάδας έχει και οικολογικές επιπτώσεις:
Πέρα από τα θέματα υγείας, ενώ το μητρικό γάλα είναι μια «ανανεώσιμη πηγή ενέργειας», τα όλο και περισσότερα κουτιά τεχνητού γάλακτος που καταναλώνονται σημαίνουν περισσότερη αποψίλωση των δασών, διάβρωση των εδαφών, ρύπανση από διοξίνες και άλλες τοξίνες, κλιματικές αλλαγές και σπατάλη πόρων. Για κάθε κουτί γάλακτος σε σκόνη που παράγεται, καταναλώνεται ενέργεια στη διαδικασία της επεξεργασίας και της παραγωγής, διανύονται χιλιάδες χιλιόμετρα για τη διεθνή μεταφορά τους, καταναλώνεται ενέργεια και νερό στο σπίτι για το καθάρισμα των συσκευών και την προετοιμασία του μπουκαλιού και παράγονται σκουπίδια από μέταλλο, πλαστικό και χαρτί.
Ένα άλλο σημαντικό που πρέπει να τονισθεί είναι η κατανάλωση γάλακτος από τους ενήλικες. Οι εταιρείες έχουν καταφέρει να πιστέψουμε ότι και σαν ενήλικες μας είναι απαραίτητο το γάλα από τα ζώα. Για τους περισσότερους ανθρώπους, υπάρχει δυσανεξία στη λακτόζη που επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου λόγω της έλλειψης ενός ενζύμου, της λακτάσης. Μετά το 2ο έτος της ηλικίας, το σώμα αρχίζει να παράγει πολύ λιγότερη λακτάση. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι μπορεί να μην παρουσιάσουν συμπτώματα, παρά όταν μεγαλώσουν.
Όλα τα νήπια και τα παιδιά έχουν τα ένζυμα της λακτάσης. Γιαυτό οι γιατροί πίστευαν ότι αυτά τα ένζυμα υπήρχαν σε όλους σχεδόν τους ενήλικες. Όταν έγιναν έρευνες σε ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, σχετικά με την πεπτική τους ικανότητα στη λακτόζη, τα αποτελέσματα απέδειξαν πόσο λανθασμένη ήταν αυτή η άποψη. Γενικά, το 75% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού, χάνουν τα ένζυμα της λακτάσης μετά τον απογαλακτισμό.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτούς που παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη, να αναγκάζουν τους εαυτούς τους να πίνουν γάλα, ακόμα και αν αυτό περιέχει μειωμένα ποσοστά λακτόζης (υπάρχει τέτοιο στο εμπόριο, σαν «λύση» στη δυσανεξία στη λακτόζη), γιατί δε λύνει το πρόβλημα, καθώς το άτομο μπορεί να συνεχίσει να υποφέρει από πεπτικές ενοχλήσεις.
Είναι εκπληκτικό, αλλά η κατανάλωση γάλακτος δε φαίνεται καν να προλαμβάνει την ανάπτυξη οστεοπόρωσης, που είναι ο κυριότερος λόγος κατανάλωσής του. Επιστημονικές μελέτες αποκαλύπτουν ότι: «Οι πολιτισμοί με μεγάλη κατανάλωση γάλακτος, έχουν τα υψηλότερα ποσοστά οστεοπόρωσης, μια ασθένεια που σπάνια συναντάται σε πολιτισμούς που δεν καταναλώνουν γάλα».
Στην πραγματικότητα το γάλα και τα λοιπά γαλακτοκομικά προϊόντα, δεν προσφέρουν κανένα θρεπτικό συστατικό που δεν μπορεί να βρεθεί σε υγιεινότερες μορφές τροφών. Αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο που συνηγορεί υπέρ του ισχυρισμού μας, ότι δηλαδή τα ζωϊκά προϊόντα θα πρέπει να είναι συμπληρωματικά των φυτικών και όχι κύρια για τη διατροφή μας, αν δεν μπορούμε να είμαστε 100% χορτοφάγοι.
Η μελλοντική μας θεωρία για τη διατροφή θα πρέπει να στηριχθεί πάλι στην απλότητα, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το σφιχταγκάλιασμα των ειδικών και των ιθυνόντων κάθε είδους, που ευνοούνται από την πολυπλοκότητα της γνώσης και της κατοχής των αποτελεσμάτων της έρευνας και της «ανάπτυξης». Έχουν γραφεί χιλιάδες εγχειρίδια για τη σωστή και υγιεινή διατροφή. Όλο το περιεχόμενό τους μπορεί να συμπυκνωθεί στην εξής απλή συμβουλή: «πολλά χορταρικά, όσο το δυνατόν λιγότερο κρέας, μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία τροφών». Αυτό είναι το συμπέρασμα: η εμπειρία χιλιάδων χρόνων επιβεβαιώνεται και επιστημονικά. Και το ερώτημα και ζήτημα που μας μπαίνει είναι πως θα παράγουμε αυτή την μεγάλη ποικιλία των τροφών που μας χρειάζονται για την ευζωία μας, προωθώντας την «αποανάπτυξη» της σημερινής εντατικής και βιομηχανοποιημένης γεωργίας-κτηνοτροφίας.
Κτηνοτροφία-ζωοεκτροφή
Κάποια χρήσιμα στοιχεία:
-Το 40% των εδαφών της Γης είναι καλλιεργήσιμα, εκ των οποίων το 1/3 χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζωοτροφών.
-Η κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων αυξάνεται κάθε χρόνο. Από αρχές του 1960: ο παγκόσμιος πληθυσμός 2-πλασιάσθηκε, η κατανάλωση κόκκινου κρέατος 4-πλασιάσθηκε, κρέατος πουλερικών 10-πλασιάσθηκε. Υπολογίζονται σε 60 δις τα ζώα εκτροφής και συμβαίνει κάτι παράδοξο – στα αναπτυγμένα κράτη περίπου 1 δις άτομα πάσχουν από παχυσαρκία και προβλήματα υγείας που συνδέονται με τον τρόπο διατροφής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζει ότι η επιδημία της παχυσαρκίας αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας[7] και η κατανάλωση ζωικών λιπών και κτηνοτροφικών προϊόντων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτό, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες ο ίδιος αριθμός ατόμων πάσχουν από υποσιτισμό.
- Σύμφωνα με τον ΟΗΕ(FAO) η ζωοεκτροφή εκπέμπει το 18% του «ισοδύναμου CO2», σε παγκόσμιο επίπεδο[8]. Για την παραγωγή 1 κιλού βοδινού κρέατος , για παράδειγμα, έχει υπολογισθεί ότι έχουμε εκπομπή 22 κιλών «ισοδύναμου διοξειδίου», 1 κιλού αρνήσιου-κατσικίσιου κρέατος εκπομπή 20 κιλών, ενώ 1 κιλού χοιρινού εκπομπή 7,5 κιλών καθώς και 1 κιλού πουλερικών εκπομπή 5 κιλών «ισοδύναμου CO2». Η παραγωγή αυγών και γάλακτος είναι πιο φιλική για το κλίμα(επειδή τα ζώα χρειάζονται λιγότερη ενέργεια για αυτό): σε 1 κιλό αυγών ή κατσικίσιου-προβατίσιου γάλακτος αντιστοιχούν 3 κιλά εκπομπή «ισοδύναμου CO2», ενώ σε 1 κιλό αγελαδινού αντιστοιχούν μόνο 1,4 κιλά εκπομπών.
-Το 20% των βοσκότοπων έχουν υποβαθμιστεί λόγω της υπερβόσκησης, της διάβρωσης και της ρύπανσης του εδάφους από τα ζωικά απόβλητα, τα αντιβιοτικά, τις ορμόνες, τις χημικές ουσίες από τη βυρσοδεψία, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται για να ψεκαστούν οι καλλιέργειες ζωοτροφών.
- Όσο δε αφορά τους φθίνοντες πλέον υδάτινους πόρους της γης, η κτηνοτροφία χρησιμοποιεί τεράστιες ποσότητες νερού κι είναι ένας σημαντικός παράγοντας ρύπανσης και μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα. Στη Δύση, το μισό από το νερό που καταναλώνεται, πηγαίνει στην εκτροφή.
-Απαιτείται 10-20 φορές περισσότερη ενέργεια για την παραγωγή ζωικών προϊόντων, απ’ότι για την παραγωγή φυτικής τροφής. Ο βαθμός μετατροπής από ζωοτροφή σε τροφή για τον άνθρωπο, κυμαίνεται από 1:30 έως 1:4 ανάλογα με το είδος του ζώου. («Είναι πιο αποδοτικό να τρώμε απευθείας ό,τι καλλιεργούμε, αντί να το αφήσουμε να περάσει πρώτα μέσα από ένα ζώο»). Επίσης περισσότερο έδαφος. Για σύγκριση: για την παραγωγή 1 κιλού κρέατος απαιτείται γη που θα μπορούσε να παράγει 6 κιλά δημητριακά ή 9 κιλά ρύζι ή 12 κιλά όσπρια.
-Επίσης η μαζική-εντατική εκτροφή των εκατομμυρίων ζώων αφανίζει τη ζωή και από τις θάλασσες αφού περίπου το 50% των ψαριών που αλιεύονται χρησιμοποιούνται ως τροφή για τα γουρούνια, τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα κοτόπουλα κλπ. Αυτά τα ζώα καταναλώνουν περισσότερους τόνους ψαριών από ότι όλοι οι καρχαρίες, τα δελφίνια και οι φώκιες ολόκληρου του πλανήτη. Έτσι οι πληθυσμοί των ψαριών σταδιακά εξαφανίζονται ενώ οι φάλαινες, οι φώκιες, τα δελφίνια και τα θαλασσοπούλια πεθαίνουν από πείνα.
-Αν οι «αναπτυγμένες» χώρες μειώσουν την κατανάλωση κρέατος, θα μπορούσαμε επιπλέον να αντιμετωπίσουμε σε σημαντικό βαθμό την παγκόσμια πείνα, η οποία σκοτώνει περίπου 6 εκατομμύρια παιδιά κάθε χρόνο. Το 25% του πληθυσμού της γης υποσιτίζεται λόγω κυρίως της χρησιμοποίησης της γης για την παραγωγή ζωοτροφών και της διατροφής των ζώων με δημητριακά και σόγια, όταν αυτά θα μπορούσαν να θρέψουν τον υποσιτιζόμενο κόσμο.
- Χωρίς υπερβολή: ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος με την κατανάλωση της τροφής του, εκτός των άλλων, παίζει και το μέλλον αυτού του πλανήτη «χάρη στη βουλιμία του για χάμπουργκερ»[9].
Στη πραγματικότητα η παγκόσμια ζωοεκτροφή είναι ουσιαστικώς αντιπαραγωγική. Χρειάζεται επομένως μεγάλη αποανάπτυξη στη ζωοεκτροφή και να πάμε σε μια ζωοεκτροφή στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων. Έτσι θα έχουμε και αποανάπτυξη στη παραγωγή ζωικών προϊόντων, καθώς και στη κατανάλωσή τους:
[1] Βλέπε: «Κρέας Εργαστηρίου, οι εταιρείες έτοιμες να το βάλουν στο πιάτο μας», https://tvxs.gr/news/kosmos/kreas-apo-kyttara-oi-etaireies-etoimes-na-baloyn-sto-piato-mas
[2] «Οι άνθρωποι πια δεν λένε “τρώω” ή “πίνω” αλλά λένε “καταναλώνω”. Όλες οι φυσικές πράξεις και λειτουργίες που κρατούν στη ζωή ένα φυσικό πλάσμα άνθρωπο, έχουν αντικατασταθεί από τον όρο κατανάλωση, λες και είναι ο άνθρωπος πλέον μηχάνημα... Αυτή είναι η μέγιστη ύβρις και ο μέγιστος εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αποδοχή της πλήρους μετάλλαξης του ανθρώπου σε γρανάζι του συστήματος που απομυζεί το οικοσύστημα καταναλώνοντας τους φυσικούς του πόρους αναίσχυντα. Αυτός είναι ο αναίσχυντος σύγχρονος άνθρωπος – καταναλωτής, ο ταυτισμένος με την χυδαιότητα.» Γιάννης Μακριδάκης http://yiannismakridakis.gr/?p=4851
[3] Γιατί το λίπος είναι απαραίτητο όχι μόνο σαν πηγή ενέργειας, αλλά σαν σημαντικό δομικό συστατικό του σώματος, σημαντικότερο από τους υδατάνθρακες. Κυρίως είναι χρήσιμο για τη μεμβράνη των κυττάρων(με τη μορφή «λιπιδίων»), τα μέρη του εγκεφάλου και για τα νεύρα. Όμως σαν δομικό συστατικό των παραπάνω πρέπει να είναι με τη μορφή «βασικών» λιπών (κυρίως του τύπου των «πολυακόρεστων». Τέτοια είναι τα λίπη που προέρχονται από τα φύλλα και τους σπόρους των φυτών, καθώς και από τα ψάρια, ιδίως τα λιπαρά, όπως το σκουμπρί. Αλλά τα ψάρια σε παγκόσμιο επίπεδο είναι τροφή για τους λίγους και λόγω της υπεραλίευσης και της μόλυνσης τα αλιεύματα σπανίζουν πια. Πιο ρεαλιστικό είναι να εξασφαλίζουμε τα βασικά λίπη από τα φυτά.
[4] Και καλύτερα με φυτικές πρωτείνες που παίρνονται από τον συνδυασμό δημητριακών και οσπρίων. Οι άνθρωποι που ακολουθούν παραδοσιακές δίαιτες μπορεί να μη ξέρουν από βιοχημεία, αλλά ξέρουν από τη μακροχρόνια εμπειρία τους ότι δημητριακό και όσπριο είναι ο καλύτερος συνδυασμός στη μαγειρική τους, ώστε να είναι υγιείς. Αποτέλεσμα της μέχρι τώρα κυρίαρχης άποψης για πολλές ζωικές πρωτεϊνες στη διατροφή μας, ήταν τα εντατικά συστήματα ζωοεκτροφής και πτηνοτροφίας με όσο γινόταν πιο πολλά ζώα –πτηνά. Παράλληλα τα δημητριακά, τα όσπρια και η σόγια θεωρούνταν «δεύτερης τάξης» τροφή και προορίζονταν κυρίως για ζωοτροφές. Το αγροδιατροφικό σύστημα χρησιμοποιούσε μέχρι τώρα το 50% της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού και κριθαριού, το 80% του καλαμποκιού και το 90% της σόγιας σαν ζωοτροφές (οι ευρωπαίοι καταναλωτές π.χ. επιδοτούν με 2 ευρώ την ημέρα κάθε εκτρεφόμενη με δημητριακά αγελάδα τους, ενώ πάνω από 2 δις άνθρωποι στον τρίτο κόσμο ζούν με 2 ευρώ την ημέρα).
[5] Σήμερα υπάρχει αναγκαιότητα να καλλιεργηθούν τα «ντυμένα» σιτηρά επειδή αντέχουν σε δυσκολότερες εδαφοκλιματολογικές συνθήκες (ξηρασία, άγονα εδάφη), είναι πολύτιμο γενετικό υλικό για τη μελλοντική γεωργία σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής, ενώ παράλληλα μπορούν να δώσουν προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας (χωρίς βέβαια να τα θεωρούμε και «υπερτροφές», όπως σκόπιμα διαδίδουν κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα εκμεταλλευόμενα τη σύγχυση και τη μόδα των «προϊόντων χωρίς γλουτένη».
Η σύγχρονη διατροφή μας (τα τελευταία 50 χρόνια κυρίως στη Δύση) είναι «υπερφορτωμένη» με γλουτένη, λόγω της παρουσία της παντού σχεδόν(μπαίνει σαν πρόσθετο) και της υπερκατανάλωσης επεξεργασμένων τροφών που στηρίζονται στο ραφιναρισμένο αλεύρι.
[6]Βλέπε: www.strategyr.com/Baby_Foods_and_Infant_Formula_Market_Report.asp
[7] Λόγω των άθλιων και ανθυγιεινών συνθηκών εκτροφής των ζώων, καθώς και των ορμονών ανάπτυξης και πάχυνσης που τους χορηγούνται για την επιτάχυνση της παραγωγής κρέατος και γάλακτος, ένα σημαντικό ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής αντιβιοτικών (περίπου το 50%) χορηγείται στα εκτρεφόμενα ζώα. Όμως παρά την τόσο απλόχερη ιατρική «φροντίδα», ασθένειες και επιδημίες όπως η νόσος των τρελών αγελάδων και των πτηνών, η γρίπη των χοίρων, ο μελιταίος πυρετός, κλπ. ξέσπασαν σκορπώντας τον πανικό. Η αφύσικη τροφή που τρώνε τα εκτρεφόμενα ζώα (ιχθυάλευρα, αλεσμένα κόκκαλα, νύχια, τρίχες κλπ), οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους και η υπερβολική χορήγηση αντιβιοτικών και ορμονών, καθιστούν την κατανάλωση κρέατος εντελώς επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία, ενώ οι απάνθρωπες συνθήκες μεταφοράς τους, αλλά και η ίδια η φρικαλέα διαδικασία σφαγής των ζώων θέτουν ζητήματα βιοηθικής. Η σφαγή, η μεταφορά, η επεξεργασία και το μαγείρεμα θεωρούνται επίσης σημαντικό μέρος κατανάλωσης ενέργειας.
Παρόλα όμως αυτά τα τεράστια «εξωτερικά κόστη», τα ζωικά προϊόντα κοστίζουν πολύ λιγότερο σε σχέση με το κόστος παραγωγής τους, στη συμβατική οικονομία φυσικά.
[8] Η σχέση μεταξύ του βιομηχανικού συστήματος τροφίμων και της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν φαίνεται συχνά να είναι άμεση, λόγω κυρίως του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονται τα στατιστικά στοιχεία. Έχει υπολογισθεί ότι η εκτεταμένη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, η επέκταση της βιομηχανίας κρέατος με επακόλουθο τη καταστροφή των σαβάνων και των δασών του πλανήτη για να αυξηθούν τα βασικά γεωργικά προϊόντα, είναι από κοινού υπεύθυνες για το ένα τρίτο περίπου των αερίων του θερμοκηπίου, που προκαλούν παγκόσμια αλλαγή του κλίματος. Όταν προσθέσουμε όμως σε αυτά και το ποσό της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων, για τη ψύξη και συντήρησή τους, για τη συσκευασία, για τη μεταφορά τους σε όλο τον κόσμο και στη συνέχεια για τη διανομή τους σε σούπερ-μάρκετ, ο ρόλος της βιομηχανίας τροφίμων στη δημιουργία της κλιματικής αλλαγής αυξάνει σημαντικά. Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων μπορεί να είναι υπεύθυνο για το μισό περίπου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον κόσμο.
[9] Singer Peter: Η απελευθέρωση των Ζώων, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη, 2010.