Μικρή επιτυχία στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην παραγωγή του ηλεκτικού ενεργειακού μείγματος, αλλά αποτυχία της πολιτικής για το κλίμα η οποία οφείλεται κυρίως σε αποτυχημένη πολιτική στο σύστημα μεταφορών και ιδιωτικής κυκλοφορίας-μετακίνησης.
Η μετάβαση στο νέο ενεργειακό μείγμα- με προώθηση των ΑΠΕ και το σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών εργαστασίων- έχει ήδη δεχθεί πολλά κτυπήματα. Το επιχείρημα που ακούγεται συχνά από τους επικριτές της Energiewende (αλλαγή ενεργειακού μείγματος) είναι το παρακάτω: Κάθε χρόνο, οι πελάτες ηλεκτρικής ενέργειας πληρώνουν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ μέσω του τέλους για τη στήριξη των ΑΠΕ, αλλά οι εκπομπές CO2 της Γερμανίας δεν έχουν μειωθεί αισθητά από την αρχή της δεκαετίας. Γιατί λοιπόν όλη αυτή η προσπάθεια; Φαινομενικά αυτό είναι σωστό, αλλά θα πρέπει κανείς να δει το ζήτημα με πιο συγκεκριμένο και διεισδητικό βλέμμα. Επειδή η παρουσίασή του με τον παραπάνω τρόπο αναμειγνύει δύο πτυχές του, οι οποίες είναι απολύτως διαχωρίσιμες.
Στην πραγματικότητα, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας - και αυτόν μόνο επηρεάζει ο νόμος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (EEG) - η πρόοδος είναι σαφής. Από την έναρξη ισχύος του νόμου EEG το 2000, οι εκπομπές CO2 ανά κιλοβατώρα στο γερμανικό μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν κατά 24%, στα 489 γραμμάρια το 2017. Και αυτόσυνέβη με ταυτόχρονη διακοπή λειτουργίας ορισμένων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Το 2018, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα του τομέα ηλεκτρισμού αναμένεται να μειωθεί και πάλι κατά περίπου 5%. Εάν καταρχήν αυτή η πρόοδος είναι πολύ αργή ή και κατά δεύτερον υπερβολικά δαπανηρή, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης - αλλά δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς αναποτελεσματικές τις προσπάθειες της ενεργειακής μετάβασης αναφορικά με το μίγμα ενέργειας.
Ωστόσο, όταν οι επικριτές της ενεργειακής μετάβασης προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως ένα ακριβό μηδενικό, υποστηρίζουν κατηγορηματικά: Οι πρόοδοι στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας συνψηφίζονται συνοπτικά με τις αυξανόμενες εκπομπές αλλού, ειδικά στις μεταφορές και στην ιδιοκίνηση. Έτσι στην παραγματικότητα , δεν μένει κάτι θετικό για την προστασία του κλίματος στη Γερμανία. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι άνθρωποι στη Γερμανία όλο και περισσότερο πετούν με αεροπλάνο ή οδηγούν ένα αυτοκίνητο, δεν μπορεί πραγματικά να αποδοθεί στην αναδιάρθρωση της βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας και τον νόμο για την ηλεκτρική ενέργεια.
Όποιος θέλει να αναλύσει με δίκαιο τρόπο την ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας θα χρειασθεί να διαχωρίσει τις δύο πτυχές της ενέργειας με καθαρότητα: από τη μια υπάρχει η σταδιακή ανάκαμψη από την μετάβαση στο νέο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας και από την άλλη η μη ύπαρξη ενεργειακής μετάβασης - εκτός από τα σύμβολα - στον τομέα της κίνησης-κυκλοφορίας, των μεταφορών, καθώς και της θέρμανσης της κατοικίας και των κτιρίων. Και το έτος 2018 επίσης υπάρχει ανάκαμψη: 5% λιγότερος ηλεκτρισμός από ορυκτά καύσιμα από ό, τι το 2017. Από την αρχή εφαρμογής του EEG, έχει μειωθεί κατά ένα τέταρτο, η ισχύς που παράγεται από καύση άνθρακα. Οι ήπιες μορφές ενέργειες, εν τω μεταξύ αντιπροσωπεύουν ήδη το 40% περίπου της κατανάλωσης σήμερα, ενώ ήταν κάτω από 7% το 2000.
Αλλά η άλλη πλευρά- δηλαδή η κυκλοφορία, οι μεταφορές και τα κτίρια- αποδεικύεται ως το μεγάλο πρόβλημα. Οι εκπομπές CO2 που προκλήθηκαν από τα επιβατικά αυτοκίνητα παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητες στη Γερμανία για περισσότερο από 20 χρόνια, ενώ αυτές των φορτηγών αυξήθηκαν κατά 20% κατά την ίδια περίοδο. Και η εναέρια κυκλοφορία διπλασίασε μάλιστα τις εκπομπές CO2 τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Συνεχίζει να πηγαίνει από ρεκόρ σε ρεκόρ. Εάν υπάρχει ένα μεγάλο λάθος στην μέχρι τώρα ενεργειακή μετάβαση στη Γερμανία, τότε αυτό συνίσταται στο ότι δόθηκε πολύ λίγη προσοχή στην κυκλοφορία κυρίως. Και σε αυτό φρόντισε το λόμπυ της αυτοκινητοβιομηχανίας κυρίως, αλλά παράλληλα συνέβαλε και το φετίχ του μέσου Γερμανού για το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Με τέτοια νοοτροπία και με τη σκανδαλώδη συμπεριφορά της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας-μη ξεχνάμε το σκάνδαλο των ντιζελοκίνητων αυτοκινήτων της-η γερμανία δεν θα πιάσει τους στόχους που έχει βάλει για μείωση των εκπομπών υπέρ του κλίματος.
Η μετάβαση στο νέο ενεργειακό μείγμα- με προώθηση των ΑΠΕ και το σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών εργαστασίων- έχει ήδη δεχθεί πολλά κτυπήματα. Το επιχείρημα που ακούγεται συχνά από τους επικριτές της Energiewende (αλλαγή ενεργειακού μείγματος) είναι το παρακάτω: Κάθε χρόνο, οι πελάτες ηλεκτρικής ενέργειας πληρώνουν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ μέσω του τέλους για τη στήριξη των ΑΠΕ, αλλά οι εκπομπές CO2 της Γερμανίας δεν έχουν μειωθεί αισθητά από την αρχή της δεκαετίας. Γιατί λοιπόν όλη αυτή η προσπάθεια; Φαινομενικά αυτό είναι σωστό, αλλά θα πρέπει κανείς να δει το ζήτημα με πιο συγκεκριμένο και διεισδητικό βλέμμα. Επειδή η παρουσίασή του με τον παραπάνω τρόπο αναμειγνύει δύο πτυχές του, οι οποίες είναι απολύτως διαχωρίσιμες.
Στην πραγματικότητα, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας - και αυτόν μόνο επηρεάζει ο νόμος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (EEG) - η πρόοδος είναι σαφής. Από την έναρξη ισχύος του νόμου EEG το 2000, οι εκπομπές CO2 ανά κιλοβατώρα στο γερμανικό μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν κατά 24%, στα 489 γραμμάρια το 2017. Και αυτόσυνέβη με ταυτόχρονη διακοπή λειτουργίας ορισμένων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Το 2018, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα του τομέα ηλεκτρισμού αναμένεται να μειωθεί και πάλι κατά περίπου 5%. Εάν καταρχήν αυτή η πρόοδος είναι πολύ αργή ή και κατά δεύτερον υπερβολικά δαπανηρή, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης - αλλά δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς αναποτελεσματικές τις προσπάθειες της ενεργειακής μετάβασης αναφορικά με το μίγμα ενέργειας.
Ωστόσο, όταν οι επικριτές της ενεργειακής μετάβασης προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως ένα ακριβό μηδενικό, υποστηρίζουν κατηγορηματικά: Οι πρόοδοι στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας συνψηφίζονται συνοπτικά με τις αυξανόμενες εκπομπές αλλού, ειδικά στις μεταφορές και στην ιδιοκίνηση. Έτσι στην παραγματικότητα , δεν μένει κάτι θετικό για την προστασία του κλίματος στη Γερμανία. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι άνθρωποι στη Γερμανία όλο και περισσότερο πετούν με αεροπλάνο ή οδηγούν ένα αυτοκίνητο, δεν μπορεί πραγματικά να αποδοθεί στην αναδιάρθρωση της βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας και τον νόμο για την ηλεκτρική ενέργεια.
Όποιος θέλει να αναλύσει με δίκαιο τρόπο την ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας θα χρειασθεί να διαχωρίσει τις δύο πτυχές της ενέργειας με καθαρότητα: από τη μια υπάρχει η σταδιακή ανάκαμψη από την μετάβαση στο νέο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας και από την άλλη η μη ύπαρξη ενεργειακής μετάβασης - εκτός από τα σύμβολα - στον τομέα της κίνησης-κυκλοφορίας, των μεταφορών, καθώς και της θέρμανσης της κατοικίας και των κτιρίων. Και το έτος 2018 επίσης υπάρχει ανάκαμψη: 5% λιγότερος ηλεκτρισμός από ορυκτά καύσιμα από ό, τι το 2017. Από την αρχή εφαρμογής του EEG, έχει μειωθεί κατά ένα τέταρτο, η ισχύς που παράγεται από καύση άνθρακα. Οι ήπιες μορφές ενέργειες, εν τω μεταξύ αντιπροσωπεύουν ήδη το 40% περίπου της κατανάλωσης σήμερα, ενώ ήταν κάτω από 7% το 2000.
Αλλά η άλλη πλευρά- δηλαδή η κυκλοφορία, οι μεταφορές και τα κτίρια- αποδεικύεται ως το μεγάλο πρόβλημα. Οι εκπομπές CO2 που προκλήθηκαν από τα επιβατικά αυτοκίνητα παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητες στη Γερμανία για περισσότερο από 20 χρόνια, ενώ αυτές των φορτηγών αυξήθηκαν κατά 20% κατά την ίδια περίοδο. Και η εναέρια κυκλοφορία διπλασίασε μάλιστα τις εκπομπές CO2 τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Συνεχίζει να πηγαίνει από ρεκόρ σε ρεκόρ. Εάν υπάρχει ένα μεγάλο λάθος στην μέχρι τώρα ενεργειακή μετάβαση στη Γερμανία, τότε αυτό συνίσταται στο ότι δόθηκε πολύ λίγη προσοχή στην κυκλοφορία κυρίως. Και σε αυτό φρόντισε το λόμπυ της αυτοκινητοβιομηχανίας κυρίως, αλλά παράλληλα συνέβαλε και το φετίχ του μέσου Γερμανού για το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Με τέτοια νοοτροπία και με τη σκανδαλώδη συμπεριφορά της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας-μη ξεχνάμε το σκάνδαλο των ντιζελοκίνητων αυτοκινήτων της-η γερμανία δεν θα πιάσει τους στόχους που έχει βάλει για μείωση των εκπομπών υπέρ του κλίματος.