Γιώργος ΣταματόπουλοςΕλεγε ένας από τους γενάρχες της ελληνικής πολιτικής σκέψης, ο Μύσων ο Χηνεύς [Λάκων], θεωρούμενος από τον Πλάτωνα ως ένας εκ των Επτά Σοφών: «Ουκ ένεκα των λόγων τα πράγματα συντελείσθαι, αλλ’ ένεκα των πραγμάτων τους λόγους» (Δεν συντελούνται τα έργα εξαιτίας των λόγων, αλλά τα λόγια εξαιτίας των έργων). Η πράξη δηλαδή είναι το κριτήριο της πολιτικής ικανότητας και γενικότερα της αλήθειας, ασύγκριτα ανώτερη από τα λόγια και τη θεωρία.
Είναι αλήθεια ότι η πράξη, η δοκιμασία της πράξης, είναι η καλύτερη δοκιμασία [και αυτό δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς]. Για έναν άλλο διανοητή, κριτήριο της πολιτικής ικανότητας «δεν είναι μόνο η συντελεσμένη πράξη, αλλά και η μη συντελεσμένη, η μελλοντική πράξη, η πράξη που απορρέει από τις προθέσεις του κατόχου πολιτικής εξουσίας ή υποψήφιου για οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα» [Αναφέρεται στο: Θανάσης Θ. Παπαδόπουλος, «Δημόκριτος», εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος – η εν λόγω μονογραφία θεωρείται η εκτενέστερη στην ελληνική βιβλιογραφία].
Τι μας λέει με λίγα λόγια; Το εξής: Ο πολιτικός πρέπει να κρίνεται τόσο από τα έργα του όσο και από τον χαρακτήρα του. Ο σπουδαίος στοχαστής καταλογίζει ως σοβαρό ελάττωμα στον πολιτικό την υπερβολική φιλοδοξία και φιλαρέσκεια και ειδικότερα τον παραγοντισμό, «το τοις πέλας ανδάνειν» [το να αρέσει κανείς στους κοντινούς του, στους γύρω του].
Δεν φαίνεται να έχει αλλάξει τίποτε μετά δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Ετυμολογώντας ο Δημόκριτος το όνομα της Τριτογένειας Αθηνάς, λέει ότι από τη φρόνηση προέρχονται τα εξής τρία: το να σκεφτόμαστε σωστά, να μιλάμε καλά και να πράττουμε ό,τι πρέπει (από της φρονήσεως τρία ταύτα συμβαίνει· το ευ λογίζεσθαι, το ευ λέγειν και το πράττειν α δει)...
Σήμερα... τρέχα γύρευε. Φρονούσε ακόμη ότι ο λαός έχει δίκιο όταν κρίνει τους άρχοντες περισσότερο από τα λάθη τους, παρά από τις σωστές πράξεις τους· περισσότερο από τις αποτυχίες τους παρά από τις επιτυχίες τους, «γιατί έτσι εκτελούν καλύτερα τα καθήκοντά τους».
Αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σημερινούς ιδεολόγους, ειδικώς εκείνους που δεν παύουν να δηλώνουν τα «αριστερά» τους φρονήματα. Τα έργα και ο χαρακτήρας τού καθενός φανερώνουν τις ικανότητές του (ήθος ανθρώπω δαίμων, έλεγε ο αρχαίος αινικτής). Λοιπόν: να πράττουμε ό,τι πρέπει. Ποιος καθορίζει αυτό το «πρέπει» δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί: η ισηγορία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, ό,τι δηλαδή καθορίζει [και συνέχει] τις κοινωνίες. Κουτσά-στραβά η ισηγορία υφίσταται. Τι γίνεται με τις δύο άλλες έννοιες; Σ’ αυτό το ερώτημα καλούνται να απαντήσουν οι σημερινοί άρχοντες, κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι (όλοι άρχοντες είναι, μάλλον εμείς τους καθιστούμε).
Θα συμφωνήσουμε σε τούτο: Είναι κάλπικοι και υποκριτές αυτοί που στα λόγια τα κάνουν όλα, αλλά στην πράξη δεν κάνουν τίποτα (Κίβδηλοι και αγαθοφανέες οι λόγωι μεν άπαντα, έργωι δε ουδέν έρδοντες). Επίσης και σε τούτο: Είναι πλεονεξία το να λέει κανείς όλες τις απόψεις του αλλά να μη θέλει ν’ ακούσει τίποτα (Πλεονεξίη το πάντα λέγειν, μηδέν δε εθέλειν ακούειν). Ουδείς μπορεί να αποτρέψει κάποιον να εκφράσει τις αντιρρήσεις του [αυτό δα έλειπε]. Λέει ο Ευριπίδης στη χαμένη τραγωδία Τήλεφος: Αγάμεμνονα, ούτε κι αν κρατάει κανείς τσεκούρι και πρόκειται να το μπήξει στον σβέρκο μου δεν θα σιωπήσω, αν έχω να εκφράσω δίκαιες αντιρρήσεις (Αγάμεμνον, ουδ’ ει πέλεκυν εν χεροίν έχων μέλλοι τις εις τράχηλον εμβαλείν εμόν, σιγήσομαι δίκαια γ’ αντειπείν έχων). Θεριεύουν [πληθύνονται] όσοι έχουν να εκφράσουν δίκαιες αντιρρήσεις απέναντι σε μια κυβέρνηση που τη χαρακτηρίζει η δειλία, ίσως και η δουλοφροσύνη και οπωσδήποτε η αλαζονεία.
πηγή