Σπύρος Μανουσέλης
Εθελοντές που ρίχνονται στη φωτιά μιας πυρκαγιάς για να σώσουν οικογένειες ή στα ταραγμένα νερά των ποταμών και της θάλασσας για να περισυλλέξουν ναυαγούς, φαντάροι που θυσιάζονται στη μάχη για να σώσουν τους συμπολεμιστές τους. Αλλά και οι δωρητές οργάνων και οι αιμοδότες που προσφέρουν ένα πολύτιμο «κομμάτι» του σώματός τους για τη θεραπεία ενός αγνώστου.
Αραγε μπορούν να εξηγηθούν -και πώς ακριβώς;- από τη βιολογική ιστορία του είδους μας τέτοιες καθημερινές πράξεις αλληλεγγύης, αυταπάρνησης ή και αυτοθυσίας για τη σωτηρία της ζωής συνανθρώπων μας, τους οποίους ούτε καν γνωρίζουμε;
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν η κοινωνική μας ζωή δεν ταυτίζεται πάντα με την αιμοχαρή εικόνα της «άγριας ζούγκλας» ή του ιδιοτελούς «πολέμου όλων εναντίον όλων». Και όπως θα δούμε, η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός και η αυτοθυσία δεν αποτελούν αποκλειστικά ανθρώπινα «ηθικά προνόμια», αλλά εμφανίζονται και σε πολλά άλλα, δήθεν κατώτερα, ζωικά είδη. Συνεπώς ο αλτρουισμός και η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι μια αμιγώς ηθική, αλλά μια βιολογική επιταγή.
Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (ΙV)
Mέχρι πρόσφατα η δυτική σκέψη επέμενε να αποκλείει ή να υποβαθμίζει επιδεικτικά κάθε δυνατότητα βιολογικής εξήγησης της σκέψης, των συναισθημάτων και της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, παρότι ο Κάρολος Δαρβίνος είχε παρουσιάσει -ήδη από το 1872!- στο βιβλίο του για την «Εκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα» ένα σχεδόν πλήρες επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο ήταν αφενός θεωρητικά στιβαρό, αφού βασιζόταν στη θεωρία της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, και αφετέρου εμπειρικά θεμελιωμένο, δεδομένου ότι προέκυψε από πλήθος παρατηρήσεων σε ανθρώπινους και ζωικούς πληθυσμούς.
Τα αίτια αυτής της υποτίμησης της βιολογικής φύσης μας θα πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στην έλλειψη των κατάλληλων ερευνητικών εργαλείων, αλλά μάλλον στη μεταφυσική προκατάληψη περί της «ψυχικής ιδιαιτερότητας» του ανθρώπινου είδους, η «ανωτερότητα» του οποίου ερμηνευόταν (εσφαλμένα) ως το προϊόν της θεϊκής δημιουργίας και όχι βέβαια της «ταπεινής» βιολογικής εξέλιξης από κατώτερα βιολογικά είδη.
Η αποδόμηση των κοινότοπων -αλλά ιδιαίτερα επίμονων- ψευδαισθήσεων σχετικά με την ανωτερότητα και τη μοναδικότητα του ανθρώπινου είδους θα ξεκινήσει δειλά δειλά τον εικοστό αιώνα χάρη σε μια σειρά από εντυπωσιακές επιστημονικές εξελίξεις.
Ετσι η εντυπωσιακή πρόοδος της Εξελικτικής Βιολογίας, της Βιοψυχολογίας, των Νευροεπιστημών και της Φυσικής Ανθρωπολογίας έκανε σαφές όχι μόνο το πόσο εντελώς ανυπόστατη είναι η ανθρώπινη βιολογική υπεροψία, αλλά επίσης και πόσο γνωσιακά στείρα είναι η αντιδιαστολή Φύσης-Ανατροφής (Nature-Nurture).
Από τον βιολογικό στον κοινωνικό αλτρουισμό
Στις μέρες μας μάλιστα, το δίπολο «Φύση-Ανατροφή» ή, αν προτιμάτε, «Βιολογία-Πολιτισμός» κλίνει σαφώς προς τον πόλο Φύση-Βιολογία, με συνέπεια την προσπάθεια «βιολογικοποίησης» κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς: την αναζήτηση δηλαδή στα γονίδιά μας ή, πιο πρόσφατα, στις εγκεφαλικές μας δομές των εξηγήσεων για κάθε φυσιολογική ή παραβατική ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ωστόσο ένα από τα πιο δυσεξήγητα βιολογικά φαινόμενα ήταν -και εξακολουθεί να είναι- η επίμονη παρουσία της αλληλεγγύης και του αλτρουισμού όχι μόνο μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και στα άλλα είδη κοινωνικών ζώων.
Επί σειρά ετών οι πολυάριθμές εκδηλώσεις αλτρουισμού και αυτοθυσίας στο ζωικό βασίλειο αντιμετωπίζονταν με μεγάλη δυσπιστία από τους ζωολόγους, ηθολόγους και εξελικτικούς βιολόγους.
Για παράδειγμα, πώς εξηγείται εξελικτικά η αυτοκτονική συμπεριφορά της εργάτριας μέλισσας όταν κεντρίζει όποιον πλησιάζει στην κυψέλη, με αποτέλεσμα να πεθαίνει η ίδια;
Ανάλογες ακραίες συμπεριφορές αλτρουιστικής αυτοθυσίας παρατηρούνται όχι μόνο στα «ανόητα» δίπτερα, αλλά και στα πολύ πιο ευφυή ανώτερα θηλαστικά, στους πιθήκους, στους ελέφαντες, στα δελφίνια και στους ανθρώπους.
Αν η φυσική επιλογή ευνοεί και επιβραβεύει μόνο τους οργανισμούς που ζουν και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα προσωπικά τους ιδιοτελή συμφέροντα, τότε πώς δικαιολογείται η αλτρουιστική συμπεριφορά και, σε ακραίες περιπτώσεις, η αυτοθυσία προς όφελος των άλλων;
Γιατί η βιολογική εξέλιξη των κοινωνικών ζώων επέλεξε και συντηρεί τέτοιες ανιδιοτελείς και εμφανώς επιζήμιες αλτρουιστικές συμπεριφορές, ενώ δεν προσφέρουν κανένα άμεσο ή εμφανές όφελος στον αλτρουιστή;
Για να εξηγηθεί επιστημονικά η φαινομενικά παράλογη αλτρουιστική συμπεριφορά έχουν προταθεί, μέχρι σήμερα, τέσσερα διαφορετικά μοντέλα.
Τα μοντέλα αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν ο αλτρουιστής διαθέτει εμφανή κοινωνικά κίνητρα ή κατά πόσο επωφελείται ο ίδιος ή κάποιος στενός συγγενής του από την πράξη του.
Σύμφωνα με το πρώτο μοντέλο μη συνειδητού λειτουργικού αλτρουισμού, που ισχύει για τα περισσότερα απλά κοινωνικά είδη ζώων, αυτή η συμπεριφορά εκδηλώνεται αυτόματα χωρίς καμία αποτίμηση του κόστους ή του οφέλους της αλτρουιστικής συμπεριφοράς.
Σε πιο περίπλοκα κοινωνικά θηλαστικά η αλτρουιστική συμπεριφορά εκδηλώνεται μετά από έκφραση ικεσίας για βοήθεια από κάποιο μέλος της ομάδας (κοινωνικά πυροδοτούμενος αλτρουισμός).
Το μοντέλο της εκούσιας και, ώς ένα βαθμό, συνειδητής επιλογής της αλτρουιστικής συμπεριφοράς εκδηλώνεται αποκλειστικά στα ανώτερα θηλαστικά που διαθέτουν έναν μεγάλο εγκέφαλο (ελέφαντες, δελφίνια, πίθηκοι και άνθρωποι).
Τέλος υπάρχει και ένα σχετικά σπάνιο μοντέλο όπου ο αλτρουισμός εκδηλώνεται μόνο όταν ο αλτρουιστής προσβλέπει σκοπίμως σε έμμεσα ανταποδοτικά οφέλη, μια ιδιοτελής στρατηγική που αναλύεται επαρκώς από τη μαθηματική θεωρία των παιγνίων.
Πίσω από αυτά τα διαφορετικά περιγραφικά μοντέλα κάποιοι εξελικτικοί βιολόγοι διαβλέπουν μια βαθύτερη βιολογική αναγκαιότητα για την ύπαρξη αλτρουιστικών συμπεριφορών, τις οποίες συνήθως ερμηνεύουν με γενετικούς ή γονιδιακούς όρους.
Για παράδειγμα ο Bill Hamilton, ένας κορυφαίος ερευνητής αυτών των φαινομένων, πρότεινε κατά τη δεκαετία του 1960 ότι ο αλτρουισμός θα μπορούσε να εξηγηθεί εύλογα από την «επιλογή των συγγενών».
Διατύπωσε μάλιστα και έναν κανόνα, τον περίφημο «κανόνα του Hamilton»: η φυσική επιλογή ευνοεί μια αλτρουιστική συμπεριφορά όταν το κόστος που αυτή έχει για τον αλτρουιστή δεν υπερβαίνει το όφελος για τον αποδέκτη πολλαπλασιασμένο επί τον δείκτη γενετικής συγγένειας μεταξύ αλτρουιστή και αποδέκτη.
Με άλλα λόγια, είμαστε περισσότερο αλτρουιστές με τους πιο στενούς συγγενείς μας (γονείς, αδέλφια) και λιγότερο με τους πιο μακρινούς συγγενείς μας (πρώτα ή δεύτερα ξαδέλφια).
Συνεπώς, σύμφωνα με τον κανόνα του Hamilton, η προβλεπόμενη από τη φυσική επιλογή εμφάνιση της αλτρουιστικής συμπεριφοράς είναι ευθέως ανάλογη της γενετικής συγγένειας μεταξύ του αλτρουιστή με τον αποδέκτη.
Δυστυχώς, πολλά παραδείγματα αλτρουισμού παραβιάζουν καταφανώς αυτόν τον κανόνα και για αυτό άλλοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να επεκταθεί η μονάδα άσκησης της φυσικής επιλογής για τον αλτρουισμό: από τα γονίδια και τους μεμονωμένους οργανισμούς στις κοινωνικές ομάδες ή και ευρύτερα στα βιολογικά είδη.
Πάντως η καθολική και η επίμονη παρουσία των αλτρουιστικών συμπεριφορών θεωρείται η θεμελιώδης βιολογική μηχανή για την παραγωγή συνεργατικότητας σε όλα τα κοινωνικά είδη ζώων: από τα έντομα και τα μυρμήγκια μέχρι τους ανθρώπους.
Ειδικότερα το είδος μας θεωρείται το πλέον συνεργατικό: χάρη κυρίως στην πολύπλοκη γλώσσα επικοινωνίας που απέκτησε σταδιακά και η οποία με τη σειρά της διευκόλυνε την εγγενή ανάγκη του είδους μας για συνεργατικότητα και αλληλεγγύη.
Μια κοινή βιολογική ανάγκη που εκφράζεται -κάθε ιστορική εποχή διαφορετικά- στην πολιτική οργάνωση των ανθρώπινων κοινοτήτων.
Μυθεύματα περί «ιδιοτελούς» ζωής
Η σύγχρονη εξελικτική θεωρία -από τη γέννησή της και προγραμματικά- ήταν η φιλόδοξη προσπάθεια ενοποίησης των όσων γνωρίζουμε σχετικά με τη βιολογική και την κοινωνική συμπεριφορά όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των υπόλοιπων ζώων.
Με άλλα λόγια, η εξελικτική προσέγγιση ως η ενιαία επιστημονική εξήγηση όλων των ζωικών φαινομένων στοχεύει στην ανάδειξη της θεμελιώδους ενότητας του ανθρώπου με τον υπόλοιπο έμβιο κόσμο και εμμέσως στην επανενοποίηση των δύο αυστηρά οριοθετημένων και αλληλοαποκλειόμενων μέχρι σήμερα «πολιτισμών»: του επιστημονικού με τον ανθρωπιστικό.
Δεδομένου ότι πολλοί «ανθρωπιστές» φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι υποστήριζαν -και δυστυχώς εξακολουθούν σεχταριστικά να υποστηρίζουν- την απόλυτη αυτονομία και διαφορετικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, κάποιοι «εξελικτικοί» θεώρησαν απολύτως νόμιμο το να αναγάγουν -εξίσου μονόπλευρα και απλοϊκά!- το κοινωνικό στο βιολογικό.
Ετσι όμως η ζωτική ανάγκη υπέρβασης αυτού του κατάδηλα αυθαίρετου διαχωρισμού των βιολογικών από τις κοινωνικές συμπεριφορές εκφράστηκε από ορισμένους επιφανείς εξελικτικούς βιολόγους με τρόπο ανεπαρκή και μεροληπτικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προσπάθειες ορισμένων σύγχρονων κοινωνιοβιολόγων, ηθολόγων και γενετιστών να εξηγήσουν μέσω των γονιδίων τα κυρίαρχα σήμερα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως αυτοί οι ειδικοί οδηγήθηκαν -με ή παρά τη θέλησή τους- στο να νομιμοποιούν «επιστημονικά» τις πιο ανθρωποκτόνες οικονομικές πολιτικές και τις πιο ιδιοτελείς κοινωνικές αξίες, οι οποίες βέβαια πολύ απέχουν από το να αντιστοιχούν ή να ικανοποιούν τις πραγματικές βιολογικές μας ανάγκες!
Πράγματι, η κοινωνική ζωή των ανθρώπων δεν ταυτίζεται πάντα με την αιμοσταγή εικόνα της «άγριας ζούγκλας» ή με την ιδιαίτερα δημοφιλή στις μέρες μας εικόνα του ιδιοτελούς «πολέμου όλων εναντίον όλων».
Επιπλέον, όπως είδαμε, η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός και η αυτοθυσία δεν αποτελούν αποκλειστικά ανθρώπινα «ηθικά προνόμια», αλλά εμφανίζονται και σε πολλά άλλα, δήθεν κατώτερα, ζωικά είδη.
Συνεπώς ο αλτρουισμός, η φιλαλληλία και η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι μια αμιγώς ηθική αλλά μια βιολογική επιταγή, η οποία προέκυψε κατά τη βιολογική εξέλιξη και διατηρείται από τη φυσική επιλογή επειδή προφανώς συμβάλλει αποφασιστικά στην επιβίωση των περισσότερων κοινωνικών ζωικών ειδών, του ανθρώπου μη εξαιρουμένου.
Η πρόσφατη επιστημονική κατανόηση των βιολογικών προϋποθέσεων και της ζωικής καταγωγής της ανθρώπινης ηθικής ίσως να αποδειχτεί στο μέλλον η βασιλική οδός για να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά τα βαθύτερα βιολογικά αίτια των τυπικά ανθρώπινων κοινωνικών δυσλειτουργιών.
Ομως στο «καυτό» κοινωνικο-επιστημονικό πρόβλημα της εξέλιξης της ανθρώπινης ηθικής θα αφιερώσουμε το επόμενο άρθρό μας.
Ενα μαθηματικό μοντέλο των αλτρουιστικών και ιδιοτελών στρατηγικών
Πώς η Θεωρία των Παιγνίων μελετά το φαινομενικό παράδοξο της εμφάνισης αλτρουιστικών συμπεριφορών από μέρους των ιδιοτελών παικτών;
Αυτή η μαθηματική θεωρία είναι ένα πολύτιμο εργαλείο αν θέλουμε να αναλύσουμε τη δυναμική λήψης αποφάσεων σε δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις, π.χ. την επιλογή συνεργασίας ή εγωιστικής ιδιοτέλειας σε μια οικονομική ή πολιτική διαμάχη.
Πρόκειται για μια τυπική ανάλυση και προβλέψη όλων των δυνατών κινήσεων ή επιλογών που έχει ο κάθε παίκτης.
Εφαρμόζοντας μετά το 1950 τη Θεωρία των Παιγνίων στο πρόβλημα της επιλογής της συνεργασίας ή όχι, οι Αμερικανοί Μερίλ Φλαντ και Μέλβιν Ντρέσερ διατύπωσαν πρώτοι ένα πολύ ενδιαφέρον παίγνιο, που ο καθηγητής Αλμπερτ Τάκερ του έδωσε την τελική του μορφή και ονομασία, το περίφημο «Δίλημμα του φυλακισμένου».
Το δίλημμα του φυλακισμένου
Σε αυτό το πανέξυπνο παίγνιο δύο ληστές τραπεζών συλλαμβάνονται, χωρίς επαρκείς αποδείξεις, για τη ληστεία μιας τράπεζας.
Οι ύποπτοι κρατούνται σε χωριστά κελιά και δεν μπορούν να επικοινωνήσουν.
Ο αστυνομικός ανακριτής προτείνει χωριστά σε κάθε έναν προφυλακισμένο το εξής δίλημμα:
«Ξέρουμε ότι λήστεψες την τράπεζα, αλλά βάσει των διαθέσιμων στοιχείων δεν μπορούμε να σε καταδικάσουμε. Αν προδώσεις τον συνεργό σου και αυτός δεν κάνει το ίδιο, τότε θα σε αφήσουμε αμέσως ελεύθερο και στον άλλο ύποπτο θα επιβάλουμε 10 χρόνια φυλάκιση. Αν όμως δεν τον προδώσεις εσύ, αλλά σε καρφώσει αυτός, τότε εσύ θα πας φυλακή 10 χρόνια και αυτός θα αφεθεί ελεύθερος. Αν καρφώσετε ταυτοχρόνως ο ένας τον άλλον, τότε και οι δύο θα τιμωρηθείτε με 4 χρόνια φυλάκισης. Αν όμως και οι δύο δεν προδώσετε, τότε αμφότεροι θα φυλακιστείτε για 1 χρόνο, χωρίς αναστολή».
Το παίγνιο αυτό στην πραγματικότητα αποτελεί μια επαναδιατύπωση του προβλήματος της επιλογής μεταξύ ιδιοτελούς και αλτρουιστικής συμπεριφοράς.
Οταν το παιχνίδι παίζεται μόνο μία φορά, τότε υπολόγισαν ότι η βέλτιστη στρατηγικά επιλογή είναι η προδοσία και συμφέρει τον κάθε φυλακισμένο να καταδώσει πρώτος τον συνεργάτη του.
Οταν όμως το ίδιο παιχνίδι παίζεται περισσότερες φορές με τους ίδιους παικτές, τότε αναμφίβολα ο κάθε ένας παίκτης λαμβάνει υπ’ όψιν του τη στρατηγική του αντιπάλου του και απαντά άλογα.
Στην περίπτωση του επαναλαμβανόμενου παιχνιδιού η βέλτιστη στρατηγική είναι πάντα το «μία σου και μία μου». Μια στρατηγική που για ιδιοτελείς σκοπούς ευνοεί συνεργατικές και αλτρουιστικές επιλογές.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της Θεωρίας των Παιγνίων στα εφάπαξ παίγνια σε έναν μικτό πληθυσμό από ιδιοτελείς και αλτρουιστές η αναμενόμενη και πιο σταθερή στρατηγική είναι η μαζική επιλογή της ιδιοτελούς και όχι της αλτρουιστικής συμπεριφοράς.
Οταν όμως το παιχνίδι παίζεται κατ’ επανάληψη από τον ίδιο πληθυσμό, τότε τα πράγματα αλλάζουν άρδην!
http://www.efsyn.gr/arthro/idiotelos-allileggyoi-ek-fyseos
Εθελοντές που ρίχνονται στη φωτιά μιας πυρκαγιάς για να σώσουν οικογένειες ή στα ταραγμένα νερά των ποταμών και της θάλασσας για να περισυλλέξουν ναυαγούς, φαντάροι που θυσιάζονται στη μάχη για να σώσουν τους συμπολεμιστές τους. Αλλά και οι δωρητές οργάνων και οι αιμοδότες που προσφέρουν ένα πολύτιμο «κομμάτι» του σώματός τους για τη θεραπεία ενός αγνώστου.
Αραγε μπορούν να εξηγηθούν -και πώς ακριβώς;- από τη βιολογική ιστορία του είδους μας τέτοιες καθημερινές πράξεις αλληλεγγύης, αυταπάρνησης ή και αυτοθυσίας για τη σωτηρία της ζωής συνανθρώπων μας, τους οποίους ούτε καν γνωρίζουμε;
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν η κοινωνική μας ζωή δεν ταυτίζεται πάντα με την αιμοχαρή εικόνα της «άγριας ζούγκλας» ή του ιδιοτελούς «πολέμου όλων εναντίον όλων». Και όπως θα δούμε, η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός και η αυτοθυσία δεν αποτελούν αποκλειστικά ανθρώπινα «ηθικά προνόμια», αλλά εμφανίζονται και σε πολλά άλλα, δήθεν κατώτερα, ζωικά είδη. Συνεπώς ο αλτρουισμός και η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι μια αμιγώς ηθική, αλλά μια βιολογική επιταγή.
Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (ΙV)
Mέχρι πρόσφατα η δυτική σκέψη επέμενε να αποκλείει ή να υποβαθμίζει επιδεικτικά κάθε δυνατότητα βιολογικής εξήγησης της σκέψης, των συναισθημάτων και της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, παρότι ο Κάρολος Δαρβίνος είχε παρουσιάσει -ήδη από το 1872!- στο βιβλίο του για την «Εκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα» ένα σχεδόν πλήρες επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο ήταν αφενός θεωρητικά στιβαρό, αφού βασιζόταν στη θεωρία της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, και αφετέρου εμπειρικά θεμελιωμένο, δεδομένου ότι προέκυψε από πλήθος παρατηρήσεων σε ανθρώπινους και ζωικούς πληθυσμούς.
Τα αίτια αυτής της υποτίμησης της βιολογικής φύσης μας θα πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στην έλλειψη των κατάλληλων ερευνητικών εργαλείων, αλλά μάλλον στη μεταφυσική προκατάληψη περί της «ψυχικής ιδιαιτερότητας» του ανθρώπινου είδους, η «ανωτερότητα» του οποίου ερμηνευόταν (εσφαλμένα) ως το προϊόν της θεϊκής δημιουργίας και όχι βέβαια της «ταπεινής» βιολογικής εξέλιξης από κατώτερα βιολογικά είδη.
Η αποδόμηση των κοινότοπων -αλλά ιδιαίτερα επίμονων- ψευδαισθήσεων σχετικά με την ανωτερότητα και τη μοναδικότητα του ανθρώπινου είδους θα ξεκινήσει δειλά δειλά τον εικοστό αιώνα χάρη σε μια σειρά από εντυπωσιακές επιστημονικές εξελίξεις.
Ετσι η εντυπωσιακή πρόοδος της Εξελικτικής Βιολογίας, της Βιοψυχολογίας, των Νευροεπιστημών και της Φυσικής Ανθρωπολογίας έκανε σαφές όχι μόνο το πόσο εντελώς ανυπόστατη είναι η ανθρώπινη βιολογική υπεροψία, αλλά επίσης και πόσο γνωσιακά στείρα είναι η αντιδιαστολή Φύσης-Ανατροφής (Nature-Nurture).
Από τον βιολογικό στον κοινωνικό αλτρουισμό
Στις μέρες μας μάλιστα, το δίπολο «Φύση-Ανατροφή» ή, αν προτιμάτε, «Βιολογία-Πολιτισμός» κλίνει σαφώς προς τον πόλο Φύση-Βιολογία, με συνέπεια την προσπάθεια «βιολογικοποίησης» κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς: την αναζήτηση δηλαδή στα γονίδιά μας ή, πιο πρόσφατα, στις εγκεφαλικές μας δομές των εξηγήσεων για κάθε φυσιολογική ή παραβατική ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ωστόσο ένα από τα πιο δυσεξήγητα βιολογικά φαινόμενα ήταν -και εξακολουθεί να είναι- η επίμονη παρουσία της αλληλεγγύης και του αλτρουισμού όχι μόνο μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και στα άλλα είδη κοινωνικών ζώων.
Επί σειρά ετών οι πολυάριθμές εκδηλώσεις αλτρουισμού και αυτοθυσίας στο ζωικό βασίλειο αντιμετωπίζονταν με μεγάλη δυσπιστία από τους ζωολόγους, ηθολόγους και εξελικτικούς βιολόγους.
Για παράδειγμα, πώς εξηγείται εξελικτικά η αυτοκτονική συμπεριφορά της εργάτριας μέλισσας όταν κεντρίζει όποιον πλησιάζει στην κυψέλη, με αποτέλεσμα να πεθαίνει η ίδια;
Ανάλογες ακραίες συμπεριφορές αλτρουιστικής αυτοθυσίας παρατηρούνται όχι μόνο στα «ανόητα» δίπτερα, αλλά και στα πολύ πιο ευφυή ανώτερα θηλαστικά, στους πιθήκους, στους ελέφαντες, στα δελφίνια και στους ανθρώπους.
Αν η φυσική επιλογή ευνοεί και επιβραβεύει μόνο τους οργανισμούς που ζουν και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα προσωπικά τους ιδιοτελή συμφέροντα, τότε πώς δικαιολογείται η αλτρουιστική συμπεριφορά και, σε ακραίες περιπτώσεις, η αυτοθυσία προς όφελος των άλλων;
Γιατί η βιολογική εξέλιξη των κοινωνικών ζώων επέλεξε και συντηρεί τέτοιες ανιδιοτελείς και εμφανώς επιζήμιες αλτρουιστικές συμπεριφορές, ενώ δεν προσφέρουν κανένα άμεσο ή εμφανές όφελος στον αλτρουιστή;
Για να εξηγηθεί επιστημονικά η φαινομενικά παράλογη αλτρουιστική συμπεριφορά έχουν προταθεί, μέχρι σήμερα, τέσσερα διαφορετικά μοντέλα.
Τα μοντέλα αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν ο αλτρουιστής διαθέτει εμφανή κοινωνικά κίνητρα ή κατά πόσο επωφελείται ο ίδιος ή κάποιος στενός συγγενής του από την πράξη του.
Σύμφωνα με το πρώτο μοντέλο μη συνειδητού λειτουργικού αλτρουισμού, που ισχύει για τα περισσότερα απλά κοινωνικά είδη ζώων, αυτή η συμπεριφορά εκδηλώνεται αυτόματα χωρίς καμία αποτίμηση του κόστους ή του οφέλους της αλτρουιστικής συμπεριφοράς.
Σε πιο περίπλοκα κοινωνικά θηλαστικά η αλτρουιστική συμπεριφορά εκδηλώνεται μετά από έκφραση ικεσίας για βοήθεια από κάποιο μέλος της ομάδας (κοινωνικά πυροδοτούμενος αλτρουισμός).
Το μοντέλο της εκούσιας και, ώς ένα βαθμό, συνειδητής επιλογής της αλτρουιστικής συμπεριφοράς εκδηλώνεται αποκλειστικά στα ανώτερα θηλαστικά που διαθέτουν έναν μεγάλο εγκέφαλο (ελέφαντες, δελφίνια, πίθηκοι και άνθρωποι).
Τέλος υπάρχει και ένα σχετικά σπάνιο μοντέλο όπου ο αλτρουισμός εκδηλώνεται μόνο όταν ο αλτρουιστής προσβλέπει σκοπίμως σε έμμεσα ανταποδοτικά οφέλη, μια ιδιοτελής στρατηγική που αναλύεται επαρκώς από τη μαθηματική θεωρία των παιγνίων.
Πίσω από αυτά τα διαφορετικά περιγραφικά μοντέλα κάποιοι εξελικτικοί βιολόγοι διαβλέπουν μια βαθύτερη βιολογική αναγκαιότητα για την ύπαρξη αλτρουιστικών συμπεριφορών, τις οποίες συνήθως ερμηνεύουν με γενετικούς ή γονιδιακούς όρους.
Για παράδειγμα ο Bill Hamilton, ένας κορυφαίος ερευνητής αυτών των φαινομένων, πρότεινε κατά τη δεκαετία του 1960 ότι ο αλτρουισμός θα μπορούσε να εξηγηθεί εύλογα από την «επιλογή των συγγενών».
Διατύπωσε μάλιστα και έναν κανόνα, τον περίφημο «κανόνα του Hamilton»: η φυσική επιλογή ευνοεί μια αλτρουιστική συμπεριφορά όταν το κόστος που αυτή έχει για τον αλτρουιστή δεν υπερβαίνει το όφελος για τον αποδέκτη πολλαπλασιασμένο επί τον δείκτη γενετικής συγγένειας μεταξύ αλτρουιστή και αποδέκτη.
Με άλλα λόγια, είμαστε περισσότερο αλτρουιστές με τους πιο στενούς συγγενείς μας (γονείς, αδέλφια) και λιγότερο με τους πιο μακρινούς συγγενείς μας (πρώτα ή δεύτερα ξαδέλφια).
Συνεπώς, σύμφωνα με τον κανόνα του Hamilton, η προβλεπόμενη από τη φυσική επιλογή εμφάνιση της αλτρουιστικής συμπεριφοράς είναι ευθέως ανάλογη της γενετικής συγγένειας μεταξύ του αλτρουιστή με τον αποδέκτη.
Δυστυχώς, πολλά παραδείγματα αλτρουισμού παραβιάζουν καταφανώς αυτόν τον κανόνα και για αυτό άλλοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να επεκταθεί η μονάδα άσκησης της φυσικής επιλογής για τον αλτρουισμό: από τα γονίδια και τους μεμονωμένους οργανισμούς στις κοινωνικές ομάδες ή και ευρύτερα στα βιολογικά είδη.
Πάντως η καθολική και η επίμονη παρουσία των αλτρουιστικών συμπεριφορών θεωρείται η θεμελιώδης βιολογική μηχανή για την παραγωγή συνεργατικότητας σε όλα τα κοινωνικά είδη ζώων: από τα έντομα και τα μυρμήγκια μέχρι τους ανθρώπους.
Ειδικότερα το είδος μας θεωρείται το πλέον συνεργατικό: χάρη κυρίως στην πολύπλοκη γλώσσα επικοινωνίας που απέκτησε σταδιακά και η οποία με τη σειρά της διευκόλυνε την εγγενή ανάγκη του είδους μας για συνεργατικότητα και αλληλεγγύη.
Μια κοινή βιολογική ανάγκη που εκφράζεται -κάθε ιστορική εποχή διαφορετικά- στην πολιτική οργάνωση των ανθρώπινων κοινοτήτων.
Μυθεύματα περί «ιδιοτελούς» ζωής
Η σύγχρονη εξελικτική θεωρία -από τη γέννησή της και προγραμματικά- ήταν η φιλόδοξη προσπάθεια ενοποίησης των όσων γνωρίζουμε σχετικά με τη βιολογική και την κοινωνική συμπεριφορά όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των υπόλοιπων ζώων.
Με άλλα λόγια, η εξελικτική προσέγγιση ως η ενιαία επιστημονική εξήγηση όλων των ζωικών φαινομένων στοχεύει στην ανάδειξη της θεμελιώδους ενότητας του ανθρώπου με τον υπόλοιπο έμβιο κόσμο και εμμέσως στην επανενοποίηση των δύο αυστηρά οριοθετημένων και αλληλοαποκλειόμενων μέχρι σήμερα «πολιτισμών»: του επιστημονικού με τον ανθρωπιστικό.
Δεδομένου ότι πολλοί «ανθρωπιστές» φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι υποστήριζαν -και δυστυχώς εξακολουθούν σεχταριστικά να υποστηρίζουν- την απόλυτη αυτονομία και διαφορετικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, κάποιοι «εξελικτικοί» θεώρησαν απολύτως νόμιμο το να αναγάγουν -εξίσου μονόπλευρα και απλοϊκά!- το κοινωνικό στο βιολογικό.
Ετσι όμως η ζωτική ανάγκη υπέρβασης αυτού του κατάδηλα αυθαίρετου διαχωρισμού των βιολογικών από τις κοινωνικές συμπεριφορές εκφράστηκε από ορισμένους επιφανείς εξελικτικούς βιολόγους με τρόπο ανεπαρκή και μεροληπτικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προσπάθειες ορισμένων σύγχρονων κοινωνιοβιολόγων, ηθολόγων και γενετιστών να εξηγήσουν μέσω των γονιδίων τα κυρίαρχα σήμερα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως αυτοί οι ειδικοί οδηγήθηκαν -με ή παρά τη θέλησή τους- στο να νομιμοποιούν «επιστημονικά» τις πιο ανθρωποκτόνες οικονομικές πολιτικές και τις πιο ιδιοτελείς κοινωνικές αξίες, οι οποίες βέβαια πολύ απέχουν από το να αντιστοιχούν ή να ικανοποιούν τις πραγματικές βιολογικές μας ανάγκες!
Πράγματι, η κοινωνική ζωή των ανθρώπων δεν ταυτίζεται πάντα με την αιμοσταγή εικόνα της «άγριας ζούγκλας» ή με την ιδιαίτερα δημοφιλή στις μέρες μας εικόνα του ιδιοτελούς «πολέμου όλων εναντίον όλων».
Επιπλέον, όπως είδαμε, η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός και η αυτοθυσία δεν αποτελούν αποκλειστικά ανθρώπινα «ηθικά προνόμια», αλλά εμφανίζονται και σε πολλά άλλα, δήθεν κατώτερα, ζωικά είδη.
Συνεπώς ο αλτρουισμός, η φιλαλληλία και η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι μια αμιγώς ηθική αλλά μια βιολογική επιταγή, η οποία προέκυψε κατά τη βιολογική εξέλιξη και διατηρείται από τη φυσική επιλογή επειδή προφανώς συμβάλλει αποφασιστικά στην επιβίωση των περισσότερων κοινωνικών ζωικών ειδών, του ανθρώπου μη εξαιρουμένου.
Η πρόσφατη επιστημονική κατανόηση των βιολογικών προϋποθέσεων και της ζωικής καταγωγής της ανθρώπινης ηθικής ίσως να αποδειχτεί στο μέλλον η βασιλική οδός για να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά τα βαθύτερα βιολογικά αίτια των τυπικά ανθρώπινων κοινωνικών δυσλειτουργιών.
Ομως στο «καυτό» κοινωνικο-επιστημονικό πρόβλημα της εξέλιξης της ανθρώπινης ηθικής θα αφιερώσουμε το επόμενο άρθρό μας.
Ενα μαθηματικό μοντέλο των αλτρουιστικών και ιδιοτελών στρατηγικών
Πώς η Θεωρία των Παιγνίων μελετά το φαινομενικό παράδοξο της εμφάνισης αλτρουιστικών συμπεριφορών από μέρους των ιδιοτελών παικτών;
Αυτή η μαθηματική θεωρία είναι ένα πολύτιμο εργαλείο αν θέλουμε να αναλύσουμε τη δυναμική λήψης αποφάσεων σε δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις, π.χ. την επιλογή συνεργασίας ή εγωιστικής ιδιοτέλειας σε μια οικονομική ή πολιτική διαμάχη.
Πρόκειται για μια τυπική ανάλυση και προβλέψη όλων των δυνατών κινήσεων ή επιλογών που έχει ο κάθε παίκτης.
Εφαρμόζοντας μετά το 1950 τη Θεωρία των Παιγνίων στο πρόβλημα της επιλογής της συνεργασίας ή όχι, οι Αμερικανοί Μερίλ Φλαντ και Μέλβιν Ντρέσερ διατύπωσαν πρώτοι ένα πολύ ενδιαφέρον παίγνιο, που ο καθηγητής Αλμπερτ Τάκερ του έδωσε την τελική του μορφή και ονομασία, το περίφημο «Δίλημμα του φυλακισμένου».
Το δίλημμα του φυλακισμένου
Σε αυτό το πανέξυπνο παίγνιο δύο ληστές τραπεζών συλλαμβάνονται, χωρίς επαρκείς αποδείξεις, για τη ληστεία μιας τράπεζας.
Οι ύποπτοι κρατούνται σε χωριστά κελιά και δεν μπορούν να επικοινωνήσουν.
Ο αστυνομικός ανακριτής προτείνει χωριστά σε κάθε έναν προφυλακισμένο το εξής δίλημμα:
«Ξέρουμε ότι λήστεψες την τράπεζα, αλλά βάσει των διαθέσιμων στοιχείων δεν μπορούμε να σε καταδικάσουμε. Αν προδώσεις τον συνεργό σου και αυτός δεν κάνει το ίδιο, τότε θα σε αφήσουμε αμέσως ελεύθερο και στον άλλο ύποπτο θα επιβάλουμε 10 χρόνια φυλάκιση. Αν όμως δεν τον προδώσεις εσύ, αλλά σε καρφώσει αυτός, τότε εσύ θα πας φυλακή 10 χρόνια και αυτός θα αφεθεί ελεύθερος. Αν καρφώσετε ταυτοχρόνως ο ένας τον άλλον, τότε και οι δύο θα τιμωρηθείτε με 4 χρόνια φυλάκισης. Αν όμως και οι δύο δεν προδώσετε, τότε αμφότεροι θα φυλακιστείτε για 1 χρόνο, χωρίς αναστολή».
Το παίγνιο αυτό στην πραγματικότητα αποτελεί μια επαναδιατύπωση του προβλήματος της επιλογής μεταξύ ιδιοτελούς και αλτρουιστικής συμπεριφοράς.
Οταν το παιχνίδι παίζεται μόνο μία φορά, τότε υπολόγισαν ότι η βέλτιστη στρατηγικά επιλογή είναι η προδοσία και συμφέρει τον κάθε φυλακισμένο να καταδώσει πρώτος τον συνεργάτη του.
Οταν όμως το ίδιο παιχνίδι παίζεται περισσότερες φορές με τους ίδιους παικτές, τότε αναμφίβολα ο κάθε ένας παίκτης λαμβάνει υπ’ όψιν του τη στρατηγική του αντιπάλου του και απαντά άλογα.
Στην περίπτωση του επαναλαμβανόμενου παιχνιδιού η βέλτιστη στρατηγική είναι πάντα το «μία σου και μία μου». Μια στρατηγική που για ιδιοτελείς σκοπούς ευνοεί συνεργατικές και αλτρουιστικές επιλογές.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της Θεωρίας των Παιγνίων στα εφάπαξ παίγνια σε έναν μικτό πληθυσμό από ιδιοτελείς και αλτρουιστές η αναμενόμενη και πιο σταθερή στρατηγική είναι η μαζική επιλογή της ιδιοτελούς και όχι της αλτρουιστικής συμπεριφοράς.
Οταν όμως το παιχνίδι παίζεται κατ’ επανάληψη από τον ίδιο πληθυσμό, τότε τα πράγματα αλλάζουν άρδην!
http://www.efsyn.gr/arthro/idiotelos-allileggyoi-ek-fyseos