By Γιώργος ΚυριακούΠροδημοσίευση αποσπασμάτων μπροσούρας για τα Βαλκάνια: Στο Ηφαίστειο του Αίμου πριν την επόμενη έκρηξη
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».
Γιώργος Σεφέρης
Το κείμενο της μπροσούρας, σε μια εποχή που η ρευστότητα είναι ο μοναδικός κανόνας για την ευρύτερη περιοχή, ήταν βάση για μια από τις εισηγήσεις σε εκδήλωση για τα Βαλκάνια, στη διεθνή διοργάνωση αναρχικών συλλογικοτήτων με την ονομασία «3 γέφυρες», το φθινόπωρο του 2015. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, οι προσθήκες και οι διορθώσεις δεν άγγιξαν καθόλου τον πυρήνα του σκεπτικού που αναπτύχθηκε ενοχλητικά στην εκδήλωση.
Σημαντικές εξελίξεις υπήρξαν αυτήν τη τριετία στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια τα οποία αναδιπλώθηκαν μετά την επίσκεψη του Χόιτ Μπράιαν Γι, βοηθού αναπληρωτή υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Απόρροια αυτής ήταν η έναρξη διαλόγου για μια σειρά ανοιχτών και κρίσιμων ζητημάτων που ταλανίζουν τις χώρες της Βαλκανικής: η πολιτική κρίση στην πΓΔΜ και στην Αλβανία, το όνομα της διπλανής χώρας που αντικατοπτρίζεται σε διατυπώσεις του συντάγματός της και στη χρήση ιστορικών συμβόλων, η ενεργοποίηση της αλβανικής πλατφόρμας, η διφορούμενη στάση της Σερβίας που αλληθωρίζει προς το ρωσικό παράγοντα, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις καθώς και η βασική ατζέντα της καταπολέμησης της «διαφθοράς, της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας». Ο λόγος βέβαια αυτής της υποτιθέμενης βελτίωσης είναι ορατός: η σχεδόν καλπάζουσα επέκταση των ΗΠΑ διαμέσου ΝΑΤΟ ως αντίδοτου στις κρίσεις που ο ίδιος ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας προκάλεσε. Ο στόχος είναι ολοφάνερος και έχει δυο κατευθύνσεις: η ΝΑ με στόχο τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής δια της δημιουργίας ενός χρήσιμου κουρδικού διαδρόμου και η άλλη είναι η ΒΑ με στόχο τον περιορισμό της Ρωσίας στην ασιατική της γειτονιά. Ο στόχος όμως αυτός επιτυγχάνεται μόνο διαμέσου του κατακερματισμού της περιοχής σε μικρότερα και ελεγχόμενα προτεκτοράτα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ιμπεριαλιστική επέκταση. Το διαχρονικό μέσο για αυτήν είναι η προώθηση των διαχρονικών εθνικών ζητημάτων.
Έτσι, και χωρίς την αναφορά στις εξελίξεις της διετίας 2015-18 που λείπουν από την αρχική εισήγηση, τα βασικά συστατικά που ψύχουν και αποψύχουν το βαλκανικό ζήτημα είναι σχεδόν τα ίδια. Και αδιάφορα επίσης για μια «αντιεξουσιαστική» σούπα και το ψυχρό καμίνι της ιδεολογίας της: με συνθήματα του ’36 από αλλού, με αναφορές του ’17 από αλλού, με το ιδεολογικό φορτίο του ’68 από αλλού πραγματοποιείται αυτή η σύντηξη χώρου και χρόνου. Το «ταξικό», η «επανάσταση» με τη γνωστή αισθητική των αφισών, το «κράτος» και η μεταφυσική επιβολή του στις μάζες, το ενδιαφέρον για το «ρατσισμό» των ελλήνων, για το «φασισμό» στην Ελλάδα και το ενδιαφέρον για τα ατομικά δικαιώματα που ως αέναο ζητούμενο επενδύει όλο και περισσότερο σε διαρκώς διαχωρισμένα υποκείμενα, ήταν και είναι οι βασικές παρακαταθήκες για να μοιάζει κάθε τέτοια παρουσίαση ύποπτη για εθνικισμό.
Η εργασία αυτή ήταν μια απόπειρα κατανόησης του βαλκανικού ζητήματος με προεξέχοντα τα σημεία των εθνικών τριβών, παράγοντες που είναι κάθε άλλο παρά δημοφιλείς ως προς την προσέγγισή τους, στον αναρχικό και εν γένει ελευθεριακό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Επιπρόσθετα, ο μη δημοφιλής προσανατολισμός προς τη Δημοκρατική Αυτονομία-Συνομοσπονδισμό καθιστά ακόμα πιο αμφίβολη αυτή την έκθεση στον εν γένει «χώρο». Όμως, τα προβλήματα προσέγγισης του βαλκανικού ζητήματος συμπίπτουν και με την συντριπτική μας άγνοια για τα Βαλκάνια, από κει και η προσπάθεια για τη μια από τις «3 γέφυρες». Για τις αιτίες αυτής της άγνοιας συντρέχουν λόγοι ιστορικοί. Την εποχή της δεκαετίας του ’90, όταν άρχισαν οι μεγάλες ανακατατάξεις στον πλανήτη μας ανακαλύψαμε τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη Βαλκανική χερσόνησο η οποία στην ορθώς πολιτική γλώσσα λέγεται «Νοτιοανατολική Ευρώπη». Διότι για μισό αιώνα ως «ανήκοντες εις την Δύσιν» δηλαδή στον πολιτικό πυρήνα της Ευρώπης και στην στρατιωτικοπολιτική εντολή των ΗΠΑ, τα Βαλκάνια ήταν οι «άλλες» χώρες, αυτές που «οικοδομούσαν το σοσιαλισμό» κατά τα λεγόμενα των ηγετών τους. Με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία, τα λοιπά Βαλκάνια ήταν στη σφαίρα επιρροής της κάποτε Σοβιετικής Ένωσης ή του «παραπετάσματος» για την αντικομμουνιστική-φιλοδυτική πολιτική.
Τα Βαλκάνια για μας τους ελλαδίτες ήταν μια μακρινή περιοχή, άγνωστη, απρόσιτη μέχρι να ξεκινήσουν οι πρώτες εθνικές εντάσεις στη Γιουγκοσλαβία-ήδη μετά το θάνατο του στρατάρχη Τίτο, η κατάρρευση της γειτονικής μας Αλβανίας και της Βουλγαρίας με άμεσο αντίκτυπο στη μαζική μετανάστευση, τα γεγονότα στην Τιμισοάρα της Ρουμανίας και βεβαίως οι τραγικοί πόλεμοι, αργότερα, μέσα στο σώμα της Γιουγκοσλαβίας με την αμφίπλευρη εθνοκάθαρση και τη δυτική στρατιωτική επέμβαση του 1999. Ο διαμελισμός της αποτελεί υποδειγματική απειλή για το σώμα των Βαλκανίων: αν δεν συμβεί με ενεργούμενες διεθνικές συρράξεις ή με τη μέθοδο της εκβιαστικής διπλωματίας τύπου Ραμπουγιέ, θα επιλυθεί με επεμβάσεις. Μέχρι να γίνουν ξανά τα μακρινά Βαλκάνια γνωστά σε μας, ελάχιστα ήταν αυτά που μας ένωναν παρόλο τον αναπροσανατολισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη μεταπολιτευτική περίοδο κατά την οποία υπήρξε μια ελαστικότητα από πλευράς δυτικής επιτήρησης: εμπορικές συναλλαγές, επίσημες επισκέψεις και διπλωματικός πυρετός με στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων, κάποια σχετική τουριστική δραστηριότητα που αποκάλυπτε γραφικές σκηνές για τη ζήτηση σε δολάρια, διεθνή αθλητικά γεγονότα και μετεγγραφές όπως στο άθλημα του μπάσκετ, επιλογές σπουδών για την απόκτηση διπλωμάτων ευκαιρίας, επισκέψεις σε συγγενείς που «ξέμειναν» ή «ξέφυγαν», κάποιες ιδεολογικές εμμονές για τον «σοσιαλιστικό παράδεισο» ή άλλες για την κοινή θρησκευτική πίστη και τους έλληνες που ζουν «εκεί».
Όλα αυτά επιζούσαν κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου, το οποίο διανθιζόταν με γλαφυρές ή μελιστάλακτες αφηγήσεις απ’ τη μια ή την άλλη πλευρά, μέχρι να δούμε τους χιλιάδες μετανάστες που έφταναν από τη Βαλκανική ή μέχρι να ζήσουμε μακρόθεν τα τραγικά αιματηρά γεγονότα που έδωσαν τους τίτλους τέλους της χιλιετηρίδας που μας πέρασε και τους τίτλους έναρξης της νέας που ήρθε με προσδοκίες. Και το πέπλο του μυστηρίου γίνεται ακόμα πιο μακρύ αφού είναι ακόμα «άγνωστος» κι ο ρόλος της Ελλάδας αν και όχι στα σημεία του αλλά στις κεντρικές του ερμηνείες.
Το τέλος του κρατικού κομμουνισμού
«…Κείτεται εκεί κάτω το ποτάμι, ένας άδειος συλημένος τάφος ξεραΐλας,
σκεπασμένος από παχνισμένη αμμουδιά με αργυρούς αμμόλοφους,
που γυρολόγοι αρχαιοκάπηλοι λεηλατήσανε, βεβήλωσαν και πήραν τα οστά του.
Πουθενά δε φωσφορίζουν πέτρες. Οι κροκάλες βυθισμένες στα περιπλανώμενα νερά από πυθαγόρεια πειράματα,
στα πλανισμένα Πι των ευθυγραμμισμένων κυρτωμένων γεφυριών,
σαν οι αψίδες του θριάμβου, κυρτωμένες πάνω από την άδεια κοίτη…»
Νίκος Κατσαλίδας, Δαφνοπόταμο
Η εποχή του ’90 ήταν τομή-μεταίχμιο για το σύνολο των κυβερνήσεων, των κομμάτων, των οργανώσεων και των κινημάτων που ακολουθούσαν εκδοχές του μαρξισμού, παγκοσμίως. Εκατομμύρια άνθρωποι της αριστεράς στη Δύση ένιωσαν ένα σοκ μπροστά στην κατάρρευση των καθεστώτων που ρητορικά στήριξαν τις κεντρικές επιλογές τους στο όνομα του πιο σπουδαίου στοχαστή της νεότερης ιστορίας. Η καθήλωση μιας μικρής μερίδας στην υπεράσπιση του παρελθόντος και η μετάλλαξη άλλων προς διάφορες εκδοχές υποστήριξης της αγοραιοποιημένης οικονομίας και της αστικοδημοκρατικής πολιτικής ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου αν προσθέσουμε και τις νέες ροπές προς τον εθνικισμό. Συμπερασματικά η εποχή επιβεβαίωσε, νικηφόρα, αυτές τις δυνάμεις που εργάστηκαν μεταπολεμικά για τη συμφιλίωση του υπάρχοντος αστικοδημοκρατικού καθεστώτος με την αβανταδόρικη διεύρυνση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Όμως οι τάσεις τους που ηγεμόνευσαν ήταν οι δυνάμεις του ακραίου φιλελευθερισμού, αυτές που μετά την πετρελαϊκή κρίση σχεδίαζαν μια μακρόπνοη παγκόσμια ταξική επίθεση και ανασύνταξη των αγορών. Και συμπαρέσυραν τους άλλους, οι οποίοι μετάλλαξαν τις σοσιαλδημοκρατικές τους παρακαταθήκες προς στήριξη της νέας σοσιαλφιλελεύθερης πολιτικής, δηλαδή με τα συνθήματα του παρελθόντος στην προοπτική του φιλελεύθερου μέλλοντος. Ελλείψει αιτίας, ελλείψει αντιπάλου.
Στην αρχή αυτής της συνταρακτικής αλλαγής υπήρξε μια προσπάθεια, αρχικά ασυντόνιστη κι αργότερα συστηματική, από πλευράς φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, ηγεμονικών παρατάξεων και διεθνών φορέων για τη διαχείριση των βαλκανικών χωρών υπό την καθοδήγηση του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ-ΕΕ. Οι διεθνείς οργανισμοί στόχευαν στην ένταξη των νέων χωρών στο στρατιωτικό πυρήνα υποστήριξης της αμερικανικής ηγεμονίας και στη δημιουργία νέων αγορών σ’ αυτές με βάση τις φιλελεύθερες οδηγίες του σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα και των νέων οδηγιών του ΔΝΤ. Η ένταξη αυτή ξεκίνησε να γίνεται πράξη με το «καρότο» των χρηματοδοτήσεων και με το «μαστίγιο» των μεταρρυθμίσεων στη βάση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Μετά την επίσημη αναγνώριση αποσχισθέντων νέων χωρών ενισχύοντας έτσι την έναρξη πολέμων όπως στην περίπτωση της Σλοβενίας, της Κροατίας κι αργότερα της Βοσνίας, αναγνωρίζοντας τα «ανθρώπινα δικαιώματα» όπως των αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και τέλος αναλαμβάνοντας στρατιωτική δραστηριότητα κατέστειλαν με στόχο το Βελιγράδι τις όποιες «εμμονές» έθεταν εμπόδια στη διεθνοποιημένη οικονομία και στη διεθνή στρατιωτική συμπαράταξη, κατά το πρότυπο της επέμβασης στον Περσικό Κόλπο. Από τότε οι δυο αυτές παρατάξεις στην Ευρώπη συμπορεύτηκαν -σχεδόν απόλυτα- ως οι εναλλακτικοί διαχειριστές του πολιτικού συστήματος με κοινή επιδίωξη την ένταξη των Βαλκανίων στην κοινή αγορά προωθώντας ιδεολογικά και το δικομματικό πρότυπο. Μάλιστα η σοσιαλδημοκρατική ήταν αυτή η τάση που ανέλαβε χωρίς κινηματικό αντίπαλο όλο αυτό το έργο: από την επιβολή σκληρής φιλελεύθερης ατζέντας στον ίδιο τον πυρήνα της ανεπτυγμένης Ευρώπης μέχρι και τη στρατιωτική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία. Όμως η κρίση στο χώρο της πολιτικής ενδυνάμωσε και τάσεις ηττημένες ιστορικά, «θαμμένες», οι οποίες λειτουργούσαν στο περιθώριο της πολιτικής, ενός ελευθεριακού και ενός ακραίου δεξιού ή εθνικιστικού χώρου που ξεκίνησε να κάνει την έξοδό του πανηγυρικά από τη «συστημική» πολυκατοικία. Η πρώτη τάση συνδέθηκε με το χώρο των πολλαπλών διεκδικήσεων δικαιωμάτων χάνοντας την ιστορική της ταυτότητα μέσα στο φιλελεύθερο κοινωνικό σύμπαν και η άλλη πραγματοποίησε αρχικά την απόλυτη σύνδεση με το μεταναστευτικό ζήτημα έχοντας ένα ιστορικό εκτόπισμα επεκτατικού και ρατσιστικού μεγαλείου. Στη συνέχεια συνδέθηκε και με την καταπολέμηση του Ισλάμ όταν οι ακραίες εκδοχές του επιδίωξαν μια νέα επιθετική και επεκτατική πολιτική.
Η διάψευση του «τέλους της ιστορίας», που επιδίωξαν να επιβάλουν ως κεντρικό ιδεολόγημα οι δεξαμενές σκέψης στις ΗΠΑ, ώθησε πολύ τις ελευθεριακές ιδέες να αποκτήσουν ένα σημαντικό προταγματικό βηματισμό ανοίγοντας ρωγμές ή καταλαμβάνοντας σε ένα μικρό βαθμό, ωστόσο με συμβολική σημασία, το κενό της κρατικής αριστεράς. Στην Τσιάπας του Μεξικό αναπτύχθηκε ένας κοινωνικός μετασχηματισμός, τόσο ριζοσπαστικός όσο και παραδοσιακός που διεμβόλισε τη μεταμοντέρνα αντίληψη η οποία επισκίαζε τη μορφή και το περιεχόμενο του διεθνούς οριζόντιου κινήματος. Οι διηπειρωτικές συναντήσεις κατά της παγκόσμιας αγοράς, στο Σιάτλ αργότερα, στις διεθνείς και ευρωπαϊκές διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης μέχρι και την εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης, απόκτησαν τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού πόλου στο διεθνές στερέωμα. Τουλάχιστον μέχρι και τη Γένοβα που έδειξε το πρόσωπό της η νέα σοσιαλδημοκρατία μέσω του Παγκόσμιου, Ευρωπαϊκού και των κατά τόπους Φόρουμ, διαψεύδοντας στην δεκαετία μας το «εφικτό» για ένα «άλλο κόσμο», το αναρχικό κίνημα –διεθνώς- πλήθυνε διευρύνοντας τους ορίζοντές του αλλά χάνοντας από την άλλη την επαναστατική του προοπτική είτε στο όνομα της εξέγερσης είτε στο όνομα της διεκδίκησης ξεχωριστών δικαιωμάτων. Από την άλλη, η ανάπτυξη της άκρας δεξιάς η οποία διείδε τις καταστροφικές τάσεις της παγκοσμιοποίησης, βασισμένη ηθικά και ιδεολογικά στο αποικιοκρατικό μεγαλείο των ηγεμονιών επένδυσε: α) στα εθνικά-οικονομικά ζητήματα με επίκεντρο το μεταναστευτικό ζήτημα που ήδη είχε περάσει σε μια άλλη τροχιά μετά την περίοδο μιας σχετικά ήσυχης διαπολιτισμικής δραστηριότητας εκ μέρους των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, β) στον αντι-ισλαμισμό και στην ισλαμοφοβία, ως έναν αντίποδα απέναντι σε εξελίξεις που δεν μπορούσαν να τις φανταστούν ούτε οι κυβερνήσεις ούτε και τα κινήματα. Οι εξελίξεις στη Βαλκανική χερσόνησο και ιδιαίτερα στο γιουγκοσλαβικό μέτωπο έγιναν αναφορά και για τις δυο πλευρές τροφοδοτώντας αυτά τα δυο αντιθετικά ρεύματα ή εξελίσσοντας τις ιδεολογικές τους αφετηρίες.
Οι ηγετικές ομάδες που προέκυψαν από τη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων στην πρώην ΕΣΣΔ ακολούθησαν το δρόμο της μετάλλαξής τους στην κατεύθυνση της Αγοράς και μιας πλασματικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συγκρουόμενες με τους πυρήνες στο στρατό. Η Ρωσία –ηγεμόνας παρίας- μέσα από πολέμους αποσχιστικούς και σκληρή διπλωματία μόλις κατάφερνε να συγκρατήσει την υπόστασή της έχοντας να τακτοποιήσει ένα τεράστιο εκτόπισμα στρατού-πυρηνικών υποδομών ή να οργανώσει τη νέα «κοινοπολιτεία» που εν ριπή οφθαλμού διαλυόταν. Η νέα αστική της τάξη, διαιρεμένη ανάμεσα στον ακραίο φιλελευθερισμό και τον εθνοκομουνισμό, τάξη που δημιουργήθηκε από το σώμα της νομενκλατούρας της μέχρι να σταδιοδρομήσει η προσωπικότητα Πούτιν, βρέθηκε σε μειονεκτική θέση απέναντι στη Δύση. Ο Πούτιν ήταν το πρόσωπο το οποίο συνέθετε τις δυο τάσεις διαπραγματευόμενος ζητήματα γεωπολιτικά και οικονομικά, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη βιομηχανία φυσικού αερίου, στο στρατό και ενσωματώνοντας στοιχεία, ακραία εθνικιστικά, που εμφανίστηκαν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Από την εποχή της ανάκαμψής της επιδιώκει με διάφορους τρόπους να καταστεί ευρωπαϊκή δύναμη υπονομεύοντας άλλοτε με ήπιο τρόπο τη Δύση κι άλλοτε πιο δυναμικά φτάνοντας στα όρια μιας νέα ψυχροπολεμικής σύγκρουσης. Η τελευταία περίοδος φέρει το ρωσικό παράγοντα ως μια πολύ σθεναρή πηγή διασάλευσης της δυτικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή μετά την τακτική συμμαχία του με την Τουρκία και το Ιράν, συμμαχία που φαίνεται να αποκτά τα χαρακτηριστικά στρατηγικής μέσα στο ρευστό τοπίο.
Από την άλλη, η Τουρκία στη μετακομμουνιστική εποχή επένδυσε στον καθυποταγμένο ισλαμιμό παράγοντα των Βαλκανίων ο οποίος σ’ όλη την περίοδο μέχρι το 1990 είχε αναγκαστεί σε κρυπτεία. Ο άμεσος συσχετισμός της με το Κόσοβο, με την Αλβανία, με το μουσουλμανικό τμήμα της Βοσνίας και τους αλβανούς της πΓΔΜ καθώς και με τις μειονότητες στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, η επιμελής δημιουργία θρησκευτικών δομών σε όλη την περιοχή αναθέρμαναν το Οθωμανικό μεγαλείο για την «πίσω αυλή». Η έλλειψη του «κομμουνιστικού κινδύνου» με την παράλληλη ανάδυση του θρησκευτικού προτάγματος έθεσε την Τουρκία ως έναν αυτόνομο στρατηγικό σύμμαχο της Δύσης στη διαίρεση των Βαλκανίων στο βαθμό που δεν επηρέαζε την επέκτασή της. Η ευρωπαϊκή άλλωστε στροφή της Τουρκίας αιτιολογούσε σθεναρά τη συμμετοχή της και στο πλαίσιο υπεράσπισης των μουσουλμάνων στα Βαλκάνια γεγονός που πλησίαζε πολύ κοντά στις στοχεύσεις της Δύσης. Το διαβόητο ισλαμικό τόξο μέσα στις πολύπλοκες αντιφάσεις του πραγματοποιήθηκε ως η εκδοχή ενός βαλκανικού μουσουλμανισμού με ηγέτιδα την Τουρκία γεγονός στο οποίο βασίστηκε η πολιτική της για τους απανταχού μετανάστες της στην Κεντρική Ευρώπη. Ακόμα και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, η αντικατάσταση ή όχι της διωγμένης FETO, βασικού πυρήνα όλης αυτής της τουρκικής επέκτασης δεν αποτελεί παρά ένα ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής.
Στα Βαλκάνια, η γρήγορη μετάλλαξη και διάσπαση των κομμουνιστικών κομμάτων υπό το βάρος των προαναφερόμενων επιρροών δημιούργησε ένα ρευστό τοπίο αποσταθεροποίησης, με τις προσωπικές φιλοδοξίες των πρώην στελεχών των κομμουνιστικών κομμάτων να πρωταγωνιστούν σε «μεγάλες Ιδέες», στη συσσώρευση κερδών από τα χρηματοδοτικά πακέτα των διεθνών οργανισμών, σε συμβόλαια-συμφωνίες για τις εκποιήσεις της δημόσιας περιουσίας των χωρών τους και σε συμμετοχή τους στις ξένες επενδύσεις. Σημαντικά διαφυγόντα μεταναστευτικά ρεύματα διέλυσαν το εσωτερικό των κοινωνιών τους, έγιναν μεγάλες καταστροφές στις οικονομικές υποδομές, δημιουργήθηκαν ετοιμοπόλεμοι στρατοί ή ημιστρατιωτικές δομές μέσα σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα για την υπεράσπιση ή προσάρτηση των εθνικών μειονοτήτων ή για την επίθεση σε εθνικές κοινότητες στις χώρες τους. Τεράστια απαξίωση της «νέας» πολιτικής διατυπώθηκε από την πλευρά των υπηκόων τους. Βρέθηκαν ηγετίσκοι να διαχειρίζονται τις μεταπολιτεύσεις, μετατοπιζόμενοι διαρκώς κι αναλόγως με τα χρήματα ή την στρατιωτική εύνοια που παρείχε στο σύνολό της η Δύση. Η διαφθορά και η εγκληματικότητα απέκτησαν δομικά χαρακτηριστικά για τη νέα διαχείριση από πλευράς επίδοξών κυβερνητών κι αντικατέστησαν τις όποιες αναφορές συνοχής του παρελθόντος.
Έτσι, στο εσωτερικό του συνόλου των βαλκανικών των χωρών διεξήχθη και συνεχίζει να διεξάγεται μια σύγκρουση με δυο αφετηρίες: α)την «εθνική» ή «μετακομουνιστική» ή «εθνοκομουνιστική» ως συνέχεια του παρελθόντος (διαφθορά, αυταρχισμός) που επενδύει πολιτικά σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στον κρατικό τομέα διατηρώντας σχέσεις με το ρωσικό παράγοντα και β)την «φιλοευρωπαϊκή» δηλαδή αυτήν του «πολέμου κατά της διαφθοράς και της εγκληματικότητας» που συνεργεί βασικά με τις επιταγές της ΕΕ, με τις ακραίες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού και συμμαχεί με το «νέο» επιχειρηματικό κόσμο. Αυτή η εσωτερική μάχη διεξάγεται έντονα σε χώρες όπως η Ρουμανία, η πΓΔΜ, η Βουλγαρία, η Αλβανία αφού ο «πόλεμος κατά της διαφθοράς, της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας» είναι βασικοί όροι για την χρηματοδότηση και την ταυτόχρονη ένταξη στην διεθνή οικονομία της αγοράς. Σ’ αυτή τη μάχη δύο –συνήθως- πόλων στοιχίζεται και το μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων, των φτωχών, των συνταξιούχων και των επαγγελματιών, λαμβάνοντας θέση υπέρ του ενός ή του άλλου. Έτσι, ο δικομματισμός ως δικλείδα ασφαλείας του πολιτικού συστήματος προκύπτει, αν και χωρίς προοπτική, διότι και οι δύο πόλοι αδυνατούν να πείσουν ένα σημαντικό ρεύμα μέσα στις κοινωνίες τους αφού δεν έχουν αποτελεσματικότητα οι υποσχέσεις τους για ευημερία και επίλυση των εθνικών ζητημάτων.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το να δημιουργούνται από τη μια, βραχύβια κινήματα αγανακτισμένων, συνήθως οριζόντια, όπως στη Βοσνία, στην Σλοβενία, στην πΓΔΜ, στη Ρουμανία και αλλού, με την ένδειξη ότι κάτι νέο γεννιέται. Σ’ αυτή τη μάχη, δυνάμεις της οριζόντιας πολιτικής δημιουργίας βρίσκονται αδύναμες να δράσουν, με αποτέλεσμα μεταμφιεσμένοι πολιτικοί, νέες μορφές της «κοινωνίας των πολιτών» και των ΜΚΟ, νέοι δημαγωγοί, να καταλαμβάνουν το χώρο γεννώντας νέους σχηματισμούς διαμεσολάβησης. Πρόκειται για τη δημιουργία πεδίων πολιτικής, κατάλληλων για τη διείσδυση των αμερικανικών υπηρεσιών και των χρηματοδοτήσεων με το πρόσχημα των «κοινωνικών» δικαιωμάτων. Από την άλλη ο εθνικισμός, στο βαθμό που δεν απορροφάται από τις δυνάμεις του πολιτικού συστήματος όπως έγινε π.χ. στην Αλβανία, στην Κροατία ή στη Βουλγαρία, αναδύεται δυναμικά ως ξεχωριστός πόλος ευκαιριακά. Στη συνέχεια συνήθως, η αναδιάταξη στο πολιτικό σύστημα είτε απορροφά τα εθνικά ζητήματα είτε τα μπαλώνει δημιουργώντας έναν αλυτρωτικό πόλο από τις στάχτες του παλιού. Ο κανόνας άλλωστε προβλέπει μια διασταλτική σχέση με τα εθνικά ζητήματα στο βαθμό που αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την περεταίρω διείσδυση των ηγεμονικών δυνάμεων
Η εποχή λοιπόν, του ’90, σηματοδότησε μια απόλυτη ρευστότητα, όχι πάντα ιδανική αλλά ως «αναγκαίο κακό», για την στρατιωτική, πολιτική, και οικονομική επέκταση των ΗΠΑ, ΕΟΚ-ΕΕ, ΔΝΤ, της συνεργατικής Τουρκίας ή ανταγωνιστικής Ρωσίας. Κι εκεί εντοπίζεται η βαλκανική αντίφαση: η επιδίωξη σταθεροποίησης μέσω της εξάρτησης από τους στρατιωτικούς και οικονομικούς διεθνείς οργανισμούς βασίζεται στην αναθέρμανση του όποιου επιθετικού εθνικισμού ή αμυντικού πατριωτισμού, δηλαδή στην αποσταθεροποίηση. Αποσταθεροποίηση την οποία καλούνται να διευθετήσουν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί και οικονομικού οργανισμοί που την προκάλεσαν. Ο ορισμός του φαύλου κύκλου για τα Βαλκάνια φαίνεται να είναι ως εξής: αναζωπύρωση του εξαρτημένου εθνικισμού > σύγκρουση με τη διπλανή χώρα > συντονισμένες απειλές από την ίδια την ηγεμονία ή τα ενεργούμενά της > βάθεμα της εξάρτησης > προβλήματα που αναφύονται από αυτήν > αναζωπύρωση του εξαρτημένου εθνικισμού ως αντίδοτου …
Τα άγνωστα Βαλκάνια
«Κάποιοι δαγκώνουν κάποιους
Τους κόβουν χέρι ή πόδι ή οτιδήποτε
Στα δόντια το κρατάνε
Τρέχουν έξαλλοι
Αν βρουν οι τυχεροί το χέρι τους
είναι η σειρά τους να δαγκώσουν» «Jurke»
του Βάσκο Πόπα
Αντιθετικά με την απέλπιδα κίνηση του Ρήγα για την ένωση του ιστορικού χώρου των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής σε μια δημοκρατική, αποκεντρωμένη, πολυεθνική και πολυθρησκευτική πολιτεία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, ιδρύθηκαν δυο εθνικές διοικητικές οντότητες: η σερβική αυτονομία και η ελλαδική ανεξαρτησία. Αυτές οι πρώην εδαφικές επικράτειες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ακρωτηριασμένες, μετά από σοβαρούς απελευθερωτικούς αγώνες, εξαρτημένες από τις μεγάλες δυνάμεις, πραγματοποίησαν την αρχή της διαίρεσης της Βαλκανικής σε χώρες-χώρους επιρροής των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία) και ελεγχόμενης κατάρρευσης της αυτοκρατορίας. Η συνέχεια προέβλεπε την επιδίωξη όλων των βαλκανικών εθνών να κερδίσουν εδάφη ή να απελευθερωθούν με την ξεχωριστή παρουσία του αλβανικού έθνους που αιτούνταν την αυτονομία του στο πλαίσιο της Πύλης. Οι πόλεμοι και οι τακτικές συμμαχίες στους Βαλκανικούς πολέμους συνέχισαν αυτήν την χιμαιρική τάση της κρατικής αυτοδιάθεσης με αποτέλεσμα αφενός την απελευθέρωση του βαλκανικού εδάφους από τους Οθωμανούς και την οριστική ίδρυση ανταγωνιστικών κρατών για εδαφικά ζητήματα και αφετέρου την άμεση εξάρτησή τους από τις παλιές (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και νέες μεγάλες δυνάμεις (Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία).
Από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Βαλκάνια συνέχισαν ως κατακερματισμένος χώρος ανεξάρτητων κρατών να στέκονται υπέρ της μιας ή της άλλης ηγεμονίας όταν αυτές, σε μια κρίση συσχετισμών για την επέκτασή τους και την αποικιοποίηση του κόσμου, ήρθαν αντιμέτωπες. Έτσι οι όποιες προσπάθειες, θεσμικές και εξωθεσμικές για βαλκανική ομοσπονδία αναπτύσσονταν, προσέκρουαν από τη μια στην καταστολή εκ μέρους των εθνικών παγιώσεων και από την άλλη σε διεκδικήσεις εδαφών από τις επίσημες και ανεπίσημες εθνικές δομές. Οι προθέσεις για συνεργασία ακόμα κι αν ήταν ειλικρινείς αντίφασκαν με το ζήτημα της επέκτασης των ορίων σε αμφισβητούμενες ένθεν κακείθεν, περιοχές. Η στροφή προς τον πανσλαβισμό, προσπάθεια της Ρωσίας να δημιουργήσει ένα νέο φίλιο έδαφος για την έξοδο στο Αιγαίο, οι προσπάθειες κρατών με τη λογική της φιλίας με τον εχθρό του εχθρού, τάσεις αστικές-ομοσπονδιακές κι ακόμα η φαεινή ιδέα της κομμουνιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας ήταν δείγματα προσπαθειών που απέτυχαν να δημιουργήσουν κάποια θετική παρακαταθήκη, προσκρούοντας ακριβώς σε αυτήν την αντίφαση. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και την κατάρρευση των σοσιαλιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης ο κατακερματισμός τους εμπεδώθηκε μέσω της ακούσιας ένταξής τους σε υπερεθνικούς σχηματισμούς. Τα Βαλκάνια ήταν παρίες στα δυο στρατόπεδα του ψυχρού πολέμου εκτός της περίπτωσης της Γιουγκοσλαβίας. Κάθε άλλη διεθνής κίνηση συνεργασίας κρατών όπως η Κίνηση των Αδεσμεύτων κατέληξε στο πλήρες αδιέξοδο της ίσης συνεργασίας και με τις δυο ψυχροπολεμικές ηγεμονίες, της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. Τα μέλη της, οι νέες ανεξάρτητες χώρες εκτός Ευρώπης δημιουργούσαν κατά το δυτικό πρότυπο κρατικές γραφειοκρατίες προς εξυπηρέτηση των νέων αρχουσών τάξεων με το δανεισμό και τη χρέωση ως ακόλουθο των βημάτων εξυγίανσης των οικονομικών τους. Αργότερα, η εξύψωση της Κίνας σε μια νέα ηγεμονία περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τις διχοτομήσεις και τις διακρατικές εντάσεις μέσα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο καθώς και στη διεθνή αριστερά που ακολουθούσε τις νέες διαμορφώσεις σοσιαλιστικών προτύπων όπως της Κούβας ή νέων θεωρήσεων όπως του γκεβαρισμού, τα λατινοαμερικάνικα ή της επαναστατικής Ασίας.
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία συνεργαζόμενες στο στενό πυρήνα της αντικομμουνιστικής φιλίας. Η μεν πρώτη αποκολλήθηκε από το βαλκανικό της παρελθόν, η δε Τουρκία αποδόμησε αργά την κεμαλική αφετηρία έχοντας το κουρδικό ζήτημα καθώς και έναν ιδεολογικό διχασμό στο εσωτερικό της κοινωνίας της. Η διαμάχη μεταξύ των δυο χωρών στο φόντο ενός επεκτατισμού από τη μια και μιας κατευναστικής πολιτικής από την άλλη, δεν αφαίρεσε τίποτα από τον κοινό ρόλο της διαθήκης Τρούμαν-Μάρσαλ. Η Ελλάδα τέθηκε στον στενό πυρήνα των ΗΠΑ όχι μόνο λόγω της νίκης των ιδεολόγων του αντικομμουνισμού αλλά και της απώθησης της τουρκικής απειλής που από το 1956 διατυπώθηκε από το Νιχάτ Ερίμ. Η Τουρκία στο πλαίσιο του ίδιου ρόλου ενισχύθηκε οικονομικά και αναδιοργάνωσε τη στρατιωτική της δύναμη σε μια αναμονή παρεμβάσεων και επεμβάσεων. Από εκεί και το σύμφωνο του Βελιγραδίου για τα Βαλκάνια ανάλογου με το σύμφωνο ΣΕΝΤΟ της Βαγδάτης για την Κεντρική Ανατολή. Έτσι, όπως ξύπνησε ο οθωμανικός γίγαντας μετά από τις αγγλικές παραινέσεις για την Κύπρο έτσι ξύπνησε μετά το ’90 με τη στρατηγική συμμαχία για την ένταξη των νέων χωρών στην αγορά και στη στρατιωτικοπολιτική συμμαχία. Ο κατακερματισμός, από τον έναν ή τον άλλο παράγοντα αυτής της παλιάς φιλίας, από την περίοδο Βενιζέλου που βάφτιζε τον Κεμάλ «οραματιστή των Βαλκανίων», προωθήθηκε για κοινούς αλλά και ξεχωριστούς λόγους. Κοινούς στο όνομα της κοινής συμμαχίας και ξεχωριστούς για την ανισοβαρή παρουσία τους και προοπτική. Από τότε ο αλβανικός παράγοντας ως εθνικός, ο ισλαμικός παράγοντας ως επάλληλος του προηγούμενου, διαμορφώνουν ένα τοπίο εκρηκτικό. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δηλώνει του λόγου το αληθές.
Από την περίοδο εκείνη, ο αλβανικός παράγοντας καθίσταται ως ο πυλώνας για την περεταίρω αποσταθεροποίηση του χώρου. Η εξ ανατολών Τουρκία η οποία την περίοδο εκείνη έχασε και το έρεισμα, της από κοινού με την Ελλάδα, άμυνας κατά της ΕΣΣΔ, στρέφεται στην «πίσω» βαλκανική «αυλή» αξιοποιώντας το ιστορικό οθωμανικό-ισλαμικό της εκτόπισμα, σε μια νέα «στρατηγική βάθους» διεκδικήσεων και αναθεωρήσεων της συνθήκης Λωζάνης. Τέλος, ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Ελλάδας ως βοηθητικής δύναμης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ για την ένταξη των νέων βαλκανικών χωρών στην οικονομία της αγοράς και στη δυτική στρατιωτική συμμαχία ικανοποίησε την πολιτική σταθερότητας των συνόρων της που παγιοποιήθηκε μετά το 1922, υποβοηθώντας όμως την αποσταθεροποίηση στην Μέση-Κεντρική Ανατολή καθώς και στα Βαλκάνια συναινώντας στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας των πρώτων νέων χωρών, Σλοβενίας και Κροατίας.
Ζούμε κάτι παραπάνω από τα 20 χρόνια μετά το 1995. Τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής που είχαν κι ένα συμβολικό χαρακτήρα δίπλα στο πρακτικό νόημα της διάλυσης εκ των έσω, ήταν οι επιχειρήσεις-εθνοκάθαρση εναντίον των μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα και εναντίον των σέρβων στην Κράινα, εθνοκάθαρση που προκάλεσε το μεγαλύτερο μεταπολεμικό κύμα προσφυγιάς μετά τον Β ΠΠ. Οι σημερινές εξελίξεις στα Βαλκάνια, μετά την επιστροφή της Αμερικής στον ενεργό ρόλο της αποσταθεροποίησης και με την εμβάθυνση των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων βασισμένων στα σχέδια ΔΝΤ-ΕΕ, αντιστοιχούν στις βλέψεις του κοινού υπερατλαντικού παρανομαστή για τη Μέση Ανατολή. Κι αν τα μάτια μας δικαιολογημένα είναι εκεί και μάλιστα μετά την απίστευτη εμπλοκή πολλών πόλων που προετοιμάζουν το έδαφος για ένα απίστευτο πόλεμο, οφείλουν να στραφούν και προς τα Βαλκάνια.
Κι εδώ, στα «δεν είναι παίξε-γέλασε» Βαλκάνια, ο κανόνας είναι:
α)η στρατιωτική επέκταση της Δύσης εκ μέρους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με πρόσχημα και την «τρομοκρατία»
β)οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προωθούν έστω και ανταγωνιστικά στα σημεία τους η ΕΕ, το ΔΝΤ-ΠΤ με ιδεολογικό όχημα την «καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος».
γ)οι εθνικοί ανταγωνισμοί-αλυτρωτισμοί. Πάνω σε αυτό το τρίπτυχο βασίζεται η σημερινή αφήγηση για αυτό το χώρο που, δικαίως ονομάστηκε «πυριτιδαποθήκη».
Κι αυτά, πιο συγκεκριμένα, σημαίνουν:
α)τον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ Γερμανικής ΕΕ-ΗΠΑ για την βαλκανόπιτα,
β)την κινητικότητα των τζιχαντιστών κυρίως στις μουσουλμανικές κοινότητες στα Βαλκάνια που αλλοιώνουν τον κοσμικό χαρακτήρα του Ισλάμ και τη συμβίωση διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων,
γ)την απίστευτη εισροή μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών στα Βαλκάνια με προορισμό την προηγμένη Ευρώπη,
δ)την άνοδο εθνικιστικών-φασιστικών κινημάτων,
ε)την, εν αναμονή στάση, της Ρωσίας απέναντι στις κόκκινες γραμμές της στοχεύοντας τη βαλκανική σταθερότητα για την πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα,
στ)το ρόλο της Τουρκίας και ιδιαίτερα στις χώρες που υπάρχει διακριτό το μουσουλμανικό στοιχείο (Κόσοβο, Αλβανία, πΓΔΜ, Βοσνία) ή μειονότητες (μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και στην πΓΔΜ).
ζ)τη διαίρεση των αρχουσών τάξεων στη χερσόνησο,
η)τη διακριτή ανάπτυξη οριζόντιων εξωσυστημικών κινημάτων.
Σήμερα η σκοπιμότητα της χρήσης του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού δεν είναι άλλη από την επιδίωξη της δυτικής επικυριαρχίας για την περεταίρω διαίρεση των Βαλκανίων σε μικρά προτεκτοράτα, χρήσιμα για την στρατιωτική, οικονομική διείσδυση σύμφωνα με τα δόγματα που έχουν εκπονηθεί. Αντίθετα με τους αλβανούς προαγωγούς της, η αλβανική ιδέα δεν έχει, παρά τη χρήση ανακίνησης του ζητήματος από πλευράς ΗΠΑ-ΕΕ κυρίως στο Κόσοβο, στη δυτική πΓΔΜ και στο Πρέζεβο της Σερβίας με στόχο τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ξεχωριστή τους κρατική λειτουργία ή την προώθηση μιας χρήσιμης αυτονόμησης στα πλαίσια χρήσιμων ομοσπονδιών. Έτσι σε μια ρευστή κατάσταση όπου ο εθνικισμός ως ιδέα κατά της παγκοσμιοποίησης κερδίζει έδαφος, ο αλβανικός παράγοντας από τη δεκαετία του ‘90 συνεχίζει να χρησιμοποιείται για τον κατακερματισμό του βαλκανικού χώρου τηρουμένων των αναλογιών με τον «μακεδονικό» παράγοντα στο παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι παρά την ώθηση του μεγαλοϊδεατισμού από τη Δύση, η ίδια, δια στομάτων πρεσβευτών (ΗΠΑ, ΕΕ) στα Τίρανα δεν επιτρέπουν τη δημιουργία μιας Μεγάλης και ανεξέλεγκτης Αλβανίας. Αυτή είναι οιονεί η αντίφαση κάθε ενεργούμενης εθνικιστικής έξαρσης στο βαλκανικό χώρο. Στο πλαίσιο αυτής της επιβαλλόμενης συνθήκης, το Κόσοβο και το ομόσπονδο κρατίδιο της χωρισμένης σχεδόν πΓΔΜ είναι οι νέοι χώροι πειραμάτων εκ μέρους της δυτικής ηγεμονίας για το βαλκανικό κατακερματισμό. Από την άλλη όψη, οι διακηρύξεις περί σταθερότητας και η δημιουργία αξόνων συνεννόησης, συνεργασίας κλπ. είναι επίπλαστες καθώς αυτές βασίζονται στη δημαγωγία για τις νέες αγορές και τη στρατιωτική ασφάλεια υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ-ΕΕ-ΔΝΤ. Οι δυνάμεις όμως αυτές που ελέγχουν το χρήμα και τα όπλα είναι διαιρετικές και διχοτομικές δίνοντας ξεχωριστές υποσχέσεις στις άρχουσες τάξεις των χωρών για την ασφάλεια των επικρατειών τους. Ασφάλεια που όμως παρέχεται βαθαίνοντας περεταίρω την οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση με σοβαρές συνέπειες στην καθημερινότητα αλλά και στην ασφάλεια προκαλώντας κρίσεις απανωτές και αναγεννώντας στον αντίποδά τους τον εθνικισμό. Εθνικισμό στο οποίο βρίσκει το κατάλληλο έδαφος ο διεθνής παράγοντας για να παρέμβει προκειμένου ως διαμεσολαβητικός να επιβάλει διαιτησία και στη συνέχεια να υποσχεθεί την πολυπόθητη ασφάλεια και οικονομική ανάκαμψη. Αυτός όμως δεν είναι ο φαύλος κύκλος στα Βαλκάνια;
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».
Γιώργος Σεφέρης
Το κείμενο της μπροσούρας, σε μια εποχή που η ρευστότητα είναι ο μοναδικός κανόνας για την ευρύτερη περιοχή, ήταν βάση για μια από τις εισηγήσεις σε εκδήλωση για τα Βαλκάνια, στη διεθνή διοργάνωση αναρχικών συλλογικοτήτων με την ονομασία «3 γέφυρες», το φθινόπωρο του 2015. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, οι προσθήκες και οι διορθώσεις δεν άγγιξαν καθόλου τον πυρήνα του σκεπτικού που αναπτύχθηκε ενοχλητικά στην εκδήλωση.
Σημαντικές εξελίξεις υπήρξαν αυτήν τη τριετία στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια τα οποία αναδιπλώθηκαν μετά την επίσκεψη του Χόιτ Μπράιαν Γι, βοηθού αναπληρωτή υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Απόρροια αυτής ήταν η έναρξη διαλόγου για μια σειρά ανοιχτών και κρίσιμων ζητημάτων που ταλανίζουν τις χώρες της Βαλκανικής: η πολιτική κρίση στην πΓΔΜ και στην Αλβανία, το όνομα της διπλανής χώρας που αντικατοπτρίζεται σε διατυπώσεις του συντάγματός της και στη χρήση ιστορικών συμβόλων, η ενεργοποίηση της αλβανικής πλατφόρμας, η διφορούμενη στάση της Σερβίας που αλληθωρίζει προς το ρωσικό παράγοντα, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις καθώς και η βασική ατζέντα της καταπολέμησης της «διαφθοράς, της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας». Ο λόγος βέβαια αυτής της υποτιθέμενης βελτίωσης είναι ορατός: η σχεδόν καλπάζουσα επέκταση των ΗΠΑ διαμέσου ΝΑΤΟ ως αντίδοτου στις κρίσεις που ο ίδιος ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας προκάλεσε. Ο στόχος είναι ολοφάνερος και έχει δυο κατευθύνσεις: η ΝΑ με στόχο τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής δια της δημιουργίας ενός χρήσιμου κουρδικού διαδρόμου και η άλλη είναι η ΒΑ με στόχο τον περιορισμό της Ρωσίας στην ασιατική της γειτονιά. Ο στόχος όμως αυτός επιτυγχάνεται μόνο διαμέσου του κατακερματισμού της περιοχής σε μικρότερα και ελεγχόμενα προτεκτοράτα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ιμπεριαλιστική επέκταση. Το διαχρονικό μέσο για αυτήν είναι η προώθηση των διαχρονικών εθνικών ζητημάτων.
Έτσι, και χωρίς την αναφορά στις εξελίξεις της διετίας 2015-18 που λείπουν από την αρχική εισήγηση, τα βασικά συστατικά που ψύχουν και αποψύχουν το βαλκανικό ζήτημα είναι σχεδόν τα ίδια. Και αδιάφορα επίσης για μια «αντιεξουσιαστική» σούπα και το ψυχρό καμίνι της ιδεολογίας της: με συνθήματα του ’36 από αλλού, με αναφορές του ’17 από αλλού, με το ιδεολογικό φορτίο του ’68 από αλλού πραγματοποιείται αυτή η σύντηξη χώρου και χρόνου. Το «ταξικό», η «επανάσταση» με τη γνωστή αισθητική των αφισών, το «κράτος» και η μεταφυσική επιβολή του στις μάζες, το ενδιαφέρον για το «ρατσισμό» των ελλήνων, για το «φασισμό» στην Ελλάδα και το ενδιαφέρον για τα ατομικά δικαιώματα που ως αέναο ζητούμενο επενδύει όλο και περισσότερο σε διαρκώς διαχωρισμένα υποκείμενα, ήταν και είναι οι βασικές παρακαταθήκες για να μοιάζει κάθε τέτοια παρουσίαση ύποπτη για εθνικισμό.
Η εργασία αυτή ήταν μια απόπειρα κατανόησης του βαλκανικού ζητήματος με προεξέχοντα τα σημεία των εθνικών τριβών, παράγοντες που είναι κάθε άλλο παρά δημοφιλείς ως προς την προσέγγισή τους, στον αναρχικό και εν γένει ελευθεριακό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Επιπρόσθετα, ο μη δημοφιλής προσανατολισμός προς τη Δημοκρατική Αυτονομία-Συνομοσπονδισμό καθιστά ακόμα πιο αμφίβολη αυτή την έκθεση στον εν γένει «χώρο». Όμως, τα προβλήματα προσέγγισης του βαλκανικού ζητήματος συμπίπτουν και με την συντριπτική μας άγνοια για τα Βαλκάνια, από κει και η προσπάθεια για τη μια από τις «3 γέφυρες». Για τις αιτίες αυτής της άγνοιας συντρέχουν λόγοι ιστορικοί. Την εποχή της δεκαετίας του ’90, όταν άρχισαν οι μεγάλες ανακατατάξεις στον πλανήτη μας ανακαλύψαμε τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας στη Βαλκανική χερσόνησο η οποία στην ορθώς πολιτική γλώσσα λέγεται «Νοτιοανατολική Ευρώπη». Διότι για μισό αιώνα ως «ανήκοντες εις την Δύσιν» δηλαδή στον πολιτικό πυρήνα της Ευρώπης και στην στρατιωτικοπολιτική εντολή των ΗΠΑ, τα Βαλκάνια ήταν οι «άλλες» χώρες, αυτές που «οικοδομούσαν το σοσιαλισμό» κατά τα λεγόμενα των ηγετών τους. Με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία, τα λοιπά Βαλκάνια ήταν στη σφαίρα επιρροής της κάποτε Σοβιετικής Ένωσης ή του «παραπετάσματος» για την αντικομμουνιστική-φιλοδυτική πολιτική.
Τα Βαλκάνια για μας τους ελλαδίτες ήταν μια μακρινή περιοχή, άγνωστη, απρόσιτη μέχρι να ξεκινήσουν οι πρώτες εθνικές εντάσεις στη Γιουγκοσλαβία-ήδη μετά το θάνατο του στρατάρχη Τίτο, η κατάρρευση της γειτονικής μας Αλβανίας και της Βουλγαρίας με άμεσο αντίκτυπο στη μαζική μετανάστευση, τα γεγονότα στην Τιμισοάρα της Ρουμανίας και βεβαίως οι τραγικοί πόλεμοι, αργότερα, μέσα στο σώμα της Γιουγκοσλαβίας με την αμφίπλευρη εθνοκάθαρση και τη δυτική στρατιωτική επέμβαση του 1999. Ο διαμελισμός της αποτελεί υποδειγματική απειλή για το σώμα των Βαλκανίων: αν δεν συμβεί με ενεργούμενες διεθνικές συρράξεις ή με τη μέθοδο της εκβιαστικής διπλωματίας τύπου Ραμπουγιέ, θα επιλυθεί με επεμβάσεις. Μέχρι να γίνουν ξανά τα μακρινά Βαλκάνια γνωστά σε μας, ελάχιστα ήταν αυτά που μας ένωναν παρόλο τον αναπροσανατολισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη μεταπολιτευτική περίοδο κατά την οποία υπήρξε μια ελαστικότητα από πλευράς δυτικής επιτήρησης: εμπορικές συναλλαγές, επίσημες επισκέψεις και διπλωματικός πυρετός με στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων, κάποια σχετική τουριστική δραστηριότητα που αποκάλυπτε γραφικές σκηνές για τη ζήτηση σε δολάρια, διεθνή αθλητικά γεγονότα και μετεγγραφές όπως στο άθλημα του μπάσκετ, επιλογές σπουδών για την απόκτηση διπλωμάτων ευκαιρίας, επισκέψεις σε συγγενείς που «ξέμειναν» ή «ξέφυγαν», κάποιες ιδεολογικές εμμονές για τον «σοσιαλιστικό παράδεισο» ή άλλες για την κοινή θρησκευτική πίστη και τους έλληνες που ζουν «εκεί».
Όλα αυτά επιζούσαν κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου, το οποίο διανθιζόταν με γλαφυρές ή μελιστάλακτες αφηγήσεις απ’ τη μια ή την άλλη πλευρά, μέχρι να δούμε τους χιλιάδες μετανάστες που έφταναν από τη Βαλκανική ή μέχρι να ζήσουμε μακρόθεν τα τραγικά αιματηρά γεγονότα που έδωσαν τους τίτλους τέλους της χιλιετηρίδας που μας πέρασε και τους τίτλους έναρξης της νέας που ήρθε με προσδοκίες. Και το πέπλο του μυστηρίου γίνεται ακόμα πιο μακρύ αφού είναι ακόμα «άγνωστος» κι ο ρόλος της Ελλάδας αν και όχι στα σημεία του αλλά στις κεντρικές του ερμηνείες.
Το τέλος του κρατικού κομμουνισμού
«…Κείτεται εκεί κάτω το ποτάμι, ένας άδειος συλημένος τάφος ξεραΐλας,
σκεπασμένος από παχνισμένη αμμουδιά με αργυρούς αμμόλοφους,
που γυρολόγοι αρχαιοκάπηλοι λεηλατήσανε, βεβήλωσαν και πήραν τα οστά του.
Πουθενά δε φωσφορίζουν πέτρες. Οι κροκάλες βυθισμένες στα περιπλανώμενα νερά από πυθαγόρεια πειράματα,
στα πλανισμένα Πι των ευθυγραμμισμένων κυρτωμένων γεφυριών,
σαν οι αψίδες του θριάμβου, κυρτωμένες πάνω από την άδεια κοίτη…»
Νίκος Κατσαλίδας, Δαφνοπόταμο
Η εποχή του ’90 ήταν τομή-μεταίχμιο για το σύνολο των κυβερνήσεων, των κομμάτων, των οργανώσεων και των κινημάτων που ακολουθούσαν εκδοχές του μαρξισμού, παγκοσμίως. Εκατομμύρια άνθρωποι της αριστεράς στη Δύση ένιωσαν ένα σοκ μπροστά στην κατάρρευση των καθεστώτων που ρητορικά στήριξαν τις κεντρικές επιλογές τους στο όνομα του πιο σπουδαίου στοχαστή της νεότερης ιστορίας. Η καθήλωση μιας μικρής μερίδας στην υπεράσπιση του παρελθόντος και η μετάλλαξη άλλων προς διάφορες εκδοχές υποστήριξης της αγοραιοποιημένης οικονομίας και της αστικοδημοκρατικής πολιτικής ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου αν προσθέσουμε και τις νέες ροπές προς τον εθνικισμό. Συμπερασματικά η εποχή επιβεβαίωσε, νικηφόρα, αυτές τις δυνάμεις που εργάστηκαν μεταπολεμικά για τη συμφιλίωση του υπάρχοντος αστικοδημοκρατικού καθεστώτος με την αβανταδόρικη διεύρυνση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Όμως οι τάσεις τους που ηγεμόνευσαν ήταν οι δυνάμεις του ακραίου φιλελευθερισμού, αυτές που μετά την πετρελαϊκή κρίση σχεδίαζαν μια μακρόπνοη παγκόσμια ταξική επίθεση και ανασύνταξη των αγορών. Και συμπαρέσυραν τους άλλους, οι οποίοι μετάλλαξαν τις σοσιαλδημοκρατικές τους παρακαταθήκες προς στήριξη της νέας σοσιαλφιλελεύθερης πολιτικής, δηλαδή με τα συνθήματα του παρελθόντος στην προοπτική του φιλελεύθερου μέλλοντος. Ελλείψει αιτίας, ελλείψει αντιπάλου.
Στην αρχή αυτής της συνταρακτικής αλλαγής υπήρξε μια προσπάθεια, αρχικά ασυντόνιστη κι αργότερα συστηματική, από πλευράς φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, ηγεμονικών παρατάξεων και διεθνών φορέων για τη διαχείριση των βαλκανικών χωρών υπό την καθοδήγηση του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ-ΕΕ. Οι διεθνείς οργανισμοί στόχευαν στην ένταξη των νέων χωρών στο στρατιωτικό πυρήνα υποστήριξης της αμερικανικής ηγεμονίας και στη δημιουργία νέων αγορών σ’ αυτές με βάση τις φιλελεύθερες οδηγίες του σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα και των νέων οδηγιών του ΔΝΤ. Η ένταξη αυτή ξεκίνησε να γίνεται πράξη με το «καρότο» των χρηματοδοτήσεων και με το «μαστίγιο» των μεταρρυθμίσεων στη βάση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Μετά την επίσημη αναγνώριση αποσχισθέντων νέων χωρών ενισχύοντας έτσι την έναρξη πολέμων όπως στην περίπτωση της Σλοβενίας, της Κροατίας κι αργότερα της Βοσνίας, αναγνωρίζοντας τα «ανθρώπινα δικαιώματα» όπως των αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και τέλος αναλαμβάνοντας στρατιωτική δραστηριότητα κατέστειλαν με στόχο το Βελιγράδι τις όποιες «εμμονές» έθεταν εμπόδια στη διεθνοποιημένη οικονομία και στη διεθνή στρατιωτική συμπαράταξη, κατά το πρότυπο της επέμβασης στον Περσικό Κόλπο. Από τότε οι δυο αυτές παρατάξεις στην Ευρώπη συμπορεύτηκαν -σχεδόν απόλυτα- ως οι εναλλακτικοί διαχειριστές του πολιτικού συστήματος με κοινή επιδίωξη την ένταξη των Βαλκανίων στην κοινή αγορά προωθώντας ιδεολογικά και το δικομματικό πρότυπο. Μάλιστα η σοσιαλδημοκρατική ήταν αυτή η τάση που ανέλαβε χωρίς κινηματικό αντίπαλο όλο αυτό το έργο: από την επιβολή σκληρής φιλελεύθερης ατζέντας στον ίδιο τον πυρήνα της ανεπτυγμένης Ευρώπης μέχρι και τη στρατιωτική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία. Όμως η κρίση στο χώρο της πολιτικής ενδυνάμωσε και τάσεις ηττημένες ιστορικά, «θαμμένες», οι οποίες λειτουργούσαν στο περιθώριο της πολιτικής, ενός ελευθεριακού και ενός ακραίου δεξιού ή εθνικιστικού χώρου που ξεκίνησε να κάνει την έξοδό του πανηγυρικά από τη «συστημική» πολυκατοικία. Η πρώτη τάση συνδέθηκε με το χώρο των πολλαπλών διεκδικήσεων δικαιωμάτων χάνοντας την ιστορική της ταυτότητα μέσα στο φιλελεύθερο κοινωνικό σύμπαν και η άλλη πραγματοποίησε αρχικά την απόλυτη σύνδεση με το μεταναστευτικό ζήτημα έχοντας ένα ιστορικό εκτόπισμα επεκτατικού και ρατσιστικού μεγαλείου. Στη συνέχεια συνδέθηκε και με την καταπολέμηση του Ισλάμ όταν οι ακραίες εκδοχές του επιδίωξαν μια νέα επιθετική και επεκτατική πολιτική.
Η διάψευση του «τέλους της ιστορίας», που επιδίωξαν να επιβάλουν ως κεντρικό ιδεολόγημα οι δεξαμενές σκέψης στις ΗΠΑ, ώθησε πολύ τις ελευθεριακές ιδέες να αποκτήσουν ένα σημαντικό προταγματικό βηματισμό ανοίγοντας ρωγμές ή καταλαμβάνοντας σε ένα μικρό βαθμό, ωστόσο με συμβολική σημασία, το κενό της κρατικής αριστεράς. Στην Τσιάπας του Μεξικό αναπτύχθηκε ένας κοινωνικός μετασχηματισμός, τόσο ριζοσπαστικός όσο και παραδοσιακός που διεμβόλισε τη μεταμοντέρνα αντίληψη η οποία επισκίαζε τη μορφή και το περιεχόμενο του διεθνούς οριζόντιου κινήματος. Οι διηπειρωτικές συναντήσεις κατά της παγκόσμιας αγοράς, στο Σιάτλ αργότερα, στις διεθνείς και ευρωπαϊκές διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης μέχρι και την εκδήλωση της παγκόσμιας κρίσης, απόκτησαν τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού πόλου στο διεθνές στερέωμα. Τουλάχιστον μέχρι και τη Γένοβα που έδειξε το πρόσωπό της η νέα σοσιαλδημοκρατία μέσω του Παγκόσμιου, Ευρωπαϊκού και των κατά τόπους Φόρουμ, διαψεύδοντας στην δεκαετία μας το «εφικτό» για ένα «άλλο κόσμο», το αναρχικό κίνημα –διεθνώς- πλήθυνε διευρύνοντας τους ορίζοντές του αλλά χάνοντας από την άλλη την επαναστατική του προοπτική είτε στο όνομα της εξέγερσης είτε στο όνομα της διεκδίκησης ξεχωριστών δικαιωμάτων. Από την άλλη, η ανάπτυξη της άκρας δεξιάς η οποία διείδε τις καταστροφικές τάσεις της παγκοσμιοποίησης, βασισμένη ηθικά και ιδεολογικά στο αποικιοκρατικό μεγαλείο των ηγεμονιών επένδυσε: α) στα εθνικά-οικονομικά ζητήματα με επίκεντρο το μεταναστευτικό ζήτημα που ήδη είχε περάσει σε μια άλλη τροχιά μετά την περίοδο μιας σχετικά ήσυχης διαπολιτισμικής δραστηριότητας εκ μέρους των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, β) στον αντι-ισλαμισμό και στην ισλαμοφοβία, ως έναν αντίποδα απέναντι σε εξελίξεις που δεν μπορούσαν να τις φανταστούν ούτε οι κυβερνήσεις ούτε και τα κινήματα. Οι εξελίξεις στη Βαλκανική χερσόνησο και ιδιαίτερα στο γιουγκοσλαβικό μέτωπο έγιναν αναφορά και για τις δυο πλευρές τροφοδοτώντας αυτά τα δυο αντιθετικά ρεύματα ή εξελίσσοντας τις ιδεολογικές τους αφετηρίες.
Οι ηγετικές ομάδες που προέκυψαν από τη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων στην πρώην ΕΣΣΔ ακολούθησαν το δρόμο της μετάλλαξής τους στην κατεύθυνση της Αγοράς και μιας πλασματικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συγκρουόμενες με τους πυρήνες στο στρατό. Η Ρωσία –ηγεμόνας παρίας- μέσα από πολέμους αποσχιστικούς και σκληρή διπλωματία μόλις κατάφερνε να συγκρατήσει την υπόστασή της έχοντας να τακτοποιήσει ένα τεράστιο εκτόπισμα στρατού-πυρηνικών υποδομών ή να οργανώσει τη νέα «κοινοπολιτεία» που εν ριπή οφθαλμού διαλυόταν. Η νέα αστική της τάξη, διαιρεμένη ανάμεσα στον ακραίο φιλελευθερισμό και τον εθνοκομουνισμό, τάξη που δημιουργήθηκε από το σώμα της νομενκλατούρας της μέχρι να σταδιοδρομήσει η προσωπικότητα Πούτιν, βρέθηκε σε μειονεκτική θέση απέναντι στη Δύση. Ο Πούτιν ήταν το πρόσωπο το οποίο συνέθετε τις δυο τάσεις διαπραγματευόμενος ζητήματα γεωπολιτικά και οικονομικά, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη βιομηχανία φυσικού αερίου, στο στρατό και ενσωματώνοντας στοιχεία, ακραία εθνικιστικά, που εμφανίστηκαν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Από την εποχή της ανάκαμψής της επιδιώκει με διάφορους τρόπους να καταστεί ευρωπαϊκή δύναμη υπονομεύοντας άλλοτε με ήπιο τρόπο τη Δύση κι άλλοτε πιο δυναμικά φτάνοντας στα όρια μιας νέα ψυχροπολεμικής σύγκρουσης. Η τελευταία περίοδος φέρει το ρωσικό παράγοντα ως μια πολύ σθεναρή πηγή διασάλευσης της δυτικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή μετά την τακτική συμμαχία του με την Τουρκία και το Ιράν, συμμαχία που φαίνεται να αποκτά τα χαρακτηριστικά στρατηγικής μέσα στο ρευστό τοπίο.
Από την άλλη, η Τουρκία στη μετακομμουνιστική εποχή επένδυσε στον καθυποταγμένο ισλαμιμό παράγοντα των Βαλκανίων ο οποίος σ’ όλη την περίοδο μέχρι το 1990 είχε αναγκαστεί σε κρυπτεία. Ο άμεσος συσχετισμός της με το Κόσοβο, με την Αλβανία, με το μουσουλμανικό τμήμα της Βοσνίας και τους αλβανούς της πΓΔΜ καθώς και με τις μειονότητες στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, η επιμελής δημιουργία θρησκευτικών δομών σε όλη την περιοχή αναθέρμαναν το Οθωμανικό μεγαλείο για την «πίσω αυλή». Η έλλειψη του «κομμουνιστικού κινδύνου» με την παράλληλη ανάδυση του θρησκευτικού προτάγματος έθεσε την Τουρκία ως έναν αυτόνομο στρατηγικό σύμμαχο της Δύσης στη διαίρεση των Βαλκανίων στο βαθμό που δεν επηρέαζε την επέκτασή της. Η ευρωπαϊκή άλλωστε στροφή της Τουρκίας αιτιολογούσε σθεναρά τη συμμετοχή της και στο πλαίσιο υπεράσπισης των μουσουλμάνων στα Βαλκάνια γεγονός που πλησίαζε πολύ κοντά στις στοχεύσεις της Δύσης. Το διαβόητο ισλαμικό τόξο μέσα στις πολύπλοκες αντιφάσεις του πραγματοποιήθηκε ως η εκδοχή ενός βαλκανικού μουσουλμανισμού με ηγέτιδα την Τουρκία γεγονός στο οποίο βασίστηκε η πολιτική της για τους απανταχού μετανάστες της στην Κεντρική Ευρώπη. Ακόμα και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, η αντικατάσταση ή όχι της διωγμένης FETO, βασικού πυρήνα όλης αυτής της τουρκικής επέκτασης δεν αποτελεί παρά ένα ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής.
Στα Βαλκάνια, η γρήγορη μετάλλαξη και διάσπαση των κομμουνιστικών κομμάτων υπό το βάρος των προαναφερόμενων επιρροών δημιούργησε ένα ρευστό τοπίο αποσταθεροποίησης, με τις προσωπικές φιλοδοξίες των πρώην στελεχών των κομμουνιστικών κομμάτων να πρωταγωνιστούν σε «μεγάλες Ιδέες», στη συσσώρευση κερδών από τα χρηματοδοτικά πακέτα των διεθνών οργανισμών, σε συμβόλαια-συμφωνίες για τις εκποιήσεις της δημόσιας περιουσίας των χωρών τους και σε συμμετοχή τους στις ξένες επενδύσεις. Σημαντικά διαφυγόντα μεταναστευτικά ρεύματα διέλυσαν το εσωτερικό των κοινωνιών τους, έγιναν μεγάλες καταστροφές στις οικονομικές υποδομές, δημιουργήθηκαν ετοιμοπόλεμοι στρατοί ή ημιστρατιωτικές δομές μέσα σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα για την υπεράσπιση ή προσάρτηση των εθνικών μειονοτήτων ή για την επίθεση σε εθνικές κοινότητες στις χώρες τους. Τεράστια απαξίωση της «νέας» πολιτικής διατυπώθηκε από την πλευρά των υπηκόων τους. Βρέθηκαν ηγετίσκοι να διαχειρίζονται τις μεταπολιτεύσεις, μετατοπιζόμενοι διαρκώς κι αναλόγως με τα χρήματα ή την στρατιωτική εύνοια που παρείχε στο σύνολό της η Δύση. Η διαφθορά και η εγκληματικότητα απέκτησαν δομικά χαρακτηριστικά για τη νέα διαχείριση από πλευράς επίδοξών κυβερνητών κι αντικατέστησαν τις όποιες αναφορές συνοχής του παρελθόντος.
Έτσι, στο εσωτερικό του συνόλου των βαλκανικών των χωρών διεξήχθη και συνεχίζει να διεξάγεται μια σύγκρουση με δυο αφετηρίες: α)την «εθνική» ή «μετακομουνιστική» ή «εθνοκομουνιστική» ως συνέχεια του παρελθόντος (διαφθορά, αυταρχισμός) που επενδύει πολιτικά σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στον κρατικό τομέα διατηρώντας σχέσεις με το ρωσικό παράγοντα και β)την «φιλοευρωπαϊκή» δηλαδή αυτήν του «πολέμου κατά της διαφθοράς και της εγκληματικότητας» που συνεργεί βασικά με τις επιταγές της ΕΕ, με τις ακραίες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού και συμμαχεί με το «νέο» επιχειρηματικό κόσμο. Αυτή η εσωτερική μάχη διεξάγεται έντονα σε χώρες όπως η Ρουμανία, η πΓΔΜ, η Βουλγαρία, η Αλβανία αφού ο «πόλεμος κατά της διαφθοράς, της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας» είναι βασικοί όροι για την χρηματοδότηση και την ταυτόχρονη ένταξη στην διεθνή οικονομία της αγοράς. Σ’ αυτή τη μάχη δύο –συνήθως- πόλων στοιχίζεται και το μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων, των φτωχών, των συνταξιούχων και των επαγγελματιών, λαμβάνοντας θέση υπέρ του ενός ή του άλλου. Έτσι, ο δικομματισμός ως δικλείδα ασφαλείας του πολιτικού συστήματος προκύπτει, αν και χωρίς προοπτική, διότι και οι δύο πόλοι αδυνατούν να πείσουν ένα σημαντικό ρεύμα μέσα στις κοινωνίες τους αφού δεν έχουν αποτελεσματικότητα οι υποσχέσεις τους για ευημερία και επίλυση των εθνικών ζητημάτων.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το να δημιουργούνται από τη μια, βραχύβια κινήματα αγανακτισμένων, συνήθως οριζόντια, όπως στη Βοσνία, στην Σλοβενία, στην πΓΔΜ, στη Ρουμανία και αλλού, με την ένδειξη ότι κάτι νέο γεννιέται. Σ’ αυτή τη μάχη, δυνάμεις της οριζόντιας πολιτικής δημιουργίας βρίσκονται αδύναμες να δράσουν, με αποτέλεσμα μεταμφιεσμένοι πολιτικοί, νέες μορφές της «κοινωνίας των πολιτών» και των ΜΚΟ, νέοι δημαγωγοί, να καταλαμβάνουν το χώρο γεννώντας νέους σχηματισμούς διαμεσολάβησης. Πρόκειται για τη δημιουργία πεδίων πολιτικής, κατάλληλων για τη διείσδυση των αμερικανικών υπηρεσιών και των χρηματοδοτήσεων με το πρόσχημα των «κοινωνικών» δικαιωμάτων. Από την άλλη ο εθνικισμός, στο βαθμό που δεν απορροφάται από τις δυνάμεις του πολιτικού συστήματος όπως έγινε π.χ. στην Αλβανία, στην Κροατία ή στη Βουλγαρία, αναδύεται δυναμικά ως ξεχωριστός πόλος ευκαιριακά. Στη συνέχεια συνήθως, η αναδιάταξη στο πολιτικό σύστημα είτε απορροφά τα εθνικά ζητήματα είτε τα μπαλώνει δημιουργώντας έναν αλυτρωτικό πόλο από τις στάχτες του παλιού. Ο κανόνας άλλωστε προβλέπει μια διασταλτική σχέση με τα εθνικά ζητήματα στο βαθμό που αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την περεταίρω διείσδυση των ηγεμονικών δυνάμεων
Η εποχή λοιπόν, του ’90, σηματοδότησε μια απόλυτη ρευστότητα, όχι πάντα ιδανική αλλά ως «αναγκαίο κακό», για την στρατιωτική, πολιτική, και οικονομική επέκταση των ΗΠΑ, ΕΟΚ-ΕΕ, ΔΝΤ, της συνεργατικής Τουρκίας ή ανταγωνιστικής Ρωσίας. Κι εκεί εντοπίζεται η βαλκανική αντίφαση: η επιδίωξη σταθεροποίησης μέσω της εξάρτησης από τους στρατιωτικούς και οικονομικούς διεθνείς οργανισμούς βασίζεται στην αναθέρμανση του όποιου επιθετικού εθνικισμού ή αμυντικού πατριωτισμού, δηλαδή στην αποσταθεροποίηση. Αποσταθεροποίηση την οποία καλούνται να διευθετήσουν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί και οικονομικού οργανισμοί που την προκάλεσαν. Ο ορισμός του φαύλου κύκλου για τα Βαλκάνια φαίνεται να είναι ως εξής: αναζωπύρωση του εξαρτημένου εθνικισμού > σύγκρουση με τη διπλανή χώρα > συντονισμένες απειλές από την ίδια την ηγεμονία ή τα ενεργούμενά της > βάθεμα της εξάρτησης > προβλήματα που αναφύονται από αυτήν > αναζωπύρωση του εξαρτημένου εθνικισμού ως αντίδοτου …
Τα άγνωστα Βαλκάνια
«Κάποιοι δαγκώνουν κάποιους
Τους κόβουν χέρι ή πόδι ή οτιδήποτε
Στα δόντια το κρατάνε
Τρέχουν έξαλλοι
Αν βρουν οι τυχεροί το χέρι τους
είναι η σειρά τους να δαγκώσουν» «Jurke»
του Βάσκο Πόπα
Αντιθετικά με την απέλπιδα κίνηση του Ρήγα για την ένωση του ιστορικού χώρου των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής σε μια δημοκρατική, αποκεντρωμένη, πολυεθνική και πολυθρησκευτική πολιτεία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, ιδρύθηκαν δυο εθνικές διοικητικές οντότητες: η σερβική αυτονομία και η ελλαδική ανεξαρτησία. Αυτές οι πρώην εδαφικές επικράτειες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ακρωτηριασμένες, μετά από σοβαρούς απελευθερωτικούς αγώνες, εξαρτημένες από τις μεγάλες δυνάμεις, πραγματοποίησαν την αρχή της διαίρεσης της Βαλκανικής σε χώρες-χώρους επιρροής των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία) και ελεγχόμενης κατάρρευσης της αυτοκρατορίας. Η συνέχεια προέβλεπε την επιδίωξη όλων των βαλκανικών εθνών να κερδίσουν εδάφη ή να απελευθερωθούν με την ξεχωριστή παρουσία του αλβανικού έθνους που αιτούνταν την αυτονομία του στο πλαίσιο της Πύλης. Οι πόλεμοι και οι τακτικές συμμαχίες στους Βαλκανικούς πολέμους συνέχισαν αυτήν την χιμαιρική τάση της κρατικής αυτοδιάθεσης με αποτέλεσμα αφενός την απελευθέρωση του βαλκανικού εδάφους από τους Οθωμανούς και την οριστική ίδρυση ανταγωνιστικών κρατών για εδαφικά ζητήματα και αφετέρου την άμεση εξάρτησή τους από τις παλιές (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και νέες μεγάλες δυνάμεις (Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία).
Από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Βαλκάνια συνέχισαν ως κατακερματισμένος χώρος ανεξάρτητων κρατών να στέκονται υπέρ της μιας ή της άλλης ηγεμονίας όταν αυτές, σε μια κρίση συσχετισμών για την επέκτασή τους και την αποικιοποίηση του κόσμου, ήρθαν αντιμέτωπες. Έτσι οι όποιες προσπάθειες, θεσμικές και εξωθεσμικές για βαλκανική ομοσπονδία αναπτύσσονταν, προσέκρουαν από τη μια στην καταστολή εκ μέρους των εθνικών παγιώσεων και από την άλλη σε διεκδικήσεις εδαφών από τις επίσημες και ανεπίσημες εθνικές δομές. Οι προθέσεις για συνεργασία ακόμα κι αν ήταν ειλικρινείς αντίφασκαν με το ζήτημα της επέκτασης των ορίων σε αμφισβητούμενες ένθεν κακείθεν, περιοχές. Η στροφή προς τον πανσλαβισμό, προσπάθεια της Ρωσίας να δημιουργήσει ένα νέο φίλιο έδαφος για την έξοδο στο Αιγαίο, οι προσπάθειες κρατών με τη λογική της φιλίας με τον εχθρό του εχθρού, τάσεις αστικές-ομοσπονδιακές κι ακόμα η φαεινή ιδέα της κομμουνιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας ήταν δείγματα προσπαθειών που απέτυχαν να δημιουργήσουν κάποια θετική παρακαταθήκη, προσκρούοντας ακριβώς σε αυτήν την αντίφαση. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και την κατάρρευση των σοσιαλιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης ο κατακερματισμός τους εμπεδώθηκε μέσω της ακούσιας ένταξής τους σε υπερεθνικούς σχηματισμούς. Τα Βαλκάνια ήταν παρίες στα δυο στρατόπεδα του ψυχρού πολέμου εκτός της περίπτωσης της Γιουγκοσλαβίας. Κάθε άλλη διεθνής κίνηση συνεργασίας κρατών όπως η Κίνηση των Αδεσμεύτων κατέληξε στο πλήρες αδιέξοδο της ίσης συνεργασίας και με τις δυο ψυχροπολεμικές ηγεμονίες, της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. Τα μέλη της, οι νέες ανεξάρτητες χώρες εκτός Ευρώπης δημιουργούσαν κατά το δυτικό πρότυπο κρατικές γραφειοκρατίες προς εξυπηρέτηση των νέων αρχουσών τάξεων με το δανεισμό και τη χρέωση ως ακόλουθο των βημάτων εξυγίανσης των οικονομικών τους. Αργότερα, η εξύψωση της Κίνας σε μια νέα ηγεμονία περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τις διχοτομήσεις και τις διακρατικές εντάσεις μέσα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο καθώς και στη διεθνή αριστερά που ακολουθούσε τις νέες διαμορφώσεις σοσιαλιστικών προτύπων όπως της Κούβας ή νέων θεωρήσεων όπως του γκεβαρισμού, τα λατινοαμερικάνικα ή της επαναστατικής Ασίας.
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία συνεργαζόμενες στο στενό πυρήνα της αντικομμουνιστικής φιλίας. Η μεν πρώτη αποκολλήθηκε από το βαλκανικό της παρελθόν, η δε Τουρκία αποδόμησε αργά την κεμαλική αφετηρία έχοντας το κουρδικό ζήτημα καθώς και έναν ιδεολογικό διχασμό στο εσωτερικό της κοινωνίας της. Η διαμάχη μεταξύ των δυο χωρών στο φόντο ενός επεκτατισμού από τη μια και μιας κατευναστικής πολιτικής από την άλλη, δεν αφαίρεσε τίποτα από τον κοινό ρόλο της διαθήκης Τρούμαν-Μάρσαλ. Η Ελλάδα τέθηκε στον στενό πυρήνα των ΗΠΑ όχι μόνο λόγω της νίκης των ιδεολόγων του αντικομμουνισμού αλλά και της απώθησης της τουρκικής απειλής που από το 1956 διατυπώθηκε από το Νιχάτ Ερίμ. Η Τουρκία στο πλαίσιο του ίδιου ρόλου ενισχύθηκε οικονομικά και αναδιοργάνωσε τη στρατιωτική της δύναμη σε μια αναμονή παρεμβάσεων και επεμβάσεων. Από εκεί και το σύμφωνο του Βελιγραδίου για τα Βαλκάνια ανάλογου με το σύμφωνο ΣΕΝΤΟ της Βαγδάτης για την Κεντρική Ανατολή. Έτσι, όπως ξύπνησε ο οθωμανικός γίγαντας μετά από τις αγγλικές παραινέσεις για την Κύπρο έτσι ξύπνησε μετά το ’90 με τη στρατηγική συμμαχία για την ένταξη των νέων χωρών στην αγορά και στη στρατιωτικοπολιτική συμμαχία. Ο κατακερματισμός, από τον έναν ή τον άλλο παράγοντα αυτής της παλιάς φιλίας, από την περίοδο Βενιζέλου που βάφτιζε τον Κεμάλ «οραματιστή των Βαλκανίων», προωθήθηκε για κοινούς αλλά και ξεχωριστούς λόγους. Κοινούς στο όνομα της κοινής συμμαχίας και ξεχωριστούς για την ανισοβαρή παρουσία τους και προοπτική. Από τότε ο αλβανικός παράγοντας ως εθνικός, ο ισλαμικός παράγοντας ως επάλληλος του προηγούμενου, διαμορφώνουν ένα τοπίο εκρηκτικό. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δηλώνει του λόγου το αληθές.
Από την περίοδο εκείνη, ο αλβανικός παράγοντας καθίσταται ως ο πυλώνας για την περεταίρω αποσταθεροποίηση του χώρου. Η εξ ανατολών Τουρκία η οποία την περίοδο εκείνη έχασε και το έρεισμα, της από κοινού με την Ελλάδα, άμυνας κατά της ΕΣΣΔ, στρέφεται στην «πίσω» βαλκανική «αυλή» αξιοποιώντας το ιστορικό οθωμανικό-ισλαμικό της εκτόπισμα, σε μια νέα «στρατηγική βάθους» διεκδικήσεων και αναθεωρήσεων της συνθήκης Λωζάνης. Τέλος, ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Ελλάδας ως βοηθητικής δύναμης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ για την ένταξη των νέων βαλκανικών χωρών στην οικονομία της αγοράς και στη δυτική στρατιωτική συμμαχία ικανοποίησε την πολιτική σταθερότητας των συνόρων της που παγιοποιήθηκε μετά το 1922, υποβοηθώντας όμως την αποσταθεροποίηση στην Μέση-Κεντρική Ανατολή καθώς και στα Βαλκάνια συναινώντας στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας των πρώτων νέων χωρών, Σλοβενίας και Κροατίας.
Ζούμε κάτι παραπάνω από τα 20 χρόνια μετά το 1995. Τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής που είχαν κι ένα συμβολικό χαρακτήρα δίπλα στο πρακτικό νόημα της διάλυσης εκ των έσω, ήταν οι επιχειρήσεις-εθνοκάθαρση εναντίον των μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα και εναντίον των σέρβων στην Κράινα, εθνοκάθαρση που προκάλεσε το μεγαλύτερο μεταπολεμικό κύμα προσφυγιάς μετά τον Β ΠΠ. Οι σημερινές εξελίξεις στα Βαλκάνια, μετά την επιστροφή της Αμερικής στον ενεργό ρόλο της αποσταθεροποίησης και με την εμβάθυνση των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων βασισμένων στα σχέδια ΔΝΤ-ΕΕ, αντιστοιχούν στις βλέψεις του κοινού υπερατλαντικού παρανομαστή για τη Μέση Ανατολή. Κι αν τα μάτια μας δικαιολογημένα είναι εκεί και μάλιστα μετά την απίστευτη εμπλοκή πολλών πόλων που προετοιμάζουν το έδαφος για ένα απίστευτο πόλεμο, οφείλουν να στραφούν και προς τα Βαλκάνια.
Κι εδώ, στα «δεν είναι παίξε-γέλασε» Βαλκάνια, ο κανόνας είναι:
α)η στρατιωτική επέκταση της Δύσης εκ μέρους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με πρόσχημα και την «τρομοκρατία»
β)οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προωθούν έστω και ανταγωνιστικά στα σημεία τους η ΕΕ, το ΔΝΤ-ΠΤ με ιδεολογικό όχημα την «καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος».
γ)οι εθνικοί ανταγωνισμοί-αλυτρωτισμοί. Πάνω σε αυτό το τρίπτυχο βασίζεται η σημερινή αφήγηση για αυτό το χώρο που, δικαίως ονομάστηκε «πυριτιδαποθήκη».
Κι αυτά, πιο συγκεκριμένα, σημαίνουν:
α)τον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ Γερμανικής ΕΕ-ΗΠΑ για την βαλκανόπιτα,
β)την κινητικότητα των τζιχαντιστών κυρίως στις μουσουλμανικές κοινότητες στα Βαλκάνια που αλλοιώνουν τον κοσμικό χαρακτήρα του Ισλάμ και τη συμβίωση διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων,
γ)την απίστευτη εισροή μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών στα Βαλκάνια με προορισμό την προηγμένη Ευρώπη,
δ)την άνοδο εθνικιστικών-φασιστικών κινημάτων,
ε)την, εν αναμονή στάση, της Ρωσίας απέναντι στις κόκκινες γραμμές της στοχεύοντας τη βαλκανική σταθερότητα για την πρόσβαση στη Μεσόγειο Θάλασσα,
στ)το ρόλο της Τουρκίας και ιδιαίτερα στις χώρες που υπάρχει διακριτό το μουσουλμανικό στοιχείο (Κόσοβο, Αλβανία, πΓΔΜ, Βοσνία) ή μειονότητες (μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και στην πΓΔΜ).
ζ)τη διαίρεση των αρχουσών τάξεων στη χερσόνησο,
η)τη διακριτή ανάπτυξη οριζόντιων εξωσυστημικών κινημάτων.
Σήμερα η σκοπιμότητα της χρήσης του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού δεν είναι άλλη από την επιδίωξη της δυτικής επικυριαρχίας για την περεταίρω διαίρεση των Βαλκανίων σε μικρά προτεκτοράτα, χρήσιμα για την στρατιωτική, οικονομική διείσδυση σύμφωνα με τα δόγματα που έχουν εκπονηθεί. Αντίθετα με τους αλβανούς προαγωγούς της, η αλβανική ιδέα δεν έχει, παρά τη χρήση ανακίνησης του ζητήματος από πλευράς ΗΠΑ-ΕΕ κυρίως στο Κόσοβο, στη δυτική πΓΔΜ και στο Πρέζεβο της Σερβίας με στόχο τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ξεχωριστή τους κρατική λειτουργία ή την προώθηση μιας χρήσιμης αυτονόμησης στα πλαίσια χρήσιμων ομοσπονδιών. Έτσι σε μια ρευστή κατάσταση όπου ο εθνικισμός ως ιδέα κατά της παγκοσμιοποίησης κερδίζει έδαφος, ο αλβανικός παράγοντας από τη δεκαετία του ‘90 συνεχίζει να χρησιμοποιείται για τον κατακερματισμό του βαλκανικού χώρου τηρουμένων των αναλογιών με τον «μακεδονικό» παράγοντα στο παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι παρά την ώθηση του μεγαλοϊδεατισμού από τη Δύση, η ίδια, δια στομάτων πρεσβευτών (ΗΠΑ, ΕΕ) στα Τίρανα δεν επιτρέπουν τη δημιουργία μιας Μεγάλης και ανεξέλεγκτης Αλβανίας. Αυτή είναι οιονεί η αντίφαση κάθε ενεργούμενης εθνικιστικής έξαρσης στο βαλκανικό χώρο. Στο πλαίσιο αυτής της επιβαλλόμενης συνθήκης, το Κόσοβο και το ομόσπονδο κρατίδιο της χωρισμένης σχεδόν πΓΔΜ είναι οι νέοι χώροι πειραμάτων εκ μέρους της δυτικής ηγεμονίας για το βαλκανικό κατακερματισμό. Από την άλλη όψη, οι διακηρύξεις περί σταθερότητας και η δημιουργία αξόνων συνεννόησης, συνεργασίας κλπ. είναι επίπλαστες καθώς αυτές βασίζονται στη δημαγωγία για τις νέες αγορές και τη στρατιωτική ασφάλεια υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ-ΕΕ-ΔΝΤ. Οι δυνάμεις όμως αυτές που ελέγχουν το χρήμα και τα όπλα είναι διαιρετικές και διχοτομικές δίνοντας ξεχωριστές υποσχέσεις στις άρχουσες τάξεις των χωρών για την ασφάλεια των επικρατειών τους. Ασφάλεια που όμως παρέχεται βαθαίνοντας περεταίρω την οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση με σοβαρές συνέπειες στην καθημερινότητα αλλά και στην ασφάλεια προκαλώντας κρίσεις απανωτές και αναγεννώντας στον αντίποδά τους τον εθνικισμό. Εθνικισμό στο οποίο βρίσκει το κατάλληλο έδαφος ο διεθνής παράγοντας για να παρέμβει προκειμένου ως διαμεσολαβητικός να επιβάλει διαιτησία και στη συνέχεια να υποσχεθεί την πολυπόθητη ασφάλεια και οικονομική ανάκαμψη. Αυτός όμως δεν είναι ο φαύλος κύκλος στα Βαλκάνια;
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)