Argiris Oloktsidis
ΦΟΒΟΣ
Όποτε σκάβω τον κήπο, μου έρχεται στο νου ο θάνατος. Ίσως διότι κάνω συνειρμικά σκέψεις για τη σχέση του χώματος με την ανακύκλωση των οργανικών υλών, από τις οποίες, ως επί το πλείστον, κι εγώ (ως σώμα) αποτελούμαι.
Και τι παράξενο, δε φοβάμαι καθόλου! Όλα τα νιώθω γύρω μου τόσο φυσικά, όλα είναι μια ενότητα κι εγώ κομμάτι της. Ίσως αυτή η αίσθηση της ενσωμάτωσής μου με το όλον του κόσμου, να αίρει την αντίληψη του «εγώ» μου, το οποίο και είναι αυτό που φοβάται. Η αίσθηση δηλαδή της αποκοπής μου από τη φύση και η συνειδητοποίηση της ατομικότητάς μου, που είναι η αίσθηση του «εγώ», παράγει το φόβο της απώλειάς μου, ως «εγώ».
Είμαι μια ατομικότητα που προέκυψε κάποτε και που θα διαλυθεί κάποια στιγμή στα εξ ων συνετέθη. Τόσο απλό είναι το θέμα της γέννησης και του θανάτου. Πριν γεννηθώ, δεν είχα αντίληψη της ύπαρξής μου. Όταν πεθάνω, θα πάψω πάλι να έχω αντίληψη της ύπαρξής μου. Γιατί όμως η γνώση του θανάτου μου, να μου προξενεί τόσο μεγάλο φόβο, αφού θα επιστρέψω στην κατάσταση της «μη ύπαρξής» μου, εκεί δηλαδή που ήμουν πριν γεννηθώ;
Είναι όμως έτσι, ή συμβαίνει κάτι άλλο; Διότι πώς αντιλαμβάνομαι το φόβο της απώλειάς μου; Τον αντιλαμβάνεται το σώμα μου; Ξέρει το σώμα μου ότι θα πεθάνει; Μάλλον όχι. Ποιο μέρος μου, λοιπόν, ξέρει ότι θα πεθάνει; Το ξέρει η συνείδηση, η επίγνωση της ύπαρξής μου. Τι είναι όμως αυτή, η επίγνωση και που εδρεύει; Είναι παράγωγο της σωματικής - υλικής δομής μου, ή υπάρχει παράλληλα με αυτή και ανεξάρτητα απ’ αυτή;
«Εδώ σε θέλω κάβουρα!... Δώσε μια απάντηση αν μπορείς!», λέω στον εαυτό μου. Τώρα ποιος "εαυτός" λέει σε ποιον και ποιος είναι ποιος… άστα να πάνε! Πολύ μπέρδεμα, ρε παιδί μου! Πώς να βρει την άκρη του νήματος της ζωής μου, το καημένο το μυαλό μου;
Χα, χα! Σκάβω τον κήπο και σκέφτομαι το φόβο των ανθρώπων από τον κορωνοϊό. Ω ρε, φίλε, τι χαμός γίνεται! Αισθάνομαι μια πυκνή ομίχλη φόβου να τυλίγει τα πάντα και να κρύβει τη θέα της πραγματικότητας από τα πνευματικά μάτια των ανθρώπων.
Φόβοι, φόβοι παντού! Μεγάλοι, μικροί, μέτριοι… Φοβάμαι απ’ αυτό κι από εκείνο… Φοβάμαι που φοβάμαι, διότι δε θέλω να φοβάμαι, αφού ο φόβος μου δυσκολεύει τη ζωή. Φοβάμαι που δε φοβάμαι, διότι φοβάμαι ότι αν δε φοβάμαι, δεν θα πάρω τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να προστατευθώ. Φοβάμαι που φοβάσαι, διότι ο φόβος σου δυσκολεύει τη συνύπαρξή μας. Φοβάμαι που δε φοβάσαι, διότι η απουσία του φόβου σου σε οδηγεί σε συμπεριφορές επικίνδυνες για μένα…
Άντε ρε από κει! Τι καλά που είμαι εδώ, στον κηπάκο μου και σκάβω! Τι κι αν μου έρχονται σκέψεις θανάτου, αφού δεν με φοβίζουν; Σκάψε, ρε Αργύρη, σκάψε! Τι καθαρός που είναι ο αέρας, εδώ ψηλά. Να και ο Όλυμπος , απέναντι - ασάλευτος και ατάραχος! Έρχεται η Άνοιξη, Μαγεύομαι, μεθώ, εκστασιάζομαι από την προοπτική του ερχομού της!... Όλα είναι υπέροχα!… Σκάψε, Αργύρη, σκάψε!...
ΦΟΒΟΣ
Όποτε σκάβω τον κήπο, μου έρχεται στο νου ο θάνατος. Ίσως διότι κάνω συνειρμικά σκέψεις για τη σχέση του χώματος με την ανακύκλωση των οργανικών υλών, από τις οποίες, ως επί το πλείστον, κι εγώ (ως σώμα) αποτελούμαι.
Και τι παράξενο, δε φοβάμαι καθόλου! Όλα τα νιώθω γύρω μου τόσο φυσικά, όλα είναι μια ενότητα κι εγώ κομμάτι της. Ίσως αυτή η αίσθηση της ενσωμάτωσής μου με το όλον του κόσμου, να αίρει την αντίληψη του «εγώ» μου, το οποίο και είναι αυτό που φοβάται. Η αίσθηση δηλαδή της αποκοπής μου από τη φύση και η συνειδητοποίηση της ατομικότητάς μου, που είναι η αίσθηση του «εγώ», παράγει το φόβο της απώλειάς μου, ως «εγώ».
Είμαι μια ατομικότητα που προέκυψε κάποτε και που θα διαλυθεί κάποια στιγμή στα εξ ων συνετέθη. Τόσο απλό είναι το θέμα της γέννησης και του θανάτου. Πριν γεννηθώ, δεν είχα αντίληψη της ύπαρξής μου. Όταν πεθάνω, θα πάψω πάλι να έχω αντίληψη της ύπαρξής μου. Γιατί όμως η γνώση του θανάτου μου, να μου προξενεί τόσο μεγάλο φόβο, αφού θα επιστρέψω στην κατάσταση της «μη ύπαρξής» μου, εκεί δηλαδή που ήμουν πριν γεννηθώ;
Είναι όμως έτσι, ή συμβαίνει κάτι άλλο; Διότι πώς αντιλαμβάνομαι το φόβο της απώλειάς μου; Τον αντιλαμβάνεται το σώμα μου; Ξέρει το σώμα μου ότι θα πεθάνει; Μάλλον όχι. Ποιο μέρος μου, λοιπόν, ξέρει ότι θα πεθάνει; Το ξέρει η συνείδηση, η επίγνωση της ύπαρξής μου. Τι είναι όμως αυτή, η επίγνωση και που εδρεύει; Είναι παράγωγο της σωματικής - υλικής δομής μου, ή υπάρχει παράλληλα με αυτή και ανεξάρτητα απ’ αυτή;
«Εδώ σε θέλω κάβουρα!... Δώσε μια απάντηση αν μπορείς!», λέω στον εαυτό μου. Τώρα ποιος "εαυτός" λέει σε ποιον και ποιος είναι ποιος… άστα να πάνε! Πολύ μπέρδεμα, ρε παιδί μου! Πώς να βρει την άκρη του νήματος της ζωής μου, το καημένο το μυαλό μου;
Χα, χα! Σκάβω τον κήπο και σκέφτομαι το φόβο των ανθρώπων από τον κορωνοϊό. Ω ρε, φίλε, τι χαμός γίνεται! Αισθάνομαι μια πυκνή ομίχλη φόβου να τυλίγει τα πάντα και να κρύβει τη θέα της πραγματικότητας από τα πνευματικά μάτια των ανθρώπων.
Φόβοι, φόβοι παντού! Μεγάλοι, μικροί, μέτριοι… Φοβάμαι απ’ αυτό κι από εκείνο… Φοβάμαι που φοβάμαι, διότι δε θέλω να φοβάμαι, αφού ο φόβος μου δυσκολεύει τη ζωή. Φοβάμαι που δε φοβάμαι, διότι φοβάμαι ότι αν δε φοβάμαι, δεν θα πάρω τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να προστατευθώ. Φοβάμαι που φοβάσαι, διότι ο φόβος σου δυσκολεύει τη συνύπαρξή μας. Φοβάμαι που δε φοβάσαι, διότι η απουσία του φόβου σου σε οδηγεί σε συμπεριφορές επικίνδυνες για μένα…
Άντε ρε από κει! Τι καλά που είμαι εδώ, στον κηπάκο μου και σκάβω! Τι κι αν μου έρχονται σκέψεις θανάτου, αφού δεν με φοβίζουν; Σκάψε, ρε Αργύρη, σκάψε! Τι καθαρός που είναι ο αέρας, εδώ ψηλά. Να και ο Όλυμπος , απέναντι - ασάλευτος και ατάραχος! Έρχεται η Άνοιξη, Μαγεύομαι, μεθώ, εκστασιάζομαι από την προοπτική του ερχομού της!... Όλα είναι υπέροχα!… Σκάψε, Αργύρη, σκάψε!...